Κάθε μέρα περνοδιάβαιναν μεσίτες, προσφέρανε και κλείνανε παρτίδες. Την Παρασκευή τ’ απόγεμα, μόλις φεύγανε μετά το «κεντί ναμάζ», οι παζαρίτες, γινόταν στο μαντζάτο «το κονσούλτο». Ο Χότζιας, ο Ζεϊνέλ Αγάς, ο Οσμάν μπέης, πομάκος προύχοντας από τους «γιακάδες» της ορεινής Ροδόπης, ο Γκιουβάν πόπ, ένας Βούλγαρος παπάς από το Σιτσανλίκ, ο Μπεζεριάν Κιρκόρ, ο υφασματοπώλης, ο Μποχόρ, οβριός μανιφατουρατζής και σαράφης και τελευταίος ο Τοπαρίτσας, συνεταίρος πιστός του πάππου μου. Βγάλανε τις ταμπακέρες και στρίψανε το πρώτο τσιγάρο. Ύστερα ζύγισαν με το χέρι τους τα δείγματα της νέας σοδειάς να ιδούν αν είναι ψωμωμένα τα σουσάμια και τα στάρια. Μίλησαν ακόμα και για τα καπνά αν Θα πωληθούν και πόσο στα ξένα μονοπώλια του καπνού.

  Το τεμπεσίρι και η τσέτουλα του βερεσέ δούλευαν όλο τον χρόνο. Οι χωρικοί έπρεπε να ξεχρεωθούν για ν’ ανοίξουν τα καινούρια τεφτέρια. Και εδώ οι θεολογικές ικανότητες του Χότζα ανταποκρίνονταν πλήρως στις πρακτικές επιδιώξεις της ομηγύρεως. Με τη θεοσοφική του ιδιότητα και την υψηλόβαθμη θέση που κατείχε στη θρησκευτική ιεραρχία της περιοχής σαν Ιμάμης έβγαλε ένα «φετφά». Φετφάς στα αραβικά σημαίνει μια επίσημη γνωμάτευση ή ερμηνεία επί θρησκευτικού ή νομικού ζητήματος του ιερού μουσουλμανικού δικαίου. Ο παντογνώστης Χότζας δεν δυσκολευόταν κάθε χρόνο στην περίοδο της παραγωγής να βγάζει τον ίδιο στερεότυπο φετφά, ότι οι πιστοί είχαν ιερό καθήκον να ξοφλήσουν τα βερεσέδια τους. Ήταν πρωτοφανής η σύμπνοια στο κονσούλτο επί του θέματος, μεταξύ των εκπροσώπων του Μωϋσή, του Χριστού και του Μωάμεθ, παρά τις επί μέρους δογματικές διαφορές τους. Δεν αμφιβάλλω αν υπήρχε και εκπρόσωπος του Βούδα, ότι εξίσου πρόθυμα θα προσυπέγραφε κι αυτός τον «φετφά» του Χότζα. Ο Χότζας δεν κρατούσε μόνο τα κλειδιά του παραδείσου, για όσους επρόκειτο να εγκαταλείψουν το μάταιο τούτον κόσμο. Έπρεπε να βάλει και τη βούλα του για όσους πιστούς θα πήγαιναν στη Μέκκα να προσκυνήσουν. Εκτός από το φετφά που ανακοινώνονταν σε όλα τα τζαμιά της περιφερείας έβγαινε κι’ ένας ντελάλης την Παρασκευή στο Σαπτσή να ανακοινώσει τελικά τα ονόματα των δυστροπούντων χρεωστών, που θα θεωρούνταν θρησκευτικά αποσυνάγωγοι, αν δεν έσπευδαν την τελευταία στιγμή να εξοφλήσουν το χρέος τους.

  Το Ρωμαϊκό και Βυζαντινό Δίκαιο, οι ναπολεόντειοι αστικοί και εμπορικοί κώδικες αγκάλιαζαν και πλαισίωναν την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης. Στη βραδυπορούσα όμως Οθωμανική Αυτοκρατορία οι εμπορικές πράξεις ρυθμίζονταν ακόμα με τους ιερούς νόμους των μωαμεθανικών ιεροδικείων. Το προοδευτικό ωστικό κύμα του εμπορίου που προωθούνταν από την Ευρώπη με τα ποταμόπλοια του Δούναβη και τη σιδερογραμμή Παρίσι-Βαγδάτη αιφνιδίασε το ρέκτη και πρωτόβουλο κατά τα άλλα δραστήρια πάππο μου.

  Ούτε το Σαπτσή, ούτε η περιοχή τον χωρούσε. Καινούρια άλματα έπρεπε να κάνει προς τα άκρα του προκαθορισμένου τριγώνου της Κομοτηνής και του Ντεντέ-Αγάτς. Δίπλα στα κτήματα του Οικονόμου, κοντά στην πλατεία στη μέση του μεγάλου παζαριού, ένας γερο-πατριώτης μας διατηρούσε ένα χάνι με πολύ μεγάλη αυλή και πίσω κάπου ένα στρέμμα αμπέλι, κήπο και δέντρα. Ο γερο-Χαντζής, ο Τσιότσος, δεν είχε κληρονόμους και είχε βαρεθεί τη νωθρή ζωή του. Ήθελε να πάει στο χωριό του να πεθάνει ήσυχος, σαν το γέρικο άλογο το ξεκαπίστρωτο που δεν μπορεί να μασήσει πια το «γιαρμά», τον κριθαρένιο. Ήτανε το δεύτερο άλμα του πάππου μου, η καινούρια τούτη αγορά, που έβαζε γερά θεμέλια για τις επόμενες γενιές μας. Με τα τριάντα χρόνια δραστηριότητας στο Σαπτσή δεν κλείστηκε στο καβούκι του. Αυτό το αξιόλογο τουρκοχώρι για την απαρχή της ζωής του δεν ήταν και ο τελικός σκοπός του. Όλα τα λοξόδρομα ταξίδια του στη χωρίς σύνορα Βαλκανική κρύβανε κρυφές δημιουργικές ανατάσεις. Κάθε τόπο, όπου στερέωνε για λίγο ή πολύ καιρό τον έβλεπε πάντα για ορμητήριο για το μέλλον. Του άρεσε η άπλα του χώρου όταν αγόραζε ένα χτήμα. Παρόλο που τα φορτηγά τραίνα είχανε κερδίσει ένα μεγάλο μέρος των μεταφορών, ωστόσο οι καμήλες, τα βοϊδάμαξα και τα μουλάρια κρατούσαν ακόμα μια μεγάλη μερίδα του διαρκώς διογκουμένου στο σύνολο εμπορικού φορτίου. Ο «Κιρκάς» ήτανε ένα ελληνοχώρι ορεινό κοντά στο Ντεντέ-Αγάτς. Οι μισοί κάτοικοι ήτανε μεταλλωρύχοι. Βγάζανε πετροκάρβουνο για τα τραίνα. Υπήρχε και ένα μικρό χρυσωρυχείο. Οι άλλοι μισοί ήτανε καμηλιέρηδες, στη γραμμή μεταφοράς Ντεντέ-Αγάτς, Σαπτσή, Γκιμουλτζίνα. Ένας έξυπνος γαϊδουράκος έσερνε πίσω του 30-40 μπουνταλάδικες ψηλοκαμήλες. Οι καμήλες, γερό σκαρί, σηκώνανε το διπλάσιο σχεδόν βάρος του μουλαριού. Φόρτωναν από το λιμάνι και κατεβαίνοντας το δρόμο Κιρκά -Τσομπάν Κιοί γονατίζανε, σαν προσκυνητές μπροστά στο τζαμί για να ξεφορτώσουν την πραμάτεια του πάππου μου στο Σαπτσή και να ξαναγονατίσουν στα χάνια του Οικονόμου και του Τσότσιου για την αγορά της Γκιμουλτζίνας. Μεταφέρανε κυρίως τα πετρέλαια της «Στιάουα Ρομάνα», σε κασόνια -δύο τενεκέδες το καθένα- τα μεγάλα τρίριγα σακιά της ζάχαρης και του ρυζιού και τα πάνινα σακιά με άλευρα και σιμιγδάλια. Η μεταφορά της ξυλείας ήτανε δυσκολότερη. Δεν προσφερόταν για τα πατροπαράδοτα μέσα μεταφοράς και τους ελεεινούς δρόμους της Βαλκανικής. Η ξυλεία κατέβαινε από το Πλοέστι με τα σλέπια του Δούναβη έως το Γαλάτσι και την Μπραΐλα. Φορτωνόταν στα ελληνικά μαυροθαλασσίτικα καράβια και ξεφόρτωναν στα λιμάνια και τα παραλίμανα της Θράκης και της Μακεδονίας. Μια ειδική γραμμή με ανοιχτά φορτηγά βαγόνια έμπαινε στο λιμάνι του Ντεντέ-Αγάτς και φόρτωνε την ξυλεία για το Κιοσέ-Μετζήτ και το σταθμό της Γκιουμουλτζίνας. Το Κιοσέ-Μετζήτ απείχε εφτά χιλιόμετρα από το Σαπτσή. Μακρόστενοι αραμπάδες φορτώνανε την ξυλεία του πάππου μου από τα βαγόνια. Όλοι αυτοί οι ακτιρμάδες, φορτώσεις, μεταφορτώσεις και μεταφορές δίνανε δουλειά και ψωμί στο γύρω κόσμο. Είχε ανθρώπους - κλειδιά παντού ο πάππος μου, που πρακτόρευαν και επέβλεπαν τη μεγάλη κίνηση των εργασιών του.

  Με τη μετεγκατάστασή του στην Γκιμουλτζίνα οι δουλειές προωθήθηκαν προς την Ξάνθη, το Σαρή-Σαμπάν και την Κεραμωτή. Παντού υπήρχαν αξιόλογοι συμπατριώτες δημιουργημένοι προ πολλού οικονομικοί παράγοντες, που επεδίωκαν τη διευρυμένη συνεργασία του πάππου μου και με τ’ αδέλφια του στη Ρουμανία. Τα λιμάνια της Καβάλας και της Κεραμωτής βοηθούσαν τη θαλασσινή πρόσβαση της ευρύτερης συνεργασίας. Η κακή όμως χάραξη της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης - Ντεντέ-Αγάτς δε βοηθούσε την καλύτερη αξιοποίηση των λιμανιών της Μακεδονίας και της Θράκης.

  Είναι γνωστό ότι η στρατιωτική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στηρίζονταν στο ίδιο φρουριακό σύστημα της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η γραμμή κατέβαινε από το Μοναστήρι στο φυσικότερο και ασφαλέστερο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, με το μεγάλο και μικρό Καρά-Μπουρνού οχυρωμένα. Έτσι γινόταν και ο σπουδαιότερος σιδηροδρομικός κόμβος της Βαλκανικής, καρφί στο μάτι όλων των επιδρομικών φυλών της Δύσης, του Βορρά και της Ανατολής. Φράγκοι, Σλάβοι, Τούρκοι, Γερμανοί. Και η Ελλάδα να φυλάει πάντα Θερμοπύλες.

  Βρισκόμαστε στο δεύτερο μισό του Ι9ου αιώνα. Ο πάππος μου, ο γιος του αμετακίνητου από το μετερίζι του Καπετάν Μιχάλη, ζει και κινείται μέσα σε μια ιστορικά δεδομένη πραγματικότητα. Μια πολυεθνική Βαλκανική αλύτρωτων λαών, που στενάζει τετρακόσια τόσα χρόνια κάτω από το ίδιο αδυσώπητο πέλμα ενός κατακτητή. Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Μαυροβούνιοι, άλλες ένθετες εθνικο-θρησκευτικές κοινότητες αξιόλογες. Αρμένιοι, Εβραίοι, Πομάκοι και άλλα σκόρπια φύλα, δημιουργούν ένα ανεπανάληπτο μωσαϊκό, που επιτρέπει στις μεγάλες δυνάμεις να παίζουν το κλασικό διπλωματικό παιχνίδι του «διαίρει και βασίλευε» -βαλκανοποίηση και αναβαλκανοποίηση. «Βαλκανοποίηση», μια καθιερωμένη διεθνής διπλωματική ορολογία που θαυματούργησε και θαυματουργεί μέχρι σήμερα και σε άλλες περιοχές και λαούς του κόσμου. Στον Αραβικό κόσμο, στην Αφρικανική Ήπειρο, την Κεντρική και Νότια Αμερική. Τι ιστορικές άραγε καταστάσεις μπορούν να εκφράζουν τα «κονσουλάτα» του πάππου μου, τα αλλοεθνή και αλλόδοξα, με τα ομοεθνή και τα ομόδοξα συμβούλια της δημογεροντίας του Ζαγορίου; Στις περιπτώσεις της αναγκαστικής συμπόρευσης και συμβίωσης των λαών υπάρχουν τέτοιες ειλικρινείς ειδυλλιακές καταστάσεις; Θέλω να πιστεύω ότι όλοι οι τύποι που περιγράφω κάθε φορά είναι ιστορικά αυθεντικοί. Τους γεννά και τους διαμορφώνει η ιστορικότητα της κάθε εποχής. Μέσα στο ανακάτωμα συμφερόντων έστω και εξωβαλκανικών παραγόντων ποια κατεύθυνση επικράτησε στη χάραξη της σιδηροδρομικής γραμμής; Αντί να ακολουθήσει τον παραλιακό δρόμο Χαλκιδικής, Φιλίππων, Καβάλας, Κεραμωτής, Πορτο-Λάγο, Μαρώνειας, Ντεντέ-Αγάτς, παίρνει μια απότομη βόρεια κατεύθυνση και διαγράφει μια απόμακρη από τη θάλασσα καμπύλη, ακολουθώντας σύρριζα τις οροσειρές του Μπέλες και της Ροδόπης. Οι τοπικοί πασάδες των φρουριακών ενισχύσεων των φρουρίων ενδιαφερόμενοι για την ασφαλή μετακίνηση των φρουριακών ενισχύσεων φοβούνταν τους ισχυρούς στόλους της Αγγλίας και της Ελλάδας στο Αιγαίο.

  Αν προστεθεί και η κακή χάραξη των βορείων συνόρων μας το 1922, η φθίνουσα οικονομική ζωή στη στενή λωρίδα γης στη Ροδόπη και στον Έβρο είναι γεωπολιτικά δεδομένη, ειδικότερα κάτω από τη σημερινή διαμορφούμενη επικίνδυνη και στείρα κατάσταση στη Βαλκανική.

  Βιαστήκαμε πολύ, την προχωρήσαμε την ιστορία. Το Σουλτανάτο μπορεί να γέρασε μα οι Νεότουρκοι αξιωματικοί στις Φρουρές της Μακεδονίας και της Θράκης δουλεύανε. Ο Σεμερτζή Χότζας εξακολουθεί να μνημονεύει «Εις πολλά έτη» τον Σουλτάν Χαμήτ τον Β', που θάναι και ο τελευταίος. Δεν ξεχνά όμως τον καλό χριστιανό, τον παλιό του φίλο, τον Κωσταντή - Εσκί ντόστ. Μετά τον Μουφτή, ο πάππος μου ήταν ιεραρχικά ο δεύτερος στην κλίμακα των εκτιμήσεων του Χότζα. Τον επισκέπτονταν στο καινούριο «μουσαφίρ οντασί», με την ίδια πάντα θυμόσοφη διάθεση. Βγάζανε τις ίδιες ταμπακέρες από αλπακά στο σοφρά και ο ένας έστριβε το τσιγάρο του από τον καπνό του αλλουνού, αντευχόμενοι ο ένας στον άλλο την αμοιβαία εκτίμηση:

  Τσόκ, τσόκ ιχτιμπάρ Εφέντιμ. Ανάλογα πλούσιο με τα αισθήματα ήταν και το γεύμα που ακολουθούσε. Ιμάμ μπαϊλντί, άσπρο πιλάφι, αεριούχο σινάλκο για ποτό και μια κούπα ντοντουρμά καϊμάκ.

  Όταν εγκαινίασε το καινούριο στέκι του ο πάππος μου, ο Σεμερτζή Χότζα του δώρισε τέσσερα χαμηλά σαμαροσκάμνια αναπαυτικά για τους μουσαφιρέους, καθίσματα πρωτότυπα δικής του τεχνικής. Όλοι οι παλιοί του φίλοι δεν τον ξεχνούσαν τον πάππο μου: ο Μποχόρης, ο Κιρκόρ, ο Ζεϊνέλ Αγάς και ο βούλγαρος παπάς με το χαμηλό τσαλακωμένο καλυμμαύχι. Ο πάππος μου φορούσε πάντοτε ένα πλούσιο ρουμάνικο καλπάκι από αστραχάν, που του στέλνανε τ’ αδέλφια του, σαν άρχοντας. Τα δυο παιδιά του μεγαλώσανε, μάθανε και γράμματα. Ο ένας, ο Μιχάλης, ήταν ο πατέρας μου. Τελείωσε το σχολαρχείο και μπήκε γρήγορα στη δούλεψη του πατέρα του. Ήταν ακόμα στο χωριό του όταν δεκάξι χρόνων τον αρραβώνιαζαν. Ο Μιχαλάκης γυρνούσε από το κυνήγι, όταν οι συμπέθεροι τάχανε κανονίσει και ρίχνανε για λογαριασμό του τις χαρμόσυνες ντουφεκιές. Τούπανε ποια παίρνει και συμφώνησε. Την είχε δει στη βρύση και του άρεσε από καιρό. Παντρεμένος πια στα ξένα χτίζει στο μεγάλο οικόπεδο, ένα ξενοδοχείο και εστιατόριο δίπλα στο χάνι και πίσω ένα σπίτι. Όλες οι δουλειές πηγαίνουνε ρολόι με την έμπειρη καθοδήγηση του πάππου μου.

(Σαπτσή = οι Σάπες - Γκιμουλτζίνα=Κομοτηνή, Ντεντέ Αγάτς = Αλεξανδρούπολη, Σαρή Σαμπάν=Χρυσούπολη Καβάλας).

  Ο δεύτερος ο γιος είναι ο Κυρ-Χριστόφορος. Έτσι τον προσαγόρευαν οι άνθρωποι της αγοράς. Ήτανε λόγιος. Αγαπούσε πιότερο τα γράμματα. Είχε τελειώσει κι' αυτός το Σχολαρχείο, αλλά πήγε και δυο-τρία χρόνια στους φρέρηδες να μάθει γαλλικά. Δεν συμπαθούσε τις δουλειές του πατέρα του. Ήτανε καπνομεσίτης. ʼνοιξε ένα ευρύχωρο γραφείο δίπλα στο εστιατόριο του αδελφού του. Δεχότανε τους καπνεμπόρους και τους αντιπροσώπους των ξένων μονοπωλίων του καπνού. Έγινε ο επίσημος εκπρόσωπος του αυστροουγγρικού μονοπωλίου και προμηθευτής της Αυτού Μεγαλειότητος του Αυτοκράτορας Ιωσήφ του Β'. Ο αυτοκράτορας του απένειμε τον τίτλο του επιτίμου προξένου της περιοχής Ροδόπης. Ήταν ο μοναδικός μου θείος από το σόι του πατέρα μου. Τον αγαπούσα και με αγαπούσε πολύ. Είχα και ένα πλούσιο θείο από την μάνα μου στο Σαρή σαμπάν, μα δεν τον έβλεπα. Τον Κυρ-Χριστόφορο τον επισκεπτόμουν κάθε μέρα. Μου άρεζε πολύ να παίζω με τα αντικείμενα του γραφείου του. Είχε κάτι φαρμακευτικές ζυγαριές, που ζύγιζε δείγματα καπνού και τα εκτιμούσε. Μαχαίρια ειδικά, μηχανικά, που κόβανε ψιλό-ψιλό τον καπνό της ταμπακέρας. Μια γυάλινη βιτρίνα με ταμπακέρες μουσειακές από αλπακά, επάργυρες και επίχρυσες, σκαλιστές με τούρκικους τοράδες και αραβουργήματα, άλλα με δικέφαλους αετούς, με εθνόσημα και οικόσημα διάφορα, αυτοκρατορικά από τον Ιωσήφ τον Β', τους Μεγάλους Τσάρους της Ρωσίας και τους Τσαρίσκους των Σλάβων της Βαλκανικής, ίσαμε τον Βασιλιά Νικήτα του Μαυροβουνίου. Είχε ακόμα μια σειρά τσιμπούκια όλων των μεγεθών. Από Αληπασάδηκες μακριές εβένινες, μέχρι κεχριμπαρένιες για το ζουνάρι των αρχόντων και των μπέηδων και άλλα φτηνότερα για τα σελάχια των φτωχών και των σελέμηδων. Ναργιλέδες και μαρκούτσια δεν είχε στη βιτρίνα. Είχε όμως ο πατέρας μου στο εστιατόριο, το ζαχαροπλαστείο και το καφενείο του ναργιλέδες, που ήτανε δίπλα εν ενεργεία και δουλεύανε μερακλίδικα σαν να ήταν ατμομηχανές του τρένου, πάφ-πούφ, γουργουρίζοντας. Στους τοίχους του πατέρα και του θείου μου φάνταζαν οι εικόνες του Θεόφιλου. Εντυπωσιακή ήτανε «ο πωλών τοις μετρητοίς» και ο «πωλών επί πιστώσει». Σε μια γωνιά του θείου μου υπήρχε και μια μικρή σιδερένια μέγγενη, που την λέγανε «κόπια αλληλογραφίας». Μου άρεζε να τα σκαλίζω όλα. Ήμουνα πολύ ζωηρός φαίνεται, γιατί ο θείος μου φώναζε κάθε τόσο: "Γειά σου αντάρτη κρητικέ!". Ήταν η εποχή που ο Βενιζέλος κήρυξε την Αυτονομία της Κρήτης και πολλοί κρητικοί με τις φουφούλες κατατάχθηκαν εθελοντές στο μακεδονικό. Ο θείος μου ο Κυρ-Χριστόφορος ήταν μεγαλοϊδεάτης. Το 1913 οι Βούλγαροι τον πήραν όμηρο. Όσο κράτησαν οι πόλεμοι βοσκούσε γουρούνια στη Βουλγαρία, όπου το είδος αφθονεί. Το 1920-22 υπηρέτησε υπάλληλος σε διάφορες αποστολές στην Ανατολική Θράκη και στην Αρμοστεία της Σμύρνης. Πέθανε το 1954. Πατριώτες ήτανε και ο πάππος και ο πατέρας μου, μυημένοι στο κίνημα των αλυτρώτων της Βαλκανικής. Αλλά ήταν άνθρωποι ήπιοι, νοικοκυραίοι. Ο πατέρας μου τα βράδια συνήθως έπαιρνε το βιολί του και μάζευε τη φαμίλια του στο τζάκι. Ήμασταν τότε τέσσερα παιδιά οι παππούδες και η μάνα μας. Η πέμπτη η αδελφή μας η Ευαγγελία δεν είχε γεννηθεί. Έφτυνε ο πατέρας μου τα σκεβρωμένα κλειδιά και κούρδιζε τα τέλια για το επίσημο αυτό κοντσέρτο. Μας έπαιζε παλιά δημοτικά τραγούδια της πατρίδας. Ο αγαπημένος ήρωάς του ήτανε ο Γιωργάκης ο Ολύμπιος, που πολέμησε και σκοτώθηκε στο Δραγατσάνι. Μούδωσε και τόνομά του. Γιωργάκης ήμουνα μικρός, Γιωργάκης και μεγάλος. Η μάνα μου τραγουδούσε: «Δεν σε θαρρούσα Έλυμπε τον Μάη να συννεφιάζεις, τον Μάη να ρίχνεις την βροχή, τον θεριστή το χιόνι, να βγάλει ο Γιώργος τάρματα, τα έρημα τσαπράζια, να πάρει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια, να βγει μια πέτρα σταυρωτή, να σταυρωθεί να κάτσει, να βγάλει ο Γιώργος τη βλογιά, την έρμη την αρρώστια...» Ο πατέρας μου και η μάνα μου είχαν ένα ιδιαίτερο τέμπο να ερμηνεύουν πηγαία και τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του τραγουδιού και το ποιητικό άρωμα των περιγραφικών φυσιολατρικών στίχων. Σύμπασχαν θαρρείς με τον ήρωα. Αργόσερνε το παθιασμένο τραγούδι ο ένας στο βιολί του, το απάγγελνε και το τραγούδαγε η μάνα μου με τη σειρά της. Γέννημα - θρέμμα και οι δυό της Πίνδου και των ηρωικών παραδόσεων μετάγγιζαν άμεσα τα συναισθήματά τους. Η φλόγα του τζακιού υπογράμμιζε τις συναισθηματικές φωτοσκιάσεις στα πρόσωπα των παππούδων και των παιδιών. Τα βήματα των τζαντιρμάδων και το ρόπαλο του παζβάντη, του νυκτοφύλακα, δεν ακουγότανε στο Πατρικό μας σπίτι, που ήτανε χτισμένο στο βάθος του μεγάλου οικοπέδου. Ώρα είναι να δείξουμε και την οικογενειακή μας φωτογραφία να γνωριστούμε καλλίτερα. Όταν ζούσε ο προπάππος μου δεν υπήρχαν φωτογράφοι. Οι εικόνες των ηρώων μας είναι ζωγραφιές που φιλοτέχνησαν ξένοι περιηγητές. Ο μόνος περιηγητής που πέρασε από το χωριό μας ήταν ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός που κήρυττε να χτίζουν πιότερα σχολειά και λιγότερες εκκλησίες. Οι Τούρκοι τον κρέμασαν και η εκκλησία μας τον ανακήρυξε Άγιο. Αλλά τον προπάππο μου, σας τον ζωγράφισα όσο πιο αδρά μπορούσα με τα χρώματα των θρύλων του χωριού, τις αφηγήσεις των παππούδων και των συγγενών μου, όταν γεννημένος στην Αλεξανδρούπολη βρέθηκα πρόσφυγας στα πατρογονικά του Ζαγοριού, με τους βαλκανικούς πολέμους. Βρήκαμε τρία σπίτια. Ένα ζωντανό που διατηρούνταν από τις γυναίκες, όσο οι άνδρες ταξίδευαν μόνοι τους, και δυο άλλα «σπίτια αναμνήσεων» θα τάλεγα. Της Στάμως το ένα και της Γιάννως το άλλο. Φέρουν τα ονόματα των δυο γυναικών του προπάππου μου. Το ζωντανό σπίτι, που εγκατασταθήκαμε, για να περάσουμε τις δύσκολες στιγμές των πολέμων, ήτανε ευρύχωρο. Η εξώπορτα της αυλής αμπαρώνονταν και η εσωτερική κίνηση γινόταν κάτω από σκεπαστά χαγιάτια, που οδηγούσαν από την κυρία οικοδομή στο μαγεριό και τους άλλους βοηθητικούς χώρους της αυλής. Ο προσανατολισμός ήταν ανατολικομεσημβρινός. Είχε ένα μεγάλο προθάλαμο με τζαμαρίες με ανοικτούς θεαματικούς ορίζοντες. Μπαίνοντας στον κεντρικό διάδρομο ήταν μια ευρύχωρη υποδοχή αριστερά με το μεγάλο τζάκι και ένα χάλκινο βοηθητικό μαγκάλι στη μέση του δωματίου για τα μεγάλα κρύα. Δεξιά το καθιστικό μαντζάτο με δεύτερο τζάκι που έκαιγε μέρα νύχτα, με κάτι κούτσουρα χοντρά. Ο πάππος και η γιαγιά βαστούσαν τις δύο κόχες και συνδαύλιζαν τη φωτιά. Στη μέση ο σοφράς, γύρο-γύρο οι γονείς και τα παιδιά, είτε για φαγητό, είτε για να γράφουμε μαθήματα. Συχνά ψέναμε καρύδια και κάστανα συνοδευόμενα από παραμύθια. Όχι σπάνια μουσική και τραγούδι, όπως γινόταν στην ξενιτιά. Συνέχεια ένα σκοτεινό δωμάτιο, ολόγυρα ντουλάπια και με σάντρες για τα βαριά σκεπάσματα και στρωσίδια, τις βελέντζες και τις φλοκάτες, να μη τις ιδεί ο σκώρος. Εκεί έπαιζα συνήθως το κρυφτούλι με τα ξαδέλφια και τους φίλους μου. Στο βάθος του διαδρόμου μια πόρτα αποκάλυπτε ένα μυστηριακό, για την περιέργειά μου και την παιδική μου φαντασία, δωμάτιο. Το λέγαμε στην τοπική μας γλώσσα «λούγκο», μακρινάρι δηλαδή. Ήταν εκεί ένα εντοιχισμένο εικόνισμα με την ακοίμητη καντήλα, το θυμιατό και τα άλλα αγιωτικά, δίπλα στο κρεβάτι των γονιών μου. Το ανεξερεύνητο για μένα μυστήριο αποτελούσαν 6-7 σεντούκια κλειδωμένα με τη σειρά στο μακρινάρι. Ήταν τα προικοσέντουκα των γυναικών των περασμένων γενεών που γνώρισαν στο ίδιο αυτό δώμα διαδοχικά τον υμέναιο. Το ένα είναι της γιαγιάς μου, ένα άλλο της μάνας μου. Τα υπόλοιπα είναι προγιαγιάδων, αλλά με ονόματα γραμμένα, όπως Στάμω, Γιάννω, Χάιδω, και ακριβή ημερομηνία υμεναίου, χίλια επτακόσια και χίλια οκτακόσια τόσο. Όταν η μάνα μου άνοιγε τα σεντούκια τους, χτύπαγε ένα χαρακτηριστικό κουδουνάκι που κρύβανε οι κλειδωνιές. Ο ευχάριστος αυτός ήχος σήμαινε για μένα ένα λουκούμι ή ένα κουφέτο από την μάνα μου. Όλα τούτα τα σεντούκια κρύβανε διάφορα ενθύμια οικογενειακά και ιστορικά κειμήλια. Το πιο ενδιαφέρον για μένα ήτανε το οπλοστάσιο του Καπετάν Μιχάλη και των επιγόνων. Στουρναροντούφεκα, εμπροστογεμή καρυοφύλλια, διμούτσουνες πιστόλες, σπαθιά γυριστά τσοχανταρέικα, του προπάππου μου και των επιγόνων επίσης, όλα τα είδη όπλων του Τουρκικού και Ελληνικού Στρατού, που συγκέντρωναν διαδοχικά ο πάππος μου, ο πατέρας μου, τα μεγάλα αδέλφια μου. Μαρτίνια, γκράδες, λεμπέλ κ.α. επαναληπτικά, πιστόλια εξάσφαιρα του καραντά, μαχαίρια, ξιφολόγχες. Το τελευταίο είδος επαναληπτικού όπλου με κινητό ουραίο, θα το δείτε στη φωτογραφία του πρωτότοκου αδελφού μου Κώστα στο Αργυρόκαστρο το 1913, όταν η Βόρεια Ήπειρος κηρύχτηκε αυτόνομη Πολιτεία. Ανάμεσα στα διάφορα ενθύμια, ρολόγια, καδένες, τσαπράζια, χαϊμαλιά, αλυσίδες, πόρπες κλπ, βρέθηκαν και πολλές φωτογραφίες, καθώς και κάρτ-ποστάλ, που συνήθως κοσμούσαν τους τοίχους της υποδοχής. Η πόλη με την Αγιά Σoφιά, η Σαλονίκη, η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια, τα Γιάννενα. Η πιο ενδιαφέρουσα είναι μια οικογενειακή φωτογραφία της πρώτης δεκαετίας του 1900, όταν η οικογένειά μας βρισκόταν σε πλήρη ακμή στην Αλεξανδρούπολη. Φωτογράφος καλλιτέχνης ήτανε ο φίλος του πατέρα μου Παναγιώτου, γνωστός για το ιστορικό φωτογραφικό έργο που κληροδότησε. Στυλοβάτης της οικογένειας στο κέντρο της φωτογραφίας με το εντυπωσιακό φέσι είναι ο μεγάλος τσορμπατζής ο Κωσταντή Εφέντης, που σας τον περιέγραψα με το παραπάνω έως τώρα. Ο πάππος μου, ο πατέρας μου και τα δυο μεγάλα αδέλφια μου, ήταν μυημένοι στο αλυτρωτικό κίνημα της εποχής εκείνης. Τα δυο αδέλφια μου το 1912 κατατάχτηκαν εθελοντές στο βορειοηπειρωτικό και το μακεδονικό. Είναι ο Κώστας και ο Παναγιώτης, που υπηρέτησαν δέκα χρόνια στρατιώτες σε όλες τις εκστρατείες από το 1912-1922. Ο Παναγιώτης ήταν στη Μικρασία στο Σύνταγμα του Πλαστήρα και πήρε ενεργό μέρος στο κίνημα της Χίου. Είναι όρθιοι στη φωτογραφία και ακουμπούν τα χέρια τους στους ώμους του πάππου μας. Η φωτογραφία είναι του 1908, όταν είχε εκδηλωθεί το κίνημα των Νεότουρκων στην Μακεδονία και Θράκη. Ο πάππος μου φορούσε πάντοτε καλπάκια από αστραχάν, που του έστελναν τα αδέλφια του από την Ρουμανία. Η αυταπάτη των υποδούλων ότι οι ευρωπαϊστές Νεότουρκοι με την ανατροπή του αιμοχαρούς Αβδούλ Χαμήτ θα παραχωρούσαν μειονοτικά δικαιώματα με το Σύνταγμα, ενεθάρρυνε τον πάππο μου να φορέσει προς στιγμήν το φέσι. Δεν θα σταθώ στις ενδυματολογικές λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν τις τρεις γενεές. Τον πάππο μου με τα σαλβάρια την γιαγιά με το φακιόλι, την μάνα μου με τον κότσο στο κεφάλι και το κλειστό στο λαιμό νταντελένιο επιστήθιο, τον πατέρα μου με τα φράγκικα και το κωσταντινάτο στην αλυσίδα του ρολογιού του, τα αδέλφια μου με τα μονά σκληρά κολλάρα, την αδελφή μου μαθήτρια με την φλοτάν γραβάτα και το βιβλίο. Όσο για μένα ο σοφός φωτογράφος με έριξε σαν ένα κομμάτι άψητο κρέας στην θερμοκοιτίδα της παραμυθούς γιαγιάς μου.


 Κομοτηνή 1908. Από αριστερά προς τα δεξιά - όρθιοι: Μιχαήλ Ποάλας, Κων/νος Ποάλας, Χαρίκλεια Ποάλα (Δεβελεγκα). Από αριστερά προς τα δεξιά - καθήμενοι: Δέσποινα (Παπαντωνίου) σνξ. Μιχ. Ποάλα, Κων/νος Ποάλας (παιδί του Μιχαήλ Ποάλα Ζορμπά), γυναίκα Κων/νου Ποάλα, Γιώργος Ποάλας....

  Τα προοδευτικά μεταναστευτικά άλματα του πάππου μου και του πατέρα μου έχουν κάποια συνέπεια για την ανάπτυξη και την μόρφωση των παιδιών.

  Τα αδέρφια μου φοιτούσαν, μετά το ελληνικό σχολαρχείο, στη γαλλική σχολή των φρέρηδων. Παρά τις πολεμικές ταλαιπωρίες των βαλκανικών και δυο παγκοσμίων πολέμων σταδιοδρόμησαν σαν εμποροβιομήχανοι ενδιάμεσα και απέθαναν πλήρεις ημερών και οι δυο στη δεκαετία του 1980.

  Η μεγάλη μας προσφυγική περιπέτεια, μιας δεκαμελούς ακμάζουσας οικογένειας, που επωμίσθηκε ο πατέρας μου στα 1912-1922, σε μια τραγική πορεία από την Αλεξανδρούπολη μέχρι το Ζαγόρι είναι απερίγραπτη. Η ζωή στην όμορφη, καθαρά ελληνική κηπούπολη της Αλεξανδρούπολης κυλούσε ήρεμη. Είχε πάρει ένα ιδιαίτερο καλλιεργημένο ευρωπαϊκό χρώμα. Μικρό Παρίσι το ονόμαζε η μάνα μου, που δυσκολεύτηκε να προσαρμοσθεί στο τουρκοχώρι τότε των Σαππών και την τουρκοκρατούμενη Κομοτηνή. "Είναι οδυνηρό σε μέρες δυστυχίας να θυμάσαι ευτυχισμένες μέρες του παρελθόντος". Το είπε ο μεγάλος Ιταλός ποιητής και το έζησε η ευαίσθητη μάνα μου και όλη φυσικά η οικογένεια. Νηνεμία πριν από την θύελλα, αυτό ήτανε το παλιό Ντεντέ-Αγάτς. Θυμότανε η μάνα μου το νεοκλασικό σπίτι μας, όπου γεννήθηκα εγώ και μεγάλωνα, μέσα στο μεγάλο κήπο με τις αμυγδαλιές, τις κερασιές και τα λουλούδια. Το είχε αγοράσει ο πατέρας μου στα τέλη του 19ου αιώνα για να μορφώσει τα πέντε παιδιά του. Θυμότανε η μάνα μου και τα αδέλφια μου τις οικογενειακές βεγγέρες και τα απρέ-μιντί, τις βόλτες με τα λαντόνια και τις βικτόριες στις λεωφόρους και τις παραλίες. Μπέλ επόκ επαρχιώτικη, ρομαντική. Οι πρώτοι κάτοικοι αποτελούνταν από Ηπειρώτες, Σαμοθρακίτες, Μαρωνίτες, Αινίτες, Φραγκολεβαντίνους από την Σύρο και οικογένειες γάλλων της γαλλικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων. Ελάχιστες τούρκικες οικογένειες διοικητικών υπαλλήλων, λίγοι Αρμένιοι, Εβραίοι και Βούλγαροι.

  Το κίνημα των Νεότουρκων του 1908 και των Ελλήνων στο Γουδί το 1909 δεν ήταν παρά τα προμηνύματα της μεγάλης θύελλας του 1912-22, που επέρχονταν.

  Μόλις άρχισαν οι εχθροπραξίες των βαλκανικών Συμμάχων Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων και Μαυροβουνίων, ο Ελληνικός Στόλος εμφιάλωσε τον Τουρκικό στα Δαρδανέλια και απειλούσε να βομβαρδίσει το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και τον σιδηρόδρομο για να παρεμποδίσει τις μετακινήσεις των Τούρκων. Η οικογένεια αποσύρθηκε αμέσως στην Κομοτηνή και από κει τμηματικά πέρασε τον Νέστο και εγκαταστάθηκε στο Σαρήσαμπάν στον αδελφό της μητέρας μου. Οι Βούλγαροι στην Κομοτηνή μπήκαν σαν "σύμμαχοί μας" αλλά από την πρώτη μέρα έδειξαν το πραγματικό πρόσωπο* του κατακτητή. Επίταξαν το Ξενοδοχείο μας με όλες τις εγκαταστάσεις και μας υποχρέωσαν να εκκενώσουμε το σπίτι μας μέσα σε τρεις μέρες.




Σελιδομετρητής επισκέψεων

Σελιδομετρητής

Web Hits

O ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

 Λόγω του όγκου της ύλης, υπήρχαν προβλήματα διαχ/σης της μνήμης από το Η/Υ. Για το λόγο αυτό η σελίδα χωρίστηκε σε 2 μέρη. 
  Στο Β' μέρος υπάρχουν τα θέματα: (ΣΕΛΙΔΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ) - (ΑΣΧΟΛΙΕΣ) - (ΠΡΟΣΩΠΑ) - (ΕΝΤΥΠΑ).  
  Πατήστε εδώ για το Β' ΜΕΡΟΣ

ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

    Για την πιο εύκολη αναζήτηση  προσώπων που έζησαν στον τόπο μας με αλφαβητική σειρά.

Αγγελίδης Σταύρ./Αδαμίδης Μ./Αχμέτ Σιαμπάν

Βαλασιάδης Θ./Βασιλειάδης Ηλίας/Βογδανίδης Ι. / Βραδέλης Κ.

Γιαννόπουλος Η./Γιουφτσιάδης Κ./Γουναροπούλου Βεν./

Εξηντάρης Θεολόγος/Ευσταθόπουλος Νικ./ Ευσταθόπουλος Καλ./

Ζαμπογιάννης Θεοδ./

Καραλέξης Σ/Καραμουσαλίδης  Χρ./Καφετζής Α./  Καραβασίλης Βασ/ Κεραμυδάς Γ/Κεχαγιάς Άγγελος/ Κιασήφ Μεμέτ/Κιρκινέζης Ιωάν/Κουσίδης Νικ./ Κυριαζίδης Βασ./

Μπεκιαρίδης Γ./Μπερμπέρ Μεμ/

Λιπορδέζης Γ./

Μαλλίδης Δημ./Μαυρίδης Χαρ./Μπακιρτζής Δημ./  Μπακιρτζής Φωκίων/Μπεκίρ Χουσεΐν/

Νάνος Αλέξιος/

Ουρεϊλίδης Ι./Ουστά Αλή Μουστ/

Παγώνης Κ/Παπαδόπουλος Μιχ./Πάππος Δημήτριος/ Πασχαλιδής Κων./Παυλίδης Ιωάννης/Πέτρογλου Ι./  Πίνιος Ι./Ποάλας Κ./Ποτουρίδης Γαβ./Πρασίδης Αθ.

Ρεφειάδης Παναγ/ Ρούφος Αντ/ Ρωμαΐδης Θωμάς/

Σκαμνός Χρ/ Σκοπιανός Δημ./ Σταυρίδης Αλεξ./

Τσανίδης Στ./Τραμπίδης Πασχ./ Τσιάκος Θ./

Χαρισιάδης Παν./ Χασάν Αλή Γκ./ Χαφούζ Αλή Μεχ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ


ΔΗΜΑΡΧΟΙ ΣΑΠΩΝ

Καραθανάσης Δημήτριος - Τσιτσώνης Χρήσ.


ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΑ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΡΟΔΟΠΗΣ

============================

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

-ΑΕΤΟΚΟΡΥΦΗ/ΑΕΤΟΛΟΦΟΣ

-ΑΜΦΙΑ/ΑΡΑΤΟΣ/ΑΡΙΣΒΗ

-ΑΡΣΑΚΕΙΟ/ΑΣΚΗΤΕΣ

-ΔΙΩΝΗ/ΣΤΡΥΜΗ

-ΕΒΡΕΝΟΣ/ΙΑΣΙΟ

-ΚΑΣΣΙΤΕΡΕΣ/ΚΙΖΑΡΙ

-ΚΡΩΒΥΛΗ/ΛΟΦΑΡΙΟ

-ΛΥΚΕΙΟ/ΝΕΑ ΣΑΝΤΑ

-ΠΡΩΤΑΤΟ/ΧΑΜΗΛΟ

-ΣΑΠΕΣ

Κάλεσμα για συνεργασία

Όσοι από εσάς, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές και έχετε στη διάθεσή σας πληροφοριακό ή φωτογραφικό υλικό, μπορείτε να μου το στείλετε για να δημοσιευτεί με τα στοιχεία που εσείς επιθυμείτε...
Αυτό μπορεί να γίνει με τους εξής τρόπους:
Στο όνομα Γιώργος Κεραμυδάς.
Ταχυδρομικά: Δαβάκη 2 - 
Αλεξ/πολη. Τ.Κ. 68100
Τηλεφωνικά:
 2551020230 - 6976233934

Ηλεκτρονικά: 
geokeram@gmail.com