Πες, ας πούμε έτσι στην τύχη, πως την πρώτη τη φορά

ο κοντός μες το πακέτο έχει τώρα δεκαεφτά,

και ο άλλος ο χαζούλης, έχει μόνο δώδεκα..

Προφανώς δεν τον συμφέρει για να κάνει αλλαγή

έτσι ότι έχει το κρατάει και τον φίλο χαιρετεί.

 

Όταν όμως ανταμώνουν για τη δεύτερη φορά

του κοντού του μείναν δέκα και του άλλου έντεκα.

Πάει να πει πως από πρώτα, τώρα εκάπνισεν επτά

και θ αλλάξει τα πακέτα για να πάρει τα .. πολλά !!

Έτσι έντεκα κρατάει και την κάνει πηδηχτά..

 

Όταν που ξανανταμώνουν δύο έχει μοναχά..

Κάπνισε λοιπόν εννέα και ο άλλος τέσσερα

αφού τώρα στο δικό του έξι μόνο έμειναν.

Έξι όμως απ τα δύο είναι βλέπεις πιο πολλά

κι έτσι ο φίλος ο «καλός» του πάλι κάνει ζαβολιά..

Παίρνει αυτός λοιπόν τα έξι και τα δύο του αφήνει,

τον φιλάει, χαιρετάει και μια συμβουλή του δίνει:

Πρόσεχε ρε φίλε λέει, και πολύ να μην καπνίσεις..

άμα συνεχίσεις έτσι θα μας «αποχαιρετίσεις» ..

Μέχρι τώρα από πρώτα δεκαέξι έχει καπνίσει

και με το ρυθμό που πάει τσάμπα μια ζωή θα ζήσει..

 

Την επόμενη φορά τους, που ανταμώνουνε οι δυο

ο ψηλός στα δεκαπέντε και ο κοντός δεκαοκτώ !

Πάει να πει πως και οι δυο τους αγοράσανε πακέτα

και ο κοντός έχει καπνίσει οκτώ τσιγάρα σβέλτα – σβέλτα.

Όμως έτσι που τα βλέπει τα δικά του πιο πολλά

δεν αλλάζει τα πακέτα, όχι ετούτη τη φορά..

Τα οκτώ με τα δεκάξι εικοστέσσερα μας κάνουν,

έχει δρόμο ως τα πενήντα, δε θαργήσουνε, θα φτάνουν..

Έχουν ήδη ανταμώσει μόνο τέσσερεις φορές,

κι όμως έχει ήδη κέρδος πέντε κιόλας. άμα θες..

 

Σαν αντάμωσαν και πέμπτη στη συνέχεια φορά,

ο ψηλός με δέκα είναι κι ο κοντός οκτώ κρατά.

Παίρνει το λοιπόν τα δέκα και αφήνει τα οκτώ

κι έχει έτσι μάνι – μάνι, συν τα πέντε άλλα δυο.

Τώρα το λοιπόν το κέδρος έχει φτάσει στα επτά

κι όπως πάει δεν το κόβει το παιχνίδι, καλά κρατά !!

Και για να μην τον εχάσω, τούτο το λογαριασμό

με εικοστέσσερα τον είχα, κι άλλα δέκα τώρα εδώ,

τριαντατέσσερα μας κάνουν όσα έχει πια καπνίσει

κι άλλα δεκαέξι θέλει την κλεψιά να σταματήσει.

 

Όταν βρέθηκαν αντάμα άλλη μια φορά μαζί

ο κοντός στα δύο είναι μα ο ψηλός δυο έχει πιεί.

Έχει το λοιπόν μαζί του από τα οκτώ τα έξι,

του γυαλίζουν του κοντού μας, καταφέρνει να τα κλέψει.

Κι έτσι έφτασε στο κέρδος με τα άλλα τα παλιά,

άλλα τέσσερα να έχει, σύνολο στα έντεκα.

Τα οκτώ που του ελείψαν, τα εκάπνισε λοιπό

και με άλλα τα παλιά του, τώρα είν’ σαρανταδυό.

 

Έτσι πού χει πάρει φόρα, και καπνίζει πιο πολύ

ότανε ξανα τον βρίσκει του κοιτάζει το κουτί.

Μέσα βρίσκει δεκαεννέα, τα δικά του λιγοστά

κι αφού έχει δεκαπέντε, λέει να κάνει την κλεψιά.

Όμως τότε το προσέχει πως ο χρόνος έληξε

γιατί απτα σαρανταδύο, πιο ψηλά ανέβηκε.

Τώρα έχει δεκαπέντε, έξι είχε το πιο πριν,

δηλαδή στο τσάκα – τσάκα άλλα έντεκα έχει πιεί..

 

Σύνολο πενηντατρία, το παιχνίδι σχόλασε,

όλα κι όλα δυο πακέτα  πρόλαβε κι αγόρασε.

Και το κέρδος όπως ήταν από πριν παρέμεινε

έντεκα ήταν τα τσιγάρα που στο τσάμπα έπινε.

Να αλλάξει τα πακέτα τέσσερεις κατάφερε

αφού τις φορές τις άλλες δεν τον εσυνέφερε.