ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓΕΛ ΕΞΑΠΛΑΤΑΝΟΥ «ΜΕΝ. ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ»
Ν. ΠΕΛΛΑΣ
Γαλανοπούλου
Ελένη
3ο βραβείο έμμετρου στίχου
Το ακριβότερο συναίσθημα
Μάζεψα απ’του ουράνιου τόξου το
βλέμμα
τα χρώματα που ζωντανεύουν τον ουρανό
αλλά δεν το έκανα για να ζωγραφίσω
μα για να εκφράσω ένα συναίσθημα ακριβό.
Μάζεψα απ’τις καρδούλες των
παιδιών
ότι είχαν αθώο, γλυκό, τρυφερό
με την δική μου καρδιά να μεταφέρω
για να εκφράσω ένα συναίσθημα ακριβό.
Μάζεψα το πρώτο χιόνι του χειμώνα
μικρές νιφάδες σε χρώμα λευκό
κι έκοψα την πιο όμορφη ανεμώνα
για να εκφράσω ένα συναίσθημα ακριβό.
Μάζεψα απ’του ανέμου τη σιωπή
στίχους από τραγούδι μυστικό
που άλλος κανείς δεν είχε ξανακούσει
για νε εκφράσω ένα συναίσθημα ακριβό.
Μάζεψα την πιο όμορφη απ’τις
νύχτες
τα άστρα έβαλα να χορέψουν στο ρυθμό
που πήρα απ’τον τρελό της
καρδιάς χτύπο
για να εκφράσω ένα συναίσθημα ακριβό.
Μάζεψα όλη μου τη φαντασία
για να μπορέσω πάνω στο χαρτί με στυλό
να γράψω της ζωής την ομορφότερη ιστορία
για να εκφράσω ένα συναίσθημα ακριβό.
Μαζεύω όλη τη δύναμη που έχω
με τρεμάμενη καρδιά για να σου πω
πως το ακριβότερο συναίσθημα απ’όλα
είναι αυτό που λέγεται μ’ενα σ’αγαπώ.
1
AΓΑΠΗ
Έφυγες όπως ο ήλιος
φεύγει από το βουνό και χάνεται
Μετά
φανερώνεται το φεγγάρι αλλά μόνο για αυτούς που έχουν κάπου να σταθούν
Για
άλλους όμως μόνο μια μαυρίλα χωρίς φεγγάρια και αστέρια απλά μια μαυρίλα
Ο
ήλιος είναι φως
Τα
σύννεφα είναι βροχή
Το
φεγγάρι είναι έρωτας, αγάπη
Αυτό είναι αγάπη
Έφυγες και ακόμα ψάχνω
να βρω το φως των ματιών σου
Έφυγες
σαν τα ξερά φύλλα των δέντρων που φεύγουν με το πρώτο φύσημα του αέρα
Ο
αέρας παρασύρει τα φύλλα των δέντρων
Ο
ουρανός παρασύρει τα σύννεφα
Εσύ
παρασύρεις την καρδιά μου και αυτή σε ακολουθεί παντού
Αυτό είναι αγάπη
Όπως χιονίζει στα βουνά
Όπως
σε λιβάδια με νερό φυτρώνουν τα πιο ωραία λουλούδια
Έτσι
και εσύ φτιάχτηκες μόνο για μένα
Αυτό είναι αγάπη
Κάθε δέντρο έχει τις
ρίζες του
Κάθε
μάνα το παιδί της
Κάθε
λουλούδι τα πέταλα του
Εγώ
όμως έχω εσένα
Αυτό είναι αγάπη
2
ΑΓΑΠΗ
Η
αγάπη είν’ ένα τραγούδι
Που
εισβάλλει μέσα στην ψυχή μας
Παίζει
με τη διάθεση και
Καταργεί
τη λογική μας.
Η
αγάπη είναι μια φωνή
Μέσα
στο μυαλό μας
Που
μας λέει όχι και μη
Μόνο
για το καλό μας
Ο
έρωτας μοιάζει με ουρανό
Όταν
μας παρασέρνει
Μοιάζει
καλός, μοιάζει γλυκός
Τη
λογική μας παίρνει
Και
σαν πετάμε κεί ψιλά
Στού έρωτα τη χώρα
Μας
δίνει μια στα χαμηλά
Και
κλαίμε όλη την ώρα
Μα
σαν ξανά ερωτευτείς
Μην
τ’αρνηθείς ποτέ σου
Είν ένα πράγμα ζόρικο
Στο
οποίο όμως δέσου
Και
σαν εκεί ξανά πετάς
Στου
ουρανού τα βάθη
Σκέψου
μονάχα τη χαρά
Και
άσε όλα τα λάθη
Κι
αν πάλι απογοητευτείς
Στο
λέω πως δεν πειράζει
Μες΄τη ζωή ξανάρχεται
Κι
ας λές πως δε σε νοιάζει…
Κατερίνα Σταυροπούλου
3
ΑΝΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Μαύρε άγγελέ μου
αγκάθι της καρδιάς μου.
Τι να σου πω, που να σε βρω
που είσαι μακριά μου;
Γεννήθηκες μα δεν έζησες.
Πείνασες μα δεν έφαγες.
Δίψασες μα δεν ήπιες.
Ζήλεψες μα δεν πήρες.
Και τώρα εγώ να κάθομαι
στο ωραίο μου σπιτάκι
να βλέπω τα ματάκια σου
μέσα από την οθόνη
και το λεπτό κορμάκι σου
βαθιά να με πληγώνει.
Ένα παιδί είμαι κι εγώ
μα πες μου τι να κάνω;
Να το φωνάξω δυνατά
με όση φωνή μου μένει
ότι υπάρχεις κάπου κι εσύ
κι ότι μας περιμένεις.
Κλείσε τα μάτια και ονειρεύσου
ότι έχεις φίλους γύρω σου
και ότι είμαστε αδέλφια.
Μπορεί να φαίνεσαι μικρός
μα για με να είσαι μεγάλος.
Μπορεί να φαίνεσαι γδυτός
αλλά φοράς τα χρυσάφια όλου του
κόσμου
και μόνο που μπορείς να ζεις
για μένα είσαι νικητής.
4
Αν η Αγάπη ταξιδεύει…
Αν η αγάπη ταξιδεύει
Και φτάνει ως τους ουρανούς,
Τότε η φωνή μου που πλανεύει
Ας φτάσει μέχρι τους νεκρούς…
Μέχρι τον Άδη
να κατέβει
Στης θάλασσας τους πηγεμούς
Και στον παράδεισο ν’ ανέβει
Στης ξενιτιάς τους γυρισμούς.
Στης κόλασης τα μονοπάτια
Να ταξιδέψει, αν δεν σε βρει,
Σε αξημέρωτα παλάτια
Πως σ’ αγαπάω να σου πει!
Κούρτη Μαγδαληνή
1ο Γενικό Λύκειο Σερρών
5
ΑΝΑΔΡΟΜΗ
ΜΑΡΙΑ
ΛΥΡΑ
Πάντα
λάτρευα να πετώ
Ν’
αγγίζω με τα μικρά μου χέρια
τον
ουρανό και τα πεφταστέρια
Να
βλέπω αγγέλους να πετούν ευτυχισμένοι
σύννεφα
να ταξιδεύουν σα να’ ναι υπνωτισμένα
και
ψυχές γαληνεμένες να χορεύουνε με μένα
Κι
έπειτα κοιτάζω τις πληγές μου και δακρύζω
Μάταια
και πάλι προσπαθώ να ηρεμήσω
Θυμάμαι
ό,τι μου έκανε καλό στην άδεια μου ζωή
κι
ό,τι ακόμα με πονάει και με ματώνει
Όνειρα
που κάποτε μοιάζανε απλά
μα
εγώ δεν κατάφερα να επιτύχω…
Φίλους
αληθινούς, παρέες να με αποδεχτούν
και
αγάπη να μου δώσουν, δεν έβρισκα
Τους
στόχους μου έθεσα υψηλούς, αλλά δεν πέτυχα
Σε
λάθη έπεσα πολλά που μου έκαναν κακό
Κι
αν τώρα κλαίω είναι επειδή θέλω να θυμάμαι
στιγμές
όμορφες που όμως δεν υπάρχουν
Ένα
χαρτί, ένα στυλό και μια καρδιά
Μια
καρδιά που πονά, που ξέρει ν’ αγαπά
Αναρωτιέστε
άραγε τι νοιώθω και τι σκέφτομαι;
Πόνο,
μοναξιά κι αγάπη νοιώθω
Τη
ζωή μου, τα λάθη μου, εμένα σκέφτομαι…
6
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Έξω απ’ το παράθυρο κοιτώ
όσα ο χρόνος δεν έσβησε
θαμπές εικόνες στο
μυαλό
αναμνήσεις που ο χρόνος κέρασε
Σαν φωτοβολίδα οι στιγμές
χωρίς να τις
καταλαβαίνεις
μα στη μνήμη χαρακές
να τις ξαναζήσεις αναμένεις
Κοιτώντας τ’ άστρα κάθε νύχτα
η μορφή σου
αναγεννιέται
στο πρόσωπο
ζωγραφισμένη η πίκρα
του ονείρου που πετιέται
Σαν άγγελος μοιάζεις που πετάς
ανάμεσα στα σύννεφα
κρατώντας το κλειδί της μοναξιάς
του αύριο και του
σήμερα
Σαν στολίδι ακριβό
υποσχέσεις που
αντηχούν γλυκά
κρατώντας τες σαν
φυλαχτό
μήπως ξαναζωντανέψουν μαγικά
Στου μυαλού μου την οθόνη
ψάχνω πάλι να σε βρω
καθώς με άφησες μόνη
εσένα πάλι ν’ αναζητώ
ΘΕΛΜΑ ΣΒΙΓΚΟΥ
7
ΑΝΑΜΝΗΣΗ…
Φεύγεις,
πάλι μακριά μου χάνεσαι.
Τίποτα
δεν μοιάζει όπως τότε
τίποτα
δεν θα είναι όπως πριν.
Βαθύς
ο πόνος που αφήνει η ανάμνηση.
Στο
αδειανό δωμάτιο, κλάμα πικρό
σαν
του μικρού ακούγεται.
Η
νοσταλγία για το χθες ,της μοναξιάς
η
φρίκη. Στο έρεβος βυθίζεσαι ψυχή μου
αργά,
αργά…
Έφυγες
και ο χρόνος κυλάει γρήγορα
τώρα, μαραίνοντας στο πέρασμα του
τα όνειρα . Τα όνειρα που κάναμε
μαζί τις θερινές βραδιές.
Χαράζει.
Τα μάτια σου όμως καθρεπτίζονται
ακόμη μες τον νου μου ,
ξυπνούν εικόνες, στιγμές, αισθήσεις
μοναδικές .
Βαθύς ο πόνος που μ αφήνει η ανάμνηση.
Μα να ξεχάσω θεέ μου δεν μπορώ ,
δεν θέλω…
Καποκάκης Αλκιβιάδης .
8
Ανοιξιάτικη ελπίδα
Άνοιξη
παντού μοσχοβολά
σε
κάμπους, ποτάμια και βουνά
μυρωδιές
και χρώματα,
ήχοι
γλυκοί και αρώματα.
Η
ψυχή μου τραγουδά
γέλια
και χαρά γεμίζει
και
του κόσμου τη ματιά
με
ελπίδα πλημμυρίζει.
Το
αύριο γεμάτο φως
κανείς
δε θα ‘ναι μοναχός
το
χαμόγελο θα ζήσει
κι
η ζωή θα ‘χει νικήσει.
Νικολής
Λως α’Γυμνασίου
Jeanne D’
Arc
9
από αναμορφωτήριο ατίθασσων ονείρων
χαραγμένο σε
τοίχο
και μόνο τώρα που σε λίγο θα κοιμηθώ
νιώθω αυτή την ανάγκη να τα βγάλω πέρα
πόσο θα ‘θελα να είχα μια παρτίδα ακόμη
είναι γλυκιά η κερδισμένη ζωντανή μας ήττα
γι'αυτό λέω να παραιτηθούμε από τα όνειρά
και τις ντροπαλές σαρκοφάγες
τους ορέξεις
πόσο όλα θα ήταν απλούστερα αν μόνο «αν»
νιώθω να έχω μείνει πίσω αβοήθητος (sic)
μια απροσδιόριστη επίγευση
ορίζοντα
ακροβατεί στη διάφανη φωτογραφία της
πάνω σε ένα κίτρινο εφηβικό όνειρο
ακραγγίζω με δύναμη το υπέρτατο όλον
στις θελκτικές καμπύλες της δικής σου
πομπώδους και ωραίας απουσίας στηρίζομαι
άλλοτε απλά βρίζοντας σκοντάφτω πάνω της
σαν στο μπαούλο με τη βελούδινη επένδυση
που παιδί πέταγα τον αμύθητο πλην ανούσιο
θησαυρό του
και φύλαγα μέσα του βαθιά αγάπη για το αύριο
ήξερα πως τα μάτια θα με καταριόντουσαν
που κλείνοντας το τελευταίο αστέρι θα τ’αχρήστευα
όλοι οι μετρίως μέτριοι μετρημένοι άνδρες
αινούμε την ολοκλήρωση της ανεκπλήρωσης
μυρίζει ξέρετε ζωή ο πιο πολύς ο θάνατος
είμαι ευτυχισμένος -όχι δεν είσαι.
σώπασε άλλε, δε με πειράζει
φτάνει να με αγαπάνε ή έστω να δείχνουν έτσι
(πόσο μισώ αυτό που έγινα προκειμένου να σας αγαπώ)
10
ΑΠΟ
ΕΣΕΝΑ …ΟΛΑ
Γεννήθηκες , γεννήθηκα,
Από σένα ξεκίνησαν όλα.
Η ύπαρξή μου, δημιούργημά σου
Η προσωπικότητά μου έργο σου
Σε σένα τα οφείλω όλα.
Με καλλιέργησες σαν υπομονετικός αγρότης
που τόσο αγαπά τη γη του –
με ’μαθες
να’ μαι άνθρωπος.
Η συμβουλή σου πολύτιμο πετράδι
Στην καρδιά μου , η αγκαλιά σου
το
πιο ήσυχο μέρος του κόσμου,
η ευχή μου σου σύντροφος μου.
Έχω ένα σπιτάκι φτιαγμένο από
Αγάπη και εσύ μια λαμπρή ύπαρξη
που αιωρείται γαλήνια μέσα του.
Ήμουν παιδί και με’ μαθες
να περπατώ ,
μ’ έκανες γυναίκα.
Όταν πέφτω με στηρίζεις, με βοηθάς
ν’ ανασκουμπωθώ .
Μ’ οπλίζεις με αξίες, για να πολεμήσω
την απελπισία και την ασχήμια.
Δεν έχω τίποτα –μα έχω τα πάντα
μαζί σου … ευτυχία.
Θυμάσαι; Με’ μαθες
να ονειρεύομαι.
Μου’ δειξες να
πετώ. Θυμάσαι;
Το όριό μου ,ο ουρανός!
Δε με κοιτάς, αλλά με βλέπεις.
Είσαι η αρχή μου, είσαι η έμπνευσή μου.
Είσαι η μάνα μου, θα’ σαι η γιαγιά
των παιδιών μου, είσαι η ευτυχία μου.
Από εσένα ξεκίνησαν όλα.
Είναι τόσο απλό …και τόσο περίπλοκο-
Σ’ αγαπώ.
ΑΝΝΑ
ΠΑΝΤΕΛΑΚΟΥ
11
Απορίες
της νύχτας
Συχνά
αναρωτιόμουνα τα βράδια που ήμουν μόνη
πόσοι
άνθρωποι να μοιάζουνε και πόσοι να διαφέρουν,
πόσες
αδύναμες καρδιές το κρύο να παγώνει,
πόσοι
δώρα να δέχονται και πόσοι να προσφέρουν.
Πόσοι
σα σκλάβοι να γυρνούν πιωμένοι και χαμένοι,
χωρίς
να έχουνε ζωή, σπίτι και ευτυχία,
πόσοι
αναστενάζουνε γιατί είναι πικραμένοι
και
πόσοι ονειρεύονται τη λέξη ελευθερία.
Πόσοι
από τη ζάλη τους σκοντάφτουν και τρεκλίζουν
και
με το βήμα τους βαρύ συχνά παραπατούνε
σαν
δέντρα έρμαια του βοριά που ανίσχυρα λυγίζουν,
στο
τέλος παραδίνονται και κάτω ακουμπούνε.
Πόσοι
σιγά σφυρίζουνε σκοπούς των μεθυσμένων
και
μπουσουλώντας προχωρούν να σωριαστούν πιο πέρα
κι
όλο ψελλίζουνε στη γη ψαλμούς των προδομένων
και
καταριούνται, λες, το φως, μα όλο ποθούν τη μέρα.
Πόσοι
σε θραύσματα αιχμηρά από αδειανές μπουκάλες
να
κάθονται και να ζητούν το σπίτι τους να μάθουν
ή
σε στριφτές μεταλλικές να ξεπαγιάζουν σκάλες
και
περιπέτειες φοβερές με το μυαλό να πλάθουν.
Πόσοι
σιγά παραμιλούν στον ύπνο τους μονάχοι,
πόσοι
ιστορίες φτιάχνουνε και λένε παραμύθια,
πόσοι
ρωτούν η θάλασσα πόσες σταγόνες να ‘χει,
πόσοι
μετρούν τους στεναγμούς που βγαίνουν απ’ τα στήθια.
Πόσοι
λυγμοί να βγαίνουνε και πόσους να ‘χουν πνίξει,
πόσα
κορμιά ταράζονται από σπασμούς με βία,
πόσες
πόρτες κλείνουνε, πόσες έχουν ανοίξει,
με
πόσες λέξεις γράφεται το «τέλος» στα βιβλία.
12
Φαφουτάκη Ιωσηφίνα
Ιεράπετρα,
11-01-2010
[Άτιτλο ποίημα για τον
Έρωτα]
Εξοντώθηκα
μέσα στο μαύρο πέπλο του θανάτου,
στους σκοτεινούς που με σκιάσανε δρόμους της μέρας.
Η θλίψη μου τώρα καταβάλει τη σωρό της
σ’ ένα ερμάρι φτωχικό το απομεσήμερο.
Του
Απολησμονημένου, του Εγώ και του Κανένα
ένας βυθός η καρδιά
που στέρεψε απ’ τα φιλιά των ονείρων.
Άκου.
Κι
ένα τυφλό ψιθυρητό απ’ το τραγούδι του Έρωτα,
μπρος από στέφανα και δάφνες σκορπισμένες
με τα χίλια αρώματα της ζωής,
πάνω στα χνάρια σου, στην αμμουδιά,
τα βότσαλα και τα κογχύλια έσμιγε.
Κάποτε
ίσως κι εσύ να ακούσεις αυτόν τον αλαλαγμό.
Έρωτα
που αχνόφεξες,
Που
πλάγιασες πάνω στη ρέμβη του ονείρου,
άλλο στον κόσμο δε θα δει το πρώτο βλέφαρο
από το κλάμα.
Με
των αγγέλων τους ήχους και το σάλπισμα
θα τρέξω να υφάνω τα μεταξένια σου φτερά
τα πρωτοφορεμένα, του Παραδείσου.
Κι έτσι να σε υποδεχτώ.
Όπως αρμόζει στους αγγέλους.
13
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
Το τηλέφωνο κρατώ
απ΄τη βροχή προσωρινά
προστατευμένος
μες στο θάλαμο,
δύο λόγια επιλέγω
σε μήνυμα ν’ αφήσω.
’’Χρόνια πολλά, να’σαι καλά΄
όλους τους στόχους
σου
θα τους πετύχεις.’’
Γυρνώ σπίτι,
βρεγμένα τα παπούτσια
υγρή κι η
μοναξιά.
Κάθομαι στη γνώριμη
πολυθρόνα
με τις γνωστές
σκέψεις.
-Άραγε - είναι
προτιμότερη
η χαρά της λήθης (;)
Ας μην με
σέρνεις μαζί σου,
στο κενό.
Προτροπή .. ή ευχή (;)
Μ΄αρέσει τόσο να΄μαι δίπλα σου…
νοητά.
Έχω για στόχο
εσένα
ή μάλλον τη
ψευδαίσθηση σου.
Πατώ το κουμπί,
ακούω και ξανακούω τα λόγια μου.
Τι θλιβερό, η
μόνη έτερη φωνή
να ’ ναι του
εαυτού σου,
(κι αυτή φτιαχτή).
ΜΠΥΡΑΚΗ ΑΝΝΑ
14
Γράμμα στην Μητέρα….
Δεν
θα ‘μαι εδώ…
Να δω τα όνειρα που κάναμε καμάρι…
Ούτ’ όσα υποσχεθήκαμε και είδαμε παρέα..
Πετώ
γ’ αλλού…
Εκεί
που σ’ είπα πως οι μέρες δεν περνάνε
Και
πως παιδιά παίζουν με γέλια αναρχικά
‘Όπως
αυτά που μας απαγόρευαν οι “μεγάλοι”
δειλά, στοχαστικά, πίσω απ’ τον πάγκο…..
Δεν
φταις εσύ
Μα
το αγύριστο κεφάλι που με διέπει
και η μικρη θεότητα, η πτητική
Τα
λόγια της τα μαγεμένα για ένα κόσμο αλλιώτικο
Γεμάτο
αγάπη και αλήθεια….
Είναι
αυτά που μ’ έφεραν εδώ…
Και
είχαν δίκιο….
Ακούω
τα λόγια σου μητέρα…
Καθημερινά…
Εσύ
κ’ ο σπαραγμός σου αγγίζουν πιο πολύ από ποτέ
Αυτό
τον θόλο , τον ουράνιο….
Γαλάζιο
μητέρα, το χρώμα που με έντυνες σαν ήμουνα παιδί…
Τώρα
εγώ θα ‘μαι για πάντα ο ουρανός σου…
Είμαι
καλά εδώ….τα δάκρυα σου με τυλίγουν...
Οι
προσευχές σου με ζεσταίνουν….
Φωνές
αλκαλικές των αδερφών και λέξεις που δεν έμαθα ποτέ,
με
φροντίζουν….
Ισότητα,
Φιλία, Δικαιοσύνη,,,,
Να
προσέχεις μητέρα……Σ’ αγαπώ…..
Μαθητής
: Κυριάκος Νικολαΐδης
Σχολείο
: Γενικό Λύκειο Αμπελακίων
15
ΔΕΝ ΑΠΕΧΕΙ ΠΟΛΥ…
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΙΖΙΟΥ
Ματωμένα σεντόνια,
κρέμονται αφίσες σκισμένες,
δρόμοι άδειοι που σε βγάζουν σε αδιέξοδο.
Ψάχνεις καταφύγιο, πουθενά…
Ερημιά… Μια απέραντη σιωπή αντηχάει
παντού.
Χάντρες σκορπισμένες, ροδοπέταλα και μύρο.
Σαν κάτι να μην πηγαίνει καλά
Σαν να έχουν παγώσει όλα
Σαν να θες να ξυπνήσεις και να μην μπορείς
Σαν να έχει μείνει στάσιμος ο χρόνος.
Μακάρι…
Κι όμως κάποιος σε χτυπάει στην πλάτη
Και καταλαβαίνεις.
Όχι, δεν είσαι τρελός που τα βλέπεις αυτά…
Απλά είσαι σε έναν κόσμο
που δεν απέχει πολύ
από το τέλος…
16
Δεν ξέρω
Ποίημα…
να γράψω ποίημα;
Και
τι να γράψω; δεν ξέρω!
Ποίημα…
σύνθεση λέξεων, τραγούδι χωρίς νότες,
περιγραφές…
Τι να περιγράψω;
ένα
βλέμμα να πλανιέται στο χάος,
ένα
μυαλό άδειο από σκέψεις, και…
και
μια ψυχή, γεμάτη όνειρα!
Και
η ποίηση, όνειρο δεν είναι; δεν
ξέρω!
στον
ήχο της λέξης και μονό ταξιδεύεις…
ένα
ατελείωτο ταξίδι, σε ένα κόσμο αλλιώτικο,
σε
μια ουτοπία της τέχνης, σε ένα όνειρο!
Κι
όταν σαλπάρει το μυαλό, χάνεται… Χάνεσαι!
Στριφογυρνάς
ασταμάτητα,
σε
μια μαγευτική δίνη συναισθημάτων,
και
που θα σε ξεβράσει το κύμα, δεν ξέρεις!
Δεν ξέρω…
Κι
αν θα βουλιάξεις,
κι
αν θα ξαναπατήσεις γη, δεν ξέρεις…
Το
ταξίδι όμως να το κάνεις!
Και
θα ‘σαι ανάμεσα στις ψυχές που έχουν μείνει εκεί
γλυκά
παγιδευμένες, γιατί πέρασε ο καιρός, και πίσω πώς να γυρίσουν;
αθάνατο
θα σε συντροφεύει το πνεύμα τους!
Κι
εγώ…τι να γράψω; δεν ξέρω!
Έχω
βγει στη σκηνή και τι να πω, δεν ξέρω…
οι
προβολείς με στραβώνουν,
θέλω
να τρέξω μακριά!
Αλλά
δεν μπορώ… και τι να πω δεν ξέρω!
Και
είναι τα βλέμματα σαν άγρια σκυλιά, λες και θα σε κατασπαράξουν!
Και
τι να πεις…; Δεν ξέρω!
Ο
χρόνος κυλάει,
κλείνουν
τα φώτα, κι αναρωτιέσαι…
«Πώς
να ‘ταν άραγε εκείνο το ταξίδι;» Δεν
το ’μαθες ποτέ!
Σταμελάκη Μυρτώ-Μαρία
3ο Γενικό Λύκειο Ηλιούπολης
17
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ-ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ
Περπατώ σε άδειους δρόμους χωρίς τέλος
χωρίς τερματισμό
Χωρίς κάποιον να με καθοδηγεί
και να με βοηθάει
Προσπαθώ να βρω την άκρη του
μα δεν μπορώ
Προσπαθώ με όλη μου τη δύναμη
με όλη μου την ψυχή
Ψάχνω κάποιον να μείνει μαζί μου
να μην με αφήσει
Αναζητώ αυτόν που θα με στηρίξει
και θα με βγάλει από το αδιέξοδο
Αυτόν που θα βρίσκεται δίπλα μου
όποτε τον χρειάζομαι
Αυτόν που δεν θα με προδώσει
αυτόν που θα εμπιστεύομαι
Αυτόν που θα μου κρατήσει σφιχτά το χέρι
και θα μου πει: “ΠΡΟΧΩΡΑ!”
Τον αναζητώ…
18
Είναι
Νωρίς Ακόμα
Πνίγομαι
στην ένοχη σιωπή των ματιών σου.
Χάνομαι
στα μακρινά μονοπάτια της σκέψης σου ,
και
προσπαθώντας να ζήσω χάνω όλα μου τα όνειρα.
…και
το χέρι σου μακριά και δεν το φτάνω
…και
το χέρι σου κοντά μα δεν με βοηθάς.
Αυτές
οι θεόρατες δυο σκιές πόσο με τρομάζουν…!
Μα
δεν υπάρχει ούτε μια γρίλια για να μπει φως .
Θέλω
να γίνω πουλί στον ουρανό για χάρη σου
Και
συ μου λες είναι νωρίς ακόμα …
Κοίτα
με πως χάνομαι για σένα,
βουλιάζω
στις γαλάζιες σου θάλασσες που τόσο αγαπώ!
Μη
με κοιτάς με απορία… Σου το ‘χα πει,
Για
σένα θα το κάνω ! Για σένα ξανθέ μου Πρίγκιπα ,άγγελος γίνομαι στον ουρανό !
Αδυνατώ
να ξεπεράσω τα στενά σύνορα της σκέψης
μου
ώστε
να σου εκφράσω όλα όσα μπορώ να κάνω για χάρη σου.
Θέλω
να τα παρατήσω μα δεν το αποφασίζω…
Εγώ
θα προσπαθήσω και ας μην τα καταφέρω.
Ακόμα
και όταν κλείνω τα μάτια για να μην δω το σκοτάδι
εσύ
Πρίγκιπα μου όμορφε μαγεύεις τα όνειρα μου
και
κάνοντας τα φυλακή ,δες με…
Γίνομαι
δεσμώτης της σκιάς σου .
19
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΛΥΣΙΔΑ
Στηρίζεσαι σε κάστρα και σε πύργους
κοιτάς τα άστρα και τους ήλιους
κι ύστερα βλέπεις ότι είναι από άμμο
μεταβλητά, χάνονται και ξεψυχάνε στη ψυχή
σου επάνω
σαν ξεβρασμένη θάλασσα που διώχνει την οργή της
και στα κύματα αφήνει την θλιβερή πνοή της.
Τα συντρίβει όλα, τα γκρεμίζει
σαν τρένο που φτάνει ,μα ποτέ δεν γυρίζει.
Μια διαδρομή μισή, που κόβεται στη μέση
που δεν γίνεται στο χρόνο ν’ αντέξει
διάστημα με διάρκεια καθορισμένη
μικρή κηλίδα στο χρόνο ζυγισμένη
κάτι που δεν έχει βολή
που το καθορίζει μόνο η ζωή
που δεν είναι άνθρωπος, είναι χορευτή
μαριονέτα στο ρυθμό της ζωής
που δεν είναι ελεύθερος, που έρχεται πάντα δεύτερος
που από τη μια στιγμή στην άλλη γκρεμίζεται
που απλά ακούει, μιλά και οσμίζεται
και το κάνει γιατί έτσι είναι προγραμματισμένο, έτσι πρέπει
ένα κουτάκι σπίρτα που λιώνει στην τσέπη
ένας
χορευτής μόνος σε μια σκηνή να κάνει να χορέψει
ό,τι ο αρχηγός του’ χε πει και του’ χε υπαγορέψει
μην
αφήνοντας να προοδεύσει
ένα έρμαιο που
παρασύρεται αβοήθητο στο κύμα
ένα στο υπόγειο ξεχασμένο ποίημα.
Αφημένο στην τύχη και στη μοίρα
γιατί
το ρίσκο της ελευθερίας δεν το πήρα;
και τώρα χορεύω σε παράσταση χαμένη
μέσα σ’ ένα θέατρο δυστυχισμένη...
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΗ
Β3
ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
20
Ονομα: Ευγένιος Παπαπαντελής
Σχολείο: Γενικό Λύκειο Αμπελακίων
Σαλαμίνας
Τίτλος: ενα τραγούδι που δεν ήθελα να
γράψω
Όσο φοβάμαι μη σε χάσω και τρομάζω
Όταν πλανιέμαι μες στους δρόμους της σιωπής
Μέσα στα δίχτυα μιας μεγάλης απορίας
Χάνεσαι μέσα μου κι εσύ και απορείς.
Μέσα στο ψέμα που ίσως χτίζεις κάθε βράδυ
Μες στην αλήθεια που δεν μπόρεσα να βρω
Παίζεις, γελιέσαι και ξυπνάς μες στο σκοτάδι
Σε ένα τραγούδι που δεν ήθελα να πω.
Ένα τραγούδι που δεν ήθελα να γράψω
Ο λάθος δρόμος και μια θάλασσα ρηχή
Λόγια, αλήθειες που δεν ήθελα να θάψω
Και τα’ χω στείλει στον Θεό, σαν προσευχή.
Χάνομαι μέσα σου κι εγώ και τυφλωμένος
Από την άγνωστη μορφή σου και το φως
Βρίσκομαι πάλι στη ζωή σου νικημένος
Γιατί δεν έπαψα ποτέ να σ’ αγαπώ.
Απ ’της αγάπης το βυθό μέχρι του έρωτα το μίσος
Ακροβατώ σε ένα σχοινί που είναι κοντό
Ίσως να είσαι πάντα εδώ, ίσως να φύγεις πάλι, ίσως
Ένα τραγούδι που δεν ήθελα να πω.
Σε έναν χορό εξωτικό, στου φεγγαριού την καταιγίδα
Για να χαθούμε σε καλώ μες στο χαμό
Ό, τι έχω πει, ό, τι είναι εδώ, ό, τι δεν ξέρω και δεν
είδα
Σε ένα ποτήρι θα το κλείσω και θα πιω.
Κι αν θα χαθείς στον πειρασμό και αν θα γίνεις μία φλόγα
Δρόμο θ’ ανοίξω, να περάσω, να διαβώ
Ό, τι πεθάνει και καεί μαζί με εσέ θα το αναστήσω
Μες στην καρδιά σου ένα ποίημα θα γραφτώ.
21
Επώνυμο: Νιοτόπουλος
΄Ονομα : Ιωάννης
Είδος: Ποίημα
Μεταμόρφωση
Μια
μορφή θολή, αλαργινή
καλλωπισμένη
ως φτιαχτό άλλοθι
μηχανεύτηκε
να μ’ αποπλανήσει
εισβάλλοντας
στην ονειροφαντασία μου.
Κάθε
μέρα την απομακρύνω
μα
αυτή η σκιά με καταδιώκει
σαν
ανείπωτη ψύχωση που ΄ναι
ως
εμβόλιμη, παροδική ευτυχία
μια
καλογραμμένη παρωδία
της
μονιμοποιημένης δυστυχίας.
Μια
μορφή εξ ορισμού αγγελική
μ’
ένα αέρινο φιλί της
εκπορθεί
τα τείχη του κάστρου
της
πέτρινης καρδιάς μου
και
τώρα στα όνειρα
ψάχνει
διέξοδο να βρει.
Κάθε
βράδυ εμφανίζεται
μα
μόνο η ανάμνηση
το
πρωί απομένει.
Το
πνεύμα μου
τη
μορφή ακολουθεί
να
πάρει κάτι
από
τη λάμψη περιμένει
να
φωτίσει το μαύρο
της
αδικοχαμένης μου ψυχής.
Μια
θολή μορφή ερωτεύτηκα
κι
επιθυμώ ως εικόνα
πλάι
μου να μείνει.
Μια
μορφή μίσησα ν’ αγαπώ
μα
αξίζει το κάθε δάκρυ.
22
Επώνυμο: Στραβοπόδης
΄Ονομα: Διονύσιος
Είδος: Ποίημα
Του πρίγκιπα της
Βόρειας Γης
Της
Βόρειας Γης ο πρίγκιπας
εγκλωβισμένος
στα δικά του κελιά
φυλακισμένος
στα σπλάγχνα
της
γης που του ανήκει
ακούει
ήχους μακρινούς κι υπόκωφους θορύβους
και
του θυμίζουν τη ζωή που κάποτε είχε ζήσει
Θυμάται
τους άσπρους κεραυνούς και τις χρυσές σταγόνες
τα
ασημένια άλογα και τους καυτούς αγώνες
το
στέμμα και τη δόξα του που πια αξία δεν έχουν
αφού
από της Βόρειας γης τις πύρινες χοάνες
θρήνοι
υγροί μόνο ηχούν.
Η
γη τους θα είναι πάντα σκεπασμένη
με
το αδιαπέραστο λευκό χιόνι
να
θυμίζει σ’ όλους του πρίγκιπα της Βόρειας Γης
τα
λάθη.
23
Επώνυμο: Βισβάρδης
΄Ονομα: Θοδωρής
Είδος: Ποίημα
Σώστε τον πλανήτη Γη
Απ’
του Ολύμπου την κορφή, κοιτάω μια αναλαμπή
και
βλέπω θαύματα της γης, που ο νους δεν τα χωράει.
Απ’
της σελήνης την τροχιά, στέκεται ο άνθρωπος ψηλά
ωσάν
θεός με σιγουριά, κι όλα τ’ αστέρια βλέπει.
΄Όμως στο κέντρο ολονών, στέκει το πλέον
λαμπερό
που
είναι το μοναδικό, μπλε πλανήτης είν’ γνωστός.
Τάχα
ποιος δημιουργός, έδωσε το ξεχωριστό,
ζωή
τόσων οργανισμών, που στ’ άλλα αστέρια λείπει;
Το
δώρο το ξεχωριστό, ο ίδιος άνθρωπος εδώ
έβαλε
στόχο από καιρό για να το καταστρέψει.
Οι
πόλεμοι δεν ήταν αρκετοί, που τόσα χρόνια πλέον σφοδροί
ρήμαξαν
φύση και ζωή σε τούτον τον πλανήτη.
Κι
έγινε φώλιασμα κακών, και αποθήκη χημικών
μαστίζει
η φτώχεια τους λαούς, και μια κραυγή ακούγεται,
«σώστε
τον πλανήτη Γη»
΄Ολου του κόσμου οι σοφοί, συνάχτηκαν για μια στιγμή
να
βρούνε λύση ριζική, λόγια μεγάλα παχυλά
μα
πράξη πλέον πουθενά
κι
οι πόλεμοι ξεσπάνε
Βλέπω
παιδιά με κομμένα χέρια
μανάδες
δίχως παιδιά
και
στο βάθος κυματίζει σημαία
που
΄χει πάνω αστέρια πολλά.
Πολίτες
του κόσμου πλησιάστε,
μόνοι
εσείς να φροντίσετε τη γη,
ενωθείτε
όλοι μονιάστε,
φίλοι,
εχθροί και πολέμιοι μαζί,
διώξτε
μακριά τους σκοπούς του πολέμου,
κλείστε
πόρτες στα χημικά,
και
μαζί χέρι χέρι, οδηγήστε τον κόσμο ψηλά!
24
Επώνυμο: Ζουρμπάνου
΄Ονομα: Λιλιάννα
Αδιέξοδο
Τα
χρόνια μου
λουλούδια
με μολύβι σχηματισμένα στο θρανίο
που
σβήστηκαν χωρίς κανείς να με ρωτήσει
αν
πρόλαβα, αν με άφησαν
να
ζωγραφίσω τα πέταλά τους
με
πολύχρωμα παστέλ.
Το
σχολείο σήμερα τελειώνει
η
ζωή μου τώρα φαίνεται ν’ αρχίζει
Τα
χρόνια που περάσανε θελήσατε να μην τα ζήσω.
Και
συνένοχοι στο έγκλημα της πνιγμένης μου εφηβείας
τα
φροντιστήρια, οι γλώσσες,
οι
βαθμοί,
τ’
απολυτήρια, οι μάχες, οι καιροί.
Μα
μονάχα ένα θα σας πω
για
φινάλε κι επειδή σας το χρωστώ.
Η
ευτυχία θα είναι η εκδίκησή μου
κι
η ιστορία θ’ αποδείξει την αίρεσή μου.
25
Επώνυμο: Πέττα
΄Ονομα: ΄Ελενα
Γαλήνη
Μετά τη βροχή
θα
βγει το ουράνιο τόξο
Μετά
την τρικυμία
η
θάλασσα θα ηρεμήσει
Μετά
τα γκρίζα σύννεφα
κάποια στιγμή
θα
ξαναρθεί κι ο ήλιος μου
Συγγνώμη
σου ζητώ
για άλλη μια φορά
Δέξου
τη απλά
και πάρε με αγκαλιά
Και σαν μικρό παιδί
φοβάμαι
τον πόνο
Διώξε
τον πόνο γι’ άλλη μια
φορά
πες μου σ’ αγαπώ
πες
το δυνατά μες της
ψυχής
τη σιγαλιά. Και να φωλιάσει
σαν
μικρός θεός
ο
έρωτας αυτός.
26
Επώνυμο: Λογοθέτη
΄Ονομα: Ανδριανή
Λέξεις
Σαν
τις φλόγες ξεπηδάνε γεμάτες οργή
μέσα
στον κόκκινο ωκεανό της ψυχής και του μυαλού μου.
Ψυχή
και μυαλό
λέξεις
κι αυτές
ζωντανές
και ανόμοιες
χτυπάνε
τα τείχη τού μυαλού μου
ζητούν
να ξεφύγουν
ψάχνουν
ένα παράθυρο ανοιχτό.
Κραυγές
αγωνίας και οδύνης ακούγονται
μάχη
πραγματική.
Μόνο
αν το επιτρέψω θα βγείτε.
Πόσο
ανόητη μπορεί να είμαι
Να
τες!
Ορθώνονται
ξαφνικά μπροστά μου
Μεγαλόπρεπες,
έτοιμες να με κατασπαράξουν
Ηττημένη
τότε γονατίζω και
τις
προσκυνώ.
Όταν
οι λέξεις γίνονται σκέψεις
27
Ζητώντας ζωή
Κοίτα
δίπλα πως πέφτουν τα φώτα
Κοίτα
λίγο τον ουρανό να κυλά
Βάλε
χρώμα στης ζωής σου την πόρτα
Βγες
έξω και πες δυνατά:
Είμαι
μόνος και ψάχνω εμένα
Ψάχνω
μια ελπίδα, μια φωτιά
Να
κάψει όλου του κόσμου την έχθρα
Και
να γίνουμε όλοι πουλιά
Πότε
θα έρθει επιτέλους το τέλος
Να
τρέξω στο τέλος της γης
Να
δω πως είναι εκεί κάτω
Κι
αν μ’ αρέσει θα με δεις
Να
καίω, να σβήνω φωνές
Να
κλαίω, να βγάζω φωνές
Ζητώντας
μονάχα ζωή
Και
να λιώνω πάνω στη γη
Μήπως
είσαι μονάχα εσύ
Εδώ
για να μου δείξεις,
Μήπως
είναι μικρή η ζωή
Πολύ
για να μ’ αγγίξεις.
Ήμουνα
δίπλα σου κάθε στιγμή
Ήμουν
εκεί που δεν ήσουν εκεί
Ήτανε
τότε που έλειπαν όλοι
Κι
έψαχναν να βρουν τη δικιά σου φωνή.
Μα
τώρα πια εγώ είμαι μακριά
Δε
μπορεί να με βρει η φωτιά
Ακόμα
κι αν πάει παντού
Εγώ
θα ‘μαι για πάντα αλλού
Αφού
κάποιοι μου ζήτησαν να βγάλω φτερά
Μήπως
πετάξω μακριά και χαθώ παντοτινά
28
Η αγάπη της μάνας
Σε
ένα μικρό και γραφικό χωριό,
κάπου
μακριά από εδώ…
Ζούσε
κάποτε ένα κορίτσι μελαχρινό,
έξυπνο
και ικανό.
Το
παιδί αυτό κατέβηκε στην πόλη
για
να αλλάξει τη ζωή του όλη.
Βρέθηκε
ανάμεσα σε πολλούς,
μη
ξέροντας ανάμεσα σε ποιους.
Ήθελε
να πετύχει πολλά
στόχους
και όνειρα μακρινά.
Κάτι
όμως πίσω την τραβούσε
και
αυτό την πονούσε.
Να’
τον άραγε κάτι νοσταλγικό
ή
ένα ένστικτο απλό;
Στην
αρχή άκουσε αυτό το νοσταλγικό
και
πήγε πίσω στο χωριό.
Γύρισε
πίσω και της ξέφυγε ένα δάκρυ,
και
τότε είδε την μάνα της που καθόταν στου ποταμού την άκρη.
Η
μάνα χάρηκε στην αρχή
αν
και ήξερε ότι δεν ήθελε η κόρη της να ήταν εκεί.
Της
έπιασε το χέρι
και
την ενθάρρυνε να φύγει από αυτά τα μέρη.
Την
συμβούλεψε να κάνει ότι λέει η καρδιά,
πριν
να είναι όλα αργά.
Η
μάνα ήταν άρρωστη βαριά.
Αν
και ήθελε την κόρη της κοντά, σκλήρυνε την καρδιά της και είπε έχε γεια…
Δεν
ήθελε να κόψει τα φτερά της.
Αν
και πέθαινε, σκεφτόταν μόνο τη χαρά της.
«Το
παιδί είναι το παν για εμένα,
και
έτσι ποτέ στενοχωρημένη δεν θέλω να’ ναι για κανένα…»
29
Η ΖΩΗ ΕΝΟΣ ¨ΑΓΓΕΛΟΥ¨
Ένα πανέμορφο παιδί
όμορφο από τα νιάτα,
έζησε μια άσχημη ζωή
σε διάφορα παλάτια
Ήταν ένας ¨Άγγελος¨ με μάτια γαλανά
και μπούκλες στα μαλλιά του
του άρεσε να παίζει με σκυλιά
τα πρόσεχε πολύ λες και ήτανε παιδιά του
Ο ¨Άγγελος¨ με τα ξανθά μαλλιά
και σώμα γυμνασμένο
πρόσεχε το σώμα του
να είναι περιποιημένο
Όταν μεγάλωσε αρκετά
έμοιαζε σαν λιοντάρι
γιατί η καρδιά του το ΄θελε
και ήτανε παλικάρι
Η μοίρα τον νε σημάδεψε
να είναι μαύρη η ζωή του
και όλη η ομορφάδα του
να γίνει φυλακή του
Ξεκίνησε να ζει
χωρίς την θέλησή του
και αυτό τον νε παρέσυρε
να χάσει την ζωή του
Καθώς καθότανε
σε ένα παγκάκι μόνος
σκεφτότανε για την ζωή
και ήταν βαρύς ο πόνος
Ένας άγνωστος του πρόσφερε
χάπι χωρίς πόνους
και αμέσως το δέχτηκε
αφού ήτανε μόνος
Αυτό το χάπι τον έκανε
να νιώθει ευτυχισμένος
και έτσι το ξαναζήτησε
αφού ήταν εθισμένος
Όσο προχώραγε ο καιρός
του γινόταν συνήθεια
το χάπι αυτό το άπονο
να το ΄χει σαν βοήθεια
Το χάπι τον οδήγησε
σε κάτι πιο μεγάλο
και στα ναρκωτικά τον έφτασε
με πόνο πιο μεγάλο
Χωρίς να θέλει έμπλεξε
και γυρισμό δεν είχε
και για την ζωή του ενδιαφέρον
μετά από αυτό δεν είχε
Καθώς προσπάθησε
αδίκως να γλιτώσει
γιατί κατάλαβε καλά αυτό που έκανε
πως θα το μετανιώσει
Προσπάθειες έκανε πολλές
χωρίς ανταποκρίσεις
αφού τα χάπια αυτά
δεν είχαν πολλές λύσεις
Αποτοξίνωση έκανε
χωρίς καμιά ελπίδα
αφού σε πέντε ημερόνυχτα
ξανά ΄ρχισε τα ίδια
Με τις παρέες που έμπλεξε
άρχισε τις ενέσεις
σε ψεύτικο κόσμο ζούσανε
με όλες τις ¨ανέσεις¨
Αυτό ήταν ψεύτικο πολύ
γιατί αυτοί το ζούσαν
ενώ στην πραγματικότητα
αυτοί πολύ πονούσαν
Προβλήματα άρχισαν πολλά
γιατί όλοι μπορούσαν
να τον βοηθήσουνε
αλλά δεν προσπαθούσαν
Σιγά, σιγά η παρέα του λιγόστευε
και έφευγε ένας, ένας
απ’ την ζωή που χάραξαν
δεν άντεχε κανένας
Κανένας τους δεν ήθελε
να κόψουν αυτό που κάνουν
ενώ ήξεραν πως με αυτό
στον θάνατο τους φτάνουν
Προσπάθησε ο ¨Άγγελος¨
και ήθελε να ξεφύγει
ο θάνατος να μην τον βρει
και να τον αποφύγει
Η μάνα του τον έδιωχνε
και είχε καημό μεγάλο
και αυτός δεν άντεχε
να συνεχίσει άλλο
Βοήθεια δεν έβλεπε
από κανέναν άλλον
και έτσι αυτός συνέχισε
στον δρόμο τον μεγάλο
Πούλαγε πράγματα πολλά
να βγάλει τα λεφτά του
και κάποια τα έκλεβε
κρυφά από την γειτονιά του
Τον κατηγορούσανε ακόμα
και η οικογένειά του
χωρίς να ξέρουνε
τι κρύβει στην καρδιά του
Αυτό πολύ δεν το άντεξε
και κρέμασε στο μπαλκόνι
σχοινί γερό
που όλα τα σηκώνει
Έδεσε μια γερή θηλιά
και εκεί έβαλε τον λαιμό του
αμέσως αυτοκτόνησε
από το λάθος το δικό του
Από αυτά που έκανε
έχασε το μυαλό του
έχασε και την ζωή
παρέα με τον καημό του
Η μάνα του τον έπιασε
δεμένο στο μπαλκόνι
έκλαψε πολύ
και τώρα μένει μόνη
Ο ¨Άγγελος¨ άλλαξε γειτονιά
και πήγε σε μια άλλη
εκεί ψηλά στον ουρανό
να βρει ζεστή αγκάλη
30
Η ΜΗΧΑΝΗ
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Αγόρασα μια μηχανή
αυτή που σβήνει αναμνήσεις
και πάλεψα κάθε στιγμή
από τα όνειρά μου για να σβήσεις…
Μην πεις ότι με είδες να πετώ·
κάποιο αστέρι θα περνούσε απ’ τη ματιά
σου
κι όπως θα έπεφτε γυμνό απ΄ τον ουρανό
εσύ θα νόμιζες πως ήταν η φωτιά σου.
Κλείνω τα μάτια μου…
στα όνειρά μου βλέπω τη μορφή σου
στο σώμα μου γεύομαι την ύπαρξή σου
σαν παραμύθι ζωντανό
είναι όσα νοιώθω για σένανε
εγώ.
Όταν σε κοιτώ
τα δάκρυά μου φωτιές κυλάνε στο λεπτό
Όταν φεύγεις μακριά μου
η καρδιά μου ξεριζώνει και φεύγει από
κοντά μου.
Ήρθες ξαφνικά σαν αεράκι γλυκό
για να με πάρεις μακριά απ’ τον κόσμο
αυτό
Γίνε εσύ το δικό μου κουπί
και η αγάπη στα χείλη προσευχή.
Αγόρασα μια μηχανή
αυτή που λύνει τις αισθήσεις
και δεν δουλεύει με ψυχή
μόνο με άδειες ψευδαισθήσεις…
31
Γιώργος
Σαλάτας
Η ΠΟΡΤΑ
Κλειστά Παντζούρια …Χιόνια …Παγωνιά
Το κίτρινο ρολόι κάτω και σταματημένο
Σ’ αιχμαλωτίζουν αναμνήσεις που δεν ξέρεις αν αληθεύουν
κι η αλυσίδα τους δεν πάει πέρα από αυτό το δωμάτιο
Στραβά χαμόγελα στον ήλιο, άλογα, γρασίδι, μυρωδιές
Βυθίσου τώρα ξανά…ναρκώσου…ναρκώσου
Στον κήπο εκείνη…τα γέλια δυναμώνουν όσο πλησιάζεις…
η πόρτα ! …άνοιξε την εξώπορτα! …
μα εσύ τρέμεις… και το στήθος σου φτερουγίζει …
Έλαμπε εκείνη την ημέρα το φως στο φόρεμά της κι ήταν άσπρο
δεν είχε δέσει τα μαλλιά της, αλλά είχε αφήσει μια τούφα μέχρι το μάγουλο.
Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν απ’ το παράθυρο…
Στον κόσμο τώρα ήσαστε μόνο εσύ κι αυτή
κι έτρεχες μ’ αυτήν και ίδρωνες, σε βουνά και φαράγγια…
Μέχρι που η πόρτα έτριξε και σαν ντόμινο το δωμάτιο ξεχείλισε από λόγια:
- Το δύσκολο, γιε μου, δεν είναι να φτάσεις…
αλλά να γυρίσεις το αναθεματισμένο πόμολο!
Με σπασμένη φωνή είχες ουρλιάξει πριν σε τυλίξει ξανά μεταμορφωμένη η
ευτυχία
ενώ οι γκρεμοί της δαιδαλώδους σου ψυχής την λειψανδρία σου εξυμνούσαν
αφήνοντας πίσω μια γνώριμη μισητή ηχώ, που την ένιωθες καυτή σαν κάρβουνο…
Ξαφνικά αναπηδάς, αρχίζεις να τρέχεις
έξω ο άνεμος βλαστημάει σφυρίζοντας νευριασμένος,
τα χιόνια ανυψώνονται, οι λίμνες παγώνουν, τα δέντρα πεθαίνουν
τρέχεις στην πόρτα, το πόμολο γυρίζεις αστραπιαία και τρέχεις
Να ‘τη! Δίπλα στην φρεσκοβαμμένη κολώνα στέκεται. Μη σταματάς!
Είναι όπως την είδες στο όραμα σου, όπως την είδες στο όραμα σου
Όμορφο πλάσμα…
Και στο σπίτι, τίποτα δεν έχει αλλάξει
μόνο μια νέα απόχρωση στο χάλι… το μαύρο ρολόι στον τοίχο.
Μα η πόρτα, όπως πάντα, κλειδωμένη από μέσα.
Κλινκ!!
32
Η Συλλογή
Σκληρή δοκιμή,
απάνθρωπη, κάτι έμορφο
θρυμματίζεται
κατάβαθα στην ψυχή
μου.
***
Δεν είναι σίγουρο, οι*
αναγνώριση
αν θα προλάβει την
χαρά να μη σταματήσει
και μετά πέπλο
μελαγχολίας χάνεται
κατάβαθα στην ψυχή
μου.
***
Η στεναχώρια μου δεν
είναι άλλη
απ’ αυτή τη χαρά –την αναγνώριση-
αλλά θέλω μέσα μου το
γκρίζο καπνό να βγάλω που μένει μέσα
κατάβαθα στην ψυχή
μου.
***
Και τούτη η συλλογή
μου
-ανάθεμα, σκέφτομαι-
διαπερνά μέσω
εμπαιγμών
και σέρνεται στο
λιθόστρωτο
για να την εσταυρώσουν
κατάβαθα στην ψυχή
μου.
***
Μεγάλη χαρά θα
πρόσφερε
ένα θερμό αγκάλιασμα
γιατί ένας είναι ο
τρόπος
που μπορεί να κάνει να
μη νιώθονται η** πληγές
κατάβαθα στην ψυχή
μου.
*Το οι δηλώνει τις
καταξιώσεις
**Το η δηλώνει τη μη
αναγνώριση
33
Η
φιλία
Η
φιλία σε γεμίζει,
σου
γελά , σε υποστηρίζει.
Κι
είναι όμορφες οι μέρες
και
λευκές σαν περιστέρες.
Μα
κι η νύχτα ωσάν πέσει
και
στο όνειρο πάρεις θέση,
θα
βρεθείς σε μπλε ποτάμια,
σε
γαλήνια λιβάδια
με
χαρούμενες φιγούρες,
ξωτικά
και πεταλούδες.
Και
το όνειρο σαν τελειώσει
τέτοια
αγάπη θα’ χεις νιώσει
που
θα χαίρεσαι που έχεις
τέτοιους
φίλους να προσέχεις.
Να
σου μιλούν, να σε κοιτούν
με
μάτια που λαμποκοπούν.
Η
φιλία σε γεμίζει,
σου
γελά, σε υποστηρίζει .
Διώχνει
το μίσος, την κακία,
φέρνει
χαρά και ευτυχία.
34
ΗΛΙΑΧΤΙΔΕΣ
ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Πάντα γύρω αγνοούνται
άνθρωποι που δεν
παραπονιούνται
σε όλους τους καιρούς
ξεχασμένοι
όλοι τους
καταφρονημένοι .
Ειδικές ανάγκες τους
εμποδίζουν
όλα τα όνειρά τους
καταποντίζουν
όμως πολλοί δεν τα
ξεχνάνε
και καταφέρνουν ό,τι αγαπάνε .
Κοίτα γύρω σου, ο
ήλιος λάμπει
ένα πετράδι σα
σμαράγδι
όμως γι’ αυτούς είναι μια σφαίρα
που κολυμπάει στον
αέρα .
Τι να αισθάνονται ,τι
να νιώθουν
μήπως φοβούνται μην
τους προδώσουν
μα κάτι μέσα τους
ξεχωρίζει
κάτι απέραντο που με
γεμίζει .
Είναι η ελπίδα, είναι
το πάθος
ένα ξεραμένο μα και
ανθισμένο δάσος .
Γιατί να πονάνε, γιατί
να φοβούνται
γιατί εφιάλτες να
βλέπουν όταν κοιμούνται .
Ένα όμως ξέρω, το
ξέρουν όλοι
κάτω από ένα απέραντο
ολόλευκο σεντόνι
όλοι μας ζούμε, όλοι
πεθαίνουν
κι άλλοι την κλωστή
της ζωής ξαναδένουν .
ΔΑΜΗΛΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ
2Ο
ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ
Ν.
ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ
ΤΑΞΗ Β΄
35
ΜΕΓΚΥ ΓΙΑΧΓΙΑ 4ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ ‘ ΗΛΙΑΣ
ΒΕΝΕΖΗΣ ’ Β΄1
ΘΑΛΑΣΣΑ
Στα κύματα σου
Θέλω
να περπατώ
Να
νιώθω την ανάσα σου
Και
μετά να ξυπνώ.
Κάθομαι στην ακτή
Και
σε βλέπω απέναντι
Το
βλέμμα μου απλώνω μακριά
Για
να σε απολαμβάνω σιγά σιγά
Όταν ο ήλιος σου χαμογελά
Λάμπεις
απίστευτα
Το
φωτεινό σου χρώμα απλώνεις
Σαν
μια ζεστή αγκαλιά για να σε δω ξανά και ξανά.
Απαλά
στην άμμο περπατώ
Που
καίει σαν φωτιά
Μα
όταν βουτώ στα γαλάζια νερά σου
Νιώθω
την υπέροχη δροσιά.
Κι
όμως σε αγαπώ
Με
κάνεις να χαμογελώ
Θέλω
την ανάσα σου να νιώθω
Για
να σε έχω όπου πάω.
Κάποιες
φόρες η μεγάλη δύναμη σου
Είναι
γλυκιά και απαλή
Άλλες
σκληρή και παρορμητική Αυτό όμως δεν με
σταματά
να παίζω στα δικά σου νερά.
Όταν
κολυμπώ μέσα σου
Αισθάνομαι
την ζεστασιά σου
Είσαι
ό,τι καλύτερο έχουμε
Και
πολύ πολύ πρέπει να σε προσέχουμε.
36
“Η
θεωρία της σχετικότητας’’
Τυφλός
ειν’ αυτός που δεν μπορεί να δει,
στο
φως του σκοταδιού όμως ένας τυφλός
βλέπει
καλύτερα απ’αυτόν που μπορεί...
Κουφός
ειν’αυτός που δεν μπορεί να’κούσει
τι θα του πεις, όμως στον ήχο της σιωπής ακούει πολλά περισσότερα απ’όσα εσύ μπορείς....
Φτωχός
είναι αυτός που να αγοράσει τίποτα δεν μπορεί, μα κι ο πλούσιος πάντοτε φτωχική
τη ζωή του θωρεί....
Ποιός
ειν’αυτός που θα πει τι’ναι
τυφλός, κουφός, φτωχός απ’τη στιγμή που ο ίδιος δεν
μπορεί να’κούσει, να δει, να νιώσει τι΄ναι η πλούσια ΖΩΗ...
΄Οπως φαίνεται τα πάντα είναι σχετικά και εξαρτώνται από πολλά...
Συγγνώμη
,δεν ήθελα να σας πω τυφλούς, μα αναλογιστείτε, βλέπετε καλύτερα απ’αυτούς;
Χονδρός
είναι αυτός από τον οποίο εσύ, είσαι πιο λεπτός... Όμως στα μάτια ενός παιδιού
ο «χονδρός», όλη τη θέα του θα’ποτελεί και το παιδί
δεν θα μπορεί να πει ΄΄Να, ένας χονδρός...΄΄
Ο
λεπτός θα ’ναι μέρος της θέας του παιδιού, και τότε το παιδί θα πει: Κοίτα ένας
χονδρός! Η μισή θέα έχει κρυφτεί... Πότε θα φύγει απo’κεί;
Επιμέλειa: Ηλίας Μαγγίπας
37
ΘΥΜΑΜΑΙ
Του
Δημήτρη Μητρούδη
Β2
Γυμνασίου Νιγρίτας
Διαβάζοντας
τα σύννεφα που τον ήλιο σβήνουν
και
αποστηθίζοντας τον άνεμο που τα κύματα παιδεύει
σε
σκέφτομαι μονάχος μου
και
σε θυμάμαι
Μα
δεν είσαι εσύ!
Είναι
η σκιά σου που ζωγραφίζεται στο νου μου
όμοια
με το λυγερό κορμό της λυγαριάς
πολυτραγουδισμένης και ιερής, του κάμπου η χαρά
Όχι
, δεν είσαι εσύ!
Είναι
το πρόσωπό σου τρικυμισμένη θάλασσα
και
καΐκια οι σκέψεις μου για σένα
που
το μυαλό μου τριβελίζουν.
Δεν
είσαι εσύ…!
Είναι
τα μάτια σου. Ω! Του πελάγου μαργαριτάρια
κρυμμένα
στο βυθό των ωκεανών
που
τη ξηρά χορεύουν.
Μα
δεν είσαι εσύ!
Είναι
η χρυσή σου κόμη
η
φυλλωσιά του λαμπρού ήλιου
που
ανεμίζει όταν ο άνεμος έχει κέφια.
Όχι
, όχι δεν είσαι εσύ!
Είναι
η φωνή σου όμοια με το γάργαρο νερό του ποταμού
που
ανταγωνίζεται το άκουσμα της μαγικής λύρας
του
Ορφέα.
Δε
, δεν είσαι εσύ!
Είναι
η μυρωδιά σου που σαν τον άγριο βοριά
στα
απόκρυφα της ψυχής μου με σημαδεύει
δίχως
έννοια.
Βγήκε
και πάλι το αυγουστιάτικο φεγγάρι
κι
εγώ σε σκέφτομαι μονάχος μου και σε θυμάμαι.
38
Κάθαρση
Γιώργος
Σαραντόπουλος , Β4
Φοράω
ένα μαύρο πουκάμισο που με πνίγει ,
να
φωνάξω προσπαθώ μα αυτό περισσότερο με σφίγγει.
Στους
δρόμους της γκρίζας συνοικίας περπατάω ,
μα
της μιζέριας τη φωνή κουβαλώ όπου και αν
πάω.
Το
βράδυ αυτό μόνος θε να περπατώ
γιατ’ ο ήλιος με τυφλώνει,
η
όψη της σκιάς που πίσω μ’ έχω με πονά και με
λυτρώνει.
Τον
ήλιο ποτέ δεν έχω δει να λάμπει αληθινά,
γιατί
άλλοι φροντίσανε για με να ‘χω τα μάτια μου κλειστά.
Ζω
μες στη μιζέρια που φτιάξανε για μένα ,
σε
μια αυταπάτη όπου τ’ όνειρα είναι καλά
κρυμμένα.
Ζω
σε μια κόλαση που τη φωνάζουν Παράδεισο,
οπ’
οι κραυγές των αγγέλων σαν ξόρκια κακά πέφτουν στην Άβυσσο.
Ο
δρόμος που μ’ οδηγούν αρχίζει να τελειώνει,
και
το δροσερό αεράκι τ’ Αυγερινού προμηνά
πως ξημερώνει.
Ο
μόχθος, η θλίψη και ο πόνος με καλούν να σταματώ,
μα
η ελπίδα που ζει μέσα μου ,μου λέει να προχωρώ,
μέσα
στην κόλαση που φωνάζουν Παράδεισο.
Και
συνεχίζω να βαδίζω <<με βάρκα την
ελπίδα>>,
και
ας η ψυχή μ’ αμαυρωθεί απ’ όλα αυτά που είδα.
Να γράψω
λέξεις που να πω με λόγια δεν
μπορώ,
μα
η ελπίδα που ζει μέσα μας ,μου λέει να προχωρώ,
μέσα
σε μια κόλαση που χάνεται στην Άβυσσο.
Ζω
μες στη μιζέρια που φτιάξανε για μένα ,
σε
μια αυταπάτη όπου τ’ ονείρατα
είναι λησμονημένα.
Ζω
σε μια κόλαση που τη φωνάζουν Παράδεισο,
οπ’
οι κραυγές των αγγέλων σαν ξόρκια κακά σβήνουν στην Άβυσσο.
Όμως
ξανά αν χρειαστεί το ίδιο πουκάμισο θα βάλω,
μόνος
μες στους δρόμους θα γυρνώ το δίχως
άλλο.
Και
αν χρειαστεί ,όπως τώρα μόνος στη ζωή να ζήσω,
ένα
κερί στα σκοτεινά θα προσπαθώ εγώ ν’
αφήσω.
39
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΛ
ΙΛΙΟΥ
Πηνελόπης
62
Ονοματεπώνυμο:Γιώργος Σαραντόπουλος
Καθενός ο κόσμος
εκείνα τα επιμύθια που ανωθρώσκουν
μέσα από τα δαιδαλώδη συναισθήματα.
για να τον εμπλουτίζεις με καινές σκέψεις .
αμάργαρες επιθυμίες – σαν τις
δικές σου – σε φαίδιμες
γι’ αυτό μην αποκαρωθείς στο αγνάντεμά του .
και να μην γνωρίζεις για το φυσικό βαθυγάλαζό της χρώμα.
Μην παραξενευτείς που τώρα κατάλαβες
την παρουσία του Άτλα στον κοινό μας κόσμο
.
40
«Κάποιες φορές λέω τέλος» …
Κάποιες φορές λέω τέλος.
Πάει πια ,τελείωσε.
Όμως έρχονται ώρες που δεν μπορώ να
κρατηθώ.
Έρχεται πάλι στην επιφάνεια αυτός ο
πόνος ,
που συνδυάζεται με πόθο και μου καταστρέφει το εγώ μου.
Βλέπεις ,έτσι είσαι ‘συ.
Έρχεσαι ,καταστρέφεις , φεύγεις.
Και μετά αφήνεις αβοήθητα θύματα πίσω
σου.
Θύματα που προκαλείς την χαρά και τον
πόνο τους.
41
ΚΛΩΣΤΗ
ΧΡΥΣΑΦΙA
Και
τα δάκρυα κυλούσαν
Πάνω
στα άσιτα μάγουλα των παιδιών
Παχιά, δυσανάστεχα και
αστραφτερά
Σαν
τις στάλες της βροχής
Που
κρυσταλώνουν πάνω στα κλαδιά
Των
γυμνών αμυγδαλιών
Από
το βόρειο παγωμένο αγέρι του χειμώνα
Η
δυστυχία άπλωσε το μαύρο της πέπλο
Πάνω
από τη ζωή
Μα
ξάφνου εκεί
Μια
χρυσαφιά κλωστή
Δυσδιάκριτη,
αλλά υπαρκτή.
Το
παιδί κίνησε να τη τραβήξει,
Μα
δε μπορεί, είναι ψηλά.
Όλα
μαζί τώρα
Τα
παιδιά μια αγκαλιά
Προσπαθούν
Και
εκείνη τη στιγμή ένα δέντρο λυγά
Και
τους φέρνει την κλωστή κοντά.
Τα
παιδιά τραβούν και το πέπλο ξεσκίζεται
Και
ο ήλιος ξεπροβαίνει και όλα γίνονται χρυσά...
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑ
ΓΕΝ. ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΝΑΛΑΚΙΟΥ
42
Κόκκινο τριαντάφυλλο
Ξυπνάς
το πρωί
μία
ηλιόλουστη αυγή
Με
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο να σε περιμένει
Στο
παράθυρο να πληθαίνει τη ζωντάνια
Δίνοντας
αξία σε μια ζωή άδεια
Πλατύ χαμόγελο
Βλέμμα
ελπιδοφόρο
Κόκκινο
τριαντάφυλλο
Κίνηση
από πρόσωπο που αγαπάς
Φιλί
στο μάγουλο
Κίνηση
που δείχνει ότι τολμάς
Όμορφο
λουλούδι που πρέπει να τολμήσεις
Αν
θες να το αγαπήσεις
Κόκκινο
τριαντάφυλλο ,λουλούδι μοναδικό
Αγάπη
,χαρά και ελπίδα στον κόσμο αυτό
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΟΛΑΚΗΣ
43
ΛΑΘΟΣ;
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ
ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ
Μπορεί
να είναι αληθινό…
Μπορεί
να είναι ψεύτικο…
Δεν
ξέρω πλέον απ’ τα δυο
ποιο
είναι το σωστό…
Αγάπη
χωρίς λογική
ή
λογική χωρίς αγάπη;
Τα
πράγματα όπως έχουν
τα
σκέφτομαι πάντα δυο φορές
Μα
όταν η αγάπη θολώνει το μυαλό
δεν
ξέρεις τι είναι το σωστό…
Τι
είναι το σωστό;
Να
παραδοθείς στον κόσμο αυτό
που
’ναι γεμάτος από αγάπη
χωρίς
καμία λογική
και με
ρίσκο τα λάθη;
Χωρίς
να σκέφτεσαι
τι
είναι το σωστό και τι το λάθος;
Ή
μήπως ν’ αντιστέκεσαι
στον
κόσμο της αγάπης
μόνο
και μόνο για να μην
πληγωθείς
απ’ τα μοιραία λάθη;
Αφέσου
λοιπόν κι ας είναι λάθος…
Το
λάθος αυτό θα φέρει το σωστό
Ή
μήπως κάνω λάθος;
44
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΜΑΘΕ ΜΕ ΝΑ ΑΓΑΠΩ
Ζω στη σκιά,
Οι αναμνήσεις μου καίγονται στη φωτιά
Λαβύρινθος είναι η καρδιά
Θέλω να γυρίσω πίσω το χρόνο
Για να κόψω ένα ρόδο
Να διώξω μακριά τον πόνο
Μάθε μου να αγαπώ
Μήπως ξεχαστώ
Μήπως από το μίζερο κόσμο αυτό βγω
Αγάπη
Μια λέξη με βαθύ νόημα
Ένα δυνατό συναίσθημα
Ναρκωτικό για την καρδιά
Θέλω να παίξω με τη φωτιά
Έστω μια μέρα
Δείξε μου πώς να αγαπώ
Κι ας στην άβυσσο χαθώ
Μα πλέον δε θα τραγουδώ
Το μελαγχολικό τραγούδι αυτό
Ποτέ δεν ευχήθηκα για έναν
Καλύτερο κόσμο
Μα βρήκα τον τρόπο
Τον κόσμο μου να αλλάξω
Από τη μελαγχολία μου να βγω
Απλώς δίδαξέ με
Πώς να αγαπώ
Θα ονειρευτώ
Το χειμώνα μέσα μου
Που σιγά σιγά
Θα υποχωρεί από την καρδιά μου
Και θα μετατρέπεται σε άνοιξη
Η καρδιά μου θα ανοίξει
Το σκοτάδι θα υποχωρήσει
Το μοναχικό φως της ελπίδας
Θα τυλώσει τους φόβους
Και όλους τους πόνους
Μάθε μου να αγαπώ
Μήπως και στον ήλιο βγω
Υπάρχουν τόσα πολλά
Που αξίζουν να ζήσεις
Αλλά και να πεθάνεις
Όσα καλά πράγματα κι αν κάνεις
Ποτέ δεν είναι αρκετά
Μα το καλύτερο
Είναι να αγαπάς!!!
45
ΜΝΗΜΗ ΜΟΥ
ΣΕ ΛΕΝΕ ΚΥΠΡΟ
Είναι
μαρτυρικό νησί , μ’ ήρωες τιμημένους ,
που
τους κρατά στο χώμα του , με δάφνες στολισμένους ,
όλοι
τους , πέσαν στη φωτιά , στη λαύρα του πολέμου ,
να
τους ξεχάσω δε μπορώ , στον κόσμο τούτο , Θέ μου ,
απ’
το ’βδομήντα τέσσερα , την Κύπρο Τούρκοι έχουν ,
το
να μισό απ’ την καρδιά , γιατί , Θεό δεν έχουν ,
τ’
άλλο μισό δεν το χουνε , λεύτερο κείνο είναι ,
μα
για τη διχοτόμηση , ριγεί όλο το είναι ,
ύπνο
εγώ δε χαίρομαι , τα βράδια σαν κοιμάμαι ,
έρχονται
μέσα στ’ όνειρο , μνήμες και με ξυπνάνε ,
μερ’ απ’ το νου μου δεν περνά , να μη δακρύσουν μάτια ,
και
μου ραγίζετ’ η καρδιά , σε χίλια δυο κομμάτια ,
δεν
το μπορώ , δεν το βαστώ , χωρίς όνειρα να ’μαι ,
τούτη
τη δόλια την καρδιά , μολύβια να τρυπάνε ,
θε να ’ρθει μέρα, γρήγορα, λεύτερη για να γίνει ,
σα
σκέφτομαι την εισβολή , ξυπνά ξανά η μνήμη ,
στον
κόσμο, μον’ η λευτεριά , αρμόζει στον καθένα ,
της
Κύπρου όμως , τα παιδιά , στο χώμα ειν’ θαμμένα ,
και
καρτερώ , πότε θα ’ρθει , η αγιασμένη ώρα ,
για
να φωνάξω , Κύπρος μου , λεύτερη είσαι τώρα ,
και
ν’ αναπνεύσω , πια εγώ , καθαρό τον αέρα ,
ήρωες
να δικαιωθούν, που ζουν εις στον αιθέρα ,
μαζί
με μένα , να χαρούν οι άμοιρες οι μάνες ,
σα
θα ακούσουν να χτυπούν , της λευτεριάς καμπάνες ,
οι
ήχοι απ’ τα σήμαντρα , θα φτάσουν στην Ελλάδα ,
τότε
θ’ ανάψει η φωτιά , της λευτεριάς η δάδα ,
απ’
άκρη σ’ άκρη θα στηθεί, μία γιορτή ,
μεγάλη ,
όλοι
μαζί , θα χαίρονται , ελεύθερα τα κάλλη ,
που
’χει πολλά , η Κύπρος μας , σ’ όλη την Οικουμένη ,
και
μια ευχή , θα κάνω ’γω , λεύτερη για να μένει !
Μαρία
Πιπερίδου του Θεοδώρου ,μαθήτρια Β΄ τάξης Γυμνασίου,
46
Μ-άνα Γη
Εγώ,
για σένα θε να γράψω.
Ηφαίστειο
οργής τα δάκρυα μου
αιμορραγούσα
μάνα, μ’ αυτά θα σε ποτίσω.
Αιώνιος
πόνος τις δυνατές σου πλάτες τις
βαραίνει,
μα
η δική σου λάβα είναι που καίει των ματιών σου το γαλάζιο.
Κρατερός,
εσύ, παιδί δικό της
Σα
πεταλούδα, με τα μονάκριβα φτερά σου, πλέξε,
μετέωρο
πέπλο προστασίας
στη
θάλασσα της Αδερφής σου
Μην
λησμονείς
Αν
τη πυξίδα της καρδιάς σου όμως, πότισες με νηπενθές,
θα
ερωτευτεί την άβυσσο και θα χαθεί…
Και
συ θα γίνεις σκιαγράφημα του χθες…
Μην
λησμονείς. Μόνο τραγούδα δυνατά
Είναι
η ηδονή της μελωδίας που τα βελούδινα σου στήθη
χρόνια
ολόκληρα στολίζει
Είσαι
Αριάδνη της στεριάς
Νήμα
ολιγοψυχίας στην Άτροπο να το χαρίσεις και τη Κλωθώ
του τώρα σου,
ωσάν Προμήτης να
αναστήσεις
Βάρβαροι
αϊτοί την ομορφιάς της
Μ
ένα προσωρινό κελάηδα δεν κατακτάται
Κάλπικοι
καιροί, την ιστορία και τα χώματά της
Πρέπει
να προσκυνάτε
Θα
μεταλάβω απ τα νερά
Τις
τελευταίες στάχτες της ντροπής μου
Σε
πέντε ανέμους θα σκορπίσω
Τρέμετε
τώρα αϊτοί
Ήρθε
η σειρά μου να βγω να τραγουδήσω.
47
ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΤΑ ΦΤΕΡΑ
Μου’
κλεψες τα φτερά
Μου
ράγισες την καρδιά
Με
δυο ζευγάρια κλεμμένα φτερά
Πέτα
στου ουρανού μου τα λημέρια
Που
μοιάζουν με αστέρια το βράδυ που τα κοιτώ.
Τα
δυο φτερά που μου πήρες,
Μη
μου τα δώσεις πίσω,
Κράτα
σα φυλαχτό για να σου θυμίζουν εμένα…
Θα’
θελα να με θυμάσαι
Μα
μόνο όταν η θύμησή μου σου γίνεται υποχρέωση.
Φτερά
σου γίναν τα φτερά μου
Για
σένα θυσιάστηκα
Θυσία
ανώφελη αλλά για μένα σημαντική.
Πέτα,
πέτα, πέτα τώρα που μπορείς
Πέτα
μακριά από όλους και από όλα
Μην
κλειστείς στη φυλακή που κλείστηκα εγώ,
Που
είναι η αγάπη μου για σένα.
Θα
πετώ για σένα στον ουρανό μου
Που’
ναι για μένα ο λυτρωτής.
Ονειρεύομαι
και πιστεύω πως ζω
Ονειρεύομαι
εσένα να πετάς
Με
τα δικά μου φτερά.
Μη
συμβιβάζεσαι
Απλά
αφέσου ελεύθερος
Πέτα
όσο είναι καιρός
Πέτα
τώρα που μπορείς
Πέτα,
πέτα, πέτα
Ακόμα
και αν έχεις τα δικά μου φτερά!
Βρέχει.
Οι σταγόνες χτυπούν ανελέητα το πρόσωπό του.
Μα
δεν φεύγει. Μένει.
Ξέρει
ότι αν φύγει, όλα θα χαθούν, θα τελειώσουν .
Βρέχει.
Το κρύο σαν πάγος κυκλώνει το πρόσωπό του.
Μα
δεν φεύγει . Μένει.
Ξέρει
ότι αν φύγει θα έχει χάσει την πίστη του , την αγάπη του.
Βρέχει.
Ο αέρας σαν ξυράφι χτυπά το πρόσωπό του.
Μα
δεν φεύγει. Μένει.
Περιμένοντας το τέλος του κόσμου του…
Το
δικό του τέλος .
Ε.
ΛΑΔΑ
Β’
ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
49
Μήνυμα Ζωής
Βλέποντας τα μάτια σου μπορώ να δω όλο
τον κόσμο.
Μπορώ
να δω θάλασσες, λίμνες, ποτάμια και χαράδρες.
Όμως, δεν μπορώ να δω εσένα.
Τι
πραγματικά είσαι; Τι κρύβεις στην ψυχή σου;
Ίσως
ντρέπεσαι για κάτι που έκανες και φοβάσαι να ανοιχτείς.
Μάθε να αγαπάς τον εαυτό σου και να
στηρίζεις τις επιλογές σου.
Διώξε την ομίχλη από την ψυχή σου και
άφησε το ουράνιο τόξο να λάμψει.
Χαμογέλα
στην κάθε δυσκολία και βρες το νόημα της ζωής.
Θα δεις… ο ήλιος θα φωτίσει ξανά το
πρόσωπό σου.
Θα
επουλώσει τα τραύματα της πληγωμένης σου καρδιάς.
Όμως δε θα τα σβήσει. Έχε στο μυαλό σου
τα λάθη σου
και προσπάθησε να μάθεις από αυτά.
Κράτα την ουσία!
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:Τζουμέρκα Παρασκευή
50
ΒΙΛΤΑΝΙΩΤΗ ΕΥΘΥΜΙΑ
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΖΩΗ
Είσαι πάνω στου βουνό,
είσαι κάπου ψηλά, πολλά πράγματα συμβαίνουν εκεί κάτω
Και απλά αναζητάς
ηρεμία, μοναξιά ….
Ξαπλώνεις πάνω σε ένα
βράχο και κοιτάς ψηλά, αναρωτιέσαι πως θα ήταν η ζωή
Χωρίς όλα τα άσχημα ……
Σκοτεινιάζει, μα εσύ
δεν έχεις φύγει ακόμα, ψάχνεις να βρεις κάποιον, μα βλέπεις μόνο χώμα …..
Δεν μπορείς πια να
φύγεις, είσαι κολλημένος κάτω, το προσπαθείς, το προσπαθείς, μα σωριάζεσαι χάμω
………
Σιγά σιγά ξημερώνει και δεν ξέρεις τι να κάνεις, δεν ξέρεις πώς
να φύγεις. Τα πάντα αφήνεις ……
Σκέφτεσαι πως θα ήταν
να είχες πάλι πίσω την ζωή σου, να είχες πάλι συντροφιά, και πλάι σου ξανά
αυτήν που σε αγαπά ………
Κάποια στιγμή άλλο δεν
αντέχεις, θέλεις πάλι πίσω να πας, να βρεις επιτέλους αυτό που αναζητάς ………
Ξαφνικά βρίσκεσαι πάλι
εδώ κάτω, είσαι πάλι σε αυτόν τον τσιμεντένιο κόσμο, που σε κάνει τα πάντα να
μισείς, και συνέχεια σε αφήνει μόνο …..
51
Να ναι μόvo γι αγάπη
Τα
αστέρια σαν πέφτουν, οι ώρες περνάνε,
τα
δάκρυα τρέχουν και δεν σταματάνε.
Τρέχουν
μόνο για λύπη, πόνο και ψέμα,
βουλιάζουν
αργά, την ψυχή σ' ένα βλέμμα.
Σ'
ένα βλέμμα που μένει, που ατενίζει με μίσος
και
κοιτάει με φθόνο, να σου δώσει τον ίσκιο.
Έναν
ίσκιο που κρύβει, το φως, την ημέρα,
σε
βυθίζει στην νύχτα ,την άγρια φοβέρα.
Και
δεν ξέρεις ποιος είσαι, τι κάνεις, που πας,
παρά
μόνο γνωρίζεις, κάτι ήχους καρδιάς.
Ο
ένας ήχος του πόνο, που σου δίνει ο φίλος
κι
ο άλλος ήχος του φθόνου, που σου δίνει ο αδελφός.
Και
μετά κι άλλοι ήχοι, το κεφάλι καζάνι,
πώς
ν' αντέξει τόση κακία, μια μικρούλα καρδιά?
Και
συνέχεια βουλιάζει, μα συνέχεια ελπίζει,
μήπως
βρει την αγάπη, που καιρό αναζητά.
Μα
οι καιροί κι αν αλλάζουν, οι άνθρωποι ίδιοι,
βλέπουν
μόνο συμφέρον, δόξα, λεφτά
Δεν
τους νοιάζει ο άλλος κι ας μιλάνε γι' αγάπη,
μα
η αγάπη σαν έρθει, την ωθούν μακριά.
Γι'
αυτό κοίτα τ' αστέρια, πες μια ευχή καθαρά,
να
'ναι μόνο γι' αγάπη, ν ακουστεί δυνατά.
Λυγερή
Κωνσταντοπούλου
Κατερίνη
.Κατερινιώτου 31
23510-21240
52
Ο ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Δες με λιγάκι,
δες μέσα μου,
δες μες στην ψυχή μου.
Εσένα έχω στο
μυαλό,
εσύ είσαι η
ζωή μου.
Δες άγγελέ
μου,
δες μες στην
καρδιά μου,
εσύ είσαι η
σκέψη μου,
εσύ είσαι η
ματιά μου.
Δες με λιγάκι
μια φορά
και νιώσε ό,τι νιώθω
μια τρέλα, μια
χαρά
και ένα μεγάλο
πόθο!
Και τώρα όλα
αυτά
έφυγαν μακριά,
κομμάτια η
δική μου η καρδιά!
Πέταξαν μαζί
σου σαν πουλιά
στου ουρανού
την ξαστεριά.
Ταξιδεύουν σαν
στιγμές
στις δικές μου
τις πληγές.
Και έτσι το
βραδύ αυτό
τελειώνει
κάπου εδώ…
η αυγή έρχεται
σαν μια φυγή!
Και ξυπνώντας
το πρωί
στο μυαλό μου
επικρατεί
η σκέψη σου
που με κραταεί Ζωντανή!
« Ηλίας Βενέζης » Β1
4º
Γυμνάσιο Νίκαιας
Δημητροπούλου Γεωργία
53
Οι δύο
όψεις του κόσμου μας
Μ’ αρέσει η μυρωδιά
του βρεγμένου χώματος μετά τη βροχή
και των ανθισμένων λουλουδιών
Δεν μ’ αρέσει
η μυρωδιά των καμένων δέντρων
και της κατεστραμμένης γης
Λαχταρώ να βλέπω χαρούμενα παιδιά
να
παίζουν στις αυλές των σπιτιών τους
Πονώ να βλέπω
εγκαταλελειμμένα παιδιά στους δρόμους
δίχως κανένας να τα αγκαλιάζει
Ονειρεύομαι
έναν κόσμο καλύτερο
γεμάτο αγάπη και ελπίδα
Μισώ να ζω σε έναν κόσμο
όπου την αγάπη και την ελπίδα
αντικατέστησαν η απληστία και η αχαριστία
54
ΟΝΕΙΡΟΥ ΖΩΗ
Περπατώ
στου μυαλού τα βάθη,
στου
λαβύρινθου τα πλάτη.
Χάνομαι
σε δρόμους σκοτεινούς,
χάνομαι
σε σκέψεις που δεν ακούς.
Τρέχω σε
θάλασσες, βουνά.
Βλέπω
τον εαυτό μου
να με
προσπερνά.
Στέκομαι
μπροστά σε τζάμια θολά,
βλέπω τη
ζωή να κυλά αργά-αργά.
Κοιτώ
και βλέπω μια φωτιά,
Πλησιάζω
και βλέπω μια θεά.
Μου γνέφει
μυστικά.
Δεν ξέρω
πολλά,
φωνάζω
δυο ευχές:
«να φύγω
μακριά»
Η μια δε
μ’ ακούει ,δε με βοηθά,
η άλλη
στέκεται και χαμογελά.
Τρέχω
δακρυσμένη σε μονοπάτια στενά.
Στο
βάθος αντικρίζω φώτα πολλά.
Τρέχω
τρομαγμένη να προλάβω, να βγω
απ’ του
ονείρου την απάτη,
να
ξεφύγω, να σωθώ.
55
Περιμένω
την Άνοιξη
Σήμερα
η μέρα είναι πάλι βροχερή
μα
η καρδιά δεν είναι σκοτεινή,
γιατί
περιμένει την Άνοιξη.
Την
Άνοιξη με τα πολύχρωμα
λουλουδένια
χαλιά
και
τα χαρούμενα πουλιά.
Την
ξανθομαλλούσα κόρη
με
την υπέροχη κόμη
που
μας θαμπώνει.
Έτσι
υπομονετικά
περιμένει
η καρδιά μου
την
Άνοιξη.
Σχολείο:4ο
Γυμνάσιο Νίκαιας ΄ Ηλίας Βενέζης ΄
Όνομα:
Σφυρόερα Καλλιόπη
56
Πόλεμος ψυχών
-Πού βρίσκομαι;
-Στον πόλεμο.
-Μα δεν έχω πανοπλία!
-Έχεις ψυχή.
-Δεν έχω σφαίρες!
-Έχεις στίχους.
-Δεν έχω κανένα όπλο!
-Έχεις ποιήματα.
-Μα δεν έχω πατρίδα!
-Πατρίδα σου είναι ο έρωτας.
-Δεν έχω στρατηγό!
-Στρατηγός σου είναι η ελευθερία.
-Δεν έχω σώμα!
-Σώμα σου είναι οι δρόμοι.
-Με χτυπούν! γιατί δε πονάω; Είμαι
νεκρός;
-Είσαι ο εαυτός σου.
-Με πυροβολούν! γιατί δεν πεθαίνω;
-Είσαι ελεύθερος.
-Είμαι ελεύθερος;
-Ναι.
-Μπορώ να ξυπνήσω, να προσευχηθώ, να
ερωτευτώ;
Μπορώ να φωνάξω, να αγωνιστώ;
-Ναι.
-Τότε φεύγω, τρέχω μπροστά
μπροστά στα θεριά, μπροστά στη ζωή!
Κι εσύ φίλε μου
πότε θα έρθεις να με βρεις;
ΣΟΛΑΚΙΔΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
57
ΣΕΒΙΛΛΗ
Κατακόκκινο
φεγγάρι
Ποια
αγάπη θολώνει τη θωριά σου;
Ποιανού
το ζεστό αίμα βάφει τη μορφή σου;
Μια
φωνή γλυκιά κι αστοχισμένη
Ποιος
τραγουδά;
Ποια
λόγια σε κοιμίζουν;
Για
ποια ιστορία αγάπης τραγική λυπάσαι;
Νύχτα
στη Σεβίλλη
Ωραία
μελωδία
Δυο
χέρια στο πιάνο και μια σκέψη στο δρόμο
Ποια
καρδιά με φωνάζει;
Μέλι
και βελούδο
Υπέροχη
φωνή
Να
‘ναι το φως του δωματίου της ακόμη αναμμένο;
Τι
μεγάλο βάρος στους ώμους μου!
Ένας
αιώνας μοναξιάς
Για
μια στιγμή χαράς
Με
τα’ άρωμα της νοσταλγίας
Και
τη συντροφιά της αδικίας
Μ’
ένα ποτήρι και ένα βλέμμα αδειανό
Σ’
ανοιχτό παράθυρο ατενίζω
Τα
θεϊκά μάτια κοιτάζω;
Γιατί
σκιές μου κρύβετε τον Ήλιο;
Αγαπημένο
σκοτάδι φύγε για λίγο
Μισητό
φως για λίγο δείξε τη σκιά της
Τι
δάκρυα πλημμυρίζουν τον κόσμο;
Δικά
μου ή δικά της;
Τι
θλίψη σκοτεινιάζει τη ψυχή;
Δική
μου ή του κόσμου;
58
ΑΛΝΤΟ ΡΟΥΣΙ
Σκόνη στον άνεμο
Αν
είχα μια ευχή
Αστέρι
θα ευχόμουν να ήμουν
Κάθε
βράδυ από ψηλά
Μάτια
μου γλυκά
Να
σε προσέχω
♦
Κάθε
νύχτα
Κάνω
μια προσευχή
Και
κάθε μέρα ελπίζω πως θα γυρίσεις
Γιατί
το ξέρω εγώ μα το ξέρεις και συ
Η
καρδιά μου δεν αναπνέει
Δε
ζει μακριά σου
♦
Δεν
είναι λόγια του αέρα όλα αυτά
Είναι
λόγια της ψυχής
Αληθινά
♦
Γιατί
εγώ σε κοίταξα
Μα
δε με κοίταξες
Σε
νοιάστηκα
Μα
δε με νοιάστηκες
Σε
ρώτησα και δεν απάντησες
♦
Και
όλα πήγαν χαμένα…
♦
Τα
πάντα σου ΄δωσα
Μα
τίποτα δε μου ΄δωσες
Σε
ερωτεύτηκα
Μα
δεν με ερωτεύτηκες
Σε
αγάπησα μα εσύ δε νοιάστηκες
♦
Έφυγες
♦
Και
όλα, όλα
Όλα
σκόνη στον άνεμο
Σκόνη
στον άνεμο…
59
Στάζεις σαν υστερία
Στάζει μέσα μου η υστερία,
ό,τι κάνω μοιάζει με αμαρτία,
καβαλάρης στο άλογο της ενοχής.
Πάρε τον δρόμο,μου λες
Και όπου σε βγάλει…Όπου βγείς….
Βρέχει έξω η αθανασία..
Τι να την κάνω;
Εχω χάσει την ουσία..
Τρέχει αίμα απο τις φλέβες μου..
Μα τι να πώ;
Δεν έχω κάτι μακριά σου να μοιραστώ.
Και θεατής σε ενα θέατρο άδειο,
νικητής σε έναν αγώνα στημένο,
το κορμί μου έγινε στην θάλασσα ναυάγιο…
Και εσύ κοιτάς..
Πέφτει η νύχτα σε μια άγονη γή
και το τζάμι μου χτυπάει η βροχή,
τι θα κάνω χωρίς εσένα δεν ρωτάς
έγινε πέτρα η φωνή σου, μα μιλάς…
Μαθητής: Γιάννης Φακίνος
Σχολείο: Γενικό Λύκειο Αμπελακίων
60
ΣΤΑΧΤΗ
Αλέξανδρος Ψύλλας
Είχα έρθει, αν θυμάσαι, είχα έρθει και σου είπα:
«Μη φιλήσεις το φως».
Είχα φιλήσει, αν θυμάσαι, τα χρυσά σου μαλλιά
μα η λάμψη με
τύφλωσε όλο.
Είχα τυφλώσει, αν θυμάσαι, με περισσή καρδιά
το θεριό της μεγάλης κατάρας.
Έχω θεριέψει, για να ξέρεις, που υποκύπτεις
στον ξένο σου εαυτό.
Καθεμιά που νυχτώνει η ψυχή μου νυχτώνει.
Όταν πια ξημερώνει η ψυχή μου νυχτώνει.
Σαν πεταλούδα κλειδωμένη σε κελάρι δίχως ήλιο.
Τα χρυσάφια πολλά και τα κρασιά γύρω γύρω.
Μα τι να κάνεις τις χλιδές, αν δεν μπορείς να λυθείς;
Τι να το κάνεις το σκοτάδι, αν δεν μπορείς να κρυφτείς;
Μέσα στο κόκκινο-μαύρο της αυτοκαταστροφής
Μέσα στο κόκκινο-μαύρο μαθαίνεις να ζεις.
Ό,τι μένει είναι στάχτη
Ό,τι μένει είναι πόνος κι οργή
Ό,τι μένει είναι πίκρα
Ό,τι μένει είναι ό,τι έχει χαθεί…
Η μοναξιά μου θεριεύει και βήμα-βήμα υψώνει
ένα βουνό από αμαρτίες για κάθε ξένη ενοχή.
Με τις τύψεις να τρέχουν σαν ανοιχτή πληγή
ένα ποτάμι που σε τραβάει και πνίγοντάς σε σε σώνει.
…γιατί αν χαθεί η ψυχή σου…
…δεν την ξαναπαίρνεις πίσω…
60 β
“στην οψη του
αδυσώπητου πολεμου”
mια στιγμη
και τερμα ολα
μια
φωνή απο μακρια
μια
ματια σε διαπερνα
και
βοηθεια σου ζητα
και
να θελεισ δεν μπορεισ
να ανταποκριθεισ
τοπιο αδειανο
γεματο κακο
σώματα
πολλα
μα
όχι ζωντανα
η
καρδια σου γεμιζει με δακρυ
το
αιμα ποτιζει την ακρη
τα
ματια δεν βλεπουν αυτά που ειδαν
τα
ΧΕΙΛΙΑ δεν μπορουν να αφηγηθουν
αυτά που ειπαν
η
καρδια δεν ΚΤΥΠΑ όπως ΧΤΥΠΟΥΣΕ
η
ματια δε γελαει όπως γελουσε
τα
λογια γινονται ΨΥΧΡΑ
για
να πουν αυτά που ειδαν στην παλια
γειτονια….
τρυπιδη μυριαμ
1ο
λυκειο ιεραπετρασ β4
61
ΜΥΡΤΩ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΤΙΓΜΕΣ ΖΩΗΣ
Ο χρόνος τρέχει.
Νιώθουμε πως η ζωή κυλά
αργά, με βάσανα και χαρές.
Όμως αυτή περνά,
και γρήγορα μας αποχαιρετά.
Τι είναι η ζωή ;
Είναι ένας μικρός κύκλος
που έχει γρήγορο τέλος.
Είναι μια κλωστή που την
κόβεις τυχαία σ΄ ένα σημείο
ξετυλίγοντας το κουβάρι.
Ποτέ δεν ξέρεις που θα κοπεί.
Γι΄ αυτό πρέπει να ζεις την
κάθε στιγμή. Ακόμα κι αν
πονάς,
κι αν υποφέρεις.
Ακόμα κι αν χάνεις ανθρώπους
που αγαπάς.
Δε θέλω να χάσω στιγμές που ζω
κι ανθρώπους που αγαπώ.
Όλα μπορούν να χαθούν στη στιγμή,
σαν μια σπίθα στη βροχή.
Δε θέλω να περάσει ο χρόνος.
Δε θέλω να χάσω στιγμές.
Δε θέλω να μεγαλώσω.
Θέλω να σταματήσουν όλα τώρα.
Να είμαι για πάντα έτσι.
Εδώ.
62
Συμπληγάδες
Πέτρος Τσοπανάκης ,
Β4
Τι
και αν μέγας έγινες και ξακουστός στον κόσμο ,
ο
νους σου είναι αλλιώτικος από καιρό
χαμένος,
και
αν νόμους θεμελίωσες , τους νόμους της ζωής τους ξέρεις;
ψάξε
λίγο μέσα σου ,τον εαυτό σου πίσω να
φέρεις.
Και
αν με κόρες όμορφες χάρηκες φιλί και αγκάλη,
μη
σε γελά, μη σε απατά , δεν είναι έτσι αγάπη.
Τι
και αν στην Ιεριχώ έφτασες , το δισκοπότηρο
δεν βρήκες,
σαν
τον Αννίβα να θωρείς , τη Ρώμη δεν την πήρες.
Η
ελπίδα για άτι σου , η νιότη το σπαθί σου,
αγέρωχος
εκίνησες , για μακρινά τα μέρη.
Άκουσες
για τόπους μαγικούς που η θλίψη δεν τους φτάνει,
εκεί
παιχνίδια κάνει ζωηρά η γη με το φεγγάρι,
και
λέει κορίτσια ολόξανθα σε σταματούν ,πες
μου που πας διαβάτη;
Αλήθεια
, ποιόν δρόμο επέλεξες της Αρετής ή της Κακίας;
Σε
ποιό σοκάκι χάθηκες, σε ποιο στενό της Τροίας;
Δεν
φταίει η Κλωθώ , η Άτροπος, μήτε η Λαχέση,
το
ριζικό σου εσύ το χάραξες και έχασες την Ιθάκη,
φταίει
η γλυκοφιλούσα Καλυψώ ,ναι…ναι…αυτή φταίει!
Το
άτι σου εγέρασε ,
σκούριασε το σπαθί σου,
θαρρείς
πως πάντα θα ΄μενε ;Περνάει η ζωή σου.
Αχ
,δες που έφτασες άμοιρε διαβάτη…
και
τώρα σε περιφρονούν και οι Νεκροί στον Άδη,
το
χρήμα πολύ εμίσησαν τη δόξα όμως κανένας.
Ανάθεμα!
Ανάθεμα την καταραμένη δόξα,
ω
γοργοπόδαρε Αχιλλεύ σε λάβωσε στη φτέρνα.
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΛ
ΙΛΙΟΥ
Πηνελόπης
62
Ονοματεπώνυμο:Πέτρος Τσοπανάκης
63
Όνομα μαθήτριας: Τσαμπίκα
Βασιλειάδη
Συνείδηση
Ζείς μέσα από κάθε σκέψη από μια ελπίδα ζοφερή
η σκιά σου με τρομάζει πριν φέξει, κρύβεται στην πρώτη τη στροφή
Και να ‘ σαι!
Ακροβατείς σ’ ένα σκοινί, λέξεις κοφτερές σαν το σπαθί
εχθρός οι σκέψεις της νύχτας που ‘ρχονται κάθε βράδυ στο κρεβάτι σου,
στα μεταξένια κόκκινα σεντόνια… Ψίθυροι… εχθροί της σιωπής –
μα…. να μην ακούσει κανείς! μόνον εσύ. Να μ’ ακούς…
Σε
μονοπάτι ερημιάς καπνός στον ουρανό,
στο τέλος του δρόμου το απέραντο κενό… είναι πολύ μακριά-
με πονάς σε κάθε βήμα.
Άτακτη ψυχή! Ζείς
σαν ένα κύμα, μετράς το χτύπο της καρδιάς που όλο δυναμώνει
ζεί μέσα σου ένας Σατανάς, την γυναίκα σου ζυγώνει.
Το τελευταίο βήμα την πονά μαχαιρώνει το τελευταίο χάδι
το μετανιώνεις μα είναι αργά, ανοίγει η πόρτα στο σκοτάδι.
Στ’ αποκορύφωμα... σιωπή!
Τίποτα δεν ηχεί χωρίς μια φωνή, χωρίς σημάδι ότι ζεί.
Ο ψίθυρος αυτός παραμονεύει, σε παιδεύει!
Να μ’ ακούς….
Εκεί που φτάνεις στον γκρεμό –φιλί που φέρνει χωρισμό-
ένα βήμα σε χωρίζει απ’ το ένοχο σου
μυστικό.
Ένα δάκρυ θα γίνει θάλασσα θα σε πνίξει σ΄ ένα σου
λυγμό
κι αν το μετανιώσεις δε θα βρεις το γυρισμό.
Κι όλο σιγοτραγουδάς, με φωνή προκλητική, να μην έρθει αυτή η φωνή .
Δε σ’ αγαπά… Σε μισεί.
Ο ψίθυρος αυτός σε κυνηγά, κάνει παρέα στη σκιά σου
κάθε σου ψέμα μαρτυρά. Ψιθυρίζει πάλι σιγανά… Να μ’ ακούς!
Τα
χρόνια κυλάνε σαν νερό χωρίς γαλάζιο ουρανό
(- Αχ κελί μου σκοτεινό! )
Μ’ αυτή τη φωνή στο χα πεί… Έπρεπε να μ’ ακούς
64
Ταξιδεύοντας στην χρυσή
ωδή της ψυχής
Είναι
η ψυχή μου μια χορδή
Κι
εσύ είσαι το δοξάρι
Νότα
χωρίς πεντάγραμμο
Άτι
χωρίς χαλνάρι
Πώς
ν’ αντιδράσω στη βροχή
Που
πέφτει πάνωθέ μου;
Ρίξε
στους ώμους μου φτερά
Ασπρόμαυρε
ουρανέ μου.
Να
πέσω μες στα σύννεφα
Του
αγνώστου αστερισμού σου
Και
να γευτώ το λύχνο σου
Στη
γεύση ενός λυγμού σου.
Κρύβεις
το φεγγαρόφωτο
Μέσα
στα δυο σου χέρια
Μακάρι
να ’χα δυο καρδιές
Και
δέκα καλοκαίρια
Για
να σου δώσω τον καιρό
Που
πρέπει σ’ έν’ αστέρι
Κι
όχι όνειρο θανατερό
Για
ένα πεφταστέρι.
Το
Σ’ αγαπώ σαν προσευχή
Στα
χέρια σου απιθώνω
Απόσταγμα
από την ψυχή
Δίνω
σε σένα μόνο.
65
Της φύσης τα γυρίσματα
Της φύσης τα γυρίσματα
Μην τα επιδιώκεις
Γιατί είν’ της γης χαρίσματα
Να μην τα καταδιώκεις.
Ο χρόνος το εξής χαρακτηριστικό’ χει
Τρώει όσους τον πιέζουν
Και καταπίνει όσους τον γυρεύουν ,
Μα σα θαρρείς πως το χρόνο εγνώρισες
Και της φύσης την σφαίρα να γυρίσεις θές
Ο χρόνος σε ξεγέλασε.
Μη της Άνοιξης τη δροσιά λησμονείς
Διότι θυμήσου
Η Άνοιξη έχει μέλισσες
Που σου ρουφούν το αίμα
Μη την ξεγνοιασιά του Θέρους λησμονείς
Διότι θυμήσου
Τον του Θέρους ήλιο και τις ακτίνες του
Που σου λαβώνουν την καρδιά.
Μη του Φθινοπώρου την βροχή ζηλεύεις
Διότι θυμήσου
Η βροχή είναι σαν τα βέλη
Και μπορεί να σε τρυπήσει.
Μη του Χειμώνα το κρύο περιμένεις
Διότι θυμήσου
Το κρύο είναι σα δηλητήριο
Που υπομονετικά το σώμα σταματάει.
Μα μήτε το χρόνο να καταδιώκεις
Γιατί μαζί με αυτόν εγλέντισες
Γιατί αυτός σε γιάτρεψε
Τις ώρες που οι μέλισσες το αίμα σου ρουφούσαν
Τις ώρες που οι ακτίνες την καρδιά σου ελάβωναν
Τις ώρες που τα βέλη σε τρυπούσαν
Τις ώρες που τα δηλητήρια σε ακινητοποιούσαν
Τον χρόνο να τον σταματήσεις δεν μπορείς
Ούτε να τον προχωρήσεις
Να’ σαι χαρούμενος που μαζί μ’ αυτόν μεγάλωσες
Γιατί μετά άλλο δεν θα’ βρεις
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΙΑΚΚΑΣ
66
ΤΟ ΚΕΛΙ ΜΕ ΤΑ ΦΩΤΑ
Ευρύχωρο,
ευάερο, ευήλιο
έτσι
θέλω το κελί μου να είναι
με
κούρασαν αυτοί οι στενόχωροι τόποι
που
ακτίνες δεν φαίνονταν ποτέ.
Χτες
θυμήθηκα ξανά το παιχνίδι του ήλιου
και
ήταν θερμός και ήταν παγερός
κι
όλα ταυτόχρονα ήταν
ώσπου
άρχισε να νυχτώνει.
Και
μια σκιά ξαπλώθηκε πάνω στη ζωή
και
σαν να έφτασε με μιας όλο το σκοτάδι
και
κλείστηκε και σφραγίστηκε
του
Ονείρου η ασημένια πόρτα.
Και
θυμάμαι τότε που πήγαμε στο θέατρο
και
φως έλουζε την όμορφη σκηνή
"πόσο
να καίει την ώρα ο προβολέας", ρώτησα
κάποιοι
το κεφάλι κούνησαν, άλλοι αδιαφόρησαν.
Κι
αν μου είχαν απαντήσει τότε
από
πού έρχεται όλο αυτό το φως μιας ψυχής
δεν
θα έφθανα ποτέ στο έγκλημα
δεν
θα πυροβολούσα ποτέ το αύριο.
Αν
κάποιος με αγκάλιαζε σαν να το εννοούσε
και
το ρίγος σταματούσε να με οδηγεί
μπορεί
η αυγή να ερχόταν όπως κάθε πρωί
όπως
και εκείνη τη μέρα του θανάτου.
Kανείς όμως δεν θα απλώσει
τώρα το χέρι
για
να τραβήξει μια ψυχή από τις σκιές
δεν
ήμουνα εγώ που σκότωσα
ήσασταν
εσείς!
67
Το κλάμα της
κιθάρας
Παναγιώτης -Χρήστος Τσακαρδάνος , Β4
Γλυκιά
ανάμνηση που μού μεινες πια μόνη,
αλάνθαστό μου ένστικτο που χάθηκες στη σκόνη,
θα
‘ναι πληγής ενθύμιο το πρώτο το φιλί
σου,
φυλαχτό
αιώνιο για όλη τη ζωή σου.
Θολή
η μοίρα μας στους στίχους μου θα τρέχει,
Θα
κλαίει με δάκρυα που τώρα πια δε σ’έχει,
το σύμπαν γύρω μου μια φλόγα∙
και πονάει
η
χίμαιρα της αύρας σου τα λόγια σαν μετράει.
Μα
ξάφνου όλα αλλάζουνε , γεννιέσαι πια μπροστά μου,
τα
λόγια δεν τρομάζουνε , Θεός νιώθω κοντά σου.
Σαν
έτοιμος από καιρό να ζήσω αυτή τη νύχτα,
παγιδευμένος
στον ειρμό που κάποτε μαζί σου είχα,
ώρα
για χάδια έρωτα στης φαντασίας μου τη πάλη,
μέρες
και νύχτες φωτεινές στης νοσταλγίας τη ζάλη.
Λεύκα
πουλιά του έρωτα ζεσταίνουν την ψυχή μου,
ανέλπιστα
τα όνειρα θαμπώνουν τη ζωή μου,
κερί
αγάπης η ευχή σου που θα μένει ,
και
ένα σου δάκρυ τη ζωή μου θα ομορφαίνει.
Ένα
λυχνάρι έμεινε και μια καρδιά φωτίζει,
κάθε
σου χάδι μια φωτιά ,το παρελθόν θυμίζει,
κάνω
τα πάντα ,δεν μπορώ την τρέλα μου ν’αφήσω,
είναι
απόπειρα στιγμής τη νιότη μου να δείξω.
Σ’αυτόν τον κόσμο τον τρελό δε χάθηκε
η ελπίδα ,
αχ να μπορούσαν όλοι να ‘βλεπαν αυτό που σαν
παιδί εγώ είδα,
είναι
το χρώμα τ’ ουρανού , της θάλασσας το μεγαλείο,
είναι
εκείνος που αγαπά , όλα ένα ανοικτό βιβλίο!
Ο
άνεμος που έρχεται με φέρνει πια κοντά σου,
η
αγάπη που μας ένωσε θα ’ναι το στήριγμά
σου,
στιγμές
που θα θυμίζουνε την πλάνη μιας κατάρας,
νότες
που θα παίζουνε το κλάμα μιας κιθάρας…
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΛ
ΙΛΙΟΥ
68
Το Μοιρολόι του ‘40
Κοιτάω μες στο τζάκι
Πώς τρεμοπαίζει η φωτιά ,
πώς η φλόγα της φωτίζει
τη σκοτεινή μου την καρδιά .
τώρα που ‘χεις φύγει
είσαι μακριά ,
στον πόλεμο επήγες
πάνω στα βουνά .
Αχ! Πώς θα ‘θελα να σ’ αντικρίσω
Να σε πάρω αγκαλιά ,
να σε δω να σου μιλήσω ,
για μια στερνή φορά .
Αχ! Μονάκριβε γιε μου ,
ανθισμένε βασιλικέ μου ,
ήσουν απ’ τα πιο καλά παιδιά ,
με ρώμη επροστάτευσες των
Ελλήνων τη φωλιά .
Ήσουνα δυο μέτρα ,
λιοντάρι τρομερό .
Με θάρρος εσύ ετρόμαζες
κάθε Γερμανό .
Άντεξες τη φτώχεια ,
δεν άντεξες την άτιμη σκλαβιά .
Πήγες στα βουνά και πάλεψες ,
πέθανες για τη λευτεριά .
Βαθιά πληγή τους πρόσφερες ,
Αυτή που πάντα μένει .
Είθε απ’ τον παράδεισο να δεις
τι τους περιμένει .
4ο Γυμνάσιο Νικαίας
Γιαννέλος Στυλιανός
69
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
ΣΜΥΡΝΗ
Τα
φύλλα πέφτουν
Η
μέρα μικραίνει
Η
φύση δηλώνει καθαρά
το
τέλος μιας εποχής…
Οι
μακριές ηλιόλουστες μέρες
του
καλοκαιριού
παραμένουν
πια γλυκειά ανάμνηση.
Τη
θέση τους θα δώσουν
στο
μαύρο μανδύα που ντύνει το βράδυ
μ’
εκατοντάδες αστράκια
το
σώμα τ’ ουρανού.
Να
μας θυμίζουν τις νύχτες
κάτω
από το φως τους
με
τη φωτιά στα πόδια μας
και
λίγο πιο κάτω
το
κύμα να σκάει
νανουρίζοντάς
μας
απαλά…
Η
δύση του ήλιου έχει πια
γλυκιές ανταύγειες ροζ- λιλά
με
λιγοστά μόνο πουλιά
τη
μέρα ν’ αποχαιρετούν δειλά.
Σε
λίγο θα φύγουν κι αυτά
για
μέρη μαγικά κι εξωτικά
με
χρώμα, φως και ζεστασιά.
Για
να αποφύγουν άλλη μια χρονιά
το
χειμώνα που θα έρθει ορμητικά…
70
Σταματάκη Ελένη 1ο
Λύκειο Ιεράπετρας
ΦΤΕΡΟ ΑΚΕΡΑΙΟ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Φτερό ακέραιο η ψυχή μου,
σα μολύβι βαριά η ζωή μου
και ο δρόμος μου με βγάζει
σε μέρος που εκείνη ξεπαγιάζει.
Αλλά εγώ πίσω δε γυρίζω,
πάλι για να με βασανίζω
κι ας το φωνάζει η καρδιά,
που τώρα την πίκρα μου βλέπει βαριά.
Για ‘μένα δεν αξίζει,
άνθρωπος που πισωγυρίζει
και τα πιστεύω του απαρνιέται,
απαρατήρητος για να περνιέται.
Γιατί στα λόγια ανθρώπων ρηχών,
ανόητων κι επιφανειακών,
προσοχή δεν αξίζει να δίνουμε,
παρά την πόρτα να κλείνουμε.
Υπερασπίζομαι λοιπόν τα ιδανικά μου,
που ειναι όλη η ταυτότητά μου.
Έτσι μπορώ να μ’ αντικρίζω,
με την ψυχή μου ακέραια όπως τη γνωρίζω.
71
ΧΑΝΟΜΑΙ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΟΥ
Έστρωσα τον ουρανό κάτω από τα πόδια σου
Φύσηξα τον άνεμο από τα μαλλιά σου
Φούντωσα τη θάλασσα για τα μάτια σου
Και περπάτησα στο διάδρομο της καρδιάς σου
Δωσ μου την ψυχή σου
Δωσ μου το μυαλό σου
Δωσ μου την ανάσα σου
Και καθετί δικό σου
Στο πέλαγος τα μάτια σου
Κοιτάω κι αγναντεύω
Στη θάλασσα τη σκοτεινή
Σε σκέφτομαι και κλαίω
Εκεί που χάνεται το φως
Γεννιέται μια ελπίδα
Μες το σκοτάδι το χλωμό
Η αγάπη μου ασπίδα
Αν πληκτρολογήσεις ένα κωδικό στην κάρδια μου
Μην σκεφτείς πολύ θα είναι το όνομα σου
Και αν ονειρευτείς την θάλασσα
Θα είμαι τα νερά σου
Μην με ακουμπάς θα λιώσω σαν κερί
Μην μου μιλάς θα σπάσει η σιωπή
Μην με κοιτάς σαν άστρο θα χαθώ
Και πάλι μες τα όνειρα θα σε συναντώ
Δεν θέλω να είναι αμαρτία
Η κάθε σου κατηγορία
Θέλω ένα σ αγαπώ
Να είναι αληθινό
Αθώο να ναι και ένοχο
Για μας τους δυο υπέροχο…
Ντιάνα Λυδία Ογκανέζοβα
72
Χειμερινή μελαγχολία
Η
θάλασσα τον ήλιο καταπίνει
και
σούρουπο αφέγγαρο προβάλλει.
Ο
φωτεινός Αυγερινός τα κάλλη
του
έχασε και το φαρμάκι πίνει.
Ο
άνεμος τα δέντρα ξεγυμνώνει,
καθώς
τα κύματα βουβά στην άμμο,
που
έχασε τη λάμψη, σκάνε, χάμω
γκρεμίζοντας
τα κάστρα σαν κανόνι.
Πουλιά
δεν κελαηδούνε πια, λουλούδια
αδυνατούν
ν’ ανθίσουν. Και το δείλι
το
πιάνο παίζει πένθιμα πρελούδια.
Κι
η φλόγα τρεμοφέγγει στο καντήλι
της
όμορφης Ελπίδας, που με θρήνο
στου
Έρωτος το μνήμα αφήνει κρίνο.
73
Γκαντάρας Αντώνιος
Χωρίς ψυχή, χωρίς καρδιά
Μια γέφυρα μας ενώνει,χωρίς σκοινιά.
Μια βάρκα,χωρίς
πανιά.
Χωρίς ψυχή,χωρίς
καρδιά.
Ο χρόνος γίνεται καπνός.
Χειμώνας,χιόνι βαρύ κι ένα πουλί,σ'ένα
κλαδί
ψάχνει να βρει τροφή και κάτι
για να ζεσταθεί.
Χωρίς ψυχή,χωρίς
καρδιά.
Μια φυλακή,χωρίς
σίδερα
χωρίζει τον παράδεισο απ'τη φωτιά.
Γιατί ειμαστε
όλοι
χωρίς ψυχή,χωρίς
καρδιά;
Κι αν το κόκκινο βελούδο
τους ζεστάνει τις καρδιές
τότε άσπρες θα'ναι
οι μέρες της μεγάλης τους ζωής
μα,χωρίς ψυχή,χωρίς
καρδιά.
Βράδυ,πυκνό σκοτάδι,ένα
κερί
μια πράσινη φλόγα τρεμοσβήνει.
Ο κόσμος πια μεγάλωσε,κι
η γη πια δεν αντέχει
τον πανικό της μοναξιάς
χωρίς ψυχή,χωρίς
καρδιά
στους ώμους της να έχει.
Μια χούφτα κόκκινη,μια
χούφτα μαύρη
το πράσινο το σκέπασαν
άρα η καρδιά αντέχει;
Μια ανάσα από το παρελθόν,μια βουτιά στο παρόν
και μια μοιραία σύγκρουση στο
μέλλον.
Το φως του ήλιου ξαναέλαμψε,τα χιόνια έλιωσαν
το μαύρο και το κόκκινο έφυγαν,η φύση τραγουδά.
Μα ο γίγαντας της γης
χωρίς ψυχή,χωρίς
καρδιά.