Greece’s ruling leftists soften their secularism

http://www.economist.com/blogs/erasmus/2015/10/religious-education-greece

Snap 2015-10-11 at 13.53.43

 

ALL over Greece, from the Ionian islands to the border villages of Thrace, youngsters aged between five and 17 are settling down to a year of schooling whose content is carefully mandated by the ministry of education. And for the great majority of them, religion, and Orthodox Christianity in particular, will be an important part of the diet. At elementary schools, for example, the ministry wants pupils to be taught to «understand the world as a wonderful creation of God, which humans can enjoy and feel grateful for»; at secondary schools, depending on their age, kids may find themselves studying the Old or the New Testament, the Orthodox Christian calendar, «other Christian confessions» – ie, the Protestant or Catholic faiths – or other world religions, or bioethical questions. This weekend marks the expiry of the annual deadline for applications for a waiver from religion courses; and in practice, only a small minority will cut the classes.

 

But the terms of the opt-out, and the nature of state-mandated religious instruction, have been contested recently. Greece’s radical leftist prime minister, Alexis Tsipras (pictured), is a declared atheist; his long-term aim is to unravel the close relationship between the Greek state and the Orthodox church, whose role as the country’s prevailing religion is enshrined by many articles in the constitution. On re-election last month, he named as education minister a secularist politician, Nikos Filis, who had protested over the warm official reception given earlier this year to a casket of saintly relics which were loaned to Greece by the Catholic church in Venice. Soon after the new cabinet’s formation, the deputy education minister declared that the procedure for opting out of religion classes would be made much simpler. People braced themselves for a good old-fashioned clash between state and ecclesiastical authority.

But only days later, the spirit of confrontation was exorcised. Mr Filis had an emollient meeting with the archbishop of Athens, Ieronymos, at which he promised the prelate that no unilateral actions would be taken. Greek journalists were told in briefings that the government appreciated the church’s humanitarian work to relieve poverty, and it hoped for amicable state-church cooperation over the use of church property for public benefit. They were also assured that the nature of religious education had altered already, and would change more, towards general religious knowledge and away from devotional instruction. But the change would happen in liaison with the church. This weekend, Mr Filis made a new demonstration of friendship with the church by attending the enthronement of a bishop.

What lies behind all this? First, it’s not surprising that a government minister wanted to simplify the opt-out. In what seemed like a sop to devout voters, dodging religion courses was actually made harder by a regulation introduced in January during the final days of Greece’s previous government (a centre-right/centre-left coalition). That regulation stipulates that the parents of the child (or the youngster him/herself, in the final year) must make a formal declaration to the school; this must specify that the pupil is «not an Orthodox Christian» and therefore seeks exemption on grounds of conscience. The school is encouraged to make sure that this claim is well-founded. This procedure sets the bar very high, given the lingering sense, among many Hellenes, that to declare that you are not Orthodox, at least nominally, is almost like saying you are not Greek.

What really happens in Greek schools depends a lot on human factors. At elementary schools, teachers are supposed to mingle religious instruction with everything else; this comes naturally to some pedagogues and not to others. At secondary school, there are dedicated religion teachers, who usually have (Orthodox) theology degrees; they have a choice between using very old-fashioned text-books, or some user-friendly electronic material which pupils seem to like. But older teachers can’t or won’t use the internet.

George Kapetanakis, who teaches in an Athens high school, is a moderniser who likes pupils to make their own videos, for example about the way different religions pray and the buildings they use. Contrary to what you’d expect, he finds that migrant children (including Albanian Muslims who are very numerous) don’t usually opt out; the ones who consistently do are Jehovah’s Witnesses, who are viewed with great suspicion by the Orthodox church. But before the new regulation was introduced, up to a third of the pupils in certain Athens schools were opting out, not out of any strong objection of conscience but to get more time for other activities. Anna Tirikanidou, who has taught religion for 15 years in the more conservative environment of northern Greece, says that in the schools she knows, very few pupils, apart from Jehovah’s Witnesses, opt out. She has seen Muslim pupils participate enthusiastically, for example in class discussions about the fasting rules for different religions.

Perhaps none of that should be a surprise. Even (or perhaps especially) in countries where the state tries to regulate and fine-tune everything, practices on the ground tend to evolve at their own pace as social reality changes. And one of the realities facing any prime minister of Greece, regardless of ideology, is that head-on confrontation with the church comes at a high political price. Too high a price, apparently, for Mr Tsipras, who has plenty of other things to worry about: not just an ongoing economic crisis, but rumbling geopolitical tension in the region, a state of affairs which has often prompted the Greeks to rally round their religion.

Τα μυαλά είναι σαν τα αλεξίπτωτα : για να λειτουργήσουν πρέπει να είναι ανοικτά.

 Γ.Δ.ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ (Διδάκτωρ Θεολογίας, εκπαιδευτικός)

περ. ΕΠΙΚΑΙΡΑ Τεύχος 358  30/9/2016


Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε μια αντιπαράθεση ομάδων και προσώπων, μια σύγκρουση ιδεών αλλά και φυσικών οντοτήτων με κέντρο το θέμα διαχείρισης των προσφύγων. Σύλλογοι γονέων, όπως του Ωραιόκαστρου και της Φιλιππιάδας, υιοθετούν εθνικιστικές θέσεις που κινούνται στις παρυφές ακροδεξιάς απόχρωσης κομματικών τοποθετήσεων. Στο πλευρό τους και τοπικοί άρχοντες, πολιτικοί και θρησκευτικοί, αλλά   και «αγανακτισμένοι πολίτες» που καίνε hot spot στο όνομα της εθνικής μας ταυτότητας.

Από την άλλη πλευρά πιο ψύχραιμες φωνές επικαλούνται το φιλάνθρωπο και φιλάδελφο χαρακτήρα του Χριστιανισμού, κύριο συστατικό της εθνικής μας ταυτότητας, για τη φιλοξενία των εμπερίστατων συνανθρώπων μας. Και φυσικά θα ταχθούμε με αυτές, όπως του Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνάτιου, βασιζόμενοι όχι μόνο στη ρήση του Αποστόλου Παύλου στην επιστολή του προς Κολοσσαείς (3,11) : «Εδώ δεν υπάρχει πια Έλληνας και Ιουδαίος, περιτμημένος και απερίτμητος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος ή ελεύθερος, αλλά τα πάντα και μέσα σε όλους τα αναπληρώνει ο Χριστός.» αλλά και ενθυμούμενοι τη στάση της Συρίας προς τους χριστιανούς πρόσφυγες το 1922 καθώς και αναγνωρίζοντας τις συνέπειες από τη συμμετοχή μας με στρατεύματα στο μακρινό Αφγανιστάν στηρίζοντας τις Νατοϊκές επιλογές.

Ο κος Ιγνάτιος επεσήμανε ότι «χάσαμε την «κοινότητα». Είναι αυτό που έχει χάσει και η Εκκλησία πολλές φορές. Εκκλησία είναι η πρόσκληση γύρω από ένα τραπέζι να φάμε μαζί. Είναι ο Χριστός στην Αγία Τράπεζα. Παίρνω ένα ψίχουλο και μία σταγόνα, όχι για να ζήσω αλλά για να είμαι με τον Θεό. Η Εκκλησία ήταν αγάπη γύρω από μία τράπεζα, που γινόταν αγάπη σε ένα τραπέζι. Δεν γίνεται όταν κοινωνώ από ένα ποτήρι, να μην έχεις να φας εσύ και εγώ να τρώω. Στην κοινωνία γίνομαι ένα με τον συνάνθρωπό μου, που κοινωνούμε μαζί. Δεν γίνεται να είσαι ξένος και να παραμένεις ξένος για μένα. Στις μικρές εκκλησιαστικές κοινότητες, η μικρή ενορία, που συγκροτείται από τους ανθρώπους που έχουν συνείδηση, αναπληρώνει το κενό της κοινωνίας μας. Αν έχουμε χάσει την κοινωνία μεταξύ μας, ο ατομισμός κυριαρχεί και η μοναξιά οδηγεί στην κατάθλιψη».

Από την άλλη πλευρά ο κ. Άνθιμος δηλώνει: «Είμαι αντίθετος στη φιλοξενία των διαφόρων μεταναστών. Μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, για πλείστους όσους λόγους, εγώ προσωπικά σαν επίσκοπος και εκπρόσωπος τη τοπικής εκκλησίας που έχει ιστορία 2.000 χρόνων, δεν θα ήθελα να εγκατασταθούν, διότι δεν ξέρουμε τι ακριβώς στη συνέχεια θα επακολουθήσει». Εκτός από τη ξενοφοβία ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης εκφράζει και έντονα αντιχριστιανικά θέσεις αφού αντιπαλεύει το παραπάνω Παύλειο εδάφιο αλλά και αρνείται την πίστη «θα χτίσω την εκκλησία μου και οι πύλες του Άδη δε θα μπορέσουν να την κατανικήσουν» (Ματθ 16,18) στερώντας μας από την ευχαριστιακή και εσχατολογική θετικότητα.

Ο Έλληνας σήμερα ζει μεταξύ κλειστότητας του παρελθόντος και ανοικτότητας του παρόντος και πιθανόν του μέλλοντος. Εγκλωβισμένος σε παλιές τακτικές ενός κλειστού πολιτισμικού περιβάλλοντος όπως ήταν οι αγροτικές κοινότητες του περασμένου αιώνα όπου ξένος ήταν ακόμη και ο κάτοικος του διπλανού χωριού, τρέχει ασθμαίνοντας να προλάβει τις κοινωνικές εξελίξεις που πραγματοποιούνται στο παγκόσμιο γίγνεσθαι όπου μέσω του διαδικτύου, πλησίον έχει γίνει κάθε κάτοικος του πλανήτη μας.

Και καθώς λέει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (22,37-40), υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα της συνύπαρξης: «Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: Θ’ αγαπήσεις τον Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου. Αυτή είναι η πρώτη και μεγαλύτερη εντολή. Και δεύτερη, όμοια μ’ αυτή, είναι: Θ’ αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές στηρίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες».

Στο ερώτημα πως θα επιτύχουμε τη μετάβαση στην ανοικτότητα και θα καταστήσουμε την κοινωνία μας μέτοχη στα πλανητικά πολιτισμικά δρώμενα, η απάντηση είναι μία : γνώση. Η γνώση και η εργαλειακή της χρήση, η σοφία, προσφέρεται σήμερα στα δημόσια σχολεία κι όχι στην τηλεόραση ή στο internet. Το παρεχόμενο αγαθό της εκπαίδευσης οφείλει να βασίζεται και παράλληλα να αναπτύσσει την κριτική και δημιουργική σκέψη των μαθητών και μαθητριών ώστε να επεξεργάζονται το πλήθος των πληροφοριών που μπορούν να φτάνουν ως αυτούς. Και μιας και ένα από τα στοιχεία διαμόρφωσης της πολιτισμικής και εθνοτικής ταυτότητας είναι η θρησκεία, το μάθημα των θρησκευτικών θα έπρεπε να έχει κύριο ρόλο στην ανάπτυξη του συναισθηματικού και λογικού κόσμου των παιδιών μας.

Ένα σύγχρονο σχολείο που ανταποκρίνεται στις παιδαγωγικές απαιτήσεις της κοινωνίας δεν μπορεί να εγκλωβίζεται σε μονολιθικές τάσεις και κατηχητικές πρακτικές, συγχέοντας τους ρόλους της εκκλησίας και του κράτους. Η παρεχόμενη Θρησκειακή Αγωγή στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οφείλει να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και να μη διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό αλλά να προάγει την ενότητα και την ομόνοια των πολιτών βασιζόμενη στην αρχή της ανεκτικότητας και το σεβασμό της ετερότητας κάτι που θα επιτυγχάνεται με τη διαθρησκειακή προσέγγιση των επιμέρους ζητημάτων και αξιών.

Το Μάθημα των Θρησκευτικών που περιγράφουμε και παράγεται με τα Νέα Προγράμματα Σπουδών, προάγει την ενότητα και όχι το διαχωρισμό. Μέσα από το θρησκειακό εγγραμματισμό καθιστούμε τη Θρησκειακή Αγωγή αναγκαία προϋπόθεση της εκπαιδευτικής διαδικασίας που καταδεικνύει το σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο όχι ως παράγοντα αναπαραγωγής ανισοτήτων και διαφορών, αλλά ως ανοικτό εργαστήριο αξιών όπως η ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο σεβασμός του περιβάλλοντος με κύριο στόχο τη συνύπαρξη.

Η θεολογία, αντί να λειτουργεί ως οπισθέλκουσα δύναμη και αδράνεια, καλείται σήμερα να προσδιορίσει και νοηματοδοτήσει θεολογικά τις δυο επικρατούσες έννοιες: την παγκοσμιοποίηση και τη μετα-νεωτερικότητα και να καταδείξει σύγχρονους τρόπους πορείας προς τη θρησκειακή γνώση. Ο συγκερασμός της παγκοσμιότητας και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων (glocal) είναι επιβεβλημένος και η θρησκευτική γνώση και άρα και αγωγή πρέπει να εστιάσει σε αυτή την προοπτική.

Το Μάθημα των Θρησκευτικών στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση, βασισμένο στη διαθεματικότητα και διεπιστημονικότητα και εργαλειακά χρησιμοποιώντας το Μοντέλο Διαδικασίας μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει στην κοινωνικοποίηση των μαθητών και να πρωτοπορήσει στη διαμόρφωση της ταυτότητας των νέων και τελικά της ταυτότητας των νέων κοινωνιών βγάζοντάς μας από τη θρησκειακή αλλά και πολιτισμική απομόνωση.

Θρησκειακός αναλφαβητισμός και φονταμενταλισμός

capt 02b

Γ. Δ. Καπετανάκης, Δρ. Θεολογίας, εκπ/κός.

Στις 31 Οκτωβρίου 1517 ο Λούθηρος θυροκολλά  τις περίφημες 95 θέσεις του στην πόρτα της Εκκλησίας του πύργου της Βιττεμβέργης με αφορμή την ακραία περίπτωση της δικανικής σωτηριολογίας του Καθολικισμού: τη χρηματική εξαγορά των αμαρτιών («συγχωροχάρτια»). Σκοπός του, όταν θυροκολλούσε τις θέσεις , ή όταν τις τύπωσε χωρίς να τις θυροκολλήσει όπως υποστηρίζει η σύγχρονη ιστορική έρευνα, ήταν μόνο και μόνο να προκαλέσει μια θεολογική συζήτηση μεταξύ των λογίων γύρω από το θέμα των αφέσεων με τα συγχωροχάρτια. Με άλλα λόγια, η διαχείριση από τη θεσμική εκκλησία των καλών πράξεων που κάποιοι Χριστιανοί επιτελούσαν. Ο θεολογικός αυτό διάλογος αμφισβήτησε τις ανθρώπινες πράξεις, ακριβώς για να αποδυναμώσει τη δικανική τους χρήση από τους Παπικούς απεσταλμένους και ενδυνάμωσε τη Θεία Χάρη για τη σωτηρία του πιστού. Το αυτεξούσιο του προσώπου αντικαθίσταται από τον απόλυτο προορισμό. Η θρησκεία από κοινωνικό καλό περνά στη ιδιωτική σφαίρα και η Μεταρρύθμιση προκάλεσε βαθιές ανακατατάξεις στην Ευρώπη διαχωρίζοντας τη δυτική Χριστιανοσύνη και επηρεάζοντας την ανατολική από τον Ιερεμία το Β’  και τον Κύριλλο Λούκαρη μέχρι τις μέρες μας. Απόρροια αυτής της σκέψης είναι η αμφισβήτηση της ιεράς ( καθ’ ημάς ) παράδοσης και η προσωπική ερμηνεία του Ιερού Κειμένου της Βίβλου, βάζοντας έτσι τα θεμέλια της μετανωτερικότητας με την άρνηση των μεγάλων αφηγήσεων και της τοποθέτησης στο προσκήνιο του υποκειμενισμού.

Η ιερά παράδοση, δηλαδή τα κείμενα των συνόδων, οικουμενικών ή/και τοπικών αλλά και ερμηνευτικά κείμενα των πατέρων της εκκλησίας μας, είναι μέχρι και σήμερα σημείον αντιλεγόμενο για την Ανατολική Χριστιανοσύνη. Τι παραλαμβάνουμε και τι παραδίδουμε; Έχουμε δικαίωμα αλλαγών, μεταλλάξεων και μεταμορφώσεων; Οι ορθόδοξοι φονταμενταλιστές θα  υποστηρίξουν ότι είναι θέσφατα τα κείμενα αυτά και δεν μπορούμε να αλλάξουμε ούτε τόνο, άρα θα παραδώσουμε ότι ακριβώς παραλάβαμε. Η ιστορική όμως αναδρομή ακριβώς το αντίθετο μας δείχνει κυρίως στην Εκκλησία της Ελλάδος. Μερικά παραδείγματα :

  • Συνοδικό σύστημα διοίκησης εκκλησίας: Η αντικατάσταση του Ιούδα γίνεται, πριν την Πεντηκοστή,  με τη ψήφο όλων των μαθητών και φίλων του Ιησού (Λουκ. 10, 1, Πράξ. 1, 15-26) που βρίσκονται στα Ιεροσόλυμα και από το τριπρόσωπο των πλειοψηφούντων ο Πέτρος τραβά κλήρο (εξ ου κι ο όρος κληρικός) και ένας εκ των 70 μαθητών ο Ματθίας, παίρνει τιμητικά τη θέση.  Επίσης η αποστολική σύνοδος το 48-49 μ.Χ. με αφορμή την περιτομή γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης ή καλύτερα γόνιμου διαλόγου κυρίως μεταξύ Παύλου και Πέτρου, (Πράξ. 15. Παράβαλλε Γαλ. 2). Δεν θα μας απασχολήσουν, βέβαια, εδώ τα εξηγητικά προβλήματα της συγκεκριμένης περικοπής ούτε το ζήτημα της ιστορικότητας της Αποστολικής Συνόδου. Η σύνθεση και δομή, όμως, τής συνόδου αυτής παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί αποτελείται από α) «το πλήθος», δηλαδή την τοπική Εκκλησία και β) τους «Αποστόλους» και τους «πρεσβυτέρους». Στη συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε πριν από τη σύνοδο, όπου μίλησαν ο Παύλος και ο Βαρνάβας, ήσαν παρόντες «οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι» καθώς και «η Εκκλησία» (δηλαδή «το πλήθος» Πρ. 15,4). Παρατηρούμε, όμως, ότι στη σύνοδο καθεαυτήν «η Εκκλησία» δεν μνημονεύεται. «Συνήχθησαν δε οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου» παρά μόνο προς το τέλος, προκειμένου να εκλεγούν οι συνοδοί του Παύλου στο ταξίδι του στην Αντιόχεια, «τότε έδοξε τοις Αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη Εκκλησία». Η επιστολή, πάντως, που αποστέλλεται στην Αντιόχεια, ως επιστήμη απόφαση της συνόδου, φαίνεται πως έχει συνταχθεί μόνο από τους «Αποστόλους και πρεσβυτέρους» και επικροτείται, όπως μνημονεύεται, από όλη την τοπική Εκκλησία (Πρ. 15. 25).  Ας σκεφτούμε αν σήμερα τηρούμε αυτές τις παραδόσεις ή χάσαμε τον αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα της Εκκλησίας μας και από την εκκλησία του δήμου ασπαστήκαμε την αγορά και τη ρωμαϊκή σύγκλητο.
  • Ο διάλογος των Πατέρων : ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Μ. Βασίλειος διαφωνούν για τον τρόπο αναγνώρισης της θεότητας του Αγίου Πνεύματος, ο  Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Θεόφιλος  Αλεξανδρείας  συγκρούονται για τα μοντέλα διοίκησης της Εκκλησίας και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός τολμά να έρθει σε ρήξη με τους παραδοσιακούς υμνογράφους προκειμένου να αναπτύξει μια νέα τεχνική που θα υπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες των σύγχρονών του Χριστιανών. Η πρόοδος τίθεται στην υπηρεσία του κοινού καλού. Ας σκεφθούμε πως αντιδρούν σήμερα οι «αντι-οικουμενιστές» στην Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης αλλά και πολλοί συμμετέχοντες σε αυτήν που μπροστά στα πρόσφατα φοβικά κηρύγματα τόσο του Αθηνών όσο και του Κύπρου ανακαλούν τις υπογραφές τους. Και ας μη φτάσουμε πίσω στα θεολογικά δρώμενα με τη μετάφραση του Αλ. Πάλλη στη δημοτική, που έμειναν στην ιστορία ως ευαγγελικά και έφεραν ακόμα και νεκρούς στα πλαίσια της αγάπης προς τον πλησίον.
  • Ο θεσμός του επισκόπου : Στην Καινή Διαθήκη οι όροι επίσκοπος και πρεσβύτερος φέρονται ως συνώνυμοι. Περιγράφουν τους τακτικούς δασκάλους και ποιμένες, οι οποίοι υπηρετούν ως κήρυκες και οδηγοί των μελών κάθε εκκλησίας.

Ορισμένοι μαθητές όπως ο Τιμόθεος και ο Τίτος, που υπήρξαν συνεργάτες των Αποστόλων, περιγράφεται ότι ακολούθησαν κατά τα πρότυπα των Αποστόλων τη μεταβίβαση της εξουσίας. Αυτή γενικά η θέση είναι παραδεκτή από τη θεολογική έρευνα. Επίσης είναι γενικά παραδεκτό πως κάθε μαθητής συνδεόταν με κάποια πόλη, καίτοι είχε υπερ-τοπική δικαιοδοσία. Σίγουρα όμως δε ανήκαν ούτε στην τάξη των Διακόνων, ούτε των επισκόπων, που την εποχή τους συνδεόταν καθαρά με το τοπικό ιερατείο. Αυτό οδήγησε και την έρευνα σε 3 συμπεράσματα δηλαδή στην αποδέσμευση της μελέτης του τοπικού ιερατείου, όπως εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη, πως η χειροτονία χαρισματούχων σε κάποιο βαθμό της ιεροσύνης ήταν ασυμβίβαστη προς το ελεύθερο χάρισμα καθώς και της υπερβάσεως ή απαγκιστρώσεως από τη καθιερωμένη κατά την εποχή του Ιγνατίου της άρρηκτης σχέσης επισκόπου και τοπικής εκκλησίας. Μάλιστα ο A.von Harrnack με βάση την Καινή Διαθήκη θεμελίωσε την επισφαλή ταύτιση των προφητών και Ευαγγελιστών προς τους αμιγείς χαρισματούχους. Η τεκμηρίωση όμως πως κάθε τοπική εκκλησία και παρά το μόνιμο ιερατείο είχε και παράλληλα μια τάξη χαρισματούχων αποτελεί αθεμελίωτη γενίκευση.

Έχει τηρηθεί αυτή σήμερα η παράδοση, ή ο επίσκοπος μετατράπηκε σε Δεσπότη που διορίζει ιερείς δημοσίους υπαλλήλους και μάλιστα χαμηλού επιπέδου για να τους ελέγχει ευκολότερα; Και μήπως κάποιοι φιλόδοξοι νέοι υπόσχονται αγαμία και παρθενία  με την προοπτική της επισκοποίησης τους; Μήπως σε αυτό το πνεύμα παραμονές της μικρασιατικής καταστροφής, τον Ιούλιο 1922, με τον N. 2891, καταργήθηκε το κανονικό σύστημα διοικήσεως που ίσχυε έως τότε και όλες οι Επισκοπές της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος ονομάσθηκαν Μητροπόλεις και οι αρχιερατεύοντες σε αυτές Μητροπολίτες; Το σύστημα αυτό υιοθέτησε ατυχώς και ο Καταστατικός Χάρτης του 1923 και η καταστατική νομοθεσία που ακολούθησε. H νομοθεσία αυτή ήταν προφανώς αντικανονική. Ήταν αντίθετη και με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, με τον οποίο το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως ανακήρυξε το αυτοκέφαλο της  Ελλαδικής  Εκκλησίας. Στον Τόμο αυτό αντικείμενο ρυθμίσεως αποτελούν Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, το ίδιο δε διαλαμβάνουν και οι Πατριαρχικές και Συνοδικές Πράξεις του 1866, με τις οποίες υπήχθησαν στην Εκκλησία της Ελλάδος οι εκκλησιαστικές επαρχίες, και πάλι Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, της Επτανήσου, και του 1882, οι Μητροπόλεις και Επισκοπές μέρους της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Ακόμη και η εκκλησία της Κρήτης αναγκάσθηκε επί δικτατορίας να υιοθετήσει το σύστημα των Μητροπόλεων, καταδεικνύοντας την παρεμβατικότητα του κράτους στο ΝΠΔΔ που λέγεται Εκκλησία της Ελλάδος.

Η παράδοση λοιπόν κατά τη γνώμη μας και κατά την ιστορική παρατήρηση οφείλει να προσαρμόζεται στο καλό και συμφέρον της κοινότητας. Η ιδιωτία δεν είναι ίδιον του ορθόδοξου και η ανοικτότητα είναι επιβεβλημένη. Οι ορθόδοξοι φονταμενταλιστές μάλλον προτεσταντίζουν θέλοντας να μετατρέψουν τη θρησκεία από κοινό αγαθό σε ιδιωτική υπόθεση μιας κλειστής επίλεκτης ομάδας. Μεταξύ του θρησκευτικού εξτρεμισμού και της καθολικής αδιαφορίας των νέων για τη θρησκεία σαφέστατα επιλέγουμε το θρησκειακό εγγραμματισμό, για να μπορέσουμε να ανεχθούμε και τελικά να συνυπάρξουμε μέσα στην ποικιλία και την ετερότητα. Η γνώση των θρησκευτικών όρων μπορεί να επαναφέρει τη συμμετοχικότητα στα της εκκλησίας και να επαναφέρει το λαϊκό στοιχείο στην πρωτοπορία, είτε ψηφίζοντας τους ιερείς του και τους επισκόπους είτε  δρώντας μέσα στα εκκλησιαστικά συμβούλια∙ θα αποτελούσε το υπομόχλιο για αλλαγές που θα επανάφεραν την εκκλησία μας στο κέντρο της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας και θα απεγκλώβιζε το ιερατείο από το βυζαντινό μεγαλοπρεπές χαρακτήρα του και την  αυταρέσκεια της αυτάρκειάς του. Οι αλλαγές στο Μάθημα των Θρησκευτικών είναι επιβεβλημένες και οι φωνές αντίρρησης μόνο σε αποκλεισμό θα οδηγήσουν όσους τις εκφέρουν. Ο τρόπος λειτουργίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και η παρεμβατικότητά της στον κοινωνικό ιστό χρειάζεται επαναπροσδιορισμό και εκμοντερνισμό και τα παραπάνω παραδείγματα μπορούν να μας δείξουν ατραπούς για την πορεία αυτή.

Θρησκειακή Αγωγή στο Ελληνικό Λύκειο

Picture

osdelnet.gr

Θρησκειακή Αγωγή στο Ελληνικό Λύκειο

Ένα σύγχρονο σχολείο που ανταποκρίνεται στις παιδαγωγικές απαιτήσεις της κοινωνίας δεν μπορεί να εγκλωβίζεται σε μονολιθικές τάσεις και κατηχητικές πρακτικές, συγχέοντας τους ρόλους της εκκλησίας και του κράτους. Η παρεχόμενη Θρησκειακή Αγωγή στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και ειδικά στο Λύκειο οφείλει να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και να μη διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό αλλά να προάγει την ενότητα και την ομόνοια των πολιτών βασιζόμενη στην αρχή της ανεκτικότητας και το σεβασμό της ετερότητας κάτι που θα επιτυγχάνεται με τη διαθρησκειακή προσέγγιση των επιμέρους ζητημάτων και αξιών. Το Μάθημα των Θρησκευτικών που περιγράφουμε στην παρούσα έκδοση προάγει την ενότητα και όχι το διαχωρισμό. Μέσα από το θρησκειακό εγγραμματισμό καθιστούμε τη Θρησκειακή Αγωγή αναγκαία προϋπόθεση της εκπαιδευτικής διαδικασίας που καταδεικνύει το σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο όχι ως παράγοντα αναπαραγωγής ανισοτήτων και διαφορών, αλλά ως ανοικτό εργαστήριο αξιών όπως η ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο σεβασμός του περιβάλλοντος με κύριο στόχο τη συνύπαρξη. Η θεολογία, αντί να λειτουργεί ως οπισθέλκουσα δύναμη και αδράνεια, καλείται σήμερα να προσδιορίσει και νοηματοδοτήσει θεολογικά τις δυο επικρατούσες έννοιες: την παγκοσμιοποίηση και τη μετα-νεωτερικότητα και να καταδείξει σύγχρονους τρόπους πορείας προς τη θρησκειακή γνώση. Ο συγκερασμός της παγκοσμιότητας και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων (glocal) είναι επιβεβλημένος και η θρησκευτική γνώση και άρα και αγωγή πρέπει να εστιάσει σε αυτή την προοπτική. Το Μάθημα των Θρησκευτικών στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση, βασισμένο στη διαθεματικότητα και διεπιστημονικότητα και εργαλειακά χρησιμοποιώντας το Μοντέλο Διαδικασίας μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει στην κοινωνικοποίηση των μαθητών και να πρωτοπορήσει στη διαμόρφωση της ταυτότητας των νέων και τελικά της ταυτότητας των νέων κοινωνιών βγάζοντάς μας από τη θρησκειακή απομόνωση.

ISBN 978-960-9570-22-0

Οι 12 τόμοι της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας (ΘΗΕ) διαθέσιμοι στο Διαδίκτυο

 

Εκδότης Αθ. Μαρτίνος, Αθήναι : 1962-1968.
 Τόμος/Volume 1 (Α-Ακωμαζών)

Τόμος/Volume 2 (Αλ-Απροσδιοριστία)

Τόμος/Volume 3 (Απροσωποληψία-Βυζάντιον)

Τόμος/Volume 4 (Βυζάντιον-Διοκλής)

Τόμος/Volume 5 (Διοκλητιανός-Ζώτος): μέρος/pt 1 μέρος/part 2 μέρος/part 3

Τόμος/Volume 6 (Ήβη-Ιωάννης): μέρος/part 1 μέρος/part 2 μέρος/part 3

Τόμος/Volume 7 (Ιωάννης-Κωνσταντίνος): μέρος/part 1 μέρος/part 2 μέρος/part 3

Τόμος/Volume 8 (Κωνσταντίνος-Μόζαρτ): μέρος/part 1 μέρος/part 2 μέρος/part 3

Τόμος/Volume 9 (Μοίρα-Πάπας): μέρος/part 1 μέρος/part 2 μέρος/part 3

Τόμος/Volume 10 (Πάπας-Σατωμπριάν): μέρος/part 1 μέρος/part 2 μέρος/part 3

Τόμος/Volume 11 (Σβάϊτσερ-Φυλακτήριον)

Τόμος/Volume 12 (Φυλ. Διακρίσεις-Ωφελισμός. Συμπλήρωμα.): μέρος/part 1 μέρος/part 2 μέρος/part 3 μέρος/part 4 μέρος/part 5

Σύγχρονες Προσεγγίσεις στη Διδακτική των Θρησκευτικών

 Σύγχρονες προσεγγίσεις στη διδακτική των θρησκευτικών για το γυμνάσιο και το λύκειο
Φωτογραφία του Georgios Kapetanakis.
 Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει αυτοτελή κείμενα που, πρώτον, διασαφηνίζουν τις αρχές των σύγχρονων τρόπων διδασκαλίας των Θρησκευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με βάση τις οποίες θα μπορέσει ο θεολόγος να κάνει το μάθημά του σαφώς πιο ελκυστικό και πιο ενδιαφέρον για τους μαθητές, ενώ θα μπορέσει να τους κάνει και να συμμετέχουν ενεργά σε αυτό. Και δεύτερον, επεξηγούν όσα αναφέρουν
τα Νέα Προγράμματα Σπουδών των Θρησκευτικών (δύο, άλλωστε, από τους συγγραφείς του  βιβλίου [Γ.Δ.Κ. και Π.Λ.] ήταν και επιμορφωτές στα Νέα ΠΣ) -και ιδίως αυτά με τα οποία δεν είναι αρκούντως εξοικειωμένη ή δεν γνωρίζει μεγάλη μερίδα θεολόγων-, με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί ο κάθε διδάσκων να τα κάνει πράξη.
Χωρίζεται σε δύο Μέρη. Στο Πρώτο (α )αναλύεται με απλό και τεκμηριωμένο (αλλά όχι αυστηρά ακαδημαϊκό) τρόπο και μέσω παραδειγμάτων από την τάξη, τη λογική του νέου τρόπου διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών και (β) παρουσιάζονται όλες οι δοκιμασμένες και έγκυρες, σύγχρονες μέθοδοι και τεχνικές
διδασκαλίας του. Στο Δεύτερο φιλοξενούνται διδακτικές προτάσεις με τη μορφή σχεδίου μαθήματος ή διδακτικού σεναρίου, που εκφράζουν όσα αναπτύχθηκαν στο Πρώτο Μέρος και έχουν εφαρμοστεί σε μια συνήθη τάξη δημόσιου σχολείου – οπότε είναι απόλυτα υλοποιήσιμες.
Άλλες χρησιμοποιούν περισσότερο τις Νέες Τεχνολογίες, άλλες λιγότερο και άλλες καθόλου. Κάποιες δε είναι περισσότερο καινοτόμες από διδακτικολογική άποψη, και κάποιες άλλες λιγότερο. Σημειωτέον, τέλος, ότι όλες οι προτάσεις μας μπορούν να λειτουργήσουν και ως ενδεικτικές (αφού άλλωστε δεν καλύπτουν όλη τη διδακτέα ύλη), καθώς μπορεί βάσει αυτών ο διδάσκων να διαμορφώσει και δικά του σχέδια ή
σενάρια διδασκαλίας. Έτσι, αποτελούν μεν πυξίδα που δείχνει στον θεολόγο τον παιδαγωγικά και διδακτικολογικά ορθό και αποτελεσματικό “δρόμο” για να εργαστεί, αλλά του δίνουν και εναύσματα για να αναπτύξει ελεύθερα εκείνη τη
δημιουργικότητα που απαιτεί πάντα το λειτούργημα του εκπαιδευτικού.