ΖΩΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ-ΤΡΕΧΛΗ΄, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων
Ο
άνθρωπος
αρνείται με
διάφορους
τρόπους να
αποδεχθεί
την
πραγματικότητα.
Ο πρώτος
τρόπος είναι
να την
μηδενίσει,
μηδενίζοντας
τον ίδιο του
τον εαυτό. Πιο
απλά,
αυτοκτονώντας.
Ο δεύτερος
είναι να
σώσει τον
εαυτό του από
το
πραγματικό
μέσα στην
τρέλα. Είναι
το λακανικό forclusion.
Ο τρίτος
τρόπος είναι
η θεληματική
τυφλότητα.
Για να
αναφερθούμε
στο
κατεξοχήν
αρχέτυπο του
πολιτισμού
μας, όπως
μεταγράφηκε
από τον Freud,
η πρώτη είναι
η περίπτωση
της Ιοκάστης,
η δεύτερη
είναι η
στιγμιαία
τρέλα του
Οιδίποδα που
οδηγεί στη
δολοφονία
του Πατέρα
και η τρίτη
είναι η
συμβολική
τύφλωση του
Οιδίποδα, που
βγάζει τα
μάτια του ως
ριζική
άρνηση της
πραγματικότητας:
δεν βλέπω την
πραγματικότητα,
αν και
αναγνωρίζω
ότι υπάρχει. Υπάρχει
και μια
τέταρτη
στάση –εξίσου
ψυχοπαθολογική,
θα έλεγαν
κάποιοι: το
φιλοσοφείν. Η
φιλοσοφία
ξεμπερδεύει
με την
πραγματικότητα,
υποτάσσοντάς
την σε μια
υπερβατική
πραγματικότητα,
μόνη αληθινή,
αφού είναι η
μόνη
αναλλοίωτη
και άφθαρτη. Η
θεμελιακή
θέση του
μεταφυσικού
λόγου είναι
ότι η άμεσα
εποπτεύσιμη
πραγματικότητα
είναι
δυνατόν να
γίνει
αποδεκτή και
να συλληφθεί
μόνο στον
βαθμό που
μπορεί να
θεωρηθεί ως
έκφραση μιας
άλλης
πραγματικότητας,
από την οποία
αντλεί το
νόημα και την
πραγματικότητά
της. Αυτός εδώ
ο κόσμος δεν
είναι παρά το
απατηλό
διπλό ενός
άλλου -του
πραγματικού
κόσμου[1]. Ο
Πλάτων,
πρώτος στη
μακρά σειρά
των
φιλοσόφων,
που
καταπιάστηκαν
με τη
μεταφυσική,
υποστηρίζει: 1.
την
αδυναμία
ενός
αισθητού
αντικειμένου
να υπάρξει ως
ένα άλλο
αισθητό
αντικείμενο (η
ουσία του
Κρατύλου
είναι να
είναι ένας
και όχι δύο. άρα,
δεν μπορεί να
υπάρξει
πιστή
αναπαραγωγή
του Κρατύλου[2])
και 2.
την
αδυναμία
ενός
αισθητού
αντικειμένου
να
εμφανιστεί
το ίδιο ως το
διπλό ενός
αληθούς
υπερβατικού
μοντέλου. Η
ύπαρξη της
Ιδέας
αποδυναμώνει
και
αμφισβητεί
το αισθητό
αντικείμενο.
Ως συνέχεια
της ίδιας
θεωρίας, η
θεωρία της
ανάμνησης
οδηγεί
αναπόφευκτα
στη θέση ότι
τίποτα σε
αυτόν τον
κόσμο δεν
ανακαλύπτεται
για πρώτη
φορά, αλλά
μόνον
επανανακαλύπτεται. Μετά
τον Πλάτωνα,
οι Στωικοί
υποστηρίζουν
ότι η
πραγματικότητα
συνδέεται
μόνο με το
παρόν. Αλλά,
καθώς η
μεταφυσική
σκέψη, την
οποία
άλλωστε οι
Στωικοί δεν
αρνούνται,
βασίζεται
πάνω στην
άρνηση της
αμεσότητας
και άρνηση
αμεσότητας
σημαίνει
έλλειψη
παρόντος, οι
Στωικοί ούτε
λίγο ούτε
πολύ μας λένε
ότι δεν
υπάρχει
πραγματικότητα. Ο
Bergson
θα μιλήσει
για ανάμνηση
του παρόντος[3],
ενώ ο Hegel,
θέλοντας να
ενοποιήσει
τους δύο
κόσμους, θα
μιλήσει γι’
αυτόν εδώ τον
κόσμο ως το
έτερον ενός
άλλου κόσμου,
που δεν είναι
άλλος από
αυτόν εδώ τον
κόσμο[4].
Ο Fichte
δεν σταματά
να
επαναλαμβάνει
στους
φοιτητές του «αυτό
υπάρχει,
επειδή είναι
έτσι, όπως
είναι» και ο Lacan
υποστηρίζει
ότι το
σημαίνον δεν
είναι είναι
από τη φύση
του παρά
σύμβολο μιας
απουσίας[5].
Και ο
αναλυτικός
Wittgenstein
λέει ότι το
νόημα του
κόσμου
πρέπει να
βρίσκεται
έξω από αυτόν[6],
ενώ ο Heidegger
στο Είναι
και Χρόνος επιμένει
να
παλινορθώσει
την πατρική
φύση του
νοήματος του
όντος[7]. Έκανα
μια σύντομη,
επιλεκτική,
περιήγηση
στον κόσμο
της
μεταφυσικής
αναζήτησης,
για να σας
δείξω πώς,
μέσα στους
αιώνες η
φιλοσοφία
έχει βαλθεί
χωρίς
σταματημό να
υπονομεύει
τον εαυτό της.
Θα μου πει
κάποιος ότι
το έστησα το
παιχνίδι.
Αναφέρθηκα
στον Πλάτωνα,
τον Bergson,
τον Hegel,
τον Lacan.
Σωστή
παρατήρηση,
αλλά για
ακούστε και
τους άλλους. Ο
Αριστοτέλης
και ο Descartes
αναγνωρίζουν
την
πραγματικότητα
του άμεσα
ορατού[8].
Ωστόσο, από
εμένα την
ίδια λείπει η
δυνατότητα
να μου είμαι
ορατή. Η
μοναδικότητά
μου δεν είναι
ορατή.
Επιπλέον,
ακόμα και
στις τρεις
Ιδέες του
Λόγου του Kant
είναι ακόμα
παρούσα η
πρωταρχική
τριάδα που
από τον Heidegger
θα πάρει
αργότερα το
όνομα οντο-θεο-λογία.
Να
σας πω τώρα
ποιο είναι το
συμπέρασμα
από όλα τα
παραπάνω; Η
φιλοσοφία
έχει ως
αντικείμενό
της κάτι που
δεν υπάρχει ή,
και αν
υπάρχει, δεν
είναι παρά
μια απάτη.
Αυτός ο
κόσμος δεν
είναι
πραγματικός
και η μόνη μας
ελπίδα, ο
υπερβατικός
κόσμος,
αποδεικνύεται
τελικά ότι
είναι ένα και
το αυτό με
τούτον τον
κόσμο εδώ
κάτω. Εν τέλει,
όποιος από
τους δυο
κόσμους κι αν
είναι
αληθινός, η
ύπαρξή του
είναι
αποτέλεσμα
της
δολοφονίας
του άλλου
κόσμου. Η
ύπαρξη
καταντάει
έτσι να είναι
το πιο μεγάλο
έγκλημα. Γυμναστική
της σκέψης ή
κάτι άλλο; Το
είπα κιόλας
ότι, κατά τη
γνώμη μου, η
φιλοσοφία
τολμάει να
υπονομεύει
τον εαυτό της:
δεν υπάρχει
αυτός εδώ ο
κόσμος, δεν
υπάρχει ένας
άλλος κόσμος,
δεν υπάρχει
το παρόν, δεν
υπάρχει το
παρελθόν, δεν
υπάρχει το
άμεσο, δεν
υπάρχω εγώ. Τι
μελετάει
λοιπόν η
φιλοσοφία;
Αυτό το κενό,
τον χώρο της
απουσίας.
Αυτή η
απουσία
νοηματοδοτεί
και
υποστηρίζει
την παρουσία
της
πραγματικότητας.
Ό,τι
κάνει την
ίδια τη
φιλοσοφία, ως
απολύτως
ορισμένο
γνωστικό
πεδίο, να
τρικλίζει, ό,τι
φέρνει εμάς
σε κατάσταση
χαμού, ό,τι
ξεβολεύει τη
σκέψη μας, ό,τι
ξεχαρβαλώνει
τη
σταθερότητα
των αξιών, των
εννοιών ή των
αναμνήσεων
μας, αυτό
είναι το
αντικείμενο
της
φιλοσοφίας.
Μέσα στη
φιλοσοφία, η
ίδια η
φιλοσοφία
και εμείς
αναζητούμε
και
απολαμβάνουμε
τον χαμό μας. Η
ιστορία της
φιλοσοφίας
είναι η
ιστορία των
ραγισμάτων
της, αυτή η
αδιάκοπη
σκηνοθεσία,
για να μιλήσω
με
ψυχαναλυτικούς
όρους, μιας
εμφάνισης-εξαφάνισης
του Πατέρα.
Τον
δολοφονήσαμε
πάνω σε μια
στιγμιαία
τρέλα και
τώρα μας
μένει να
αυτοκτονήσουμε
σαν την
Ιοκάστη, να
αυτοτυφλωθούμε
σαν τον
Οιδίποδα ή
απλώς να
συνεχίσουμε
την
περιπλάνησή
μας μέσα στον
χαμό, στο
μηδέν του
φιλοσοφικού
σημαινόμενου.
Μιλάμε
για την πλήρη
και εντελή
αποδόμηση
του
φιλοσοφικού
λόγου. Η «λογοκεντρική»
ενότητα της
φιλοσοφίας, ή
αλλιώς η
παρουσία του
όντος ως
νοήματος, ως
πρώτου και
έσχατου
πεδίου
αναφοράς,
απαλείφεται
και
αναδεικνύονται
τα πολλά
πρόσωπα του
υπερβατολογικού
σημαινόμενου[9].
Ο Πατέρας
εμφανίζει το
πρόσωπό του
την ώρα της
εξαφάνισής
του. Ο Πατέρας
εμφανίζει το
πρόσωπό του
στη «δια-σπορά»
της σημασίας,
θα μας πει ο Derrida.
Ή, μιλώντας με
τους όρους
του Rorty,
πρόκειται
για τη «διαπλαστική»
φιλοσοφία,
αυτήν «που
αφήνει χώρο
για εκείνη
την αίσθηση
θαυμασμού
που καμιά
φορά
δημιουργούν
οι ποιητές –θαυμασμού
για το ότι
υπάρχει κάτι
καινούργιο
κάτω από τον
ήλιο, κάτι που
δεν συνιστά
πιστή
αναπαράσταση
μιας
προϋπάρχουσας
πραγματικότητας,
κάτι που (τουλάχιστον
προς το παρόν)
δεν μπορεί να
εξηγηθεί –και
που πολύ
δύσκολα
μπορεί να
περιγραφεί»[10]. Η
φιλοσοφία
γίνεται έτσι
η οργάνωση
των ουσιωδών
αβεβαιοτήτων
του ανθρώπου
και σ’ αυτό
πράγματι
πλησιάζει
πολύ την
ποίηση, που κι
αυτή
ανοίγεται
στην
ανατρεπτική
διπροσωπία
της γλώσσας.
Αλλιώς
ειπωμένο, η
ανθρώπινη
σκέψη, και κατ’
επέκταση και
η ανθρώπινη
δράση έχει
τώρα ως
προτεραιότητα
να συνοψίσει
όλες τις
πιθανές
διαδρομές
προς την
κατεύθυνση
της
ελευθερίας. Από
την άλλη, όπως
το τόνισε ο Lévi-Strauss,
μιλώντας
εκείνος για
τους
πολιτισμούς
χωρίς γραφή, «“σημαίνειν”
σημαίνει την
ικανότητα
κάθε είδους
δεδομένων να
μεταφράζονται
σε μια
διαφορετική
γλώσσα»,
υπακούοντας
όμως σε
κάποιους
βασικούς
κανόνες[11].
Όπου με τη
λέξη κανόνες,
εννοούμε την
καίρια
ανάγκη για
τάξη μέσα
στον
ανθρώπινο
νου. Με αυτήν
την έννοια,
μπορούμε να
προσεγγίσουμε
την ιστορία
της
φιλοσοφίας
σύμφωνα με το
στρουκτουραλιστικό
μοντέλο. Πίσω
από όλες
αυτές τις
αναιρέσεις
και τις
αυτοαναιρέσεις,
μπορεί να
ιχνηλατηθεί
η ανάγκη για
τάξη, η ανάγκη
να βρεθούν μη
μεταβαλλόμενα
στοιχεία
πίσω από τις
επιφανειακές
διαφορές. Να
ονομάσουμε
αυτό το
αμετάβλητο.
Το κάνει για
μας ο Rorty:
«διαιώνιση
της
συζήτησης
και όχι
ανακάλυψη
της
αντικειμενικής
αλήθειας»[12].
Ορισμός του
αμετάβλητου
και μαζί ένας
νέος ορισμός
για μια
αενάως
ρέουσα
φιλοσοφία. Το
αμετάβλητο
καταντά
ρευστό. Ο
Ηράκλειτος
είναι που
θριαμβεύει. «Διαιώνιση
της
συζήτησης
και όχι
ανακάλυψη
της
αντικειμενικής
αλήθειας»: ο
ορισμός
αυτός μας
μεταθέτει,
άλλωστε, από
τη
μεταφυσική
στη
γνωσιολογία
και από αυτήν
στην ηθική
και στην
πολιτική
ζήτηση. Εκείνο που
με γοητεύει
στη
φιλοσοφία –επιτρέψτε
μου τον
προσωπικό
τόνο- είναι
αυτό που πριν
το
περιέγραψα
ως
ραγισματιές.
Το δεύτερο
είναι οι
ρυτίδες της.
Οι πρώτες με
τοποθετούν
μέσα στον
ιδιάζοντα
χώρο της, αφού
βάζω κι εγώ το
χεράκι μου
στη
δημιουργία
τους. Οι
δεύτερες
είναι
ανεξάρτητες
από μένα.
Ανήκουν, θα
έλεγα, στον
γενετικό της
κώδικα. Είναι
ένα
τσαλάκωμα
που
επιβεβαιώνει
ότι η
φιλοσοφία
είναι
ζωντανή και
όχι μια virtual
πραγματικότητα.
Στους αιώνες
που πέρασαν
οι άνθρωποι
θέλησαν
ακριβώς αυτό
να
εντοπίσουν:
ποιο είναι το
πραγματικό,
με ποια μέσα
και ποια
μέθοδο μπορώ
να το
προσεγγίσω;
Τι σημαίνει
αυτό σε σχέση
με τα κίνητρα
των πράξεών
μου στο ηθικό
και στο
πολιτικό
πεδίο; Τρομάζουμε
εμείς οι
δάσκαλοι,
τρομάζουμε
όλοι οι
άνθρωποι,
όταν
εισερχόμαστε
από το
συγκεκριμένο,
το μοναδικό
και το
εντοπίσιμο
στη
νοηματική
αποκέντρωση
και
απροσδιοριστία.
Μας τρομάζει
ο
διπλασιασμός
κι ακόμα
περισσότερο
ο
πολλαπλασιασμός
του νοήματος.
Ζούμε στους
αιώνες των
αιώνων με τον
τρόμο του
σχετικισμού,
που στις
έσχατες
συνέπειές
του μπορεί να
οδηγήσει
στον
μηδενισμό.
Και για να
είμαστε
ειλικρινείς
ο κίνδυνος να
προκριθεί
ένας
ιδεολογικός
πλουραλισμός
και ένας
σχετικισμός
απόψεων
είναι
υπαρκτός.
Εξάλλου, και
τα δύο αυτά
φαινόμενα
ανταποκρίνονται
στον
καταναλωτικό
χαρακτήρα
της
κοινωνίας
μας, η οποία de facto
ευνοεί την
ελεγχόμενη
πολλαπλότητα,
αγαθών και
ιδεών. Από την «αστική»
πρακτική της
συσσώρευσης
που είναι
επακόλουθη
της
μονοσήμαντης
λογικότητας
στην
μεταμοντέρνα
πρακτική της
κατανάλωσης,
την οποία
υποστηρίζει
ο
κατακερματισμός
του νοήματος[13].
Όμως, από την
άλλη, είναι
σκόπιμο να
αγνοήσουμε
τον κίνδυνο.
Και φαίνεται
ότι τελικά
τον αγνοούμε.
Ακούστε πώς
τολμάει να το
διατυπώσει
αυτό ο
άφρονας του Nietzsche[14]:
Πώς
το κάναμε
αυτό; Πώς
μπορέσαμε ν’
αδειάσουμε
τη θάλασσα;
Ποιος μας
έδωσε το
σφουγγάρι
για να
σβήσουμε
ολάκερο τον
ορίζοντα; Τι
κάναμε για να
ξαναλυσοδέσουμε
τη γη από τον
ήλιο της; Προς
τα πού κυλάει
τώρα; Προς τι
μας οδηγεί η
κίνησή της;
Μακριά απ’
όλους τους
ήλιους; Δεν
γκρεμιζόμαστε
σε μια συνεχή
πτώση; Και
μάλιστα προς
τα πίσω, στα
πλάγια, προς
τα μπρος, προς
όλες τις
μεριές;
Υπάρχει
ακόμη πάνω
και κάτω; Δεν
υπάρχει ούτε
καν πάνω και
κάτω: σαν να
έχουμε
σκηνοθετήσει
με υλικό τη
ζωή μας ένα
θέαμα του réalisme
grotesque.
Ο
Αριστοτέλης
ο ίδιος θα
κατατρόμαζε,
αφού σε αυτήν
την
πρωταρχική
διαφορά του
Πάνω και του
Κάτω
αναγνώριζε
την πηγή όλων
των λογικών
αντιθέτων[15].
Οι
ραγισματιές
και οι
ρυτίδες της
φιλοσοφίας
υποδεικνύουν
τη φθορά. Και η
φθορά είναι
ανθρώπινη,
πολύ
ανθρώπινη,
ενώ εμείς
θέλουμε υπερ-ανθρώπινα
πρόσωπα,
ατσαλάκωτα,
έστω και
βγαλμένα από
ινστιτούτα
καλλονής. Το
σχολείο
μπορεί να
μοιάζει κι
αυτό με ένα
ινστιτούτο
καλλονής. Ή
μπορεί και να
μην μοιάζει.
Εξαρτάται
από τη
διακινδύνευση
που
αναλαμβάνουμε
εμείς οι
δάσκαλοι.
Εξαρτάται
και από τη
διακινδύνευση
την οποία
αναλαμβάνει
ολόκληρη η
κοινωνία. Για
να
αποφασίσουμε
ποια μορφή θα
του δώσουμε,
πρέπει πρώτα
να
εντοπίσουμε
τις φοβίες
μας και να τα
βγάλουμε
πέρα μαζί
τους.
Να
προσπαθήσω
πρώτα να
προσδιορίσω
τι είναι το
παιδευτικό
φαινόμενο[16].
Η σκέψη μας
μπορεί να
ακολουθήσει
δύο
κατευθύνσεις.
Η πρώτη: το
παιδευτικό
φαινόμενο
είναι μια
μορφή
αναπαραγωγής
προϋπαρχουσών
κοινωνικών
δομών. Η
δεύτερη: το
παιδευτικό
είναι
φαινόμενο με
ακραία
ανατρεπτικό
χαρακτήρα,
επειδή είναι
άμεσα
συνδεδεμένο
με τη θέση που
κάθε
οργανωμένο
κοινωνικό
σύνολο
επιφυλάσσει
στο
ανθρώπινο
υποκείμενο.
Αυτός ο
δεύτερος
ορισμός
προϋποθέτει
βέβαια να
γίνεται
αποδεκτή και
σεβαστή η
ανθρώπινη
απροσδιοριστία,
η ελευθερία
του ανθρώπου
να
ξαναγράφει
ακατάπαυστα
την ιστορία
του. Ο
άνθρωπος
γίνεται
δημιουργός
πολιτισμού
και
αναδημιουργείται
ο ίδιος χάρη
στην
ικανότητα
του να
συγκροτεί «κεντρικές
φαντασιακές
σημασίες», θα
πει ο
Καστοριάδης[17]. Όμως,
υπάρχουν και
σημασίες που
νοηματοδοτούνται
κατά τρόπο
που δεν
υποτάσσεται
στη λογική
μιας
αιτιακής
διαδικασίας,
αυτής που
είναι
κυρίαρχη
όσον αφορά
στις «πραγματικά
και άμεσα»
βιωμένες
σημασίες, και
άρα το νόημα
τους
παραμένει
σταθερά
ανοιχτό και
υποκείμενο
σε διαρκή
τροποποίηση[18].
Ένας
αναπροσανατολισμός
που
επιτρέπει
κάθε φορά την
ανάδυση ενός
νέου
νοήματος.
Αυτή τους η
ανοιχτότητα
είναι κατ’
επέκταση η
ιδιότητα που
εκβάλλει
στην
ανοιχτότητα
της
υποκειμενοποιητικής
διαδικασίας.
Η υπόρρητη
πρόταση «ο
άνθρωπος
διαμορφώνεται
σε
υποκείμενο,
διαμορφώνοντας
συγχρόνως τη
σημασία»
σημαίνει
τότε ότι ο
άνθρωπος υπό-κειται
σε διαρκή
υπαρκτική
ανα-θεμελίωση,
παραμένει
ανοιχτός στο
νόημα και
εξασφαλίζει
έτσι και την
πολυ-σημαντότητα
του
τελευταίου. Είναι
ο «παίζων»[19]
και «ειρωνευτής»[20]
Σωκράτης που
έρχεται να
ανατρέψει
τις βολικές
ντετερμινιστικές
βεβαιότητες.
Εισάγοντας
στην
προβληματική
το «ἕν
οἶδα
ὅτι
οὐδέν
οἶδα»,
μας οδηγεί
στην
πιθανότητα
ότι τίποτα
δεν είναι
δεδομένο,
γιατί ο
άνθρωπος
δημιουργεί
αενάως το
νόημα και ο
ίδιος ανα-δημιουργείται
αενάως μέσα
σε αυτό.
Ακούστε την
τολμηρή
πλατωνική
ανατροπή, που
την έχει
επισημάνει ο Deleuze
στο τέλος του
διαλόγου Σοφιστής[21].
Ο ξένος, με τη
συγκατάνευση
του
Θεαίτητου
ξεκινά να
ορίζει ως
εξής τον
σοφιστή,
αντιθέτοντάς
τον στον σοφό[22]: Τό
δή τῆς
ἐναντιοποιολογικῆς
εἰρωνικοῦ
μέρους τῆς
δοξαστικῆς
μιμητικόν ... Και
η μετάφραση: ο
πραγματικός
σοφιστής
κατάγεται
από την
αντιφατικοποιητική
τέχνη, που
ανήκει στο
ειρωνευτικό
μέρος της
δοξασιομιμητικής.
Βρισκόμαστε
επικίνδυνα
κοντά στη
μαγγανεία
της
θαλάσσιας
νάρκης, που
υπνωτίζει
και παραλύει.
Ο Πλάτωνας –σκόπιμα
μήπως;- μας
κάνει να μην
μπορούμε να
διακρίνουμε
τον σοφιστή
από τον ίδιο
τον Σωκράτη. Ο
σοφιστής
γίνεται μια
περσόνα,
ανάμεσα στις
πολλές
δυνατές, του
Σωκράτη. Το
παιχνίδι που
παίζεται
παύει λοιπόν
να είναι
δυιστικό:
τάξη ή αταξία.
Πολύ απλά, ο
άνθρωπος
συναινεί να
εγκαταλείψει
την
προτύπωση
νοήματος που
φέρει μέσα
του (την τάξη),
προκειμένου
να
προσεγγίσει
το Νόημα,
πράγμα που
σημαίνει να
προσεγγίσει
μια άλλη
διάταξη ή,
καλύτερα,
έναν άλλο
κόσμο, μέσα
στον οποίο
μπορεί να
υπάρξει η
έκπληξη της
ταυτόχρονης
παρουσίας
των
αντιθέτων (η
αταξία)[23].
Το
υπαινίχθηκα
προηγουμένως.
«Διαιώνιση
της
συζήτησης
και όχι
ανακάλυψη
της
αντικειμενικής
αλήθειας»:
προσπαθώντας
να
εγκλείσουμε
σε ορισμό την
έννοια της
φιλοσοφίας,
κλείνουμε το
μάτι στην
απροσδιοριστία
του νοήματος.
Ομολογούμε
τον
ηρακλείτειο
θρίαμβο.
Είναι
δυνατόν να
ισχύει το
ίδιο και για
το
παιδευτικό
φαινόμενο. Να
προσθέσουμε
εδώ ότι η
διαρκής
επανανακάλυψη
και
επαναβεβαίωση
του νοήματος
συνδέεται
και με το
πρόταγμα της
αυτονομίας,
αυτονομία
που, αν στο
νοηματικό
πεδίο
επιτευχθεί,
μετακυλίεται
και στο
πολιτικό.
Έτσι, και το
υποκείμενο
που
επιχειρεί
αυτή τη
συνεχή
επαναβεβαίωση
και η
κοινωνία που
αποδέχεται
την
αμφισβήτησή
της, βιώνουν
την
αυτονομία.
Μεταγράφοντας
την πιο πάνω
διατύπωση με
όρους
πολιτικούς,
θα λέγαμε ότι
η
αναδημιουργία
του νοήματος
που
προϋποθέτει
τη συμμετοχή
του
ανθρώπινου
υποκειμένου,
αποκλείει
την αναγωγή
σε
εξωανθρώπινους,
μεταφυσικά ή
ορθολογικά
κατοχυρωμένους,
παράγοντες
και άρα την
αναγκαστική
εξάρτησή μας
από
παράγοντες
που
αφετηριακά
και κυρίως
ουσιαστικά (στο
επίπεδο της
ουσίας) μας
υπερβαίνουν. Τα
ερωτήματα
είναι τα εξής –καλύτερα,
μερικά από τα
ερωτήματα: -
υπάρχει
χρησιμότητα
στη
διδασκαλία
της
φιλοσοφίας; -
υπάρχει
χρησιμότητα
στο
διδάσκειν
και
διδάσκεσθαι
ως
κατηγοριών
της
ανθρώπινης
ύπαρξης; -
είναι η
φιλοσοφία
διδασκαλία ή
δραστηριότητα; -
είναι η
φιλοσοφία
σύστημα
μελέτης και
ανάλυσης
φιλοσοφικών
κειμένων και
θεωριών; -
είναι η
φιλοσοφία η
φιλοσοφία
αυτοπαρουσιαζόμενο
κείμενο και
θεωρία; -
ο δάσκαλος
της
φιλοσοφίας
είναι κυρίως
δάσκαλος ή
είναι κυρίως
φιλόσοφος; -
είναι η
φιλοσοφία
βίωμα ή
προσεγγίζεται
με νοητικές
επεξεργασίες
ανεξάρτητες
από τη βίωση;
Θα
ήθελα όλα
αυτά τα
ερωτήματα να
τα παρακάμψω –ελπίζω
ότι τα έχω
κιόλας
υπονομεύσει
με τον λόγο
μου,
υπονομεύοντας
ταυτόχρονα
τον ίδιο τον
λόγο μου. Ας
σκεφτούμε
ότι, με βάση
κάποιο
υποθετικό
αναλυτικό
πρόγραμμα,
κάποια μέρα,
είχαμε να
διδάξουμε
μέσα στη
σχολική τάξη
το θέμα της (μεταφυσικής)
διπλότητας.
Θα
παρουσιάζαμε
τότε στους
μαθητές μας
τα στοιχεία
που σας
παρουσίασα
στην αρχή της
εισήγησής
μου. Η
διδακτική
μας θα είχε ως
στόχο να
αναδείξει
τις
φιλοσοφικές
ραγισματιές
και τις
ρυτίδες, τη
συνεχή αυτο-υπονόμευση
της
φιλοσοφικής
σκέψης και
της
φιλοσοφικής
ιδιολέκτου.
Το συνεχές
πένθος για
την απώλεια
του νοήματος
και την ηδονή
του να το
επανευρίσκουμε
διαρκώς. Θα
δείχναμε
ακόμα τον
τόπο της
απουσίας, που
είναι το
αντικείμενο
της
φιλοσοφικής
ζήτησης.
Ανεπαίσθητα
και
ανεπίγνωστα,
θα τους
δείχναμε
κάτι για
ολόκληρη τη
γνωστική
διαδικασία,
πιο
συγκεκριμένα
για το
σχολειό και
για τον ρόλο
του. Η
φιλοσοφία,
καθώς
ανατέμνεται,
ανατέμνει
συγχρόνως το
διδακτικό
φαινόμενο. Η
διδασκαλία
της
φιλοσοφίας
κάτι έχει,
πιστεύω, να
μας πει για τη
φιλοσοφία
της
διδασκαλίας.
[1]
Βλ
και
Clément ROSSET,
Le réel
et son double, Paris, Gallimard, 1984, p.
58 κ.ε..
[2]
Κρατύλος,
432 b. [3]
L’Energie
spirituelle,
édition du Centenaire, Paris, P.U.F., p. 897. [4]
Φαινομενολογία
του
πνεύματος, 1ο μέρος, 3ο
κεφάλαιο, ελλ.
μτφ. Δημήτρη
Τζωρτζόπουλου,
Αθήνα-Γιάννινα,
Εκδ. Δωδώνη, 1993-1995. [5]
Ecrits,
Paris, Editions du Seuil, p. 25. [6]
Tractatus
Logico-Philosophicus,
6.41, ελλ. μτφ.
Θανάση
Κιτσόπουλου,
Αθήνα, Εκδ.
Παπαζήση,
1978. [7]
Ελλ. μτφ.
Γιάννη
Τζαβάρα, 2
τόμοι, Αθήνα-Γιάννινα,
Εκδ. Δωδώνη,
1978-1985. [8]
Adveniente
rem cessat argumentum,
είναι η
περίφημη
διατύπωση. [9]
Βλ. και
Jean-François MATTEI,
«Ο Πλάτων
και η νεωτερικότητα»
στο Roger-Pol DROIT (επιμ.),
Les Grecs, les Romains et nous. L’Antiquité est-elle moderne,
Paris, Le Monde Editions, 1991, ελλ.
μτφ.
Κώστα
Κουρεμένου,
Οι Έλληνες,
οι Ρωμαίοι
και Εμείς. Η
επικαιρότητα
του αρχαίου
κόσμου,
Αθήνα,
Αλεξάνδρεια,
1992, σ. 81. [10]
Philosophy and the Mirror of Nature, Princeton Princeton Univ. Press, 1980, ελλ.
μτφ. Πάρι
Μπουρλάκη-Γιώργου
Φουρτούνη, Η
φιλοσοφία
και ο
καθρέφτης
της φύσης,
Αθήνα, Εκδ.
Κριτική, 2001, σ.
503. [12]
Όπ. π.,
σ. 513. [13]
Τον κίνδυνο
περιγράφει
θαυμάσια ο
Παναγιώτης ΚΟΝΔΥΛΗΣ, Από τον 20ο
στον 21ο
αιώνα, Αθήνα,
Εκδ. Θεμέλιο,
1998, σ. 18: «Γεννήθηκε
ένα σχήμα
σκέψης το
οποίο,
δίνοντας
απόλυτη
προτεραιότητα
στη
ειτουργική
θεώρηση
απέναντι
στην
ουσιολογική,
κατακερματίζοντας
τις ολότητες
στα άτομα και
συνδυάζοντας
αυτόβουλα τα
πάντα με τα
πάντα,
αντιστοιχούσε
στην εικόνα
και στην
πραγματικότητα
μιας άκρως
κινητικής
μαζικής
κοινωνίας
όπου
ανταλλάσσονται
συνεχώς
αγαθά,
κοινωνικές
θέσεις και
αξίες». [14]
Χαρούμενη
επιστήμη,
τόμ. Β΄: Εμείς οι
απάτριδες,
ελλ. μτφ. Ζήση
Σαρίκα, Θεσ/νίκη,
Εκδοτική Θεσ/νίκης,
χ.χ., σ. 25. [15]
Κατηγορίαι,
ΣΤ΄, 6 a. [16]
Για
περισσότερα,
βλ. Ζωής ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ-ΤΡΕΧΛΗ΄,
«Η ελληνική
εκπαίδευση
στα πλαίσια
της
νεωτερικότητας»,
Πρακτικά του 9ου
Συμποσίου
του
Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου:
Perspectives
on
Emigration
and
Education
in
Europe,
Βρυξέλλες, 1997,
σσ. 36-38. [17]
L’institution
de la société,
Paris, Seuil, 1975, μτφ.
Σωτήρη
Χαλικιά-Γιούλης
Σπαντιδάκη-Κώστα
Σπαντιδάκη, Η
φαντασιακή
θέσμιση της
κοινωνίας,
Αθήνα, Ράππας,
21985. Να
σημειώσω
όμως ότι και
στην
περίπτωση
του
Καστοριάδη η
«ριζική
φαντασία»,
προϋπόθεση
της
πολιτικής
σκέψης και
πράξης,
ενδύεται τα
χαρακτηριστικά
μιας πάγιας
αρχής, όπως
το έδειξε
εύστοχα ο
Κωστής ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, «Φαντασιακή
αυτονομία ή
φανταστικός
αυτοεγκλεισμός;
(Μια κριτική
προσέγγιση
της έννοιας
του
φαντασιακού
του
Κορνήλιου
Καστοριάδη)», Νέα
Εστία, τόμ. 147,
τεύχ. 1722 (Απρίλιος
2000), σσ. 576-606, και άρα
αναιρείται
ως θεμέλιο
της
αυτονομίας. [18]
Για
περισσότερα,
βλ. το άρθρο
μου «Ποίηση
και
αυτονομία», Το
Βήμα των
Κοινωνικών
Επιστημών 34,
Βόλος,
Πανεπιστήμιο
Θεσσαλίας, 2002,
σσ. 129-142. [19]
Είναι κυρίως
ο Κώστας ΑΞΕΛΟΣ,
Προς την
πλανητική
σκέψη, Αθήνα,
Εστία, 1985, που
θα αναδείξει
τη σημασία
του
παιχνιδιού
στη
φιλοσοφική
σκέψη. [20]
Είναι το ένα
από τα δύο
επίθετα με τα
οποία
χαρακτηρίζει
τον Σωκράτη ο
Γρηγόρης ΒΛΑΣΤΟΣ
στο βιβλίο
του Socrates:
Ironist and Moral
Philosopher, Cambridge, Cambridge
Univ.
Press, 1991, ελλ.
μτφ. Παύλου
Καλλιγά,
Σωκράτης:
ειρωνευτής
και ηθικό
φιλόσοφος,
Αθήνα, Εκδ.
Εστίας, 1993. [21]
Logique
du sens,
Paris, Editions de Minuit, 1969, p. 295. [22]
268 C. [23]
Βλ. και
Παναγιώτη ΚΟΝΔΥΛΗ,
όπ. π., σσ. 119-136.
|
http://users.sch.gr/ianyfantis/d/keimena/k_fil.fil1.htm
Μάρτιος 2004