Δεσπότη μου, τί σήκωσες τόν κόσμο στό σεφέρι
καί ρήμαξαν τά Γιάννενα καί ρήμαξεν ο τόπος; Μείναν τά σπίτια αδειανά, γεμίσαν τά χανδάκια κι'ο Τούρκος δέν απόσωσε νά κόβη καί νά καίη. Δέν έχ'η μάνα πιά παιδιά καί τά παιδιά γονέους, κι'εσένα τό τομάρι σου τό στείλανε στήν Πόλη. Δημοτικό τραγούδι, 17ος αιώνας. |
|||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||
Τουρκοκρατία-Βενετοκρατία | |||||||||||||||||||||
Ο Μόσκοβος βέβαια, εκμεταλευόμενος τήν απόγνωση της Ρωμιοσύνης, είχε στό νού του νά βρεί διέξοδο στήν ’σπρη Θάλασσα
(Αιγαίο) γιά νά διεξάγει τό εμπόριο του, δεδομένου ότι η Βόρειος Θάλασσα ήταν απροσπέλαστη τούς χειμερινούς μήνες.
Η Αγγλία πού άρχισε νά αναδύεται σάν υπερδύναμη τόν 18ο αιώνα, θά αποτελούσε εμπόδιο γιά τήν κάθοδο της Ρωσσίας
νοτιότερα, καί έκτοτε μέχρι σήμερα πεισματικά θά υπερασπίζεται τήν Τουρκία, γιά νά τήν χρησιμοποιεί σάν ανάχωμα, στήν
προσπάθεια της Ρωσσίας νά ελέγξει τόν Ελλήσποντο. Πολλές φορές θά έφταναν, αργότερα, τά τσαρικά στρατεύματα στά
περίχωρα της
Κωνσταντινούπολης,
γιά νά βρούν μπροστά τους τόν ανίκητο βρετανικό στόλο καί νά υποχωρήσουν.
|
Μέ πρόταση του Μπενάκη σχηματίσθηκαν δύο σώματα Ελλήνων μέ πυρήνα λίγους Ρώσους αξιωματικούς καί στρατιώτες. Τό ένα ονομάσθηκε
"Δυτική Λεγεών της Σπάρτης" καί τό άλλο "Ανατολική Λεγεών της Σπάρτης". Η πρώτη διοικείτω
από τό Ρώσο Δολγορούκοφ καί τόν Γεώργιο Μαυρομιχάλη καί η δεύτερη από τόν λοχαγό Μπάρκωφ, τόν Ψαρό καί τους καπεταναίους
Γρηγοράκηδες. Από άποψη εφοδίων η κατάσταση ήταν απογοητευτική, καθώς οι Ρώσσοι δέν είχαν φροντίσει γιά τήν επάρκειά τους.
Η Δυτική Λεγεώνα κατέλαβε τόν Μάρτιο του 1770 τήν Καλαμάτα, τό Λεοντάρι καί τήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία), στήν οποία οι Έλληνες
παρασπόνδησαν καί κατέσφαξαν τούς Τούρκους πού είχαν παραδόσει τά όπλα τους..
Οι Μανιάτες της Ανατολικής Λεγεώνας, ντυμένοι μέ τίς ρωσικές στρατιωτικές στολές, ενέσπειραν τόν τρόμο, μόνο μέ τήν εμφάνισή τους, καθώς οι Τούρκοι υποχωρούσαν φωνάζοντας: "Δέν είναι Ρωμηοί, είναι Μόσκοβοι!". Οι επαναστάτες στίς 19 Μαρτίου 1770, κατέλαβαν τό Μυστρά καί παρασπόνδησαν επίσης, σφάζοντας τούς αμάχους Τούρκους καί Εβραίους καί μόνο όσοι πρόλαβαν καί κατέφυγαν στή μητρόπολη, διεσώθηκαν από τό μητροπολίτη καί τούς ιερείς, οι οποίοι συγκράτησαν μακρυά τούς μαινόμενους Μανιάτες. Παραθέτω σχετικά αποσπάσματα από τό χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Μπέη, όπως τό έχει μεταφράσει ο μεγαλύτερος σύγχρονος Ελληνας τουρκολόγος καί παραγκωνισμένος από τό νεοταξικό σύστημα, Νεοκλής Σαρρής. |
"...ρεαγιάδες καί αμέτρητοι άπιστοι Μανιάτες πολιόρκησαν τήν Αρκαδιά (Arkadya) καί οι κάτοικοι συμφώνησαν καί παρέδωσαν τά όπλα
τους. Όμως οι άπιστοι χάλασαν τή συμφωνία παράδοσης καί τούς έκλεισαν όλους σέ ένα μεγάλο σπίτι καί βάζοντάς του
φωτιά έκαψαν όσους ήταν μέσα...."
"...μόλις παρέδωσαν τό όπλα οι κάτοικοι του Μυστρά (Mezistre), οι άπιστοι δέν τήρησαν τή συμφωνία παράδοσης καί φόνευσαν μέ μύρια όσα μαρτύρια τους ικανούς γιά πόλεμο καί αιχμαλώτισαν τά παιδιά.... μόνο καμιά πενηνταριά Αρβανίτες κατάφεραν καί τό έσκασαν γιά τήν Τριπολιτσά..." |
Η κύρια αποβατική δύναμη των Ρώσων μέ επικεφαλής τούς Ορλώφ, πολιόρκησε τό στρατηγικό λιμάνι της Κορώνης.
Οι αμυνόμενοι Τούρκοι στήν αρχή τρομοκρατήθηκαν, όταν όμως διαπίστωσαν τήν ανικανότητα των ρώσων στρατιωτών,
αναθάρρησαν καί απέκρουσαν μέ σχετική ευκολία τούς ολιγάριθμους πολιορκητές. Στήν φάση αυτή ήταν πολύ εύκολο νά προβλέψει
κανείς τήν προχειρότητα του ρωσικού εγχειρήματος καί τήν αποτυχία της επανάστασης. Ομως οι ραγιάδες στήν υπόλοιπη
Ρωμανία ήταν αδύνατο νά συγκρατηθούν. Ο πόθος γιά ελευθερία, ύστερα από 3 αιώνες σκλαβιάς καί ταπείνωσης, ξεπερνούσε τή
λογική. Ο επαναστατικός αναβρασμός απλώθηκε σέ ολόκληρο τό Μοριά καί όχι μόνο. Ο Παλαιών Πατρών Παρθένιος μέ τούς προύχοντες
Γκολφίνο Λόντο, ’γγελο Μελετόπουλο καί Ιωάννη Πούλο ύψωσαν τό λάβαρο της επανάστασης. Στήν Κόρινθο όμοιως ο μητροπολίτης
Μακάριος, οι Νοταράδες καί οι Γεωργαντάδες κτύπησαν τήν τουρκική φρουρά, ενώ στήν Αργολίδα ξεσηκώθηκαν οι Κρεβατάδες
καί στή Γορτυνία οι Δεληγιανναίοι. Η επαναστατική κίνηση μεταδόθηκε στήν Ήπειρο καί στή Ρούμελη, όπου επαναστάτησαν οι
κάτοικοι μέ επικεφαλής τόν Σταθά Γεροδήμο καί τόν Μπουκουβάλα στό Βάλτο, τόν Χρίστο Γρίβα στή Βόνιτσα, τόν Γεώργιο
Λαχούρη στό Αγγελόκαστρο, τόν Παναγιώτη Παλαμά καί Αναστάσιο Γουλιμή στό Μεσολόγγι, τόν Κωνσταντίνο Σουσμάνη στά Κράββαρα,
τόν Κομνηνό Τράκα στήν Παρνασσίδα, τόν Ζιάκα στά Γρεβενά, τόν Μητρομάρα στά Μέγαρα, τόν Μπλαχάβα καί άλλους. Στήν
Κρήτη ο Δασκαλογιάννης κύρηξε τήν επανάσταση, ενώ στά νησιά, τά πλοία ύψωσαν τή ρωσική σημαία. Οι Μεταξάδες από
τήν Κεφαλλονιά μέ τρείς χιλιάδες επτανήσιους μαχητές αποβιβάστηκαν στήν Πάτρα καί πολιόρκησαν τό φρούριό της.
Καταστολή της επανάστασης από τούς Τουρκαλβανούς - 1770
Η επανάσταση στό ξεκίνημά της στέφθηκε μέ επιτυχία, αφού οι εμπειροπόλεμοι οπλαρχηγοί σέ Ρούμελη καί Μοριά αντιμετώπισαν μέ
ευκολία τούς ντόπιους Τούρκους πού ήταν αγύμναστοι, μαλθακοί καί είχαν αφήσει τά οχυρά τους σέ ελεεινή κατάσταση.
Οι επαναστάτες διέπραξαν πολλές αγριότητες εις βάρος των μουσουλμανικών πληθυσμών, γεγονός πού ενίσχυσε τήν
αντίσταση καί τό μίσος των Οθωμανών. Ο σουλτάνος έδωσε εντολή νά εισβάλουν από τήν Αλβανία τά εμπειροπόλεμα στίφη των
Τουρκαλβανών (Αλβανών μουσουλμάνων) γιά νά καταστείλουν τήν επανάσταση. Αρχηγοί ορίσθηκαν ο Σουλεϊμάν μπέης
καί ο Αχμέτ μπέης οι οποίοι εξουδετέρωσαν τούς οπλαρχηγούς του Βάλτου, της Θεσσαλίας καί των Αγράφων καί προέβησαν
σέ αγριότατες σφαγές στίς πόλεις καί τά χωριά πού συναντούσαν. Σύμφωνα μέ τόν Λαρισαίο ιστορικό της εποχής
Κωνσταντίνο Κούμα: "Από όλες τίς πόλεις της Ρωμελίας καμμία δέν είδε τραγικωτέρας
σκηνάς παρά η Λάρισσα. Ο Αγά πασάς εσύναξε στήν αυλή του τρείς χιλιάδες Τρικκαίους καί επρόσταξεν τόν όλεθρο των
αόπλων καί ακάκων τούτων ανθρώπων. Ήρχισεν η κατ'αυτών πυροβόλησις. Όσοι έφευγαν από τήν αυλήν εφονεύοντο εις τούς
δρόμους. Εις μίαν ημέραν η πόλις εγεμίσθη νεκρών καί τά ρείθρα του Πηνειού εβάφησαν από τό αίμα των άθλιων Τρικκαλινών.
Οι Λαρισσαίοι δέν εδοκίμασαν μετριώτερα. Οι γιανίτσαροι ετουφέκιζαν καθ'εκάστην δέκα χριστιανούς...."
Οι Αρβανίτες πέρασαν τόν Αχελώο ενώθηκαν μέ τήν τούρκικη φρουρά του Βραχωρίου (Αγρινίου) καί νίκησαν στό Αγγελόκαστρο
τούς Γριβαίους (Χρήστο καί Τσέγιο) καί τον Λαχούρη οι οποίοι αντιστάθηκαν μέ 300 παλληκάρια, εναντίον χιλιάδων Τούρκων καί
Αλβανών γιά πολλές ώρες καί στό τέλος όταν επιχείρησαν έξοδο, σκοτώθηκαν όλοι εκτός από έξι οι οποίοι κατόρθωσαν νά
διαφύγουν. Τά πτώματα των νεκρών έμειναν άταφα καί τά κεφάλια των Γριβαίων καί του Λαχούρη τά περιέφεραν στά γύρω χωριά.
Εκτοτε η θέσις όπου έπεσαν οι τριακόσιοι ονομάζεται "των Γριβαίων τά κόκκαλα".
Τήν ίδια τύχη είχαν καί οι κάτοικοι του Αιτωλικού, του Μεσολογγίου, ενώ οι Ρώσοι παρακολουθούσαν απαθείς
καί ατάραχοι τίς σφαγές. Αυτή τήν κατάσταση τήν έχουμε βιώσει πολλές φορές, καί πρέπει νά καταλάβουμε ότι στά κράτη
δέν υπάρχουν φιλίες καί συμμαχίες καί ότι κάνουμε πρέπει νά τό κάνουμε μέ τίς δικές μας καί μόνο μέ τίς δικές μας δυνάμεις.
Τόν Απρίλιο του 1770, οι Αλβανοί είχαν περάσει τόν Ισθμό καί κατευθύνονταν στήν Τριπολιτσά τήν οποία πολιορκούσαν
Ρώσοι καί Ελληνες μέ γενικό διοικητή τόν Μπαρκώφ. Στίς "λεγεώνες" των Μανιατών, οι οποίοι σημειωτέον αρέσκονταν νά
αυτοαποκαλούνται Σπαρτιάτες, είχαν προστεθεί τά ένοπλα σώματα των Κολοκοτρωναίων, του Ντάρα, του Θιακού, του Ρούση,
του Κόδρα, του Μαντζάρη κ.ά. Οταν όμως εμφανίσθηκαν οι πρώτες δυνάμεις των Αλβανών, οι Τούρκοι πολιορκημένοι έκαναν έξοδο καί
κατάφεραν καίριο πλήγμα εναντίον των πολιορκητών στά Τρίκορφα. Γυρίζοντας πίσω στήν Τριπολιτσά, οι Τουρκαλβανοί ξέσπασαν
τό μένος τους στούς κατοίκους, σκοτώνοντας περίπου 3000 Ρωμηούς καί τόν αρχιεπίσκοπο ’νθιμο.
Ακριβώς τήν ίδια τύχη είχαν καί οι κάτοικοι των Πατρών, όταν τή νύκτα της Μ. Παρασκευής, καθώς περιέφεραν τόν επιτάφιο, δέχθηκαν επίθεση από τούς Αλβανούς εισβολείς καί από τούς ντόπιους Τούρκους πού ήταν κλεισμένοι στά κάστρα του Ρίου καί της Πάτρας. Στή συνέχεια κατελήφθησαν οι πόλεις της Ηλείας, ενώ όσοι κάτοικοι μπόρεσαν βρήκαν καταφύγιο στή Μάνη καί στά Επτάνησα. Η επανάσταση κατέρευσε γρήγορα στή βόρεια Πελοπόννησο, ενώ οι Τουρκαλβανοί συνέχισαν τό καταστρεπτικό τους έργο στά Καλάβρυτα, στή Χαλανδρίτσα, στή Δημητσάνα, στή Βοστίτσα (Αίγιο) καί αλλού. Παραθέτω απόσπασμα από τήν αφήγηση του Τούρκου Μωραΐτη Σουλεϊμάν Πενάχ εφέντη, σχετικά μέ τήν άλωση των Καλαβρύτων: "Στό ένα κέρας των δυνάμεων διορίστηκε ο Αρβανίτης Τσαπάρ Σουλεϋμάν καί στό άλλο ο τρομερός Πάπολης (Παπούλιας). Καί η πλευρά του Τσαπάρ αργότερα ήρθε στήν άλλη πλευρά πού ήταν διορισμένος ο Πάπολης καί κατέλαβε όλο τόν καζά (επαρχία) καί έδωσε στούς ρεαγιάδες (κτήνη) ράη (προσκύνημα) καί καλοπιάσματα καί έσφαξε όλη τή φρουρά καί αποκατέστησε τήν τάξη στόν καζά αυτόν." Στήν διπλανή στήλη διαβάζουμε γιά τά διαδραματισθέντα στήν Τρίπολη όπως τά έζησε ο αυτόπτης μάρτυρας Αντώνιος Πετρίδης. |
"... οι δέ νικήσαντες (Τουρκαλβανοί) καί θυμού εμπλησθέντες πολλούς ή μάλλον ειπείν πάντας τούς εκεί χριστιανούς ανείλον μαχαίρα. Από τούς οποίους ιδού φανερώνω καί τούς συγγενείς μου, πρώτον τόν πατέραν μου, τόν αδελφό του, καί θείον μου Οικονόμον, τόν αδελφό μου Κωνσταντίνον, τόν θείο μου Παρασκευά Ρογάρην καί επιλοίπους. Τόση άδικος σφαγή έγινεν εις αυτήν τήν δύστηνον χώραν, ώστε οπού αι οικίαι καί δρόμοι εγέμισαν αίμα... εκκλησίαι, μοναστήρια καί σχολεία κατεσκάφθησαν καί ηφανίσθησαν, άπειρα πλήθη αθλίων χριστιανών δορυάλωτοι καί αιχμάλωτοι γενόμενοι καί εις τά πέρατα της οικουμένης διασπαρέντες αγεληδόν ως άλογα ζώα απεμπωλούντο..." |
Οι στρατιωτικές αποτυχίες των αδελφών Ορλώφ στα φρούρια της Κορώνης καί της Μεθώνης, συνοδεύτηκαν από τήν
κάθοδο στη Μεσσηνία καί τή Λακωνία του Χατζή Οσμάν μπέη μέ δεκαέξι χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι
καταλάμβαναν τήν μία πόλη μετά τήν άλλη, παραδίδοντάς τις στή φωτιά καί τή στάχτη.
"Οι Τουρκαλβανοί κατακλύσαντες τάς Πελοποννησιακάς πεδιάδας υπό τόν Χατζή Οσμάν πασάν κατέστειλον
πανταχού τήν επανάστασιν διά πυρός καί σιδήρου. Οι δειλοί Ρώσοι, οίτινες έως τότε επηγγέλοντο τούς ελευθερωτάς,
όχι μόνο έλυσαν τήν πολιορκίαν των φρουρίων καί εξεκένωσαν αμαχητί τήν Πύλον, αλλά εγκατέλιπον κατά τόν πλέον ανήθικον
τρόπον εις τήν μάχαιραν των Τούρκων τους δυστυχείς Ελληνικούς πληθυσμούς. Εις μάτην ούτοι εζήτουν άσυλον εις τά ρωσικά πλοία,
από των οποίων παρετήρουν μετ'απάθειας τήν σφαγήν των γυναικοπαίδων εις τήν παραλίαν..."
(Βλέπουμε από τήν αφήγηση του Μανιάτη ιστορικού Δασκαλάκη, πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, καθώς τά ίδια ακριβώς γεγονότα
θά παρατηρούσαν οι σύμμαχοί μας Αγγλοι καί Γάλλοι στήν προκυμαία της Σμύρνης, εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα).
Οι μόνοι πού πολέμησαν μέ
επιτυχία ήταν οι εμπειροπόλεμοι Μανιάτες,
οι οποίοι οχυρώθηκαν στόν Αλμυρό καί περίμεναν τήν άφιξη του εχθρού πού είχε αναλάβει νά καθυστερήσει ο
Ιωάννης Μαυρομιχάλης. Ο Μαυρομιχάλης μέ αποδεκατισμένο τό στράτευμά του, κλείσθηκε μέ 23 άλλους συντρόφους του
στόν "Μελίπυργο" καί αγωνίσθηκε γιά δύο μερόνυκτα εναντίον χιλιάδων Τουρκαλβανών. Καί οι 24 Μανιάτες
σκοτώθηκαν, μέ τελευταίο τόν αρχηγό τους καί τόν γιό του, δίνοντας έτσι πολύτιμο χρόνο στούς συμπατριώτες τους νά
οργανώσουν τήν άμυνά τους. Στή συνέχεια ο Τούρκος πασάς στρατοπέδευσε στόν Αλμυρό καί σίγουρος γιά τή νίκη του οργάνωνε τά
σχέδιά του. Οι Μανιάτες όμως, κατά τήν διάρκεια της νύκτας, ανδρες καί γυναίκες, αιφνιδίασαν τόν εχθρό, εξολοθρεύοντας χίλιους
περίπου Τουρκαλβανούς καί παίρνοντας έτσι εκδίκηση γιά τό χαμό του αγαπημένου τους καπετάνιου. Τόν
Μάϊο του 1770, ο Χατζή Οσμάν επανήλθε από τά ανατολικά της Μάνης
καί κατέλαβε τό Γύθειο, ενώ στόν πύργο των Καλκανδήδων, συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τούς εβδομήντα
συγγενείς καί φίλους της οικογένειας, τούς οποίους καί εξολόθρευσε μέχρι ενός. Η επόμενη σύγκρουση έγινε στό Σκουτάρι
όπου τρείς χιλιάδες Μανιάτες, πάλι μέσα στή νύκτα, επιτέθηκαν στό οθωμανικό στρατόπεδο μέ γυμνά σπαθιά καί αποδεκάτισαν
τούς Τούρκους, οι οποίοι έχασαν παραπάνω από τούς μισούς άνδρες, μεταξύ των οποίων καί τόν αρχηγό τους Χατζή Οσμάν.
Η ναυμαχία του Τσεσμέ
Ο τουρκικός στόλος υπό τήν ηγεσία του καπουδάν πασά Ιμπραήμ Χοζαμεδδίν, πού αναμένονταν από τόν βαλή του Μωρηά μέ
μεγάλη ανυπομονησία, κατέπλευσε στό Ναύπλιο στίς 20 Μαΐου 1770, τήν ημέρα πού έφθανε στή Μάνη η δεύτερη ρωσική μοίρα μέ
αρχηγό τόν Elphinstone. Ο τολμηρός Σκωτσέζος από τήν πρώτη στιγμή της άφιξής του, προσπάθησε νά έρθει σέ επαφή
μέ τόν αντίπαλο γιά νά αναμετρηθούν, αλλά ο δειλός πασάς εγκατέλειψε το Ναύπλιο καί περιφερόταν στό Αιγαίο. Οταν ο
ρωσικός στόλος στόν οποίο επέβαιναν επίσης ο Αλέξιος Ορλώφ καί ο Σπυριδώφ αγκυροβόλησε στά Ψαρά, έγινε
γνωστό ότι ο τουρκικός στόλος έπλεε στήν θαλάσσια περιοχή μεταξύ Χίου καί Τσεσμέ. Μάλιστα ο καπουδάν πασάς
βρισκόταν στή στεριά καί τήν αρχηγία του στόλου τήν είχε αναλάβει ο γενναίος αντιναύαρχος Τσεζαϊρλή Μαντάλογλου Χασάν μπέης,
ο οποίος είχε παρατάξει τίς ανώτερες δυνάμεις του σέ σχήμα μισοφέγγαρου έξω από τό λιμάνι του Τσεσμέ. Η ναυμαχία
ξεκίνησε τό πρωΐ της 5ης Ιουλίου καί ο αγώνας διεξήχθηκε μέ γενναιότητα καί φανατισμό καί από τούς δύο αντιπάλους.
Η κρισιμότερη στιγμή ήταν όταν συγκρούσθηκαν μεταξύ τους οι δύο εχθρικές
ναυαρχίδες καί η μάχη γινόταν σώμα μέ σώμα μέσα στούς καπνούς καί τή φωτιά καί όπως περιγράφει ο Σάθας ήταν τόση
η αναταραχή πού "οι Ρώσοι έσφαζον Ρώσους καί οι Τούρκοι τούς Τούρκους". Μάλιστα ο τελευταίος πού έμεινε νά πολεμάει
ήταν ο Τούρκος αντιναύαρχος, μέχρι πού βούτηξε μισοπεθαμένος στή θάλασσα γιά νά σωθεί. Τελικά ο τουρκικός στόλος
κατέφυγε στό λιμάνι του Τσεσμέ γιά νά βρεθεί υπό τήν προστασία των πυροβολείων της ξηράς.
Τήν επόμενη νύκτα εισήλθαν κρυφά στόν κόλπο του Τσεσμέ τέσσαρα ελληνικά πλοιάρια πού είχαν μετατραπεί σέ πυρπολικά (μπουρλότα),
μέ κυβερνήτες Αγγλους καί Ρώσους αξιωματικούς. Καθώς τινάχθηκαν στόν αέρα τά πυρπολικά μετέδοσαν τή φωτιά στά εχθρικά
πλοία πού ήταν δεμένα τό ένα κοντά στό άλλο, καί στή συνέχεια η φωτιά συνέχισε τό καταστρεπτικό της έργο. Οι πυριτιδαποθήκες
των πλοίων ανατινάσσονταν η μία μετά τήν άλλη σκορπίζοντας τόν όλεθρο όχι μόνο στά πλοία, αλλά καί σέ ολόκληρη τήν πόλη
του Τσεσμέ. Οι Χιώτες, οι Ψαριανοί και οι Σμυρνιοί, όλη τή διάρκεια της νύκτας καί μέχρι τά ξεμερώματα παρακολουθούσαν τίς
εικόνες της καταστροφής. Η θάλασσα γέμισε συντρίμια καί ακρωτηριασμένα πτώματα. Η καταστροφή του τουρκικού στόλου υπήρξε
ολοσχερής. Τό φρούριο καί η κωμόπολη του Τσεσμέ εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους καί τήν φρουρά, οι οποίοι κατέφυγαν
στή Σμύρνη καί ξέσπασαν τήν εκδίκησή τους κατασφάζοντας παραπάνω από χίλιους Ρωμηούς, αφού οι χειριστές των πυρπολικών
κυρίως ήταν Ελληνες. Δυστυχώς οι Ρώσοι δέν άκουσαν τόν Elphinstone ο οποίος επέμενε νά περάσουν τόν ανοχύρωτο
Ελλήσποντο (Δαρδανέλλια) καί νά εισέλθουν στόν Βόσπορο αιφνιδιάζοντας έτσι τούς ανυποψίαστους Οθωμανούς.
Ούτως ή άλλως η νίκη αυτή θεωρήθηκε ως η μεγαλύτερη νίκη μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, ακριβώς διακόσια χρόνια νωρίτερα,
καί τό γόητρο της Αικατερίνης Β' ανέβηκε πολύ ψηλά σέ ολόκληρη τήν Ευρώπη.
Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) καί εκδίωξη των Αλβανών από τήν Πελοπόννησο
Η επανάσταση του 1770, πού έμεινε γνωστή ως "Ορλωφικά", είχε πλήρη αποτυχία στήν ξηρά, όπου δεινοπάθησαν οι
πληθυσμοί από τίς θηριωδίες των Τουρκαλβανών. Σημαντικός αριθμός Ηπειρωτών καί Μακεδόνων εξισλαμίσθηκαν ενώ η καμμένη γή, οι
κατεστραμμένες πόλεις καί οι βαρυχειμωνιές οδήγησαν σέ εξαθλίωση τούς ραγιάδες. Τριάντα χιλιάδες Πελοποννήσιοι μετανάστευσαν
στά Επτάνησα καί στήν Μικρά Ασία, ενώ άλλοι τόσοι, πού είχαν πιασθεί αιχμάλωτοι, κατέληξαν στά σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς.
Αντίθετα, η επανάσταση είχε μεγάλη επιτυχία στό Αιγαίο, όπου καταστράφηκε ολοκληρωτικά ο τουρκικός
στόλος καί η Ασπρη Θάλασσα έμεινε ύπο τόν έλεγχο του ρωσικού στόλου μέχρι τό 1774. Γενικός επίτροπος των κατεχομένων
νησιών ορίσθηκε ο Αντώνιος Ψαρρός. Ωστόσο εκείνα τά χρόνια Ψαριανοί, Σφακιανοί καί Μανιάτες πειρατές δρούσαν ανενόχλητοι
από τήν τουρκική αρμάδα, καί εξοπλισμένοι μέ ρωσικά κανόνια λεηλατούσαν πόλεις καί χωριά στά νησιά καί στά παράλια
της Μικράς Ασίας, χωρίς πολλές φορές νά κάνουν διάκριση ανάμεσα σέ χριστιανούς καί μουσουλμάνους.
Τά πληρώματα των πειρατικών ασκήθηκαν στίς καταδρομές, ανέπτυξαν τή ναυτική τους επιδεξιότητα καί έγιναν ικανά νά μάχωνται
στή θάλασσα. Βλέποντας μάλιστα τήν αδυναμία του τουρκικού στόλου νά ανταπεξέλθει εναντίον τους, οι Γραικοί πειρατές
απεκτησαν θάρρος καί επιθετικό πνεύμα, τό οποίο θά τούς ωφελούσε πενήντα χρόνια αργότερα.
Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας καί Τουρκίας τερματίσθηκε μέ τήν υπογραφή της συνθήκης ειρήνης Κιουτσούκ Καϊναρτζή στίς 21 Ιουλίου 1774,
από τήν οποία βγήκε κερδισμένη η Ρωσία αφού απέκτησε, αφ'ενός τήν κυριαρχία των βορείων ακτών του
Ευξείνου Πόντου
καί αφ'ετέρου πολιτική επιρροή στίς παραδουνάβιες επαρχίες της Βλαχίας καί της Μολδαβίας. Ομως ορισμένα άρθρα της συνθήκης
αποδείχθησαν ευεργετικά γιά τούς ορθόδοξους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σημαντικότερα άρθρα ήταν αυτά πού προέβλεπαν
τήν ελεύθερη ναυσιπλοΐα στήν Μεσόγειο όσων πλοίων έφεραν τήν ρωσική σημαία, αυτά πού απαιτούσαν τόν πλήρη σεβασμό της
θρησκευτικής ελευθερίας καί τήν προστασία των εκκλησιών των Ρωμηών καί αυτά πού χορηγούσαν αμνηστία σέ όσους πήραν μέρος
στόν πόλεμο καί βρίσκονταν στά κάτεργα ή στήν εξορία. Επακόλουθο της συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζή ήταν η
δημιουργία ισχυρών εμπορικών στόλων από τήν Ύδρα, τίς
Σπέτσες,
τά Ψαρά, τήν Κάσο, τό Γαλαξίδι. Οι στόλοι αυτοί μέ τό πρόσχημα της αντιμετώπισης της πειρατείας
εκ μέρους των Αλγερινών πειρατών, θά εξοπλίζονταν μέ κανόνια καί θά αποτελούσαν στά χρόνια της
επανάστασης του 1821,
τό φόβητρο του οθωμανικού πολεμικού ναυτικού. Επίσης, η ρωσική διπλωματία εξασφάλισε τό δικαίωμα παρέμβασης στά εσωτερικά
της Τουρκίας καί άνοιγε τό δρόμο καί σέ άλλα ευρωπαϊκά κράτη νά παρεμβαίνουν σέ ζητήματα των χριστιανών υπηκόων του
σουλτάνου, κάτι πού θά βοηθούσε στήν μελλοντική αποσύνθεση του οθωμανικού κράτους.
Γιά εννέα χρόνια (1770-1779) οι Αλβανοί διέπρατταν φρικαλεότητες καί καταλήστευαν τόσο τούς χριστιανούς όσο καί τούς
μουσουλμάνους του Μωρηά. Ο σουλτάνος λοιπόν πήρε τήν απόφαση νά απαλλάξει τόν τόπο από αυτή τή μάστιγα καί αποφάσισε
νά στείλει τό ναύαρχο Χασάν Τζεζαερλή, τόν ήρωα του Τσεσμέ, μέ τριάντα χιλιάδες άνδρες γιά νά επαναφέρει τήν τάξη.
Ο καπουδάν πασάς μάλιστα συνοδεύονταν από τόν Μεγάλο Διερμηνέα της Πύλης Νικόλαο Μαυρογένη, ο οποίος επηρέαζε τόν πασά
ώστε νά διάκειται ευνοϊκά πρός τούς ραγιάδες, όπως συνέβη στούς νησιώτες αλλά καί στούς κλέφτες τούς οποίους καί αμνήστευσε.
Μάλιστα χάρις στίς φροντίδες του Μαυρογένους, οι Μανιάτες ήταν οι μόνοι πού είχαν Ρωμιό μπέη γιά τήν συλλογή καί απόδοση
των φόρων πρός τήν Υψηλή Πύλη. Τήν αφήγηση γιά τόν αφανισμό των Αλβανών από τόν Τζεζαερλή πασά τήν αφήνω στό
Γέρο του Μωρηά,
ο οποίος αφηγείται καί τόν αφανισμό της οικογένειάς του από τόν εν λόγω πασά. Παραπλεύρως παραθέτω διευκρινήσεις
γιά τήν πλήρη κατανόηση του κειμένου:
Εις τους 79 ήλθεν ο Καπετάμπεης μέ τόν Μαυρογένην, καί ερχόμενος ερηξεν εις τους Μύλους καί Ανάπλι. Εστειλεν εις όλην τήν Πελοπόννησον
μπουγιουρτί, καί επήγαν καί επροσκύνησαν τόν Καπετάμπεη εις τούς Μύλους. Εις τόν πατέρα μου έστειλε χωριστά μπουγιουρτί,
νά ελθήτε νά βγάλουμε τούς Αρβανίταις καί νά ευρή ο ραγιάς τό δίκιο του. Ο πατέρας μου εκίνησε μέ χίλιους στρατιώταις, καί έπιασε τά Τρίκορφα,
εις τήν Τριπολιτσάν. Δέν επήγεν εις τόν Καπετάμπεη, διότι εφοβείτο. Ο Καπετάμπεης εσηκώθηκεν από τούς Μύλους, επήρεν 6.000 ταγκαλάκια,
καί τούς κλέφταις 3.000 καί επήγεν εις τά Δολιανά, Τριπολιτσά καί έρηξεν τό ορδί.
Ο πατέρας μου, σάν ήτον στά Τρίκορφα, του έστειλεν ο Καπετάμπεης νά πάγη σέ δαύτονε, διά νά τόν προσκυνήσει. Ο πατέρας μου αποκρίθηκε δέν είναι καιρός νά έλθω νά προσκυνήσω. Οι Αρβανίται είναι εις τήν Τριπολιτσά, ημπορούν νά πιάσουν τόν άγριον τόπον καί νά σκορπίσουν τότε μέσα εις τήν Πελοπόννησον, νάχουν τόν τόπον. Τότε του έστειλεν 20 μπινίσια γιά τούς Καπεταναίους κ' ένα καπότο διά τόν εαυτόν του. Τόν καιρόν πού εζύγωσε τό στράτευμα τό Τούρκικο εις τήν Τριπολιτσάν, κ' επολιορκούσε τούς Αρβανίταις, εχώρισαν 4.000 Τούρκοι Αρβανίταις νά τόν εβγάλουν από τά ταμπούρια, καί αυτός αντεστάθηκε καί τούς εκυνηγούσε, καί εμβήκαν πίσω. Ήλθαν τά στρατεύματα τά Τούρκικα του Καπετάμπεη έως τόν Αγιον Σώστην. Πάλι βγαίνουν 6.000 διά νά πάνε εις τόν πατέρα μου, καί αυτός πάλι τούς αντέκρουσε. Είδανε ότι δέν ημπορούν νά βαστάξουν οι Αρβανίτες μέσα εις τήν Τριπολιτσά, διατί δέν ήτον τότε τειχογυρισμένη. Εσυνάχθηκαν όλοι καί πάνε εις τόν πατέρα μου, καί αυτός τούς εστάθηκε μέ ορμήν, καί τούς εγύρισε κατά τόν κάμπον. Ενώθηκαν καί άλλοι καπεταναίοι. Εμβήκαν εις τά χωράφια, εις τόν κάμπον τούς εσκότωσεν η καβάλα ως οι θεριστάδες, έπεσεν η καβαλαρία μέσα καί τούς εθέρισαν. Από 12.000, επτακόσιοι επέρασαν εις τό Δαδί. Οταν τούς επολέμησε ο πατέρας μου, του έλεγαν: - Κολοκοτρώνη, δέν κάμεις νισάφι.! - Τί νισάφι νά σας κάμω, οπού ήλθετε κ' εχαλάσατε τήν πατρίδα μου, μας πήρατε σκλάβους καί μας εκάματε τόσα κακά. - Εφέτο, δικό μας, τού χρόνου δικό σου Τά κεφάλια των Αλβανών έφτιασαν πύργο εις τήν Τριπολιτσά. Ησύχασεν η Πελοπόννησος. Τούς 80 εκατέβη ο ίδιος ο Καπετάμπεης καί χάλασε τόν πατέρα μου καί τόν Παναγιώταρον Βενετζιανάκη. Ηλθεν η αρμάδα εις τό Μαραθονήσι. Τά στρατεύματα στεριάς καί θαλάσσης. Η Καστανίτζα αποικία, οπού ήτον ο Κολοκοτρώνης κι' ο Παναγιώταρος, έξι ώρας μακράν από τό Μαραθονήσι. Ερχοντας η αρμάδα, ο Παναγιώταρος, ως Μανιάτης, επροσκάλεσε βοήθεια από τούς Μανιάταις, καί οι Μανιάταις υποσχέθησαν ότι πάνε βοήθεια. Καί ο δραγουμάνος ο Μαυρογένης, ως Ελλην καί τεχνίτης, έκαμε τόν Μιχάλη Τροπάκη Μπέη καί διά νά τόν κάμη Μπέη αλικότησε τήν βοήθεια καί επήρε τό κάστρο. Επήγε τό ασκέρι 14.000, καί τούς επολιόρκησε. Μία ώρα στράτα αλάργα έστησε τό ορδί. Εστειλεν ο Σερασκέρης Αλήμπεης ένα γράμμα διά νά προσκυνήσουν καί νά του δώσουν ενέχυρα άνα παιδί ο ένας καί ένα ο άλλος, καί νά τραβήξει χέρι από δαύτους. Αυτοί απεκρίθηκαν: -Δέν προσκυνούμεν, θέλομε πόλεμο καί όποιος μείνει νικημένος, ας προσκυνήση. Αυτός ήλπιζε από τήν Μάνην βοήθεια. Τούς επολιόρκησαν τά τούρκικα στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια καί βόμβαις, τούς πολεμούσαν ημέρα καί νύκτα. Ούτε οι βόμβες τούς έκαναν φόβον ούτε τά κανόνια, όμως επολέμησαν 12 ημέραις καί 12 νύκτες μέ ανδρεία καί γενναιότητα. Οταν είδαν, ότι βοήθεια δέν έρχεται, αποφάσισαν νά φύγουν από τούς πύργους. Οι πύργοι ήτον δύο, καί ο ένας ητον του πατέρα του Παναγιώταρου, καί ο άλλος ήτον του πατέρα μου καί του Παναγιώταρου. Ο πατέρας του Παναγιώταρου ήτον 80 ετών, ως καί η μητέρα του, καί μήν ημπορώντας νά φύγουν εις τό γιουρούσι μέ τά άλλα γυναικόπαιδα, είπε του Παναγιώταρου καί του πατέρα μου: -Βάλτε φωτιά στούς άλλους πύργους, εγώ μένω εδώ. Εμεινε μέ ένα δούλο καί μέ τήν γυναίκα του καί μία δούλα μέ σκοπόν νά πολεμήση, ελπίζοντας νά έλθη βοήθεια από τά παιδιά του έπειτα. Ο πόλεμός του ήτον μέ τόν δούλον, η τέχνη του μεγάλη. Είχε φυτίλι νά γυρίση μαζί μέ τούς Τούρκους. Αυτοί πού επολεμούσαν μέσα έπεσαν εις τό ορδί του σερασκέρη μέ τά σπαθία εις τό χέρι, μόνον τρείς εσκοτώθηκαν άνδρες, καί μέρος γυναίκες, καί έμειναν πολλά παιδιά σκλάβοι. Τόν Παναγιώταρον ζωντανόν τόν έπιασαν κι έπειτα τόν εσκότωσαν οι Μπαρδουνιώταις. Ο πατέρας μου εσκοτώθηκε μέ δύο του αδέλφια, Αποστόλη καί Γεώργη, ο ένας εις τόν λόγγον, ο άλλος μοναχός του, διατί ελαβώθηκε. Εγλύτωσεν ένας μπάρμπας μου, Αναγνώστης, από τούς κλεισμένους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. Εγώ, η μάνα μου, η αδελφή μου εγλύτωσαν μέ τα παληκάρια του πατέρα μου. Εις τό γιουρούσι ελαβώθηκε μέ σπαθί ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, καί μέ προδοσία ενός Τούρκου φίλου εσκοτώθηκε, δέν εφάνη τό κεφάλι του. Ητον μελαψότερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ογλήγορος, μέ ένα καθάριο άτι δέν τόν έπιανες, 33 χρόνων, μέτριος, μαυρομμάτης, λιγνός, οι Αρβανίται τόν είχαν τόσο τρομάξει, πού έκαναν όρκον: -Νά μή γλυτώσω από του Κολοκοτρώνη τό σπαθί. 700 μπουλουκτζήδες εσκότωσε πρίν. Ο Παναγιώταρος ήτον γίγαντας, νέος, μαύρα μαλλιά, σόϊ άνθρωπος, άσπρος, 37 - 38 χρόνων. Εις τήν Ανδρούσαν εσκοτώθη ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, επειτα τόν εκδίκησε ο υιός του. Ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, του έκοψαν χέρια καί πόδια καί τόν εκρέμασαν. Ο γέρων πατέρας του Παναγιώταρου επολέμαε από τόν πύργον καί εμαρτύρησε τό φυτίλι ο δούλος πού επροσκύνησε, καί τόν γέροντα τόν έπιασαν ζωντανόν. Ο Καπετάμπεης ερώταε: - Διατί δέν προσκυνάει; - Τώρα προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δέν κόβεται. - Τού έκοψαν χέρια καί πόδια, τόν κατράμισαν. |
Τό 1779 ο καπουδάν πασάς συνοδευόμενος από τόν Ρωμηό δραγουμάνο Νικόλαο Μαυρογένη έφτασε στό Ναύπλιο καί αφού έστειλε
προσκυνητόχαρτα στούς κλέφτες, τούς κάλεσε νά έρθουν σέ βοήθεια γιά νά πολεμήσουν τούς δέκα χιλιάδες Αλβανούς καί τούς
δύο χιλιάδες Τόσκιδες, πού είχαν κλεισθεί στά τείχη της Τριπολιτσάς.
Ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, σάν γνήσιος Κολοκοτρώνης, αρνήθηκε νά προσκυνήσει καί στρατοπέδευσε στά Τρίκορφα, έξω από τήν Τρίπολη μέ χίλιους άνδρες. Οι Αλβανοί νικημένοι από τό τουρκικό ιππικό, υποχώρησαν πρός τά Τρίκορφα καί ζήτησαν από τόν Κολοκοτρώνη νά τούς αφήσει νά περάσουν, αλλά αυτός αρνήθηκε, καί τούς συνέτριψε στήν μάχη πού ακολούθησε. Ελάχιστοι Αλβανοί διασώθηκαν καί του μήνυσαν τήν προφητική εκείνη φράση: "Σήμερα τό δικό μας κεφάλι, του χρόνου τό δικό σου." Τό επόμενο έτος (1780) ο Χασάν μπέης επανήλθε στό Μαραθονήσι (Γύθειο) καί κτύπησε τούς γενναιοτέρους των κλεφτών πού δέν είχαν προσκυνήσει τήν προηγούμενη χρονιά, τόν Παναγιώταρο Βενετσανάκη καί τόν Κωνσταντίνο Κολοκοτρώνη. Oι δύο οπλαρχηγοί είχαν οχυρωθεί σέ δύο μανιάτικους πύργους μέ τίς οικογένειές τους καί πολέμησαν γιά δώδεκα μερόνυκτα. Οταν προσπάθησαν νά διαφύγουν κατακρεουργήθηκαν από τούς εχθρούς καί διεσώθησαν λίγοι καί μεταξύ τους ήταν η μάνα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, η οποία είχε ντυθεί αντρικά καί είχε στήν πλάτη της δεμένο τό μωρό πού έμελλε νά γίνει ο αρχιστράτηγος καί η ψυχή της επανάστασης του 21. Ο παππούς του Θεοδωράκη, Γιάννης Κολοκοτρώνης σκοτώθηκε ύστερα από πολλά βασανιστήρια. Μάλιστα έχει διασωθεί τό περιστατικό σύμφωνα μέ τό οποίο, όταν είχε γεννηθεί ο εγγονός του, καί του ανήγγειλαν τό γεγονός, φέρεται νά είχε πεί: -"Ακόμα ένας Κολοκοτρώνης πού γεννιέται σκλάβος καί θά πεθάνει σκλάβος." Ο Χασάν Τζεζαερλή καπουδάν πασάς ήταν έντιμος καί γενναίος στρατιώτης καί μάλιστα όταν στο διβάνι συζητούσαν νά γενικεύσουν τίς σφαγές κατά των απίστων γιά νά τούς τιμωρήσουν γιά τήν εξέγερση του 1770, ήταν από τούς λίγους πού διεφώνησε, μέ τό σκεπτικό ότι θα στερούνταν ο οθωμανικός στρατός από έσοδα, αφού ως γνωστόν εκείνοι πού έφεραν τό μέγιστο βάρος της φορολογίας ήταν οι Ρωμιοί ραγιάδες. Αυτό τό γεγονός εξηγεί τήν δήθεν οθωμανική ανεκτικότητα, τήν οποία θέλουν νά μάς πείσουν ότι υπήρξε στά χρόνια της τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι ιστορικοί καί οι νεογενίτσαροι "Ελληνες". Οι Ρωμηοί επιβίωσαν μόνο καί μόνο γιά νά δουλεύουν καί νά τρέφουν τό οθωμανικό κράτος μέ τίς τεράστιες ανάγκες του. Παρόλα αυτά, ο Χασάν πασάς αμαύρωσε τήν φήμη του μέ τόν τρόπο πού θανάτωσε όσους Ελληνες έπεσαν στά χέρια του. Τόν Μανιάτη Γρηγοράκη, τόν οποίο τόν προσκάλεσε μέ τό πρόσχημα της συμφιλιώσεως, μετά από τή μαχη με τούς Κολοκοτρωναίους, τόν ανασκολόπισε μαζί μέ τους συντρόφους του. Ενα ακόμα γεγονός πού αποδεικνύει τήν φοβερή κατάσταση που βίωναν οι πρόγονοί μας στά χρόνια της πολυπολιτισμικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό ήταν περίπου καί τό τέλος της επανάστασης του 1770, η οποία είχε υποκινηθεί από τούς Ρώσσους καί τήν οποία άφησαν νά πνιγεί μέσα στό αίμα. |
Λάμπρος Κατσώνης (1752-1804)
Τά αντικρουόμενα ρωσοτουρκικά συμφέροντα, όπως η κατάληψη της Κριμαίας από τόν ρώσο στρατηγό Ποτέμκιν τό 1779, οδήγησε σέ νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1792) καί αυτή τή φορά η Αικατερίνη της Ρωσίας είχε στό πλευρό της τόν Αυστριακό αυτοκράτορα Ιωσήφ Β'. Αξίζει νά σημειώσουμε ότι η φιλόδοξη Ρωσίδα σχεδίαζε τήν πλήρη διάλυση του οθωμανικού κράτους καί τήν ανασύσταση της "Γραικικής μοναρχίας", υπό τήν ηγεμονία του εγγονού της, στόν οποίο είχε δώσει τό όνομα Κωνσταντίνος. Γιά του λόγου τό αληθές, παραθέτω αποσπάσματα από επιστολή πού είχε γράψει η Τσαρίνα Αικατερίνη στόν Αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ, στίς 10 Σεπτεμβρίου 1782:
Αλληλογραφία κρατούσε επίσης η Αικατερίνη μέ τό Γάλλο φιλόσοφο Βολταίρο, ο οποίος επίσης της ζητούσε νά βοηθήσει στήν ανασύσταση του Ελληνικού κράτους "...η αυτοκράτειρα της Κωνσταντινουπόλεως θά ίδρυε ωραίαν ελληνικήν ακαδημίαν, καλλιτέχναι ως ο Ζεύξις καί ο Απελλής θά εκάλυπτον τήν γήν διά των υμετέρων εικόνων. Η πτώσις του οθωμανικού κράτους θά εξυμνείτο διά στίχων ελληνικών. Αι Αθήναι θά ήσαν μία των υμετέρων πρωτευουσών. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΘΑ ΑΠΕΒΑΙΝΕ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ." (Βολταίρος, 14 Σεπτεμβρίου 1770)."...H οθωμανική αυτοκρατορία, τοσούτον κραταιά άλλοτε, καί επιβάλλουσα τρόμον εις τούς ασθενείς, σπαράσεται σήμερον υπό δεινών, δυναμένων νά καταστρέψωσι καί τάς στερεωτέρας μοναρχίας. Οι πλείστοι των διοικούντων τάς επαρχίας πασάδων μόνον κατά τό φαινόμενον υποτάσσονται εις τήν Πύλην. Εις τήν αυτήν θέσιν διατελούσι καί οι υπό τήν Πύλην Χριστιανοί. Τό εμπόριον αυτών καταστρέφεται υπό παντοειδών μονοπωλείων καί καταχρήσεων..... εάν αι επιτυχίαι ημών εν τω τουρκικώ πολέμω επιτρέψωσν ημίν ν'απαλλάξωμεν τήν Ευρώπην εκ του εχθρού του χριστιανικού ονόματος καί νά εκδιώξωμεν αυτόν εκ της Κωνσταντινουπόλεως, η Υ.Μ δέν θά μοί αρνηθή τήν συνδρομήν Αυτής, πρός ανίδρυσιν της αρχαίας Γραικικής Μοναρχίας επί των ερειπίων της βαρβάρου οθωμανικής κυβερνήσεως..."
Γιά τίς ναυτικές επιχειρήσεις στό
Αρχιπέλαγος
καί στό Ιόνιο οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν τόν Έλληνα Λάμπρο Κατσώνη από τή Λιβαδιά. Από μικρή ηλικία, ο Κατσώνης είχε καταταγεί
στό ρωσικό ναυτικό, όπου είχε διακριθεί γιά τήν γενναιότητά του καί τήν διορατικότητά του, αν καί δέν ήξερε γραφή καί
ανάγνωση. Τό 1788 ο Κατσώνης, έφυγε από τήν Κριμαία καί έφθασε στήν Τεργέστη, όπου μέ χρήματα των ομογενών, αγόρασε τήν
πρώτη του φρεγάτα, τήν οποια ονόμασε, πρός τιμήν της Τσαρίνας, "Αθηνά της Αρκτου".
Ο Κατσώνης, μέσα σέ δύο μήνες είχε εξοπλίσει άλλα έξη πολεμικά πλοία, καί αφού ύψωσε σημαία μέ ένα κόκκινο σταυρό, άρχισε νά προκαλεί σέ ναυμαχίες Αλγερινά πειρατικά πλοία αλλά καί όσα πλοία έφεραν τήν ημισέληνο. Μέ τό πολεμικό θράσσος πού τόν διέκρινε, έπλεε όχι μόνο στά νησιά του Αιγαίου, αλλά καί στά παράλια της Λυκίας, της Καραμανίας, της Αιγύπτου καί της Συρίας κτυπώντας τίς φρουρές καί λεηλατώντας τά μουσουλμανικά χωριά. Τό καλοκαίρι του 1788 είχε στή διάθεσή του 18 πλοία καί μέ αυτά πολιόρκησε καί απελευθέρωσε τό Καστελλόριζο. Τόν Σεπτέμβριο εξήλθε απά τά Δαρδανέλλια ισχυρή ναυτική τουρκική μοίρα 55 πλοίων, μέ σκοπό νά εξουδετερώσει τόν Ρωμηό κουρσάρο, αλλά ο Κατσώνης τήν έτρεψε σε φυγή στά ανοικτά της Καρπάθου. Τό επόμενο έτος, αναχώρησε από τήν Τεργέστη, πολιόρκησε τό Δυρράχιο καί έτρεψε σέ φυγή τήν Αλβανική φρουρά των 12000 ανδρών. Στήν Κέα, πού χρησιμοποιούσε σάν ορμητήριό του, δέχθηκε μία επιστολή από τόν διερμηνέα του στόλου Στέφανο Μαυρογένη, μέ τήν οποία ο σουλτάνος τόν καλούσε στήν υπηρεσία του, όχι μόνο αμνηστεύοντάς τον γιά τίς πράξεις του, αλλά χαρίζοντάς του χρυσό καί τό νησί της Ικαρίας. Ο αγέρωχος πατριώτης δέν καταδέχθηκε ούτε νά απαντήσει στόν ηγέτη της τότε υπερδύναμης. (Ας κάνουμε συγκρίσεις εμείς οι νεοέλληνες μέ τούς δουλοπρεπείς καί φιλοχρήματους σημερινούς ταγούς μας). Τόν Ιούνιο του 1789, ο Κατσώνης συνεπλάκη σέ ναυμαχία μέ ισχυρό τουρκικό στόλο έξω από τήν Τήνο, τόν οποίο νίκησε, γιά νά δεχθεί συγχαρητήριο επιστολή από τό Γάλλο πλοίαρχο ενός πολεμικού πλοίου πού παρακολουθούσε σάν θεατής τή ναυμαχία. Επανειλημμένα αντιμετώπισε μέ επιτυχία ανώτερες εχθρικές δυνάμεις στή Σύρο, τήν Πάρο καί τήν Ελένη (Μακρόνησο) γιά νά καταπλέυσει τόν Σεπτέμβριο στή Ζάκυνθο μέ σκοπό νά διαχειμάση. |
"... Παίρνω θάρρος να γράψω με το καλαμάρι μου μερικές φτωχές λέξεις. ... Οι ραγιάδες και οι μπερεαγιάδες τα έχουν χαμένα και δεν ξέρουν τι να κάνουν, κάθε μέρα βγαίνουν από το σπίτι τους χωρίς να γνωρίζουν σε ποιον τύραννο να πρωτοδώσουν άσπρα ... Οι κοτζαμπάσηδες είναι εκείνοι που έχουν συμμαχήσει με τους βαληδες και τους δικαστές και τους αστυνομικούς και τους αγιάνηδες και γίνονται αιτία να τυραννιέται ο ρεαγιάς περισσότερο απ' όσο του είναι υποφερτό. Επιπλέον, με το βιος των φτωχών ραγιάδων γίνονται κάτοχοι περιουσίας, λόγω της απληστίας των βαλήδων και των αστυνομικών, οι οποίοι τους επιτρέπουν σ' αυτό το βαθμό να κάνουν τέτοιες πράξεις. ... Τα σπίτια των ραγιάδων της Ρούμελης τα έκαναν φωλιές τους οι κουκουβάγιες και τα κοράκια. Εάν τύχει και ξεσπάσει πόλεμος, δεν έχει απομείνει χάλι και δύναμη του ραγιά για να υπηρετήσει το Υψηλό Κράτος ..., καθοτι οι χώρες φεύγουν από το χέρι μας, και δεν σφάλλω ποσώς στα φτωχά μου λόγια, αυτή είναι η πλήρης αλήθεια..." (Από τό χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ εφέντη του Μωραΐτη - 1785, όπως τό έχει μεταφράσει ο Νεοκλής Σαρρής). |
Τήν άνοιξη του 1790 ο Λάμπρος απέπλευσε από τό Ιόνιο μέ εννέα πλοία, έχοντας στό πλευρό του τόν Ανδρίτσο, πατέρα
του περίφημου ήρωα της
επανάστασης του 1821, Οδυσσέα Ανδρούτσου,
μέ 800 ακόμα κλέφτες. Διέπλευσε τό Αιγαίο, αναζητώντας τόν οθωμανικό στόλο, καί έφθασε στήν Κέα, τήν οποία οχύρωσε εκ νέου καί επάνδρωσε
τή φρουρά της μέ άνδρες του Ανδρίτσου. Στίς 17 Μαΐου 1790, ο Κατσώνης δέχτηκε επίθεση στήν
Ανδρο
από ανώτερες εχθρικές δυνάμεις. Η συμπλοκή
διήρκεσε όλη τήν ημέρα. Τήν επομένη, οι Οθωμανοί ενισχύθηκαν από Αλγερινά πλοία, καί οι δυνάμεις του Κατσώνη βρέθηκαν μεταξύ δύο
πυρών μέ αποτέλεσμα νά υποκύψουν καί νά καταστραφούν ολοσχερώς. Ο πλοίαρχος Δημήτριος Αλεξόπουλος αφού είδε τό σύνολο των ναυτών
του νά χάνονται καί τό πλοίο του νά έχει καταληφθεί από τούς εχθρούς, έβαλε φωτιά στήν πυρίτιδα καί τινάχθηκε στόν αέρα μαζί μέ τό πλοίο
του, ενώ ο πλοίαρχος Ευστράτιος Νικηφοράκης όταν περικυκλώθηκε από τούς εχθρούς, έριξε τό πλοίο στά βράχια καί διέφυγε μέ τό
πλήρωμά του στό εσωτερικό του νησιού. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 565 νεκροί, ενώ ο Κατσώνης μέ τόν Ανδρίτσο μόλις
πού διέφυγαν μέ τά πλοία του Ζιγούρη καί του Παταράκη, πού ήταν τά μόνα πού σώθηκαν από τά εννέα συνολικά που έλαβαν μέρος στή ναυμαχία.
Ο ακαταπόνητος μαχητής δέν άργησε νά οργανώσει νέο στόλο, καί μέ αχώριστο σύντροφό του, τόν Ρουμελιώτη αρματολό οργάνωνε νέα σχέδια δράσης,
αυτή τή φορά από τό Πόρτο Κάγιο στή Μάνη, όπου είχε μεταφέρει τό στρατηγείο του. Είχε ήδη λάβει
από τόν αρχιστράτηγο Ποτέμκιν τό στρατιωτικό παράσημο του Αγίου Γεωργίου καί τόν βαθμό του χιλίαρχου γιά τίς στρατιωτικές του
επιτυχίες. Στίς 9 Ιανουαρίου 1792 όμως, υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Πύλης καί της Ρωσσίας, στό Ιάσιο, καί ο
Κατσώνης έλαβε εντολή νά αναστείλη τίς στρατιωτικές του επιχειρήσεις καί νά αφοπλίσει τό στόλο του. Οργισμένος γιά τήν νέα προδοτική στάση
της αυτοκράτειρας Αικατερίνης, ο υπερήφανος Λάμπρος απάντησε:
Εάν η αυτοκράτειρα συνωμολόγησε τήν ειρήνη της, ο Κατσόνης ακόμη δέν συνωμολόγησε τήν εδικήν του.
Στή συνέχεια εξέδωσε τήν περίφημη "Φανέρωσις" στήν οποία εξέθεσε τούς λόγους γιά τούς οποίους θά συνέχιζε νά μάχεται:
"Δέν είναι χρεία μέ λόγους δικανικούς νά βεβαιώσει τινάς μίαν αλήθειαν καί νά απαριθμήση μίαν πρός μίαν τάς εκδουλεύσεις όπου τό γένος των Ρωμαίων εις κάθε περίστασιν επρόσφερεν πρός βοήθειαν της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όταν δέν είναι άνθρωπος οπού νά μή ηξεύρη εις τί καί πώς καί πότε τούτο τό γένος εκινήθη κατά των Οθωμανών, τώρα μέν από τήν ελπίδα της ελευθερίας του, τώρα δέ από τάς υποσχέσεις των ενταύθα στελλομένων Ρώσων αρχηγών... Τί έκαμνεν ο Κατσόνης καί τί ενήργησε πρός βλάβην του εχθρού καί ωφέλειαν της Ρωσίας είναι γνωστόν εις όλους. Αυτός ήταν ο κύριος του αρχιπελάγους, καί ο Οθωμανικός στόλος εφοβείτο νά απαντήση εκείνον του Λάμπρου, μ'όλον οπού εκείνος ήτο ασυγκρίτως ανώτερος από τούτον καί κατά τήν ποσότητα καί κατά τήν ποιότητα... καί αν ο στόλος του δέν εφόβιζε τούς Οθωμανούς δέν ήθελαν ενώσουν τόν εις τό Αιγαίον πέλαγος στόλον τους μέ εκείνον του Ευξείνου Πόντου, από τόν οποίον ακολουθούσε νά διπλασιασθή η δύναμις των Οθωμανών κατά των Ρώσων... Οι Ρωμαίοι θέλει παύσουν νά εχθρεύωνται τούς εχθρούς, όταν λάβουν τά δίκαια οπού τούς ανήκουν..."
Εγκαταλελειμμένος από όλους, ο κουρσάρος Κατσόνης μέ τόν κλεφταρματολό Ανδρίτσο συνέχισαν τή δράση τους εναντίον αλγερινών καί τουρκικών πλοίων καί όχι μόνο αυτών.
Τόν Ιούνιο του 1792, η Πύλη αποφάσισε τήν έξοδο νέου ισχυρού στόλου τριάντα πλοίων, μέ σκοπό τήν εξόντωση των δύο ανδρών. Στήν επιχείρηση
οι δεσποτικοί Οθωμανοί είχαν σάν συμμάχους καί τούς επαναστατημένους Γάλλους της "ισότητας, αδελφότητας καί ελευθερίας"!
Οι Ρωμιοί αρχηγοί, όμως είχαν μετατρέψει τό Πόρτο Κάγιο σέ απόρθητο φρούριο καί προκάλεσαν σοβαρές φθορές τόσο στίς γαλλικές φρεγάτες όσο
καί στίς τουρκικές. Στίς 19 Ιουλίου, ο καπουδάν πασάς επιχείρησε απόβαση. Ο Ανδρίτσος τούς άφησε νά αποβιβαστούν στήν ακτή καί όρμησε
μέ τούς κλέφτες του καί τά σπαθιά στά χέρια κατασφάζοντας χιλιάδες από τούς αποβιβασθέντες Οθωμανούς. Απελπισμένος ο Τούρκος ναύαρχος, αφού είδε ότι
δέν κατάφερνε τίποτα μέ τή δύναμη των όπλων, έγραψε στόν μπέη της Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη, ζητώντας του νά του παραδώσει τόν Κατσώνη.
Δυστυχώς ο Γρηγοράκης ενέδωσε καί ζήτησε από τόν Κατσώνη νά αποχωρήσει. Ο θρυλικός ναυάρχος διέφυγε νύκτα πρός τά Κύθηρα (Τσίριγο) καί
από εκεί στήν Ιθάκη. Οντας ανεπιθύμητος από τούς Βενετούς πήγε στήν Ρωσία, εγκαταστάθηκε στήν Κριμαία, όπου καί πέθανε τό 1804,
έχοντας υπάρξει ένας από τούς κύριους παλινορθωτές της ελευθερίας του Ρωμέϊκου γένους.
Η μοίρα του Ανδρίτσου ήταν πιό σκληρή. Μετά τόν πόλεμο του Πόρτο Κάγιο, κατέφυγε στόν οπλαρχηγό Ζαχαριά ο οποίος τόν συνόδευσε μέχρι την
Βοστίτσα (Αίγιο) γιά νά περάσει στή Ρούμελη. Οι δύο άνδρες πολεμούσαν νυχθημερόν τούς Τούρκους πού τούς κατεδίωκαν καί είχαν στή συνοδεία
καί τόν Κολοκοτρώνη:
"Οταν ήλθε ο Ανδρούτσος, πατέρας του Οδυσσέως εγνωρίσθηκα εις τήν Μάνη καί τόν εσυντρόφευσα εως την Κόρινθο.
Εις τόν κατατρεγμό μας, διά δεκαπέντε ημέρες ούτε εκοιμώμεθα ούτε ετρώγαμε, εσώσαμε τά φουσέκια, καθημέρα πόλεμο."
Σύμφωνα μέ τόν Κοντάκη (σύγχρονο του Ζαχαριά) υπάρχει καί η ακόλουθη αναφορά της Ξενοφώντειας καθόδου του Ανδρίτσου στό Μοριά:
".. εμβήκεν εις Πελοπόννησον ο Ανδρίτσας Ρουμελιώτης μέ τριακόσιους, μετερχόμενος κατά θάλασσαν τήν πειρατείαν καί κυνηγηθείς εβγήκεν εις τό Ελος, τόν οποίον εσυνόδευσεν ο καπετάν Ζαχαριάς διά νά τόν εκβάλη εις τήν Στερεάν Ελλάδα ασφαλώς, τό οποίον καί εξετέλεσε διά μέσου της Πελοποννήσου, επολέμησε εις τούς Κήπους, εις Βαλτέτσι καί εις Δάρα μέ φθοράν των Τούρκων. Φθάσαντες εις Βοστίτσα ημβαρκαρίστηκαν, ο δέ Ζαχαριάς επέστρεψεν εις τά ίδιά του. Από ατυχίαν έμεινεν έξω της συνοδείας του Ανδρίτσα ένας περίφημος άνδρας λεγόμενος Καραχάλιος μέ τεσσαράκοντα συντρόφους, τούς οποίους όλους απατήσαντες έπιασαν ζώντας καί τούς έφεραν εις Τριπολιτζάν, καί αφού αποφάσισαν νά τούς θανατώσωσι, τούς παρεκάλεσεν ο Καραχάλιος νά αφήσουν ύστερον απ'όλους, καί όταν αποκεφάλιζαν τούς άλλους διά πέντε ημέρας, αυτός ίστατο έμπροσθεν καί τραγουδώντας εμψύχωνε τούς αδελφούς του."
Ο Ανδρίτσος συνεχώς καταδιωκόμενος συνελήφθη στίς 8 Σεπτεμβρίου 1793, στό Σπάλατο (Σπλίτ) από τους Βενετούς, οι οποίοι τόν παρέδωσαν στούς Τούρκους. Κατέληξε στό τρομερό "Μπάνιο", στίς φυλακές του Ναύσταθμου της Κωνσταντινούπολης, όπου ύστερα από μερόνυχτα βασανιστηρίων, καρατομήθηκε.
Αλή Πασάς εναντίον αρματολών καί Σουλιωτών
Εκείνη τήν εποχή αναδείχθηκε μία επληκτική καί συνάμα τρομερή μορφή πού σημάδεψε μέ τό πέρασμά της τήν Ήπειρο, τήν Αρβανιτιά,
τήν Μακεδονία, τήν θεσσαλία αλλά καί τήν Ρωμιοσύνη ολάκερη. Επρόκειτω γιά τόν
Αλή πασά τόν Τεπελενλή, τό λιοντάρι της Ηπείρου.
Ξεκίνησε πεντάφτωχος καί κατέληξε νά έχει συλλέξει θησαυρούς αμέτρητους, από
άσημος κατάφερε νά τόν τρέμουν οι αγάδες καί οι βεζύρηδες, από άστεγος κατέληξε νά έχει στήν κατοχή του πλήθος από παλάτια καί σεράγια,
γεμάτα μέ γυναίκες καί σκλάβους.
Ογάνωσε μεγάλες εκστρατείες εκμηδενίζοντας τελικά όλους τούς εχθρούς του, από αγράμματος έφτασε νά γίνει ένας τέλειος διπλωμάτης
ξεγελώντας Γάλλους, Αγγλους καί Ρώσσους, κλονίζοντας ταυτόχρονα καί τά θεμέλια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο δρόμος του όμως πρός τήν δόξα καί τά πλούτη
ήταν στρωμένος μέ αμέτρητα κουφάρια, όπως είχε εκμυστηρευτεί καί ο ίδιος στόν Γάλλο πρόξενο Πουκεβίλ. Είχε θανατώσει τόσους, αρχίζοντας
από τούς στενούς του συγγενείς καί όποιον στήν συνέχεια τολμούσε νά μπεί εμπόδιο στα σχέδιά του, ενώ είχε επινοήσει αμέτρητους τρόπους βασανιστηρίων
γιά τά θύματά του. Οταν χαμογελούσε, όλοι πάγωναν γύρω του, γιατί με αυτό τό χαμόγελο σφράγιζε τήν θανατική καταδίκη κάποιου φίλου ή εχθρού.
(Τέτοια τέρατα γεννούσε τό οθωμανικό σύστημα, ένα σύστημα τό οποίο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εξυμνεί μέσα
από τά σχολικά βιβλία, μέ συμπαραστάτες τά άλλα δύο κόμματα πού έχουν δηλώσει πίστη στήν παγκοσμιοποίηση, τό ΠΑΣΟΚ
του Γιωργάκη καί τόν πραγματικό εξουσιαστή της ελληνικής κοινωνίας, τόν Συνασπισμό. Τέτοια θηρία γεννούσε τό οθωμανικό
σύστημα, ένα σύστημα πού ο πάμπλουτος εκδότης της Ελευθεροτυπίας Φυντανίδης, φαίνεται νά τό νοσταλγεί αφού τό χαρακτηρίζει
ανεκτικό καί πολυπολιτισμικό...)
Εντός της οθωμανικής επικράτειας, έξω από τά Γιάννενα, βρισκόταν η
μοναδική δημοκρατική κοινωνία εκείνης της εποχής, τό Σούλι.
Ηταν ένα κράτος μέσα σέ ένα κράτος, μόνο πού οι κάτοικοί του ήταν ελεύθεροι, υπερήφανοι καί ανυπότακτοι. Κάποιοι τούς λένε Αρβανίτες, κάποιοι τούς λένε
Ελληνες, τό σίγουρο όμως είναι ότι ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι πού δέν ανέχονταν νά ζούν κάτω από τή βαρβαρότητα του οθωμανικού ζυγού καί φτιάξανε
τέσσερες αετοφωλιές, τέσσερα χωριουδάκια, τό Κακοσούλι, τή Σαμονίβα, τό Αβαρίκο καί τήν Κιάφα όπου κράτησαν άσβεστη τή φλόγα της
παλληκαριάς καί της λευτεριάς. Σύμφωνα μέ τόν Περραιβό πού τούς μύησε στήν Φιλική Εταιρεία:
"..όστις ανέγνωσε τήν παλαιάν ιστορίαν της Σπάρτης, αναγνώση δέ καί τήν νέαν των Σουλλιωτών, θ'απαντήσει, πολλάς
ηρωϊκάς πράξεις ανδρών τε, καί γυναικών εφαμίλλους ταις των Σπαρτιατών..."
Η δημοκρατία του Σουλίου είχε Γερουσία πού δίκαζε σύμφωνα μέ τό βυζαντινό δίκαιο του Αρμενόπουλου, Εκκλησία του Δήμου που αποφάσιζε γιά
ειρήνη καί πόλεμο καί τέλος είχε τόν πολέμαρχο ο οποίος ήταν ή ένας Μπότσαρης ή ένας Τζαβέλλας. Ολους τούς πολέμους πού έκαναν οι
Σουλιώτες εναντίον των πασάδων τούς κέρδισαν καί στήν εποχή της ακμής τους εξουσίαζαν πάνω από εκατό χωριά, ενώ όλοι οι αγάδες τούς
πλήρωναν φόρο υποτέλειας. Ολα αυτά μέχρι πού βρέθηκαν αντιμέτωποι μέ τόν Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Ο Αλή πασάς είχε βάλει σάν στόχο νά απαλλαγεί από αυτή τήν σφηκοφωλιά πού είχε στό πασαλίκι του καί η πρώτη του σοβαρή προσπάθεια έγινε στά
1792. Ξεκίνησε μέ ένα γράμμα πού έστειλε στούς Σουλιώτες οπλαρχηγούς, καλώντας τους νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους γιά νά κτυπήσουν
τούς μπέηδες στό Μπεράτι καί τό Δέλβινο. Πράγματι ο πασάς είχε συγκεντρώσει δέκα χιλιάδες άνδρες μέ πραγματικό στόχο όμως,
τό Σούλι καί όχι τούς Αλβανούς μπέηδες. Οι Σουλιώτες μόλις έλαβαν τήν επιστολή, μαζεύτηκαν στόν ’η Δονάτο,
όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία του Δήμου,
καί μέ προεδρεύοντα τόν Γιώργο Μπότσαρη, αποφάσισαν νά στείλουν μικρή δύναμη εβδομήντα ανδρών στόν Αλή, ώστε καί νά του ικανοποιήσουν τήν
επιθυμία αλλά ταυτόχρονα νά μήν αδυνατίσουν τό Σούλι από μαχητές. Πράγματι τό μικρό σώμα των Σουλιωτών, μέ αρχηγό τόν Λάμπρο Τζαβέλα καί
τό νεαρό γιά του Φώτο, ενώθηκε με τίς δυνάμεις του πασα στή Ζήτσα. Ο πονηρός πασάς αγκάλιασε φιλικά τόν Τζαβέλλα καί αφού γλεντήσαν,
αποφάσισαν νά γίνουν αγώνες στό πήδημα καί στό λιθάρι, μεταξύ των Τουρκαλβανών του Αλή καί των Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες άφησαν τά όπλα τους καί άρχισαν να αγωνίζονται, μέχρι
πού αφοπλισμένους πλέον τούς συνέλαβε ο Αλής, μέ εξαίρεση έναν ανώνυμο Σουλιώτη ο οποίος πρόλαβε καί βούτηξε στό κρύο ποτάμι καί παρά
τίς δεκάδες σφαίρες πού του έριξαν, κατάφερε νά φτάσει στόν Γιώργο Μπότσαρη καί νά τόν ειδοποιήσει γιά τόν κίνδυνο πού πλησίαζε.
Οι Τουρκαλβανοί σίγουροι ότι ο Σουλιώτης είχε πνιγεί, μπήκαν στά έρημα Σουλιωτοχώρια καί ξαφνικά δέχτηκαν βροχή από σφαίρες. Ο αιφνιδιασμός
είχε αποτύχει. Απελπισμένος ο Αλής έφερε τόν Λάμπρο Τζαβέλα και τάζοντάς του χιλιάδες γρόσια, τόν κάλεσε νά πάει στούς συμπατριώτες του
γιά νά τούς πείσει νά παραδοθούν. Ο Τζαβέλας έδωσε "μπέσα" καί φθάνοντας στό Σούλι, έκανε ακριβώς τά αντίθετα, οργανώνοντας
περαιτέρω τήν άμυνα καί εμψυχώνοντας τους αδελφούς του.
Στίς 20 του Ιούλη, ανήμερα του Αη Λιά, χιλιάδες Τουρκαλβανοί μέ αρχηγό τόν Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκαν μέ αλλαλαγμούς εναντίον των Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τό Σούλλι, τή Σαμωνίβα καί τό Ναβαρίκο καί είχαν οχυρωθεί στήν Κιάφα. Ας αφήσουμε όμως τόν γλαφυρότατο Σπύρο Μελά νά περιγράψει τή μάχη: "Οι Σουλιώτες δεχόντανε τίς απανωτές εφόδους μ'ακατάπαυστη φωτιά, πού αραίωνε φοβερά τό στρατό του Αλή. Τά πιό διαλεκτά παληκάρια πέσανε κατά από τά μάτια του Ομέρ Βρυώνη. Ωρες κι ώρες βρέχαν οι Αρβανιτάδες τ'άγρια βράχια μέ τό αίμα τους, χωρίς νά μπορέσουν να κερδίσουν ούτε πιθαμή. Ηταν μεσημέρι, καιγόταν η σιδερόπετρα, ο αέρας είχε ανάψει από τόν ήλιο καί τό ντουφεκίδι, η λαύρα κυμάτιζε καυτερή πάνω από τό λιθάρι καί τό ξερό χορτάρι καί θάμπωνε τά μάτια καί έλιωνε τά κορμιά. Τά ντουφέκια όμως ανάψανε, αραίωσε τό ντουφεκίδι, σβήσανε οι κρότοι, σκόρπισαν οι καπνοί καί μιά παράξενη σιγαλιά απλώθηκε. Τότε γίνηκε κάτι αναπάντεχο πούκρινε τή μάχη. Οι γυναίκες πούχανε καταφύγει μέ τά παιδιά τους στά απάτητα ψηλώματα της Κιάφας, μήν ακούγοντας ούτε ντουφέκι, ούτε φωνή πολεμική, θαρρέψανε πως οι άντρες τους χάσανε τόν αγώνα. Τότε η Μόσχω του Λάμπρου, ψυχή γεμάτη φλόγα, γυναίκα μέ αντρίκιο φρόνημα, έμπηξε φωνή: - Τί καθόμαστε, απάνω στά σκυλιά." Η ξαφνική εμφάνιση των Σουλιωτισών, ξάφνιασε τούς Τουρκαλβανούς καί ανάγκασε τούς Σουλιώτες νά ξεχυθούν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια. Τρείς χιλιάδες εχθρικά κουφάρια γέμισαν τά Σουλιώτικα βουνά, ενώ ο Αλής παρατώντας τή σκηνή του ανέβηκε στό άλογό του καί εξαφανίσθηκε μέ τή συνοδεία του. Στή συνέχεια, απελευθέρωσε τόν Φώτο καί τούς υπόλοιπους ομήρους καί έγινε φόρου υποτελής στούς Σουλιώτες, αναγνωρίζοντάς τους τό δικαίωμα νά ζούν ελεύθεροι στήν πολιτεία τους. |
"Αλή Πασά, χαίρομαι οπού εγέλασα ένα δόλιον, ειμ'εδώ νά διαφεντεύσω τήν Πατρίδα μου εναντίον εις ένα κλέπτην, ο υιός μου θέλει αποθάνει,
εγώ όμως απελπίστως θέλω τόν εκδικήσω πρίν ν'αποθάνω, κάποιοι Τούρκοι, καθώς εσύ, θέλουν ειπή, ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας μέ τό νά
θυσιάσω τόν υιό μου διά τόν εδικόν μου λυτρωμόν αποκρίνομαι, ότι εάν εσύ πάρης τό Βουνόν θέλεις σκοτώσει τόν υιόν μου μέ τό επίλοιπον της
φαμελίας μου, καί τούς συμπατριώτας μου, τότε δέν θά ημπορέσω νά εκδικήσω τόν θάνατόν του, αμμή αν νικήσωμεν, θέλει έχω καί άλλα παιδία,
η γυναίκα μου είναι νέα, εάν ο υιός μου νέος, καθώς είναι,
δέν μένη ευχαριστημένος ν'αποθάνη διά τήν πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος
νά ζήση, καί νά γνωρίζεται ως υιός μου, προχώρησε λοιπόν άπιστε, είμαι ανυπόμονος νά εκδικηθώ. Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας." |
Τό 1797 ο Μέγας Ναπολέων ο Βοναπάρτης κατέλαβε από τούς Βενετούς τά Επτάνησα καί τίς πόλεις της Ηπείρου Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα καί Βόνιτσα.
Ο Αλής, πού γνώριζε άριστα την ευρωπαϊκή διπλωματία, φάνηκε φιλικά πρός τούς Γάλλους, περιμένοντας τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά αρπάξει τίς
κτήσεις τους. Ξεκίνησε από τήν πάντα ανυπότακτη Χειμάρρα, πού ανήκε στό πασαλίκι του Δέλβινου, στέλνοντας τόν Γιουσούφ Αράπη μέ
τρείς χιλιάδες στρατό, ο οποίος επιτέθηκε τήν ώρα πού οι Ρωμηοί ήταν στίς εκκλησίες γιά νά γιορτάσουν τήν Ανάσταση. Παραθέτω
τήν αφήγηση του ιστορικού Σπύρου Μελά:
"Ξημέρωνε Λαμπρή. Οι πληθυσμοί, ανύποπτοι, στίς εκκλησιές, γιορτάζανε τήν Ανάσταση του Κυρίου. Ο Γιουσούφ
Αράπης μοίρασε τούς Αρβανιτάδες στά χωριά, ζώσανε τίς εκκλησίες, ορμήσανε μ'αλαλαγμούς καί γυμνά γιαταγάνια, σφάξανε τούς χριστιανούς
άντρες, γυναίκες, παιδιά, βάψανε πατώματα κι'άγιες τράπεζες μέ τό αίμα των πιστών. Υστερα πήγαν στά σπίτια κάνανε πλιάτσικο καί τάκαψαν.
Τρείς χιλιάδες μακελέψανε, από μία μεγάλη ελιά κρεμάσανε μιά φαμελιά μέ δεκατέσσερα πρόσωπα. Τήν ώρα πού γυρίζανε οι βάρβαροι, μετά τό
μακελειό στή Σαλαώρα, ξεφωνητά φρίκης από τήν παραλία δεχτήκανε τόν στόλο του Γιουσούφ. Είχε στολίσει τά καΐκια μέ τά κομμένα κεφάλια
των Χειμαρριωτών, αιμοστάλακτα καί απαίσια."
Τό 1798, ο φοβερός Αρβανίτης επιτέθηκε εντελώς αιφνιδιαστικά στίς γαλλικές κτήσεις, κατετρόπωσε μέ τό ιππικό του, πού οδηγουσε ο γιός του
ο Μουχτάρ, τούς Γάλλους καί τούς Ελληνες στήν μάχη της Νικόπολης καί κατέλαβε τήν Πρέβεζα. Η τύχη των αιχμαλώτων ήταν
φρικτή. Τούς υποχρέωσαν νά μπούν στήν σειρά καί νά περνούν ένας ένας από τό σπαθί του δήμιου, του Οσμάν Αράπη, ο οποίος μέ μία
σπαθιά χώριζε τό κεφάλι από τό υπόλοιπο σώμα. Τά κεφάλια τά παστώσανε μέ αλάτι καί τά στείλανε στόν σουλτάνο, ο οποίος συνεχάρη
τόν Αλή γιά τίς επιτυχίες του καί από τότε τον ονόμαζε "Ασλάνη" δηλαδή λεοντάρι, ενώ τόν τίμησε με τόν βαθμό "Κιλίτζ Καφτάν",
ισάξιο μέ βεζίρη καί ανώτερο από όλους τούς άλλους πασάδες.
Ομως ο μεγάλος πόθος του Αλβανού ήταν το
Σούλι.
Δέν είχε ξεχάσει ποτέ τήν ταπεινωτική ειρήνη πού είχαν υπογράψει, καί είχε ορκιστεί νά
τούς την ξεπληρώσει μέ αίμα. Ιούνης του 1800. Ο Αλής είχε μαζέψει δεκαπέντε χιλιάδες μαχητές, διαδίδοντας ότι θά εκστρατεύσει κατά των
Γάλλων στήν Αίγυπτο. Ηδη ο γέρο Μπότσαρης είχε εγκαταλείψει τό Σούλι μέ όλη του τή φάρα καί είχε εγκατασταθεί στό Βουλγαρέλι, στούς
πρόποδες των Κιμερίων (Τζουμέρκα), αδυνατίζοντας τήν άμυνα της πατρίδας του. Κατά άλλους, έφυγε δυσαρεστημένος γιατί τήν αρχηγία τήν είχε
αναλάβει ο νεαρός Φώτος Τζαβέλλας, γιός του Λάμπρου πού είχε στό μεταξύ πεθάνει, ενώ κατά άλλους, δωροδοκήθηκε μέ χιλιάδες γρόσια από
τόν διαβόητο πασά. Τό βέβαιο είναι ότι η διχόνοια καί αργότερα η προδοσία, ανίατες ασθένειες της φυλής μας, θά ήταν οι αιτίες της
πτώσης του Σουλίου. Τά οθωμανικά στρατεύματα ανεχώρησαν από τά Ιωάννινα καί στήν διαδρομή τους έγινε γνωστό ότι κατευθύνονταν νά
υποτάξουν τούς γκιαούρηδες πού αψηφούσαν τό νόμο του Ισλάμ, τους άπιστους Σουλιώτες. Ο Βεζίρης θά έζωνε τό Σούλι από όλες τίς πλευρές.
Ο ίδιος μέ χίλιους άντρες έστησε τό αρχηγείο του στή Λίπα. Ο Σιλιχτάρ Μπόντα μέ δύο χιλιάδες, έπιασε τό κάστρο της
Μπογόρτσας, οι στρατηγοί Χατζή Μπέντο, Μπεκίρ Τζογαδώρο καί Μουσταφά Ζυγούρη μέ τρείς χιλιάδες στρατοπέδευσαν στήν
Ζερμή, ενώ ένα σώμα μέ αρχηγούς τόν Γιουσούφ Αράπη, τόν Χασάν Τσαπάρη καί τόν Σουλεϊμάν Τζόπανο πέρασαν τό γεφύρι
της Τσουκνίδας του Αχέροντα καί στρατοπέδευσαν στή Νεμίτσα.
Γιά τήν οργάνωση της άμυνας των Σουλιωτών, ο αυτόπτης μάρτυρας Χριστόφορος Περραιβός μας διηγείται τά ακόλουθα:
"..συναθροισθέντες άπαντες πλησίον του ναού του αγίου Γεωργίου, καί συσκεφθέντες αποφάσισαν από μικρού έως μεγάλου,
ή νά νικήσωσιν, ή ν'αποθάνωσι υπέρ Πατρίδος, μιμούμενοι τούς Πατέρας, Πάππους, καί προσπάππους αυτών, ούτοι πάντες δέν ήσαν πλείονες των
δύο χιλιάδων μαχητών, εξ ών οι σημαντικώτεροι ήσαν:
Φώτος Τζαβέλλας, Δήμος Δράκος, Τούσας Ζέρβας, Τζήμας Ζέρβας, Κουτζονίκας, Γκόγκας Δαγκλής, Γιαννάκης Σέχος, Κωλέτζης Φωτομάρας,
Πάσχος Λάλας, Βεΐκος Ζάρμπας, Θανάσης Πάνου, Γεώργιος Μπούζμπος, Ζηγούρης Διαμαντής, Πανταζής, Δότας, Κολιοδημήτρης, Αναστάσης Βάγιας,
Κίτσος Πανταζής, Γιωργάκης Μπότζης, Γεώργιος Καραμπίνης, Κίτσος Πανομάρας."
Καί όμως παρά τίς ανώτερες δυνάμεις τους, οι Τουρκαλβανοί του πασά ταπεινώθηκαν πάλι απο τούς Σουλιώτες. Διακρίθηκε ο
Φώτος Τζαβέλας πού σκότωσε ο ίδιος τόν Μουσταφα Ζυγούρη σέ μία μάχη στό Σειστρούνι, αναγκάζοντας τούς εχθρούς σέ
άτακτη φυγή, ενώ τρείς μέρες μετά, έπεσε σάν κεραυνός, μέσα στή βροχερή νύκτα, στό στρατόπεδο των Τσάμηδων στή Βριζάχα
καί τούς εξόντωσε μέχρι ενός. Ο Αλής λύσσαξε από τό κακό του καί γύρισε στά Γιάννενα, αλλά αυτή τή φορά άφησε τά
στρατεύματα στίς θέσεις τους, δίνοντας εντολές νά κατασκευαστούν πύργοι γύρω από τά Σουλιωτοχώρια,
ώστε νά αποκλειστούν οι Σουλιώτες από τίς γύρω περιοχές καί ιδιαίτερα από τήν Πάργα, από όπου προμηθεύονταν τίς τροφές τους.
Οι χειμώνες του 1801 καί του 1802 αποδείχτηκααν πολύ σκληροί καί αδυσώπητοι γιά τούς Σουλιώτες. Η πείνα καί το κρύο
τούς θέρισε, "..τά σώματά τους εκατεστάθηκαν ξηρότατα, τά πρόσωπα κατάμαυρα, τά όμματα άγρια, τά
ποδάρια κλονούμενα ένθεν κακείθεν από τήν πείναν..." (Υδρωμένος), ενώ μάταια προσπαθούσαν νά σπάσουνε τόν
αποκλεισμό γιά νά προμηθευτούν λίγο αλεύρι καί λίγο καλαμπόκι.
Οι συνεχείς νυκτερινές επιδρομείς κατά των πύργων πού τούς είχαν κλείσει τά περάσματα δέν απέφεραν αποτέλεσμα.
Ο Βεζύρης προσπάθησε καί μέ χρήματα νά εξαγοράσει τό Σούλι. Ο Περραιβός μάς διασώζει τήν λακωνική καί
ταυτόχρονα πατριωτική απάντηση πού έδωσαν οι φτωχοί καί αγράμματοι αυτοί χωριάτες, τήν ίδια ώρα πού ψυχορραγούσαν, καί εμείς ας τήν συγκρίνουμε
μέ τίς απαντήσεις καί τήν διπλωματία πού ασκούν οι απόφοιτοι των Πανεπιστημίων καί πάμπλουτοι ηγέτες της σύγχρονης Ελλάδας:
"Βεζύρ Αλή Πασά σέ χαιρετούμεν
Η πατρίς μας είναι ασυγκρίτως γλυκυτέρα καί από τά πουγκιά σου καί από τούς ευτυχείς τόπους, τούς οποίους υπόσχεσαι νά μας δώσης, όθεν ματαίως κοπιάζεις, επειδή η ελευθερία μας δέν πωλείται, ούτ'αγοράζεται σχεδόν μέ όλους τούς θησαυρούς της γής, παρά μέ τό αίμα, καί θάνατον έως του τελευταίου Σουλλιώτου."
Τό 1803 η κατάσταση των Σουλιωτών έγινε ακόμα πιό δύσκολη. Ο παμπόνηρος Βεζύρης κάλεσε τόν Κίτσο Μπότσαρη νά πάει στό
Σούλλι νά διαπραγματευτεί ειρήνη, μέ τόν όρο νά εξορισθεί ο Φώτος Τζαβέλας. Ο κρυφός του σκοπός ήταν νά σπείρει τή διχόνοια
ανάμεσα στούς δύο αρχηγούς, κάτι πού τό κατάφερε, αφού ο Φώτος δυσαρεστημένος από τήν αποδοχή του σχεδίου από
τούς συμπατριώτες του, πυρπόλησε τό σπίτι του καί αποχώρησε από το Σούλι μέ τήν οικογένειά του. Ο Αλής έτριβε τά χέρια
του από τήν ικανοποίηση καί κάλεσε τώρα τόν Τζαβέλα στά Γιάννενα, θέτοντας νέους όρους γιά τό Σούλι. Αφού οι διαπραγματεύσεις
απέτυχαν έριξε τόν Φώτο στά μπουντρούμια, στερόντας τούς Σουλιώτες από τόν ικανότερο αρχηγό τους.
Τήν αρχηγία τώρα των στρατευμάτων τήν είχε αναλάβει ο άλλος γιός του βεζύρη, ο Βελής ο οποίος κατάφερε στό μεταξύ νά πατήσει
τόν Αβαρίκο, τή Σαμονίβα καί τήν Κιάφα, περιορίζοντας τούς Σουλιώτες στό Κούγκι
(ράχη στά αρβανίτικα) καί στά βράχια της Μπίρας (τρύπα στα αρβανίτικα). Τώρα σειρά είχε η προδοσία, η οποία
θά έδινε τήν χαριστική βολή στήν ανυπότακτη καί περήφανη εκείνη γωνιά της Ηπείρου. Πήλιος Γούσης ήταν τό όνομα του
προδότη, ο οποίος παρουσιάσθηκε μία νύκτα στόν Βελή καί του ζήτησε 9000 γρόσια γιά νά οδηγήσει τούς Τουρκαλβανούς του
μέσα στό Σούλι, όπως καί έγινε στίς 25 του Σεπτέμβρη του 1803. Οι Σουλιώτες αιφνιδιάστηκαν καί αποτραβήχτηκαν στόν
Αγιο Δονάτο, έχοντας στά νώτα τους τό Κούγκι, όπου βρισκόταν τό μικρο φρούριο της Αγίας Παρασκευής,
πού είχε κατασκευάσει ο μοναχός Σαμουήλ. Ο Βελής αμέσως έστειλε κύρηκες στά Γιάννενα νά διαλαλήσουν τήν κατάληψη
του Σουλίου, ο δέ πατέρας του μόλις έμαθε τά νέα, έβγαλε τόν Φώτο Τζαβέλα από τά μπουντρούμια καί κρατώντας ομήρους τήν
οικογένειά του, τόν έστειλε στούς συντρόφους του γιά νά τούς πείσει νά εγκαταλείψουν μιά γιά πάντα τήν πατρίδα τους.
Ενώ ο Κίτσος Μπότσαρης καί ο γέρο Κουτσονίκας είχαν υπογράψει συνθήκη παράδοσης του Σουλίου, ο Φώτος
αρνήθηκε νά προσυπογράψει καί στίς 7 του Δεκέμβρη του 1803, έδωσε στό Κούγκι τήν ύστατη μάχη, έχοντας στό πλευρό του
τήν περίφημη Χάιδω Σέχου, η οποία είχε γεμίσει τά δάκτυλά της μέ τά δακτυλίδια των Τούρκων πού σκότωνε σέ κάθε μάχη.
Τελικά οι Σουλιώτες, περικυκλωμένοι καί απομονωμένοι καί έχοντας στά χέρια τους γραπτές εγγυήσεις από τό βεζίρη, ότι δέν
θά τούς παρενοχλούσε, αποφάσισαν νά εγκαταλείψουν τήν πολιτεία τους στίς 12 Δεκέμβρη του 1803.
Οι φάλαγγες της εξόδου ήταν τρείς. Η πρώτη μέ αρχηγούς Δήμο Δράκο, Φώτο Τζαβέλλα, Τζήμα Ζέρβα, Γκόγκα Δαγκλή καί Πανομαρά
κινήθηκε δυτικά πρός τήν Πάργα. Η δεύτερη κινήθηκε κατά τήν Πρέβεζα καί η τρίτη μέ αρχηγούς Κίτσο καί Νότη Μπότσαρη, Κουτσονίκα,
Παλάσκα, Κολέτση καί Φωτομάρα κινήθηκε κατά τό Ζάλογγο. Ξεφνικά οι Σουλιώτες πού έφευγαν, άκουσαν μία τρομερή έκρηξη
σάν σεισμό καί κατάλαβαν ότι ο καλόγερός τους ο Σαμουήλ δέν θά άφηνε ποτέ τό Σούλι. Θάφτηκε κάτω από τό κάστρο στό Κούγκι,
παίρνοντας καί αυτός μέ τή σειρά του μία θέση στά Ηλίσια πεδία.
Τήν πρώτη φάλαγγα τή κτυπήσανε οι Αρβανίτες του Σιλλικτάρ Μπόντα, κοντά στήν Πάργα αλλά επειδή οι Σουλιώτες ήταν
πολυάριθμοι καί έλαβαν βοήθεια από τούς Παργινούς κατάφεραν νά φτάσουν στή σωτηρία μέ μικρές απώλειες. Οι άλλες δύο
όμως φάλαγγες των Σουλιωτών, πού ήταν καί πιό ολιγάριθμες είχαν πολύ τραγική κατάληξη. Τήν φάλαγγα των Μποτσαραίων
τήν κτύπησε ο Μπεκήρ Τζογαδώρος στό
Ζάλογγο.
Οι Σουλιώτες γιά δύο μερόνυκτα έδωσαν μάχη καί όταν τούς έλειψαν τά φυσέκια,
έκαναν νυκτερινή έξοδο μέ τά σπαθιά στά χέρια. Πολλοί σκοτώθηκαν, οι αρχηγοί έσπασαν τόν κλοιό, αλλά εξήντα γυναίκες
μέ τά μωρά στά χέρια δέν κατάφεραν νά ξεφύγουν καί απομονώθηκαν στήν κορυφή ενός γκρεμού. Εσυραν τότε μέ αργό ρυθμό τό
χορό του θανάτου καί όποια έφτανε στά χείλη του βαράθρου, πέταγε τό παιδί της καί μετά έπεφτε καί η ίδια. Οταν οι
βάρβαροι ανέβηκαν στήν κορυφή, δέν είχε μείνει ούτε μιά γυναίκα γιά νά τήν αρπάξουν. Κείτονταν όλες νεκρές στήν άβυσσο
καί τό πυκνό χιόνι πού έπεφτε τίς σκέπαζε, αλλά η θύμησή τους δέν θά σκεπαστεί καί δέν πρέπει νά σκεπαστεί, όσο
καί αν προσπαθήσουν οι σύγχρονοι νοσταλγοί της Οθωμανοκρατίας καί οπαδοί του πολυπολιτισμού.
Τά μαρτύρια όμως των Μποτσαραίων δέν τελείωσαν ακόμα. Ο Αλής ειδοποιημένος από άλλον προδότη, τόν Κώστα Πουλή, έστειλε
τόν Αγο Μουχουρδάρη μέ επτά χιλιάδες ανδρες, γιά νά τούς αποτελειώσει. Οι Σουλιώτες, μαζί μέ τό νεαρό τότε Μάρκο
(γιό του Κίτσου Μπότσαρη), ταμπουρώθηκαν στό μοναστήρι του Σέλτσου καί άντεξαν γιά τρείς μήνες τήν πολιορκία.
Τόν Απρίλη όμως του 1804, άλλος προδότης, ο Γιώργης Κίριος, οδήγησε από κρυφό μονοπάτι τούς Τούρκους στό μοναστήρι.
Ο Γιάννης Μπότσαρης σκοτώθηκε, ενώ ο Νότης έπεφτε μισοπεθαμένος από τίς λαβωματιές. Ακολούθησαν στιγμές
φρίκης καθώς οι Τούρκοι χυμούσαν νά αρπάξουν τά γυναικόπαιδα. Η εικοσάχρονη Λένω, κόρη του Νότη, στήν όχθη του
Ασπροποτάμου, σκότωσε τόν πρώτο Τούρκο πού τήν άρπαξε, ενώ μέ τόν δέυτερο Τούρκο βούτηξε μέσα στό ποτάμι καί δέν ξαναφάνηκε. Από τότε τό μέρος εκείνο
έμεινε μέ τό όνομα: "Τό πήδημα της καπετάνισσας."
Αντίστοιχη ήταν καί η μοίρα όσων κινήθηκαν κατά τήν Πρέβεζα. Οι Τουρκαλβανοί τούς πρόλαβαν καί τούς επιτέθηκαν στή Ρηνιάσα. Ανάμεσα στούς Σουλιώτες ήταν η Δέσπω, γυναίκα του Γιώργη Μπότση, η οποία μαζί μέ τίς κόρες της, τίς νύφες της καί τά εγγόνια της, έντεκα συνολικά, πρόλαβε νά κλειστεί στόν Κουλά της οικογένειάς της (κουλάς σημαίνει πύργος στά τούρκικα). Οι γυναίκες πολεμήσαν σάν άνδρες τόν εχθρό, ο οποίος όμως πάτησε τόν πύργο. Η γριά Δέσπω μόλις είδε τόν πρώτο αλλόθρησκο, έριξε τό δαυλί στο μπαρούτι καί έγινε τραγούδι. |
"Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν. Μήνα σέ γάμο ρίχνονται, μήνα σέ χαροκόπι; Ούτε σέ γάμο ρίχνονται, ούτε σέ χαροκόπι. Η Δέσπω κάνει πόλεμο μέ νύφες καί μ'αγγόνια. Αρβανιτιά τήν πλάκωσε στου Δημουλά τόν πύργο. -Γιώργαινα, ρίξε τ'άρματα, δέν είναι δώ τό Σούλι. Εδώ 'σαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων. -Τό Σούλι κι'αν προσκύνησε κι'αν τούρκεψεν η Κιάφα, η Δέσπω στό χέρι άρπαξε, κόρες καί νύφες κράζει: -Σκλάβες Τουρκών μή ζήσουμε παιδιά μαζί μ'ελάτε! καί τά φυσέκια τ'άναψε κι'όλες φωτιά γινήκαν." |
Αλλες εστίες αντίστασης της Ρωμιοσύνης βρίσκονταν στή Ρούμελη, τή Θεσσαλία καί τή Μακεδονία. Οι κλέφτες
του Ολύμπου καί οι αρματολοί των Αγράφων αψηφούσαν τούς νόμους των πασσάδων καί πολεμούσαν τήν Τουρκιά. Ενας
από αυτούς ήταν ο παπά Θύμιος Μπαχλάβας. Κατάγοταν από ένα χωριό της Καλαμπάκας καί μαζί μέ τά αδέλφια του Δημήτρη καί Θόδωρο
κυριάρχησαν στά Χάσια αλλά καί στόν Όλυμπο. Ο Αλής όμως έστειλε αλλεπάλληλα στίφη Αλβανών γιά νά
τόν κτυπήσει καί ο παπα Θύμιος κατέφυγε στή Σκιάθο, όπου μαζί μέ Νικοτσάρα, Σταθά, Ρομφέη, Κολοκοτρώνη, Λάζο καί
άλλους οπλαρχηγούς οργάνωσαν πειρατικό στόλο κτυπούσαν τούρκικα πλοία, έκαναν επιδρομές στά παράλια της Μικράς Ασίας,
καί κατέσφαζαν τούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Τό κάθε πλοίο έφερε τό όνομα της
ιδιαίτερης πατρίδας του κάθε καπετάνιου, όπως Βάλτος, Μωρηάς, Ρούμελη, Όλυμπος, Κασάντρα
ενώ γενικός αρχηγός του στόλου είχε οριστεί ο Γιάννης Σταθάς.
Ο Μπαχλάβας επανήλθε στή Θεσσαλία καί κύρηξε επανάσταση στίς
29 Μαΐου 1808, επέτειο της άλωσης της Πόλης. Ο Αλή πασάς αντέδρασε αμέσως καί έστειλε τόν γιό του Μουχτάρ μέ
πέντε χιλιάδες Τούρκους καί Αλβανούς γιά νά καταστείλει τήν επανάσταση. Ο Μουχτάρ, βοηθούμενος από τόν
προδότη αρματωλό του Μετσόβου Δεληγιάννη,
αιφνιδίασε τα αδέλφια Δημήτρη καί θεόδωρο Μπαχλάβα πού είχαν οχυρωθεί στό Καστράκι των Μετεώρων μέ εξακόσιους Ρωμηούς
καί τούς εξόντωσε μέχρι ενός. Τά κεφάλια των πεσόντων τά πάστωσε καί τά έστειλε στά Γιάννενα. Ο παπά Θύμιος πού δέν πρόλαβε
νά βοηθήσει τά αδέλφια του, συνελήφθη ύστερα από δόλο καί ο βεζύρης των Ιωαννίνων τόν βασάνισε απάνθρωπα, όπως εκείνος
γνώριζε, γιά νά του αποκαλύψει καί άλλα ονόματα επαναστατών. Ο Σπύρος Μελάς περιγράφει τό μαρτύριο του Μπαχλάβα:
"Τόν ξαπλώσανε πάνω στό μακρύ πάγκο, τόν δέσανε μάνι-μάνι μέ τίς αλυσίδες απ'τό στήθος, τή μέση,
του περάσανε τά σιδερένια βραχιόλια, χέρια καί πόδια. Τους είχανε κάνει μαστόρους, ειδικούς καί σπουδαίους στην τέχνη,
αυτούς τούς γύφτους, τους ατσίγγανους μπόγηδες. Κι'αρχίζουνε, μέ τά χαντζάρια, νά τόν λιανίζουνε σαν τό κριάρι.
Καί δέ βιάζονται - δέ βιάζονται καθόλου. Μιά πρώτη χαντζαριά του κόβει τά δάχτυλα των ποδιών. Τό αίμα τινάζεται,
άλικα, μικρά συντριβάνια. Καί δέυτερη χαντζαριά καί τρίτη καί τέταρτη. Του λιανίζουνε τά χέρια, του ανοίγουνε τά σπλάχνα.
- Μαρτύρα ορέ Βλαχάβα!
Μα ο παπα-Θύμιος δέν μίλησε.."
Ο Νικοτσάρας ήταν ένας ακόμα σημαντικός καπετάνιος πού έδρασε εκείνη τήν περίοδο στή
Μακεδονία
αλλά καί στά νησιά της
Ασπρης θάλασσας, όπως λέγανε τότε τό Αιγαίο. Γιός του Πάνου Τσάρα, ο οποίος ήταν πρωτοπαλλήκαρο του Ζήδρου,
όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του, ανέλαβε στρατιωτικά καθήκοντα σέ νεαρή ηλικία καί ξεχώρισε γιά τήν τόλμη του, καί τήν
αποφασιστικότητά του. Τά ορμητήρια του στολίσκου του ήταν η Σκόπελος καί η Σκίαθος.
Τόν Ιούλιο του 1807, ο Νικοτσάρας μέ 400 άντρες, αποβιβάσθηκε στό Σταυρό Χαλκιδικής μέ σκοπό νά κινηθεί στή
Σερβία καί νά βοηθήσει τούς Σέρβους πού είχαν επαναστατήσει κατά των Οθωμανών. Μέ τό μικρό του εκστρατευτικό σώμα
κινήθηκε βόρεια, έχοντας υψώσει τήν ημισέλινο γιά νά εξαπατήσει τούς Τούρκους. Εγινε όμως αντιληπτό τό τέχνασμά του και
κινήθηκαν εναντίον του αναρίθμητες στρατιές
Γιουρούκων (Γιουρούκοι ή Κονιάρηδες ήταν Τούρκοι μετανάστες από τό Ικόνιο της Μικράς Ασίας πού εποίκησαν τήν Μακεδονία,
προκειμένου νά αλλοιώσουν τόν πληθυσμό της). Ο Νικοτσάρας πολέμησε μερόνυκτα στίς Σέρρες, τό Νευροκόπι, τή Ζίχνα καί
διατρέχοντας ορεινά μονοπάτια καί ποτάμια κατάφερε νά φθάσει στό
Αγιον Ορος,
καί νά σωθεί, ύστερα από δίμηνη ταλαιπωρία καί έχοντας μείνει μόνο μέ 50 άντρες. Ο Νικοτσάρας σκοτώθηκε λίγο αργότερα στό
Λιτόχωρο, πολεμώντας εναντίον των κατακτητών καί τό σώμα του τό έθαψαν στή Σκίαθο.
Θρυλικά ονόματα της κλεφτουριάς πού έδρασαν στά Αγραφα καί στό Καρπενήσι ήταν του Τσόγκα, του Λιακατά,
του Δίπλα, του Λεπενιώτη, του Χασιώτη, του Μπουκουβάλα, του Λιβίνη, του Καφρίτσα, του Κατσικογιάννη και του Κατσαντώνη.
Ο Κατσαντώνης ήταν Σαρακατσάνος γεννήθηκε τό 1775 καί από μικρός πήρε τά βουνά μαζί μέ τά αδέλφια του Γιώργο
(Χασιώτη) καί Κώστα (Λεπενιώτη) καί ενώθηκε μέ τούς κλέφτες του θείου του, τού περίφημου Δίπλα. Ο Αλής
τόν έπιασε καί τόν φυλάκισε, σέ ηλικία 25 ετών καί του πρότεινε να γίνει τζοχαντάρης (σωματοφύλακας). Οταν αυτός αρνήθηκε
τόν βασάνισε, τόν φυλάκισε αλλά εκείνος κατόρθωσε νά δραπετεύσει καί ορκίστηκε νέ εκδικηθεί τον τύραννο.
Η πρώτη σύγκρουση του Κατσαντώνη με τους Τουρκαλβανούς έγινε στην Τριφύλλα της Ευρυτανίας το 1802, όπου οι
300 Τουρκαλβανοί υπό τον δερβέναγα Ιλιάσμπεη έπαθαν πανωλεθρία και ο ίδιος ο αγάς σκοτώθηκε από τον Κατσαντώνη.
Ο αιμοσταγής Γιουσούφ Αράπης ανέλαβε νά εξοντώσει τότε τόν οπλαρχηγό. Λεηλατώντας τά χωριά του Βάλτου καί του
Ξηρόμερου, ο Γιουσούφ προκαλούσε τόν Κατσαντώνη νά έρθει νά τόν αντιμετωπίσει. Ο Ρωμηός καπετάνιος διάλεξε ο ίδιος τή
θέση καί τό χρόνο της μάχης, η οποία έγινε στήν Κατούνα του Βάλτου καί κατέληξε μέ τήν εξόντωση 150 Αλβανών
μισθοφόρων καί του αρχηγού τους Κουτσομουσταφάμπεη. Τόν Ιούλιο του 1806 στήν περιοχή Του πουλιού η βρύση,
κοντά στό Κεράσοβο Ευρυτανίας, νίκησε τόν Χασάν Μπελούση μέ τούς Αρβανίτες του. Ο Αλής είχε λυσσάξει
από τίς συνεχείς νίκες του γκιαούρη καί έστειλε τόν καλύτερο αξιωματικό του, τόν Βεληγκέκα γιά νά τόν εξοντώσει.
Συναντήθηκαν στή θέση Αλαμάνου των Αγράφων τό Μάη του 1807. Ο Κατσαντώνης μονομάχησε μέ τόν Βεληγκέκα καί τόν σκότωσε,
μέ αποτέλεσμα οι Αλβανοί νά υποχωρήσουν τρομοκρατημένοι.
Τον Βελη-Γκέκα τον έφεραν στη Χρύσω και τον έθαψαν στο "Τουρκόμνημα", μέσα σε λαξευτό μνήμα. Απ' αυτό σώζονται και
σήμερα ακόμη δυο πέτρες του και ένα κιονόκρανο.
Ο Κατσαντώνης έγινε ο θρύλος των Αγράφων, ο φόβος και ο τρόμος των Τορυρκαλβανών καί των κοτζαμπάσηδων, αλλά και ο
στοργικός προστάτης καί αγαπημένος των χριστιανών και των αδικημένων. Μόνιμα και σίγουρα στέκια του καπετάνιου ήσαν τα
Μοναστήρια της Τατάρνας και τ' Αι-Γιαννιού στο Παλαιοκάτουνο.
Τον Ιούνιο του 1807 ο Κατσαντώνης μαζί με το Γερο-Δίπλα, τον Κίτσο Μπότσαρη (γιό του Γιώργου καί πατέρα του Μάρκου)
και άλλους καπεταναίους έδωσαν γενναία μάχη με τους Τούρκους στη γέφυρα Μανώλη,
κοντά στό μοναστήρι της Τατάρνας. Στη μάχη εκείνη πιάστηκε αιχμάλωτος ο Κατσαντώνης, αλλά ο Γερο-Δίπλας θέλοντας να τον
σώσει, έπεσε ο ίδιος ανάμεσα στους Τούρκους λέγοντας τους πως αυτός είναι ο Κατσαντώνης και όχι εκείνος, ο
πραγματικός που συλλάβανε. Οι Τούρκοι, που δε γνώριζαν τον Κατσαντώνη, τον πίστεψαν και σκότωσαν το γέρο-Δίπλα. Έτσι σώθηκε τότε
ο "αετός των Αγράφων", χάρη στήν αυτοθυσία του θείου του.
Τό καλοκαίρι του 1808, ο Κατσαντώνης αρρώστησε καί βρήκε καταφύγιο μαζί μέ τόν αδελφό του Χασιώτη καί πέντε παλληκάρια σέ μία σπηλιά
στό Μοναστηράκι των Αγράφων. Ο Αλής, ενήμερος από τούς χαφιέδες του, έστειλε τόν Αγο Μουχουρτάρη νά ανακαλύψει
"πάση θυσία" τόν Ρωμιό καπετάνιο. Μετά από προδοσία ο Μουχουρτάρης ανακάλυψε τό κρησφύγετο, συνέλαβε τά δύο αδέλφια καί τά οδήγησε στά Γιάννενα.
Εκεί σύμφωνα μέ τόν Yemeniz: "Οι δύο φυλακισμένοι καταδικάστηκαν νά συρθούν στόν τόπο εκτέλεσης,
κάτω από ένα πελώριο πλατάνι, στήν πύλη των Ιωαννίνων καί νά τούς συντρίψουν τά μέλη πάνω στό αμόνι.
Ο πασάς παρευρίσκονταν καθισμένος στή σκιά του πλατανιού καί απολάμβανε τό θέαμα των δύο αδελφιών νά συντρίβονται τά
κόκκαλά τους καί νά βογκούν από τούς πόνους."
Κλέφτες - Αρματολοί - Αγγελοι της Ελευθερίας
Στά βουνά του Μωριά, της Ρούμελης, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου καί της Μακεδονίας, φυσούσε καθαρός αέρας, αέρας γεμάτος
λεβεντιά, περηφάνεια καί λευτεριά. Στά βουνά αυτά ανέπνεε η Ρωμιοσύνη, η ελεύθερη Ρωμιοσύνη, γιατί στούς κάμπους καί
στίς πολιτείες, οι ραγιάδες ασφυκτιούσαν από τήν μπόχα της μιζέριας, της ταπεινοσύνης, της δουλοπρέπειας, του προσκυνήματος.
Ο Προμηθέας έκλεψε τή φωτιά από τούς θεούς καί τήν έδωσε στούς ανθρώπους καί οι κλεφταρματολοί έκλεβαν από τούς πασσάδες
καί τούς τουρκοπροσκυνημένους κοτζαμπάσηδες γρόσια καί έδιναν ελπίδα στούς ραγιάδες.
Οι κλέφτες δέν υπήρξαν άγιοι, υπήρξαν όμως ανυπότακτοι, δέν ήταν πολιτισμένοι ήταν όμως απροσκύνητοι, δέν ήταν μορφωμένοι ήταν όμως περήφανοι. Η "μαγιά της λευτεριάς", όπως τούς χαρακτηρίζει ο Μακρυγιάννης, ήταν αυτοί πού θά αποτελούσαν τήν ώρα του ξεσηκωμού τά βασικά στρατιωτικά στελέχη πού θά καθοδηγούσαν τίς μάζες των χωρικών, θά οργάνωναν τά στρατιωτικά σώματα καί θά ταπείνωναν γιά εννέα χρόνια τόν οργανωμένο στρατό της μεγαλύτερης στρατιωτικής αυτοκρατορίας εκείνης της εποχής, μίας αυτοκρατορίας πού ξεκινούσε από τόν Δούναβη καί τόν Καύκασο καί έφθανε στήν Αίγυπτο καί τήν Υεμένη. Ο Γέρος του Μωριά αναφέρει στα απομνημονεύματά του, πού έγραψε ο Τσερτσέτης: "Αυτό τό είδος της ζωής πού κάναμε, μάς βοήθησε πολύ εις τήν επανάσταση, διότι ηξεύραμεν τά κατατόπια, τούς δρόμους, τίς θέσεις, τούς ανθρώπους, εσυνειθίσαμεν νά καταφρονούμεν τούς Τούρκους, νά υποφέρωμεν τήν πείναν, τήν δίψαν, τήν κακοπάθειαν, τήν λέραν καί καθεξής." |
"Μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω. Δεν ημπορώ, δεν δύναμαι, εμάλλιασε η καρδιά μου. Θα πάρω το ντουφέκι μου να πάω να γενώ κλέφτης να κατοικήσω στα βουνά και στις ψηλές ραχούλες. θα φύγω μάνα και μην κλαις μόν' δος μου τη ευχή σου κι ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω. Ορκο έχω τό σπαθί μου καί σταυρό στό χαϊμαλί μου Τούρκο ναύρω νά σκοτώσω καί Ρωμιό νά ξεσκλαβώσω. Μαύρη ζωή που κάνομε εμείς οι μαύροι κλέφτες. Ποτέ μας δεν αλλάζαμε και δεν ασπροφορούμε. Ολημερίς στον πόλεμο τη νύχτα καραούλι. Δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος. Ζεστό ψωμί δεν έφαγα γλυκό κρασί δεν ήπια, τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα." |
Οι αρματολοί ως γνωστόν ήταν στρατολογημένα όργανα από τόν κατακτητή, γιά νά καταδιώκουν τούς κλέφτες, αλλά διώκτης καί διωκόμενος τίς περισσότερες φορές δέν ξεχώριζαν, καί όπως έλεγε ο αρματωλός Οδυσσέας Ανδρούτσος όταν πελεμούσε μέ τόν κλέφτη γερο-Πανουργιά, ".. τό κάνα γιά νά γίνεται θόρυβος καί νά ακούει ο Αλής ότι κτυπιόμαστε καί μετά σμίγαμε". Τά "καπάκια" ήταν ψεύτικες συμφωνίες ποέ έκαναν οι αρματολοί μέ τούς μπέηδες, γιά νά τούς πληρώνουν τούς "λουφέδες" (μισθούς των παλληκαριών), μέχρι πού σέ κατάλληλη στιγμή κτυπούσαν τά πασαλίκια σέ συνεργασία μέ τούς κλέφτες. Ο ραγιάς χωρικός συνήθιζε νά λέει: "Και στον κλέφτη ψωμί και στον αρματολό χαμπέρι". Φημισμένοι κλεφταρματολοί της Μακεδονίας ήταν οι Τζαχιλαίοι στή Ραψάνη, ο Καρατάσος καί Γάτσος στή Βέροια, ο Ρομφέης στή Νάουσα, οι Ζιακαίοι στά Γρεβενά, ενώ νοτιότερα έδρασαν: στά Αγραφα ο Μηλιώνης, ο Ζήδρος, ο Γιάννος Μπουκουβάλας, ο Ισκος, οι Γιολδασαίοι, ο Ράγκος, ο Σαφάκας, στό Πατρατζίκι (Υπάτη) οι Κοντογιανναίοι, στόν Ασπροπόταμο (Αχελώο) ο Στουρνάρης, στα Χασια οι Μπαχλαβαίοι, στόν Ολυμπο οι Λαζαίοι, στό Καρπενήσι οι Βλαχόπουλοι. Στα 1780 έδρασε καί ο κλεφταρματολός του Καρπενησίου Καφρίτσας πού αρνήθηκε να δηλώσει υποταγή στον ντερβέν-ντιζίρη Αλή πασά, κι εκείνος έριξε εναντίον του το φοβερό Γιουσούφ Αράπη, που στα 1789 πήρε σβάρνα τ' ’γραφα με 3 χιλιάδες Τουρκαλβανούς, τον κύκλωσε στο σπίτι του και, αφού τον συνέλαβε, τον έγδαρε ζωντανό. Στή Βόνιτσα ξεχώρισαν οι Γριβαίοι, στό Ξηρόμερο οι Βαρνακιώτηδες, στό Βάλτο οι Σταθάδες, στόν Παρνασσό ο Ανδρίτσος.
Στήν Πελοπόννησο δέν είχε εφαρμοστεί τό αρματολίκι, αν καί ήταν μία χώρα σέ μόνιμη εξέγερση καθ'όλη τή διάρκεια της τουρκοκρατίας. Φημισμένοι κλέφτες ήταν ο Παναγιώταρος Βενετσανάκης, ο Θεόδωρος Καράμπελας, ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης (πατέρας του θοδωράκη) καί ο θρυλικός Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης. Ο Ζαχαριάς κυνηγούσε όχι μόνο τούς πασάδες, αλλά καί τούς κοτζαμπάσηδες πού συνεργάζονταν μέ τόν κατακτητή καί πλούτιζαν εις βάρος του φτωχού ραγιά. Στό παρακάτω γράμμα, τούς ζητάει χρήματα γιά νά πληρώσει τούς μισθούς των παλληκαριών του, γιατί δέν πρέπει νά ξεχνάμε ότι η συντήρηση καί διατροφή εκατό, διακοσίων ή καί παραπάνω μαχητών ήταν μία επίπονη καί δαπανηρή προσπάθεια:" ... Εβγήκα πού βγήκα [κλέφτης], αλλά νά μέ βοηθάτε στούς λουφέδες νά είμαι φύλακας των χριστιανών καί προστάτης αυτών. Εχω συντρόφους πολλούς καί γυρεύουν λουφέδες γιά νά ησυχάσουν. Πώς θά ζήσωμεν εμείς; Έχομεν τή γενεά του Παναγιώταρου από τήν Καστάνιαν, τόν Καράμπελα, τό Μακρυγιάννη, τούς Πετμεζαίους, τόν Κολοκοτρώνη, τό Νικήτα, τόν Αναγνωσταρά, τό Γιώργο τόν Κουντάνη, τό Σταματέλο τόν Αλεποχωρίτη, τόν Πέτρο τόν Μαντάν, τόν Μητροπέτροβα, τό Μητρομάρα, καπετανάτα 24 καί θέλουν έξοδα καί λουφέδες. Αν δέν διορθώστε να πληρωνόμαστε σέ ούλα τά βιλαέτια, θά βροντήση τό ντουφέκι, καί σπαθί καί φωτιά στούς φαγάδες, καί θά πάρη ο διάβολος τήν Τουρκιά καί τούς τουρκολάτρες." (Α ρέ Ζαχαριάς πού χάθηκε τήν σήμερον ημέρα....)
Aπό τόν φιλόλογο Καργάκο παραθέτω μερικά αποσπάσματα από τήν δράση του Ζαχαριά γιά νά βγάλουμε συμπεράσματα γιά τό πνεύμα καί τό ύφος των ανθρώπων πού αποφάσισαν νά φύγουν από τίς πολιτείες καί νά ζήσουν στά βουνά, αψηφώντας τό κρύο, τό χιόνι, τήν πείνα, τήν κούραση, αψηφώντας πάνω από όλα τόν θάνατο. Οταν ο μπουλούκμπασης του πασά της Τριπολιτσάς, επιτέθηκε στό Ζαχαριά, κατατροπώθηκε καί βλέποντας τήν καταστροφή έστειλε ένα γράμμα στόν καπετάνιο, ζητώντας του νά αποσυρθεί στή δική του περιοχή καί νά μή χαλάει το ξένο βιλαέτι. Ο Ζαχαριάς του απάντησε ως εξής:
"Μορέ μπουλούκμπαση, όλα τά βιλαέτια είναι δικά μου, είναι πατρίδα μου! Εσένα η πατρίδα σου είναι η Μέκκα! Εγώ εδώ θά χύσω τό αίμα μου γιά τή σκλάβα μου πατρίδα.."
Αλλο περιστατικό μάς διασώζει ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φραντζής στήν Ιστορία του, σύμφωνα μέ τό οποίο ένας ισχυρός
Τούρκος της Μονεμβασιάς, ο Αλήμπεης, αγάπησε μία Ρωμηά, ζητώντας της νά αλλαξοπιστήσει καί νά τήν κάνει "χανούμη"
(επίσημη σύζυγό του). Οταν αυτή αρνήθηκε, "Ιδών ο θηριωδέστατος Αλήμπεης τό αμετάθετον
αυτής ήθος, διέταξε τρείς εκ των υπηρετών του, καί έθεσαν τούς μαστούς της νέας μεταξύ του σκεπάσματος
εν τω μέσω μίας κασσέλας καί αναβάντες οι τρείς υπηρέται, επάτουν τό σκέπασμα του κιβωτίου εις τρόπον ώστε
εκόπησαν από τήν ορμήν οι μαστοί της Ελληνίδος, ήτις εν ακαρεί εξέψυξε..."
Ο Ζαχαριάς, όταν έμαθε τό φρικτό περιστατικό, έβαλε ανθρώπους νά παρακολουθούν τόν Αλήμπεη. Οταν αυτός ξεκίνησε
γιά τή Μονεμβασιά, του έστησε ενέδρα, τόν σκότωσε καί τόν έκοψε κομμάτια, τά οποία έστειλε στήν Μονεμβασιά, μέ
ένα γράμμα πού έλεγε: "Τοιαύτα δοκιμάζουν όσοι Οθωμανοί παραβιάζουν τήν τιμήν καί τήν
θρησκείαν των χριστιανών."
Ο Ζαχαριάς δολοφονηθηκε τόν Ιούλιο του 1804, από ρωμέϊκο χέρι, σε ηλικία 38 ετών. Γιά τόν Θοδωράκη Κολοκοτρώνη,
όταν τόν είχε δεί νά χορεύει κλέφτικα τραγούδια, με τό όπλο στόν ώμο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν αφήσει τά όπλα τους,
είχε πεί:"Ρέ σείς, αν πεθάνω, αυτός καμιά βολά θά γίνει καπετάνιος σας."
Δασκαλογιάννης
Στήν Κρήτη, αδούλωτη περιοχή υπήρξαν τά Σφακιά. Οι Σφακιανοί, σαν τούς Μανιάτες, είχαν σχετική αυτομομία, δέν ζούσε
ούτε ένας Τούρκος στήν περιοχή τους, πλήρωναν ελάχιστους έως καθόλου φόρους, ασχολούνταν μεταξύ άλλων καί μέ τή θάλασσα
καί ήταν άριστοι πολεμιστές. Αντίθετα οι Κρητικοί των πεδινών περιοχών ήταν συμβιβασμένοι μέ τήν κατάσταση καί ανέτοιμοι
νά εναντιωθούν στρατιωτικά στόν κατακτητή. Χαρακτηριστική μορφή αδούλωτου Σφακιανού ήταν ο Δασκαλογιάννης,
γεννημένος τό 1730 στό χωριό Ανώπολη Σφακίων.
Οταν, τό 1770, ο "Μόσκοβος" κατέβηκε στή "Ρωμανία", επικράτησε αναβρασμός στήν Κρήτη, όπως είχε συμβεί στίς
υπόλοιπες τουρκοκρατούμενες περιοχές. Οι Σφακιανοί αμέσως οργανώθηκαν σέ επαναστατικά σώματα καί στίς 25 Μαρτίου 1770,
δεκάδες παπάδες πάνοπλοι και δύο χιλιάδες επαναστάτες με τους καπετάνιους τους, ύστερα από μια πανηγυρική λειτουργία,
κήρυξαν την επανάσταση καί εξόντωσαν μέ ευκολία τίς μικρές τουρκικές φρουρές καί τούς Τουρκοκρητικούς του κάμπου. Αρχηγοί
των επαναστατών, ήταν ο Δασκαλογιάννης, ο Μανούσακας, ο Γιωργάκης, ο Βουρδουμπάς, ο Χούρδος, ο Μπουνάτος, ο παπα Σήφης,
ο Βολούδης, ο Μωράκης, ο Σκορδίλης.
Τόν Μάϊο του 1770, οι Τούρκοι εισέβαλλαν στά Σφακιά μέ ανώτερες δυνάμεις καί οι μάχες πού ακολούθησαν ήταν
άγριες καί φονικές μέ απώλειες καί από τίς δύο μεριές. Οι Σφακιανοί κρύφτηκαν μέσα στά φαράγγια καί στίς απάτητες κορυφές
των βουνών καί από εκεί κτυπούσαν αιφνιδιαστικά τόν εχθρό. Περικυκλωμένοι από παντού, χωρίς βοήθεια καί εφόδια καί
απογοητευμένοι από τούς Ρώσους, οι Σφακιανοί έβλεπαν τά χωριά τους καί τίς σοδειές τους νά καίγονται.
Ενώ όμως τά γυναικόπαιδα τά είχαν φυγαδέψει μέ καράβια, η κόρη του Δασκαλογιάννη, η Μαρία, αιχμαλωτίσθηκε από τούς
επιδρομείς. Ο πασάς τότε ζήτησε από τόν αρχηγό νά παραδοθεί αν θέλει νά ζήσει η κόρη του καί ταυτόχρονα υποσχέθηκε γενική
αμνηστία καί αποχώρηση των δυνάμεών του από τά Σφακιά. Ο φιλότιμος αρχηγός, αν καί γνώριζε τό τέλος του, παραδόθηκε καί
οδηγήθηκε στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο).
Στίς 17 Ιουνίου 1771, τον έσυραν στους δρόμους του Ηρακλείου γιά νά τόν δούν όλοι οι μουσουλμάνοι καί νά μαζευτούν
στην πλατεία της ανατολικής πύλης του Μεγάλου Κάστρου, οπου θά γινόταν η εκτέλεση. Εκεί είχαν ετοιμάσει ένα ψηλό κάθισμα,
τό οποίο περιπεκτικά οι Τούρκοι τό είπαν "θρόνο" καί κάθισαν τόν Δασκαλογιάννη δεμένο χειροπόδαρα. Με τον φριχτό
θάνατο που του ετοίμαζαν οι Τούρκοι, λογάριαζαν πως θα γελοιοποιούσαν τον πρώτο επαναστάτη της Κρήτης.
Τότε ήρθε ένας γιανίτσαρος με ξυράφι στο χέρι καί έβαλε καί ένα καθρέπτη μπροστά από τόν ήρωα γιά νά βλέπει καί ο ίδιος τό μαρτύριό του.
Ο δήμιος άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά, μαστορικά, σαν να τον ξύριζε. Έκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι
ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη. Πήδηξαν τα αίματα σάν συντριβάνι. Ο δήμιος έπαιρνε τις λουρίδες και τις πετούσε πάνω στο
πλήθος. Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό, μέχρι πού τό λεοντάρι της Κρήτης
ξεψύχησε.
Θούριος Ρήγα Φεραίου
Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.
Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.
Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι να 'ν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν' πιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Βιβλιογραφία
Ιστορία του Ελληνικού Εθνους - Εκδοτική Αθηνών
Τουρκοκρατούμενη Ελλάς - Κωνσταντίνου Σάθα, 1869
Στρατιωτική Ιστορία - Εκδόσεις Περισκόπιο
Η Μάνη καί η Οθωμανική Αυτοκρατορία - Απ. Δασκαλάκης, 1923
Προεπαναστατική Ελλάδα καί Οσμανικό κράτος - Νεοκλής Σαρρής
Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης - Σαράντος Καργάκος
Τό Λιοντάρι της Ηπείρου - Σπύρος Μελάς
Ιστορία του Σουλλίου - Χριστόφορος Περραιβός
Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως - Λάμπρος Κουτσονίκας