... Μετά δε
ταύτα εμοιράσαμεν τας θέσεις και ετοιμάσθημεν δια πόλεμον, αν ο
εχθρός ήρχετο. ... οι δε πατέρες της μονής και αυτοί
ήσαν όλοι εις κίνησιν νύκτα και ημέραν δια να μας
ευχαριστήσουν.... Οι μοναχοί είχον οχυρώσει τούτο (το Μέγα
Σπήλαιον) καλώς. ..
Την ιδίαν δε νύκτα πολυάριθμον σώμα Τούρκων επέρασεν εκείθεν και
επήγεν εις το χωρίον Διακοφτόν της Βοστίτσας καθ' ήν ώραν οι
άνθρωποι ήσαν εις την εκκλησίαν, η οποία επλησίαζε να απολύση,
και εξαίφνης κυκλώσαντες την εκκλησίαν αιχμαλώτισαν
όλους, άνδρας και γυναικόπαιδα και τους ιερείς των. Τον δε
ιερέα, ο οποίος έτυχε τότε να λειτουργή, δια να τον χλευάζουν
τον έφεραν ενδεδυμένον την ιερατικήν του στολήν.
Ημείς όμως δεν εγνωρίζαμεν ότι οι Τούρκοι ελεηλάτουν τα χωρία
εκείνων των μερών, αλλ' ούτε τίποτε άλλο, διότι δεν αφήκαν
να έλθη κανείς εις το μοναστήριον διά να μάθωμεν.... Εκεί εις
ένα στενόν και κρημνώδες μονοπάτιον εβλέπομεν τους Τούρκους
περνώντας και φέροντας τους αιχμαλώτους άνδρας και γυναικόπαιδα
και ζώα πολλά, τα οποία επήραν από το Διακοφτόν και από τα άλλα
εκεί χωρία. Είδαμεν δε και τον ιερέα του Διακοφτού φορούντα τα
ιερά του ενδύματα. Οι αιχμάλωτοι άνδρες ήσαν φορτωμένοι
διάφορα πράγματα, και εβάδιζαν εμπρός όλοι ομού, άνθρωποι και
κτήνη, και εφαίνοντο ωσάν κοπάδι από τα ταμπούρια μας.
Τὀτε ήλθεν ένας καλόγερος ... και με θυμόν μου λέγει :
«δεν εντρέπεσθε όπου είσθε στρατιωτικοί; Πως υποφέρετε να
βλέπετε τους αδελφούς μας Χριστιανούς να τους κάμουν έτσι οι
Τούρκοι, και μάλιστα τις γυναίκες σας να τας κάνουν σεργούνι;»
Αληθινά εντράπηκα ακούσας τοιαύτα λόγια από τον μοναχόν, και
αμέσως είπα εις τους καπεταναίους και τους λοιπούς συντρόφους
μου να ετοιμασθούν εις πόλεμον.
Ενώ δε ταύτα εγίνοντο, έξαφνα βλέπω να εξέρχωνται από το
μοναστήριον ο εις κατόπιν του άλλου μοναχοί. Ήσαν δε όλοι όταν
εξήλθον έως εκατόν, και καπετάνιον είχαν τον γνωστόν
μοναχόν Γεράσιμον. Ούτοι όλοι έβγαλαν τα καλογερικά, και
ενδύθηκαν στρατιωτικά Ελληνικά, έβαλαν φουστανέλες και
εφόρεσαν φέσια, εξάπλωσαν κάτω τα πλούσια μαλλιά της κεφαλής
των, και είχον οπλισθή κατά τον τρόπον των ατάκτων
στρατιωτών. Περνώντες δε έμπροσθεν ημών μας επροσκάλεσαν ούτως:
«Ελάτε να μας ιδήτε πώς θα πολεμήσωμεν». Και βαδίζοντες
ετράβηξαν κατά το Παλιάμπελον, ... και φθάσαντες εκεί,
αμέσως άρχισαν μόνοι τον πόλεμον με τους Τούρκους. Τούτο δε
ιδόντες ημείς εξεροκοκκινήσαμεν από την εντροπήν μας, και
παρευθύς εβγήκαμεν από το μέρος της Κισσωτής να υπάγωμεν εις τον
πόλεμον ....
Οι καλόγεροι εσκότωσαν περισσοτέρους Τούρκους από ημάς σχεδόν
διπλασίους. Εκείνην την ημέραν οι Τούρκοι ησθάνθησαν καλογερικόν
πόλεμον. Οι δε λαβωθέντες εξ αυτών επήγαιναν και απέθνησκαν μέσα
εις τα δάση και εις τας τρύπας, και μετά ταύτα ευρίσκαμεν τους
αποθανόντας εκ της δυσωδίας και από τα όρνεα, τα οποία έπιπταν
εις τα πτώματα.
Τη βοηθεία δέ της Παναγίας δεν εφονεύθη άλλος Έλλην εκτός του
Καπετάν Σαρδελιάνου. Μόνον δε δύο - τρία λαβώματα ελαφρά έγιναν
εις τους στρατιώτας του καπετάν Μέλιου, όστις μετά την μάχην
ασθενήσας, απέθανεν εις το Μοναστήριον, αν και οι πατέρες πολύ
επροσπάθησαν να τον βοηθήσουν εις την αρρωστίαν του, αλλά τίποτε
δεν κατόρθωσαν. Τον ενταφίασαν δε ενδόξως με όλους τους
κληρικούς, τους καπεταναίους και τους στρατιώτας. |