Θεωρίες Μάθησης

  • Print

Το φαινόμενο της μάθησης είναι δύσκολο να περιγραφεί ως συγκεκριμένο φυσικό φαινόμενο ή προϊόν εργαστηριακού πειράματος. Θα μπορούσε να συγκριθεί με τον ηλεκτρισμό, που γίνεται αντιληπτός μόνο από τα αποτελέσματά του. Η προσπάθεια προσέγγισης της μάθησης ως νοητικής λειτουργίας, αλλά και ως αναγκαιότητας της ζωής του ανθρώπου, μπορεί να αναλυθεί σε τέσσερις θεωρίες μάθησης : 

1) Συμπεριφοριστικές  (Behaviouristic)

2) Γνωστικές  (Cognitive)

3) Ανθρωπιστικές  (Humanistic) και

4) Κοινωνικής μάθησης  (Social learning).

1. Συμπεριφοριστικές θεωρίες

Θεμελιώθηκαν από τους Thorndike, Tolman, Hull και Skinner. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους είναι  : 

Α. Έμφαση στα εξωτερικά μετρήσιμα στοιχεία της συμπεριφοράς.

Β. Το περιβάλλον θεωρείται ως ο κύριος συντελεστής της συγκρότησης της συμπεριφοράς, μέσο της υπόθεσης ότι η μάθηση καθορίζεται από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος και όχι από τις ιδιότητες του ατόμου.

Γ. Η συνέχεια (o τύπος και ο ρυθμός της χρονικής σχέσης δύο τυχαίων συμβάντων, που επιτρέπει τη συσχέτισή τους) και η ενίσχυση (η διαδικασία για την αύξηση της πιθανότητας επανάληψης και της επανασύνδεσης των προαναφερθέντων συμβάντων) εκλαμβάνονται ως θεμελιώδεις παράγοντες της μαθησιακής διαδικασίας . 

Οι θεμελιωτές των συμπεριφοριστικών θεωριών θεωρούν τη μάθηση ως αλλαγή της συμπεριφοράς των ανθρώπων. Το ενδιαφέρον τους εστιάζεται στην εξωτερική συμπεριφορά, η οποία αποτελεί μετρήσιμη αντίδραση στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα. Οι σχεδιαστές προγραμμάτων και οι εκπαιδευτές διαμορφώνουν το μαθησιακό περιβάλλον κατάλληλα για την πρόκληση και ενίσχυση της επιθυμητής (αλλαγής ή διατήρησης) συμπεριφοράς.  Για την επίτευξη των ανωτέρω επιδιώξεων χρησιμοποιείται η προγραμματισμένη διδασκαλία, το σύστημα της οποίας επεξεργάστηκε κυρίως ο Skinner.

2. Γνωστικές θεωρίες

Οι γνωστικές θεωρίες που διατυπώθηκαν από τους J. Piaget, J. Bruner και R.M. Gagne, εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην λειτουργία του εγκεφάλου του υποκειμένου. Το άτομο ανακαλύπτει τη λύση ενός προβλήματος μετά τη διερεύνηση και οργάνωση όλων των πλευρών και συστατικών του με διάφορους τρόπους. Πρώτα δηλαδή το άτομο αντιλαμβάνεται τους υπάρχοντες αλληλοσυσχετισμούς των μερών του συνόλου και στη συνέχεια προχωρεί στη σύλληψη, η οποία επέρχεται ως «ξαφνική ανακάλυψη» και περιέχει πάντοτε ένα νέο, πρόσθετο και δημιουργικό στοιχείο. Η μάθηση κτίζεται σταδιακά, τα απλά στοιχεία αποτελούν τη βάση, πάνω στη οποία κτίζονται τα συνθετότερα. 

Οι γνωστικές διαδικασίες της μάθησης βρίσκονται στη αφετηρία διαφόρων θεωρητικών και ερευνητικών προσπαθειών που ασχολούνται με την αναδιοργάνωση της εμπειρίας, την επεξεργασία πληροφοριών, την μνήμη και την ανάκληση, όπως επίσης και την αντίληψη αφηρημένων εννοιών.

Ο γνωστότερος ίσως θεωρητικός στο πεδίο των γνωστικών επιστημόνων είναι ο Piaget. Ερεύνησε συστηματικά το ρόλο των εσωτερικών νοητικών λειτουργιών και είναι γνωστή η θεωρία του για τα τέσσερα στάδια της γνωστικής ανάπτυξης του ατόμου που αναδύονται στη πορεία της βιολογικής του ωρίμανσης, τα οποία αντιπροσωπεύουν ποιοτικές διαφορές στις διαδικασίες αντίληψης, κατανόησης και αναπαραγωγής του εξωτερικού κόσμου. Σημαντικό είναι το βάρος που απέδωσε στον ενεργό ρόλο του ατόμου κατά την απόκτηση της γνώσης, υπογραμμίζοντας ότι η ενεργητική μάθηση είναι πολύ πιο ικανοποιητική από την παθητική.

Ο Bruner δίνει έμφαση στη μάθηση μέσο της ανακάλυψης και της επίλυσης προβλημάτων, δηλαδή μέσο της διαδικασίας αναδιοργάνωσης ή μετατροπής στοιχείων και δεδομένων, με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται η κατάκτηση νέων γνώσεων.

Ο Gagne υποστηρίζει ότι η εκμάθηση κάθε νέας ικανότητας προϋποθέτει την εκμάθηση κατωτέρων ικανοτήτων, οι οποίες εμπεριέχονται στη νέα ικανότητα ως επιμέρους στοιχεία της. Δίνει δε έμφαση τόσο στις εσωτερικές συνθήκες (διάθεση, ετοιμότητα) όσο και στις εξωτερικές (διδακτικές ενέργειες).

 3. Ανθρωπιστικές θεωρίες

Οι θεωρίες αυτές αντιμετωπίζουν τη μάθηση μέσα από την προοπτική της ανάπτυξης της προσωπικότητας. Οι θεμελιωτές των ανθρωπιστικών θεωριών μάθησης, δεν δέχονται τον προκαθορισμό της εξέλιξης της συμπεριφοράς του ατόμου , ούτε από τους μηχανισμούς του υποσυνείδητου ούτε από τις περιβαλλοντικές επιρροές. Θεωρούν τη μάθηση ως αποτέλεσμα της συνειδητής και υπεύθυνης αξιοποίησης των δυνατοτήτων των ατόμων, των προσφερόμενων ευκαιριών και της εμπειρίας.

Ο Abraham Maslow  εισήγαγε το ιεραρχικό σύστημα των αναγκών του ατόμου. Στη βάση της κλίμακας τοποθετήθηκαν οι βιολογικές ανάγκες της συντήρησης, ακολουθούμενες από τις ανάγκες της ασφάλειας και της προστασίας. Στις επόμενες βαθμίδες τοποθετήθηκαν οι ανάγκες για αγάπη και φροντίδα, αυτοεκτίμηση και αναγνώριση, ενώ στη κορυφή τοποθετήθηκε η ανάγκη του ατόμου για αυτοπραγμάτωση. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί ως επιθυμία του ατόμου να προσεγγίσει την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του. Θεωρεί δε την εσωτερική υποκίνηση για μάθηση ως φυσική και πηγαία με στόχο αυτή καθαυτή την αυτοπραγμάτωση.

Ο Carl Rogers υποστηρίζει ότι η ολοκλήρωση του ατόμου πραγματοποιείται όταν διευκολυνθεί να αποκτήσει πλήρη εικόνα των δυνατοτήτων και των στόχων του. Ο δάσκαλος δεν είναι τόσο κάτοχος γνώσης προς μετάδοση όσο ένας καταλύτης που επιχειρεί να ενεργοποιήσει και υποκινήσει μια διεργασία μάθησης.

4. Θεωρίες κοινωνικής μάθησης

H θεωρίες κοινωνικής μάθησης, δίνοντας διαφορετική διάσταση στην έννοια της μάθησης, πρεσβεύουν ότι η μάθηση είναι η αλλαγή στη συμπεριφορά, που προκαλείται από το εξωτερικό περιβάλλον, ιδιαίτερα από τη συμπεριφορά των άλλων, η οποία λειτουργεί ως πρότυπο. Όμως το άτομο δεν αντιδρά μηχανιστικά στις εξωτερικές επιδράσεις. Τις επιλέγει, τις ερμηνεύει με βάσει τις προηγούμενες εμπειρίες του, τις οργανώνει και στη συνέχεια δρα. Υπάρχει συνεπώς αλληλεπίδραση ανάμεσα στις εξωτερικές επιδράσεις και το άτομο.

Ο Α. Bandura, διέπεται από την αντίληψη ότι η συμπεριφορά θεωρείται αποτέλεσμα της διάδρασης των ατόμων με το περιβάλλον και υπογραμμίζει τη διαλεκτική ποιότητα της σχέσης αυτής, κατά την οποία τα άτομα με τη συμπεριφορά τους επηρεάζουν το περιβάλλον, το οποίο με τη σειρά του επηρεάζει τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς τους. Οι διαφορές με τις οποίες οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το νέο οφείλονται σε ιδιαιτερότητες της συμπεριφοράς καθενός, όπως διαμορφώνονται από τον ξεχωριστό (για κάθε άτομο) τρόπο επεξεργασίας των εξωτερικών ερεθισμάτων. Η αλληλεπίδραση των εκπαιδευομένων μέσα από την ομαδική εργασία αποτελεί μία από τις ποιο αντιπροσωπευτικές και αποτελεσματικές εφαρμογές των θεωριών αυτών, όπως και οι προσπάθειες των δασκάλων να προωθήσουν την ενεργητική συμμετοχή των μαθητών.