Βλάχικες Παροιμίες

    ----------------------

Μέρου σουμ' μέρου κάντι                (Το μήλοκάτω από τη μηλιά πέφτει)

 -------

Λούπλου πέρλου αρούκα μα μίντεα νου ου μούτα

(Ο λύκος την τρίχα τη ρίχνει αλλά το  μυαλό δεν το αλλάζει)

-------

Αντούνα, κάντ' χίι τίνιρ', σ' άι κάντ' αουσεστι

(Μάζευε, όταν είσαι νέος, για να 'χεις  όταν γεράσεις)

-------

 Απα, φόκλου σ' μουλιάρεα νου άου πίστι

(Το νερό, η φωτιά και η γυναίκα δεν έχουν εμπιστοσύνη)

 -------

Ντι λα τζάκα παν' λα φάκα μπουβαλίτσια σ' φιάτσι βάκα

 (Από το να το πει μέχρι να το κάνει, το μοσχαράκι έγινε αγελάδα)

-------

Μπόου βίνισι, μπόου βτζίσι

(Βόδι ήρθες, βόδι έφυγες)

 

 

 

Συλλογή από μαρτυρίες και έθιμα των πρώτων κατοίκων...

 

Νερό δεν είχαμε.

Από δω ξέρεις που πηγαίναμε; Στου Κουτσουρά, εκεί στα μνήματα. Και εγώ από εκεί που είναι το σχολείο το δημοτικό, εκεί που είναι τα μνήματα πήγαινα. Από εκεί φέρναμε νερό. Μετά κάνανε βρύση στη πλατεία.

Το νερό ήτανε γυναικεία δουλειά. Οι γυναίκες το φέρνανε. (Δέσποινα Κ.)

 

Το νερό ήτανε γλυφό και γι’ αυτό κουβαλούσαμε νερό με τους τενεκέδες από βρύσες απόμακρες. Κάθε σπίτι όμως είχε ένα πηγάδι όχι για να πίνει, αλλά για να πλένει πιάτα, ρούχα... (Μενέλαος Σ.)

 

Την πρωτοχρονιά, προτού ξημερώσει, σηκωνόμασταν νύχτα για να  πάρουμε το αγιασμένο νερό από τη βρύση, το παρθενικό νερό της Πρωτοχρονιάς. Και πηγαίναν οι κοπέλες σιτάρι, ψωμί, λίγο τυρί και το αφήνανε  στη βρύση για να φάνε τα πουλάκια και παίρναν το νερό, το  κοιμόμενο νερό λεγόταν αυτό. Απ' όλες τις βρύσες το παίρνανε, όχι  από μια συγκεκριμένη. Αυτό το έθιμο το κρατούσαν όχι μόνο οι πόντιοι, αλλά  πολλές άλλες Φυλές. Έπρεπε να πας πρώτος όμως, να μην πάει άλλος. Αλλά και οι άλλοι που πήγαιναν, αφήναν ό,τι  ηθέλαν  για νο φάνε  τα πουλάκια, να πάει η χρονιά καλή. Και το νεράκι αυτό το έπιναν,  λουζόντουσαν οι κοπέλες, για να έχουν καλή τύχη, να πούμε.

 Όπως το 'χουμε και τώρα στα χωράφια με τον αγιασμό. Όταν γίνεται αγιασμός τον πίνεις βέβαια και μετά τον πας στο χωράφι και ρίχνεις στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα αγιασμό, για να πάει καλά η σοδειά σου.(Παναγιώτης Π.)

 

Φούρνος

Φούρνο είχαμε έξω εμείς. Με χώμα τον φτιάχναμε. Κάτω βάναμε πολύ χώμα που το ζυμώναμε με κοπριές. Και άχυρα βάναμε στο χώμα και το κάναμε ύψος σαν το τραπέζι, το χώμα. Και το πατάμε το χώμα αυτό. Με ζεστό νερό το κάνουμε το χώμα αυτό και το βάνουμε κάτω και το βαράμε.

Κι ύστερα, από γύρω γύρω, βάνουμε μικρά τέτοια, πέτρες, τούβλα, ό,τι να 'ναι το βάνουμε στη μέση και ρίχνουμε και μια αντραβίδα από πάνω και χώμα, τα ίδια, βρασμένο το χώμα να είναι.

Και αφήνουμε ένα χείλι εδώ για να μη κλειστεί. Έκατσε οχτώ μέρες αυτό έτσι. Τα βγάζαμε ύστερα τα από μέσα και μένει αυτό σα μπετόνι, το φούρνο.

Βάνουμε φωτιά ύστερα και γένεται αυτό...

Να, έχω φούρνο εδώ, έξω ελάτε να δείτε. (Σοφία Ζ.)

 

Ένα άλλο να πούμε: το ψωμί, το ζυμωτό ψωμί. Κάθε οικογένεια, επταμελή οικογένεια, οκταμελή οικογένεια: εφτά, οκτώ ψωμιά. Μιλάμε γιο σιτάρι Μεντάνα, η ποικιλία Μεντάνα, ψωμί τέτοιο. Το 'τρωγες και μοσχοβολούσε από πενήντα μέτρα μακριά.

Σε φούρνους, με ξύλα, και έκανε κι η μάνα ένα μικρό καλαθάκι. Έτσι το λέγαμε αυτό, μικρό ψωμάκι, Εκείνο το άνοιγες, έβαζες μέσα βούτυρο αγελαδινό, κι έτρωγες. Πολύ ωραίο! (Παναγιώτης Π.)

Πίτες

Όποιος έχει πρόβατα, έχει γάλα. Όποιος έχει το γάλα (και την τέχνη) μπορεί να φτιάξει πίτες.

Πίτες με γάλα , με τυρί, με ζάχαρη. Λογιώ λογιώ πίτες κάναμε. Ρίχνομε ζάχαρη, κανέλα και το μαζώνουμε έτσι ρολό ρολό και το βά­ζαμε στο ταψί. Η πίτα λεγότανε σαραλία.

Την άλλη, κουλούρα τη λέγαμε. Με τυρί τη κάναμε. Και άλλη με φύλλα, πολλά φύλλα, και μέσα στο τυρί ρίχναμε ζάχαρη. 15, 20 φύλλα βάζαμε, αυτή γινόταν πολύ ωραία... Και μία άλλη : Ρίχναμε 10 αβγά στο γάλα και κάναμε φύλλα μικρά, τα κόβαμε και ρίχναμε και γάλα με αυγά και το βάζαμε στο φούρνο, αυτό ήτανε πολύ ωραίο. Αφράτη πίτα τη λέγαμε. (Σοφία Ζ.)

 

Λεωφορείο

Μετά τον πόλεμο θα εμφανιστούν τα πρώτα αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως.

Ωστόσο το πρώτο Ι.Χ. μηχανικό όχημα, εκείνο που θα δώ­σει πρώτο τη δυνατότητα ανεξάρτητης αυτοκίνησης στα ισιώματα του κάμπου, πριν ακόμα κι απ' το μηχανάκι, είναι το ποδήλατο.

 

Τα άλογα

Από δω, πιο κοντινές πόλεις, ήτανε το Γιαννιτσά και η Σκύδρα Εκεί πηγαίνανε οι γονείς μας με τα άλογα και το δισάκι για να κάνουν τα ψώνια. Άμα φέρνανε από κει κανό άσπρο ψωμί, κάναμε γιορτή.

Που άσπρο ψωμί τότες. Εδώ κάναμε ψωμί με καλαμπόκι.

Για να πάμε στα Γιαννιτσά, τότε, ήθελε τρεις ώρες να πας και τρεις ώρες να έρθεις. Το ίδιο και στη Σκύδρα. Μια μέρα ταξίδι (Μενέλαος Σ.)

 

Αλογόκαρο.

Το λεωφορείο πήγαινε κανονικά, είχε δρομολόγια για Γιαννιτσά και για Θεσσαλονίκη. Απ' το χωραφόδρομο μέσα.

Στάσου, το εισιτήριο ήτανε δυόμισι δραχμές: πηγαίναμε στα Γιαννι­τσά. Και μετά έγινε τρεις δραχμές. Και στη Θεσσαλονίκη πηγαίναμε με δέκα δραχμές. Ή δέκα ή έντεκα. (Ευστάθιος Κ.)

 

Το λεωφορείο, για να πάς στη Θεσσαλονίκη, πρώτα το «βγάζανε στο δημόσιο» και μετά έφευγε. Μόνο του πώς να φύγει;

Ήτανε λάσπη εδώ, κολλούσε.

Βάζανε τα βουβάλια, το τραβάγανε, το βγάζανε στο δημόσιο δρό­μο, από εδώ στους Γαλατάδες, και ύστερα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη.

Ή με τρακτέρ αν είχε κανένας τρακτέρ. Με τα πόδια πήγαινες πιο γρήγορα στη Θεσσαλονίκη. (Δέσποινα Κ.)

 

Αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως

Ιδιωτικά αυτοκίνητα άρχισαν μετά το '55 και αυτό από κάποιους. Θυμάμαι ένας οδοντίατρος είχε, Αθηναίος. Δυο τρία ήτανε τότε. Μετά, με την μετανάστευση, τέλη '60 και 70 άρχισαν τα πολλά αυτοκίνητα. (Μενέλαος Γ.)

 

Στην κοινότητα υπήρχε ένα ραδιόφωνο, στην παλιά κοινότητα, και από εκεί έφευγε ένα μεγάφωνο και συνδεόταν με το καφενείο το δι­κό μας. Είχαμε καφενείο στην πλατεία. Αυτά το '47, '48, μέχρι το '50 και περισσότερο. Υπήρχε ένα μεγάφωνο στο καφενείο το δικό μας και από κει μεταδίδονταν οι ειδήσεις, η μουσική και τα λοιπά. (Γεώργιος Θ.)

Στον πόλεμο ακούγαμε Μπι Μπι Σι. (Μενέλαος Σ.)

Εφημερίδες

Εφημερίδες φτάνανε της Θεσσαλονίκης, η «Μακεδονία», ο «Ελλη­νικός Βοράς» και «Νέα Αλήθεια» μια φορά υπήρχε. Αθηνών δεν νομί­ζω πως είδα εκείνη την εποχή. (Γεώργιος Θ.).

 

Φωτιές

Τα πρώτα σπίτια, φτιαγμένα με εύφλεκτα υλικά, άρπαζαν φωτιά με το τίποτα. Τότε η καμπάνα αναλάμβανε να σημάνει συναγερμό.

Φωτιές γινόταν πάντοτε. Πήγαιναν οι άντρες και οι γυναίκες και τη σβήνανε, δεν είχε πυροσβεστική τότε.

Εδώ τότε δεν είχε και πολλά σπίτια. Πρώτα ήτανε αυτό εδώ, και μετά γίνανε τα άλλα σπίτια. Τα σπίτια ήτανε χαμόσπιτα. (Δέσποινα Κ.)

 

Όπλα

Απ' ότι φαίνεται, όπλα υπήρχαν και μάλιστα αρκετά...

Οι πατεράδες είχανε πιστόλια, απ’ τα βουνά που ήρθανε τα είχανε. Για κυνήγι δε πηγαίναμε, εδώ στα χωράφια πιάναμε κάτι ζώα. (Σοφία Ζ.)

 

 

Εγώ θυμάμαι, όταν εδώ κάποτε έγινε μια απόπειρα, ήθελαν να καθαρίσουνε κάποιον.

Το όπλο αυτός το πέταξε. Ήρθε η αστυνομία μετά... Τα όπλο τότε και τις σφαίρες που είχανε, τα εξαφανίσανε όλοι.

Θυμάμαι εγώ, τότε μικρός ήμουνα, είχαμε στο υπόγειο δύο κουβά­δες σφαίρες. Τις πήρα εγώ τις σφαίρες αυτές και τις έριζα στη τουαλέτα, είχαμε τουαλέτα έξω από το σπίτι τότε, τα εξαφανίσαμε όλοι να μη μας τα βρούνε. Όλοι είχαν όπλα.

 

Ασθένειες - περίθαλψη

Πριν από την αποξήρανση και την διάδοση της χρήσης των εντομοκτόνων, οι ασθένειες του έλους μαστίζουν την περιοχή. Σύμφωνα με στοιχεία του 1928 περισσότεροι από τους μισούς μαθητές της επαρχίας των Γιαννιτσών (64%) εί­χαν προσβληθεί από την ελονοσία.

Την πληγή αυτή οι κάτοικοι την αντιμετωπίζουν με στωικότητα, αλλά και κυρίως με παραδοσιακά φάρμακα και πρα­κτικές μεθόδους νοσηλείας.

Πνευμονία

Όταν ήρθαμε στην Κρύα Βρύση κάτω στο χώμα κοιμόταν ο κόσμος, ήτανε εδώ ρουμάνια και βάλτος. Είχανε γιατρό, αλλά τι να κάνει κι ο γιατρός, μέχρι να πάει...

Πνευμονία, πολλή πνευμονία είχε τότε και πεθαίναν πολλοί. (Σοφία Ζ.)

 

Ελονοσία

Υπήρχε φοβερή ελονοσία. Δεν υπήρχε μέρα που να μην .... Είχα­με τον πρώτο γιατρό, τον κ. Δουμπόγια, ο οποίος προσέφερε τρομερή υπηρεσία. Με φάρμακο μόνον το κινίνο, το χάπι. (Παναγιώτης Π.)

 

 

Βαφτίσια

Στη βάπτιση κάναμε στο σπίτι τραπέζι. Ήθελε να 'ρθει ο κουμπά­ρος να φάει. Ο κουμπάρος είχε κάνει τόσα έξοδα! Η μάνα δε πήγαινε στην εκκλησία έμενε σπίτι. Εμείς στο σπίτι ετοιμαζόμαστε για το τρα­πέζι και όλη τη μέρα γλεντάγανε. Η μάνα του παιδιού κάνει τρεις φο­ρές μετάνοια και παίρνει το παιδί.

 

Διασκέδαση

Είναι γνωστό ότι τα πιο όμορφα γλέντια και τα καλύτερα ξεδόματα δεν γίνονται σε περιόδους ευημερίας και ηρεμίας, παρά σε καιρούς δύσκολους, τότε που η αγάπη για τη ζωή χρειάζεται επιβεβαίωση και γιορτή.

Έτσι και στην παλιά Κρύα Βρύση οι ευκαιρίες για δια­σκέδαση μπορεί να ήταν λίγες, όμως ο κόσμος τις ευχαρι­στιόταν περισσότερο και τις θυμάται έντονα.

Πανηγύρια

Εκείνη την εποχή μεγάλο πανηγύρι γινότανε στα Γιαννιτσά.

Εδώ πανηγύρι είχαμε στον Όσιο Λουκά που γινότανε των Αγίων Αποστόλων. Μιλάμε βέβαια για προπολεμικά.

Η Μεγάλη Ζωοπανήγυρη άρχισε μεταπολεμικά και κράτησε μέχρι το 70.

Εκεί που είναι το σφαγείο ήτανε η ζωαγορά. Η ζωαγορά αυτή μετεξελίχτηκε σε κρεαταγορά (Ευστάθιος Κ.)

 

Ωστόσο...

Πολλά βάσανα είχε τότε ο κόσμος, πιο καλά ήτανε όμως τότες από τώρα.

Δεν είχαν ο κόσμος τέτοια λούσα, δεν είχαν ο κόσμος «να με φτάσεις να σε φτάσω, ήτανε όλοι ένα, είχαν τα πρόβατα, τα στάρια κάνανε, και το ψωμί τους είχανε.

Στεναχώρια είναι τα λούσα που έχουν τώρα. (Σοφία Ζ.)

 

 

Εμείς που 'χουμε κάποια ηλικία λέμε πολλές φορές για τα αγαθά που ήρθανε: «πανάθεμά τα».

Αυτή η ζεστασιά που υπήρχε, δεν υπάρχει πια. Εκείνα τα λίγα που είχαμε ήτανε αυθόρμητα. Δεν υπήρχε αυτό το σημερινό, το δε σε ξέ­ρω δε με ξέρεις.

Αυτά αλλάζουν από το '60 και μετά, μέχρι τότε υπήρχε μια αλυσίδα με το παρελθόν. Μετά παύει, αρχίζει να κόβεται σε διάφορα ση­μεία. (Μενέλαος Σ.)

 

 

Μαγειρέματα

Κάθε μέρα μαγειρεύαμε τα σπιτικά μας φαγητά, σπέρναμε στους μπαξέδες μας, λάχανα πράγματα και τέτοια κι ύστερα τα ψιλομαγειρεύαμε. Στο χωράφι πηγαίναμε.

Νερό δεν είχαμε. (Δέσποινα Κ.)

 

 

Είχαμε το πήλινα και βάζαμε μέσα τη φασολάδα. Βαμβάκια, από βαμβάκι ξύλα στη φωτιά βάζαμε και εκείνα πετούσαν στάχτη και έπεφτε μέσα, και η μάνα μου έλεγε: «Δε πειράζει, καλό κάνει, κακό δεν κάνει». Και το τρώγαμε έτσι όπως ήτανε.

Δηλαδή πραγματικά για εκείνο τα χρόνια λέμε: φύγανε, να μη γυ­ρίσουν πίσω. Δύσκολα χρόνια, αγόρι μου, πολύ δύσκολα χρόνια (Αναστάσιος Κ)

 

Πασχαλινά αυγά και Χριστουγεννιάτικο χοιρινό

Το Πάσχα, τα χρόνια εκείνα, η μάνα μου έκανε κάτι τσουρέκια και ακόμα ακόμα τα θυμάμαι εκείνα εκεί.

Αγράμματη γυναίκα, κατακίτρινο το τσουρέκι, γλυκό, όμορφο... Όσο για τα αυγά; Εδώ υπήρχαν τα αυγά. Εμείς ήμαστε μικρά, μερακλήδες, εγώ φορούσα το γιλέκο κι εδώ είχε τσεπάκια, αυγό κοντά στ' αυγό, εδώ είχε άλλο αυγό. Διαλέγανε τα αυγά σαράντα μέρες πιο μπροστά, ποιο είναι το πιο δυνατό αυγό.

Εδώ δε στην πλατεία, γινόταν χαμός, τσουγκρούσαν τα αυγά. Μη το συζητάς! Τώρα δεν υπάρχουν αυτά. Τώρα βλέπεις ο γείτονας σου βγαίνει και δεν σου λέει καλημέρα. Η ανθρωπιά αυτή έφυγε από πά­νω! (Παναγιώτης Π.)

 

Τα Χριστούγεννα: Τα, με συγχωρείς, τα γουρούνια τα φέρνανε στα σπίτια, 80 οκάδες, 100 οκάδες, μετά τα σφάζανε κάτω από τις εικόνες. Καταλάβαινες ότι έρχονταν Χριστούγεννα. Και τα σφάζανε τα γουρούνια και κάναν τις καβουρνάδες, που λέγανε. Το τσιγαρίζαν το κρέας, το βάζανε μέσα σε κιούπια και το χειμώνα έτρωγες, με αυγά. Πολύ ωραίο πράγμα! (Παναγιώτης Π.)