Οι Λυσσαρεώτες πριν μερικά χρόνια περίμεναν
την πρώτη Εβδομάδα των Απόκρεω, γιά νά
«σφάξουν τό γουρούνι»
καί νά
«φτιάξουν παστό».
Η διαδικασία
περιγράφεται απ' τούς γεροντότερους ως μια ιεροτελεστία. Ολόκληρη η οικογένεια συμμετείχε.
Ας μήν ξεχνάμε πώς για την Ορεινή Γορτυνία το
Παστό (η γνωστή τσιγαρίδα)
ήταν βασική
τροφή για όλη τη χρονιά.
Το
βράδυ κάθε Σαββάτου - από την παραμονή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι την
παραμονή της Τυροφάγου - ξεφάντωναν στη σάλα του σπιτιού, όπου μαζεύονταν
η οικογένεια. Μετά το δείπνο,
«τό
έστρωναν στο τραγούδι». Όταν άναβε το κέφι, έβγαιναν στό
δρόμο, παρέες - παρέες τραγουδώντας σατυρικά τραγούδια και χορεύοντας μέχρι
τα χαράματα της Κυριακής.
Οι
Μπούλες
- νέοι καί νέες
ντυμένοι με προβιές και ζωσμένοι μέ κουδούνες, τροκάνια, τσοκάνια καί
γριγριλίδια - έτρεχαν πάνω - κάτω, σκορπώντας το γέλιο καί φοβερίζοντας τα
μικρά παιδιά. Στό χέρι κρατούσαν σκαλτσούνι
(κάλτσα) γεμισμένη με στάχτη. Χοροπηδούσαν, έβγαζαν άναρθρες κραυγές,
ορμούσαν στίς παρέες και χτυπούσαν όποιον εύρισκαν γεμίζοντάς τον στάχτη.
Το
πρόσωπό τους το είχαν βάψει με κάρβουνο ή είχαν πασαλειφτεί με αλεύρι.
Πολλοί έβαζαν ψεύτικα δόντια για να εντυπωσιάσουν και να φαίνονται άγριοι.
Αν προσέξουμε τις παραστάσεις του Θεού Πανός με τους
Σειλινούς και με τις Νύμφες της Αρκαδίας αλλά και τον Ηρακλή στον Τέταρτο
Άθλο (κυνήγι του Ερυμάνθιου Κάπρου) θα καταλάβουμε πως οι Μπούλες, είναι
επιβίωση στις μέρες μας παγανιστικών τελετών προς τιμήν του Πανός και των Νυμφών
των Αρκαδικών Ορέων.
Όλο αυτό το
πανηγύρι, επαναλαμβανόταν κάθε Σαββατοκύριακο.
Την εβδομάδα της Τυρινής οι νοικοκυρές έψηναν πίτες στό φούρνο (τυρόπιτες,
σπανακόπιτες και κολοκυθόπιτες). Απαραίτητα ήταν τα
«φτιαχτά λαζάνια»
Το τελευταίο βράδυ (την
Κυριακή της Τυροφάγου), ολόκληρη ἡ οικογένεια ερχόταν
«στό σπίτι
του παππού». (παιδιά, εγγόνια, ξαδέρφια, φίλοι) περνούσαν τη βραδιά μαζί.
Μετά
το συνηθισμένο φαγοπότι, τοποθετούσαν στό τζάκι - γύρω στη φωτιά - αυγά
(ένα για κάθε μέλος της οικογένειας). Τα αυγά ψήνονταν στη χόβολη. Όποιου το αυγό
«ίδρωνε»,
ήταν ο
«τεμπέλης της
παρέας»
Όποιου
το αυγό ράγιζε
(«έσκαζε»), του έλεγαν όλοι :
«θα σκάσουν
οι εχθροί σου»
Αυτοί πού
το αυγό τους έμενε γερό χωρίς να
«ιδρώσει»
ήταν οι «τυχεροί»
Περιγραφή Μάρθα Αποστολοπούλου |