Τὸ ἱστορικὸ τοῦ Ναοῦ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς

Ὁ βασιλιάς Λέων ὁ μέγας, ὁ ἐπονομαζόμενος Μακέλης, ἦταν ἀπὸ γένος ἀρχοντικό, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ μικρὸς καὶ δὲν εἶχε κάποιον νὰ τὸν φροντίσει νὰ γίνει κάτι καλύτερο, ἔγινε μακελάρης (χασάπης). Ἦταν ὄμως ἀνθρωπος χριστιανικότατος καὶ στολισμένος μὲ πολλὲς ἀρετές, καὶ ἒκ φύσεως συμπονετικὸς καὶ εὔσπλαχνος πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ πολὺ εὐλαβὴς καὶ φιλακόλουθος. Δεν ἔλειπε ἀπὸ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες καθημερινὰ καὶ δὲν ἀμελοῦσε νὰ ἀκούει καὶ τὶς ἐξηγήσεις τῶν θείων Γραφῶν, ἄν καὶ ἦταν ἀγράμματος ἑξαιτίας τῆς ὀρφάνιάς του. Εἶχε δίψα μεγάλη νὰ ἀκούει τὶς ἐξηγήσεις τῶν ἱερῶν Γραφῶν· καὶ ἀκούγοντάς τες, ἀγωνιζόταν πολὺ νὰ ἐφαρμόσει στὴν πράξη τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ποὺ αὐτὲς περιείχαν.

Γι’ αὐτὸ καὶ ταπεινωνόταν περισσότερο ἀπ’ ὅλους, καὶ ὅ,τι ἀποκτοῦσε, τὸ ἔδινε ἄφθονα στὰ χέρια τῶν φτωχῶν· φρόντιζε τοὺς φυλακισμένους, ἐπισκεπτόταν τοὺς ἀσθενεῖς, ἔντυνε τοὺς γυμνοὺς καὶ ἔτρεφε τοὺς πεινασμένους, χειραγωγοῦσε τυφλοὺς μὲ ἄκρα ταπείνωση καὶ ἐκτελοῦσε προθυμα κάθε ἄλλη θεοπαράδοτη ἐντολή.

Κάποτε λοιπόν, περνώντας ἀπὸ τὸ μέρος ὄπου εἶναι σήμερα ἠ Ζωοδόχος Πηγὴ Κωνσταντινουπόλεως, βρῆκε ἕναν ἀνθρωπο τυφλό, περιπλανώμενο ἐδῶ κι ἐκεῖ, τὸν ὁποῖο ἐπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν χειραγωγοῦσε στὸν δρόμο.

Ἐπειδὴ ὄμως ὀ ταλαίπωρος ἐκεῖνος τυφλός, ἀπὸ τὸν κόπο ποὺ ἔκαμε περιπλανώμενος, δίψασε καὶ ἄρχισε νὰ λιποθυμᾶ, καὶ ὀ τόπος τότε ἦταν ἔρημος, καλυμμένος μὲ δέντρα καὶ ἀνυδρος, ὀ Λέων τὸν σπλαχνίστηκε, καὶ ἀφοὺ τὸν ἄφησε ἐκεί στὸν δρόμο, προχώρησε στὸ πυκνὸ δάσος καὶ ἐρευνοῦσε προσεκτικὰ μήπως καὶ βρεῖ νερό.

Δὲν βρῆκε ὅμως πουθενὰ καὶ γύρισε λυπημένος καὶ συλλογιζόμενος μὲ ποιόν τρόπο νὰ ἀνακουφίσει τὴ δίψα τοῦ τυφλοῦ. Καθὼς λοιπὸν ὁ Λέων ἦταν σὲ μεγάλη ἀθυμία ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία του, ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Μὴ λυπᾶσαι, Λέων, διότι ἐδῶ κοντά σου εἶναι τὸ νερό, καὶ ἐρεύνησε νὰ τὸ βρεῖς».

Γύρισε τότε μὲ χαρὰ καὶ περιῆλθε τὸν τόπο ἐκεῖνο δυό καὶ τρεῖς φορές, ἐπειδὴ ὄμως δὲν βρῆκε τὸ ποθούμενο νερό, ἔνιωσε περισσότερη λύπη, νομίζοντας ὄτι ἡ φωνὴ ποὺ ἄκουσε ἦταν ἀπὸ τὸν πονηρό. Γι’ αὐτὸ γύρισε γρήγορα πρὸς τὸν τυφλό, καὶ περπατώντας ἄκουσε πάλι μια γυναικεία φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε:

«Ὤ ἀγαπημένε μου Λέων, ἐπειδὴ για τὴν ἀγάπη τοῦ Υἱοὺ καὶ Θεού μου, τοῦ Δημιουργοῦ ὅλης τῆς κτίσεως, ἄφησες τὸν δρόμο σου, καὶ κάνοντας τὴν ἁγία ἐντολὴ χειραγωγεῖς τὸν τυφλὸ καὶ μὲ μεγάλο κόπο ἀγωνίζεσαι νὰ ἀνακουφίσεις τὴ δίψα του, γι’ αὐτὸ Αὐτός, ἰδού, κατὰ τὸν πόθο σου, σοῦ δίνει τὸ νερὸ ποὺ ζητᾶς.» Πήγαινε λοιπὸν στὸ δέντρο ἐκεῖνο ὅπου κάθεται τὸ περιστέρι, καὶ θὰ βρεῖς στὴ ρίζα του τὸ νερό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παίρνοντας, πότισε τὸν τυφλὸ καὶ πλύνε τὰ μάτιά του, καὶ θὰ ἀναβλέψει· καὶ ἄς εἶναι αὐτὸ για ἐσένα ἕνα σημάδι ὅτι θὰ βασιλεύσεις, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Υἱοῦ μου, καὶ ὅτι θὰ εἶμαι μαζί σου ὄλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου».

Ἀκούγοντας αὐτὰ ὀ θαυμαστὸς Λέων ἐξεπλάγη, καὶ κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ γύρισε νὰ δεῖ ποιός τοῦ μιλοῦσε· καὶ ἀνθρωπο δὲν εἶδε κανένα, εἶδε ὅμως σ’ ἔνα δέντρο νὰ κάθεται ἕνα περιστέρι.

Ἔτρεξε λοιπὸν ἐκεῖ, βρῆκε λίγο νερὸ ποὺ ἔτρεχε, πῆρε ἀπὸ αὐτὸ μὲ πίστη καὶ γύρισε χαρούμενος πρὸς τὸν τυφλό· καὶ ἀφοὺ τὸν πότισε, συμφωνα μὲ τὴ φωνὴ ποὺ ἄκουσε, καὶ ἔχρισε καὶ τὰ μάτιά του, ἀμέσως ἀνέβλεψε ὀ τυφλός.

Ὄταν εἶδε αὐτὸ τὸ μεγάλο καὶ παραδοξο θαύμα ἔμεινε ἐκστατικός, πίστεψε στὴν ὑπόσχεση τῆς Παρθένου καὶ Θεοτόκου καὶ τὴν εὐχαριστοῦσε μαζὶ μὲ τὸν πρώην τυφλὸ λέγοντας:

«Κυρία τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μου Ἰησοῦ Χριστοὺ τοῦ Παντοδυνάμου, Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ δὲν παρέβλεψες τὴ λύπη μου, ἀλλὰ καὶ τὸν πόθο μου ἐκπλήρωσες, καὶ θαῦμα παράδοξο ἔκανες μὲ τὰ ἀκάθαρτα χέρια μου.» Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπιστῶ στὴν ἐπαγγελία σου, ἀλλὰ πιστεύω καὶ ὑποσχομαι, ὄταν πραγματοποιηθεῖ ἠ ἁγία σου πρόρρηση, νὰ Σοῦ ἀποδώσω τὴν εὐχαριστία και να ἀνοικοδομήσω Ναὸ στὸ ἅγιο ὄνομα Σου σε αὐτὸν τὸν τόπο, ὅπου βρέθηκε τὸ νερὸ ποὺ Ἐσὺ ἁγίασες καὶ ποὺ ἀποδείχθηκε ἰαματικό, σὲ αἰώνιο μνημόσυνο τῶν ἀρρήτων Σου θαυμάτων καὶ σὲ δική Σου δόξα καὶ τιμή. Διότι εἶσαι δοξασμένη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Ἐπειτα πῆρε τὸν τυφλὸ ποὺ ἀνέβλεψε καὶ πήγαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου διηγοῦνταν τὸ θαῦμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, κάνοντας ὅλους ὅσους ἄκουγαν νὰ δοξάζουν καὶ νὰ ὑμνοῦν τὴν πανάμωμη Θεογεννήτρια.

Στὴ συνέχεια ὀ καλὸς Λέων κατατάχθηκε στὸν στρατό. Ὅσο ἦταν στρατιώτης, δὲν μεταχειρίσθηκε τὴ στρατιωτικὴ ἐλευθερία σὲ ἀταξίες, ὅπως συνηθίζουν πολλοί, οὔτε σὲ ἁρπαγές, ἀλλ’ ὄντας ἀνθρωπος ἀνδρεῖος καὶ στὴ μορφὴ ὡραιότατος, οὔτε τὴ δύναμη μεταχειριζόταν για τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἄλογου θυμοῦ, οὔτε τὴν ὡραιότητα για τὶς ἄτοπες ἐπιθυμίες.

Ἀντίθετα, μὲ τὴ δύναμη βοηθοῦσε τοὺς πιο ἀδύνατους καὶ ἔκανε ἀνδραγαθήματα κατὰ τῶν ἐχθρῶν, ἐνῶ τὴν ὡραιότητα τὴ φύλαγε ἀμόλυντη, ὤς δῶρο θεόσδοτο, καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τὴν περισσεύει καὶ μὲ τὶς ἀρετές.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ ἔγινε γνωστὸς καὶ στοὺς στρατηγοὺς καὶ στὸν ἴδιο τὸν βασιλιά, ὀ ὁποῖος τὸν προβίβαζε σὲ ἀξιώματα για τὴν ἀρετή του, μὲ αἴτηση τοῦ στρατοῦ, ὤσπου τὸν ἔκανε καὶ στρατηγὸ ὅλου τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατεύματος.

Ὅταν ἔφτασε σὲ αὐτὸ τὸ μεγάλο ἀξίωμα, ὀ Λέων δὲν μεταχειρίσθηκε τὴν ἐξουσία κακῶς, οὔτε ἄφησε τὸν προηγούμενο τρόπο ζωῆς του. Ἀντιθετα, αὔξανε τὴν εὐλάβειά του στὰ θεία, πήγαινε καθημερινὰ στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες εὐχαριστώντας τὸν Θεό, καὶ πολλὰ θεάρεστα ἔργα μὲ προθυμία ἔκαμνε.

Προπάντων ἦταν ἄκρως ταπεινὸς καὶ δὲν καταφρονοῦσε κανέναν· πρὸς ὅλους ἦταν καταδεκτικός, συμπονετικός, περιποιητικὸς καὶ γλυκομίλητος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι τὸν εἴχαν ὤς πατέρα τους, καὶ ὄταν πέθανε ὀ βασιλιᾶς, για τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπη ὅλου τοῦ λαοῦ, τὸν ἔστεψαν βασιλιὰ καὶ αὐτοκράτορα Ρωμαίων.

Ὅταν λοιπὸν πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπαγγελία τῆς Θεοτόκου, δὲν καθυστέρησε ὁ καλὸς βασιλιᾶς νὰ ἐκτελέσει τὴν ὑποσχεσή του, ἀλλὰ τὸ πρῶτο καλὸ ἔργο του ἦταν νὰ κάνει τον Ναὸ τῆς Ζωοδόχου Χρυσοπηγῆς.

Καθάρισε δηλαδὴ τὸν τόπο ὅπου βρῆκε τὸ νερὸ ἐκεῖνο τὸ ἰαματικὸ καὶ ἀνήγειρε Ναὸ ὡραιότατο ποὺ περιλάμβανε μέσα του τὴν πηγὴ τοῦ νεροῦ, για τὴν ὁποία ἔκανε κολυμβήθρα κάτω ἀπὸ τὸν τροῦλο καὶ ἐπάνω σὲ αὐτὸν εἶχε εἰκονισμένη τὴν Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἡ ὁποία φαινόταν ἔργο θαυμάσιο καὶ ἀξιοδιήγητο. Διότι ὅποιος κοίταζε στὴν κολυμβήθρα, ἔβλεπε νὰ εἰκονίζεται μέσα σὲ αὐτὴν ἡ Θεοτόκος, καὶ ὅποιος ἀτένιζε ἐπάνω, τὴν ἔβλεπε νὰ ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τῶν νερῶν.

Ἐπιπλέον ἔκανε τὸν Ναὸ ὅσο μποροῦσε πιο ὡραῖο καὶ τὸν στόλισε μὲ σεπτὲς εἰκόνες καὶ ἱερὰ σκεύη καὶ ἄμφια πολύτιμα. Ζήτησε μάλιστα καὶ ἀνθρώπους εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετους καὶ ἔβαλε σὲ αὐτὸν ἱερεῖς, διακόνους, ἀναγνῶστες, ψάλτες καὶ νεωκόρους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν κατὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ δίδασκαν τὸν λαὸ καὶ εἴχαν ὤς ἔργο τοὺς τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Για τὴν πίστη λοιπὸν καὶ τὴν καλὴ ἐπιμέλεια τοῦ βασιλιᾶ καὶ για τὸν καλὸ ἀγώνα τῶν ἱερῶν ἀνδρῶν μέσα στὸν ἱερὸ Ναό, ἐπισκίασε ἡ Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δια τῆς Θεοτόκου καὶ στὸν Ναὸ καὶ στὴν πηγὴ καὶ ἄρχισαν νὰ γίνονται θαυματα παράδοξα.

Καὶ ἔβλεπε ἐκεῖ κανεῖς πράγμα παράδοξο: ἀσθενεῖς νὰ γίνονται καλά, τυφλοὺς νὰ ἀναβλέπουν, κουτσοὺς νὰ περπατοῦν, δαιμόνια νὰ βγαίνουν καὶ κάθε ἄλλο πάθος ἀνίατο νὰ θεραπεύεται εὔκολα μὲ τὴ χάρη τῆς Θεοτόκου ποὺ ἐνοικοῦσε στὰ νερά.

Ἔτρεχαν δὲ ἐκεῖ καθημερινὰ ἀνθρωποι ἀπὸ βασιλικὸ γένος, εὐγενεῖς ἄρχοντες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ κάθε πιστός, καὶ κανένας δὲν ἔφευγε λυπημένος για τὴν πίστη του· καὶ ἦταν ἐκεῖ χαρὰ καὶ πανήγυρη καθημερινὴ για τὸ πλῆθος τῶν προστρεχόντων ἀνθρώπων.

Πολλοὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, βλέποντας τὰ ἀπειρα θαύματα, προσέρχονταν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ βαπτίζονταν, πληθύνοντας τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅσοι πήγαιναν ἐκεῖ, ἄλλοι για θεραπεία, ἄλλοι για εὐχαριστία καὶ ἄλλοι για δοξολογία, ὅλοι εὐχαριστοῦσαν καὶ δοξολογοῦσαν τὴν Ὑπεραγνή Θεοτόκο.