|
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ |
|
« Οι πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών στην κλασσική Αθήνα και Σπάρτη» Εισαγωγικά
Στη
μελέτη που
ακολουθεί θα
προσπαθήσουμε
να κάνουμε
μια
καταγραφή
των ομάδων
αυτών των μη
πολιτών, όσον
αφορά την
προέλευση-καταγωγή
τους, την
αριθμητική
τους δύναμη,
το κοινωνικό
καθεστώς
μέσα στο
οποίο ζούσαν,
καθώς και τον
σημαντικό
ρόλο τους
στην
κοινωνική,
οικονομική
και
στρατιωτική
ζωή της πόλης.
Θα
επικεντρωθούμε
κυρίως στις
πληθυσμιακές
ομάδες των
μετοίκων και
των δούλων,
θεωρώντας
ότι η θέση της
γυναίκας
στην αρχαία
Ελλάδα
αποτελεί από
μόνη της
αντικείμενο
μιας
ιδιαίτερης
μελέτης. Στη
συνέχεια, θα
προσπαθήσουμε
να
συγκρίνουμε
τα δεδομένα
αυτά με το
σημερινό
καθεστώς των
μεταναστών,
που ζουν και
εργάζονται
στη σύγχρονη
Ελλάδα.
Στην πρώτη
ενότητα θα
μας
απασχολήσει
η περίπτωση
της Αθήνας, με
την εύρωστη
κοινότητα
των μετοίκων
και την
στήριξη της
οικονομίας
της στην
εργασία των
πολυάριθμων ξένων
δούλων.
Στη δεύτερη
ενότητα θα
περιγράψουμε
το
αντίστοιχο,
αλλά και
διαφορετικό
καθεστώς της
δουλοκτησίας
στην
κλασσική
Σπάρτη, καθώς
και την
ιδιάζουσα
περίπτωση
των
περιοίκων.
Στην τρίτη
ενότητα θα
προσπαθήσουμε,
όσο αυτό
είναι εφικτό,
να
συγκρίνουμε
τα δεδομένα
της
αρχαιοελληνικής
κοινωνίας με
τα σημερινά,
τους
χιλιάδες
νόμιμους
ξένους
εργαζόμενους
της
ελληνικής
παραγωγής
και τις
σχεδόν
δουλοκτητικές
συνθήκες
μεταφοράς,
διαβίωσης
και εργασίας
των
παρανόμων
μεταναστών. Αθήνα
Α) Μέτοικοι
Οι
μέτοικοι
αποτελούσαν
ένα μεγάλο
τμήμα του
πληθυσμού
της Αττικής.
Σύμφωνα με
πληροφορίες,
κατά την
κλασσική
εποχή,
ανέρχονταν
στους 10.000 – 15.000
άνδρες (μαζί
με τις
οικογένειές
τους περίπου
25.000 άνθρωποι)[1].
Μετανάστες
από τη Θράκη,
την Μ. Ασία,
την Μ. Ελλάδα,
τη Λυδία, τη
Φρυγία και τη
Συρία, ακόμη
Φοίκικες
και Αιγύπτιοι[2],
προσελκύονταν
από την λάμψη
και την
οικονομική
ευμάρεια που
επικρατούσε
στην Αθήνα
και
ταξίδευαν
μέχρι εκεί
έχοντας σαν
κύριο στόχο
το κέρδος από
τις
εμπορικές
επιχειρήσεις
και
προσδοκώντας
να
αποκτήσουν
την
κοινωνική
αίγλη, που
προσέδιδε η
ιδιότητα του
πολίτη.
Ο Πλάτωνας
τους
μεταχειρίζεται
με σεβασμό, ως
κοινωνικά
ίσους, και
είναι
γεγονός ότι
είχαν
δικαίωμα να
εκφράζουν
ελεύθερα τη
γνώμη τους
και να ζουν
όπως ήθελαν.[3]Όμως
παρότι
πολλοί από
αυτούς είχαν
αποκτήσει
μια σεβαστή
περιουσία,
τους
απαγορευόταν
το δικαίωμα έγκτησης,
που μαζί με το
προνόμιο της
καταγωγής
θεωρούταν
ταυτόσημο με
την ιδιότητα
του πολίτη.[4]
Οι μικτοί
γάμοι μεταξύ
μετοίκων και
πολιτών
επιτρέπονταν,
τα παιδιά
τους όμως δεν
αποκτούσαν
ποτέ την
ιδιότητα του
πολίτη,
ιδιαίτερα
μετά από
σχετικό νόμο,
που είχε
ψηφιστεί την
εποχή του
Περικλή.
Επίσης, δεν
γίνονταν
δεκτοί στην εφηβεία,
αλλά
μπορούσαν να
πηγαίνουν
στα δημόσια
γυμναστήρια.[5]
Ο Σόλων είχε
από πολύ
νωρίς
συνειδητοποιήσει
τη σημασία,
που είχε για
την
οικονομία
της πόλης, η
παρουσία των
μετοίκων, για
το λόγο αυτό
τους έδωσε το
δικαίωμα
πολιτογράφησης
και
ειδικότερα
σε εκείνους
που είχαν
εξοριστεί
από την
πατρίδα τους
ή που
έρχονταν με
τις
οικογένειές
τους να
ασκήσουν
κάποιο
επάγγελμα.[6]
Οι μέτοικοι
λοιπόν γράφονταν
στα μητρώα
του δήμου – σε
ξεχωριστούς
βέβαια
καταλόγους
από αυτούς
των πολιτών -
ασκούσαν
δημόσια
λειτουργήματα[7],
οι
περισσότεροι
όμως από
αυτούς ήταν
ελεύθεροι
επαγγελματίες[8]
και είχαν
δικαίωμα να
αποκτήσουν
κινητή
περιουσία
και δούλους.
Συμμετείχαν
επίσης σε
κάποιες από
τις
θρησκευτικές
εορτές της
πόλης, όπως τα
Ηφαιστεία
και τα
Παναθήναια[9], αλλά
κατά κανόνα
προτιμούσαν
να
γιορτάζουν
μεταξύ τους
τις δικές
τους
θεότητες.
Η κοινωνική
τους θέση
όμως
οριοθετείται
ουσιαστικά
από την
αδυναμία
άμεσης
προσφυγής
τους στις
αρχές, αφού
κάθε
μέτοικος
ήταν
υποχρεωμένος
να
απευθύνεται
σε αυτές μέσω
ενός
εκπροσώπου –
πολίτη, η
έλλειψη του
οποίου
προκαλούσε
την ποινική
δίωξη του
μετοίκου και
την καταδίκη
του σε
δουλεία.[10]
Λόγω
της
οικονομικής
άνεσης, που
αποκτούσαν
πολλοί από
αυτούς,
φρόντιζαν να
αποκτήσουν
τα παιδιά
τους
εξαιρετική
μόρφωση.[11]
Η
οικονομική
συνεισφορά
τους στην
πόλη των
Αθηνών ήταν
σημαντική.
Εκτός από την
εισφορά, που
πλήρωναν
μαζί με τους
πολίτες, ήταν
υποχρεωμένοι
να
καταβάλουν
και έναν
επιπλέον
φόρο, το
μετοίκιον [12].
Όσοι δε
δούλευαν
στην αγορά,
πλήρωναν ένα
ειδικό τέλος το
ξενικόν.
Παράλληλα
αναλάμβαναν
τη
χρηματοδότηση
ορισμένων
λειτουργιών (εκτός
βέβαια από
αυτήν της
τριηραρχίας)[13]
και είχαν
χρηματοδοτήσει
μεγάλο μέρος
των έργων για
την
κατασκευή
του
Ερεχθείου
στην
Ακρόπολη.[14] Επιπλέον,
αφού δεν
κατείχαν την
ιδιότητα του
πολίτη,
αποκλείονταν
από τους
μισθούς και
τα θεωρικά,
γεγονός που
απέβαινε
προς όφελος
της
πολιτείας.[15]
Το γεγονός
επίσης ότι
μονοπωλούσαν
τον ιδιωτικό
τραπεζικό
τομέα, όπως
και το
χονδρικό
εμπόριο
σίτου από τη Ν.
Ρωσία και
χρυσού από
την Ανατολή[16],
μας δίνει μια
εικόνα του
οικονομικού
ρόλου που
έπαιζαν στα
πλαίσια της
πόλης.
Οι μέτοικοι
στρατεύονταν
στον
Αθηναϊκό
στρατό ως
οπλίτες και
στο ναυτικό
ως ερέτες.
Αποκλείονταν
όμως από το
σώμα των
ιππέων.
Επάνδρωναν
κυρίως τις
συνοριακές
φρουρές και
τα οχυρά της
Αττικής, αλλά
το 424 π.χ.
πολέμησαν
μαζί με τους
Αθηναίους
στον πόλεμο
κατά των
Βοιωτών.[17]
Παρόλη όμως
την προσφορά
τους, σπάνια
τους δόθηκε
σαν
επιβράβευση
η ιδιότητα
του Αθηναίου
πολίτη. Ακόμη
όμως και σε
αυτές τις
περιπτώσεις
δεν
μπορούσαν να
εκλεγούν
άρχοντες ή να
γίνουν μέλη
του
ιερατείου. Η
αμοιβή τους
συνδέονταν
συχνότερα με
την παροχή
της ισοτέλειας,
της
απαλλαγής
τους δηλαδή
από τη
φορολογία.[18]
Επίσης η πόλη,
σε ένδειξη
ευγνωμοσύνη,
τους
απένειμε
δημόσιες
τιμές και
οργάνωνε για
χάρη τους
γεύματα με
δημόσια
δαπάνη,
αποσκοπώντας
παράλληλα
στην αύξηση
του
πληθυσμού
τους.[19]
Στο
καθεστώς των
μετοίκων
εντάσσονταν
και οι
απελεύθεροι,
τέως δούλοι,
που είχαν σαν
προστάτη –
εκπρόσωπο
τον πρώην
αφέντη τους.
Η διαφορά
τους
έγκειται στο
γεγονός ότι
ενώ για τον
μέτοικο η
ελευθερία
θεωρείται
δεδομένη,
στην
περίπτωση
των
απελεύθερων
μπορούσε να
αρθεί αν ο
τέως κύριός
τους το
ζητούσε
δικαστικά.[20]
Ιδιαίτερο
καθεστώς
ίσχυε επίσης
και για τους
ξένους
παρεπιδημούντες,
εμπόρους
ή
απεσταλμένους
ξένων πόλεων,
που έμεναν
προσωρινά
στην Αθήνα.
Το καθεστώς
αυτό
διεπόταν
αφενός μεν
από
εθιμικούς
και θετούς
κανόνες,
αφετέρου δε
από την
ύπαρξη
ποικίλων συμβόλων
(συμφωνιών).[21]
Β) ΔούλοιΗ
δουλεία,
φαινόμενο
καθολικό
στην Αρχαία
Ελλάδα, ήταν
συνδεδεμένη
άμεσα με τις
κοινωνικοπολιτικές
δομές της
πόλης
κράτους και
ακολουθούσε
την κυρίαρχη
ιδεολογία
της εποχής. Εντύπωση
προκαλεί η
έκταση της
δουλοκτησίας
στη
δημοκρατική
Αθήνα. Κατά
πληροφορίες
οι δούλοι της
Αττικής κατά
τον 5ο αιώνα
ανέρχονταν
σε 80.000-100.000 και
αντιστοιχούσε
ένα δούλος
για κάθε
τέσσερις
κατοίκους.[22]
Η αύξηση του
αριθμού των
δούλων
οφείλεται
στην
παράλληλη
αύξηση του
βιοτικού
επιπέδου των
πολιτών, της
συμμετοχής
τους στα
κοινά, της
περιφρόνησης
της
χειρωνακτικής
εργασίας
αλλά και της
προσιτής
τιμής αγοράς
τους.[23]
Πολλοί
δούλοι ήταν
αιχμάλωτοι
πολέμου,
επειδή όμως
αυτοί δεν
επαρκούσαν
για τις
ανάγκες του
Αθηναϊκού
λαού,
προμηθεύονταν
δούλους από
τα
σκλαβοπάζαρα
της περιοχής[24]
, που
προέρχονταν
κυρίως από τη
Θράκη, την
Καρία, την
Φρυγία, την
Καππαδοκία,
την Κολχίδα,
τη Σκυθία,
τη Συρία, την
Ιλλυρία, τη
Μακεδονία
και την
Πελοπόννησο.[25] Ο
δούλος
αποτελούσε
περιουσιακό
στοιχείο του
ελεύθερου
πολίτη,
μπορούσε να
αγοραστεί, να
πουληθεί, να
κληρονομηθεί
ή να
κατασχεθεί.
Τον
χρησιμοποιούσαν
σε διάφορες
εργασίες ή
τον
ενοικίαζαν
και
εισέπρατταν
την αμοιβή
της εργασίας
του.[26]
Παρότι
βέβαια δεν
είχε
δυνατότητα
αυτοδιάθεσης,
του
αναγνωριζόταν
ότι ήταν
ανθρώπινο όν.[27]
Παλαίστρες
και
γυμναστήρια
ήταν χώροι
απαγορευμένοι
για τους
δούλους, στα
δικαστήρια
μπορούσαν να
καταθέσουν
κατόπιν
βασάνων και
βέβαια δεν
γίνεται
λόγος για
πολιτικά
δικαιώματα.[28]
Στους
δούλους της
Αθήνα
απαγορεύονταν,
κατά κανόνα, η
δημιουργία
οικογένειας,
εκτός εάν το
επέτρεπε ο
ιδιοκτήτης
τους, και
στερούνταν
αρχικά
δικαιοπρακτικής
ικανότητας.[29]
Το ποσοστό
ελευθερίας
κινήσεων του
κάθε δούλου
εξαρτιόταν
αποκλειστικά
από τη θέληση
του κυρίου
του. Οι
οικιακοί
δούλοι
απολάμβαναν
περισσότερη
ελευθερία, οι
δημόσιοι
δούλοι ήταν
απαλλαγμένοι
από αρκετούς
περιορισμούς[30],
οι «χωρίς
οικούντες»
δούλοι
κέρδιζαν
χρήματα από
την εργασία
τους και
μερικές
φορές
εξαγόραζαν
την
ελευθερία
τους. Πολλοί
χρησιμοποιούνταν
σε
εμπιστευτικές
θέσεις ή τους
αναθέτονταν
σημαντικά
καθήκοντα,
όπως
οικονομικές
συναλλαγές.
Άλλοι
χρησιμοποιούνταν
στα δημόσια
έργα ή σαν
κωπηλάτες
στα πολεμικά
πλοία σε
περίπτωση
ανάγκης.[31]
Η χειρότερη
δυνατή θέση
όμως ήταν
αυτή των
δούλων των
λατομείων
και των
ορυχείων.[32] Παρά
το γεγονός
ότι πολλοί
έπεφταν
θύματα
κακοποίησης,
η εν γένει
συμπεριφορά
των Αθηναίων
απέναντί
τους ήταν
ήπια και
περισσότερο
φιλάνθρωπη
απ’ ότι στις
άλλες πόλεις[33]
και ίσως γι’
αυτό το λόγο η
Αττική δεν
γνώρισε ποτέ
επανάσταση
δούλων.[34]
Μπορούσαν να
τελούν τις
λατρείες του
τόπου
καταγωγής
τους, να
μετέχουν
στις
οικιακές
λατρείες, να
μυούνται στα
Ελευσίνια
μυστήρια, να
θάβονται
μετά το
θάνατό τους
στον τόπο
ταφής της
οικογένειας
του κυρίου
τους, να
συχνάζουν σε
ορισμένα
ιερά και να
δουλεύουν
πλάι-πλάι με
τους πολίτες
και τους
μέτοικους
στα δημόσια
έργα.[35]
Η Αθηναϊκή
οικονομία
στηρίχτηκε
κατά κανόνα
στην εργασία
των δούλων, η
οποία ήταν
εξαιρετικά
φτηνή, αφού
κάθε δούλος
δεν στοίχιζε
περισσότερο
από τη
συντήρησή
του για ένα
χρόνο.[36]
Έχει
υπολογιστεί
επίσης ότι
στα ορυχεία
αργύρου του
Λαυρίου, κάθε
δούλος
απέδιδε
καθαρά 1 οβολό
την ημέρα.[37]
Οι «χωρίς
οικούντες»
δούλοι
απέδιδαν
στον κύριό
τους από έναν
ή δύο οβολούς
την ημέρα.[38]
Επίσης η
βιοτεχνική
παραγωγή
στηριζόταν,
σχεδόν
αποκλειστικά,
στην εργασία
δούλων. Οι
Αθηναίοι δεν
εμπιστεύονταν
τους δούλους
τόσο, ώστε να
τους
επιτρέψουν
να
πολεμήσουν
κοντά τους.
Τους
χρησιμοποιούσαν
μόνο ως
κωπηλάτες
στα πλοία.
Επίσης
συνόδευαν
τους κυρίους
τους στη μάχη.
Μόνο μετά τη
μάχη της
Χαιρώνειας,
το 338 π.χ., και σε
περίπτωση
έκτακτης
ανάγκης,
ψηφίστηκε
νόμος,
σύμφωνα με
τον οποίο
όποιος
δούλος
κατατασσόταν
στο στρατό
αποκτούσε
την
ελευθερία
του.[39] Σπάρτη
Α. Περίοικοι
Η αυτάρκης,
κλειστή
Σπαρτιατική
κοινωνία
δύσκολα θα
δεχόταν
στους
κόλπους της
ξένους
πολίτες, που
θα μπορούσαν
να ζουν
ελεύθεροι
δίπλα στους ομοίους.
Οι περίοικοι
είναι
Λακεδαιμόνιοι,
που ζουν στις περιοικίδες
πόλεις,
οι οποίες
βρίσκονται
γύρω από τη
Σπάρτη.
Πιθανολογούμε
ότι η τάξη
τους
προέρχεται
από τους
κατοίκους
της Λακωνίας,
που
νικήθηκαν
και
υποτάχθηκαν
από τους
Σπαρτιάτες. Ο
αριθμός τους
υπολογίζεται
σε 40.000 – 60.000 και
φαίνεται ότι
ήταν
οργανωμένοι
σε
αυτόνομους
δήμους, η
οργάνωση των
οποίων
στηριζόταν
σε ένα
ανεξάρτητο
οικονομικό
και κοινωνικό
δίκαιο.[40] Κύριες
ασχολίες
τους ήταν η
καλλιέργεια
της γης, η
βιοτεχνία
και το
εμπόριο,
χωρίς όμως να
αναπτύξουν
ποτέ την
οικονομική
δραστηριότητα
των μετοίκων.
Άλλωστε, όλες
οι
παραγωγικές
εργασίες
εκτελούνταν
από αυτούς
και τους
είλωτες, αφού
το ιδιότυπο
καθεστώς της
Σπάρτης δεν
επέτρεπε
στους ομοίους
να ασκούν
καμία
επαγγελματική
δραστηριότητα.
Εξασφαλίστηκε
έτσι η
αναγκαία
οικονομική
ασφάλεια και
ο
απαιτούμενος
χρόνος στους
πολίτες της
Σπάρτης,
προκειμένου
να
ασχοληθούν
αποκλειστικά
με τις
πολεμικές
τέχνες,
πράγμα που
αποτέλεσε το
σημαντικότερο
από «τα
συνεκτικά
στοιχεία του
σπαρτιατικού
οικοδομήματος
της κλασικής
περιόδου»[41]. Σε
αντίθεση με
τους
μετοίκους, οι
περίοικοι
όχι μόνο δεν
στερήθηκαν
το δικαίωμα
της
ιδιοκτησίας
της γης που
καλλιεργούσαν,
αλλά και μετά
τους
Μεσσηνιακούς
πολέμους,
συμμετείχαν
στη διανομή
των κλήρων
της γης των
Μεσσηνίων.[42]
Βέβαια δεν
συμμετείχαν
στην
κοινωνική
ζωή της
Σπάρτης, στα συσσίτια
και στην αγωγή
των νέων
καθότι,
παρότι
Λακεδαιμόνιοι,
θεωρούνταν
υποτελείς
και φυσικά
δεν είχαν
δικαίωμα να
συμμετέχουν
στις
συνεδριάσεις
της Απέλλας,
ούτε να
εκλέγονται
μέλη της
Γερουσίας ή
Έφοροι. Η
στρατιωτική
δύναμη της
Σπάρτης όμως
περιελάμβανε
πολλούς
περιοίκους,
οι οποίοι
έφταναν
μέχρι το
βαθμό του
αξιωματικού.
Όσο δε η
αριστοκρατική
Σπαρτιατική
κοινωνία
ελαττωνόταν
αριθμητικά,
τόσο
αυξανόταν ο
αριθμός των
περιοίκων
στο
στράτευμα.
Φαίνεται
λοιπόν ότι,
για κάποιο
διάστημα
απομακρύνονταν
από τις
εργασίες
τους,
προκειμένου
να
εκπαιδευτούν
και να
γυμναστούν
υπό τις
διαταγές των
Σπαρτιατών.[43]
Χωρίς την
ουσιαστική
αυτή
στρατιωτική
συμμετοχή
τους, ίσως η
Σπάρτη να μην
αναδεικνυόταν
ποτέ ως το
πρότυπο της
πολεμικής
δύναμης της
αρχαιότητας.
Σημαντική
προσφορά στο
στρατό της
Σπάρτης
προσέφεραν
επίσης
κάποιες νέες
κοινωνικές
τάξεις μη
πολιτών, όπως
οι
Υπομείονες,
οι Τρέσαντες,
οι Τρόφιμοι,
οι Μόθακες
και οι
Νεοδαμώδεις,
κοινωνικές
κατηγορίες
ανάμεσα
στους
περιοίκους
και τους
είλωτες, που
κατά καιρούς
χρησιμοποιήθηκαν
για να
αντιμετωπιστεί
το πρόβλημα
της
ολιγανθρωπίας,
που μάστιζε
την τάξη των
Σπαρτιατών.[44] Β. Είλωτες
Παρότι ο
Πολυδεύκης
τοποθετεί το
καθεστώς των
ειλώτων
μεταξύ ελευθέρων
και δούλων[45],
η ζωή
για τους
είλωτες στη
Σπάρτη ήταν
αρκετά
σκληρότερη
από αυτή των
δούλων της
Αττικής. Σύμφωνα
με μαρτυρίες,
ο αριθμός
τους έφτανε
περίπου τους
200.000, πράγμα που
σημαίνει ότι
ξεπερνούσαν
τον ελεύθερο
πληθυσμό σε
κλίμακα
τέτοια, που
δεν έχει
αντίστοιχό
της σε άλλη
πόλη.[46]
Απόγονοι των
κατοίκων της
προδωρικής
εποχής, είχαν
κατακτηθεί
από ένα μικρό
σχετικά σώμα
Σπαρτιατών
και
αποτελούσαν
ένα
σημαντικό
πρόβλημα
ασφάλειας
της
Σπαρτιατικής
κοινωνίας,
ιδιαίτερα σε
περιπτώσεις
εξεγέρσεως.[47]
Οι
περισσότεροι
ήταν
υποταγμένοι
Μεσσήνιοι
και
ορισμένοι
ήταν
κάτοικοι της
Λακωνίας.[48] Οι
είλωτες
στερούνταν
πολιτικών
και αστικών
δικαιωμάτων
και
αποτελούσαν
ιδιοκτησία
της πόλης[49],
απελευθερώνονταν
μόνο μετά από
απόφαση των
αρχών και οι
υπόλοιποι
Έλληνες τους
αντιμετώπιζαν
ως
ελεύθερους.
Οι αρχές της
πόλης είχαν
απόλυτη
δικαιοδοσία
επάνω τους. Σε
αντίθεση με
τους δούλους
της Αττικής,
δεν
πωλούνταν
σαν
εμπορεύματα,
δημιουργούσαν
οικογένειες
και ήταν
εξαιρετικά
δεμένοι
μεταξύ τους
λόγω του ότι
είχαν την
ίδια εθνική
ταυτότητα.[50]
Η βιαιότητα
της
καταπίεσής
τους είναι
περιβόητη.
Ενδεικτικά
αναφέρουμε
ότι, μια φορά
το χρόνο οι
Σπαρτιάτες
κήρυσσαν
πόλεμο στους
είλωτες, «ώστε
να μην
βαραίνουν τη
συνείδησή
τους οι φόνοι
ειλώτων που
γίνονταν στη
διάρκεια του
έτους». Η
περίφημη «κρυπτεία»,
σύμφωνα με
τον
Αριστοτέλη,
αποτελούσε
ένα θεσμό
εκπαίδευσης
των νέων
πολιτών, που
κρύβονταν
την ημέρα και
έβγαιναν τη
νύχτα με
σκοπό να
σκοτώσουν
είλωτες[51]. Κατοικούσαν
σκορπισμένοι
σε
εκτεταμένες
περιοχές της
νότιας και
δυτικής
Πελοποννήσου,
αλλά δεν
γνωρίζουμε
αν έμεναν
απομονωμένοι
στους
κλήρους των
πολιτών ή
ζούσαν σε
κοινότητες.[52]
Ασχολούνταν
αποκλειστικά
με την
καλλιέργεια
της γης,
αποδίδοντας
ένα μέρος της
παραγωγής
στους ομοίους,
κατόχους του
γεωργικού
κλήρου, και
ένα μέρος
κρατούσαν
για τις
ανάγκες της
οικογένειάς
τους, γεγονός
που τους
προσέφερε
μερικές
φορές τη
δυνατότητα
πλουτισμού[53].
Κατά τον Ξενοφώντα, οι Σπαρτιάτες κρατούσαν τους δούλους μακριά από τα όπλα τους, υπάρχουν όμως μαρτυρίες ότι η Σπάρτη διέθετε πολεμικό σώμα που αποτελούνταν μόνο από αυτούς.[54] Είναι γεγονός ότι αρχικά οι είλωτες στρατεύονταν μόνο ως «ψιλοί», κωπηλάτες ή συνοδοί των πολιτών-οπλιτών. Εντύπωση όμως προκαλεί το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο κύριος όγκος του στρατεύματος, που αναλάμβανε τις μακρινές επιχειρήσεις, αποτελούνταν από είλωτες, που προσέφεραν με αυτόν τον τρόπο σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλήρως εκπαιδευμένοι και ποτέ δεν θίχτηκε η αφοσίωσή τους στην πόλη[55]. Η στρατολόγησή τους, βοήθησε ουσιαστικά τη Σπάρτη και στον ατυχή πόλεμο με τη Θήβα. Ενδεικτική, της βοήθειας αυτής, είναι η απόφαση της πολιτείας να προχωρήσει στην απελευθέρωσή τους, πριν ακόμη τους στείλει στη μάχη. [56] Οι
«μέτοικοι»
και οι «δούλοι»
στη σύγχρονη
Ελλάδα
Στην
Ελλάδα
κατοικούν
σήμερα 762.191
ξένοι
υπήκοοι. Οι
περισσότεροι
από τους
μισούς (413.214)
έχουν κύριο
λόγο
εγκατάστασης
την εύρεση
εργασίας.
Προερχόμενοι
από χώρες
χαμηλού
οικονομικού
επιπέδου[57],
αναζήτησαν,
σαν
σύγχρονοι
μέτοικοι, μια
καλύτερη
μοίρα στην
Ελλάδα. Από
αυτούς τα
τρία τέταρτα
περίπου
είναι
Αλβανοί και
ακολουθούν
οι
παλιννοστούντες
Ρωσσοπόντιοι.
Χαμηλού
πνευματικού
επιπέδου[58]
και νέοι οι
περισσότεροι[59],
απασχολούνται
κατά κανόνα
στον κλάδο
των
κατασκευών
και στις
γεωργικές
επιχειρήσεις,
οι
περισσότεροι
σαν
ανειδίκευτοι
εργάτες.
Ελάχιστοι
από αυτούς
ασχολούνται
με ελεύθερα
επαγγέλματα
ή εμπορικές
επιχειρήσεις[60]. Οι
διατάξεις
του
Ελληνικού
Συντάγματος
κατοχυρώνουν
ίσα
δικαιώματα
μεταξύ
Ελλήνων και
αλλοδαπών[61],
μεταξύ άλλων
το δικαίωμα
στην
εκπαίδευση
και το
δικαίωμα
ιδιοκτησίας
και
κοινωνικών
παροχών, των
ίδιων που
ισχύουν για
όλους τους
εργαζόμενους.
Οι
μετανάστες
βέβαια,
πολλές φορές «είναι
ευπρόσδεκτοι
ως εργάτες,
όχι ως
πρόσωπα ή
πολίτες», δεν
έχουν βασικά
πολιτικά
δικαιώματα
και είναι
αποκλεισμένοι
από τις
πολιτισμικές
και
πολιτικές
δομές. Δεν
στρατεύονται
και η
χορήγηση
πολιτικής
ιθαγένειας
γίνεται
κατόπιν
αιτήσεως και
μετά από
παρέλευση
ικανού
χρονικού
διαστήματος.[62]
Σε αντίθεση
με όσα
λέγονται για
τη μείωση της
απασχόλησης
των
αυτοχθόνων
εργατών, λόγω
της
παρουσίας
των
μεταναστών,
οι
στατιστικές
μας
βεβαιώνουν
για την
πολλαπλή
οικονομική
ωφέλεια, που
συνεπάγεται
η παρουσία
τους στον
ελληνικό
εργασιακό
χώρο: αύξηση
ρυθμού
μεγέθυνσης
εργατικού
δυναμικού,
βελτίωση
επιδόσεων σε
ορισμένους
κλάδους
παραγωγής,
δημιουργία
επενδυτικών
ευκαιριών
στη χώρα
υποδοχής,
αύξηση των
δημοσίων
εσόδων μέσω
της
φορολογίας
και των
ετήσιων
ασφαλιστικών
εισφορών,
χαμηλότερο
κόστος
παραγωγής (ανειδίκευτοι
εργάτες-χαμηλότερες
αμοιβές)[63].
Η
κατάσταση
για τους
παράνομους
μετανάστες
είναι
αισθητά
διαφορετική.
Και η
διαφοροποίηση
δεν
εστιάζεται
μόνο στις
άθλιες
συνθήκες
εισόδου τους
στη χώρα ή
στις
συνθήκες
διαμονής. Οι
περισσότεροι
από αυτούς
υποαπασχολούνται,
δεν
προστατεύονται
από κανένα
νομικό ή
εργασιακό
πλαίσιο και
γίνονται
συχνά
αντικείμενα
εκμετάλλευσης,
αφού
αμείβονται
με
εξαιρετικά
χαμηλά
ημερομίσθια[64],
ενώ πολλές
φορές
δουλεύουν
εξαντλητικά
ωράρια,
προκειμένου
να
ικανοποιήσουν
πρόσθετες
απαιτήσεις.
Και ούτε
λόγος βέβαια
για
κοινωνικά ή
οικονομικά
δικαιώματα.
Αποτελούν το
σύγχρονο
υπηρετικό
προσωπικό
και πολλές
φορές
βρίσκονται
στο έλεος της
κυριαρχίας
του
οικονομικού
και ηθικού
ελέγχου από
τον εργοδότη
ή της
καταστολής
των βασικών
τους
δικαιωμάτων
από τις αρχές.[65]
Η
αντιμετώπισή
τους, από την
ελληνική
κοινωνία,
είναι από
επιφυλακτική,
καχύποπτη
έως και
εχθρική. Οι
έλεγχοι και
οι διώξεις
των
παρανόμων
μεταναστών
αποτελούν
μια
εξευτελιστική,
για την
ανθρώπινη
προσωπικότητα,
διαδικασία,
που ξεκινά
από τη
βιαιότητα
των οργάνων
τάξης και
συνεχίζεται
με την
παράνομη
κράτηση στις
φυλακές,
πέραν του
προβλεπόμενου
χρονικού
ορίου.[66] Η
κοινωνική,
πολιτισμική
και
οικονομική
υποβάθμιση
των ανθρώπων
αυτών, μας
δίνει μια
σαφή εικόνα
της
σύγχρονης «δουλείας». Επίλογος
Η
κοινωνική,
οικονομική
και
στρατιωτική
ζωή της
κλασσικής
Αθήνας και
Σπάρτης
στηρίχτηκε,
ποικιλοτρόπως,
στην
παρουσία
ομάδων μη
πολιτών, που
αποτελούσαν
όμως ενεργό
μέρος της
κοινωνικής
ζωής της κάθε
πόλης. Οι
μέτοικοι,
άνθρωποι
ελεύθεροι,
προερχόμενοι
από όλον
σχεδόν τον
τότε γνωστό
κόσμο,
προσελκύστηκαν
όχι μόνο από
την λάμψη της
Αθήνας, αλλά
και από τους
ίδιους τους
Αθηναίους,
λόγω της
σημαντικής
οικονομικής
ωφέλειας, που
αποκόμιζε η
πόλη από τις
δραστηριότητές
τους.
Κοινωνικά
θεωρούνταν
ίσοι με τους
πολίτες, αλλά
σπάνια τους
παρασχέθηκε
η δυνατότητα
απόκτησης
πολιτικών
δικαιωμάτων,
παρόλη την
οικονομική
και
στρατιωτική
προσφορά
τους. Ο
θεσμός της
δουλείας
αποτελεί
έναν από τους
ακρογωνιαίους
λίθους της
αρχαιοελληνικής
κοινωνίας. Οι
δούλοι
αποτελούν
την αναγκαία
προϋπόθεση
για να
λειτουργήσει
το
δημοκρατικό
μοντέλο της
Αθήνας - αφού
αφήνουν
στους
πολίτες τον
απαιτούμενο
ελεύθερο
χρόνο να
ασχοληθούν
με τα κοινά. «Ανδράποδα
μισθοφορούντα»,
αποτελούν
περιουσιακό
στοιχείο των
πολιτών, αλλά
και της ίδιας
της πόλης,
που
εκμεταλλεύονται
την εργασία
τους, δεν
έχουν
ουσιαστικά
κανένα
δικαίωμα,
ούτε καν
της
δημιουργίας
οικογένειας,
η δε ποιότητα
ζωής τους
εξαρτάται
άμεσα από την
εύνοια του
εκάστοτε
κυρίου τους. Η
κλειστή
κοινωνία της
Σπάρτης δεν
είναι
προσπελάσιμη
από ξένους.
Οι περίοικοι
είναι
Λακεδαιμόνιοι,
που ζουν
αρμονικά με
τους ομοίους,
καλλιεργώντας
τους δικούς
τους κλήρους
και
ασχολούμενοι
με διάφορες
παραγωγικές
εργασίες,
απαγορευμένες
στους
πολίτες-οπλίτες
στης Σπάρτης.
Η κοινωνική
και
στρατιωτική
προσφορά
τους στην
πόλη είναι
εξαιρετικά
σημαντική,
αφού αφενός
μεν η
συμμετοχή
τους στην
παραγωγική
διαδικασία –
μαζί με αυτήν
των ειλώτων-
δημιουργεί
τις
κατάλληλες
χρονικές
προϋποθέσεις
για την
συνεχή
πολεμική
εκπαίδευση
των
Σπαρτιατών,
αφετέρου δε η
ουσιαστική
παρουσία
τους στο
στράτευμα,
προσέδωσε
στο
Σπαρτιατικό
στρατό μέρος
της
ονομαστής
αίγλης του. Η
κατάσταση
των
υποδουλωμένων
Μεσσήνιων
ειλώτων,
αποτελεί
μομφή για τη
Σπαρτιατική
κοινωνία. Οι
συνεχείς
εξεγέρσεις
τους
αποτελούν το
άλλοθι της
εξαιρετικά
σκληρής
μεταχείρισης
τους από τους
Σπαρτιάτες.
Οι συνθήκες
εργασίας
τους – παρότι
δεν είχαν
δικαίωμα
ιδιοκτησίας
– διέπονταν
από ένα
ιδιότυπο
οικονομικό
καθεστώς, που
τους
επέτρεπε όχι
μόνο να
εξασφαλίζουν
τη διαβίωση
της
οικογενείας
τους, αλλά
και να
πλουτίζουν.
Σε δύσκολες
δε
περιπτώσεις
για τη πόλη, ο
στρατιωτικός
τους ρόλος
κρίνεται
ιδιαίτερα
σημαντικός.
Ανάλογη
με τη θέση
των μετοίκων
και των
περιοίκων
κατέχουν και
οι νόμιμοι
μετανάστες,
που
κατοικούν
και
εργάζονται
στη σύγχρονη
Ελλάδα.
Αντίθετα, για
όσους
μπαίνουν
λαθραία στη
χώρα, η
κοινωνική
τους
κατάσταση
και η
οικονομική
τους
εκμετάλλευση,
θυμίζει το
καθεστώς των
δούλων και
των ειλώτων,
σ’ έναν
κόσμο όπου η
δουλεία
αποτελεί
ποινικά
κολάσιμη
πράξη. [1] Πρβλ. Μήλιος Α., Η έννοια του ελεύθερου πολίτη, στο Μήλιος Α. κ.α. , Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Αρχαία Ελλάδα, Πάτρα 2000, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. 35 [2] Πρβλ. Flaceliere Rob, Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα 2000, εκδόσεις Δ.Ν. Παπαδήμα, σελ. 59. [3] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 200 [4] Πρβλ. ο.π. (1), σελ.61 [5] Πρβλ. ο.π. (2), σελ. 60 [6] Πρβλ. Σακελλαρίου Μ.Β., Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Ηράκλειο 1999, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σελ. 138 [7] δημόσιοι γιατροί, κήρυκες, μισθωτές φόρων, εργολάβοι δημοσίων έργων, Πρβλ. ο.π. (2) σελ. 61 [8] βιοτέχνες κατεργασίας δερμάτων, κεραμοποιοί, υφαντουργοί, τραπεζίτες, έμποροι, εισαγωγείς πρώτων υλών Πρβλ. ο.π. (2) σελ. 61 [9] Πρβλ. ο.π. (1), σελ. 61 [10] Το μέτρο αυτό βέβαια ατόνησε από τον 4ο αιώνα και μετά. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 138 [11]Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ρήτορας Λυσίας, γιος του μέτοικου Κέφαλου από τις Συρακούσες, ιδιοκτήτη του μεγαλύτερου εργαστηρίου κατασκευής ασπίδων. Πρβλ. Andrewes Ant., Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Ανδρ. Παναγόπουλος, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983, σελ. 184 [12] 12 δραχμές οι άνδρες και 6 δραχμές οι γυναίκες που ζούσαν μόνες. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 140 [13] Πρβλ. . ο.π. (1), σελ. 34 [14] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 200 [15] Πρβλ. ο.π. (4) σελ. 140 [16] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 184 [17] Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σε σύνολο 16.000 οπλιτών, οι 3.000 περίπου ήταν μέτοικοι και όσο αφορά την εφεδρική άμυνα αντιστοιχούσαν 23 μέτοικοι για κάθε 100 πολίτες. Σημειώνουμε επίσης, ότι ήταν υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουν με δικά τους οικονομικά μέσα τον οπλισμό τους. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 140 [18] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 138 [19] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 199 [20] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 141 [21] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 146 [22] Πρβλ. ο.π. (8), στο ίδιο, σελ. 205 [23] Πρβλ. ο.π. (1)., σελ. 36 [24] Αγορές δούλων υπήρχαν στη Δήλο, τη Χίο, τη Σάμο, το Βυζάντιο, την Κύπρο , ακόμη και στο Σούνιο και την Αγορά. Πρβλ. ο.π. (2), σελ. 67 [25] Πρβλ. Finley M.I., Οικονομία και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, Αθήνα 1998, εκδόσεις Ινστιτούτου του βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, σελ. 125. [26] Λέγεται ότι ο στρατηγός Νικίας εκμίσθωνε περίπου 1.000 δούλους. Πρβλ. ο.π. (25), σελ. 207 [27] Πρβλ. ο.π. (4), σελ.142. [28] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 143 [29]Αργότερα τους δόθηκε το δικαίωμα να καταγγέλλουν ιερόσυλες πράξεις ή καταχρήσεις, με την προοπτική να κερδίσουν την ελευθερία τους εάν οι κατηγορίες αποδεικνύονταν αληθινές. Πρβλ. ο.π. (4) σελ. 143. [30] Στην «δημοτική αστυνομία» της εποχής, υπηρετούσαν περίπου 1.000 Σκύθες τοξότες, επίσης οι γραφείς ζούσαν όπως οι ελεύθεροι δημόσιοι υπάλληλοι. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 144 [31] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 208 [32] Πρβλ. ο.π. (4)σελ. 145. [33] Πρβλ. Ακαδημία Αθηνών, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Μελέτες για το πολίτευμα και την ιδεολογία των Αθηναίων, Δημοσιεύματα της επιτροπής ερευνών, τόμος 2, Αθήνα 1995, σελ 62. [34]Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το γεγονός του 413 π.χ., που περιγράφεται από τον Θουκυδίδη, όταν οι Σπαρτιάτες είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της Αθήνας, 20.000 δούλοι – κυρίως από τα λατομεία του Λαυρίου - διέφυγαν από την Αττική και προσχώρησαν στις γραμμές του εχθρού. ο.π. (8), σελ. 211. [35] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 144 [36] Πρβλ ο.π. (8), σελ. 205 [37]Έτσι μια δύναμη έξι χιλιάδων δούλων εργατών θα απέφερε εισόδημα εξήντα τάλαντα το χρόνο, ποσό που θα μπορούσε να καλύψει το μισθό των κωπηλατών ενός στόλου εξήντα πλοίων, για δύο μήνες. Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 207 [38] Λέγεται ότι ο μέτοικος Κέφαλος απασχολούσε στο εργαστήριο του περίπου 120 δούλους. Πρβλ. ο.π. (2), σελ. 69. [39] Πρβλ. ο.π. (4),σελ. 144 [40] Πρβλ. Μπιργάλιας Ν. , Ο αρχαίος Δημίσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις:δικαστική, στρατιωτική και θρησκευτική ζωή, στο Μήλιος Α. κ.α. , Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Αρχαία Ελλάδα, Πάτρα 2000, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. σελ. 186. [41] Πρβλ. ο.π. (1) σελ.77 [42] Πρβλ. ο.π. (41) σελ. 173 [43] Πρβλ. ο.π. (8) σελ. 228 [44] Πρβλ. ο.π. (41) σελ. 192-195 [45] Πρβλ. ο.π. (25) σελ. 53 [46] Πρβλ. ο.π. (25) σελ. 51 [47] Πρβλ. ο.π. (8) σελ. 149. [48] Πρβλ. Ο.π. (41) σελ. 187 [49] Πρβλ. ο.π. (1) σελ. 38 [50] Πρβλ. ο.π. (25) σελ. 31 [51] Βλ. ο.π. (8), σελ. 212. [52] Πρβλ. Mosse Cl. , Ο Έλληνας άνθρωπος και η οικονομία, στο Vernant J.P., Ό Έλληνας άνθρωπος, μτφρ. Χ. Τασάκος, Αθήνα 1996, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 56. [53] Πρβλ. ο.π. (41) σελ. 187 [54] Θεωρείται ότι η δεύτερη κύρια πηγή στρατολόγησης, ήταν οι Είλωτες. Γύρω στο 400-390, στάλθηκε από τη Σπάρτη στη Μ.Ασία, ένα εκστρατευτικό σώμα , που αποτελούνταν από 3.000 είλωτες, επικεφαλείς των οποίων ήταν οι «Αρμοστές». Επίσης στην εκστρατεία του Βρασίδα στο Βορρά, συμμετείχαν περίπου 700 είλωτες. Πρβλ. ο.π. (8) σελ. 241-242 [55] Πρβλ. ο.π. (8), σελ.212. [56] Πρβλ. ο.π. (25) σελ. 52 [57] Οι βασικές χώρες προέλευσης είναι οι τέως σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. [58] το 1/4 δήλωσε ότι έχουν τελειώσει μόνο το δημοτικό ή είναι αναλφάβητοι [59] οι μισοί σχεδόν είναι ηλικίας α/25 μ/34 ετών [60]
Τα
στοιχεία
προέρχονται
από την
Εθνική
Στατιστική
Υπηρεσία, www.statistics.gr/table-menu.asp-
πίνακες
αλλοδαπών. [61] Ελευθερίας προσωπικής ανάπτυξης, ελευθερία έκφρασης, δικαιώματα οικογενειακού ασύλου και νομικής εκπροσώπησης, απαραβίαστο της αλληλογραφίας, προστασία δικαιωμάτων των εργαζομένων, ενδεχόμενο συμμετοχής σε τοπικές εκλογές, δωρεάν παιδεία. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τα δικαιώματα ελεύθερης σύστασης συλλόγου και ελεύθερης συνάθροισης. Πρβλ. Λαμπριανίδης Λ.-Λυμπεράκη Α., Αλβανοί μετανάστες στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 2001, εκδόσεις Παρατηρητής, σελ. 124 [62] Το διάστημα αυτό είναι 5 χρόνια παραμονής για όσους είναι παντρεμένοι με Έλληνες και 10 χρόνια για κάθε άλλη περίπτωση. Βλ. ο.π. (63) σελ. 126 [63] Πρβλ.Ιωακείμογλου Ηλ., Οι μετανάστες και η απασχόληση, στο Μαρβάκης Αθ. κ.α., Μετανάστες στην Ελλάδα, Αθήνα 2001, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 80 [64] Το
κόστος
εργασίας
των
παράνομων
μεταναστών
είναι κατά 60%
χαμηλότερο
από το
αντίστοιχο
του Έλληνα
εργαζόμενου
Πρβλ.
Ελευθεροτυπία
27.02 96, στο
Κοιλιάρη
Αγγ., Ξένος
στην Ελλάδα,
Μετανάστες,
γλώσσα και
κοινωνική
ένταξη,
Θεσσαλονίκη
1997, εκδόσεις
Παρατηρητής,
σελ.45 [65] Πρβλ. Ψημμένος Ιορδάνης, Νέα εργασία και ανεπίσημοι μετανάστες στη μητροπολιτική Αθήνα, στο Μαρβάκης Αθ. κ.α., Μετανάστες στην Ελλάδα, Αθήνα 2001, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 123 [66] Ο νόμος περί ρατσισμού προβλέπει διετή φυλάκιση. Μόνο που στατιστικά, καμία τέτοια υπόθεση δεν έχει φτάσει ποτέ μπροστά στο ακροατήριο. Πρβλ. ο.π. (59) σελ. 170 Βιβλιογραφία 1.
Ακαδημία
Αθηνών, Η
Αθηναϊκή
Δημοκρατία.
Μελέτες για
το πολίτευμα
και την
ιδεολογία
των Αθηναίων, Δημοσιεύματα
της
επιτροπής
ερευνών,
τόμος 2, Αθήνα 1995,
σελ. 60 – 62 και 124 -131\ 2.
Andrews Antony,
Αρχαία
Ελληνική
Κοινωνία, μτφρ.
Ανδρ.
Παναγόπουλος,
εκδόσεις
ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983 3.
Vernant Jean-Pierre,
Ο Έλληνας
άνθρωπος,
μτφρ. Χ.
Τασάκος, εκδόσεις
Ελληνικά
Γράμματα,
Αθήνα 1996, σελ.
45-92 4.
Κοιλιάρη
Αγγελική, Ξένος
στην Ελλάδα,
Μετανάστες,
Γλώσσα και
κοινωνική
ένταξη, εκδόσεις
Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη
1997. 5.
Λαμπριανίδης
Λόης,
Λυμπεράκη
Αντιγόνη, Αλβανοί
μετανάστες
στη
Θεσσαλονίκη, εκδόσεις
Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη
2001, σελ. 87-186 6.
Μαρβάκης Αθ.,
Παρσάνογλου
Δ., Παύλου Μ. (επιμέλεια),
Μετανάστες
στην Ελλάδα, εκδόσεις
Ελληνικά
Γράμματα,
Αθήνα 2001, σελ. 81-127 7.
Μήλιος Α.,
Μπιργάλιας Ν.,
Παπαευθυμίου
Ελ.,
Πετροπούλου
Α., Δημόσιος
και
ιδιωτικός
βίος στην
Αρχαία
Ελλάδα, εκδόσεις
Ε.Α.Π., Πάτρα 2000 8.
Σακελλαρίου
Μ.Β., Η
Αθηναϊκή
Δημοκρατία,
Πανεπιστημιακές
εκδόσεις
Κρήτης,
Ηράκλειο 1999,
σελ. 129 - 154
9.
Finley M.I.,
Οικονομία
και κοινωνία
στην αρχαία
Ελλάδα, τόμος
2ος, μτφρ. Μ.Καρδαμίτσα,
εκδόσεις του
Ινστιτούτου
του βιβλίου-Α.Καρδαμίτσα,
Αθήνα 1998, σελ.11-33
και 48 –133 10. Flaceliere Robert, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, μτφρ. Γερασ. Βανδώρου, εκδόσεις Δ.Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2000, σελ.44-73
|