politismos_zan_moreas_1



 





ΑΓΝΩΣΤΟΥ
ΣΤΙΧΟΙ «ΕΙΣ ΤΟ ΘΕΙΟΝ ΠΑΘΟΣ»
(ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ  ΑΠΟ ΤΑ ΜΟΣΧΟΝΗΣΙΑ)


Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από την Μικρασιατική Παράδοση. Ένα τέτοιο ποίημα θα μπορούσε  να το έγραφε ένας Βυζαντινός μοναχός – όχι ιδιαίτερα μορφωμένος. Όμως δεν είναι εύκολο να δεχτούμε χωρίς επιφυλάξεις αυτή την υπόθεση. Διότι συνήθως οι μοναχοί αρχίζουν και τελειώνουν τα έργα τους με μια σύντομη προσευχή. Και κανείς μοναχός δεν θα έκανε το σφάλμα να τοποθετήσει τον «Μυστικό Δείπνο» «μέσα εις περιβόλιν».   
           
Αν το ποίημα αυτό προερχόταν από την Λόγια Κωνσταντινοπολίτικη Παράδοση θα έπρεπε απαραίτητα να κάνει αναφορά στους «ανόμους Εβραίους». Συνήθως οι λόγιοι κύκλοι απέφευγαν τις εκφράσεις «δολεροί Αρχιερείς».                       

 

Σήμερα μαύρος ουρανός. Σήμερα μαύρη μέρα.

 

Σήμερα  ‘ν εσταυρώσανε τον πάντων Βασιλέα

 

 

 

Ως ήτον πέπρον [πρέπον] και τιμή δώρα να ετοιμάσουν

 

συμβούλιον εποίησαν αυτόν διά να πιάσουν

5

οι δολεροί Αρχιερείς,  οι Γραμματείς,  οι Πρώτοι,

 

χρήματα ‘ν έταζαν πολλά να εύρωσι προδότην

 

Με δολερό συμβούλιο έστησαν την παγίδα         

 

και έπιασαν τον δολερόν Απόστολον Ιούδαν.      

 

«Χρήματα δίδομεν πολλά όσα εσύ κι αν θέλεις

10

Αργύρια τριάκοντα τον Ιησούν να φέρεις».           

 

 

 

Δεν εφοβήθγε ο μιαρός η γης να μην τον χώσει.  

 

και μόνος του τους έταξε να τους τον παραδώση.

 

«Να παραδώσω δύνομαι Χριστόν με ευκολίαν    

 

διότι  ‘μένα έκαμαν να έχω τα κλειδία          

15

και ν’ αγοράζω φαϊτά να φαν οι Αποστόλοι          

 

εις Δείπνον των τον Μυστικόν μέσα εις περιβόλιν».

 

 

 

Του Καϊάφαν ζήτησε χρήματα να του δώσει

 

και τον Χριστόν ειςχείρας τους να τους τον παραδώσει.

 

Και με καρδία δολερή το έργο να ποιήσει

20

στον Ιησού επρόσδραμε να τον καταφιλήσει.     

 

 

 

Του λέγαν «Χαίρε ο Ραββί» και όλ’ η συντροφία              

 

και παρευθύς τον έφεραν εμπρός του Ηγεμόνος

 

που ήτο το συμβούλιο και γέλας των δαιμόνων.

 

 

 

Όλ’ οι Εβραίοι έκραζαν ώσπου να ξημερώσει       

25

εις τον Πιλάτον έμπροσθεν να τον κατασταυρώσει.      

 

Αλλ’ ο Πιλάτος  έλεγε για να τους ταπεινώσει       

 

πως δεν ευρήσκει αφορμήν για να τονε σταυρώση.

 

 

 

«Εσύ εκείνον σταύρωσον. Κάμε το θέλημά μας.  

 

Κι  αυτού το αίμα έπειτα να είναι στα παιδιά μας.

30

Διότι αυθέντην έχομεν τον Καίσαρα στη Ρώμη

 

Και άλλον δεν ηξεύρομεν να μας ορίζει ακόμη».

 

 

 

Και παρευθύς επρόσταξε να τονε φραγγελώση               

 

κι έκαμε την απόφασιν για να τονε σταρώση      

 

ομού και άλλους δύό ληστάς οπού είχε κοντά του.

 

 

35

Ο ήλιος εσκοτείνιασε Ανατολή και Δύση   

 

Ναού το καταπέτασμα εις μέσον εραΐσθη.

 

 

 

Μέγα φωνή ακούστηκε κι οι τάφοι ανοιχτήκαν              

 

και σώματα εκ των νεκρών πολλά ανεστηθήκαν.           

 

Και στρατιώτης την πλευράν ήνοιξεν εν τω άμα

40

και ώ του θαύματος!  Ευθύς έτρεξεν ύδωρ κι  αίμα.

 

Η δε πλευρά του έτρεχε κι ήτο δερμείς [δρυμείς] οι πόνοι.

 

 

 

Ο Ιωσήφ τον τύλιξε εις καθαρό σεντόνι.

 

Στον τάφον ενταφίασε και σκέπασε με πέτρα.

 

Και όλοι ελογίζοντο Ανάστασις να γίνη.

45

Αυτόν δε ακούοντας ο Άρχων Κουστωδίας……



 

 



«ΚΑΤΑΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»
(ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ  ΜΑΝΗΣ)
(Από τη Συλλογή Ελένης Κ. Κούκουρα)


Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα βάλασι βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεις καταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό το Παντοβασιλέα
και πάσι στον παράνομο που φκιάνει τα καρφιά.
Εσύ που μας τα έφτιαξες εσύ αρμούνεψώ μας.
Δύο στα πόιδα βάλτε του κ' άλλα δυο στα χείρα
και τ' άλλο το φαρμακερό βάλτε το στην γκαρδιά του
να στάζει αίμα και νερό από τα σωθικά του.

Η Παναγιά σα τ' άκουσε έπεσε και λιγώθει,
ζητά μαχαίρι να σφαεί γκρεμό να πάει να πέσει.
Εκεί εμαζευτήκασι η Μάρθα και η Μαρία,
Μαρία η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερες αντάμα.
Σταμνί νερό της ρίξασι και τρία κανάτια μόσκο
και τρία μυροδόσταμα να 'ρθει ο λοϊσμό της.
Και σα της ήρθε ο λοϊσμός κ' σα της ήρθε ο νους της
φωνή απήρθε απ' ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα:
Λάβε κυρά μου υπομονή, λάβε κυρά μου γνώση.
Το γιόκα ζου το πήρασι και στο χαλκιά το πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.

Και πως να λάβου υπομονή και πως να λάβου γνώση
που ένα γιο μονογενή κι αυτόνε τόνε πήραν.
Πήρασι το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί της έβγαλε μες του χαλκιά τη (μ)πόρτα.
Βρέσκουν τη (μ)πόρτα σφαλιχτή και τα κλειδιά παρμένα
και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Η Παναγιά η Δέσποινα κάνει την προσευχή της,
κι η (μ) πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει ζερβά, τηράει δεξά, κανένα δε γνωρίζει
τηράει και δεξιότερα λέπει τον Αη-Γιάννη.

Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιου μου,
πε μου που είναι ο γιόκας μου κ' που 'ναι το παιδί μου.
Δεν έχου γλώσσα να ζε που, χείλη να ζε μιλήσου.
Δεν έχου χεροπάλαμα για να ζε τόνε δείξου.
Το λέπεις 'κείνο το παιδί το παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος έν' ο γιόκα ζου κ' εμέ ο Βαφτιστής μου.
Η Παναγιά η Δέσποινα, εζύγωσε κοντά του
λέπει που τρέχει το νερό από τα σωθικά του.

Δε με μιλάς παιδάκι μου, δε μ' αγροικάς παιδί μου;
Τι να ζε που μανούλα μου που διάφορα δεν έχου
μόνε το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι,
ότε λαλήσει ο πετεινός θα κρόουσι καμπάνες.
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης σημαίνουσι τ' ουράνια
σημαίνει κι η Αγιά Σοφία το μέγα μοναστήρι.
Τότε μανούλα μου κι εσύ λάβε χαρές μεγάλες.

Συλλογή: Ελένης Κ. Κούκουρα