ανακατεω χρσμοπώ κμένος - τρμένος παχρευστος, -η, -ο εοσμος εορος, -η, -ο ο έορος (ουσ.) μετέπτα ο υγής, η υγις, το υγις ο υγεινός, -ή, -ό η υγα ευσθητος, -η, -ο απορφώ - απρόφηση ο εατός μου | μένω - έμνα έρχομ - ρθα φεγω - έφγα πλένω - έπλνα βλέπω - δα πνω - πια ποτρ λμαργία ρθμίζω καταπλτω - κατπληξα οδγία αφνω φάλνα κυκλνας κρεμδι κνός, - ή, -ό αθεντικός, -ή, ό | ο χλός η δίτα ξδι το μρδικό σσκεάζω η γεση απομμηση συνήθα διεκολνω - διεκόλνση παρασκεάζω γλκσμα το γαλί καμένος, -η, -ο θαμάζω βγνω - βγκα | μπαίνω-μπκα νκοκρεύω λπόν πρνω κάτι πρνώ το δρόμο τέτος, -α, -ο γρεύω στέλνω - έστλα συλγίζομαι πλατς, -ιά, -ύ γλιτνω τριάζω η ένα εξρετικός,-ή,-ό ισχρός,-ή,-ό έκπλκτος, -η,-ο διχνω δμαρχος |