Ο πρώτος διωγμός των χριστιανών

Οι πρώτοι χριστιανοί των Ιεροσολύμων άρχισαν αμέσως να μεταφέρουν στους συμπατριώτες τους το μήνυμα του Χριστού. Στο έργο αυτό πρωτοστάτησαν αρχικά οι Απόστολοι και στη συνέχεια και οι Διάκονοι. Το κήρυγμά τους, όμως, συνάντησε δυσκολίες και αντιδράσεις, που κλιμακώθηκαν στον πρώτο διωγμό των χριστιανών.

 

α. Οι Απόστολοι με το κήρυγμα για το Χριστό προκαλούν αντιδράσεις

Οι Απόστολοι καθημερινά εμφανίζονταν στο Ναό*, κήρυτταν και θεράπευαν αρρώστους, με αποτέλεσμα πολλοί από τους Ιουδαίους να γίνονται μέλη της Εκκλησίας.

Αυτό δεν φόβισε τους Αποστόλους που συνέχισαν το κήρυγμά τους και τα θαύματα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν πάλι στη φυλακή. Με θαυματουργό, όμως, τρόπο οι Απόστολοι απελευθερώθηκαν και συνέχισαν το έργο τους. Την επόμενη μέρα η φρουρά τούς έφερε ξανά στο Συνέδριο. Οι Απόστολοι με παρρησία διακήρυξαν την Ανάσταση του Χριστού και τόνισαν: «Πιο πολύ πρέπει να υπακούμε στο Θεό παρά στους ανθρώπους» (Πράξ. 5,29). Τα μέλη του Συνεδρίου, όταν τα άκουσαν αυτά, έγιναν έξαλλα και θα θανάτωναν τους Αποστόλους, αν δεν παρενέβαινε ένας νομοδιδάσκαλος, ο Γαμαλιήλ, λέγοντας για τους Αποστόλους: «Αν αυτό που σκέπτονται ή αυτό που κάνουν προέρχεται από ανθρώπινη δύναμη, θα διαλυθεί μόνο του. Αν όμως προέρχεται από το Θεό, δε θα μπορέσετε να το διαλύσετε, για να μην πω ότι μπορεί να βρεθείτε τελικά και θεομάχοι» (Πράξ. 5,38-39). Μετά από αυτά τα λόγια οι Απόστολοι, αφού μαστιγώθηκαν και απειλήθηκαν, αφέθηκαν ελεύθεροι.Οι ιερείς όμως και ο διοικητής της φρουράς του Ναού, μαζί με μέλη της θρησκευτικής παράταξης των Σαδδουκαίων*, έδωσαν εντολή να συλληφθούν ο Πέτρος και ο Ιωάννης, να φυλακιστούν και την επόμενη μέρα να οδηγηθούν στο Συνέδριο*. Στην απολογία τους οι Απόστολοι διακήρυξαν: «δεν μπορούμε να μη μιλάμε γι’ αυτά που είδαμε και ακούσαμε» (Πράξ. 4,20). Οι δικαστές, επειδή φοβήθηκαν το λαό και αφού δεν εύρισκαν δικαιολογία για να τους τιμωρήσουν, τους άφησαν ελεύθερους, απειλώντας τους με φυλάκιση, αν συνέχιζαν το κήρυγμα.

β. Το κήρυγμα και ο λιθοβολισμός του Στεφάνου

Στο κήρυγμα των Αποστόλων συνέβαλαν και οι Διάκονοι. Ο Στέφανος, γεμάτος πίστη και πνευματικά χαρίσματα, άρχισε να κηρύττει, να κάνει θαύματα και να συζητά με τους συμπατριώτες του για τη σχέση του μηνύματος του Χριστού με τον Ιουδαϊσμό. Απευθυνόταν στους αδελφούς και πατέρες του, όπως τους ονόμαζε, και τους έλεγε ότι ο Ναός και η ιδιαιτερότητα του ιουδαϊκού λαού ήταν πράγματα σεβαστά, αλλά είχαν ξεπεραστεί με το έργο του Χριστού. Οι Ιουδαίοι, όμως, θεωρούσαν ότι ο Θεός ήταν αποκλειστικά δικός τους, έπρεπε να λατρεύεται μόνο στο Ναό και ότι ο Μωσαϊκός Νόμος ήταν αιώνιος. Δεν άργησε, λοιπόν, να έρθει η σύγκρουση. ψευδομάρτυρες οδήγησαν τον Στέφανο στο Συνέδριο για να δικαστεί.

Ο Στέφανος στην απολογία του έκανε μια εκτενή αναδρομή στην ιστορική πορεία του εβραϊκού λαού και τόνισε τις ευεργεσίες του Θεού προς το λαό, αλλά και την αχαριστία, που πολλές φορές έδειξε ο λαός απέναντί Του. Στη συνέχεια είπε ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς και ολοκλήρωσε την απολογία του με οξύτατη κριτική στους θρησκευτικούς άρχοντες των Ιουδαίων (Πράξ. 7,1-53). Τα λόγια του εξόργισαν τους δικαστές, που τον έσυραν έξω από την πόλη για να τον λιθοβολήσουν. Ένας νεαρός, που τον έλεγαν Σαούλ, ανέλαβε να φυλάει τα ρούχα αυτών που λιθοβολούσαν. Αυτός είναι ο μετέπειτα Απόστολος Παύλος. Ο Στέφανος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού, λίγο πριν πεθάνει ζήτησε από το Θεό να συγχωρήσει τους εκτελεστές του. Είναι ο πρώτος χριστιανός που μαρτύρησε για την πίστη (Πρωτομάρτυρας), και γι’ αυτό τιμάται από την Εκκλησία με ιδιαίτερη λαμπρότητα στις 27 Δεκεμβρίου.

γ. Οι χριστιανοί διώκονται και η πίστη διαδίδεται έξω από τα Ιεροσόλυμα

Το λιθοβολισμό του Στεφάνου ακολούθησε μεγάλος διωγμός κατά των ελληνιστών στα Ιεροσόλυμα (34 με 36 μ.Χ.). Οι ελληνιστές αναγκάστηκαν να διασκορπιστούν έξω από την Ιουδαία και έφτασαν ως τη Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια (Πράξ. 8,1). Η τελευταία, ειδικά, υπήρξε σημαντική πόλη -εκεί οι χριστιανοί πήραν την ονομασία αυτή για πρώτη φορά- και έγινε η έδρα μιας νέας χριστιανικής Εκκλησίας, που θα έπαιζε κεντρικό ρόλο στην εξάπλωση του μηνύματος του Χριστού προς τους εθνικούς*. Εν τω μεταξύ, ο διάκονος Φίλιππος είχε κηρύξει στη Σαμάρεια και είχε βαπτίσει έναν Αιθίοπα αξιωματούχο (Πράξ. 8, 4-8. 26-40), ενώ ο Απόστολος Πέτρος, μετά από όραμα που είδε, είχε βαπτίσει τον Κορνήλιο, έναν Ρωμαίο εκατόνταρχο (Πράξ. κεφ. 10).

Στην Αντιόχεια, όμως, για πρώτη φορά οι ελληνιστές άρχισαν να κηρύττουν συστηματικά και προς τους εθνικούς, ανοίγοντας έτσι την πόρτα της πίστης και σ’ αυτούς. Αυτή η εξέλιξη ήταν ένα σπουδαίο γεγονός για την πρώτη Εκκλησία. Δημιούργησε όμως και προβλήματα, όπως θα δούμε σε επόμενη ενότητα, που έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τη σύμφωνη γνώμη όλων των πιστών.

Οι διώξεις που έγιναν στα Ιεροσόλυμα, με πρωτοβουλία των Ιουδαίων, οδήγησαν σταδιακά σε μαρασμό την τοπική χριστιανική Εκκλησία. Μετά από μερικά χρόνια, το 70 μ.Χ., οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν τελείως την πόλη και κατέλυσαν το κράτος του Ισραήλ. Ένας Ιουδαίος, όμως, ο Σαούλ, διώκτης αρχικά του Χριστιανισμού, όπως θα δούμε παρακάτω, αξιώθηκε να γίνει ο Απόστολος που θα έφερνε το μήνυμα του Χριστού στα Έθνη, δίνοντας οικουμενικό χαρακτήρα στην Εκκλησία του Χριστού.Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων, που απαρτιζόταν πλέον στη μεγάλη της πλειονότητα από ιουδαϊστές, παρέμεινε το κέντρο της πίστης για περίπου τρεις ακόμα δεκαετίες. Οι διώξεις, όμως, συνεχίζονταν. Ο Ηρώδης Αγρίππας ο Α’, τοποτηρητής-βασιλιάς των Ρωμαίων στην Παλαιστίνη, κατηγόρησε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, και μερικούς άλλους ως παραβάτες του Νόμου. Διέταξε τη θανάτωσή τους με λιθοβολισμό, ενώ ο Απόστολος Πέτρος φυλακίστηκε πάλι και απελευθερώθηκε με θαυματουργό τρόπο (Πράξ. 12,1-19).

Οι μεγάλοι διωγμοί των χριστιανών

Η γρήγορη εξάπλωση του Ευαγγελίου στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία δημιουργούσε ένα νέο πολιτισμό. Ταυτόχρονα, όμως, προκάλεσε και αντιδράσεις. Είδαμε σε προηγούμενες ενότητες ότι οι περισσότεροι Ιουδαίοι αντέδρασαν, αρνούμενοι να δεχθούν ότι ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας. Δεν αντέδρασαν, όμως, μόνο αυτοί˙ η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έβλεπε με προβληματισμό την αύξηση του αριθμού των χριστιανών.

α. Οι αιτίες αντίδρασης των εθνικών

Αρχικά το ρωμαϊκό κράτος έδειξε αδιαφορία για το Χριστιανισμό, γιατί τον θεωρούσε μια ιουδαϊκή αίρεση. Οι Ρωμαίοι, όμως, θορυβήθηκαν, όταν έγιναν χριστιανοί άνθρωποι που κατείχαν ανώτερες θέσεις στην κοινωνία τους. Οι πρώτοι που αντέδρασαν με συκοφαντίες εναντίον των χριστιανών ήταν οι εκπρόσωποι του εθνικού ιερατείου, γιατί έχαναν σταδιακά το σεβασμό που απολάμβαναν στη ρωμαϊκή κοινωνία και περιορίζονταν τα τεράστια οικονομικά τους οφέλη από τις προσφορές των πιστών και από τις θυσίες. Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός επαγγελματιών (αγαλματοποιοί, αργυροχόοι, οικοδόμοι κ.ά.), που είχε οικονομικά συμφέροντα από την εθνική λατρεία, άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα. Αυτές, λοιπόν, οι ομάδες κατηγόρησαν τους χριστιανούς για «αθεΐα» και για εγκληματικές πράξεις και έτσι άρχισαν οι πρώτες περιστασιακές διώξεις.

Η κατάσταση χειροτέρεψε προς τα τέλη του 1ου αι., όταν ο Αυτοκράτορας Δομιτιανός απαίτησε να λατρεύεται ο ίδιος από τους Ρωμαίους υπηκόους ως Κύριος και Θεός. Την αυτοκρατορική λατρεία αρνήθηκαν οι χριστιανοί, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στο μαρτύριο. Παράλληλα, η αύξηση του αριθμού των χριστιανών και το νέο ήθος που πρόβαλλαν με τη ζωή τους στις ανθρώπινες σχέσεις, αντιμετωπίστηκαν ως κίνδυνος για το ρωμαϊκό κράτος.

β. Οι σκληροί διωγμοί και το πλήθος των μαρτύρων

Οι διωγμοί στην αρχή δεν ήταν ούτε συνεχείς ούτε εκτείνονταν σε όλη την αυτοκρατορία. Κατά την περίοδο αυτή οι αιτίες των διωγμών είναι ποικίλες: φιλοδοξίες αυτοκρατόρων, θρησκευτικός φανατισμός, οικονομικά προβλήματα. Από την εποχή όμως του Δέκιου και μετά έχουμε συστηματικό διωγμό, με βάση ειδικό Διάταγμα με ισχύ σ’ όλη την αυτοκρατορία.

Τα μαρτύρια στα οποία υποβάλλονταν οι χριστιανοί ήταν σκληρότατα και απάνθρωπα, ήταν ένας αργός θάνατος. Χιλιάδες μάρτυρες θανατώθηκαν στις φυλακές ή ρίχτηκαν σε στάδια για να γίνουν βορά άγριων θηρίων. Για να μπορούν οι χριστιανοί ανενόχλητα να λατρεύουν το Θεό αναγκάστηκαν, ιδιαίτερα μετά την εποχή του Τραϊανού, να καταφεύγουν στις κατακόμβες, όπως θα δούμε αναλυτικά στην επόμενη ενότητα.

Πολλές φορές μορφωμένοι χριστιανοί απηύθυναν με παρρησία και σύνεση απολογίες υπέρ των ομοθρήσκων τους προς τους Ρωμαίους αυτοκράτορες και τους φιλοσόφους. Στα διασωθέντα κείμενα αυτών των Απολογητών (Κοδράτος, Αριστείδης, Ιουστίνος, Τερτυλλιανός) -όπως ονομάστηκαν-, γίνεται διάλογος με τους εθνικούς στη βάση της ελληνικής φιλοσοφίας και του πολιτισμού, τονίζεται η ηθική υπεροχή της χριστιανικής πίστης έναντι της εθνικής λατρείας καθώς και η θαυμαστή υπομονή και το ανυπέρβλητο θάρρος των μαρτύρων.

Οι διωγμοί, παρά το ποτάμι αίματος των μαρτύρων που χύθηκε, δεν κατάφεραν να εξαφανίσουν τον Χριστιανισμό. Κατά την περίοδο των διωγμών, η αγάπη, η ενότητα και η αυτοθυσία των χριστιανών έκαναν τρομερή εντύπωση στους εθνικούς. Έβλεπαν, σε αντίθεση με τη διαφθορά, την παρακμή και την αναλγησία της κοινωνίας τους, ότι υπήρχε μια οικογένεια που μπορούσε να τους ξαναδώσει πίσω τη χαμένη τους ανθρωπιά. Μια οικογένεια που, ενώ είχε έντονη την προσδοκία ενός Νέου Κόσμου, ενδιαφερόταν έμπρακτα για τον πόνο και τη δυστυχία των ανθρώπων.

Το παράδειγμα των μαρτύρων, που ανακηρύχθηκαν άγιοι σε Ανατολή και Δύση, έμεινε χαραγμένο όχι μόνο στη μνήμη των συγχρόνων τους, αλλά και των πιστών κάθε εποχής.

γ. «Θάνατος στους άθεους (χριστιανούς)»!

Ένας από τους πιο γνωστούς μάρτυρες της πρώτης Eκκλησίας ήταν ο άγιος Πολύκαρπος. Yπήρξε μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη και έγινε επίσκοπος Σμύρνης. Την εποχή που ανθύπατος της Μ. Ασίας ήταν ο Στάτιος Κοδράτος, ο όχλος θεωρώντας τον άγιο υπεύθυνο για τη γενναιότητα που είχαν δείξει στο μαρτύριο έντεκα χριστιανοί, με προεξάρχοντα το Γερμανικό, ζήτησε επίμονα τη σύλληψή του. Αφού ζήτησε να μάθει το όνομά του ο ανθύπατος, απαίτησε να ορκιστεί στον Καίσαρα, να περιγελάσει το Χριστό και να πει «θάνατος στους άθεους», εννοώντας τους χριστιανούς.

Ο Πολύκαρπος του εξήγησε ότι είναι χριστιανός και ότι δε θα μπορούσε να βλασφημήσει το Χριστό που υπηρετεί ογδόντα χρόνια. Μετά από αυτή την ομολογία, ο ανθύπατος τον καταδίκασε να καεί ζωντανός. Πράγματι ο όχλος μάζεψε ξύλα, άναψε μια μεγάλη φωτιά και έριξε πάνω της τον άγιο. Η φωτιά όμως δεν άγγιξε το σώμα του αγίου. Μη έχοντας άλλη λύση διέταξαν ένα στρατιώτη να τον αποκεφαλίσει. Το αίμα μάλιστα που έτρεξε, προς μεγάλη έκπληξη των παρισταμένων, έσβησε τελείως τη φωτιά. Ήταν 23 Φεβρουαρίου του 156 μ.Χ. κι έτσι κάθε τέτοια μέρα η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του αγίου Πολυκάρπου.

ALEΞΑΜΕΝΟC CΕΒΕΤΕ ΘΕΟΝ

Στα ανάκτορα του Παλατίνου λόφου της Ρώμης, σε θάλαμο που οι αρχαιολόγοι χαρακτηρίζουν ως στρατώνα της ανακτορικής φρουράς ή σχολείο-λύκειο όπου φοιτούσαν έφηβοι ευγενών οικογενειών, βρέθηκε ακιδογράφημα πάνω σε τοίχο που χρονολογείται λίγο μετά το 200 μ.Χ. Παριστάνει έναν σταυρωμένο ιπποκέφαλο άντρα με συνοδευτική εππιγραφή. Σε διπλανό μάλιστα θάλαμο βρίσκεται χαραγμένη μια άλλη επιγραφή στα λατινικά: ALEXAMENOS FIDELIS (= Αλεξάμενος πιστός). Προφανώς ο Αλεξάμενος είναι χριστιανός ρωμαίος στρατιώτης ή φοιτητής, ελληνικής καταγωγής, καθώς το όνομα Αλεξάμενος είναι μακεδονικό. Αυτός δε που χάραξε την επιγραφή ήθελε να γελοιοποιήσει τον Αλεξάμενο σαν λάτρη θεού θανατοποινίτη, αξιοκαταφρόνητου και καταγέλαστου. Με το κεφάλι αλόγου υπαινίσσεται μάλλον το ότι ο Χριστός γεννήθηκε σε στάβλο.

Α΄ Γυμνασίου ΙΙ. Η Εκκλησία ανοίγεται και εξαπλώνεται. Από τους διωγμούς και το μαρτύριο στη δικαίωση των χριστιανών και τη νομιμοποίηση του Χριστιανισμού (Α) Διωγμοί