ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

                               ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ

Πότε , πώς και γιατί χρησιμοποιήθηκε το χριστουγεννιάτικο δέντρο σαν σύμβολο ;

Σύμφωνα με μερικούς ερευνητές, οι  χριστουγεννιάτικες δοξασίες και παραδόσεις , αποτελούν ένα μίγμα από κατάλοιπα της λατρείας του Σατούρνο ( μιας θεότητας που ταυτίζεται με τον Κρόνο ) κι άλλων δοξασιών που αναμίχθηκαν με τις χριστιανικές , για να ξεχαστεί στο πέρασμα των αιώνων η αρχική τους προέλευση. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως η μέρα της Γέννησης   του Χριστού και ταυτόχρονα σαν η πρώτη μέρα του χρόνου. Ωστόσο υπάρχουν μαρτυρίες ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν στη Ρώμη στις 25 Δεκεμβρίου από το 336 και αυτή η μέρα ήταν και Πρωτοχρονιά. Το δέντρο, σαν χριστουγεννιάτικο σύμβολο, χρησιμοποιήθηκε μετά τον 8ο αιώνα. Αυτός που καθιέρωσε το έλατο σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος Βονιφάτιος , που για να σβήσει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στη δρυ, έβαλε στη θέση της το έλατο, σαν σύμβολο χριστιανικό και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων. Και μέσα στο πέρασμα των αιώνων άλλαξε πολλές μορφές.

Στην αρχή , για να συμβολίσει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο  η Γέννηση του Χριστού , άρχισε να γεμίζει το δέντρο-σύμβολο με διάφορα χρήσιμα είδη, κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, συμβολίζοντας έτσι την προσφορά των Θείων Δώρων, για να εξελιχθεί προοδευτικά σε ένα απαραίτητο διακοσμητικό είδος  της μέρας αυτής, που αργότερα πήρε και τη θέση της Δωροθήκης του χώρου ,όπου συγγενείς και φίλοι τοποθετούσαν τα δώρα τους. Για την Αγγλία ο Τσαρλς Ντίκενς , ο συγγραφέας εκείνης της εποχής, φρόντισε να ξαναπάρουν τα Χριστούγεννα την παλιά χαρούμενη γιορταστική τους μορφή , όσο κανένας άλλος. Κι αν σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο το χριστουγεννιάτικο δέντρο θυμίζει αυτή τη μέρα , αυτό σίγουρα οφείλεται στον Ντίκενς , που σε διάφορα έργα του και πιο πολύ στις χριστουγεννιάτικες ιστορίες του το προβάλλει σαν βασικό χριστουγεννιάτικο σύμβολο.

Κατ’  άλλους το έθιμο έχει ξενική προέλευση και το έφεραν στην Ελλάδα οι Βαυαροί. Για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα  το 1833 και μετά στην Αθήνα. Από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια. Πρόδρομος του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάνζαλος ένα χοντρό ξύλο δηλαδή από αχλαδιά ή αγριαχλαδιά αλλά και στις πολύ ορεινές περιοχές το ακρουκοδοπούρναρο ή γκι .Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη , απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα , όπως τους καλικάντζαρους . Οι πρόγονοί μας τοποθετούσαν το χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων. Η στάχτη του προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Το χριστόξυλο αντικαταστάθηκε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο , το οποίο από τη Γερμανία εξαπλώθηκε και ρίζωσε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού .

Ωστόσο κάποιοι υποστηρίζουν ότι η προέλευσή του δεν είναι Γερμανική. Ο καθηγητής Χριστιανικής Αρχαιολογίας κ. Καλογύρης Κώστας υποστηρίζει ότι το έθιμο του δέντρου έχει ανατολίτικη προέλευση. Την άποψή του τη στηρίζει σ’ ένα συριακό κείμενο που υπάρχει σε χειρόγραφο στο Βρετανικό Μουσείο. Το κείμενο αναφέρεται σε ένα ναό που έχτισε το 1512 ο Αναστάσιος ο Α΄ στα  βόρεια της Συρίας  και στον οποίο υπήρχαν δυο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση , το στόλισμα του δέντρου καθιερώθηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος περπατώντας τη νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά , συνέλαβε την ιδέα της τοποθέτησης ενός φωτεινού δέντρου μέσα στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ’  όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο. Όμως σε μερικά μέρη όπως στη Λέσβο το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν είναι από έλατο αλλά από κλαδί ελιάς το οποίο στολίζουν με χρυσωμένα πορτοκάλια , καρύδια και διάφορα παιχνίδια .

Και να μην ξεχνάμε ότι σε πολλά νησιωτικά μέρη της πατρίδας μας στολίζουν το ξύλινο καραβάκι.

   ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

Η ονομασία τους προέρχεται από το επίθετο  καλός  και από το κάνθαρος . Σύμφωνα με την παράδοση είναι μαυριδεροί με πόδια  τράγου και χέρια μαϊμούς , έχουν ουρά και είναι κακομούτσουνοι με μεγάλα αυτιά . Είναι στραβοί , κουτσοί, στραβοχέρηδες και γενικά όλοι τους έχουν και κάποιο κουσούρι. Είναι κακοί και πονηροί αλλά δεν μπορούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους γιατί δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και συνεχώς μαλώνουν .

Οι καλικάντζαροι ή παγανά , όπως θέλουν οι θρύλοι και οι παραδόσεις , παίζουν σημαντικό ρόλο στις συνήθεις και τα έθιμα των ημερών . Σε πολλά μέρη ανάβουν φωτιές από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα φώτα . Αλλού φράζουν τις καμινάδες με δώδεκα αδράχτια για να μην μπορέσουν να μπουν στο σπίτι. Και  σε αρκετές περιοχές πιστεύουν  ότι  δουλεύουν  υπόγεια ,στα έγκατα της Γης, κρατώντας ένα τεράστιο πριόνι κι αγωνίζονται  να κόψουν το τεράστιο δέντρο που την κρατά στη θέση της. Θέλουν να το κόψουν για να τη δουν να γκρεμίζεται και τους ανθρώπους να υποφέρουν. Το δέντρο  όμως είναι χοντρό και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να κοπεί. Και θα τα κατάφερναν , αλλά όταν το δέντρο είναι έτοιμο να κοπεί ,πλησιάζουν τα Χριστούγεννα  κι ανεβαίνουν σ’ αυτή ,για να πειράξουν τους ανθρώπους. Η παραμονή τους στη γη κρατάει δώδεκα μέρες και στη διάρκεια των ημερών αυτών το δέντρο  θρέφεται κι έτσι όταν ξαναγυρίζουν στα Τάρταρα αρχίζουν πάλι απ’  την αρχή.

Την παραμονή λοιπόν των Χριστουγέννων ξετρυπώνουν κατά χιλιάδες  από τις τρύπες του εδάφους : σπηλιές , βάραθρα , και καταβόθρες. Το φως το τρέμουν γιατί τα μάτια τους συνήθισαν στο σκοτάδι και δεν μπορούν να δουν την ημέρα. Έτσι κυκλοφορούν τη νύχτα και πειράζουν τους ανθρώπους. Μικρά και ευκίνητα , μπαίνουν στα σπίτια απ’ όπου βρουν : καμινάδες , κλειδαρότρυπες , καμινάδες .Πλατσουρίζουν στο λάδι του σπιτιού , γκρεμίζουν πιάτα και κατσαρόλες και δείχνουν ιδιαίτερη αδυναμία στα τηγάνια που εκείνες τις ημέρες έχουν την τιμητική τους μιας και σε όλα τα σπίτια φτιάχνουν τηγανιές από χοιρινό. Λερώνουν , σπάνε , γκρεμίζουν αλλά δεν κλέβουν τίποτα απ’ τα σπίτια. Εξαφανίζονται τα Φώτα με τον Αγιασμό των Υδάτων

Η Γ(ΟΥ)ΡΟΥΝΟΧΑΡΑ

Πριν από το 1940 , αλλά σε πολλά μέρη της χώρας ακόμα και σήμερα ,σχεδόν όλες οι οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν το μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι , πίτουρα, τα αποφάγια του σπιτιού ,ζεστό νερό κι αλάτι. Ήταν η εποχή που κάθε οικογένεια στην επαρχία έκτρεφε γουρούνι όχι μόνο για το κρέας αλλά και για όλα τα υπόλοιπα που έπαιρναν απ' αυτό.

Το σφάξιμό τους ήταν ολόκληρη διαδικασία. Δεν γινόταν σε όλα τα μέρη τις ίδιες ημέρες, αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων τα έσφαζαν λίγο πριν τα Χριστούγεννα ή την παραμονή . Υπήρχαν όμως και περιοχές που το έσφαζαν και μετά τις γιορτές , επειδή νήστευαν και δεν ήθελαν να μπουν σε πειρασμό.

Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με ιδιαίτερη φροντίδα και συνήθως έπαιρναν μέρος συγγενικές οικογένειες ή και γειτονικές . Έσφαζαν με τη σειρά : μία μέρα στο ένα σπίτι την άλλη στο διπλανό και εξής. Άρχιζε το πρωί και στο τέλος κατέληγε σε γλέντι , πολλές φορές ως το ξημέρωμα της άλλης μέρας. Και εξαιτίας του γλεντιού αυτού ονομάστηκε γουρουνοχαρά.

Στη σφαγή χρειάζονταν 5-7 άτομα . Ο σφαγέας έπρεπε να είναι καλός τεχνίτης. Αρκετές φορές αντί για τσεκούρι , χρησιμοποιούνταν όπλο ή το αποτελείωναν με τουφεκιές. Μεγάλη προσοχή απαιτούνταν και στο γδάρσιμο αφού το δέρμα δεν έπρεπε να πάθει ζημιά μιας και μ' αυτό έφτιαχναν τα γρουνοτσάρουχα που τα φορούσαν στις κρύες μέρες ή στα χωράφια.

Μετά το γδάρσιμο έκοβαν το λίπος και το έβραζαν για 2-3 μέρες ώσπου να λιώσει. Η φωτιά έπρεπε να είναι σταθερή για να επιτευχθεί ομοιόμορφο λιώσιμο. Αφού άδειαζαν το λιωμένο λίπος σε δοχεία για να έχουν για το τηγάνισμα, ενώ με τα ψιλά κομμάτια που απέμειναν  έφτιαχναν τσιγαρίδες τις οποίες έτρωγαν με τον τραχανά.

Κατόπιν έκοβαν το κρέας σε μικρά κομμάτια  , το αλάτιζαν και το έβαζαν σε ξύλινα βαρέλια για να το διατηρήσουν όλο το χειμώνα. Άλλες φορές το έβραζαν και ζεστό όπως ήταν το τοποθετούσαν σε βαρέλια και το λίπος του έβγαινε σιγά σιγά στην επιφάνεια και δημιουργούσε ένα στρώμα προστασίας για το ίδιο το κρέας.

Σειρά μετά είχε το γέμισμα των εντέρων για τα λουκάνικα. Το κρέας αυτό το έπαιρναν από τα πλευρά και το ψιλόκοβαν με μπαλταδάκι ή με ψαλίδια.Το έβραζαν  σε μικρό καζάνι μαζί με μπαχαρικά και πράσα και όταν κρύωνε γέμιζαν τα έντερα ( κυρίως τα μεγαλύτερα παιδιά ή τα κορίτσια ) με τα κοκκαλιάρια.

Παράλληλα τα πόδια και ένα μέρος του λίπους έμπαινε στην άκρη για τον πατσά.

Ταυτόχρονα , το γλέντι στρωνόταν με το τραπέζι γεμάτο με ψητές μπριζόλες ,πίτες , και ότι άλλο περίσσευε στο σπίτι.