«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
Για βγάτε, διέτε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται
Γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα
Το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
Και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες
Κυρά καμαροτράχηλη κυρά γαϊτανοφρύδα
Κυρά μου όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησιά σου
Κάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη
Και τον καθάριο Αυγερινό τον κάνεις δαχτυλίδι
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε
Μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα
Δώστε μας και πεντ’ έξι αυγά να πάμε σ’ άλλη πόρτα
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλούς χρόνους να ζήσει.»
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΑ
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Ο ανώνυμος ποιητής, προτρέπει τους πολίτες να γιορτάσουν
με τον γνωστό Ελληνικό τρόπο τα Χριστούγεννα : «Βγάτε,
διέτε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται» Από την
αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ο Έλληνας γιορτάζει στην
«αγορά», στην πλατεία, στην ύπαιθρο. Η εορτή σχεδόν
ταυτίζεται με έξοδο, επίσκεψη, χορό στην πλατεία του
χωριού. Συνήθως η γιορτή είναι τριήμερη : Μια μέρα
ξεφάντωμα, μια μέρα αφιερωμένη στον Θεό και μια
μέρα αφιερωμένη στην οικογένεια.
Με τα Χριστούγεννα, οι Αρκάδες τσοπάνηδες περιμένουν και
τα «πρωτούγεννα» –τις πρώτες γέννες στα γιδοπρόβατα.
Το «γάλα» των προβάτων και το «μέλι» (βασικούς
οικονομικούς πόρους των Αρκάδων) το τιμά και το
νεογέννητο Θείο Βρέφος το οποίο «ανατρέφεται με μέλι και
με γάλα».
Από τα Κάλαντα δεν θα έλειπε ποτέ η καθημερινή ζωή.
Ένας κόκορας και πέντε – έξη αυγά – ιδιαίτερα για τους
Αρκάδες – εκτός από ένα καλό γεύμα, αποτελούσαν και
οικονομικό κεφάλαιο : Μπορούσαν δίνοντας λίγα αυγά στον
μπακάλη, να αγοράσουν τετράδια και ό, τι άλλο ήθελαν. Τι
πιο φυσικό λοιπόν να ενσωματωθούν και αυτά τόσο στα
τραγούδια τους όσο και στις ευχές τους (να είναι το
σπίτι μας πάντα ευλογημένο και πλούσιο).
Γιώργος Ιωαννίδης |