Ο
Λόρδος Μπάυρον
το
1808 - 1809 επισκέφτηκε την Ζίτσα και το Τεπελένι όπου γνώρισε από
κοντά τον Αλή Πασά και εντυπωσιάστηκε από την θερμή φιλοξενία.
Τις εντυπώσεις του από αυτή την συνάντηση μεταφέρει στην μητέρα του, σε
επιστολή - ημερολόγιο.
Όπως αναφέρει στην επιστολή, ενώ ο Αλή Πασάς ήταν
γνωστός
ως «ένας
αμείλικτος τύραννος, ένοχος για τις πιο φριχτές ωμότητες», όμως ως
οικοδεσπότης φέρθηκε «πολύ ευγενικά
και η εμφάνισή του έδειχνε ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τον αληθινό χαρακτήρα
του».
Ας προσέξουμε καλύτερα τη συνάντηση του Αλή Πασά με τον Μπάυρον: Τον
περιποιήθηκε ως Άγγλο Λόρδο - και συμβολικά ως πολίτη της Αγγλίας. Τι άραγε
συζήτησαν ανεπίσημα; Στις ιδιαίτερες συζητήσεις ο Αλή Πασάς δεν δέχτηκε τον έμπειρο Έλληνα διερμηνέα που
συνόδευε τον Μπάυρον και γνώριζε πολύ καλά την Αγγλική, την Αρβανίτικη και
την Τουρκική.
Για να κάνει αυτή την κίνηση ο πονηρός Αλή Πασάς, ήθελε να συζητήσει με τον
Μπάυρον και ίσως να κλείσει μυστικές συμφωνίες, που δεν έπρεπε να
ακούσει ο Έλληνας.
Ο Μπάυρον έδειξε ότι δεν πρόσεξε την κίνηση αυτή και δέχτηκε τον προτεινόμενο από τον Αλή Πασά διερμηνέα (που δεν γνώριζε Αγγλικά και μετέφραζε μόνο στα
Λατινικά).
Φυσικά τις μυστικές συζητήσεις - που σίγουρα έγιναν - ο Μπάυρον απέφυγε να
τις κοινοποιήσει.
Μεγάλο ενδιαφέρον για την Λαογραφία έχει το δεύτερο μέρος της Επιστολής του
Μπάυρον:
α. Κάνει λόγο για το ταξίδι προς την Κέρκυρα με τουρκικό
πλοίο (τονίζονται τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν
οι Οθωμανοί με τη θάλασσα)
β. Περιγράφει τους Αλβανούς, και τους Έλληνες που συνάντησε στα
χωριά που διοικούσε ο Αλή Πασάς.
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Πρέβεζα, 12 Νοεμβρίου 1809
Αγαπητή μου μητέρα,
Ξεκίνησα από τα Γιάννινα με άλογα του βεζίρη και είδα τα παλάτια του ίδιου
και των εγγονών του, είναι μεγαλοπρεπή, αλλά παραφορτωμένα με μετάξι
και χρυσάφι. Κατόπιν σκαρφάλωσα στα βουνά και πέρασα από τη Ζίτσα, ένα χωριό
με ελληνικό μοναστήρι (όπου κοιμήθηκα κατά την επιστροφή) στην ωραιότερη
τοποθεσία που έχω αντικρίσει ποτέ (πάντα με την εξαίρεση της Cintra στην
Πορτογαλία). Έπειτα από εννιά μέρες έφτασα στο Τεπελένι, το ταξίδι μας
παρατάθηκε εξαιτίας των χειμάρρων που κατέβαιναν από τα βουνά κι έκοβαν τους
δρόμους.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω την ανεπανάληπτη σκηνή της εισόδου μας στο Τεπελένι στις
πέντε το απόγευμα. Καθώς ο ήλιος βασίλευε, μου έφερε στη μνήμη (με κάποιες
σκηνογραφικές αλλαγές) την περιγραφή του πύργου του Branksome στην μπαλάντα
του Scott, και το φεουδαρχικό σύστημα. Οδηγήθηκα σ' ένα πολύ όμορφο
δώμα και ο γραμματέας του βεζίρη με ρώτησε "a la mode de Turque" για την
υγεία μου. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκα στον Αλή πασά, φορούσα πλήρη στολή
αξιωματικού του Επιτελείου μ' ένα υπέροχο σπαθί κλπ. Ο βεζίρης με υποδέχτηκε
όρθιος, (θαυμάσια φιλοφρόνηση από έναν μουσουλμάνο), σε μια μεγάλη μαρμαρόστρωτη αίθουσα με
σιντριβάνι στη μέση και πορφυρά
ντιβάνια ολόγυρα. Με έβαλε να καθίσω δεξιά του. Έχω έναν Έλληνα διερμηνέα για
όλες τις περιστάσεις, αλλά σ' αυτή την περίπτωση μεσολάβησε ένας γιατρός του
Αλή, που ξέρει λατινικά.
Η πρώτη του ερώτηση ήταν γιατί έφυγα από την πατρίδα μου σε τόσο νεαρή
ηλικία. (Οι Τούρκοι δεν έχουν ιδέα από ταξίδια αναψυχής).
Έπειτα είπε ότι ο Άγγλος πρεσβευτής, ο λοχαγός Leake του είχε πει πως είμαι
από σπουδαία οικογένεια, και μου ζήτησε να διαβιάσω τα σέβη μου στη μητέρα
μου, πράγμα που κάνω τώρα εξ ονόματος του Αλή πασά.
Είναι βέβαιος, είπε, πως είμαι
αρχοντογεννημένος, γιατί έχω μικρά αφτιά, σγουρά μαλλιά και λεπτοκαμωμένα
άσπρα χέρια, και δήλωσε ότι του αρέσουν η εμφάνιση και το ντύσιμό μου. Μου
είπε να τον θεωρώ πατέρα μου όσο είμαι στην Τουρκία και ότι με βλέπει σαν
γιο του. Πράγματι μου φέρθηκε σαν να ήμουν παιδί του, μου έστελνε 20 φορές
τη μέρα μύγδαλα και σερμπέτι, φρούτα και γλυκά. Με παρακάλεσε να τον
επισκέπτομαι συχνά, κατά προτίμηση τα βράδια, που ήταν λιγότερο
απασχολημένος. Αφού ήπιαμε καφέ και καπνίσαμε, αποσύρθηκα, κι έτσι τελείωσε
η πρώτη μας συνάντηση. Από τότε τον είδα άλλες τρεις φορές. Είναι παράξενο
ότι οι Τούρκοι, που δεν έχουν κληρονομικά αξιώματα ούτε πολλά αρχοντικά
σόγια, εκτός από την οικογένεια του σουλτάνου, δίνουν τόση σημασία στην
καταγωγή, γιατί διαπίστωσα ότι το γενεαλογικό μου δέντρο εμπνέει περισσότερο
σεβασμό από τον τίτλο μου. Η Υψηλότης του είναι 60 ετών, πολύ παχύς και όχι
ψηλός, αλλά με ωραίο πρόσωπο, φωτεινά γαλάζια μάτια και άσπρη γενειάδα, οι
τρόποι του είναι πολύ ευγενικοί και ταυτόχρονα έχει εκείνη την αξιοπρέπεια
που βρίσκω γενικά ανάμεσα στους Τούρκους. Η εμφάνισή του δείχνει οτιδήποτε
άλλο εκτός από τον αληθινό χαρακτήρα του, γιατί είναι ένας αμείλικτος
τύραννος, ένοχος για τις πιο φριχτές ωμότητες, πολύ γενναίος, και
στρατηλάτης τόσο καλός ώστε αποκαλείται "ο μωαμεθανός Βοναπάρτης". Ο
Ναπολέων του πρότεινε δυο φορές να τον κάνει βασιλιά της Ηπείρου, αυτός όμως
προτιμά το αγγλικό ενδιαφέρον και απεχθάνεται τους Γάλλους, όπως μου είπε ο
ίδιος, είναι τόσο σπουδαίος ώστε τον φλερτάρουν επίμονα και οι δύο, γιατί οι
Αλβανοί είναι πιο εμπειροπόλεμοι υπήκοοι του σουλτάνου, αν και ο Αλής μόνο
κατ' όνομα είναι υποτελής στην Πύλη. Στάθηκε δεινός πολεμιστής. Αλλά όσο
πετυχημένος, άλλο τόσο βάρβαρος είναι, αφού ψήνει τους στασιαστές κλπ. κλπ.
Ο Βοναπάρτης του έστειλε μια ταμπακέρα με την εικόνα του. Όπως μου είπε η
ταμπακέρα ήταν μια χαρά, αλλά την εικόνα προτιμούσε να την αγνοεί, γιατί δεν
του άρεσε ούτε αυτή ούτε το πρωτότυπο. Η ιδέα του ότι μπορείς να κρίνεις την
καταγωγή ενός ανθρώπου από τα αυτιά, τα χέρια κλπ. ήταν αρκετά παράξενη.
Εμένα μου στάθηκε πράγματι σαν πατέρας, μου έδωσε συστατικά γράμματα,
φρουρούς, και μου έκανε κάθε δυνατή διευκόλυνση.
Οι επόμενες συνομιλίες μας
αφορούσαν τον πόλεμο και τα ταξίδια, την πολιτική και την Αγγλία. Φώναξε τον
Αλβανό στρατιώτη που με φροντίζει και του είπε να με προσέχει σαν τα μάτια
του. Λέγεται Βασίλι και είναι γενναίος, άτεγκτα τίμιος και πιστός όπως όλοι
οι Αλβανοί, που είναι όμως ωμοί, αν και όχι ύπουλοι κι έχουν αρκετά
ελαττώματα, αλλά όχι μικροψυχία. Από την άποψη της έκφρασης του προσώπου
είναι ίσως η ωραιότερη ράτσα του κόσμου, οι γυναίκες τους είναι κι αυτές
όμορφες πότε πότε, αλλά τις μεταχειρίζονται σαν σκλάβες, τις δέρνουν και
κοντολογίς είναι σκέτα υποζύγια, οργώνουν, σκάβουν και σπέρνουν. Τις είδα να
κουβαλάνε ξύλα και μάλιστα να επισκευάζουν τις δημοσιές. Οι άνδρες είναι
όλοι στρατιώτες, ο πόλεμος και το κυνήγι είναι οι μόνες ασχολίες τους. Οι
γυναίκες είναι οι ξωμάχοι, πράγμα που στο κάτω κάτω δεν είναι μεγάλη
ταλαιπωρία σ' ένα τόσο θελκτικό κλίμα...
Αύριο θα φύγω με
φρουρά πενήντα ανδρών για την Πάτρα στον Μοριά, και από κει θα πάω στην
Αθήνα, όπου θα ξεχειμωνιάσω. Πριν από δυο μέρες παραλίγο να πνιγώ μ' ένα
τουρκικό πλοίο εξαιτίας της ασχετοσύνης του καπετάνιου και του πληρώματος,
παρόλο που η τρικυμία δεν ήταν δυνατή. Ο Fletcher καλούσε με
ουρλιαχτά τη γυναίκα του, οι Έλληνες ζητούσαν βοήθεια απ' όλους τους
αγίους, οι μουσουλμάνοι απ' τον Αλλάχ, ο καπετάνιος έβαλε τα κλάματα κι
έφυγε τρεχάτος από το κατάστρωμα λέγοντάς μας να προσευχηθούμε στον Θεό,
τα πανιά κουρελιάστηκαν, η κεραία του μεγάλου καταρτιού τρανταζόταν, ο
άνεμος φυσούσε δυνατά, η νύχτα έπεφτε, και η μόνη μας ελπίδα ήταν να
φτάσουμε στην Κέρκυρα, που την κατέχουν οι Γάλλοι, αλλιώς μας περίμενε
(όπως είπε μελοδραματικά ο Fletcher) "ένας υγρός τάφος". Έκανα ό,τι
μπορούσα για να παρηγορήσω τον Fletcher, αλλά βρίσκοντάς τον αδιόρθωτο
τυλίχτηκα στην αλβανική καπότα μου (έναν τεράστιο μανδύα) και ξάπλωσα
στο κατάστρωμα περιμένοντας το χειρότερο, έχω μάθει να το φιλοσοφώ στα
ταξίδια μου, αλλά και να μην είχα μάθει, τα παράπονα ήταν ανώφελα.
Ευτυχώς ο άνεμος κόπασε και μας παρέσυρε στην ακτή του Σουλίου... [...]
Το επόμενο γράμμα του Fletcher θα είναι γεμάτο σημεία και τέρατα, μια
νύχτα χαθήκαμε για εννιά ώρες στα βουνά μέσα σε καταιγίδα με κεραυνούς
και παραλίγο ν' αφήσουμε εκεί τα κόκαλά μας, και στις δύο περιπτώσεις ο
Fletcher τα χρειάστηκε για τα καλά, στη μία φοβήθηκε πως θα πεθάνουμε
από την πείνα ή θα πέσουμε στα χέρια ληστών, στην άλλη πως θα πνιγούμε.
Τα μάτια του είχαν ερεθιστεί λίγο από τις αστραπές ή το κλάμα (δεν ξέρω
ποιο από τα δυο), αλλά έγιναν καλά.
Όταν μου γράψεις, στείλε το γράμμα
στον κ. Strane, πρόξενο της Αγγλίας, Πάτρα, Μοριά. Θα μπορούσα να σου
γράψω κι εγώ δεν ξέρω για πόσα επεισόδια που νομίζω ότι θα σε
διασκέδαζαν, αλλά συνωστίζονται στο μυαλό μου και θα φούσκωναν το γράμμα
μου, και δεν μπορώ ούτε να τα τακτοποιήσω στο ένα ούτε να τα μεταφέρω
στο άλλο, παρά μόνο πολύ συγκεχυμένα και με τον συνηθισμένο, απαίσιο
γραφικό χαρακτήρα μου.
Μου αρέσουν πολύ οι Αλβανοί, δεν είναι όλοι
Τούρκοι, μερικές φυλές είναι χριστιανικές, αλλά η θρησκεία τους δεν
επηρεάζει πολύ τις συνήθειες ή τη συμπεριφορά τους, θεωρούνται τα
καλύτερα στρατιωτικά σώματα στην τουρκική υπηρεσία.
Κατά τη διαδρομή μου
έμεινα δυο μέρες την πρώτη φορά και τρεις την δεύτερη σ' έναν στρατώνα
στη Σαλόρα και ποτέ δεν συνάντησα στρατιώτες τόσο υποφερτούς, παρόλο που
έζησα από κοντά τις φρουρές του Γιβραλτάρ και της Μάλτας και χόρτασε το
μάτι μου ισπανικά, γαλλικά, σικελικά και βρετανικά στρατεύματα, δεν μου
έκλεψαν τίποτε και με προσκαλούσαν πάντα να μοιραστώ το φαγητό και το
γάλα τους. Δεν πάει μια βδομάδα που ένας Αλβανός φύλαρχος (κάθε χωριό
έχει το φύλαρχό του, που λέγεται προεστός), αφού μας βοήθησε να βγούμε
από την τουρκική γαλέρα που κινδύνευε, αφού μας τάισε και φιλοξένησε τη
συνοδεία μου που την αποτελούσαν ο Fletcher, ένας Έλληνας, δύο Αλβανοί, ένας Έλληνας παπάς και ο συνταξιδιώτης μου κ. Hobhouse, αρνήθηκε
οποιαδήποτε αμοιβή και ζήτησε μόνον ένα σημείωμα που να βεβαιώνει ότι με
υποδέχτηκε καλά, και όταν τον πίεσα να δεχτεί λίγα τσεκίνια απάντησε
"Όχι, θέλω να μ' αγαπάς, όχι να με πληρώσεις".
Δεν έχω κανέναν στην
Αγγλία να του στείλω χαιρετισμούς, και δεν θέλω να μάθω τίποτε από εκεί,
εκτός ότι είσαι καλά, και να λάβω ένα δύο υπηρεσιακά γράμματα από τον
Hanson, στον οποίο μπορείς να πεις να γράψει. Θα ξαναγράψω μόλις μπορέσω
και σου στέλνω την αγάπη μου
.Ο γιος σου
BYRON
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Έχω μερικές πολύ "magnifique" αλβανικές φορεσιές, τα μόνα ακριβά είδη σ'
αυτή τη χώρα, κόστισαν 50 γκινέες η καθεμιά κι έχουν επάνω τους τόσο
χρυσάφι που στην Αγγλία θα κόστιζαν διακόσιες. Με σύστησαν στον Χουσεϊν
μπέη και στον Μαχμούτ πασά, μικρά παιδιά και οι δύο, εγγόνια του Αλή,
στα Γιάννινα. Δεν μοιάζουν καθόλου με τα δικά μας αγόρια, έχουν βαμμένο
πρόσωπο σαν κοκόνες, με κοκκινάδι στα μάγουλα, μεγάλα μαύρα μάτια και
εντελώς κανονικά χαρακτηριστικά. Είναι τα πιο
χαριτωμένα ζωάκια που έχω δει ποτέ μου, κι έχουν ήδη μυηθεί στην αυλική
εθιμοτυπία, ο τουρκικός χαιρετισμός είναι μια ελαφρά κλίση του κεφαλιού
με το χέρι στο στήθος, συμβολίζει πάντα φιλί, ο Μαχμούτ είναι δέκα ετών
κι ελπίζει να με ξαναδεί, είμαστε φίλοι, χωρίς να καταλαβαίνουμε ο ένας
τον άλλον, όπως πολλοί άνθρωποι, αν και για διαφορετική αιτία' μου έδωσε
ένα γράμμα για τον πατέρα του στον Μοριά, για τον οποίο έχω γράμματα και
από τον Αλή πασά
Πηγή : Δ. Κούρτοβικ,
Λόρδος Μπάυρον - Επιστολές από την Ελλάδα
|