Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΟΠΤΑΣΙΑ

Του Ράλλη Κοψίδη


Στη ζωή μας είναι, κάποιες μέρες σφραγισμένες που δεν ξεχνιούνται. Είναι κάτι νύχτες π' άφησαν πύρινα σημάδια. Ο καιρός περνά κι' η θύμησή τους είναι αγκάθι που ματώνει. Τα σκοτεινά νέφη δεν φεύγουν. Και το γέλιο του Αρχέκακου αντηχεί συχνά παγερό.

Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Γύρω στο αναθεματισμένο έτος 1950. Πρωτοετής στη Σχολή των Καλών Τεχνών, είχα κιόλας μισό χρόνο στην Αθήνα και με σκέπαζαν νέφη ονείρου ζωγραφικά. Γύρω μου οι μεγάλοι της Τέχνης, δηλαδή οι σκιές τους. Κι ας μην τις σήκωνε το κλίμα της εποχής τέτοιες ανεδαφικές ονειροφαντασίες.

Μόλις είχε τελειώσει ο εμφύλιος. Αν κι αυτός δεν τελειώνει τόσο εύκολα. Δουλειές πουθενά! Κατηφείς οι άνθρωποι μπάλωναν τα ράκη τους. Ποιος σκοτίζονταν εξόν από μένα, για ζωγραφική και τα παρόμοια; Η καθημερινή φασολάδα, αυτή ήταν η μεγάλη έγνοια. Και καλά έκαναν. Όλοι είχαν ξαναγίνει φτωχοί. Εξόν από λίγους ... φωνές θηριώδεις ήταν ακόμα στον αέρα. Φυλακές γεμάτες, κυνηγητό, χωροφυλάκοι με το «έλα δω ρε » στο στόμα. Σκοτωμένοι, χαμένοι, φευγάτοι. Όμως εγώ είχα μέσα μου, φωτιά παρηγορητική, την θεία Παραμυθία που δίνει η τέχνη. Μ' αυτήν σαν να ξεχνιόταν τ' αδειανό στομάχι. Έσχατος εγώ στην Τέχνη είχα όμως το μερτικό μου απ' τις αχτίνες του ήλιου της. Πετούσε η καρδιά μου μέσ' τη γύρω μαυρίλα.

Πήρα λοιπόν το τραίνο για την Αλεξανδρούπολη, να πάω στους δικούς μου. Γιορτές ήταν, τέτοιες μέρες (άγιες μέρες που λένε), σε κυκλώνει μια νοσταλγία.

Το βαγόνι όπου σκαρφάλωσα ήταν αδειανό. Ένας μονάχα άνθρωπος, μεσόκοπος και καλοντυμένος καθόταν κοντά στο παράθυρο και διάβαζε ένα βιβλίο.

Το τραίνο ξεκίνησε το απόγευμα. Θα ταξίδευε όλη τη νύχτα. Στην Αλεξανδρούπολη θάμαστε το πρωί.Εγώ όπου πάγαινα, χαρτιά και μολύβια δεν μου ‘ λειπαν . Όλο σχεδίαζα. Το ίδιο έκανα και τώρα.

Με είδε αυτός ο άνθρωπος και με ρώτησε: Ζωγράφος είσαι; Του είπα τα καθέκαστα με τη
Σχολή. Εμπιστευόμουν τότε εύκολα τους
άλλους. Και γω είμαι ζωγράφος, είπε. Βγήκα και γω απ' τη Σχολή Καλών Τεχνών. Μα τώρα κάνω διαφημίσεις. Με κοίταζε με συγκατάβαση. Η φτώχεια δεν κρύβεται, που να την πάρει ο διάβολος.

Έχεις ξανάπε, μπροστά σου μια ζωή δυστυχίας. Η ζωγραφική δεν φέρνει ψωμί. Θα πεινάσεις στη ζωή σου. Και γω με τα ίδια όνειρα ξεκίνησα. Μα έβαλα γρήγορα μυαλό. Κάνε μιαν άλλη δουλειά να χορτάσεις ψωμί. Αλλιώς στην ψάθα θα πεθάνεις! Δεν είναι δουλειά αυτή στον τόπο μας. Α! να' σουν έξω θα' ταν διαφορετικά! Όμως εδώ, στην Ελλάδα,ζωγράφος!

Κουνούσε το κεφάλι και τα κακά προμαντέματά του, γέμιζαν το σκοτεινό βαγόνι, σαν νυχτερίδες. Είχε παγώσει το μέσα μου. Βούιζε το κεφάλι μου. Τί να'λεγα ; Αφού είχε δίκιο! Δεν το 'ξερα; Δεν είχα δει ως τώρα αναρίθμητες φορές, στα μάτια των δικών μου, την αποδοκιμασία; Όλοι δεν είπαν (εκτός από ελάχιστους) πως λάθευα, «τώρα μάλιστα που πήρες και το χαρτί του δασκάλου»! «Κι έβαλες ένα βραχιόλι στο χέρι»! Άκου βραχιόλι! Πως τ' άφηνα όλα τούτα τα σίγουρα που μου έδινε εκείνο το άχρηστο πτυχίο και έτρεξα στα Άγνωστα και στα Σκοτεινά; Το μέλλον, σκοτεινός καλικάντζαρος! Δεν τό‘βλεπα ; Εγώ δεν ήμουν που όταν πήρα εκείνο το «χαρτί» έτρεχα στις παραλίες και στις ερημιές, κι έλεγα πως δεν θα την αφήσω ποτέ την ζωγραφική, ενώ οι συνάδελφοι μου μέλλοντες ελπιδοφόροι δάσκαλοι, είχαν κιόλας κάνει τις αιτήσεις τους για διορισμό! ...

Είχε δίκιο λοιπόν αυτός που μιλούσε! Η τέχνη είναι για τους ονειροπαρμένους, έλεγε. Εγώ πέτυχα σαν διαφημιστής. Έχω γεμίσει λεφτά! Παράτα τα όνειρα της ζωγραφικής όσο είναι καιρός. Έχεις καμιά σιγουριά πως θα γίνεις μεγάλος ζωγράφος; Γιατί μόνον αυτό θα σε γλίτωνε απ' την πείνα. (Αλήθεια είχα;) Ποιο είναι το Μέλλον σου λοιπόν; Κάνε καμιά δουλειά σοβαρή κι άσε τις φαντασίες!

Μέσ' το μαύρο της Νύχτας το τραίνο έτρεχε βιαστικό . Τόποι διάβαιναν που τους έκαψε η φωτιά του πολέμου. Κι από πάνω τους βουνά με ονομασίες ηρωικές ... Πώς βλέπεις φίδι να βγαίνει από έναν βάτο, και μαγεύεσαι και κόβονται τα γόνατα σου και δεν μπορείς να φύγεις; Έτσι έβλεπα κι εγώ τούτον τον άνθρωπο με την τετράγωνη λογική. Δεν ήξερα τι να πω. Έχασα την μιλιά μου. Τα λόγια που θα' λεγα γίναν πουλιά και φύγαν . Πέταξαν τα επιχειρήματα μου, απ' το παράθυρο του βαγονιού, μέσ' τη νύχτα, την παγωμένη νύχτα που μ' είχε παγιδέψει μέσ' το βαγόνι αυτό, κι έβλεπα με τρόμο να περνάνε απ' έξω οι εικόνες της μετέπειτα ζωής μου, σκυθρωπές ιστορίες ανέχειας και δυστυχίας, καθώς τις ιστορούσαν τα βιβλία...

Μήπως ήταν ψέματα όσα έλεγε; Δεν έβλεπα τάχα, τους πρώην συμμαθητές στο Γυμνάσιο, (άσε την Ακαδημία με τους δασκάλους), που όλοι τους είχαν ταχτοποιηθεί; Όλοι κάπου «τρύπωσαν». Βολεύτηκαν. Σε μια «θεσούλα». Και τώρα που πήγαινα εκεί, δεν το' ξερα πως θα με ξαναρωτήσουν τα ίδια σκληρά ερωτήματα που τόσες φορές είχα ακούσει; Κι εγώ με ηρωική σιγουριά θα' λεγα τις ίδιες βεβαιότητες, κρύβοντας βαθιά μέσα μου τους φόβους και τις αμφιβολίες ...Κι αυτοί από ευγένεια (ή και αδιαφορία) δεν θα με κορόιδευαν, δε θα με προπηλάκιζε κανείς. Τι τους ένοιαζε άλλωστε; Είχαν αυτοί τις σίγουρες δουλειές τους. Οι δρόμοι τους ανοίγονταν, σπαρμένοι ρόδα, άνθη γαλήνης και ευτυχίας ...Το μέλλον φωτεινό τους περίμενε.

Όμως για μένα αυτό το άτιμο το Μέλλον μάζευε αγκάθια, όπως η θάλασσα φέρνει τα φύκια και τα σωριάζει στην πόρτα ενός παραλιακού καλυβιού, και την φράζει. Όνειρα φαντασίες, παλάτια, στις παρυφές του δρόμου της τέχνης γίνονται ξάφνου αγκάθια και φύκια...

Και πήγαινα τώρα λέει για τις γιορτές! Για τις άγιες μέρες που τάχα χαίρεται ο κόσμος ...Χαίρεται όποιος έχει χαρά, οι άλλοι τι κάνουν;

Έφτασα στην Αλεξανδρούπολη το πρωί. Είχα πυρετό . Όλη την νύχτα ξαγρύπνησα. Εκείνος ο διαφημιστής κατέβηκε νωρίς. Άνθρωποι ανέβαιναν και κατέβαιναν, κι εγώ δεν έβλεπα τίποτα, βουλιαγμένος όπως ήμουν στις μαύρες σκέψεις ... Φορτωμένος με τις αλυσίδες της Λογικής. Πού είχαν πάει οι θεϊκές σκιές των Μεγάλων της Τέχνης, που πάντα με συντρόφευαν; Είχαν ξαφνικά φύγει μέσ' τον αέρα. Είχαν φύγει μέσ' την νύχτα. Και κείνο το παγερό πρωινό, κανείς δεν ήταν στο Σταθμό, να μου κουνάει το χέρι ενθαρρυντικά, όπως άλλοτε.

Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια, μ' απίστευτες αλλαγές. Κάθε φορά όμως που έρχονται οι γιορτές, κι οι άνθρωποι κυκλωμένοι από τέρατα, ψάχνουν να βρουν καταφύγιο στις ειρηνικές πεδιάδες της παιδικής εποχής, όπου αντηχούν χαρμόσυνες καμπάνες, κι άνθη αγγελικά στολίζουν τα σύμπαντα, θυμάμαι με τρόμο απερίγραπτο, που δεν τον λιγόστεψε ο καιρός, εκείνη την νύχτα μέσ' το τραίνο.

Έρχεται στο νου μου η φωνή του Αρχέκακου , που όλα τα σαρκάζει γι' αυτό κι ονομάστηκε ο Μέγας Σαρκαστής, αυτός που κατασπαράζει τα όνειρα, που μαδάει τα πανευφρόσυνα ρόδα. Μέσα απ' τα γυμνά κλαδιά των δέντρων ενός παγερού σιδηροδρομικού Σταθμού, τον βλέπω ακόμα να μου γνέφει! Ποιος είχε δίκιο, δεν ρωτάω! Χαμένος θα 'βγαινα και αν ρωτούσα.

Την σκοτεινή οπτασία, να μπορούσα μονάχα, να μην βλέπω.!

Ράλλης Κοψίδης

Περιοδικό «Γιατί», Δεκ. '85, αριθ. Τ26 Αρχή της σελίδας

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ