|
... Και αυτά σας τα λέω επειδή ήμουνα πρόεδρος στο ΣΑΑΚ, εγώ έκανα και τη τελευταία επίσημη διανομή. Και ζητούσαμε ανθρώπους. Και στους γεωπόνους τούς έδωσε ο Μεταξάς από 300 στρέμματα και τους απεκάλεσε ιεραπόστολους της γης, για να δώσουνε παράδειγμα στον υπόλοιπο κόσμο. Ύστερα είναι αυτοί οι εργατοτεχνίτες. Αυτοί πήρανε 60 στρέμματα. Ήτανε αυτοί παιδιά άπορα, ορφανά, -είχε και ένα σχολείο στην Πτολεμαΐδα- και τους απεκατέστησε γεωργικώς. Τους έδωσε 50 στρέμματα. Δεν ζητούσε κανένας τότε να ρθει εδώ να πάρει χωράφια από τη λίμνη.
Ελονοσία φοβόντουσαν, πού να έρθουν... Αρχή αρχή ήτανε λασπούρα. Λάσπη, σκόνη, όλα γινόταν άσπρα, λάσπη μέχρι το γόνατο. Και μετά ήρθε ο Εποικισμός και μας έκανε σπίτια, μικρά σπίτια με δύο δωμάτια και ένα χολ στη μέση. Αυτό έγινε το 1933. Και μετά σιγά σιγά ο καθένας έκανε το σπίτι του. Εκείνο το καιρό όλο καλαμπόκια σπέρναμε. Και έπειτα ήρθε η Κατερίνη, ήρθε η Νέα Ζωή, ήρθε η ’ψαλος, ήρθανε άλλοι απ τη Θεσσαλονίκη και έγινε χωριό. Πρώτα όλο λάσπη ήτανε, με λυχνάρια γυρίζαμε.
Μετά ένας, ο Κοκκινίδης, έκανε εδώ ένα εργοστάσιο και κάτι δούλευε κάτι έφτιαχνε, και από κει παίρναμε ρεύμα. (Δέσποινα Κ.)
Ήρθε η Υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων. Δύσκολο δεν ήτανε. Ο χρόνος που κράτησε το έργο ήτανε λίγος. Η φαγάνα αμέσως μόλις άνοιξε το κανάλι, έφυγαν τα νερά. Γιατί τα παλιά τα χρόνια η λίμνη λεγότανε Λουδίας, δεν ήτανε λίμνη. Όλα γίνανε αυθαίρετα , αυτόβουλα . Όσα μπορούσε να καλλιεργήσει ο καθένας. Δεν είχε γίνει ούτε διανομή ούτε τίποτα. Αλλά δεν υπήρχαν δυνατότητες δυστυχώς. Με τα χέρια και με τα πόδια τι μπορούσες να καλλιεργήσεις; Ας καλλιεργούσε ένας που ήτανε πολύ εργατικός 25, 30 στρέμματα. Το πολύ. Με την αποξήρανση η οικονομική κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται σιγά σιγά... [Κωνσταντίνος Μ.) Ήρθανε τρακτέρια που φτιάχνανε τα κανάλια. Ήρθε μου φαίνεται η Υπηρεσία και έκανε τα κανάλια, -ήτανε και του Νίκου ο πατέρας, ο γέρος.
Το μηχάνημα που έστειλε το κράτος, να σου πω πως ήτανε: Είχε ένα σίδερο μεγάλο, με δόντια μεγάλα κι είχε δυο χερούλια από δω κι από κει και συ καθόσουν κι ήταν έτσι. Στράγγισαν τα νερό και ύστερα κάναν τον κάμπο χωράφια και μετά κάνανε τη διανομή: Ήρθανε από τα γύρω χωριά και κάναν αίτηση και πήραν χωράφια. Εδώ πριν, ήτανε λίμνη. Ψαρεύανε εδώ. Περπατούσαμε με μπότες. Τα μονοπάτια ήτανε μέσα στα δάση. Η λίμνη ήτανε όλο νερό. Μετά, κάνανε τα κανάλια και στράγγισε η γης και έγινε κάμπος και κάνανε τη διανομή και ο καθένας πήρε τα χωράφια του. (Δέσποινα Κ.)
Τα χωράφια, μας τα έδωσε η κυβέρνηση. Ερχόταν τοπογράφος εδώ, ελέγχανε τα ονόματα, πόσα παιδιά έχει ο καθένας. Όποιος είχε περισσότερα παιδιά, παραπάνω έπαιρνε. ’μα ήτανε 5 άτομα, παίρνανε 30 στρέμματα, (Λάζαρος Τ.)
Εμείς οι πρόσφυγες ερχόμασταν από κοντινές μεταξύ τους περιοχές. Όλοι ήμασταν γνωστοί ο ένας με τον άλλο. Οι περισσότεροι ερχόμασταν από την Ορντού, από τα Κοτύωρα. Και εκεί ήμασταν κοντά σε παραλία, σε θάλασσα, αλλά είχε και λίγα υψώματα Από βάλτο δεν ξέραμε. Όταν άρχισε να γίνεται ο Λουδίας -αυτό το ποτάμι δεν υπήρχε είναι τεχνητό, παλιά οι νερομάνες κατάληγαν μόνες τους στην θάλασσα- και, για να δούμε, θα ήμουν δέκα, έντεκα χρονών το 1935, '36 που έγινε η αποξήρανση της λίμνης- και οι πιο μεγαλύτεροι, όλοι, θέλαμε να πάμε να δούμε τι είναι «φαγάνα». Δεν είχαμε ξαναδεί. Πήγαμε στον Σχοινά, καμιά δύο ώρες από εδώ. Και εκεί για πρώτη φορά είδαμε, για πρώτη φορά, αυτό το θηρίο που έσκαβε και έκανε. Και είχε και κάτι φαρδιά καδρόνια περίπου δεκάμετρα, τα γύριζε τα έβαζε μπροστά γιατί βούλιαζε, και προχώραγε... Όπως είπαμε ήρθε η φαγάνα και προχωρούσε και έφτασε μέσα στην καρδιά της λίμνης. Και προχωρούσε και τραβούσανε τα νερά και ολοκληρώθηκε πριν από τον πόλεμο και άρχισε να καλλιεργείται. Υπήρχε βέβαια πάντα και η ψάθα και το καλάμι που δεν έβγαιναν εύκολα. Είχαν έρθει εφτά, οκτώ αλυσσοφόρα μεγάλα, από την υπηρεσία τη ΣΥΕΒ. Αυτή ξεχέρσωσε το βάλτο. Έγινε η χαρτογράφηση και η καταμέτρηση, άρχισε το μοίρασμα. ’μα ήσουν φίλος με τον φαγανιέρη ήσουν εντάξει, από που είσαι και από που θέλεις να αρχίσεις... Ή, άμα έδινες ένα χιλιάρικο, δυο χιλιάρικα -που τα έβρισκες τότε δυο χιλιάρικα;-, βέβαια, σου έδιναν κλήρο. Ήταν όσοι ήτανε οι κάτοικοι. Εμείς και άλλοι πόντιοι δεν την κάναμε τη δουλειά, δε δηλώναμε όπως
οι άλλοι, οι αραιωταί. (Αραιωταί πάει να πει ότι από ένα χωριό ή πόλη φεύγουνε εθελοντικά κάποιες οικογένειες και έρχονται να εγκατασταθούν εδώ που δεν ήτανε για σαράντα, ήτανε, ας πούμε, για δύο, για τρεις χιλιάδες η έκταση της Κρύας Βρύσης). Πού να σε βρουν, μια μεραρχία νά 'ντανε... Χώθηκες μέσα στο δάσος, δε μπορούσανε να σε βρουν ποτέ! Ήτανε ζούγκλα... (Μενέλαος Σ.)
Εγώ ήρθα στην Κρύα Βρύση από το 1939 με '40. Οι γονείς μου ήρθαν δυο χρόνια νωρίτερα, αλλά εγώ, επειδή σπούδαζα.-. Έχουμε έρθει από τη ’ψαλο Αριδαίας. Είχαμε τότε έρθει 75 ή 79 οικογένειες. Εμείς ήρθαμε εκεί το '37, '38. Όπως είναι γνωστό, εκεί ήταν η λίμνη των Γιαννιτσών η οποία αποξηράνθηκε, και έπρεπε να κατοικηθεί ο χώρος αυτός. Επειδή δεν υπήρχε κόσμος νο 'ρθει, η κυβέρνηση, ο Μεταξάς ήτανε τότε, διάλεξε από διάφορα μέρη όσους θέλανε να 'ρθουν να κατοικήσουν στον τόπο αυτό. Προαιρετική ήτανε η μετακίνηση των οικογενειών. Από τη ’ψαλο ήρθαν, ας πούμε, γύρω στους ογδόντα, από την Κατερίνη ήρθανε καμιά εικοσαριά, ήρθανε άλλοι από τα Γρεβενά, άλλοι από τον ’γιο Γερμανό Φλωρίνης, έχει γίνει ένα συνονθύλευμα. Το '40-'41 είχαν έρθει και από τη Δράμα και την Καβάλα μερικοί που τους κυνήγησαν οι Βούλγαροι και ήρθαν στον κάμπο αυτόν και ζούσαν ομαλά.
Τώρα, το '39 με '40 έγινε η ρυμοτομία -μια ωραία ρυμοτομία, από τις λίγες όπως ξέρετε- μοιράσανε και τα οικόπεδα, και καθορίστηκαν οι χώροι των εκκλησιών, των πλατειών και τα λοιπά, και ο κόσμος, ο λαός, μοιράστηκαν. Δηλαδή οι Αψαλιώτες πήγαν ως επί το πλείστον σε μια γειτονιά, οι Κατερινιώτες σε άλλη, και ανάμεσα σ' αυτές τις οικογένειες μπήκαν και άλλες οικογένειες από άλλα μέρη, από άλλα χωριά Οι γηγενείς είναι κι αυτοί μια γειτονιά. Αυτοί ζούσαν με το ψάρεμα, επειδή ήταν εκεί η λίμνη, οπωσδήποτε ψάρευαν και ζούσαν. (Δάσκαλος Γεώργιος Θ.)
Δεν υπήρχαν τρακτέρια. Να βλέπεις τώρα ο άλλος με δύο ψόφια βουβάλια όλη την ημέρα ζευγάς, να πάει να οργώνει. Καταλαβαίνεις κούραση. Και τι να έχεις μέσα; Μυτζήθρα και ψωμί. Τώρα ξεκινάει ο άλλος να πάει στη δουλειά του να πούμε και τι να θα πάρει μαζί του να πούμε; ή κανένα ποτό ή σουβλάκι και αυτό αν θα κάτσει όλη την ήμερα, αλλά τότε δύσκολα χρόνια, πολύ δύσκολα. (Αναστάσιος Κ.) Λίμνη! Δάσος! Ουρανός τίποτα! Αναξιοποίητο μέρος.
Το '32, ύστερα, ήρθαν οι φαγάνες, μπήκαν στη λίμνη μέσα. Αξιοποίησαν όλη τη ζώνη, έκαναν τη Λουντία, που λένε. Το '32, γερμανικές φαγάνες μπήκανε μέσα. Ε, σιγά σιγά τραβήχτηκαν τα νερά... Η ελονοσία, τα κουνούπια... Πέθαιναν εδώ άνθρωποι! Μη κοιτάς τώρα, τότε να δεις. Λοιπόν, αξιοποιήθηκε το μέρος εδώ πέρα, άρχιοαν και τραβούσαν τα νερά, μέρος όσο θες να καλλιεργήσεις. Το άκουσαν οι κάτοικοι εδώ, από τ' άλλα χωριά, την ’ψαλο, από όπου θέλεις και έφεραν ανθρώπους εδώ μέσα. Εμείς που είμαστε εδώ ντόπιοι, πήραμε κι εμείς. Αναλόγως που είμαστε πιο καλοί, πήραμε πιο πολλά... (Παναγιώτης Κ.) ...και η κατάσταση αρχίζει να βελτιώνεται Μετά που έγινε η λίμνη βάζαμε και φασόλια. Έτσι σταματήσαμε το καλαμπόκι - σιτάρι και βάζαμε και φασόλια και λίγα βαμβάκια και μποστάνια καρπούζια, πεπόνια, κολοκύθια, άφθονα. Γίνονταν σχεδόν από μόνα τους. Ητανε τόσο παρθένο το χώμα που αυτά βγαίναν μόνα τους, Όλος ο βάλτος ήτανε κατάσπαρτος από καρπούζια, πεπόνια, διάφορα μεγέθη και διάφορες ποικιλίες.
Στο μεταξύ η ζωή είχε λίγο καλυτερέψει. Αρχίσαμε να βγάζουμε σιτάρια. Είχαμε ξεχερσώσει και στο δάσος και στη λίμνη και είχαμε πολλά στρέμματα και βγάζαμε έξη εφτά οκτώ τόνους σιτάρι που μας περίσσευε και πουλούσαμε και μπορούσαμε να έχουμε κάποια χρήματα και κάποια ευχέρεια και να κάνουμε κάποιες αγορές, στο ντύσιμο, στα στολίδια, στη τροφή, σε όλα. (Μενέλαος Ι.) Αφού θυμάμαι, ο πατέρας μου ο μακαρίτης είχε έρθει από την Κρύα Βρύση και είχε φέρει στην ’ψαλο μια καλαμποκιά 2,5 μέτρα. Την μετρήσαμε, δε το πιστεύαμε! Με 4 ή 5 κοτσάνια. Κοτσάνια είναι ο καρπός. Και το άλλο το πιο σημαντικό: παίρναν δυο παραγωγές! Σπέρναν το στάρι το Σεπιέμβρη, Οκτώβριο, έως τον Μάιο, Ιούνιο που θερίζανε. Μετά βάζανε καλαμπόκι και παίρνανε δυο σοδιές από το ίδιο χωράφι, στον ίδιο χρόνο! Είναι σημαντικό. Τώρα παίρνουνε μία σοδιά. Γιατί τα χωράφια έχουν εξασθενήσει και με τα καπνά που κάμνανε και με άλλες καλλιέργειες. (Γεώργιος Θ.}
|