Διανύοντας τις
άγιες ημέρες
της Μ.
Εβδομάδας και
με το
Πάσχα προ
των Πυλών, όλος
ο Χριστιανικός
κόσμος βιώνει τα
έντονα συναισθήματα
των αγίων αυτών
ημερών. Ιδιαίτερα
όσοι από
μας έζησαν
τις παλιότερες
εποχές. Τότε
που το
χωριό μας ήταν
ένα από
τα μεγαλύτερα
χωριά της
περιοχής με
πολλά παιδιά.
Τότε που
οι άπειρες
παιδικές φωνούλες έσμιγαν
αρμονικά με
τα τιτιβίσματα
των πολύχρωμων
και κάθε
λογής πουλιών,
έχοντας σαν
πλαίσιο τον καταγάλανο
και πενταξάστερο ουρανό
και την
ευωδιά της
ανοιξιάτικης φύσης. Τα ωραία
αυτά συναισθήματα
της παιδικής και
εφηβικής μας
ηλικίας θα ήταν
λειψά αν
δεν συνδυάζονταν με τη
μορφή και
την παρουσία του
μεγάλου
Παπα-Φώτη.
Μια
μαρτυρική
μορφή, ο
παπάς της
Ενορίας μας, που η παρουσία του έκανε τις
ημέρες αυτές πιο ιερές και
ακόμα
περισσότερο
λαμπρές.
Θα ήταν
ατελής
η
περιγραφή των όσων
θα ακολουθήσουν εάν
δεν παρουσίαζα
- ιδιαίτερα για
τους
νέους συμπολίτες
-
το σεβάσμιο
Ιερέα. Ο αείμνηστος
Φώτιος Ιω.
Τουντόπουλος, γεννήθηκε
στη Λυσσαρέα
το
1895 και
ήταν υιός
του τοπικού άρχοντα
Ιω. Φ.
Τουντόπουλου. Υπηρέτησε
στο στρατό
επτά συνεχή χρόνια.
Από το
1915
έως το
1922.
Έλαβε μέρος
στη Μικρασιατική
Εκστρατεία και
γνώρισε από
κοντά την ήττα
και την
οπισθοχώρηση του Στρατού
μας το
1922.
Μετά από ένα ή δύο χρόνια παντρεύτηκε την Παναγούλα Ιω. Μπερδούση από το
γειτονικό μας Σαρακίνι.
Σε
σύντομο χρονικό διάστημα απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιάννη και την Ευγενία,
που με τις οικογένειές τους αποτελούν σήμερα επίλεκτα μέλη του χωριού μας
και της κοινωνίας.Την ευτυχία του ζεύγους συμπλήρωσε η χειροτονία του μακαριστού Παπα-Φώτη
σε Εφημέριο της Ενορίας μας αφού απεφοίτησε της Ιερατικής Σχολής Τριπόλεως.
Αλίμονο όμως!! Η ευτυχία τους δεν κράτησε και πολύ. Μετά ένα χρόνο περίπου
από την χειροτονία του παπά της, η νεότατη Πρεσβυτέρα, η παπαδιά Παναγούλα,
έφυγε για το μακρινό και αγύριστο ταξίδι αφήνοντας στον νεαρό Ιερέα και
σύζυγο τα δύο ανήλικα παιδιά τους. Από τη στιγμή εκείνη ο αείμνηστος πατήρ
Φώτιος γίνεται Μάρτυρας της ζωής. Οφείλει να διατηρήσει το ράσο του έντιμο,
αμόλυντο και πεντακάθαρο και ταυτόχρονα να φροντίσει σαν μάνα και πατέρας
τα δυο ορφανά του. Και είναι άξιος θαυμασμού γιατί κατόρθωσε να
πραγματοποιήσει και τους δύο στό χους του στο ακέραιο. Και το ράσο του
τίμησε μέχρι τελευταίας πνοής, και τα δύο παιδιά του είδε να μεγαλώνουν και
να γίνονται εκλεκτά της κοινωνίας μέλη.
Προσωπικά είχα το προνόμιο να με θεωρεί δικό του άνθρωπο. Συνεργαστήκαμε για
πολλά χρόνια στην Ενορία μας, αλλά και στην Ενορία Σαρακινίου, την οποία
υπηρέτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα ως αναπληρωτής εφημέριος.
Πολλές φορές ταξιδέψαμε μαζί στη Δημητσάνα, στην Τρίπολη και αμέτρητες
φορές πηγαινο-ερχόμαστε στο Σαρακίνι. Το τι λέγαμε στις πολλές αυτές
διαδρομές, άλλα λέγονται και γράφονται και άλλα είναι ασφαλισμένα στα
τρίσβαθα της ψυχής μας.
Ελπίζω ότι κάποτε, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, θα συνεχίσουμε να
κουβεντιάζουμε όπως τότε!!
Οι πασχαλινές εκδηλώσεις στο χωριό μας άρχιζαν
την Κυριακή των Βαΐων. Ο σεβάσμιος Γέροντας είχε καθιερώσει ή είχε
καθιερωθεί από τους προκατόχους του να τελείται η Θεία Λειτουργία των
Βαΐων στον Αη -Γιώργη.
Πρωί - πρωί η γλυκόλαλη καμπάνα του Αγίου προσκαλούσε τους πιστούς. Γεμάτο
το χωριό από ανθρώπους, πλημμυρισμένη και η εκκλησία από κόσμο.
Θυμάμαι μικρό παιδάκι ακόμη όταν οι γονείς μου με οδήγησαν στον Αη-Γιώργη.Παραξενεύτηκα όταν άκουσα τα μεγαλύτερα παιδιά να περιτριγυρίζουν την αυλή
της εκκλησίας και να απαγγέλλουν δυνατά:
«Βάγια - βάγια του βαγιώ' ναι,
Κυριακή των Κυριακώ' ναι.
Και την άλλη Κυριακή
χάμου - χάμου το τσιτσί».
Είναι αλήθεια ότι οι φωνούλες αυτές των παιδιών με τις
ψαλμωδίες των ψαλτών αποτελούσαν ένα αρμονικό σύνολο και έκαναν την ατμόσφαιρα πιο
γιορταστική και χαρούμενη. Ωστόσο για μένα χρειάστηκαν ακόμα μερικά χρόνια
για να καταλάβω ότι, τα παιδιά με τα τραγούδια τους των Βαΐων,
περισσότερο ήθελαν να συντομευθεί ο εορτασμός του Πάσχα - όχι
για να γιορτασθεί, όπως αξίζει η Ανάοταση του Κυρίου - αλλά για να γευθούν τα
πλούσια ή φτωχά εδέσματα του πασχαλινού τραπεζιού.,
Το
βράδυ της ίδιας ημέρας, όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει (γιατί τα ωρολόγια την
εποχή αυτή ήταν λιγοστά) ηχούσε η βροντερή καμπάνα του Αη -Νικόλα. Οι πιστοί
συνέρρεαν για την ακολουθία του Νυμφίου. Το ίδιο γινόταν τη Μ. Δευτέρα, τη
Μ. Τρίτη και τη Μ. Τετάρτη για την ακολουθία του Νιπτήρος.
Μόλις βασίλευε ο ήλιος τη Μ. Πέμπτη, ο ακούραστος Παπα - Φώτης προσκαλούσε
το ποίμνιό του στον Αη - Γιώργη για να παρακολουθήσει την ακολουθία των
Παθών του Σωτήρος. Η γλυκόλαλη καμπάνα του Αη - Γιώργη μας καλούσε και πάλι.
Οι πιστοί, περισσότεροι από κάθε άλλη προηγούμενη ακολουθία της Μ.
Εβδομάδος. Κόσμος πολύς. Γεμάτος ο Ναός -και η αυλή ακόμη. Τι ευλάβεια!! Τι
κατάνυξη θεέ μου !! Κυρίως όταν μετά το 5° Ευαγγέλιο πρόβαλλε από τη
βορεινή πλευρά του Τέμπλου ο σεβάσμιος Ιερέας με τον Εσταυρωμένο στον ώμο
και ψάλλοντας με τη βροντερή φωνή του : « Σήμερον κρεμάται επί ξύλου....»
Ξημερώνοντας η Μ. Παρασκευή οι καμπάνες και των δύο εκκλησιών «κατάμαυρο
βάφαν τον αέρα» - κατά τον ποιητή - με τις πένθιμες φωνές τους. Το μεσημέρι
όλα τα παιδιά του χωριού (αγόρια και κορίτσια) στόλιζαν μέσα σε σιωπή και
ευλάβεια τον Επιτάφιο με αγριολούλουδα που άφθονα προσέφερε η φύση. Το
βράδυ αυτής της ημέρας η καμπάνα του Αη -Νικόλα πάλι μας προσκαλούσε να
παρακολουθήσουμε την πανίερη εορτή του Επιταφίου Θρήνου. Άλλη, ακόμη
μεγαλύτερη κοσμοσυρροή. Ακούραστος ο υπέροχος γέροντας μας έβγαινε κάπου -
κάπου στην Ωραία Πύλη λες και καμάρωνε το ευσεβές και ευλαβές ποίμνιο του.
Και όταν τελείωνε η ιερή ακολουθία, προσκαλούσε όλους εμάς, όλα τα παιδιά
που μπορούσαν να ψάλλουν τα Εγκώμια, να τον συνοδέψουμε και στο γειτονικό Σαρακίνι για να τον βοηθήσουμε να εκτελέσει και εκεί τα εφημεριακά του
καθήκοντα. Θεέ μου!! τι ευχάριστες και αλησμόνητες στιγμές!! Το Μ. Σάββατο
άρχιζε στον Αη -Νικόλα πολύ νωρίς η Θ. Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Περίμενε
όλο το χωριό να κοινωνήσει. Τότε γινόταν η Πρώτη Ανάσταση. Συντόμευε την
ιερή αυτή ακολουθία γιατί έπρεπε οι νοικοκυρές να γυρίσουν στο σπίτι για να
κάμουν τις απαραίτητες δουλειές για την ετοιμασία του πασχαλινού τραπεζιού.
Όλο το χωριό σε διαρκή κίνηση. Παντού ετοιμασίες, παντού γέλια και χαρούμενα
ξεφωνητά. Όλα εναρμονισμένα με την ευωδιά της ανοιξιάτικης φύσης, που και
αυτή συμμετείχε στη Λαμπροφόρον του Κυρίου Ανάσταση.
Ξημερώνοντας η Μεγάλη Λαμπρή, η καμπάνα του Αη - Νικόλα ηχούσε χαρμόσυνα.
Όλο το πλήθος των πιστών συνέρρεε στον ολοφώτιοτο Ναό. Ο σεβάσμιος Παπα -
Φώτης στην Ωραία Πύλη, φορώντας τα πιο καλά του άμφια παρακολουθούσε να
διαπιστώσει ότι κανένας δεν έλειπε. Και τότε έδινε το παράγγελμα : «Σβήστε
τα φώτα!». Με μιας ο Ναός, για λίγα δευτερόλεπτα, βυθιζόταν στο απόλυτο
σκοτάδι. Αλλά μόνο για λίγο. Γιατί αμέσως ακουγόταν η βροντερή φωνή του Παπα
- Φώτη : «Δεύτε λάβετε Φως». Στη στιγμή ο Ναός, η αυλή, τα πάντα,
πλημμύριζαν από το Αγιο Φως. Έτσι, συνεχιζόταν μέχρι το λυκαυγές η ακολουθία
της Αναστάσεως. Η αποχώρηση των πιστών γινόταν μετά την ανάγνωση του
Κατηχητικού Λόγου του Ιωάν. του Χρυσοστόμου. Με μιας το μελισσολόι των
πιοτών πλημμύριζε τους δρόμους του χωριού με αναμμένες τις λαμπάδες. Όλα τα
σπίτια του χωριού γιόρταζαν. Παντού γέλια, χαρές, ευχές και ατέλειωτα
ξεφωνητά. Σε λίγο όλοι οι φούρνοι του χωριού είχαν την τιμητική τους - δεν
είχε τότε καθιερωθεί στο χωριό μας ο οβελίας - το ψήσιμο του αρνιού.
Η
αναστάσιμη γιορτή είχε σαν επίλογο την ακολουθία της Αγάπης. Σύσσωμο το
χωριό, όταν γύριζε η ημέρα, κατέφθανε στον Αη - Νικόλα. Μετά την ακολουθία
της Αγάπης στήνονταν χορός στην αυλή της εκκλησίας. Και ενώ ο χορός
βρισκόταν στα ύψη, νάτος ο λεβεντόπαπας Παπα - Φώτης. Με βροντερή και
χαρούμενη φωνή πρόσταζε: «Τώρα είναι δική μου σειρά». Και έμπαινε πρώτος
στο χορό. Έλεγε και τα δικά του τραγούδια που άρχιζαν έτσι :
«Το 1912, το '913
κλείσαμε μια συμμαχία...
Και στο βουνό θε 'ν' ανεβώ
και φτειάσω κήπο..... ».
Με το χορό
του Παπά μας έκλεινε η εορτή του Πάσχα και όλοι έδιναν ραντεβού την επομένη
στη Φούσια. Η Δευτέρα του Πάσχα γιορταζόταν στη Λυσσαρέα πιο μεγαλόπρεπα από
την Κυριακή της Λαμπρής. Δεν σκοπεύω ν αναφερθώ στις εκδηλώσεις της ημέρας
εκείνης ούτε στο γιορτασμό της Παρασκευής του Πάσχα - της Ζωοδόχου Πηγής -
στον
Προφήτη Ηλία. Και τούτο γιατί θα χρειάζονταν πολλές ακόμη σελίδες. Και
βαρετός θα γινόμουν, αλλά, και εγώ, κυρίως, δεν μπορώ να συνεχίσω.
Επιτρέψατέ μου όμως να γράψω για το έργο που άφησε ο αλησμόνητος Παπα -
Φώτης στα 35 και πάνω χρόνια που υπηρέτησε την ενορία μας.
Κατ'αρχάς τα χρόνια αυτά ήταν φτωχά χρόνια. Και οι ενορίτες ακόμη
φτωχότεροι. Παρά το γεγονός αυτό ο Παπα - Φώτης άφησε έργο που δεν σβήνεται.
Ιδού λοιπόν:Το 1935-36 έφτιαξε με τη δεκάρα του φτωχού ενορίτου τα
πέτρινα σκαλοπάτια του Ιερού, που και σήμερα είναι κόσμημα για τον Αη -
Νικόλα. Το 1937-38 έγινε η επίστρωση του Ναού με μωσαϊκό.Το 1939-40
έγινε σε συνεργασία με την Κοινότητα η περιμάνδρωση του αύλειου χώρου του
Ναού. Το 1952 έγιναν οι σοβάδες της εκκλησίας. Αμέσως μετά αντικαταστάθηκε
το σανίδινο τέμπλο του Αη - Νικόλα. Το τέμπλο αυτό το αντικατέστησε με
δαπάνη του ο αγαπητός σε όλους συμπατριώτης μας Βασ. Π. Παναγιωτόπουλος. Και
πράγματι το σημερινό ξυλόγλυπτο Τέμπλο είναι όμορφο και κάτι που κανένας
Ναός της περιφέρειάς μας δεν έχει να επιδείξει. Όταν έγινε το πρώτο τέμπλο
αγιογραφήθηκε στο ταβάνι του Ναού ο Παντοκράτωρ και οι τέσσερις
Ευαγγελιστές. Αγιογραφήθηκαν ακόμη οι εικόνες του Τέμπλου, οι οποίες
σήμερα κοσμούν την εκκλησία μας στη Φούσια. Την αγιογράφηση έκανε ο
υπέροχος αγιορείτης Ιερομόναχος Θεοδόσιος από τη Ζάτουνα.
Η
μεγαλύτερη όμως προσφορά του Μακαριστού Παπα - Φώτη ήταν η ηθική προσφορά.
Δίδαξε με το ήθος, την εντιμότητά του και τη συμπεριφορά του. Ήταν
ακοίμητος φρουρός της διατήρησης των παραδόσεων, των ηθών και των εθίμων του
χωριού μας. Ο τύπος του ήταν ο τύπος του γνήσιου Έλληνα. Ακόμη και σε
στιγμές παραφοράς. Μπορούσε σε λίγες στιγμές ν' αλλάξει την πίκρα της ζωής
σε χαρά της ζωής. Ήταν υπερβολικά εχέμυθος, τολμηρός, γενναίος και πρώτος
σε κάθε προσπάθεια προσφοράς κοινωνικού και κοινοτικού έργου. Τα χρήματα του
Ναού τα θεωρούσε ιερά. Συχνά επανελάμβανε : «Τα χρήματα της εκκλησίας είναι
αναμμένα κάρβουνα. Όποιος τα πιάσει καίγεται».
Και για να τελειώνω :
Πατέρα Φώτιε,
Προσπάθησα με τα γραφόμενά μου να θυμίσω στους σύγχρονους συμπολίτες ότι για
να γίνει η σημερινή Λυσσαρέα - όμορφη μέν, αλλά, φεύ, με λιγοστούς
κατοίκους - εργάστηκαν πολλοί. Ανάμεσα σ'αυτούς - ανάμεσα σ'αυτούς -
ανάμεσα στους πρώτους -ήσουν εσύ. Αυτά τα λόγια μου είναι ξεχείλισμα των
συναισθημάτων που με κατέχουν για Σένα . Και τίποτα παραπάνω. Κοιμήσου
ήσυχα, Πάτερ, στην ευλογημένη χορεία της θρια-μβεύουσας εκκλησίας. Και
στείλε μας την ευχή σου. Την έχουμε ανάγκη.
θα
μου επιτρέψετε όμως να φτάσω στο τέλος με κάτι το προσωπικό μου. Ευχαριστώ
από τα βάθη της ψυχής και της καρδιάς μου τον αγαπητό μου ανηψιό - μαθητή
μου Δημ. Κων. Μητρόπουλο, για όσα έγραψε για μένα στο προηγούμενο φύλλο της
Εφημερίδας μας. Ελπίζω Δημήτρη ότι τα γραφόμενά σου τα συμμερίζονται και οι
περισσότεροι που με γνώρισαν και παρακολούθησαν την πορεία μου στη ζωή.
Ξεχωριστή χαρά θα αισθανόμουν εάν τα γραφόμενά σου εκτιμούνται και από τους
πολυπληθείς μαθητές μου που είχαν την «ατυχία» να με έχουν δάσκαλο τους. Και
όσον αφορά για σένα, Δημήτρη μου, αισθάνομαι χαρά και ικανοποίηση για ό,τι
κάνεις και με επιμέλεια φροντίζεις. Σε καμαρώνω. Αλλά κάνω και μια
διαπίστωση : Η τεχνολογία σε κέρδισε, αλλά η Δημοσιογραφία έχασε ένα νέο που
θα εξελισσόταν σε ένα διαπρεπές στέλεχός της. Σας χαιρετώ και σας αγαπώ
όλους.
Γεώργιος ΐω. Μαρινόπουλος
|