Σάπες: ο τόπος μας

Μέρος Β'

Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης


*Το άνω μέρος της πρώτης σελίδας της αναφοράς του προξενείου Ξάνθης / (Αρχείο Ιδρύματος Ελ. Βενιζέλου)


Η Θράκη εντελώς αδικημένη από τις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα των μεγάλων, υποχρεώθηκε αν και είχε ελευθερωθεί από τις ελληνικές δυνάμεις στο δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, να υποστεί μια σκληρή βουλγαρική κατοχή από τα τέλη του 1913 έως το 1919. Μια βάρβαρη κατοχή, που άφησε πικρές αναμνήσεις.
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της συνθήκης του Βουκουρεστίου, που συγκλήθηκε το 1913 και τερμάτισε τον πόλεμο Ελλάδας- Βουλγαρίας, όταν ο ελληνικός στρατός, είχε την δυνατότητα να φτάσει ακόμα και στη Σόφια… Δυστυχώς όμως, οι μεγάλοι επιδίκασαν την Δυτική Θράκη αν και είχε ελευθερωθεί από τις ελληνικές δυνάμεις, στην ηττημένη Βουλγαρία.
Η βουλγαρική κατοχή συνοδεύτηκε με πρωτοφανείς ωμότητες εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού, που είχαν στόχο την αλλοίωση των δημογραφικών δεδομένων, την υπαγωγή των ναών στην σχισματική εξαρχία και την εγκαθίδρυση βουλγαρικών σχολείων. Εκείνη την εποχή επικράτησε στους Βουλγάρους πνεύμα ρεβανσιστικό και στόχευση εκβουλγαρισμού. Υπολογίζεται ότι 250.000 Έλληνες εγκατέλειψαν ακούσια τη Θράκη και οδηγήθηκαν στην προσφυγιά.

*Έτσι άρχισε η περιπέτεια της Θράκης...

Ήδη στο ιστολόγιο αυτό, έχουν περιγραφεί οι βαρβαρότητες των Βουλγάρων στο Σουφλί και στο Ορτάκιοϊ.


Βαρβαρότητες Βουλγάρων στο Δεδέαγατς

  Σήμερα με βάση έκθεση του ελληνικού προξενείου Ξάνθης της 12ης Νοεμβρίου 1915, η οποία υπάρχει στα αρχεία του Ιδρύματος Ελευθερίου Βενιζέλου, και με άλλα στοιχεία, θα δούμε τι συνέβη στο Δεδέαγατς (τη σημερινή Αλεξανδρούπολη) όταν την κατέλαβαν οι ηττημένοι Βούλγαροι.

 Στα μέσα Αυγούστου του 1913, όταν επέκειτο ακόμη η κατάληψη της Δυτικής Θράκης από τους Βουλγάρους, κορυφώθηκε η αναρχία, που στρέφονταν από Βουλγάρους και Οθωμανούς αυτονομιστές, εναντίον των Ελλήνων.

  Στο Δεδέαγατς είχαν μείνει μόλις 50- 60 ελληνικές οικογένειες. Οι άλλοι, όσοι μπορούσαν κατέφυγαν στην Ίμβρο και σε άλλες περιοχές.

  Όταν έφτασαν τα βουλγαρικά στρατεύματα και κατέλαβαν το Δεδέαγατς, η πόλη έζησε μια κόλαση. Οι Βούλγαροι το πρώτο πράγμα που έκαναν, ήταν να διαρρήξουν τα κλειστά σπίτια των Ελλήνων που είχαν φύγει, για να εγκαταστήσουν συμπατριώτες τους έποικους.

  Στα καλύτερα σπίτια εγκαθιστούσαν αξιωματικούς και πολιτικούς υπαλλήλους.

*Ο Άγιος Νικόλαος της Αλεξανδρούπολης


Βουρ στα πιάνα!!!

«Εν τω μεταξύ όμως έσπευδον να γυμνώσωσιν αυτάς (Σ.Σ. τις κατοικίες) αποστέλλοντες εις Σόφιαν βαγόνια επίπλων και κλειδοκυμβάλων. Τα τελευταία ταύτα επροξένουν ιδιαιτέραν ευχαρίστησιν και κατάπληξιν εν ταυτώ. «Όσα πιάνα- έλεγον- εύρομεν εις Δεδέαγατς, δεν υπήρχον εις όλην την Σόφιαν»!!!

Στις 24 Οκτωβρίου οι Βούλγαροι κατέλαβαν τα ελληνικά σχολεία και το μητροπολιτικό μέγαρο εκδιώκοντας τον Έλληνα αρχιερατικό επίτροπο, ο οποίος αναγκάσθηκε να καταφύγει στην Αίνο, που κατείχαν οι Τούρκοι. Δυο μέρες μετά, του Αγίου Δημητρίου, οι Έλληνες που πήγαν να εκκλησιασθούν στον Άγιο Νικόλαο, βρήκαν απέξω Βούλγαρους λογχοφόρους, οι οποίοι τους εκδίωξαν. Την ίδια μέρα οι Βούλγαροι κατέλαβαν και το κτίριο του συλλόγου «Ορφεύς».

*Ο κατάλογος αυτών που τόλμησαν...

Αυτοί τόλμησαν να μείνουν

  Ενδιαφέρον έχουν τα ονόματα των προκρίτων που παρέμειναν στην πόλη μεταξύ των 50-60 οικογενειών. Διασώζονται στην πολύτιμη αναφορά του προξενείου Ξάνθης και είναι οι ακόλουθοι:

1) Ιωάννης και Κωνσταντίνος Φιμερέλλης, μεγαλέμποροι.

2) Χαρίλαος λεονταρίδης, μεγαλέμπορος.

3) Δ. Κοΐδης, δερματέμπορος.

4) Χαρίλαος Παπουτσάκης κτηματίας και έμπορος.

5) Ιωάννης Κουτσουβέλης, έμπορος.

6) Ιωάννης Γιαννούσης, έμπορος.

7) Αθανάσιος Πελτέκης, διευθυντήςμομύλου.

8) Κωνσταντίνος Κορδέλης, έμπορος.

9) Μιχαήλ Ασπιώτης ανώτερος εμπορικός υπάλληλος.

10) Θησεύς Σαμοθρακιώτης διευθυντής φορτηγίδων.

11) Χρήστου Ηλίας, εκ των πλουσιωτέρων.

12) Ψαρόπουλος, ενοικιαστής θερμών λουτρών Φερρών.

13) Κωνσταντίνος Κουρής, έμπορος.

14) Χαράλαμπος Λαμπουσιάδης, εμπορομεσίτης.

  Αλλά, δυστυχώς, και οι ελπίδες που είχαν αυτοί αλλά και άλλοι που έμειναν στην πόλη, διαψεύσθηκαν γρήγορα. Οι Βούλγαροι άρχισαν τμηματικά τις συλλήψεις και τις φυλακίσεις μέχρι να καταπλεύσει το πρώτο ατμόπλοιο, να τους φορτώσουν και να τους απελάσουν.

*Από την εφημερίδα "Πατρίς" 23 Οκτωβρίου 1913

  Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο ιστορικό κείμενο του προξενείου Ξάνθης η περίπτωση του Ψαρόπουλου ο οποίος πήγε στο πλοίο να αποχαιρετίσει την κόρη του κυρία Κολοζώφ. Ξαφνικά οι Βούλγαροι τον έσπρωξαν με βία στη βάρκα και τον έστειλαν στο… πλοίο!!! Έτσι χωρίς λόγο…. 

  Τον Ιωάννη Κουτσουβέλη, πού στέκονταν έξω από το γραφείο του Βερνάντζα, τον συνέλαβαν, του έδωσαν προθεσμία ενός τετάρτου της ώρας (!) για να αναχωρήσει και όταν πέρασε το τέταρτο τον μπάρκαραν με το έτσι θέλω στο πλοίο.

  Ο Κωνσταντίνος Φιμερέλλης συνελήφθη για να απελαθεί αλλά πέτυχε να πάρει αναστολή γιατί στην κατοικία του έμενε ένας σημαντικός Βούλγαρος αξιωματικός, που μεσολάβησε σχετικά.

  Συνέχισαν έτσι, συλλαμβάνοντας Έλληνες, που τους φυλάκιζαν και στη συνέχεια τους οδηγούσαν στο ατμόπλοιο της γραμμής. Όπως συνέβη και με τον Χαράλαμπο Λεονταρίδη, που τον συνέλαβαν στο δρόμο και τον οδήγησαν κατευθείαν στο ατμόπλοιο.

  Οι απελάσεις αυτές όπως και πολλές άλλες έγιναν μέσα σε ένα δίμηνο. Κατά το διάστημα αυτό παρέμειναν ορισμένοι σχετικά ανενόχλητοι, δωροδοκώντας τον αστυνόμο Μαρίν Μπογιατζίεφ.



*Η Θράκη ερήμωσε, διαπίστωναν και οι "Τάϊμς" του Λονδίνου


Ο καθοδηγητικός εγκέφαλος Ρόζενταλ

 Όλες αυτές οι αυθαιρεσίες και οι βιαιότητες είχαν κεντρικό καθοδηγητικό εγκέφαλο, ο οποίος είχε περιβληθεί με μεγάλη δύναμη ως γαμπρός της οικογένειας του Βούλγαρου πρωθυπουργού Ραδοσλάβωφ, ο οποίος θεωρείτο υποτακτικός των Γερμανών και η κυβέρνησή του κατηγορήθηκε για εκτεταμένη διαφθορά μετά την ήττα. Το πρόσωπο αυτό, εμφανίσθηκε ως Διοικητής και Πρόεδρος της Επιτροπής Εγκατάστασης Βουλγάρων Προσφύγων. Ονομάζονταν Ρόζενταλ και κατά την αναφορά του προξενείου Ξάνθης ήταν Εβραίος που εκχριστιανίσθηκε και εκβουλγαρίσθηκε. Με τις οδηγίες του Ρόζενταλ έγιναν οι απελάσεις των Ελλήνων της Δυτικής Θράκης και η δήμευση των ακίνητων περιουσιών τους.

 Ποιος ήταν αυτός ο λεγόμενος Μανώλης Ρόζενταλ; Ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος Βαφείδης, που υπέστη διωγμούς και εξορίες από αυτόν, μας δίνει στα Απομνημονεύματά του μια αδρή εικόνα αυτού του εξωμότη:

 «… διά τόν πρωτεργάτην τῶν κατ’ ἐμοῦ καί τῆς ἐπαρχίας μου κακουργηθέντων, Μανώλην Ρόζενταλ, ὅ,τι καί ἄν εἴπω θά ἦναι ἧττον τῆς ἀληθείας. Ἐξ Ἑβραίων προελθών εἰς τόν Χριστιανισμόν καί σπουδάσας ἐν Εὐρώπῃ και Ρωσσίᾳ ὑπηρέτησε κατ’ ἀρχάς ὡς σιδηροδρομικός ὑπάλληλος καί κατόπιν ἐξέδιδεν ἐφημερίδα… Γενόμενος δ’ εἶτα γαμβρός ἐπ’ ἀνηψιᾷ τοῦ Ραδοσλαύωφ διεκρίθη ὡς ἔπαρχος Δεδέαγατς διά τάς πολλάς κατά τῶν ἡμετέρων κακουργίας καί τέλος ὡς νομάρχης Καραγατσίου οὐδενός καί τῶν μισαλλοδοξοτέρων Βουλγάρων ὑπελείφθη».

 Έτσι όταν οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Δεδέαγατς ελάχιστοι Έλληνες παρέμειναν εκεί όπως οι αδελφοί Φιμερέλλη, Κοΐδης, Χρήστου Ηλίας, η οικογένεια Κολοζώφ και η χήρα Πασχάλ. Αλλά και αυτοί υπέστησαν την βία των Βουλγάρων κατακτητών με άλλους τρόπους.

 Τον Αύγουστο του 1914, όπως μαρτυρείται στην προξενική αναφορά, έγινε γνωστό ότι με το ατμόπλοιο «Μάιν» της εταιρείας Χατζή Νταούτ μεταφέρονταν τέσσερις Βούλγαροι κομιτατζήδες στη Μυτιλήνη, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν επί του πλοίου ζητώντας να απελευθερωθούν από τους συμπατριώτες τους, του Δεδέαγατς.

  Και ενώ οι Βούλγαροι συνέχισαν να συλλαμβάνουν τους Έλληνες, μια επιτροπή με συμμετοχή των Κοΐδη και Καμπούρη και τριών Βουλγάρων ανέβηκαν στο ατμόπλοιο και έπεισαν τον πλοίαρχο να απελευθερώσει τους κομιτατζήδες.

  Ο Ρόζενταλ παρ’ όλα αυτά, έλεγε: «Έως τώρα αυτούς τους Έλληνες τους κράτησα. Αλλά τώρα με το επεισόδιο αυτό θα τους διώξω. Πρέπει να φύγουν το χωρίς άλλο».

 Έτσι εκδιώχθηκαν και οι τελευταίοι εναπομείναντες σημαντικοί Έλληνες και δεν έμειναν παρά μόνον οι μαουνιέρηδες και οι λεμβούχοι, που ήταν απαραίτητοι στους κατακτητές Βούλγαρους, αφού δεν υπήρχε ακόμα οργανωμένο λιμάνι, αλλά και αυτούς αργότερα, τους αντικατέστησαν με άλλους Βούλγαρους, αφού κατέσχεσαν τις μαούνες και τις βάρκες των Ελλήνων.

  Καθημερινά όλοι ζούσαν με το φόβο της απέλασης. Το κλίμα φόβου το συντηρούσαν οι Βούλγαροι συστηματικά. Στην έκθεση του προξενείου Ξάνθης αναφέρεται ότι ο Κώτσος Σεραφειμίδης είχε ένα σπιτάκι. Καθημερινά ένας Βούλγαρος πρόσφυγας του έλεγε:

-Πρέπει να φύγεις.

-Για ποιο λόγο; Ρώτησε κάποια μέρα ο Σεραφειμίδης.

-Θέλουμε να φύγεις για να σου πάρουμε το σπίτι, απάντησε απροκάλυπτα ο Βούλγαρος.


  Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι εκβιάσθηκαν για να φύγουν εγκαταλείποντας τα ξενοδοχεία «Δεδέαγατς», «Ρούμελη» και «Χατζή Μαργαρίτη» οι ιδιοκτήτες τους. Τα κατέλαβαν οι Βούλγαροι με τα έπιπλά τους!

  Φυσικά μόλις εκδιώκονταν οι Έλληνες από τα σπίτια τους, οι Βούλγαροι άρπαζαν τα έπιπλα, τα οποία πουλούσαν σε δημοπρασίες, που διενεργούσαν σε στενό κύκλο μεταξύ τους, απαγορεύοντας να προσεγγίσει άλλος εκτός του κύκλου τους πλειοδότης. Αυτός που έκανε τη δημοπρασία, ήταν συνεννοημένος με Βούλγαρους πρόσφυγες με καταγωγή από τη Μακεδονία οι οποίοι το βράδυ άνοιγαν κλειστά σπίτια, κρατούσαν ό,τι πολύτιμο εύρισκαν και τα άλλα τα έδιναν στον δημοπράτη για να πουληθούν την επομένη.




 Έτσι παρατηρήθηκε έπιπλα αξίας 50 λιρών να πουλιούνται για δύο μόνο λίρες! ‘Ένα κιβώτιο με πανάκριβα γυαλικά της κυρίας Πελτέκη πουλήθηκαν μόνο για 2 λέβα και αγοράσθηκαν από αξιωματικούς του Βουλγαρικού στρατού. Η φωτογραφία της κυρίας Πελτέκη, σε φυσικό μέγεθος, που στόλιζε το σπίτι της, βρέθηκε στην κατοχή του ταγματάρχη Ιππικού Πετρώφ…

  Το σπίτι του γιατρού Λεφάκη καταλήφθηκε και χρησίμευε ως Δημαρχείο. Το σπίτι του Κορδέλη έγινε Διοίκηση Στόλου Αιγαίου (στην πραγματικότητα ανύπαρκτου στόλου…) με διοικητή τον αντιπλοίαρχο Φουρνατζίεφ, ο οποίος κατοικούσε επίσης στο ίδιο κτίριο. Το σπίτι του Παπουτσάκη χρησιμοποιήθηκε ως κατάστημα της Εθνικής Βουλγαρικής Τράπεζας.

  Η ακίνητη περιουσία των Ελλήνων περιήλθε στη δικαιοδοσία του Βούλγαρου Οικονομικού Εφόρου. Οι Βούλγαροι πρόσφυγες, οι περισσότεροι από την περιοχή του Κιλκίς εγκαταστάθηκαν σε ελληνικά σπίτια πληρώνοντας ενοίκιο στο Βουλγαρικό Δημόσιο, αλλά αυτά τυπικά. Στην πραγματικότητα οι Βούλγαροι αρνούνταν να πληρώσουν ακόμα και αυτά τα ευτελή ενοίκια και ο Έφορος είχε οδηγίες να μην ασκεί πιέσεις για την είσπραξή τους. Το πλέον απίστευτο ήταν ότι ενώ εκδιώχθηκαν οι Έλληνες από τα σπίτια, το Βουλγαρικό Δημόσιο απαιτούσε να πληρώνουν φόρο οικοδομών!!!


*Ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος Βαφείδης

  Άλλες ωμότητες του Ρόζενταλ

  Ο Ρόζενταλ από έπαρχος Δεδέαγατς αρχικά προβιβάσθηκε σε νομάρχη του βιλαετίου της Αδριανούπολης και εγκαταστάθηκε στο πολυτελές προάστιο Καραγάτς, με τις ωραίες κατοικίες των Ελλήνων.

Από τα Απομνημονεύματα του Φιλάρετου Βαφείδη πληροφορούμαστε ότι ο Ρόζενταλ είχε αφήσει όνομα στο Καραγάτς, με τα παροιμιώδη μεθύσια του, την μέχρι εξευτελισμού ιδιοτέλεια και πλεονεξία του, τον αυταρχισμό του, τον εριστικό χαρακτήρα του. Ήταν τόσο άθλια η συμπεριφορά του που προκάλεσε παράπονα από τους υπαλλήλους του οι οποίοι έφτασαν να προσφύγουν ακόμα και στη Δικαιοσύνη. Αλλά με τις πλάτες του… πρωθυπουργικού γαμπρού, πάντα έβγαινε λάδι !!! Τελικά, όταν ο Ραδοσλάβωφ έχασε την πρωθυπουργία ο Ρόζενταλ εισέπραξε μια πενταετή φυλάκιση…

 Εκεί άρχισε από τα χωριά της Αδριανούπολης και της Λιτίτζης (Ορτάκιοϊ, Ακ Αλάν, Μάνδριτσα κ.λπ.) καταργώντας τα ελληνικά σχολεία και εγκαθιστώντας στις εκκλησίες Βούλγαρους σχισματικούς ιερείς.

 Για να πάρουμε μια ιδέα για την ζοφερή κατάσταση που επικράτησε κατά τη βουλγαρική κατοχή στη Θράκη αξίζει να αναφερθούμε στις επιστολές του μητροπολίτη Μαρωνείας Νικολάου. (1902-1914), προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Ε΄ και την σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις οποίες διεκτραγωδεί τα πάθη του ποιμνίου του. Οι Βούλγαροι- έγραψε- απαγορεύουν την βάπτιση των Ελληνοπαίδων ή την τέλεση κηδειών για τους νεκρούς Έλληνες, εάν οι συγγενείς τους δεν προσχωρήσουν στην σχισματική και αντικανονική βουλγαρική εξαρχία. Ο εκβιασμός αυτός είχε ως συνέπεια τα μωρά να παραμένουν αβάπτιστα και οι νεκροί να θάβονται χωρίς τη σωστή ακολουθία και τη συνοδεία Έλληνα ιερέα.

Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

ΠΗΓΕΣ
-Ίδρυμα Ελευθερίου Βενιζέλου
-Δρ. Σάββα Σαββίδη "Φιλάρετος Βαφείδης, ο Σοφός της Εκκλησιαστικής Ιστορίας
-Τύπος Εποχής

Μέρος ΙΙ

Σελιδομετρητής

Web Hits


Έλα στο Ι μέρος