Ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης μιλάει στα “Φυλλαράκια»

Επιμέλεια :  Σταματίνα Καραβίδα (Γ4), Νίκος Νικολάου (Γ4), Δημήτρης Χατζηβρέττας (Γ3)

SAMSUNG CSC

Είμαι από τους τελευταίους συγγραφείς που εκφράζουν στη λογοτεχνία τη λαϊκή και αστική παράδοσή μας”                             

Στο τελευταίο σας βιβλίο «Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν» ο ήρωας χαρακτηρίζεται «παιδί του έρωτα, του κεφιού, του γλεντιού και του τρελού σεβντά» και γίνεται λεία του πειρασμού, παρόλο που η γιαγιά του τον συμβουλεύει να είναι συνετός και δίκαιος. Ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν έναν άνθρωπο δίκαιο; Και πώς αυτό σχετίζεται με την ιστορία αυτή;

       Η δικαιοσύνη είναι η συνειδητή στάση απέναντι στην   ισοτιμία  

των δικαιωμάτων σε όλα τα επίπεδα ζωής. Δικαιοσύνη σημαίνει ότι δίνω τα ίδια δικαιώματα τόσο  στον εαυτό μου όσο και σε οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Αλλά  η δικαιοσύνη είναι και μια σχετικότητα, κάτι υποκειμενικό. Μια χώρα μπορεί να θεσπίζει νόμους και άλλοι να τους δέχονται και άλλοι να τους απορρίπτουν.

   Ο χαρακτήρας της ιστορίας, ο Ασλάν Καπλάν, είναι κοινωνικός, συμμετέχει, βοηθάει, αλλά τον χτυπά ο έρωτας άγρια. Μερικές φορές ο έρωτας παρασύρει κάποιον τόσο που ακόμα κι ένας άνθρωπος σαν τον Ασλάν Καπλάν, που είναι σπάνια περίπτωση αλτρουιστή, ξαφνικά χάνεται και γίνεται παιδί του έρωτα και του τρελού σεβντά.

Θεωρείτε ότι η Θεσσαλονίκη ήταν κι εξακολουθεί να είναι μια πόλη βυθισμένη στην αμαρτία, όπως αναφέρουν οι ήρωες του βιβλίου, ή αυτό είναι απλά ένας μύθος; Θα μπορούσατε να συγκρίνετε τη Θεσσαλονίκη του σήμερα με τη Θεσσαλονίκη του παρελθόντος;

 Σιγά να μην είναι! Τώρα είναι μια συνηθισμένη πόλη, που ίσως περνά μια παρακμή, είναι μια ιστορικά υποβαθμισμένη πόλη, πολυπληθής  μα δυστυχώς με επαρχιακό χαρακτήρα. Παλαιότερα ήταν η πόλη της αμαρτίας, επειδή ήταν ένα μεγάλο λιμάνι που συγκέντρωνε πολλούς ξένους. Όλα τα μεγάλα λιμάνια έχουν την παρανομία, το ναρκωτικό, την κλεψιά, το λαθρεμπόριο και την αμαρτία.  Έτσι έλεγαν και οι παλιότεροι, ότι ήταν μια αμαρτωλή πόλη. Βέβαια, δεν υστερούσε στη μόδα και στην εξέλιξη της εποχής. Είχε σινεμά, καμπαρέ, ό,τι είχαν και οι άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά επειδή εμφάνιζε τα χαρακτηριστικά που ανέφερα πριν στο λιμάνι, πήρε το όνομα αυτό. Πλέον η Θεσσαλονίκη είναι μια ήσυχη πόλη, δηλαδή καμία σχέση!   

Τα περισσότερα βιβλία σας αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη. Έχουν έναν ιδιαίτερο συμβολισμό για εσάς αυτές οι δυο πόλεις;

   Για όλους τους ανθρώπους ελληνικής καταγωγής και συνείδησης  αυτές οι πόλεις έχουν μεγάλη σημασία. Η μεν Κωνσταντινούπολη, ως πρωτεύουσα του Βυζαντίου και μέγιστο  πνευματικό κέντρο της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας, έπαιξε  σημαίνοντα ρόλο  ακόμη και επί τουρκοκρατίας. Έχω και την ιδιαιτερότητα να έχω ζήσει αρκετά χρόνια στην Πόλη και στη Θεσσαλονίκη, αυτές οι δυο πόλεις με ορίζουν ως προσωπικότητα γιατί έχουν μιλήσει μέσα μου. Ας μην ξεχνάμε ότι ο δημιουργός, και προπαντός ο συγγραφέας, είναι φυσικό να ασχολείται και με το παρελθόν της πόλης του και να ψάχνει να βρει στοιχεία που δημιουργούν έναν μύθο. Επίσης, άμα σε ενδιαφέρει το παρελθόν και θέλεις να γλιτώσεις από το σήμερα, τότε το κάνεις θέμα στα βιβλία σου. Αυτές οι δυο πολιτείες λοιπόν δεν είναι τυχαίες. Όποιος ζει στη Θεσσαλονίκη και δεν καταλαβαίνει ότι η πόλη έχει σπουδαίο παρελθόν, είναι σαν να μη ζει πουθενά. Αν οι σημερινοί κάτοικοι της Θεσσαλονίκης είχαν σχέση με την ιστορία της, θα ήταν διαφορετικοί, πιο συνειδητοί απέναντι στην πόλη τους. Θα προσπαθούσαν να της δώσουν έναν  ανοιχτό χαρακτήρα  και να ανεβάσουν την ποιότητά της. Οι αναγνωρισμένοι Θεσσαλονικείς συγγραφείς τα τελευταία χρόνια είναι σκυμμένοι στο παρελθόν.

Στο «΄55», στόχος σας ήταν να αφηγηθείτε τα «Γεγονότα» που ακολούθησαν το προσχεδιασμένο τουρκικό πογκρόμ του Σεπτεμβρίου του 1955 εναντίον των Ρωμιών της Πόλης ή και να δώσετε την ταυτότητα της Πόλης του περασμένου αιώνα;

 Αυτό το βιβλίο είναι πολλά μαζί. Είναι εγχείρημα για να αποδώσει λογοτεχνικά τον διωγμό των Ελλήνων το 1955 και δείγματα από τις καταστροφές που υπέστη ο Ελληνισμός της Πόλης. Είναι και η ιστορία μιας γυναίκας κοσμοπολίτισσας, της Μαρίκας, της ηρωίδας μου, αλλά και η ιστορία της Κωνσταντινούπολης μέσα από την αφήγηση της Μαρίκας και ένα είδος ανθρωπογραφικού και κοινωνικού χάρτη της Πόλης του 20ού αιώνα. Γιατί η λογοτεχνία δεν είναι ούτε εγκυκλοπαίδεια ούτε Ιστορία, είναι τέχνη.  Επειδή μάλιστα είναι παραστατική, λειτουργεί παρηγορητικά, σε αντίθεση με την Ιστορία που είναι ψυχρή. Η Ιστορία σου λέει ότι σε έναν λοιμό πέθαναν τόσες χιλιάδες, ενώ η λογοτεχνία μπορεί να σου πει πώς πεθαίνει κάποιος. Η λογοτεχνία είναι κοντά στον άνθρωπο. Αυτό είναι το μεγαλείο της! Να ανθρωποποιήσει την Ιστορία και λίγο να την μαλακώσει, επειδή η Ιστορία είναι σκληρή, αφού είναι αποτίμηση των πάντων.  

Θα μπορούσατε να πείτε ότι δανείσατε στο χαρακτήρα της Μαρίκας στοιχεία του δικού σας χαρακτήρα;

Κάθε συγγραφέας δίνει ορισμένα από τα δικά του στοιχεία στους ήρωές του. Είναι δηλαδή ένα κομμάτι του εαυτού του συγγραφέα οι ήρωες που πρωταγωνιστούν στα βιβλία. Πολλές φορές μπορεί να υπάρχει και ταύτιση ανάμεσα στον συγγραφέα και σε έναν ήρωα. Η Μαρίκα, για παράδειγμα, εμφανίζεται διαφορετική από το γυναικείο πρότυπο που είχαν οι περισσότεροι στον νου τους για εκείνη την εποχή. Είναι μια δυναμική γυναίκα του καιρού της αλλά δεν είναι η μοναδική, καθώς σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες υπήρχαν γυναίκες με δυναμική προσωπικότητα.  

Στα βιβλία σας η παρουσία τουρκικών λέξεων είναι έντονη. ΄Ηταν δύσκολο να τις εντάξετε στα κείμενά σας;

   Είναι τα θέματά μου τέτοια που απαιτούν τη χρήση τους. Πώς θα κάνεις το «’55» χωρίς τούρκικες λέξεις; Στον «Ασλάν Καπλάν» χρησιμοποίησα διάφορες γλώσσες. Ο λαός χάνει την γλωσσική περιουσία του. Μιλούσε πιο λαϊκά, πιο καθαρευουσιάνικα, είχε την παροιμία, το αίνιγμα, το λαϊκό τραγούδι και άλλα χαρακτηριστικά. Είμαι από τους τελευταίους συγγραφείς που εκφράζουν στη λογοτεχνία τη λαϊκή και αστική παράδοσή μας. Βέβαια, προσαρμόζω τη γλώσσα που χρησιμοποιώ ανάλογα με την τάξη, με το πρόσωπο, με το μορφωτικό επίπεδο, με το επάγγελμα και με την εποχή. 

   Γιατί τα κείμενά σας είναι διανθισμένα με στίχους;

      Γιατί μου αρέσει το τραγούδι. Είναι το αλάτι της   καθημερινότητας. Όλος ο κύκλος της ζωής εκφράζεται μ’ αυτό. Παράλληλα δημιουργεί και λογοτεχνικό ύφος, το συναντάμε δε και σε παλιότερους συγγραφείς. Χρησιμοποιώ τραγούδια που είναι γνωστά και άλλα που φτιάχνω εγώ.

Έχετε γράψει τρεις νουβέλες για τρεις μεγάλους Έλληνες λογοτέχνες, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό και τον Καβάφη καθώς και ένα «Γράμμα» στον Γιώργο Ιωάννου. Τι σημαίνουν αυτά τα πρόσωπα για σας;

Αυτοί οι άνθρωποι είναι πατέρες μου στα γράμματα. Και έχω σχέση  μελέτης και ζωής μαζί τους από τότε που διαβάζω και τους παρακολουθώ πριν αρχίσω καν να γράφω. Έτσι νιώθω πως  έχω κάνει το χρέος μου προς τους προγόνους μου. Μάλιστα, ο Ιωάννου, που είναι και ο νεότερος, είναι ο μόνος συγγραφέας απ’ τον οποίο έχω επηρεαστεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Είναι ο άνθρωπος που ανέβασε το ύψος της Θεσσαλονίκης μετά τον πόλεμο σε όλη την Ελλάδα. Του χρωστάμε του Ιωάννου. Έπρεπε να του κάνουμε  άγαλμα.

Όσον αφορά τον Γεώργιο Βιζυηνό, γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο θέμα («Το πρώτο φιλί»);

    Γιατί έχει σχέση με τον οθωμανικό κόσμο. Ήθελα να αποδώσω τον κόσμο του χαρεμιού και την κοινωνική ζωή των γυναικών  στο χαρέμι. Επίσης, την παιδική  ζωή του Βιζυηνού και το πώς ξυπνά ο πρώιμος έρωτας σε ένα αγοράκι μέσα στο χαρέμι, μέσα σε αυτόν τον φανταστικό κόσμο που τον ξεσηκώνει και τον τρελαίνει. Ήθελα ακόμη να μιλήσω και για άλλα ζητήματα: τα αναστενάρια, το παιδομάζωμα κ.α. 

Πώς αισθάνεστε που κάποια βιβλία σας («Ο Γύρος του Θανάτου» που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2011 , η «Φαχισέ Τσίκα») έχουν ανέβει στο θέατρο;

Σίγουρα, όταν ένας συγγραφέας βλέπει ότι η δουλειά του ανεβαίνει στο θέατρο, αισθάνεται ωραία. «Ο Γύρος του Θανάτου» έχει ανέβει στο θέατρο 3 φορές και ο κάθε σκηνοθέτης δίνει τη δική του εκδοχή, βάζει τη δική του πινελιά στο έργο.

Πιστεύετε ότι κάποιο από τα έργα σας  θα μπορούσε να γίνει ταινία;

Θεωρώ πως όλα μου τα έργα θα μπορούσαν να γίνουν σπουδαίες ταινίες.  Αγαπώ το σινεμά πιο πολύ από όλες τις τέχνες. Θα ήθελα να ήμουν ηθοποιός αλλά ατύχησα! Δεν θα με βάλουν ποτέ να παίξω! Μάλιστα, τα περισσότερα λογοτεχνικά μου βιβλία έχουν κινηματογραφική υποδομή, άσχετα που γίνονται θέατρο. 

Θα μας αποκαλύψετε τι γράφετε τώρα, ώστε να έχουμε εμείς την αποκλειστικότητα;

Το νέο μου μυθιστόρημα έχει να κάνει με την ιστορία δυο αγοριών συμμαθητών και διαδραματίζεται περίπου από το 1950 μέχρι σήμερα. Ο ένας από τους δυο φίλους εξομολογείται τη ζωή του στον γιο του άλλου πριν το τέλος του! Όλη η ιστορία βασίζεται στον έρωτα και στη φιλία που έχουν αυτοί οι δυο φίλοι.

Εργαστήκατε ως φιλόλογος στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο    της Κωνσταντινούπολης. Τι θυμάστε από τις μαθήτριές σας; ΄Εχετε ακόμα επαφή με τους Ρωμιούς της Πόλης;

    Ακόμα κρατάω επαφή με τους Ρωμιούς της Πόλης. Πάω στην Κωνσταντινούπολη συχνά. Έχουμε μια αμοιβαία σχέση, με αγαπούν και τους αγαπώ. Με τις μαθήτριές μου στο Ζάππειο είχαμε πολύ στενό δέσιμο. Να φανταστείτε, κάθε πρωί αγκαλιαζόμασταν και φιλιόμασταν, όπως κάνουν κάποιοι γονείς με τα παιδιά τους πριν να πάνε στο σχολείο!

Κάθε χρόνο, το πρώτο Σάββατο του Ιουλίου, διοργανώνετε μια εκδήλωση στο κτήμα σας στα Πλατανίδια Πηλίου. Πώς αισθάνεστε που μοιράζεστε τις γνώσεις σας και τις ιδέες σας με το ευρύ κοινό;

       Ποιο θα είναι το θέμα  της επόμενης εκδήλωσης;   

Είναι τρομερό αίσθημα! Μαζεύονται πάρα πολλά άτομα στο κτήμα και διοργανώνουμε πολύ ωραίες εκδηλώσεις, συγκεντρώνονται άνθρωποι του χώρου μου, γνωστοί στο ευρύ κοινό και μη. Έχουμε κάνει εκδηλώσεις για διάφορα θέματα. Πέρσι  για το λαϊκό τραγούδι, πρόπερσι για τη διαφορετικότητα. Για τη φετινή εκδήλωση δεν έχω επιλέξει ακόμα το θέμα. Κάποιος πρότεινε να κάνουμε για την Ουτοπία, αλλά ποιος θα γράψει για την Ουτοπία; Μπορεί να κάνουμε για τους φίλους μου ποιητές, τον Μάνο Ελευθερίου ή τον Μάρκο Μέσκο που έφυγαν πρόσφατα από τη ζωή.

SAMSUNG CSC

ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ

Γεννήθηκε το 1953 στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Από το 1988 έως το 1996 δίδαξε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο και στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης. Ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού  και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1995 βραβεύτηκε με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί, το 2011 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το μυθιστόρημά του «Ο Γύρος του Θανάτου» και το 2013 με το Βραβείο Νίκου Θέμελη για το μυθιστόρημά του «’55». Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών. Έγραψε 34 βιβλία μεταξύ των οποίων:

Κανάλ ντ’ Αμούρ, Φαχισέ Τσίκα, Το χτικιό της Άνω Τούμπας, Οι Ασίκηδες, Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, Όμορφη Νύχτα, Ο Γύρος του Θανάτου, ’55 Τι πάθος ατελείωτο, Ο Θρύλος του Ασλάν Καπλάν.  

Φωτογραφίες: Βάγια Γεράκη (Γ3)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *