Οριστική κάθε χρόνου (και στις κύριες και στις δευτερεύουσες προτάσεις): είναι η έγκλιση που εκφράζει μια πραγματική κατάσταση, κάτι δηλ. που είναι ήδη πραγματικότητα. π.χ. ὁ ἥλιος ἔδυε ή δύει ή ἔδυσε
Δυνητική οριστική (και στις κύριες και στις δευτερεύουσες προτάσεις): ονομάζεται η οριστική ιστορικού χρόνου(παρατατικού, αορίστου, υπερσυντελίκου) με το "ἄν" και μεταφράζεται με το "θά και παρατατικό" π.χ. οὐκ ἄν ἐποίησεν τοῦτο=δεν θα το έκανε αυτό - ἐπαιδεύετο ἄν τις ὑπό τῶν διδασκάλων=θα μορφωνόταν κάποιος από τους δασκάλους. Εκφράζει αυτό που θα μπορούσε να γίνει στο παρελθόν και δεν έγινε, το αντίθετο με άλλα λόγια του πραγματικού στο παρελθόν.
Δυνητική ευκτική (και στις κύριες και στις δευτερεύουσες προτάσεις): ονομάζεται η ευκτική οποιουδήποτε χρόνου(εκτός μέλλοντα) μαζί με το "ἄν" και μεταφράζεται με το "θα και παρατατικό" ή με "μπορεί να και το ρήμα". π.χ. ἔχοις ἄν με διδάξαι τί ἐστί νόμος;=θα με δίδασκες τί είναι νόμος; ή(προτιμότερο) μπορείς να με διδάξεις τί είναι νόμος; Εκφράζει αυτό που μπορεί να γίνει στο παρόν και στο μέλλον.
Υποτακτική(και στις κύριες και στις δευτερεύουσες προτάσεις): εκφράζει στις κύριες προτάσεις την επιθυμία, τη θέληση ή την απορία του υποκειμένου και στις δευτερεύουσες προτάσεις εκφράζει το επαναλαμβανόμενο στο παρόν και στο μέλλον ή το προσδοκώμενο. π.χ. α) ἴωμεν καί ἀκούσωμεν τοῦ ἀνδρός=να πάμε και να ακούσουμε τον άνδρα(βούληση) β)ἐβουλεύοντο οἱ Πλαταιεῖς εἴτε κατακαύσωσιν αὐτούς εἴτε ἄλλο τι χρήσωνται=σκέφτονταν οι Πλαταιείς είτε να τους καύσουν είτε να κάνουν κάτι άλλο(απορηματική) γ)ἐπειδάν ὁ πόλεμος παρέλθῃ, ἀποδώσομεν ὑμῖν ταῦτα=όταν περάσει ο πόλεμος θα σας δώσουμε αυτά(προσδωκόμενο) δ)ἐάν τις φανερός γένηται κλέπτων ἤ λωποδυτῶν...., τούτοις θάνατός ἐστιν ἡ ζημία=αν κάποιος πιαστεί φανερά να κλέβει ή να κάνει λωποδυσίες...., γι' αυτούς η τιμωρία είναι θάνατος(επαναλαμβανόμενο στο παρόν-μέλλον)
Προστακτική(χρησιμοποιείται μόνο στις κύριες προτάσεις): εκφράζει προσταγή, διαταγή, απαγόρευση, προτροπή, συγκατάθεση ή παραχώρηση, (σπανιότερα)παράκληση, ευχή ή κατάρα. π.χ α) βλέψον πρός τά ὄρη καί ἰδέ=κοίταξε προς το βουνό και παρατήρησε(προσταγή)-- β)ἀλλ' ἐμοί πείθου, ὦ Σώκρατες, και μή ἄλλως ποίει=πείσου σε μένα, Σωκράτη και μη κάνεις διαφορετικά(προτροπή)-- γ)ἐθέλω σοι συγχωρῆσαι, καί ἔστω οὕτως=θέλω να συμφωνήσω μαζί σου, και ας είναι έτσι(συγκατάθεση, παραχώρηση)--δ)λεγέτω μέν οὖν περί αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καί ἰατρός καί ἰδιώτης=ας λέγει λοιπόν γι' αυτό όπως κάθε ένας ξέρει, και γιατρός και απλός πολίτης(παράκληση)
Ευχετική ευκτική(χρησιμοποιείται μόνο στις κύριες προτάσεις): εκφράζει ευχή που μπορεί να πραγματοποιηθεί: π.χ. Θεός φυλάξοι=μακάρι να φυλάει ο θεός - γένοιο, ὦ παῖ, πατρός εὐτυχέστερος=μακάρι να γίνεις, παιδί μου, ευτυχέστερος από τον πατέρα σου.
Ευκτική επαναληπτική(χρησιμοποιείται μόνο στις δευτερεύουσες προτάσεις): Εκφράζει επανάληψη στο παρελθόν π.χ. ὁπότε χειμών εἴη νοτερός, ἀπέλειπον τάς ἐπάλξεις=κάθε φορά που υπήρχε θύελλα με βροχή, εγκατέλειπαν τις επάλξεις.
Ευκτική του πλαγίου λόγου(χρησιμοποιείται μόνο στις δευτερεύουσες προτάσεις): χρησιμοποιείται σε αφηγήσεις γεγονότων που έγιναν στο παρελθόν και γι' αυτό κανονικά εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, που βρίσκεται στην κύρια πρόταση. Μπορεί όμως να την συναντήσουμε και μετά από αρκτικό χρόνο, όταν θέλει το υποκείμενο να εκφράσει όχι κάτι το βέβαιο, αλλά κάτι το ενδεχόμενο και πιθανόν. Την ευκτική του πλαγίου λόγου τη συναντάμε στη θέση της οριστικής, ή της υποτακτικής, κυρίως όταν η εξάρτηση γίνεται(όπως είπαμε προηγουμένως) από ιστορικό χρόνο.
Το μοριολογικό σύμπλεγμα: οὐ μή
Είναι βραχυλογία από την έκφραση: οὐ δέος ἐστί, μή.............(το ρ. πρότασης). σιγά-σιγά εξασθένησε η έννοια του φόβου και έμεινε η άρνηση "οὐ" με το "μή" +υποτακτική αορίστου. Έτσι αυτό το "οὐ μή" κατάντησε μια επιρρηματική έκφραση, έντονης άρνησης, που σημαίνει: με κανέναν τρόπο δεν θα......., ή είναι βέβαιο πως δεν θα......., ή καθόλου δεν θα......., π.χ οὐ μή γένηται τοῦτο=με κανένα τρόπο δεν θα γίνει αυτό.