Home

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΕΥΦΥΪΑΣ

  • Εκτύπωση

 

Ο μύθος της ευφυΐας

 

Για πολλά χρόνια η ανισότητα στηρίχθηκε σε ένα βασικό επιχείρημα: ότι η ατομική ευφυΐα ή η ατομική ικανότητα είναι αυτή που νόμιμα κατηγοριοποιεί τους μαθητές. Υπάρχει γενικά η αντίληψη ότι  κάποιοι άνθρωποι , κάποια παιδιά είναι προικισμένα από τη φύση τους με περισσότερες ή λιγότερες διανοητικές ικανότητες. Είναι αλήθεια αυτό όμως; Μπορεί άραγε να μετρηθεί η ευφυία;

Ο Γάλλος νομπελίστας Α.Jacquard πιστεύει ότι για να μπορέσουμε   να αποφανθούμε αν αυτό μπορεί να συμβαίνει επιστημονικά χρειάζεται να έχουμε ένα κριτήριο μέτρησης του μηχανισμού των διανοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου. Η επιστήμη όμως δεν μπορεί να αποφανθεί σε ένα τόσο δύσκολο ερώτημα. Κι αυτό γιατί ο εγκέφαλός μας αποτελείται από ένα τεράστιο σύμπλεγμα νευρικών συστημάτων που δημιουργείται απ την περίοδο ακόμα της σύλληψης του ανθρώπου. Στον εγκέφαλό μας δημιουργούνται νευρώσεις και συνάψεις οι οποίες πολλαπλασιάζονται ανάλογα με την ηλικία και παρακμάζουν από ένα ηλικιακό όριο και μετά.

Το δίκτυο των νευρικών κυκλωμάτων και η κατασκευή τους υπόκειται βέβαια στην γενετική μας κληρονομιά αλλά η δομή του δεν είναι γενετικά προγραμματισμένη. Οι συνδέσεις των νευρώνων γίνονται σε μια «γενετική»  τυχαία φάση και σε μια «επιγενετική» φάση η οποία καθορίζεται άμεσα από τα περιβαλλοντικά δεδομένα. Δηλαδή σ΄αυτό που λέμε ευφυία η «φύση» και η «εμπειρία» συνεργάζονται για να επιτελεσθεί η νοητική μας λειτουργία.

Δηλαδή μας δίνεται το υπόβαθρο το οποίο ως ένα σημείο είναι γενετικά προκαθορισμένο και η ανάπτυξη του υποβάθρου αυτού , των δυνατοτήτων του εναπόκειται σε χίλιους δύο παράγοντες μη γονιδιακούς.

Τα «χαρίσματα» και τα «ταλέντα» είναι λοιπόν ένα αυθαίρετο κατασκεύασμα των ανθρώπων. Τα γονίδια δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι ίσως είναι μια αίτία αυτού που αποκαλούμε χάρισμα (π.χ) όταν κάποιος έχει κάποιο χάρισμα στη μουσική) αλλά δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι αυτά μπορούν να προκαθορίσουν το ταλέντο. Παλιότερα διαδεδομένες αντιλήψεις όπως  η άποψη ότι όσοι είχαν το «μαθηματικό εξόγκωμα»  είχαν ιδιαίτερες ικανότητες εκ φύσεως στα μαθηματικά κατέρρευσαν επιστημονικά

Αλλά ακόμα και τα τεστ ευφυίας δεν αποδεικνύουν τίποτα καθώς αυθαίρετα θεωρούν την ταχύτητα λύσης ενός προβλήματος σαν δείγμα ευφυΐας. Η ταχύτητα δεν καθιστά κάποιον νοητικά ανώτερο καθώς κάποιος άλλος μπορεί να βρει καλύτερη λύση σε πιο αργό χρόνο, άρα θα είναι πιο αποτελεσματικός.

Ο συγγραφέας θεωρεί πως ο άνθρωπος δεν γεννιέται έξυπνος γίνεται έξυπνος καθημερινά αξιοποιώντας τις παροχές της γενετικής κληρονομιάς. Η εξυπνάδα δεν είναι μετρήσιμη και δεν είναι συγκρίσιμη γιατί οι δυνατότητες του καθενός είναι πολύπλοκες και απροσδιόριστες πολλές φορές.Άρα η εξυπνάδα δεν είναι ένα δώρο θεού αλλά η προσπάθεια του ανθρώπου να αυτοδημιουργηθεί, δηλαδή να αξιοποιήσει τις τεράστιες δυνατότητες του γενετικού του υποβάθρου

 Στο ερώτημα ουσιαστικά τι είναι ευφυΐα δεν μπορεί να δοθεί απάντηση. Γιατί η ευφυία δεν έχει ατομικά χαρακτηριστικά προσδιορισμένα γονιδιακά αλλά και κοινωνικά , περιβαλλοντολογικά χαρακτηριστικά (ταξικά , ηθικά κ.τ.λ) τα οποία κάνουν δύσκολο τον προσδιορισμό της.

Οι μετρήσεις λοιπόν της ευφυίας είναι άνευ ουσίας αφού τα κριτήρια μέτρησης τους δεν είναι αντικειμενικά επιστημονικά ? και δεν μπορούν ίσως να υπάρξουν ποτέ αντικειμενικά επιστημονικά κριτήρια αλλά υποκειμενικά και κατ΄επέκταση κοινωνικά

Όλοι οι φυσικά υγιείς άνθρωποι έχουν το ίδιο διανοητικό υπόβαθρο ως προς τις δυνατότητες εξέλιξης του. Η αλλαγή , η εξέλιξη , η καλλιέργεια αυτού του υλικού είναι ένα άλλο θέμα κι αυτό μη επιστημονικά μετρήσιμο, όπως είναι η ευφυία. Έτσι η οποιαδήποτε υιοθέτηση ορισμών για την ευφυία και την μέτρηση της είναι άστοχη αφού δεν υπάρχουν γενετικά κριτήρια αλλά τα κριτήρια είναι κοινωνικά που τις περισσότερες φορές αν όχι όλες οδηγούν στην προκατάληψη. (π.χ ευφυία μεταναστών Αλβανών)

Παρά ταύτα το θέμα της ευφυίας επαναφερόταν  κατά εποχές. Κάθε φορά που ανακινούνταν ο διάλογος  για την ευφυία  πάντως συνήθως  εξυπηρετούσε κάποια σκοπιμότητα και ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής. Ο διάλογος για την ευφυία δεν μπορεί να είναι επιστημονικά ουδέτερος , αφού περιέχει τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα των συνομιλητών.

Η αφορμή για τις πρώτες έρευνες για την βιολογική ή όχι ανωτερότητα ορισμένων φυλών δόθηκε μετά το β΄παγκόσμιο πόλεμο και ειδικά μετά το ολοκαύτωμα των Εβραίων που θεωρήθηκαν από τα φασιστικά καθεστώτα μιαρή φυλή και επομένως θα έπρεπε να εξαφανισθεί.

Μάλιστα από τον 19ο αιώνα γίνονταν κρανιομετρήσεις για να υποστηριχθεί ότι ο όγκος του κεφαλιού είναι ανάλογος των διανοητικών ικανοτήτων κάποιων. (Gould 1981,σελ 105 κ.ε)

Αν και οι έρευνες απέδειξαν πως δεν υπάρχει βιολογική διαφορά ο διάλογος για την ευφυία επανήλθε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970 όχι τυχαία όταν υποστηρίχθηκε σε κάποιο επιστημονικό άρθρο  ότι η ευφυΐα των Μαύρων είναι κατώτερη από αυτή των Λευκών. (Jensen , 1964 , σελ 1-123)

Το ιστορικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής τεκμηριώνει την άποψη ότι τέτοιες θεωρίες εκπορεύονται σκόπιμα από ρατσιστικές διαθέσεις που θέλουν να εξυπηρετήσουν σκοπιμότητες. Εκείνη την εποχή ήταν σε εξέλιξη η έρευνα και η συζήτηση για την άμβλυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων (μετά την έκθεση Κόουλμαν) μεταξύ Λευκών και Μαύρων και η προσπάθεια μέτρων για την μείωση αυτών των ανισοτήτων.

Η υιοθέτηση μιας τέτοιας άποψης που ενοχοποιούσε τις προνομιούχες τάξεις και ιδίως τους Λευκούς από οποιαδήποτε κατηγορία που τους θεωρούσε υπεύθυνους για αυτή την κατάσταση και τους απάλλασσε από την υποχρέωση να πάρουν μέτρα και να διατηρήσουν φυσικά τα προνόμιά τους.

Οι ειδικοί επιστήμονες απέρριψαν τα επιχειρήματα του άρθρου αυτού αφού δεν ηταν τεκμηριωμένα επιστημονικά αλλά πρόδιδαν κυρίως την ρατσιστική διάθεση του συγγραφέα. Με λίγα λόγια χαρακτηρίστηκαν ανοησίες(Lewotin 1976). Παρά ταύτα βρήκε απήχηση σε πλατιές λαϊκές μάζες καθώς εκτός από τα επιστημονικά περιοδικά δημοσιεύτηκε και σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας (κυρίως για εμπορικούς λόγους ) ενισχύοντας ίσως την προκατάληψη των Λευκών ενώ οι επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσει όπου αναιρούσαν τους ρατσιστικούς ισχυρισμούς δημοσιεύτηκαν μόνο σε επιστημονικά περιοδικά.

Η προκατάληψη έχει μεγάλη δύναμη ακόμα και όταν η ειδικοί θεωρούν πως δεν είναι αποδεδειγμένες επιστημονικά. Θα μπορούσαμε να πούμε πως πολλές φορές η επιστήμη καλείται να επιβεβαιώσει μια ρατσιστική άποψη και συνεχίζει την έρευνα παρά την ανατροπή αυτής της άποψης επιστημονικά. Κάτι τέτοιο είχε γίνει παλιότερα με τις κρανιομετρήσεις (ο όγκος του κεφαλιού είναι ανάλογος της ευφυΐας  ) παρά το ότι υπήρχαν περιπτώσεις που αποδεικνυόταν το αντίθετο.

Σήμερα πλέον μεταξύ των επιστημόνων δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως δεν υπάρχουν γενετικά και βιολογικά ανώτεροι και κατώτεροι. Παρά ταύτα μέσα στην κοινωνία είναι ακόμα τέτοιες ριζωμένες αντιλήψεις που εξυπηρετούν τους ευνοημένους  για να διατηρήσουν τα προνομία τους και τους απενοχοποιούν  από τη παροχή δικαιωμάτων και στους άλλους.

Κάτι τέτοιο υφίσταται και στα εκπαιδευτικά συστήματα πολλών χωρών  καθώς υπάρχει η αντίληψη δυστυχώς και από πολλούς εκπαιδευτικούς ότι τα παιδιά μερικών κοινωνικών στρωμάτων είναι προορισμένα για χειρωνακτικά επαγγέλματα ενώ άλλα για διανοητικά (καλύτερος μισθός και κοινωνική θέση)  αναπαράγοντας και νομιμοποιώντας την διάκριση αυτή.

Ρ.Δ