Το έργο ζωής του Κοπέρνικου, "De
Revolutionibus Orbium Coelestium Libri VI" («Έξι Βιβλία για τις
Περιστροφές των Ουράνιων Σφαιρών») (Πρώτη έκδοση: Νυρεμβέργη 1543. Δεύτερη έκδοση: Βασιλεία 1566),
υπήρξε το αποτέλεσμα δεκαετιών εργασίας. Ενσωματώνει περισσότερα από χίλια
χρόνια αστρονομικών παρατηρήσεων με διάφορους βαθμούς ακρίβειας. Περιέχει εκατό
σελίδες πινάκων με πάνω από 20.000 αριθμούς.
Το έργο ξεκινούσε με πρόλογο, αρχικώς ανώνυμο, του
Ανδρέα Οσιάνδρου, θεολόγου φίλου του Κοπέρνικου, ο οποίος
προειδοποιούσε ότι η θεωρία, εννοούμενη ως ένα απλό εργαλείο που επέτρεπε
απλούστερους και ακριβέστερους υπολογισμούς, δεν είχε οπωσδήποτε και συνέπειες
εκτός του περιορισμένου χώρου της Αστρονομίας.
Το κυρίως έργο του Κοπέρνικου άρχιζε με το γράμμα
του (νεκρού πλέον) αρχιεπισκόπου Καπύης Καρδιναλίου Νικολάου φον Σένμπεργκ (von
Schönberg) που προαναφέρθηκε (βλ. προηγούμενη ενότητα). Στη συνέχεια, σε
μία μακρά εισαγωγή, ο Κοπέρνικος αφιέρωνε το έργο στον Πάπα Παύλο III,
εξηγώντας το κίνητρό του για τη συγγραφή του έργου ως σχετιζόμενο με την
αδυναμία των παλαιότερων αστρονόμων να συμφωνήσουν πάνω σε μία επαρκή θεωρία
των πλανητικών κινήσεων. Σημείωνε ότι, εάν το δικό του σύστημα αύξανε την
ακρίβεια των αστρονομικών προβλέψεων, τότε θα επέτρεπε στην Εκκλησία να
αναπτύξει ένα ακριβέστερο ημερολόγιο. Την εποχή εκείνη, είχε θεωρηθεί αναγκαία
μία τροποποίηση του Ιουλιανού Ημερολογίου, κάτι που αποτελούσε ένα
από τους κύριους λόγους που η Εκκλησία χρηματοδοτούσε την αστρονομική έρευνα.
Τα 6 «βιβλία» του έργου ήταν τα εξής:
Ουσιαστικά παρουσιάζει την τροποποίηση της θεωρίας
του Πτολεμαίου για μια κινούμενη Γη. Στο μοντέλο
που παρουσιάζεται, το Σύμπαν αποτελείται από 8 ομόκεντρες σφαίρες. Η εξώτατη,
όγδοη σφαίρα, ήταν πάλι η σφαίρα των απλανών αστέρων, αλλά τώρα ο `Ηλιος είναι
ακίνητος στο κέντρο. Οι 6 γνωστοί την εποχή του Κοπέρνικου πλανήτες
περιφέρονται γύρω από τον `Ηλιο με τη σειρά που γνωρίζουμε και σήμερα, ενώ η
Σελήνη περιφέρεται περί τη Γη. Επιπλέον, η φαινομενική κίνηση του Ηλίου και των
απλανών γύρω από τη Γη εξηγείται από την ημερήσια περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της. Σωστά όλα αυτά όπως
τα γνωρίζουμε και σήμερα. Ο Κοπέρνικος ωστόσο, ακολουθώντας όπως φαίνεται και
σε αυτό τον Αρίσταρχο, δεν τόλμησε να εγκαταλείψει τις
κυκλικές τροχιές (οι αληθινές τροχιές των πλανητών είναι ελλείψεις), με αποτέλεσμα να αναγκασθεί να διατηρήσει τους επικύκλους του Πτολεμαίου για να του βγαίνουν σωστοί οι
υπολογισμοί. Παρά το γεγονός αυτό, η μεταπήδηση από ένα γεωκεντρικό στο
ηλιοκεντρικό σύστημα ήταν από μόνη της πολύ σημαντική, καθώς δημιουργούσε
σοβαρό ζήτημα σχετικώς με την αξιοπιστία του Αριστοτέλους, τον οποίο η δυτική Εκκλησία είχε αναγάγει σε
αλάθητο.
Είναι αξιοσημείωτο το ότι διασώζεται το χειρόγραφο
του έργου, γραμμένο με το χέρι του ίδιου του Κοπέρνικου, πράγμα σπάνιο για
επιστημονικό έργο εκείνης της εποχής. Στο χειρόγραφο, ο Κοπέρνικος γράφει
καθαρά ότι (ως άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που ήταν) είχε
διαβάσει τις απόψεις του Αριστάρχου του Σαμίου, που έθετε τη Γη να
περιφέρεται περί τον `Ηλιο, αλλά και των Πυθαγόρειων φιλοσόφων Φιλολάου και Ικέτα.
Τον τελευταίο μάλιστα τον γράφει λανθασμένα ως «Νικέτα-Νικήτα», από προσθήκη
του "ν" του άρθρου (το-ν-Ικέτα). Το απόσπασμα όμως που αναφέρει και
τα ονόματα των αρχαίων σοφών αφαιρέθηκε (διαγράφηκε) από τον πιστό φίλο του
Κοπέρνικου, τον Tiedemann Giese, πριν αυτός το παραδώσει στον εκδοτικό οίκο, με
αποτέλεσμα οι πρώτες εκδόσεις του "De Revolutionibus" να τυπωθούν
χωρίς αυτό. Το απόσπασμα εμφανίσθηκε στις μεταγενέστερες εκδόσεις του έργου,
όταν πλέον το ηλιοκεντρικό σύστημα είχε αποδοθεί στον Κοπέρνικο.
Ο τίτλος του έργου είχε από μόνος του ιστορική
επίδραση, αφού έδωσε το λατινικό όνομα revolutio (περιστροφή,
περιφορά) σε κάθε αιφνίδια και θεμελιώδη μεταβολή στη σκέψη ή και στην κοινωνία
(από όπου και το αγγλικό και γαλλικό revolution = επανάσταση).
Αρχικά, το "De revolutionibus" δεν
προκάλεσε οξείες αντιδράσεις — ίσως ο πρόλογος του Οσιάνδρου είχε επιτελέσει το
σκοπό του. Χρειάσθηκε να περάσουν τρία χρόνια από την πρώτη έκδοση για την
πρώτη καταγεγραμμένη αντίδραση: τότε ένας Δομινικανός μοναχός, ο Giovanni Maria Tolosani,
συνέγραψε μία πραγματεία αποκηρύσσοντας τη θεωρία και υπερασπιζόμενος την
απόλυτη αλήθεια της Αγίας Γραφής. Μετά την πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα, αρκετοί
αστρονόμοι και άλλοι μορφωμένοι άνθρωποι γνώριζαν πλέον για τη νέα θεωρία.
Ανάμεσα στους πρώτους υποστηρικτές, κατά τον πρώτο βιογράφο του Κοπέρνικου, τον
Pierre Gassendi, συγκαταλέγονταν οι: Ραιτικός, Ιωσήφ Σκάλιγκερ, Κομένιος, Τζιορντάνο Μπρούνο, Κέπλερ,
Μερσέν
και Καρτέσιος. Ανάμεσα στους πρώτους πολέμιους της κοπερνίκειας
θεωρίας ξεχώριζαν οι: Μελάγχθων, Λούθηρος, Καλβίνος και Κλάβιος. Ο Τύχων εμφανίζεται παραδόξως ως υποστηρικτής, παρά το ότι
πίστευε πως η Γη ήταν ακίνητη.
Πολλοί ιστορικοί της Επιστήμης έχουν συζητήσει για
το λόγο που πέρασαν 60 χρόνια μετά το θάνατο του Κοπέρνικου και την πρώτη
έκδοση του έργου του μέχρι την πρώτη επίσημη αντίδραση. Η προσωπικότητα του Γαλιλαίου και η έλλειψη παρατηρησιακών
δεδομένων υπέρ ή κατά της θεωρίας αναφέρονται συχνά ως τέτοιοι λόγοι. Τελικά,
το 1616 ο
Καρδινάλιος Bellarmine έδωσε στον Γαλιλαίο μια διαταγή από τον Πάπα να
υιοθετήσει τη θέση ότι το ηλιοκεντρικό σύστημα ήταν καθαρά υποθετικό. Μετά από
αυτό το βήμα, το "De revolutionibus" εντάχθηκε στον «Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων» (Index
Librorum Prohibitorum) της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Δεν απαγορεύθηκε
επισήμως, αλλά απλώς αποσύρθηκε από την κυκλοφορία «για διορθώσεις που θα
διευκρίνιζαν ότι η θεωρία δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα», ήταν
δηλαδή μία μαθηματική επινόηση όπως π.χ. είναι οι μιγαδικοί αριθμοί, για τη διευκόλυνση των
υπολογισμών. Παρότι όμως τέτοιες «διορθώσεις» ετοιμάσθηκαν από τον Francesco
Ingoli και άλλους, και έγιναν επισήμως δεκτές το 1620, το βιβλίο δεν
ανατυπώθηκε ποτέ με αυτές, και ήταν διαθέσιμο στις ρωμαιοκαθολικές χώρες μόνο
μετά από ειδική αίτηση μελετητών με κατάλληλες προϋποθέσεις. Το έργο παρέμεινε
στον «Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων» μέχρι το 1835.
Πέρα από την ηλιοκεντρική θεωρία, οι παρατηρήσεις του Κοπέρνικου αποτέλεσαν λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό του τη βάση για τη σύνταξη των "Tabulae prutenicae" («Πρωσσικών Πινάκων», Prutenische Tafeln στα γερμανικά) από τον Γερμανό αστρονόμο και μαθηματικό Erasmus Reinhold. Οι πίνακες αυτοί χρησιμοποιήθηκαν για την ημερολογιακή μεταρρύθμιση του Πάπα Γρηγορίου ΧΙΙΙ, αλλά και από ναυτικούς και θαλασσοπόρους εξερευνητές, που κατά τους προηγούμενους αιώνες συμβουλεύονταν τον «Πίνακα των Αστέρων» του Ρεγιομοντάνου.
|
|
|