Home
ΣΧΟΛΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Uncategorised
- Δημοσιεύτηκε στις Σάββατο 17 Μαρτίου 2012 15:51
- Γράφτηκε από τον/την Super User
- Εμφανίσεις: 166
Σχολικά εγχειρίδια και αναλυτικά προγράμματα στο ελληνικό σχολείο
Τα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια δείχνουν τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους από τους αυστηρούς όρους που έχει ορίσει το Υπουργείο Παιδείας για την παράγωγή τους. Καταρχήν περιορίζονται στο ένα και μοναδικό εγχειρίδιο με αυστηρούς όρους στην διαδικασία της συγγραφής του περιεχομένου με ειδικές προδιαγραφές σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα που έχει ορισθεί ήδη. (το τι είναι το σημαντικό ποια η διάταξη της ύλης κτλ είναι θέματα σαφώς προκαθορισμένα και ο συγγραφέας ακολουθεί τις συγκεκριμένες προδιαγραφές για να έχει ελπίδες έγκρισης.
Έτσι το μοναδικό εγχειρίδιο που ακολουθεί πιστά το αναλυτικό πρόγραμμα αποτελεί το υπόβαθρο όπου αποτυπώνονται καθαρά οι πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές της πολιτικής εξουσίας , οι τρόποι άσκησης του «συμβολικού» ελέγχου ,και διαμορφώνονται πρότυπα σε όλους τους θεσμούς κοινωνικούς ,οικονομικούς ,πολιτικούς και πολιτιστικούς.
Από την άλλη μεριά τα βιβλία του δασκάλου και του καθηγητή ορίζουν αναλυτικά την πορεία της διδασκαλίας , έχουν δηλαδή καθοδηγητικό χαρακτήρα και συμπληρωματικό του διδακτικού εγχειριδίου και δεν αφήνουν περιθώρια πρωτοβουλιών ή υπέρβασης του σχολικού εγχειριδίου.
Έτσι ο εκπαιδευτικός λόγος παραμένει αναγκαστικά κι αυτός εθνοκεντρικός αφού αναπαράγει το προεπιλεγμένο περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων το οποίο «αναπλαισιώνεται» με τις ερωτήσεις και τις ασκήσεις του δασκάλου ? καθηγητή , με τις σχολικές εκδηλώσεις και επετείους αλλά και τα σχόλια , τη συναισθηματική φόρτιση ώστε να ισχυροποιείται το ιδεολογικό εθνικό πρότυπο .
Τα σχολικά εγχειρίδια εμφανίζουν αυτά που λένε σαν την μόνη «αλήθεια» σαν την οριστική «γνώση» η οποία δεν επιδέχεται ερωτηματικό ή αμφιβολία και φυσικά ενισχύει τη λειτουργία της Ιστορίας όχι ως ιστορικής γνώσης αλλά ως πατριδογνωσίας και πολιτικής αγωγής. Η διδασκαλία των μαθημάτων καλλιεργεί αναπαραστάσεις του έθνους ως οντότητες που αντιδιαστέλλεται από τα άλλα έθνη και αναδεικνύει τη μοναδικότητά του. Η διαδικασία αυτή συντελείται μέσα από μια συγκεκριμένη διαχείριση του χρόνου κατά την οποία το παρελθόν , το παρόν και το μέλλον συνδέονται στην ιδέα του έθνους και της εθνικής ταυτότητας.
Στους λόγους για το έθνος , η διαδικασία με την οποία το έθνος ορίζεται συνεχώς πετυχαίνει τη φαντασιακή και μεταβαλλόμενη μέσα στο χρόνο αποκατάσταση όχι μόνο της «συνέχειας» αλλά και της ομοιογένειας του στο χώρο και στο χρόνο. Διαμορφώνεται μέσα από τα σχολικά βιβλία μια συνεκτική και επαναλαμβανόμενη εικόνα του εθνικού «εαυτού» που αποτελεί και μέτρο για τον προσδιορισμό των διάφορων εθνικών κρατών. Το παρελθόν , το παρόν και το μέλλον συντίθεται στον κεντρικό άξονα της συνέχειας με έκδηλα τα σημάδια του μύθου. Εξιδανικεύεται το παρελθόν, επικρατεί αμηχανία απέναντι στο παρόν και φόβος για το μέλλον. Τα χαρακτηριστικά της εικόνας για τον εθνικό «εαυτό» για το ελληνικό σχολείο είναι η συνέχεια , η διατήρηση , η ομοιογένεια , η αντίσταση , η ανωτερότητα. Το παρελθόν γίνεται γνώμονας όπου αξιολογούνται τα πάντα :(αρχαιοελληνικός πολιτισμός) το παρόν , οι άλλοι , «ο εαυτός»?
Τα βιβλία επίσης αναπαράγουν την ευρωκεντρική επιστημονική παράδοση του 19ου αιώνα σύμφωνα με την οποία οι πολιτισμοί κατατάσσονται σε μια προοδευτική κλίμακα αξιών με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στην κορυφή. Οι πολιτισμοί (που ταυτίζονται με τα έθνη και αυτά με τη σειρά τους με τα κράτη) αντιμετωπίζονται σαν ένα εξελικτικό σχήμα που όσο πιο ανεπτυγμένοι είναι τόσο περισσότερο επηρεάζουν και τόσο λιγότερο επηρεάζονται. Οι εξωτερικές επιδράσεις θεωρούνται απειλητικές.
Στο λόγο των βιβλίων θεωρείται ότι η μακραίωνη συνέχεια θεωρείται ότι απαιτεί διατήρηση και ομοιογένεια που εξασφαλίζονται μόνο μέσα από διαρκή αντίσταση στις έξωθεν απειλές και από την μοναδική ικανότητα του εθνικού «εαυτού» να «αφομοιώνει» τους άλλους. Οι επιδράσεις αντιμετωπίζονται θετικά μόνο όταν ταυτίζονται με τον ανώτερο ? «πιο πολιτισμένο» ? δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Έτσι οι «κατώτεροι» γείτονες Τούρκοι αποτελούν συχνή απειλή αλλά και η έμμεση ιδιοτελή επίδραση των περισσότερο πολιτισμένων και ισχυρών.
Τεκμηριώνεται έτσι η αντίσταση στην απειλή και αναγορεύει απέναντι σ΄αυτές τις απειλές την «εθνική ομοιογένεια» σε υπέρτατη αξία , προϋπόθεση της διατήρησης : έτσι απουσιάζουν λόγω της επιλεκτικής μνήμης , οι αναφορές όχι μόνο στις εθνοτικές , πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του «εθνικού σώματος» σε διάφορες ιστορικές περιόδους (ελληνική επανάσταση ταξική ή εθνική) ? και επομένως και όλες οι πράξεις καταστολής τους ? αλλά και οι κοινωνικές διαφορές και αντιθέσεις , τα αντιτιθέμενα συμφέροντα (εμφύλιος πόλεμος) των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις μέσα στο χρόνο .Το έθνος γίνεται αντιληπτό ως «φυσική», ενιαία ,διαχρονική ,και αναλλοίωτη οντότητα που κινείται σε ένα «άχρονο χρόνο», και όχι ως προϊόν της ιστορίας.
Ρ.Δ
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΕΥΦΥΪΑΣ
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Uncategorised
- Δημοσιεύτηκε στις Σάββατο 17 Μαρτίου 2012 15:37
- Γράφτηκε από τον/την Super User
- Εμφανίσεις: 153
Ο μύθος της ευφυΐας
Για πολλά χρόνια η ανισότητα στηρίχθηκε σε ένα βασικό επιχείρημα: ότι η ατομική ευφυΐα ή η ατομική ικανότητα είναι αυτή που νόμιμα κατηγοριοποιεί τους μαθητές. Υπάρχει γενικά η αντίληψη ότι κάποιοι άνθρωποι , κάποια παιδιά είναι προικισμένα από τη φύση τους με περισσότερες ή λιγότερες διανοητικές ικανότητες. Είναι αλήθεια αυτό όμως; Μπορεί άραγε να μετρηθεί η ευφυία;
Ο Γάλλος νομπελίστας Α.Jacquard πιστεύει ότι για να μπορέσουμε να αποφανθούμε αν αυτό μπορεί να συμβαίνει επιστημονικά χρειάζεται να έχουμε ένα κριτήριο μέτρησης του μηχανισμού των διανοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου. Η επιστήμη όμως δεν μπορεί να αποφανθεί σε ένα τόσο δύσκολο ερώτημα. Κι αυτό γιατί ο εγκέφαλός μας αποτελείται από ένα τεράστιο σύμπλεγμα νευρικών συστημάτων που δημιουργείται απ την περίοδο ακόμα της σύλληψης του ανθρώπου. Στον εγκέφαλό μας δημιουργούνται νευρώσεις και συνάψεις οι οποίες πολλαπλασιάζονται ανάλογα με την ηλικία και παρακμάζουν από ένα ηλικιακό όριο και μετά.
Το δίκτυο των νευρικών κυκλωμάτων και η κατασκευή τους υπόκειται βέβαια στην γενετική μας κληρονομιά αλλά η δομή του δεν είναι γενετικά προγραμματισμένη. Οι συνδέσεις των νευρώνων γίνονται σε μια «γενετική» τυχαία φάση και σε μια «επιγενετική» φάση η οποία καθορίζεται άμεσα από τα περιβαλλοντικά δεδομένα. Δηλαδή σ΄αυτό που λέμε ευφυία η «φύση» και η «εμπειρία» συνεργάζονται για να επιτελεσθεί η νοητική μας λειτουργία.
Δηλαδή μας δίνεται το υπόβαθρο το οποίο ως ένα σημείο είναι γενετικά προκαθορισμένο και η ανάπτυξη του υποβάθρου αυτού , των δυνατοτήτων του εναπόκειται σε χίλιους δύο παράγοντες μη γονιδιακούς.
Τα «χαρίσματα» και τα «ταλέντα» είναι λοιπόν ένα αυθαίρετο κατασκεύασμα των ανθρώπων. Τα γονίδια δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι ίσως είναι μια αίτία αυτού που αποκαλούμε χάρισμα (π.χ) όταν κάποιος έχει κάποιο χάρισμα στη μουσική) αλλά δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι αυτά μπορούν να προκαθορίσουν το ταλέντο. Παλιότερα διαδεδομένες αντιλήψεις όπως η άποψη ότι όσοι είχαν το «μαθηματικό εξόγκωμα» είχαν ιδιαίτερες ικανότητες εκ φύσεως στα μαθηματικά κατέρρευσαν επιστημονικά
Αλλά ακόμα και τα τεστ ευφυίας δεν αποδεικνύουν τίποτα καθώς αυθαίρετα θεωρούν την ταχύτητα λύσης ενός προβλήματος σαν δείγμα ευφυΐας. Η ταχύτητα δεν καθιστά κάποιον νοητικά ανώτερο καθώς κάποιος άλλος μπορεί να βρει καλύτερη λύση σε πιο αργό χρόνο, άρα θα είναι πιο αποτελεσματικός.
Ο συγγραφέας θεωρεί πως ο άνθρωπος δεν γεννιέται έξυπνος γίνεται έξυπνος καθημερινά αξιοποιώντας τις παροχές της γενετικής κληρονομιάς. Η εξυπνάδα δεν είναι μετρήσιμη και δεν είναι συγκρίσιμη γιατί οι δυνατότητες του καθενός είναι πολύπλοκες και απροσδιόριστες πολλές φορές.Άρα η εξυπνάδα δεν είναι ένα δώρο θεού αλλά η προσπάθεια του ανθρώπου να αυτοδημιουργηθεί, δηλαδή να αξιοποιήσει τις τεράστιες δυνατότητες του γενετικού του υποβάθρου
Στο ερώτημα ουσιαστικά τι είναι ευφυΐα δεν μπορεί να δοθεί απάντηση. Γιατί η ευφυία δεν έχει ατομικά χαρακτηριστικά προσδιορισμένα γονιδιακά αλλά και κοινωνικά , περιβαλλοντολογικά χαρακτηριστικά (ταξικά , ηθικά κ.τ.λ) τα οποία κάνουν δύσκολο τον προσδιορισμό της.
Οι μετρήσεις λοιπόν της ευφυίας είναι άνευ ουσίας αφού τα κριτήρια μέτρησης τους δεν είναι αντικειμενικά επιστημονικά ? και δεν μπορούν ίσως να υπάρξουν ποτέ αντικειμενικά επιστημονικά κριτήρια αλλά υποκειμενικά και κατ΄επέκταση κοινωνικά
Όλοι οι φυσικά υγιείς άνθρωποι έχουν το ίδιο διανοητικό υπόβαθρο ως προς τις δυνατότητες εξέλιξης του. Η αλλαγή , η εξέλιξη , η καλλιέργεια αυτού του υλικού είναι ένα άλλο θέμα κι αυτό μη επιστημονικά μετρήσιμο, όπως είναι η ευφυία. Έτσι η οποιαδήποτε υιοθέτηση ορισμών για την ευφυία και την μέτρηση της είναι άστοχη αφού δεν υπάρχουν γενετικά κριτήρια αλλά τα κριτήρια είναι κοινωνικά που τις περισσότερες φορές αν όχι όλες οδηγούν στην προκατάληψη. (π.χ ευφυία μεταναστών Αλβανών)
Παρά ταύτα το θέμα της ευφυίας επαναφερόταν κατά εποχές. Κάθε φορά που ανακινούνταν ο διάλογος για την ευφυία πάντως συνήθως εξυπηρετούσε κάποια σκοπιμότητα και ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής. Ο διάλογος για την ευφυία δεν μπορεί να είναι επιστημονικά ουδέτερος , αφού περιέχει τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα των συνομιλητών.
Η αφορμή για τις πρώτες έρευνες για την βιολογική ή όχι ανωτερότητα ορισμένων φυλών δόθηκε μετά το β΄παγκόσμιο πόλεμο και ειδικά μετά το ολοκαύτωμα των Εβραίων που θεωρήθηκαν από τα φασιστικά καθεστώτα μιαρή φυλή και επομένως θα έπρεπε να εξαφανισθεί.
Μάλιστα από τον 19ο αιώνα γίνονταν κρανιομετρήσεις για να υποστηριχθεί ότι ο όγκος του κεφαλιού είναι ανάλογος των διανοητικών ικανοτήτων κάποιων. (Gould 1981,σελ 105 κ.ε)
Αν και οι έρευνες απέδειξαν πως δεν υπάρχει βιολογική διαφορά ο διάλογος για την ευφυία επανήλθε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970 όχι τυχαία όταν υποστηρίχθηκε σε κάποιο επιστημονικό άρθρο ότι η ευφυΐα των Μαύρων είναι κατώτερη από αυτή των Λευκών. (Jensen , 1964 , σελ 1-123)
Το ιστορικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής τεκμηριώνει την άποψη ότι τέτοιες θεωρίες εκπορεύονται σκόπιμα από ρατσιστικές διαθέσεις που θέλουν να εξυπηρετήσουν σκοπιμότητες. Εκείνη την εποχή ήταν σε εξέλιξη η έρευνα και η συζήτηση για την άμβλυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων (μετά την έκθεση Κόουλμαν) μεταξύ Λευκών και Μαύρων και η προσπάθεια μέτρων για την μείωση αυτών των ανισοτήτων.
Η υιοθέτηση μιας τέτοιας άποψης που ενοχοποιούσε τις προνομιούχες τάξεις και ιδίως τους Λευκούς από οποιαδήποτε κατηγορία που τους θεωρούσε υπεύθυνους για αυτή την κατάσταση και τους απάλλασσε από την υποχρέωση να πάρουν μέτρα και να διατηρήσουν φυσικά τα προνόμιά τους.
Οι ειδικοί επιστήμονες απέρριψαν τα επιχειρήματα του άρθρου αυτού αφού δεν ηταν τεκμηριωμένα επιστημονικά αλλά πρόδιδαν κυρίως την ρατσιστική διάθεση του συγγραφέα. Με λίγα λόγια χαρακτηρίστηκαν ανοησίες(Lewotin 1976). Παρά ταύτα βρήκε απήχηση σε πλατιές λαϊκές μάζες καθώς εκτός από τα επιστημονικά περιοδικά δημοσιεύτηκε και σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας (κυρίως για εμπορικούς λόγους ) ενισχύοντας ίσως την προκατάληψη των Λευκών ενώ οι επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσει όπου αναιρούσαν τους ρατσιστικούς ισχυρισμούς δημοσιεύτηκαν μόνο σε επιστημονικά περιοδικά.
Η προκατάληψη έχει μεγάλη δύναμη ακόμα και όταν η ειδικοί θεωρούν πως δεν είναι αποδεδειγμένες επιστημονικά. Θα μπορούσαμε να πούμε πως πολλές φορές η επιστήμη καλείται να επιβεβαιώσει μια ρατσιστική άποψη και συνεχίζει την έρευνα παρά την ανατροπή αυτής της άποψης επιστημονικά. Κάτι τέτοιο είχε γίνει παλιότερα με τις κρανιομετρήσεις (ο όγκος του κεφαλιού είναι ανάλογος της ευφυΐας ) παρά το ότι υπήρχαν περιπτώσεις που αποδεικνυόταν το αντίθετο.
Σήμερα πλέον μεταξύ των επιστημόνων δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως δεν υπάρχουν γενετικά και βιολογικά ανώτεροι και κατώτεροι. Παρά ταύτα μέσα στην κοινωνία είναι ακόμα τέτοιες ριζωμένες αντιλήψεις που εξυπηρετούν τους ευνοημένους για να διατηρήσουν τα προνομία τους και τους απενοχοποιούν από τη παροχή δικαιωμάτων και στους άλλους.
Κάτι τέτοιο υφίσταται και στα εκπαιδευτικά συστήματα πολλών χωρών καθώς υπάρχει η αντίληψη δυστυχώς και από πολλούς εκπαιδευτικούς ότι τα παιδιά μερικών κοινωνικών στρωμάτων είναι προορισμένα για χειρωνακτικά επαγγέλματα ενώ άλλα για διανοητικά (καλύτερος μισθός και κοινωνική θέση) αναπαράγοντας και νομιμοποιώντας την διάκριση αυτή.
Ρ.Δ
ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Uncategorised
- Δημοσιεύτηκε στις Σάββατο 17 Μαρτίου 2012 15:21
- Γράφτηκε από τον/την Super User
- Εμφανίσεις: 223
Η αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας στα σχολεία
Η ανακάλυψη της σχέση σχολικής επίδοσης και κοινωνικής καταγωγής ξεκίνησε από τις Η.Π.Α εξαιτίας της συσσωρευμένης αγανάκτησης των Μαύρων Αμερικανών και γενικότερα των μειονοτήτων που ζητούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και φυσικά εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Η έκθεση Κόουλμαν προσπάθησε να ερευνήσει τα αίτια μαζικής αποτυχίας των μαύρων παιδιών και των μειονοτήτων. Τα συμπεράσματα ήταν ανατρεπτικά για εκείνη την εποχή και ήταν μια μεγάλη αφορμή για να ανοίξει ένα μεγάλο κεφάλαιο ερευνών για την σχέση κοινωνικής καταγωγής και σχολικής επίδοσης.
Οι έρευνες που ακολούθησαν στην Ευρώπη και κυρίως στην Αγγλία και στην Γαλλία κατέδειξαν το ίδιο πράγμα. Και στην Αγγλία και στην Γαλλία παρατηρείται μαζική αποτυχία παιδιών που προέρχονται από οικογένειες αγροτών και εργατών και μόνο λίγοι από αυτούς τους μαθητές καταφέρνει να εισαχθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στην Ελλάδα τα στοιχεία αποδεικνύουν αυτό που και οι έρευνες έχουν καταδείξει στην υπόλοιπη Ευρώπη την άμεση σχέση δηλαδή κοινωνικής καταγωγής και επίδοσης μαθητών αν και τα στοιχεία είναι περιορισμένα εξαιτίας της αργής εξέλιξης προς το «καθολικό σχολείο» μετά την μεταρρύθμιση Παπανούτσου το 1964 αλλά και των πολιτικών και οικονομικών ανακατατάξεων. Πάντως τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών τάξεων έχουν να αντιμετωπίσουν και ένα επιπλέον πρόβλημα καθώς ομιλούν την δημοτική γλώσσα ενώ το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα και η ανώτερη τάξη χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα ώστε να μην μπορούν να παρακολουθήσουν απρόσκοπτα τα μαθήματα.
Σε έρευνες που διεξήχθησαν στην δεκαετία του 1970 (Παπακωνσταντίνου 1981 , Μυλωνάς 1998,) σε Δημοτικό και Γυμνάσιο μέτριες έως κακές επιδόσεις εμφανίζουν κυρίως οι μαθητές που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρωματά ενώ το αντίθετο από υψηλά κοινωνικά στρώματα. Βέβαια από τα παραπάνω στρώματα οι μαθητές δεν έχουν μόνο κακή επίδοση αλλά σε μεγάλο ποσοστό εγκαταλείπουν το υποχρεωτικό σχολείο και ότι στο σύνολο τους τα παιδιά των εργατών και των αγροτών επιλέγουν κυρίως τα τεχνικά επαγγελματικά λύκεια.
Αυτό το φαινόμενο στροφής δηλαδή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων προς τα ΤΕΕ αντί των Ενιαίων Λυκείων γίνεται έντονο σήμερα μετά την μεταρρύθμιση Αρσένη καθώς οι επαναλαμβανόμενες εξετάσεις στην Β΄ και Γ΄ Λυκείου οδηγούν τα παιδιά που έχουν μαθησιακές δυσκολίες να ακολουθήσουν τα ΤΕΕ. Έτσι τα ΤΕΕ κατακλύζονται από παιδιά εργατών και αγροτών που δεν έχουν «την ικανότητα» κατά το εκπαιδευτικό σύστημα να οδηγηθούν στην Ανώτερη εκπαίδευση παρά μόνο στην τεχνική επαγγελματική.
Ακόμα και σε έρευνα για το ποια παιδιά αντιμετωπίζουν δυσκολίες μάθησης από στατιστικές για τα προγράμματα «ενισχυτικής διδασκαλίας» καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτά είναι πιο αυξημένα στις υποβαθμισμένες συνοικίες(Παιδαγωγικό Ινστιτούτο).
Άρα τα παιδιά των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων από επιστημονικές έρευνες σε όλες τις χώρες έχουν χαμηλή επίδοση και μαθησιακές δυσκολίες πράγμα που δίνει την άμεση σύνδεση επίδοσης και σχολικής καταγωγής.
Περισσότερα στοιχεία έχουμε και για την Ανώτατη εκπαίδευση. Έρευνες που διεξήχθησαν πριν το 1999 δείχνουν ότι τα ποσοστά των φοιτητών που προέρχονται από γονείς με επαγγέλματα υψηλού κύρους καταλαμβάνουν πολύ περισσότερες θέσεις από αυτών που προέρχονται από κατώτερες κοινωνικά τάξεις.(68% από την ανώτερη , 25,4% από τη μέση , 8,3% από την κατώτερη). Ακόμα και τα πιο ικανά παιδιά των αγροτών αποφεύγουν πολλές φορές την οδό της ανώτατης εκπαίδευσης περιορίζοντας τις προσδοκίες τους στο κοινωνικό πρότυπο που τους θεωρεί ικανούς για ορισμένα επαγγέλματα(Μυλωνάς 1998). Σαφώς λοιπόν επιβεβαιώνεται επιστημονικά πλέον η άμεση σχέση σχολικής επίδοσης και κοινωνικής καταγωγής.
Όλες οι παραπάνω έρευνες που διεξήχθησαν στην εικοσαετία 1950-1970 κυρίως με την ανάπτυξη της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης ανέτρεψαν την παραδοχή για τα αίτια της καλής και κακής σχολικής επίδοσης. Μέχρι τότε υπήρχε η πεποίθηση (το ίδιο πρέσβευε και η μεταρρύθμιση Παπανούτσου) ότι η πρόοδος στα γράμματα εξαρτάται από ατομικούς παράγοντες. Η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης από το 1960 με τις διάφορες έρευνες ανέτρεψε την παραδοχή ότι η κακή επίδοση των μαθητών οφειλόταν στην έλλειψη φυσικών , διανοητικών ικανοτήτων τις οποίες κατείχαν κυρίως τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και λιγότερο τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Διαπιστώνουμε επίσης ότι οι χειρότερες υλικοτεχνικές συνθήκες και οι οικονομικές παροχές δεν αρκούν για να ερμηνεύσουν την πιστή αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας μέσα στο σχολείο.
Η κοινωνική ανισότητα σχετίζεται ευρύτερα με τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών , τις διδακτικές μεθόδους και το περιεχόμενο των σχολικών γνώσεων που καθιστούν υπεύθυνο το εκπαιδευτικό σύστημα. Η επίδοση των μαθητών έχει κοινωνική καταγωγή κι αυτή αναπαράγεται μέσα στην τάξη από το υπάρχον κοινωνικό σύστημα.
Ρ. Δ