!ρίζες της γλώσσας του homo sapiens

!ήδη όταν ήμουν μαθητής υποψιάστηκα μήπως δέν είναι μόνο οι !ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που έχουν κοινή καταγωγή, αλλα και όλες οι γλώσσες του κόσμου. !ώς φοιτητής άρχισα να βρίσκω πολλά στηρίγματα και βεβαιώθηκα για αυτήν τη γνώμη, και αφότου απεφοίτησα και απολύθηκα απο το στρατό άρχισα να συγκεντρώνω σε ένα σημειωματάριο (ατζέντα) όσα στοιχεία έβλεπα πως οδηγούν στην ανακάλυψη ριζών της γλώσσας του homo sapiens, οι οποίες ρίζες έχουν παραγάγει απέραντη πληθώρα λέξεων σε γλώσσες που θεωρούνται μεταξύτους ξένες. !σε εκείνη την ατζέντα (που την κρατάω ώς ενθύμιο, γιατί έχει μιά σημείωση που μου είχε γράψει ο αρχαιολόγος mανόλης aνδρόνικος) επάνω έγραψα το σύνθημαμου:

«!οι λέξεις είναι πολλές, οι ρίζες είναι λίγες»

!απο εκείνα τα χρόνια που απολύθηκα απο το στρατό είχα σκοπό να γράψω αυτό που αρχίζω και γράφω τώρα εδώ, αντιγράφοντας τις πρόχειρες σημειώσεις της ατζέντας.

!η επιστήμη του 20ου αιώνα θεωρεί πως οι σημερινές γλώσσες ανήκουν σε καμιά δεκαριά μεγάλες γλωσσικές οικογένειες (όπως π.χ. η ινδοευρωπαϊκή, η σημιτική), με εξαίρεση κάμποσες γλώσσες που δέν μπορούν να ενταχθούν σε κάποια γλωσσική οικογένεια οπότε ονομάζονται «μεμονωμένες» (isolates). !απο πολύ νωρίς αντιλήφθηκα πως είναι βλακεία να θεωρούμε οποιαδήποτε γλώσσα μεμονωμένη. !αυτός ο χαρακτηρισμός πάντοτε βασίζεται σε σαθρά επιχειρήματα. !όλες οι γλώσσες που χαρακτηρίζονται μεμονωμένες, (isolates), είναι γλώσσες που δέν είναι γνωστή καμιά παλαιάτους μορφή, που να πλησιάζει προς την αρχική γλώσσα. !παράδειγμα η !βασκική ή η !αϊνου, απο πόσο παλιά γνωρίζουμε αυτές τις γλώσσες; απο τον 16ο αιώνα μ.!χ.; απο τον 18ο; !μιλάμε για γλώσσες που μόλις χτές εμφανίσθηκαν, άν και υπήρχαν απο τότε που υπάρχουν όλες οι γλώσσες του κόσμου. !αντικειμενικά δέν υπάρχει παλιά και νέα γλώσσα, όλες οι γλώσσες είναι εξίσου παλιές. !η διαφορά είναι οτι αλλονών γλωσσών γνωρίζουμε παλαιότατες μορφές, όπως λόγου χάρη η ελληνική, ενώ αλλονών γλωσσών γνωρίζουμε μόνο πολύ πρόσφατες μορφές, παράδειγμα οι γλώσσες των ιθαγενών της !αυστραλίας, που μόλις άρχισαν να γίνονται γνωστές τον 18ο μ.!χ. αιώνα. !οι «πρόσφατες» γλώσσες δέν βοηθάνε και τόσο στην ανακάλυψη ριζών της γλώσσας του homo sapiens. !όταν βρίσκονται ομοιότητες μεταξύ γλωσσών που μιλιούνται στην εποχήμας, είναι κατα κανόνα τυχαίες. !για παράδειγμα, ένας γνωστόςμου μου είπε πως τα αγάλματα της !νήσου του !πάσχα ονομάζονται απο τους ιθαγενείς mata kite rani. !σου θυμίζει αυτό τίποτε; μου είπε. !όχι, είπα, τίποτε δέν μου θυμίζει. !μου εξήγησε τότε οτι mata kite rani σημαίνει «το μάτι που κοιτάει τον ουρανό». !τώρα δέν φαίνεται η ομοιότητα; με ρώτησε. !ομοιότητα με τί; απάντησα, δέν καταλαβαίνω. !μου εξήγησε την ομοιότητα με το νέο ελληνικό: «μάτι κοιτάει ουρανό». !συγνώμη, μόνο ένας ηλίθιος μπορεί να συσχετίζει τέτοιες επιφανειακές ομοιότητες. !να μου έλεγε οτι υπάρχει κάποια ομοιότητα με την παλαιότατη γνωστή μορφή της ελληνικής γλώσσας, θα το σκεφτόμουν. !αλλα ομοιότητα με τα νέα ελληνικά, τί άλλο μπορεί να είναι παρα τυχαία! !εκτός κι άν οι νεοέλληνες αποίκισαν το !νησί του !πάσχα και δέν το ξέρανε. !η συγκριτική γλωσσολογία είναι μιά άκρως σοβαρή επιστήμη, που δέν συγκρίνει ποτέ λέξεις. !συγκρίνει μόνο ρίζες. !πρώτα βρίσκουμε σε κάθε γλώσσα τη ρίζα, και έπειτα συγκρίνουμε τις ρίζες διαφορετικών λέξεων. !οι λέξεις στη συγκριτική γλωσσολογία έχουν αξία μόνο στο βαθμό που βοηθάνε να βρούμε κάποια ρίζα, διαφορετικά δέν ενδιαφέρουν. !το «μάτι» και το «κοιτώ» είναι νέες ελληνικές λέξεις, δέν υπήρχαν στα αρχαία ελληνικά. !το «ουρανός» υπήρχε στα αρχαία και με τη μορφή ώρανος, αλλα ποιά ήταν η αρχικήτου σημασία; «αυτός που βρέχει», προφανώς μορφή αντίστοιχη του σανσκριτικού wáru,na: ο !θεός των υδάτων. !άν το «μάτι» και το «κοιτώ» υπήρχαν στα αρχαία ελληνικά, θα μου έκανε όντως εντύπωση η ομοιότητα. !αλλα όποιος νομίζει πως η σημερινή ελληνική γλώσσα ήταν έτσι απο την αρχαιότητα, είναι βλάκας ή για βλάκες μας περνάει.

!άν θέλετε να εξετάσουμε το mata kite rani επιστημονικά, το μέν mata προφανώς προέρχεται απο πανανθρώπινη ρίζα mjaq απο όπου το τουρκικό baq- (κοιτάζει), βασκικά begi = μάτι, ιαπωνικά me (μάτι), meru (κοιτάζει), στα παλιά κινέζικα mjuq (μάτι), και απο κάποια αλταϊκή γλώσσα προήλθε το σανσκριτικό muqunda (όνομα του !θεού, στην πραγματικότητα ήταν ένα είδος μετοχής που σήμαινε «αυτός που βλέπει»). !όταν συγκρίνουμε λέξεις διαφορετικών γλωσσών πάντοτε θυμόμαστε τους φωνολογικούς κανόνες της κάθε γλώσσας. !δέν γίνεται στα τουρκικά να βρούμε λέξη maq-, διότι το αρχικό m- στις τουρκικές γλώσσες έχει εξ ολοκλήρου τραπεί σε b- (το ίδιο φαινόμενο βρίσκεται σε όλες τις αλταϊκές γλώσσες, αλλα όχι στην πληρότητα με την οποία βρίσκεται στην τουρκική). !ούτε γίνεται σε !πολυνησιακή γλώσσα να βρούμε λέξη maqta, αφού καμιά !πολυνησιακή γλώσσα δέν επιδέχεται δύο σύμφωνα διαδοχικά, επιβάλλεται το κάθε σύμφωνο να ακολουθείται απο φωνήεν, οπότε άν παλιά υπήρχε maqta, αυτό οπωσδήποτε θα γινόταν mata. !το ίδιο στα ιαπωνικά δέν είναι δυνατόν να βρούμε *mek ή *mekru, διότι στα ιαπωνικά επίσης δέν επιτρέπεται σύμφωνο που να μήν ακολουθείται απο φωνήεν. !παρακάτω, το kite είναι μάλλον απο την πανανθρώπινη ρίζα eq (βλέπει), απο όπου η ελληνική ρίζα οπ- (στα σανσκριτικά aq-, λατινικά oq-, και ανάλογα στις άλλες !ι.!ε. γλώσσες), στα σουμερικά “igi” (μάτι), στα τουρκικά uq- (αντιλαμβάνεται, καταλαβαίνει), δηλαδή μάλλον το kite προέρχεται απο κάποιον παλιότερο τύπο iqite, όπου το –ite είναι κάποια παραγωγική κατάληξη. !το δέ rani, είναι απο παλιό !αυστρονησιακό daŋi (είναι συνηθισμένη στις !αυστρονησιακές γλώσσες η τροπή d- σε l- ή r-, παράδειγμα το πρωτο-!αυστρονησιακό duha (δύο) που έγινε σε νεότερες γλώσσες luwa ή ruwa.

!φυσικά το πρωτο-!αυστρονησιακό duha (δύο) συγγενεύει με το !π.!ι.!ε. duw- απο όπου το ελληνικό «δύο», αλλα και σε άλλες γλώσσες υπάρχουν συγγενείς, στα αραβικά taw-aaman (δίδυμοι), στα σουμερικά «dab» (ζευγάρι), ενώ στα τουρκικά jap- απο δap- (ενώνει δυό πράγματα) απο όπου διακρίνω την πανανθρώπινη ρίζα dav (ζεύγος), απο την οποία ρίζα πιθανώς και το κινέζικο dzjep ( =σμίγουν).

!τώρα που ξέρουμε τον πρωτο!αυστρονησιακό τύπο daŋi (ουρανός), δικαιούμαστε και υποχρεούμαστε να τον συγκρίνουμε με παλαιούς τύπους άλλων γλωσσών, το τουρκικό teŋeri (ουρανός, !θεός), το σουμερικό «diŋir» (προφερόμενο deŋer(i) = ουράνιος, θεός), το κινεζικό tien  (γράφεται = ουρανός, !θεός), απο την ίδια ρίζα και το διεθνές γνωστό jaŋ = ηλιόφως, φωτεινό, θετικό (προερχόμενο απο djaŋ, βλέπε λεξικό Kalgren), και στα ελληνικά τους τύπους !ζηνός, !ζηνί, !ζήνα (= !διός, !διί, !δία) απο djeeŋ-os, djeeŋ-ej, djeeŋ-m, (σανσκριτικά: ρίζα din = ηλιόφως, dina = φώς της ημέρας), την σημιτική ρίζα шam- (ουρανός, εξ ου шamaш= ήλιος) απο όπου ολοφάνερη γίνεται η πανανθρώπινη ρίζα djeŋ που σήμαινε τον ουρανό ώς έμψυχο όν, τον !θεό. !υπήρχε και μία άλλη πανανθρώπινη ρίζα που σήμαινε τον ουρανό ώς στοιχείο της φύσης, η ρίζα φαίνεται απο το τουρκικό kœk (ουρανός, γαλάζιο), το ακκαδικό kak-ab (αστέρι, συχνά στη φράση kakab шame= αστέρι του ουρανού) και το σανσκριτικό aaqaaшa (ουρανός, αιθέρας). !σημειωτέον οτι το ш (ś) προέρχεται απο k στα σανσκριτικά, το δέ aa- είναι σανσκριτική πρόθεση με την έννοια «τέρμα, μέχρι». !απο αυτά βγάζουμε την πανανθρώπινη ρίζα qeek που σήμαινε τον ουρανό ώς φαινόμενο, στοιχείο της φύσης. (το σανσκριτικό gaganam =ουρανός, είναι μέν ομόρριζο, αλλα δάνειο στα σανσκριτικά απο κάποια προ-άρεια, πιθανότατα αλταϊκή γλώσσα). !στα τουρκικά δέν είναι δυνατόν να βρούμε λέξη με q και k μαζί, διότι με πρόσθια φωνήεντα είναι αποδεκτό μόνο το k ενώ με οπίσθια φωνήεντα αποδεκτό μόνο το q. !μέχρι εδώ πρέπει να έχουν γίνει καλώς κατανοητές κάποιες βασικές αρχές: οι επιφανειακές ομοιότητες μεταξύ προσφάτων γλωσσών δέν σημαίνουν τίποτε. !αλλα όταν, λαμβάνοντας υπόψη τους φωνητικούς νόμους της κάθε γλώσσας, φτάνουμε στις ρίζες, αποκαλύπτεται η συγγένεια μεταξύ γλωσσών που κατα παράδοση θεωρούνται τελείως άσχετες μεταξύτους.

!τώρα, έχω ακούσει απο χείλη σπουδαγμένων, μορφωμένων και παραμορφωμένων ανθρώπων τα εξής: «τί σχέση μπορεί να έχουν γλώσσες φυλών με τεράστια γεωγραφική απόσταση;». !πίσω απο αυτήν την βλακώδη απορία κρύπτεται η πονηρία που όταν βρίσκει ομοιότητες μεταξύ γεωγραφικώς κοντινών γλωσσών, λέει οτι πρόκειται για γλωσσικά δάνεια. !όταν βρίσκει ομοιότητες μεταξύ γεωγραφικώς μακρινών γλωσσών, λέει οτι πρέπει να είναι τυχαία η ομοιότητα, δέν γίνεται αλλιώς. !αλλα περισσότεροι είναι οι άσχετοι που πιάνονται απο επιφανειακές ομοιότητες όπως ο πνιγμένος πιάνεται απο τα μαλλιάτου, ή όπως οι αγγλόφωνοι λένε, ο πνιγμένος πιάνεται απο ένα άχυρο, για να αποδείξουν οτι όλοι οι πολιτισμοί ξεκίνησαν απο την δικιάμας χώρα, τέτοια παραδείγματα σας ανέφερα παραπάνω με το mata kite rani, ακόμη παρουσιάζουν με πολλά θαυμαστικά το αυστρονησιακό qapala (κεφάλι), το οποίο είναι απλούστατα δάνειο απο το σανσκριτικό qapaala – την ίδια ώρα που λένε πως μύθος είναι η !ι!ε γλωσσική οικογένεια. !αυτονών των ανθρώπων τα επιχειρήματα δέν είναι επιχειρήματα, είναι ο καυτόςτους πόθος να πιστέψουν σε κάτι που τους ηδονίζει και τους παρηγορεί, χωρίς καμιά ελπίδα στον κόσμο. !κάποιος θα έπρεπε να τους μάθει οτι πραγματική ελπίδα βρίσκεται μόνο στο Θεό ο οποίος έπλασε όλους τους ανθρώπους και έδωσε τον ίδιο νόμο σε όλους, αυτός ο ενιαίος νόμος είναι η μόνη ελπίδα της ανθρωπότητας, και όχι οι διαφοροποιήσεις σε ιδεολογίες και θρησκείες διαφορετικών εθνών.

!άς συγκρίνουμε το τουρκικό boq (κόπρανα, βρωμιά όπως π.χ. σκουριά) με το !ι.!ε. λατινικό faeces (που έχει ακριβώς την ίδια σημασία), εξ ου το αγγλικό defecate. !απο αυτά βγαίνει με σαφήνεια η πανανθρώπινη ρίζα pheq (κόπρανα, βρωμιά που βγαίνει απο ένα σώμα). !μή μου πείτε οτι πρόκειται για γλωσσικό δανεισμό, γιατί τέτοιες λέξεις δέν λείπουν απο κανέναν λαό για να χρειασθεί να τις δανεισθεί απο άλλον. !όσον αφορά τη γεωγραφική απόσταση, ήτανε πάντα τόσο μεγάλη; !ήτανε εξ αρχής η ανθρωπότητα εξαπλωμένη σε όλη τη γή; !ήταν εξ αρχής διαιρεμένη η ανθρωπότητα σε φυλές; !απο έναν περιορισμένο γεωγραφικό χώρο απλώθηκε η ανθρωπότητα σε όλη τη γή, και αρχικά δέν υπήρχε διαίρεση σε φυλές. !επιπλέον, προσέξετε πολύ καλά το εξής: η σχέση σημαινομένου και σημαίνοντος δέν ήταν συμβατική ούτε τυχαία, ήταν αντικειμενική. !τουτέστιν, στην γλώσσα του homo sapiens, την μοναδική πανανθρώπινη γλώσσα, κάθε συνδυασμός φθόγγων είχε μιά αντικειμενική σημασία. !ο κάθε φθόγγος απο τη φύσητου έχει μιά αντικειμενική σημασία, και συνεπώς ο κάθε συνδυασμός φθόγγων έχει απο τη φύσητου μιά αντικειμενική σημασία, και προκαλεί στον άνθρωπο ένα ορισμένο συναίσθημα. !στη φύση το κάθε τί έχει μιά ορισμένη αντικειμενική σημασία. !αυτό ακριβώς συμβαίνει με τα σύμβολα (αριθμητικά ή άλλα) τα οποία συντιθέμενα δίνουν χρησμούς στα πάμπολλα συστήματα μαντικής που χρησιμοποιούνται απο τα αρχαία χρόνια. !οι άνθρωποι, όλοι με τον ίδιο τρόπο, αντιλαμβάνονταν την αντικειμενική σημασία του κάθε συνδυασμού φθόγγων. !στη γλώσσα του homo sapiens η κάθε ρίζα αποτελούνταν απο ένα ή δύο σύμφωνα. !σπανίως οι δισύμφωνες ρίζες επεκτείνονταν με ένα τρίτο σύμφωνο. !οι τρισύμφωνες ρίζες ήταν αντιληπτές όπως σήμερα αντιλαμβανόμαστε τις σύνθετες λέξεις. !τα δύο πρώτα σύμφωνα αποτελούσαν το κύριο μέρος της ρίζας, το δέ τρίτο σύμφωνο, όταν χρησιμοποιούνταν, εξειδίκευε τη ρίζα. !δεδομένου λοιπόν οτι τα απλά σύμφωνα ήταν λίγα τον αριθμό, η συντριπτική πλειονότητα των ριζών της γλώσσας του homo sapiens ήταν δισύμφωνες ρίζες. (άν και πρέπει απο τώρα να πώ οτι στις δισύμφωνες ρίζες μπορούσαν να προστίθενται ημίφωνα που διαφοροποιούσαν τη σημασία των ριζών). !την κάθε ρίζα την αντιλαμβάνονταν και την ένιωθαν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο, διότι ένιωθαν και αντιλαμβάνονταν την αντικειμενική σημασία του συνδυασμού των (συνήθως δύο) συμφώνων. !η απόδοση συμβατικών σημασιών στις λέξεις άρχισε πολύ δειλά και με πολύ αργό ρυθμό μόνο γύρω στα 10000 π.!χ.. !τί είναι δέκα χιλιάδες χρόνια μπροστά στις εκαντοντάδες χιλιάδες χρόνια που μιλιόταν η γλώσσα του homo sapiens; !ήδη το 400000 (τετρακόσιες χιλιάδες) π.!χ. οι άνθρωποι μιλούσαν έναρθρη γλώσσα, όπως αποδείχθηκε απο την εξέταση του κρανίου του «ανθρώπου του !πεκίνου» (αυτό μπορεί να άρχισε απο πολύ παλιότερα). !άλλωστε ακόμη και οι πίθηκοι (που δείχνουν προηγούμενα στάδια της εξέλιξης του ανθρώπου) έχουν τη δικήτους γλώσσα φθόγγων, κινήσεων και μορφασμών. !πειράματα με πιθήκους δείχνουν οτι και μόνο απο ήχους καταλαβαίνουν. !παράδειγμα, έβρεχαν έναν χιμπατζή και ηχογραφούσαν τις κραυγέςτου (οι πίθηκοι απεχθάνονται πάρα πολύ τη βροχή, όπως οι γάτες). !όταν έβαλαν τις κραυγές ηχογραφημένες να τις ακούσουν άλλοι πίθηκοι, τρέχανε στα υπόστεγα να μή βραχούν. !όμοια έβαλαν πιθήκους να ακούσουν ηχογραφημένες κραυγές πιθήκου που του έδειχναν ένα φίδι, τότε οι πίθηκοι τρομαγμένοι έτρεχαν στα πιό ψηλά κλαδιά να γλυτώσουν απο τον κίνδυνο που νόμιζαν, όπως κάνουν όταν δούν πραγματικό φίδι. !τί είναι λοιπόν τα δέκα χιλιάδες χρόνια; μόλις χτές προχτές άρχισαν οι άνθρωποι να δίνουν συμβατικές σημασίες στις λέξεις. !θέλετε παραδείγματα αντικειμενικών σημασιών κάποιων συνδυασμών φθόγγων; !πάρα πολλά παραδείγματα θα βρείτε εδώ: είναι οι ρίζες της γλώσσας του homo sapiens, που τις επισημαίνω με κίτρινο χρώμα. !με γαλάζιο επισημαίνω τους κανόνες, κυρίως φωνητικούς νόμους, διαφόρων γλωσσών. !να θυμάστε οτι η κάθε ρίζα της πανανθρώπινης γλώσσας ορίζεται μόνο απο τα σύμφωνα (καί τα ημίφωνα). !τα φωνήεντα της πανανθρώπινης γλώσσας, σύμφωνα με την έρευνάμου, ήταν μόνο τρία, !α, !ε, και !ο, τα οποία χρησιμοποιούνταν άλλοτε με μακρά διάρκεια και άλλοτε με βραχεία. !φαίνεται να υπήρχε και ένα τέταρτο φωνήεν, ένα κλειστό α, περίπου ίδιο με το τουρκικό ı, το οποίο συνήθως γράφεται ə και ονομάζεται με την εβραϊκή ονομασία schwa. !αυτό κατα τη γνώμημου δέν αλλάζει τη θεωρία των τριών φωνηέντων. !το ə ήταν στην πραγματικότητα το βραχύ α, που προφερόταν κάπως πιό κλειστό απο το μακρό α. !τα φωνήεντα δέν όριζαν και δέν άλλαζαν τη λεξική σημασία των ριζών, μόνο προσδιόριζαν κάποιες γραμματικές σημασίες στις λέξεις. !στην ιστορική εποχή, το καλύτερο παράδειγμα γλωσσών που οι ρίζες ορίζονται μόνο απο τα σύμφωνα, είναι οι σημιτικές γλώσσες, που έχουν ρίζες επι το πλείστον τρισύμφωνες. !χαρακτηριστικό είναι οτι οι σημιτικές γλώσσες αντιστάθηκαν απο όλες τις γλώσσες περισσότερο στις αλλοιώσεις που επιφέρει ο χρόνος, διότι η φύση των ριζών αποθαρρύνει τις αλλοιώσεις: και ένα μόνο σύμφωνο να αλλάξει, θα αλλάξει η σημασία της ρίζας, πράγμα που θα καθιστούσε αδύνατη την επικοινωνία, γι’ αυτό οι σημιτικές γλώσσες έχουν τη μεγαλύτερη συντηρητικότητα. !αλλα στο έπακρον συντηρητική ήταν η γλώσσα του homo sapiens: κάθε αλλοίωση της μορφής θα σήμαινε αλλοίωση του νοήματος, οπότε δέν επιτρεπόταν.

!άλλοτε το γράφω ǝ και άλλοτε ı (το δεύτερο όταν είναι σε νεότερες τουρκικές γλώσσες), είναι ο ίδιος φθόγγος.

!μπορούμε τώρα να εξετάσουμε περισσότερες ρίζες. !απο το σουμερικό toŋ (γράφεται TÚN) (πέλεκυς, τσεκούρι), ακκαδικό šum (κόβει, σφάζει), το !ι.!ε. τέμ-νω και βεβαίως το ινδιάνικο toma-hok φαίνεται με σαφήνεια η πανανθρώπινη ρίζα tem (κομματιάζει, κόβει με δυνατά χτυπήματα). !τα τελικά έρρινα έχουν πολύ κακοποιηθεί στη σουμερική γλώσσα, όπου κανένα σύμφωνο δέν μπορούσε να προφερθεί χωρίς να ακολουθείται απο φωνήεν, επομένως δέν μπορούσε να προφερθεί σύμφωνο στο τέλος λέξης. !όταν λοιπόν μιά λέξη τελείωνε σε έρρινο, όπως εν προκειμένω σε  -m, απο αυτό έμενε μόνο μιά ερρινοποίση στο προηγούμενο φωνήεν. !έπειτα αυτή η ερρινοποίηση γινόταν αντιληπτή σάν –ŋ, το οποίο με τη σειράτου ήταν εύκολο, κατα τους φωνητικούς νόμους της σουμερικής, να τραπεί σε –m. !ενώ οι ακκάδιοι (στα σουμερο-ακκαδικά λεξικά οφείλουμε όλη την ελλιπέστατη γνώση που έχουμε της σουμερικής γλώσσας) συνήθως αντιλαμβάνονταν την ερρινοποίηση σάν ένα –n (όπως και εμείς συνήθως αναπαράγουμε τη γαλλική ερρινοποίηση ώς ν, π.χ. στη λέξη μπιμπερόν). !γι’ αυτό τα !σουμερικά της σφηνοειδούς δέν βοηθάνε στο να καταλάβουμε ποιό ακριβώς ήταν το έρρινο στο τέλος των σουμερικών λέξεων.

!στα !ιαπωνικά koe, (φωνή), τουρκικά kyy (δημόσιος λόγος, φήμη), σουμερικά “gú” (φωνή, αίτημα), δείχνουν μιά πανανθρώπινη ρίζα ≃ cew (δυνατή φωνή, παρέμβαση). !απο αυτήν τη ρίζα πρέπει να είναι το ελληνικό γέγωνε (με αναδιπλασιασμό και πρόσφυμα –ν) και τα: γόος, γόης, γοερός.

!απο το (σημιτικό) αραβικό kaar (κέρδος), το τουρκικό qazğan- και το !ι.!ε. ελληνικό κέρδος φαίνεται η πανανθρώπινη ρίζα ≃ ker (κερδίζει). !ο τουρκικός τύπος έχει q εκεί που θα περιμέναμε k, διότι το ğ του προσφύματος απαίτησε να έχει η λ. μόνο οπίσθια φωνήεντα, που πάνε με q και όχι k. !η γλώσσα του homo sapiens είχε τρία διαφορετικά είδη r, όπως και τρία είδη L, δέν ξέρω ποιό είδος ήταν εδώ, ίσως μπορεί να βοηθήσει η τροπή σε z στα τουρκικά. !οι τουρκικές γλώσσες υπόκεινται σε μιά βασική διαίρεση: σε ζ-τουρκικές και σε ρ-τουρκικές γλώσσες. !οι ζ-τουρκικές γλώσσες έχουν ζ και ш εκεί που οι ρ-τουρκικές έχουν ρ και λ αντίστοιχα. !το ζ (z) των τουρκικών γλωσσών συνήθως προέρχεται απο κάποιο είδος ρ. !σημειωτέον οτι η διαφοροποίηση μεταξύ ζ-τουρκικών και ρ-τουρκικών γλωσσών άρχισε αρκετές χιλιάδες χρόνια π.!χ., και η διάκριση βρίσκεται όχι μόνο στις τουρκικές αλλα και στις άλλες αλταϊκές γλώσσες που είναι: !ιαπωνική, !κορεατική, !αϊνου, γλώσσες της ομάδας Manchu Tungus, !μογγολική, !βάσκικη, !σουμερική, καθώς και κάποιες σιβηριανές γλώσσες που θεωρούνται «μεμονωμένες». !η αλταϊκή γλωσσική οικογένεια είναι όχι λιγότερο ευρεία απο την !ινδοευρωπαϊκή, αλλα αμφισβητείται διότι ελάχιστα είναι γνωστές αλταϊκές γλώσσες παλαιών εποχών, ενώ φωνητικώς οι αλταϊκές γλώσσες δέν είναι πολύ συντηρητικές. !η σουμερική γλώσσα άν και αρχαία είναι ελάχιστα γνωστή διότι μόνο κατα ανεπαρκή προσέγγιση αποδίδεται απο την σφηνοειδή γραφή, και ακόμη η μορφή της !σουμερικής που δίνεται απο τη σφηνοειδή ανήκει σε μιά όψιμη εποχή κατα την οποία η !σουμερική είχε υποστεί μεγάλες φωνολογικές αλλοιώσεις. !όλες οι αλταϊκές γλώσσες που ανέφερα εμπίπτουν σε μία ομάδα, είτε των ρ-αλταϊκών είτε των ζ-αλταϊκών γλωσσών. !για παράδειγμα, η !ιαπωνική είναι στην πραγματικότητα μιά ζ-τουρκική γλώσσα. !αρκεί να παρατηρήσετε το ιαπωνικό koshi (οσφύς, μέση), συγγενές του τουρκικού quшan- (ζώνεται), που μαρτυρούν μιά ρίζα qoљ. !η !μογγολική, η !βασκική, και η !σουμερική είναι ρ-αλταϊκές γλώσσες. !ώς μιά τρίτη, κάπως πιό απομακρυσμένη ομάδα αλταϊκών γλωσσών μπορούν να θεωρηθούν οι αμερικανικές γλώσσες, οι οποίες έχουν tl στη θέση του αλταϊκού r/z, μπορούν λοιπόν να ονομασθούν tl-αλταϊκές γλώσσες. !θα αναφέρω ώς παράδειγμα το αζτέκικο atl (νερό), στα βάσκικα ur (νερό), ελληνικά ουρανός, ώρανος, σανσκριτικά το όνομα του θεού waru,na (το οποίο στα ελληνικά έχει τη μορφή ουρανός με την έννοια «αυτός που φέρνει το νερό»).

!απο πανανθρώπινη ρίζα ≃ qer, το τουρκικό qır- (σπάζει, αρχικά με έννοια πιό ήπιας πράξης) είναι μάλλον συγγενές του ιαπωνικού kiri (κόβει), άν και εδώ υπάρχει φόβος να μπερδευτούμε απο τη ρίζα kes (κόβει), απο την οποία μπορεί να είναι το ελληνικό κείρω (ker-joo). !η ρίζα kes βρίσκεται ώς τουρκικό ρήμα, αλλα επίσης βρίσκεται στο κέστρα (μάχαιρα) των !μακεδόνων, ακριβώς αντίστοιχο του σανσκριτικού шastra (μάχαιρα, γενικώς: αγχέμαχο όπλο).

!το σουμερικό «kud» / “kid” (κόβει, κομματιάζει) είναι απο άλλη ρίζα, απο την οποία και το !π!ι!ε s-chid (ελληνικά: σχίζω, λατινικά scindo, γερμανικά scheiden). !πανανθρώπινη ρίζα khejd (κομματιάζει).

!η σύγκριση υποτιθέμενα άσχετων γλωσσών αποκαλύπτει επίσης γραμματικά μορφήματα (στην πραγματικότητα και τα γραμματικά μορφήματα ήταν λεξικά μορφήματα. !όλες οι γραμματικές λειτουργίες στη γλώσσα του homo sapiens εξυπηρετούνταν μέσω της χρήσης των φωνηέντων και μέσω χρήσης διαφόρων λέξεων, και μέσω της καθορισμένης σειράς των λέξεων). !ένα πολύ συνηθισμένο γραμματικό μόρφημα ήταν το ii, που μπορούσε να ημιφωνοποιηθεί σε j, αυτό ήταν κατάληξη που σχημάτιζε επίθετα (αρχικά ήταν απλούστατα είδος δεικτικής αντωνυμίας: «τέτοιου είδους»). !αυτή η κατάληξη συνηθίζεται σε αραβικά επίθετα, χρησιμοποιείται επίσης (ώς -i) σε όλα τα ιαπωνικά επίθετα, π.χ. nagai (μακρύ) katai (σκληρό, δύσκαμπτο), kuroi (μαύρο), shiroi (άσπρο) κ.ο.κ. !στα τουρκικά χρησιμοποιείται σε πολλά επίθετα παραγόμενα απο ουσιαστικά, όπως tıшı (θηλυκό) απο tıш (θηλυκά όργανα), kœti (κακής ποιότητας, άνανδρος) απο kœt (πρωκτός), όπως και στα νέα ελληνικά λέμε «του コーロォウ», teŋeri (ουράνιος, θεός) απο *teŋer (ουρανός). !στην !π.!ι.!ε. γλώσσα η συνηθισμένη κατάληξη επιθέτων προερχόμενων απο ουσιαστικά είναι j- (ακολουθούμενο απο την πτωτική κατάληξη της λέξης), όπως για παράδειγμα το μυκηναϊκό ελληνικό wrine-j-os (δερμάτινος) απο wrin-os (δέρμα). !το ινδοευρωπαϊκό j είναι ένα i ακολουθούμενο απο φωνήεν.

!στα ελληνικά ρήματα κρύπτω και καλύπτω βρίσκουμε ένα πρόσφυμα –υπ-. !το πρόσφυμα (άραγε ίδια ρίζα με το υπό;) φαίνεται να είχε την έννοια «κάνω να μή φαίνεται». !αφαιρώντας αυτό το πρόσφυμα βρίσκουμε στο κρύπτω την ρίζα ker, ίδια και στο τουρκικό kiz- (κρύβει), ενώ στο καλύπτω βρίσκουμε τη ρίζα kel (στεγάζει), την οποία βρίσκουμε στο λατινικό cella (δωμάτιο, εξ ου κελλί και κελλάρι), στα σανσκριτικά шala (δωμάτιο, εξ ου σάλα και σαλόνι), στα !αζτέκικα calli (σπίτι). !στα παλαιά !τουρκικά υπάρχει kiz = κουτί, βαζάκι, θήκη, πιθανώς απο την ίδια ρίζα με το kiz- (κρύβει), οπότε η αρχική σημασία της ρίζας θα ήταν «βάζει μέσα σε θήκη».

!στα !σουμερικά το φίδι λεγόταν ŋoш (γράφεται MuŠ), στα !ταϊλανδικά ŋu, στα !αζτέκικα koa, εβραϊκά nahas, το σανσκριτικό naga πρέπει να είναι δάνειο, ίσως αλταϊκό. !απο αυτά διαπιστώνουμε τη ρίζα ≃ ŋoh (φίδι), μόνο που το τελικό σύμφωνο δέν είναι σαφές (το τελικό –š στα !σουμερικά μπορεί να προέρχεται απο διάφορους συριστικούς φθόγγους, ακόμη και απο οδοντικό ή και απο ñ). !απο εδώ διαφαίνεται ένας φωνητικός νόμος της !αζτέκικης, οτι έτρεψε το αρχικό ŋ- σε k- (πάντως δέν υπάρχει φθόγγος ŋ στην αζτέκικη γλώσσα). !ανάλογα οι σημιτικές γλώσσες έτρεψαν το ŋ σε n, ενίοτε σε m. !απο άλλη ρίζα είναι το πρωτο!αυστρο-ασιατικό bes (φίδι) συγγενές του ελληνικού όφις, απο ρίζα ≃ phes.

!στα !τουρκικά qara (μαύρο), !μογγολικά qhar (μαύρο), !σουμερικά “kur” (ο κάτω κόσμος, ο άδης), στα !ιαπωνικά kuroi (μαύρο), στα !ελληνικά: !χάρων, μαρτυρούν μιά πανανθρώπινη ρίζα qhar (σκοτάδι, μαυρίλα). !το ιαπωνικό kurai (σκοτεινό) παρόλο που μοιάζει τόσο, είναι μάλλον απο άλλη ρίζα, απο όπου το ελληνικό κελαινός και το σανσκριτικό qr,s,ná (απο !π.!ι.!ε. *qelǝsnó-), η ρίζα μάλλον ήταν qel (σκοτεινό, δυσάρεστο, δυσοίωνο). !και πάλι, δέν πρέπει να παρασυρθούμε απο την ομοιότητα με το τουρκικό kœlice (σκιά), διότι οι τουρκικές γλώσσες διατήρησαν πιστά τη διάκριση μεταξύ πρόσθιων και οπίσθιων ουρανικών φθόγγων, και δέν στέκει να έχουν k στη θέση του πανανθρώπινου q. !άλλωστε η σημασία «σκιά» απομακρύνεται αρκετά απο την έννοια του σκοτεινού, δυσοίωνου. !η ιαπωνική έχει χάσει τη διάκριση μεταξύ πρόσθιων και οπίσθιων ουρανικών συμφώνων, άν και αυτή η διάκριση μάλλον υπήρχε στα παλιά ιαπωνικά (μέχρι μερικούς αιώνες μετά το 1000 μ.!χ.).

!ακριβώς επειδή οι τουρκικές γλώσσες διατήρησαν πιστά τη διάκριση πρόσθιων και οπίσθιων ουρανικών που υπήρχε στη γλώσσα του homo sapiens, είναι μάλλον τυχαία η ομοιότητα του τουρκικού qarı (γέρικο, γέρος) με τα !ι.!ε. ελληνικά γέρων, γήρας (στα σανσκριτικά cara = γήρας) που καθώς φαίνεται είχαν c-.

!το τουρκικό quru (ξερό) έχει οπωσδήποτε συγγένεια με το !ι.!ε. ελληνικό ξηρόν, αλλα κάτι περίεργο συνέβη φωνολογικά. !απο τί προήλθε το s του qseer-on; πιθανώς αντίστοιχο αυτού του s είναι το r του quru, οπότε η ρίζα ήταν qos ή qoh (ξερό). –ro(s) είναι συνηθισμένη !π.!ι.!ε. κατάληξη περιγραφικών επιθέτων, όπως wihrós (παλληκαράς, αυτός που έχει wih = ανδρεία, δύναμη), μιαρός, βριαρός, ισχυρός, και αμέτρητα άλλα.

!οι λ. κάρα, κράνος, κραναός, ίσως ακόμη και κράτος, το γερμανικό hart, και το τουρκικό qart (δύσκαμπτο, σκληρό, πεπαλαιωμένο), δείχνουν μιά ρίζα qar (σκληρό, άκαμπτο, ανυποχώρητο). !παρεμπιπτόντως, μπορούμε να βρούμε πολλές ρίζες που όλες έχουν τα φωνήεντα q-r. !πώς γίνεται όλες αυτές οι ρίζες να έχουν διαφορετικές σημασίες; !το ίδιο συμβαίνει με πολλούς συνδυασμούς φθόγγων που περιέχουν ρ ή λ. !οι ρίζες που σήμερα φαίνονται ίδιες, στην αρχαιότητα διαφοροποιούνταν απο τα διαφορετικά είδη ρ και διαφορετικά είδη λ. !επιπλέον, κάποιες ρίζες περιείχαν ημίφωνα όπως w, j, ίσως ακόμη και λαρυγγικούς φθόγγους όπως h τα οποία δέν μας είναι σήμερα γνωστά.

Kyr είναι η τουρκική μορφή του σουμερικού “gir” (μεγαλοπρεπής, ευγενής, αρχοντικός). !συγγενή, ή δάνεια απο ασιατικής προέλευσης γλώσσες, είναι τα ελληνικά κύριος, κοίρανος, και τύραννος. !η ρίζα ήταν ≃ kejr. !στη λ. τύραννος έχουμε τροπή του k σε t, η τροπή πρόσθιων ουρανικών σε οδοντικά ή φατνιακά ήταν συνηθισμένη στη σουμερική διάλεκτο της !κρήτης που τη μιλούσαν οι δημιουργοί του μινωικού πολιτισμού.

!στις !ι.!ε. γλώσσες είναι γνωστή η ρίζα ker (βλέπει, παρατηρεί) απο την οποία το ελληνικό κρίνω, το λατινικό cerno. !η ίδια ρίζα στα τουρκικά έχει δώσει το kœr- (βλέπει) και το kœz (μάτι). !στις γλώσσες της !δυτικής !ερήμου της !αυστραλίας απο αυτήν τη ρίζα είναι το qu,ru (μάτι), πράγμα που δείχνει οτι στις γλώσσες της !δ. !ε. της !αυστραλίας άν και έχει διατηρηθεί η διάκριση velars palatals μέσα στις λέξεις, δέν έχει διατηρηθεί στα αρχικά σύμφωνα των λέξεων. !το οτι το φωνήεν στρογγύλεψε (χειλικοποιήθηκε) στις τουρκικές γλώσσες, είναι ένδειξη (βεβαίως όχι απόδειξη) οτι η πανανθρώπινη ρίζα μπορεί να είχε w (kwer ή kerw).

!το τουρκικό qaz- (σκάβει) είναι πιθανώς συγγενές με τα ελληνικά χαραγ- (χαράσσει) και γράφ-ει. (οπότε μιλάμε για πανανθρώπινη ρίζα qar, στα ελληνικά επεκτάθηκε και τροποποιήθηκε σε graph).

!απο το ελληνικό καρδία, το λατινικό cord-, το σανσκριτικό hrd, συμπεραίνουμε την !π.!ι.!ε. λέξη khrd απο ρίζα kherd (το αρχικό σύμφωνο είναι ασαφές), απο την ίδια ρίζα είναι το ιαπωνικό kokoro (με αναδιπλασιασμό), και το τουρκικό jyrek (καρδιά).  !είναι καλώς γνωστό οτι στην !π.!ι.!ε. τα φωνήεντα είναι δυνατόν να χάνονται απο τη ρίζα (οπότε μιλάμε για μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας) και τότε τα ημίφωνα (j, r, l, w, συμπεριλαμβανομένων των λαρυγγικών φθόγγων) αναλαμβάνουν λειτουργία φωνηέντων. !η πανανθρώπινη ρίζα πρέπει να ήταν cer (πιθανόν να περιείχε και w, άν κρίνουμε απο την χειλικοποίηση του φωνήεντος στα !τουρκικά). !η τροπή c σε j δέν ήταν συνηθισμένη στα !τουρκικά, αλλα κάποτε μπορούσε να συμβεί στην αρχή λέξεων, το ίδιο βλέπουμε στο τουρκ.  jee- (τρώει) που προήλθε απο cee- καθώς μαρτυρά η συγγένεια με το !ι.!ε. cew- (γεύομαι), στα !σουμερικά το ρήμα είναι “kú” (προφερόμενο cœ = τρώει), και άλλωστε το παράγωγο τουρκ. jeemiш (εδώδιμος καρπός, φρούτο) ήταν παλαιότερα ceemeeљ αφού δανείσθηκε στα !ουγκρικά ώς gyümölc (προφερόμενο cymœ). !η πανανθρώπινη ρίζα πρέπει να ήταν cew (τρώει).

!το τουρκ. cez- (γυρίζει, τριγυρίζει) έχει στα !σουμερικά τη μορφή “gur” (προφερόμενο cœr), αυτά είναι σαφώς συγγενή με το ελληνικό γύρος και τα παράγωγατου. !η πανανθρώπινη ρίζα πρέπει να ήταν cwer (το φωνήεν δέν χειλικοποιήθηκε στα !τουρκικά για να μή γίνει σύγχυση με το kœz (μάτι).

!στα !τουρκικά ker- (τεντώνει χορδή, σκοινί κλπ), υπήρχε και στα !σουμερικά απο όπου η περίφημη λ. kwep-ker (τόξο – τεντώνει = τοξότης, αυτοονομασία του σουμερικού έθνους) που έγινε *keŋcer, έπειτα keŋer (=!σουμέριος) και στην emesal: шœmer (γραφόμενο šumer, εξ ου «!σουμέριοι»). !στα !σουμερικά της !κρήτης το kwep-ker έγινε kwep-ter (στην κύρια διάλεκτο) και kwep-tœr στη γυναικεία διάλεκτο (εξ ου η ονομασία της !κρήτης: «k-f-tj-w» στα !αιγυπτιακά, «kap-ta-ra» στα !ακκαδικά, kaftor στα !εβραϊκά). !για όσους δέν το ξέρουν, στα !σουμερικά όπως και σε όλες τις αλταϊκές διαλέκτους υπήρχε παράλληλα με την κύρια γλώσσα και μιά γυναικεία διάλεκτος που είχε την τάση να χειλικοποιεί πολλούς φθόγγους και ενίοτε να οδοντικοποιεί τα πρόσθια ουρανικά. !η γυναικεία διάλεκτος της !σουμερικής είναι γνωστή ώς emesal, επηρέασε πολύ την σουμ. γλώσσα της !μεσοποταμίας. !απο τις γυναικείες διαλέκτους των αλταϊκών γλωσσών προέκυψαν τα φωνήεντα œ και y που αρχικά δέν υπήρχαν. !μιά συνηθισμένη φωνητική τάση στα !σουμ. της !μεσοποταμίας είναι η τροπή των p, b σε ŋ, g αντίστοιχα (μάλλον πρόκειται για αντίδραση των ανδρών στις χειλικοποιήσεις της γυναικείας διαλέκτου). !δεδομένου οτι κυρίως η γυναικεία διάλεκτος ευθύνεται για τις φωνητικές αλλοιώσεις στις αλταϊκές γλώσσες, μπορώ να συμπεράνω οτι σε όλες τις γλώσσες του κόσμου οι γυναίκες, ώς περιθωριοποιημένη κοινωνική ομάδα, ήταν ο κύριος παράγων που προκάλεσε τις φωνολογικές αλλοιώσεις ωστε να αποκλίνουν απο την παλιά καλή φωνολογία της γλώσσας του homo sapiens. !πιθανόν αυτό εξηγεί και το γιατί στις !αυστραλιανές γλώσσες σπανίζουν οι τριβόμενοι φθόγγοι (fricatives) και προπαντός σπανίζει το s. !εφόσον τα μικρά παιδιά δυσκολεύονται να προφέρουν αυτούς τους φθόγγους, οι γυναίκες μιλούσαν στα μικρά παιδιά απλοποιώντας τους φθόγγους σε στιγμικούς ή δασείς, τα παιδιά έτσι μάθαιναν να μιλάνε και έτσι συνέχιζαν να μιλάνε μεγαλώνοντας, αφού οι γυναίκες έπειτα μιλούσαν και μεταξύτους έτσι, και οι άντρες μιλώντας με τις γυναίκες αφομοίωναν αυτές τις φθογγικές απλοποιήσεις. !παρεμπιπτόντως, η λ. «!σουμέριος» στη !μεσοποταμία έφτασε να σημαίνει «μορφωμένος άνθρωπος», η χρήση της σουμ. γλώσσας, όταν πιά δέν ήταν καθομιλούμενη, σήμαινε μεγάλη μόρφωση, και η πιό σπουδαία ασχολία των μορφωμένων !σουμερίων, πέρα απο τις γραφειακές εργασίες, ήταν να καταγράφουν την πνευματική δημιουργία του λαού, όπως τραγούδια, παροιμίες, καταγραφή της λαϊκής σοφίας και τέχνης. !γι’ αυτό και μόνο όποιος έκανε αυτήν τη δουλειά ονομαζόταν στη !μεσοποταμία шœmer («!σουμέριος»). !οι !έλληνες έμαθαν τη λέξη απο τους !ακκάδιους όταν προς τα τέλη της !γεωμετρικής !εποχής άρχισαν να έρχονται σε εμπορική επικοινωνία με τη !μεσοποταμία, και μετέτρεψαν αυτήν τη λέξη, шœmeer, σε homeer-os (με τη βοήθεια λαϊκών ετυμολογιών και αφού δέν υπήρχαν στα ελληνικά φθόγγοι ш και œ). !αυτή είναι η μόνη επιστημονική ετυμολογία της λ. !όμηρος: βεβαίως δέν ήταν φυλετικά !σουμέριος, αλλα ήταν αυτός που κατέγραφε την καλλιτεχνική δημιουργία του λαού, που ήταν τα ομηρικά έπη, και δέν υπήρχε τότε άλλη λέξη για κάποιον που κάνει αυτήν τη δουλειά, παρα μόνο η λ. шœmer (με μακρά τη 2η συλλαβή). !τώρα λοιπόν που γνωρίσαμε τη ρίζα  ker- στις αλταϊκές γλώσσες, την βρίσκουμε επίσης στο αφρικανικό kora = έγχορδο όργανο, είδος μικρής άρπας. !της πανανθρώπινης ρίζας τη μορφή ακριβέστερα να τη γνωρίσουμε μας βοηθάει το ελληνικό χορ-δή: η πανανθρώπινη ρίζα λοιπόν πρέπει να ήταν kher (τεντώνει σκοινί, χορδή, κλπ).

!είδαμε πως οι !σουμέριοι αυτοαποκαλούνταν kwep-ker (τόξο – τεντώνει) = !τοξότες, αλλα και μεταγενέστερες τουρκικές φυλές έχουν ονομασίες με την ίδια παλιά σημασία: !qıpчaq, και !шăvăш, λέξεις που παράγονται απο το αλταϊκό kwep (τόξο). !η λέξη kwep προέρχεται απο πανανθρώπινη ρίζα k-p ή kw-p (καμπυλώνει). !η ρίζα βρίσκεται στα ακκαδικά και τις άλλες σημιτικές γλώσσες με πάμπολλα παράγωγα μεταξύ των οποίων το γνωστόμας kafta (κεφτές, μπαλάκι), στα ελληνικά: κάμπτει, καμπή, κλπ, στα τουρκικά kype = στρογγυλό κόσμημα, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι, και σε γλώσσες της !δυτικής !ερήμου της !αυστραλίας: qapatu (ή περίπου έτσι) = μπάλα, σφαιρική μάζα. (research for precision)

!συνεχίζω με λέξεις που μοιάζουν με κ-ρ. !πολύ καλά γνωστή είναι η πανανθρώπινη ρίζα qar που σήμαινε οτι το νερό συναντά κάποιο εμπόδιο ωστε να μήν μπορεί να προχωρήσει και συνεπώς ανεβαίνει η στάθμητου. !βλέπετε, η πανανθρώπινη γλώσσα περιέγραφε με ακρίβεια τη φύση χρησιμοποιώντας απλές ρίζες, χωρίς την ανάγκη συνθέτων λέξεων ούτε περιφράσεων. !αυτή ακριβώς η σημασία της πανανθρώπινης ρίζας qar βρίσκεται στο τουρκικό qar-, επίσης η ρίζα βρίσκεται σε πολλές άλλες γλώσσες: “kar” λεγόταν τα λιμάνια των σουμ. πόλεων. !οι σουμ. πόλεις ήταν όλες παραποτάμιες, και η κάθε μιά είχε το λιμάνιτης στην όχθη του ποταμού. !λεγόταν “kar” με την έννοια οτι ήταν ο χώρος όπου το νερό (του ποταμού) συναντά εμπόδιο και περιορίζεται. !είναι θαυμαστό πώς η σουμ. λ. “kar” έφτασε σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες: στα !γερμανικά Kai και στα !αγγλικά (μέσω της !γαλλικής): quay. !ανέφερα οτι τα φωνήεντα στο τέλος των σουμ. λέξεων μπορούσαν να προφερθούν μόνο άν ακολουθούνταν απο κάποιο φωνήεν. !κάποια σύμφωνα άφηναν «ίχνη» καθώς παραλείπονταν: τα έρρινα άφηναν ερρινοποίηση του προηγούμενου φωνήεντος, το δέ r άφηνε ένα j. !ακριβώς ακριβώς το -j έφτασε στο γερμανικό Kai. !απο την ίδια ρίζα κατάγεται το γνωστόμας γαλλικό carriere, που αρχικά σήμαινε «όχθη ποταμού», μεταφορικώς η όχθη που ακολουθεί κανείς κατα μήκος του ποταμού της ζωής, η σταδιοδρομίατου. !στις γλώσσες της !δ.!ε. της !αυστραλίας qaru ονομάζονται οι εποχιακές νεροσυρμές των ημιερημικών περιοχών. !στα κινέζικα η λ. έγινε “kâu” (γράφεται ή ), παλαιότατη λέξη, η οποία στο λεξικό του Kalgren ερμηνεύεται: river bank; marsh; high, eminent (απο τη βασική έννοια οτι το νερό συναντά γή, φράγμα, και συνεπώς υψώνεται). !να παρατηρήσουμε οτι οι κινέζικες γλώσσες έχουν πολύ κακοποιήσει τα υγρά σύμφωνα και όχι μόνο. !απο παλιά δέν υπάρχει R στα !κινέζικα, το R τράπηκε σε L, και το L στο τέλος των λέξεων τράπηκε σε u (βέβαια η τροπή L σε u δέν είναι καθόλου παράξενη, συνέβαινε κάποτε και σε κάποιες αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, όπως adeupheos απο adelpheos). !στα !ελληνικά επίσης έχουμε παράγωγο αυτής της ρίζας: κόρ-ος, που σημαίνει πληρότητα, όπως όταν το νερό περιορίζεται στο τειχώματα ενός δοχείου και συνεπώς το γεμίζει. !προσέξτε πολύ αυτήν τη ρίζα, φανερώνει την ακριβή περιγραφικότητα των παλαιών ανθρώπων που δέν ήταν διαιρεμένοι σε έθνη. !το 1998 το καλοκαίρι στη !σαμοθράκη γνώρισα έναν !αυστριακό απο τη !βιέννη, ονόματι Ordvin, του είπα για την κοινή καταγωγή όλων των γλωσσών αναφέροντας αυτό το παράδειγμα. !έγινε σκεφτικός και δέν μου απάντησε. !έπειτα τον ρώτησε ένας φίλοςμας «τί συζητάτε;» - ο Ordvin απάντησε: «μου λέει οτι όλες οι γλώσσες ξεκίνησαν απο μία. !αυτό ή πολύ τρελλό είναι, ή πολύ σοφό». !ήταν πολύ σωστή η κρίση του Ordvin. !έτσι πρέπει να κρίνει ο καθένας που ακούει για πρώτη φορά αυτήν τη θεωρία. !όποιος όμως μελετήσει το θέμα εμπεριστατωμένα, δέν έχει πιά αμφιβολίες: είναι απόλυτα αληθινό οτι μία και η αυτή ήταν η γλώσσα όλων των ανθρώπων, μία και η φυλή ολονών, και μόνο πολύ πρόσφατα άρχισε να διαιρείται η γλώσσα και η εθνικότητα.

!το τουρκικό kerek (δίκαιο, αναγκαίο) και ρήμα kerek- (είναι δίκαιο, πρέπει, επιβάλλεται) μάλλον είναι συγγενές των ελληνικών χρή, χρέος, ίσως και χείρων (που χρειάζεται διόρθωση, βελτίωση). !οπότε αυτά βγαίνουν απο πανανθρώπινη ρίζα kher.

!η σουμερική λ. šoqur (γράφεται «šukur» = ακόντιο) φέρνει μεγάλες υποψίες. !κατ’ αρχήν να παρατηρήσουμε το πρόσφυμα –ur (γενικότερα, οποιοδήποτε κλειστό φωνήεν + r) που είναι συνηθέστατο στις τουρκικές γλώσσες, και όλες τις αλταϊκές γλώσσες, (μ’ όλο που σε πολλές γλώσσες δέν είναι τόσο φανερό, λόγω φωνητικών αλλοιώσεων. !στις ζ-τουρκικές γλώσσες αυτού του προσφύματος το –r απαντά επι το πλείστον ώς -z), τα περισσότερα ουσιαστικά είχαν αυτό το πρόσφυμα. !κατα τη γνώμημου, αυτό αρχικά ήταν ένα είδος άρθρου, που συχνά ενσωματωνόταν στα ουσιαστικά. !στα κινέζικα το ίδιο βρίσκεται ώς πρόσφυμα –zı (), ενώ στην !π!ι!ε ώς κατάληξη –os των ουδετέρων. !στα αζτέκικα ώς –tl (βλέπε tepetl, αντίστοιχο του τουρκικού tepe (λόφος). !μένει λοιπόν να βρούμε την προέλευση του šoq-. !η ομοιότητα με το τουρκικό oq (βέλος) θα μπορούσε να είναι τυχαία. !αλλα δύσκολα θα μπορούσε να είναι τυχαία η ομοιότητα με την !ι.!ε. ρίζα jeq- (jacio στα λατινικά, ίημι, ἧκα = hiheemi, heeka και ιάπτω στα ελληνικά). !κατα πάσα πιθανότητα ναί, το šoq- είναι συγγενές με την !ι!ε ρίζα jeq, καθώς και με το τουρκικό oq, το οποίο σημαίνει οτι αρχικά η ρίζα πιθανόν ήταν jeq. !πέραν τούτου, η λ. šoqur μας δείχνει οτι η φωνηεντική αρμονία των αλταϊκών γλωσσών υπήρχε ήδη στα σουμερικά, αφού το πρόσφυμα –ur του šoqur έχει άλλο φωνήεν σε άλλα ουσιαστικά, π.χ. –ir στο šebir (σκήπτρο), -ır στο шaqır (ντουρβάνι), και ούτω καθεξής. !είναι επίσης γνωστό οτι το j- στη αρχή τουρκικών λέξεων συνήθως απο άλλον φθόγγο προέρχεται, αφού το παλαιό αρκτικό τουρκικό j- στις περισσότερες περιπτώσεις σιγήθηκε (χάθηκε).

!άς δούμε τώρα το πρόσφυμα (postposition) –da, που στα !σουμερικά μεταφράζεται «με», ακριβώς όπως το τουρκικό –de / -da (το οποίο τίθεται μετά τον τόνο της λέξης) και το ιαπωνικό -to. !στη σφηνοειδή γραφή των !σουμερίων, αυτό το –da γράφεται με ένα γράμμα που παριστάνει το πλαϊνό μέρος ενός ανθρώπου, ώμο με χέρι. !αρχικά λοιπόν σήμαινε «πλευρά, πλάι», απο αυτό εύκολα βγαίνει η σημασία «στο πλάι, μαζί με».

!παλιότερα νόμιζα πως απο την ίδια ρίζα είναι η κατάληξη (postposition) –da / -de (τονιζόμενη στα τουρκικά) που σημαίνει «σε» (εν τόπω στάσις), αφού η λ. μεριά (αντίστοιχα στα τουρκικά: jan) συχνά χρησιμοποιείται με την έννοια «τόπος». !ωστόσο αυτή η άποψη δέν ευσταθεί, αφού στα τούρκικα υπάρχει παράλληλα το τονιζόμενο πρόσφυμα –da (σε) και το άτονο πρόσφυμα –da (μαζί με, επίσης), ακριβώς όπως στα ιαπωνικά υπάρχει παράλληλα το πρόσφυμα –to (με) και το –da (σε). !πρόκειται για μιά άλλη ρίζα με επιρρηματική τοπική έννοια, η οποία βρίσκεται και σε παλαιότατα επιρρήματα όπως κατά, κάτω, αντί (στα λατινικά ante, απο !π!ι!ε *han-ta). !αυτό το αλταϊκό πρόσφυμα –da / -de με τη σημασία της εν τόπω στάσης βρίσκεται και στην !ι!ε παλαιά !ελληνική ώς –de προστιθέμενο σε αιτιατική, όπως δομον-δε (στο σπίτι), !αθήναζε (απο !αθήνασ-δε) = στις !αθήνες, !ούλυμπον-δε = στον Όλυμπο, και πάμπολλες ακόμη λέξεις που έχουν μείνει απο την αρχαϊκή (προκλασσική) !ελληνική.

!μιά άλλη αρχαιότατη πτωτική κατάληξη στα ελληνικά είναι –θεν, που σχηματίζει την αφαιρετική πτώση («απο»), η ίδια κατάληξη βρίσκεται στα σημερινά οθωμανικά τουρκικά ώς –den, ενώ στα παλιά τουρκικά (απο 8ο μ.!χ. αιώνα) ήταν –din / -dın. !πρόκειται για πανανθρώπινη ρίζα then.

!σε όλες τις γλώσσες όλα τα προσφύματα, προθέματα ή καταλήξεις, αρχικά ήταν κανονικές λέξεις, που προσφύματα έγιναν λόγω της συχνής χρήσης.

!η σημιτική ρίζα που σημαίνει «δίνω» είναι d-n, που οπωσδήποτε συγγενεύει με το ελληνικό δάνος, και το ρίμα δίδωμι που με παρόμοια μορφή βρίσκεται σε όλες τις παλιές !ι!ε γλώσσες. !όχι σίγουρο, αλλα πολύ πιθανό είναι να συγγενεύει επίσης το πρωτο-αλταϊκό sun- (προσφέρει, κάνει χειρονομία προσφοράς, δίνει). !αυτό το πρωτο-αλταϊκό sun- διαπιστώνεται απο το τουρκικό sun- (προσφέρει) και το σουμερικό «sumu» ή «sum» (δίνει). !αυτό το αλταϊκό sun μπορεί να συγγενεύει με το !ι!ε και σημιτικό d-n, οπότε η ρίζα αρχικά ήταν don και το s της αλταϊκής ρίζας θα προήλθε απο d. !αυτό δέν είναι σίγουρο, πάντως είναι πολλές περιπτώσεις που το s κάποιας γλώσσας φαίνεται να αντιστοιχεί στο t ή d κάποιας άλλης γλώσσας, τόσο που πολλές φορές διερωτήθηκα μήπως στην γλώσσα του homo sapiens δέν υπήρχε κάν s (σημείωσα άλλωστε οτι το s είναι (απο όσο ξέρω) ανύπαρκτο σε όλες τις αυστραλιανές γλώσσες). !τελικά όμως η γνώμημου είναι οτι βεβαίως υπήρχε s στη γλώσσα του homo sapiens πρίν αυτή αρχίσει να διασπάται. !απλώς, το s είναι «ευαίσθητος» φθόγγος, που εύκολα μέν μπορεί να προέλθει απο άλλον φθόγγο, αλλα και εξίσου εύκολα μπορεί να αλλοιωθεί και να γίνει κάτι άλλο.

!το τουρκ. jaz- (γράφει) έχει τη μορφή sar στα σουμερικά (είπαμε οτι η σουμερική είναι ρ-τουρκική γλώσσα). !είναι κι άλλες περιπτώσεις που το αρχικό j των τουρκ. γλωσσών αντιστοιχεί σε αρχικό s στα σουμερικά της σφηνοειδούς. !το γράμμα ja της κρητικής πρωτογραμμικής δείχνει οτι και στα σουμερικά πολλές φορές ήταν j- προτού στη !μεσοποταμία γίνει s-. !σε ορισμένες σημερινές τουρκικές γλώσσες, προπάντων στη jaqut, είναι κανόνας το j- των άλλων τουρκ. γλωσσών να απαντά ώς s-. ο ίδιος έτυχε να συναντήσω κάποιους jaqut και τους άκουσα να λένε τέτοιες λέξεις, όπως settee αντί του κοινού τουρκικού jetti ή jedi. !στην ρ-τουρκική !chuvash, το κοινό τουρκικό αρχικό j- απαντά ώς sj- (π.χ. sjel αντί του κοινού jel). !το οποίο δείχνει οτι απο το j- ώς το s- μεσολάβησε sj- ή ш, δηλαδή η τροπή ήταν j- σε sj- σε s-.

!στα σουμερικά πολύ συνηθισμένη λέξη είναι το tog (γράφεται «tug») = ύφασμα, ρούχο. !αυτή η λ. έχει δανεισθεί στα λατινικά ώς toga (το πιό συνηθισμένο ρούχο των !ρωμαίων), μέσω των ιταλιωτών !σουμερίων (για τους οποίους έχω γράψει σε άλλη εργασία). !η λ. toq (ύφασμα, ρούχο) υπήρχε σε όλες τις τουρκ. γλώσσες, απο αυτήν προήλθε το ρήμα toqu- (υφαίνει, κυριολεκτικά «παράγει ύφασμα»). !η ρίζα υπήρχε και στην !π!ι!ε, απο αυτήν τη ρίζα είναι το λατινικό texo (υφαίνει) με πολλά παράγωγα σε σημερινές γλώσσες (text, textile, κλπ). !βεβαίως το texo είναι πατροπαράδοτο !ι!ε ρήμα στα λατινικά, αλλα το toga είναι φανερό οτι δέν προέρχεται απο το texo, είναι δάνειο απο τα σουμερικά, όπως και το χιτών (βλέπε ρίζα kewth) είναι στα ελληνικά παρμένο απο τα φοινικικά. !η πανανθρώπινη ρίζα πρέπει να ήταν toq (ύφανση), πράγμα που δείχνει οτι όλοι οι άνθρωποι ήταν εξοικειωμένοι με την τεχνολογία της  υφαντικής προτού να αρχίσουν να διαιρούνται σε φυλές και γλώσσες.

!το τουρκ. œt- (τραγουδά, κελαηδεί) αντιστοιχεί στο ιαπωνικό uta (έμμετρο ποίημα, αρχικά: τραγούδι), καθώς και στην !ι!ε ελληνική ρίζα awed (εξ ου αείδω, ᾄδω, αοιδή, ῳδή). !το α- της ελληνικής ρίζας κατα τη γνώμημου είναι πρόσθετο, όπως και πολλά άλλα φωνήεντα με τα οποία αρχίζουν πολλές ελληνικές ρίζες, άδικα κάποιοι γλωσσολόγοι πάσχισαν να δείξουν οτι αυτά τα αρχικά φωνήεντα προέρχονται απο λαρυγγικά σύμφωνα. !η πανανθρώπινη ρίζα ήταν λοιπόν wet (τραγουδά). !η ρίζα του: αυδή (φωνή) και του σανσκριτικού wad-ati  (μιλά) πρέπει να είναι συγγενής μέν, αλλα διαφορετική ρίζα, πιθανόν: wed (μιλιά). !εκεί που ο !όμηρος λέει «θήλυς αϋτή» (κοριτσίστικη, μελωδική φωνή), το αϋτή είναι μάλλον απο την πρώτη ρίζα, wet (τραγουδά), ενώ τα αείδω κλπ μάλλον έχουν d κατα επιρροή απο τη ρίζα wed (μιλά).

!το σουμερικό «gir» (μύτη) ήταν σίγουρα απο bir. !ήταν συνηθέστατη η τροπή b σε g στα σουμερικά της !μεσοποταμίας. !έχω δεί στα κείμενα των αρχαϊκών πινακίδων απο την !uruk σκίτσο κεφαλιού βοδιού, που στη μύτητου έχει ώς φωνητικό δείκτη το σκίτσο καλαμιού, που λεγότανε bi (ενώ «gi» είναι το καλάμι στα σουμ. της σφην., αλλα στην κρητική πρωτογραμμική το γράμμα «καλάμι» χρησιμοποιούνταν για τη συλλαβή bi). !βεβαίως η τουρκική μορφή της ίδιας λέξης είναι bur-un. !ο πρωτο-αλταϊκός τύπος πρέπει να ήταν bır (μύτη). !απο την ίδια ρίζα βεβαίως είναι το !ι!ε λατινικό spiro (αναπνέω), δεδομένου οτι πολλές !ι!ε ρίζες έχουν ένα πρόσθετο αρχικό s- που έδινε ένταση στην ενέργεια του ρήματος. !συγγενές είναι κατα πάσα πιθανότητα το σανσκριτικό praa,na (αναπνοή, ανάσα, ζωή), στην Chuvash purăn- (ζεί). !αυτά αποκαλύπτουν πανανθρώπινη ρίζα be,r (αναπνέει). !τα εξής είναι πολύ πιθανό απο την ίδια ρίζα be,r με σημασία «φυσά»: το τουρκικό boru (σάλπιγκα), το ελληνικό πλεύμων (πνευμόνι) και το λατινικό pulmo (πνευμόνι).

!ήδη στο τουρκικό ρήμα toqu- είδαμε το πρόσφυμα –u- που σχηματίζει ρήματα απο ουσιαστικά, συνηθέστερα το πρόσφυμα ήταν a- / e-. !αυτό ήταν πιθανώς ένα βοηθητικό ρήμα που απαντά ώς e (γραφόμενο με το σφηνόγραμμα KA) στα σουμερικά.

!στην !π!ι!ε το γουρούνι λεγόταν suh-. αυτό το suh- ήταν δάνειο απο κάποια αλταϊκή γλώσσα. !ουκ ολίγες λέξεις για πολιτιστικά στοιχεία πήρε η !π!ι!ε γλώσσα απο κάποιες αλταϊκές γλώσσες, μαζί με τα ίδια τα πολιτιστικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα κάποια εξημερωμένα ζώα. !στην πρωτο-αλταϊκή γλώσσα το γουρούνι ήταν шoh ή шohu, όπως διαπιστώνουμε απο το παλιό τουρκικό чo-чuq =γουρουνάκι (чuq είναι το υποκοριστικό πρόσφυμα) και απο το σουμερικό *шohu (στα σουμ. της σφην. είναι «šah», αλλα είναι γνωστό οτι τα μεσοποταμιακά σουμ. a, ə προέρχονται συχνότατα απο o, u αντίστοιχα, και στην γραμμική !β γραφή το γράμμα που παριστάνει γουρούνι χρησιμοποιείται φωνητικώς ώς jou. !μπορεί να σας περνά η σκέψη, καθώς μου πέρασε, πώς ξέρουμε οτι η !π!ι!ε φυλή δανείσθηκε τη λ. απο την αλταϊκή και όχι το αντίστροφο. !η απάντηση είναι: οι αλταϊκές γλώσσες είχαν ш καί s, ενώ η !π!ι!ε είχε μόνο s, δέν είχε ш. !άν αλταϊκές φυλές έπαιρναν τη λ. απο την !π!ι!ε, θα είχαν τη λέξη με s, όπερ άτοπον. !η !π!ι!ε! φυλή δανείσθηκε την αλταϊκή λέξη шohu ώς suh, διότι δέν είχε ш στη γλώσσατης.

!τα mutil και mutiko (αγόρι) της δήθεν ανάδελφης βασκικής είναι απο την πανανθρώπινη ρίζα met (αγόρι) απο την οποία αμέτρητες λέξεις βρίσκονται σε πολλές και διάφορες γλώσσες, όπως το αφρικανικό mtwana (παιδιά. !το –ana είναι πρόσφυμα, μάλλον του πληθυντικού). !στα σουμερικά mes (παλληκάρι). !στα τουρκικά boto (αρσενικό καμηλάκι). !μάλλον απο αυτήν τη ρίζα είναι και το λατινικό κύριο όνομα Metellus (αρχικά θα σήμαινε «παλληκάρι»). !δέν είμαι σίγουρος άν ομόρριζα είναι: το σανσκριτικό moda (χαρά), γερμανικά Mut (θάρρος), με την έννοια «νεανικός ενθουσιασμός».

!απο παρόμοια ρίζα τα: σουμ. «maš» = αρσενικό κατσικάκι ή παρόμοιο ζώο, σουμ. «mazda» = γαζέλα, αζτέκικα: mazatl = ελάφι, μογγολικά maral = το θηλυκό είδους ελαφιού, διεθνώς γνωστού με το μογγολικό όνομα maral. (η μογγολική είναι ρ-αλταϊκή γλώσσα). !πανανθρώπινη ρίζα maθ (γρήγορο, ευκίνητο άγριο μυρηκαστικό ζώο).

!επειδή στις !ι!ε γλώσσες οι αριθμητικές λ. είναι εμφανώς συγγενείς, παράδειγμα paњka στα σανσκριτικά, πέντε στα ελληνικά, quinque στα λατινικά, κάποιος καθηγητής με ρώτησε άν έχω βρεί συγγένειες μεταξύ αριθμητικών λέξεων σε υποτιθέμενες μή συγγενείς γλώσσες. !είναι γενικά ανόητο να περιμένει κανείς να βρεί συγγενείς αριθμητικές λέξεις μεταξύ φυλών που αποχωρίσθηκαν μεταξύτους σε πολύ παλιά εποχή, για τον απλό λόγο οτι την παλιά εποχή δέν υπήρχαν λέξεις για τους αριθμούς, όπως και σε πρωτόγονες φυλές που ανακαλύφθηκαν τον 19ο και 20ο αιώνα και δέν είχαν λέξεις παρα μόνο για το 1 και το 2. !μεγαλύτερους αριθμούς δέν χρειάζονταν να λένε, και άν καμιά φορά χρειάζονταν, χρησιμοποιούσαν περιφράσεις ή έδειχναν με τα δάχτυλα. !λέξεις για τους αριθμούς άρχισαν να επινοούνται απο τότε που δημιουργήθηκε ο θεσμός της προσωπικής ιδιοκτησίας, που σήμανε και την αρχή της διαίρεσης των ανθρώπων. !παρά ταύτα, είναι σε πολλές περιπτώσεις δυνατόν να βρούμε την ετυμολογία των αριθμητικών λέξεων, οπότε βρίσκουμε τη συγγένειατους με λέξεις άλλων γλωσσών. !ήδη αναφέρθηκα στο !ι!ε duwo.

!το !ι!ε sem (εξ ού εἷς, ἓν) μάλλον είναι απο ρίζα tem όπως το αλταϊκό tom (όλοι, και οι μέν οι δέ, όλοι μία ομάδα) την οποία σημασία έχει το ιαπωνικό tomo, το σουμερικό tom (γραφεται tum), μάλλον ομόρριζο καί το τουρκικό tum (μονόχρωμο). !η ίδια ρίζα στα αραβικά tam (πλήρες), tamam (πλήρες, τέλειο) με την έννοια «αυτό που τα έχει όλα μαζί, όλα συγκεντρωμένα», στα κινέζικα taaŋ ( =ομάδα). !η σημασία της ρίζας δέν ήταν «ένα», αλλα «ενότητα».

!το !ι!ε tri- αρχικά σήμαινε «λίγα». !η ίδια ρίζα βρίσκεται στο πρωτο-αυστρονησιακό tolu (τρία), στα σουμερικά tir (μεταγενέστερο μεσοποταμιακό tyr γραφόμενο «tur») = μικρό, λίγο, στα τουρκικά το πρόσφυμα –siz = άνευ, αρχικά: «ανεπαρκές». !συγγενές είναι και το ρήμα στερώ (με το προθεματικό s που λέγαμε). !το τουρκικό otuz (τριάντα) ίσως είναι απο ho (= 10 στα σουμερικά) και tız = τρία.

!το !ι!ε qwetwor- (τέσσερα) αρχικά σήμαινε «τυχερός αριθμός», διότι το 4 θεωρούνταν ο πιό ευοίωνος αριθμός για τους αρχαίους ανθρώπους, αντίληψη που έχει διατηρηθεί ώς τις μέρεςμας προπάντων στους !αφρικανούς και τους !ινδιάνους. !η πανανθρώπινη ρίζα ήταν qet ή qjet (καλότυχο), καθώς βρίσκουμε στο τουρκικό qut (καλή τύχη, ευτυχία) και στο κινέζικο qjwet (γράφεται ) = καλή τύχη.

!το !ι!ε peŋqe δέν γνωρίζω πώς ετυμολογείται. !μου περνάει απο το νού μήπως pen σήμαινε αντίχειρας, οπότε peŋqe = «καί ο αντίχειρας» (-qe = και), αλλα αυτό προς το παρόν είναι απλή υπόθεση.

!στην πρωτο-ωκεανική γλώσσα (παλαιό κλάδο της πρωτο-αυστρονησιακής) το πέντε λέγεται lima, όπως lima λέγεται και το χέρι, αυτό αμέσως φέρνει στο νού το σουμερικό “limu” που σημαίνει τέσσερα! !είναι φανερό οτι οι παλιοί λέγοντας τη λέξη 5 έδειχναν τα δάχτυλα του ενός χεριού, ενώ οι !σουμέριοι ομοίως έδειχναν τα δάχτυλα του ενός χεριού (χωρίς τον αντίχειρα) λέγοντας τη λέξη 4, που απλούστατα σήμαινε «τα δάχτυλα του ενός χεριού».

το !ι!ε seks (έξι) είναι ετυμολογικώς το ίδιο με το τουρκικό sekiz (οκτώ). !η λέξη αρχικά σήμαινε ζεύγος, κατα τους πρωτο-ινδοευρωπαίους ζεύγος απο τριάρια, ενώ κατα τους παλαιούς tούρκους ζεύγος απο τεσσάρια (που το 4 ήταν ιερός αριθμός). !ομοίως το κινεζικό lok = έξι (γράφεται ) σήμαινε ζεύγος (απο τριάρια). !στη βάσκικη γλώσσα το hogoi (= είκοσι, δηλαδή ζεύγος απο δεκάρια) είναι απο την ίδια ρίζα με το κινέζικο lok (έξι), και αυτό το βάσκικο hogoi προέρχεται απο logoi, το ξέρουμε διότι με το be- (δύο) μπροστά γίνεται be-rrogoi (δύο εικοσάρια = σαράντα). !απο αυτό διαπιστώνουμε έναν φωνητικό νόμο της !βασκικής: οτι το λ (ένα απο τα είδη του λ) στην αρχή λέξης τράπηκε σε h, ενώ το ίδιο λ μετά απο φωνήεν τράπηκε σε rr. !ομόρριζο του βασκικού *logoi είναι το τουρκικό jıgırma (είκοσι), απο *lıg-ırma (καμιά τουρκ. λέξη δέν αρχίζει απο λ, γιατί το τουρκικό λ- τράπηκε σε j-).

το !π!ι!ε septm (επτά) δέν έχει τόσο σαφή ετυμολογία. !ίσως παλιότερα να ήταν *sek-tm (= «έξι και ένα»).

το !π!ι!ε oktoow έχει καί στα ελληνικά (οκτώ) καί στα λατινικά (octo) καί στα σανσκριτικά (a,s,taau) την κατάληξη του δυικού αριθμού της αντίστοιχης γλώσσας, ακριβώς όπως και το δύο (αρχικά: δύω). !αυτό σημαίνει οτι oktoow σήμαινε «δύο okto», στον ενικό αριθμό θα ήτανε *okt-om. !άρα ένα *oktom ήτανε μιά τετράδα (= μιά πλήρης ομάδα). !η λ. okt(om) κατα τη γνώμημου είναι απο την ίδια ρίζα με το ελληνικό όγκος, δηλαδή ρίζα ok, ή ‘ek, που σήμαινε συσώρευση, συνεπώς: «πλήθος», απο την ίδια ρίζα είναι το τουρκικό œkyш (πολύ μεγάλο) και το ιαπωνικό oki- (μεγάλο) και η βάσκικη κατάληξη –ak που σχηματίζει τον πληθυντικό. !βέβαια, αυτή η ρίζα μοιάζει (καί στη μορφή καί στη σημασία) με τη ρίζα awc (αύξω, αυξάνω, σανσκριτικά ocas κ.λπ.), μάλλον πρόκειται για συγγενείς ρίζες.

το !π!ι!ε newm (εννέα) ήταν ιερός αριθμός όπως και το 4, το μέν 4 τετράγωνο του 2, το δέ 9 τετράγωνο του 3. !η σημασία του newm ήταν «ιερός, θεϊκός αριθμός». !δέν αποκλείεται να έχει σχέση με το λατινικό numen (θεία θέληση, πνεύμα), ή με την αιγυπτιακή neb (κύριος), ελαμιτική nep (θεός).

το !π!ι!ε dekm (δέκα) πιστεύεται οτι είναι απο τη ρίζα dek- του δέκομαι (δέχομαι = πιάνω), δάκτυλος, λατινικά digitus, οπότε dekm σήμαινε «όσα είναι τα δάχτυλα».

στο !π!ι!ε kmtom βρίσκουμε το ίδιο –tom που έχει και το *oktom, άρα και το kmtom ήταν παράγωγο κάποιου ρήματος km- που πρέπει να σήμαινε «πολλαπλασιάζει», άρα «kmtom» θα σήμαινε «πολλαπλάσιο».

το !π!ι!ε cheslom (ώς ουσιαστικό = χιλιάδα), και chesljo- (ώς επίθετο: χίλια) ήταν ο μεγαλύτερος αριθμός στη γλώσσα των πρωτο-ινδοευρωπαίων, άρα θα σήμαινε «ο μεγαλύτερος αριθμός (που μπορούμε να αναφέρουμε)».

!το τουρκικό on (στην !chuvash: vonna) = δέκα, πιθανόν αποτέλεσε το δεύτερο μέρος του βάσκικου e-hun (εκατό), το πρώτο μέρος θα ήταν αντίστοιχο του σουμερικού ho (δεκάδα).

!στην αρχή των τουρκικών λέξεων το ŋ χάθηκε (σιγήθηκε). !ένα παράδειγμα αυτού του φωνητικού νόμου είναι το τουρκικό aara (ενδιάμεσο), αντίστοιχο του σουμερικού ŋoro (απαντά ώς «murub» = μέσο, το –b είναι μάλλον η κτητική αντωνυμία του γένους των πραγμάτων, δηλαδή «murub» = το μέσοτου / μέσοτους). !απο την ίδια ρίζα με κάποιο πρόσφυμα προήλθε το τουρκικό orta (αρχικά *ŋorta = η μέση, το μέσο μεταξύ δύο άκρων). !απο την ίδια ρίζα είναι το σημιτικό αραβικό mar-kaz (κέντρο), και το ι.ε. ελληνικό μέρος, μερίζω, με την έννοια «χωρίζω στη μέση, χωρίζω σε (δύο) ίσα μέρη». !η πανανθρώπινη ρίζα ήταν λοιπόν ŋer (μέση), που απο νωρίς σε πολλές γλώσσες έγινε mer. !η κατάληξη –ta του orta βρίσκεται σε ι.ε. ελληνικά τοπικά επιρρήματα (που αργότερα έγιναν προθέσεις) όπως κατά, μετά, αντί (στα λατινικά ante).

!ακόμη ένα παράδειγμα της σίγησης του ŋ- στην τουρκική γλώσσα είναι η λ. arqa (πλάτη), στα σουμερικά «murgu» (δηλαδή ŋorqo).

!άλλη μία περίπτωση σίγησης του ŋ- στα τουρκικά: το ρήμα or- (απο ŋor-) = τοποθετεί, στα σουμερικά έχει τη μορφή ŋar (τοποθετεί, αποθηκεύει, φυλάσσει), στα ιαπωνικά mor- 守る. (διαφωνώντας με τον sir Gerard Clauson θεωρώ οτι άλλο είναι το τουρκικό ρήμα ur ή vur = χτυπά, μάλλον το ίδιο με το σουμερικό «bir7; bir6; bir9 "to shred"», κάνει κομμάτια).

!το σουμερικό pir (στη !μεσοποταμία έγινε ŋir = μαχαίρι, σπαθί), φαίνεται ομόρριζο με το τουρκικό biч- (κόβει), εξ ου bıчaq (μαχαίρι), αλλα δέν υπάρχει καμιά γνωστή αντιστοιχία μεταξύ r  και ч. !μπορεί η αλταϊκή ρίζα να ήταν *pirш, απο όπου στα σουμερικά pir ενώ στα τουρκικά biч-. !επίσης μπορεί να ήταν αλταϊκή ρίζα *pir, που για λόγους εκφραστικούς έγινε στα τουρκικά biш- και εν συνεχεία biч-. !υπάρχει και σουμερικό ρήμα «burx(γράφεται |KA׊U|) "to cut"», που μάλλον προφερόταν pır, δηλαδή το αντίστοιχο του τουρκικού biч- (κόβει). !οπωσδήποτε το σουμερικό ρήμα (κόβει) και το ουσιαστικό (μαχαίρι) ήταν με p-, αφού το συλλαβόγραμμα pi της πρωτογραμμικής παριστάνει μαχαίρι / σπαθί (pir).

!σαφώς συγγενές με το τουρκικό sœz (λόγος) είναι το λατινικό ser-mo και το ελληνικό hermeias (!ερμής, ο θεός του λόγου). !η δασεία στα ελληνικά συνήθως προέρχεται απο s-, όπως εδώ. !η ρίζα αυτή είναι μιά ισχυρή ένδειξη οτι όντως υπήρχε s στην γλώσσα του homo sapiens πρίν απο την διαίρεσήτης. !η εν λόγω ρίζα ήταν ser (λόγια).

!το ελληνικό αραιό είναι ομόρριζο του τουρκ. az (λίγο) και του ουγκρικού har-om (τρία, αρχικά «λίγα»). !η πανανθρώπινη ρίζα ήταν har (λίγο, λιγοστό). !μάλλον απο την ίδια ρίζα είναι και το τουρκικό ρήμα ar- (εξαντλείται απο κόπωση, δηλαδή μένει με ελάχιστη δύναμη), ενώ το σουμερικό “šagar” (πεινασμένος) πιθανώς ετυμολογείται “šag (κοιλιά) + ar (λίγο)”, δηλαδή σχεδόν καθόλου τροφή στην κοιλιά, λιγούρα. !τα λαρυγγικά h, ‘, της πανανθρώπινης γλώσσας είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν στις μεταγενέστερες γλώσσες γιατί είναι ευπαθείς φθόγγοι, αλλα σε τέτοιες περιπτώσεις φαίνονται, απο το οτι τρέπουν τα φωνήεντα (το μέν h σε a, το δέ ‘ σε o), και σε κάποιες γλώσσες κάποιοι τέτοιοι φθόγγοι διατηρήθηκαν, εν προκειμένω στην !ουγκρική.

!απο το λατινικό ρήμα –hendo (πιάνω), το γερμανικό hand (χέρι) και το σανσκριτικό hasta (χέρι) συνάγεται μιά !ι!ε ρίζα: μάλλον *qhadh, η οποία οπωσδήποτε είναι η ρίζα και του σημιτικού ακκαδικού qatu- (χέρι).

!το ιαπωνικό mono (πράγμα) που συχνά χρησιμοποιείται για ρηματικά παράγωγα όπως kimono (φόρεμα, «πράγμα που φοριέται», tabemono (φαγητό, «πράγμα που τρώγεται») είναι το ίδιο με την !ι!ε κατάληξη –ma(n), στα ελληνικά –μα (πράγμα, ρήμα, σήμα κλπ), στα λατινικά –men (carmen, albumen, agmen κλπ), στα σανσκριτικά –ma(n), π.χ. qarma, δarma, canma (στην ονομαστική είναι –ma, αλλα σε πλάγιες πτώσεις όταν φωνήεν ακολουθεί, γίνεται –man). !στα ελληνικά η κατάληξη είναι –μα(τ), αλλα αυτό φαίνεται πως οφείλεται στο οτι το τελικό σύμφωνο θεωρήθηκε πως ήταν –τ επειδή αυτό παραλείπεται στην ονομαστική και άλλες πτώσεις μή ακολουθούμενο απο φωνήεν. !το –τ χάνεται στο τέλος των ελληνικών λέξεων, γι’ αυτό, επειδή το τελικό –ν δέν προφερόταν στο τέλος αυτών των λέξεων σε –μα, θεωρήθηκε πως ήταν –τ. !πολλά ακόμη μπορούμε να πούμε γι’ αυτήν την πανανθρώπινη ρίζα men (πράγμα, αντικείμενο). !αυτή η ρίζα είναι και στην (αρχαϊκή, ομηρική) κατάληξη –μεν και –μεναι του απαρεμφάτου, και η κατάληξη –μενο (στα σανσκριτικά –maana) της παθητικής μετοχής. !οτι η ρίζα men (πράγμα) χρησιμοποιήθηκε για κατάληξη μετοχής και απαρεμφάτου, επιβεβαιώνεται απο την (ουραλική) ουγκρική κατάληξη –ni του απαρεμφάτου, που φαίνεται πως είναι η ουγκρική μορφή του τουρκικού και σουμερικού neŋ = πράγμα (ενίοτε και: υπόθεση, θέμα). !μάλιστα, ολόιδια είναι η λέξη για «πράγμα» (neŋ) καί στα τουρκικά καί στα σουμερικά, ωστόσο ακόμη η σουμερική γλώσσα θεωρείται ανάδελφη, και οι τουρκικές γλώσσες οτι με καμιά δέν συγγενεύουν. η ρίζα men παράγεται απο μιά απλούστερη, μονοσυμφωνική ρίζα ma, που σήμαινε γενικώς κάτι το παθητικό, αντικείμενο (σε αντίθεση με το os που σήμαινε ενεργητικό, υποκείμενο). !στα σουμερικά χρησιμοποιούνταν ώς πρόθεμα *ma που έγινε ba- (διότι είναι νόμος των τουρκικών γλωσσών, και της !σουμερικής, το m- στην αρχή των λέξεων να γίνεται b-, όπως και το n- στα !τουρκικά έγινε d-) το οποίο σουμερικό ba- δήλωνε το αντικείμενο ρημάτων (όπως «ba.du.a» = χτισμένο). !στις τουρκικές γλώσσες το –ma ώς κατάληξη χρησιμοποιείται κατα κόρον για το σχηματισμό ουσιαστικών ή επιθέτων που σημαίνουν αυτό που δημιουργήθηκε απο το εν λόγω ρήμα, π.χ. tara- (καλλιεργεί): tarama (καλλιεργημένη γή, αγρός), jar- (σκίζει, διαιρεί): jarma (σκισμένο στα δύο), bastır- (συμπιέζει): bastırma (συμπιεσμένο), και αμέτρητα άλλα τέτοια παράγωγα. !τα παραγωγικά μορφήματα της !σουμερικής που κατα κανόνα τίθενται πρίν απο το ρηματικό θέμα, βρίσκονται όλα και στις μεταγενέστερες τουρκικές γλώσσες τιθέμενα όμως μετά το ρηματικό θέμα. !αυτό δείχνει μεγάλη εξέλιξη προς την εκλογίκευση των τουρκικών γλωσσών. !στις σημιτικές γλώσσες που μείνανε «πίσω» απο άποψη τέτοιας εξέλιξης, το ma– χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και στις τουρκικές γλώσσες, αλλα τιθέμενο στην αρχή των λέξεων, παραδείγματα απο τα αραβικά: ρίζα qtb (γράφει): maqtub (γραπτό, γράμμα), qtl (σκοτώνει): maqtul (σκοτωμένο), ‘bd (υπηρετεί): ma‘bud (υπηρετούμενος, λατρευόμενος), και αμέτρητα άλλα τέτοια παράγωγα. !αυτή η ρίζα ma (πράγμα, παθητικό όν, αντικείμενο) βρίσκεται κατα τη γνώμημου και στη σουμερική εγκλιτική αντωνυμία be (αρχικά *me = αυτό το πράγμα, αυτού του πράγματος), και στο τουρκικό bu (αρχικά *mu, στις πλάγιες πτώσεις γίνεται bun-) =αυτό (αρχικά χρησιμοποιούμενο για πράγματα, τώρα χρησιμοποιείται ώς δεικτικό και για πρόσωπα). !αυτή η ίδια ρίζα ma χωρίς το φωνήεν χρησιμοποιήθηκε στην !π!ι!ε γλώσσα ώς κατάληξη για τη δήλωση του αντικειμένου (με απλά λόγια, αιτιατική πτώση), και η ίδια ακριβώς κατάληξη δήλωνε το αντικείμενο στην πρωτο-ουραλική γλώσσα επίσης. !ελαφρά παραλλαγμένη αυτή η ρίζα σημαίνει το θηλυκό (ώς παθητικό όν).

!της προαναφερθείσας ρίζας επέκταση είναι το λατινικό amo (αγαπώ), τουρκικό amra- (αγαπώ) εξ ού amraq (αγαπημένο), το ελληνικό ήμερος αντίστοιχο του παλαιοτουρκικού amul (καλοσυνάτο), που μοιάζει τόσο με το ομηρικό αιμύλιος (καλοσυνάτος, ευχάριστος).

!η πανανθρώπινη ρίζα os σήμαινε το ενεργητικό, υποκείμενο, αρσενικό. !στην !π!ι!ε γλώσσα (o)s ήταν η κατάληξη του υποκειμένου ενεργητικών ρημάτων. !στα !σουμερικά us = πέος, στα !τουρκικά urı (απο us-i, μίλησα για την επιθετοποιητική κατάληξη –i) = αγόρι, στα ιαπωνικά osu = αρσενικό. !το παλιό τουρκικό or-os-lan (λιοντάρι, σήμερα: arslan) που διατηρείται με αυτήν τη μορφή ώς παλιό δάνειο στα ουγκρικά, ετυμολογείται «θηρίο αρσενικό άγριο», όπου os = αρσενικό. !το or σκέτο βρίσκεται και στα !σουμερικά (φυσικά γράφεται «ur») με την έννοια «σαρκοβόρο θηρίο», και στα βάσκικα or = σκυλί (επίσης στα σουμερικά σημαίνει σκυλί, αλλα συνηθέστερα σημαίνει λιοντάρι).

!κάτι αληθινά παράδοξο βρίσκεται στην τουρκ. λ. tap- (βρίσκω, ανακαλύπτω) της οποίας το νόημα έχει η σουμ. λ. pad (στην ενεργητική φωνή = βρίσκει, στην παθητική φωνή = φαίνεται). !ανάλογο φαινόμενο μεταξύ σουμ. kwep και τουρκ. byk-, καί τα δυό σημαίνουν «λυγίζει, κάμπτει». !σ’ αυτές τις περιπτώσεις φαίνεται να έχουν αντιστραφεί τα σύμφωνα των παλιότερων λέξεων, πράγμα που δέν είναι καθόλου κανονικό, οπότε ή πρόκειται για διαφορετικές ρίζες που έτυχε να μοιάζουν, ή, πιθανότερο, πρόκειται για ένα σπάνιο φαινόμενο που συνέβη εκτός φωνολογικών νόμων.

!το τουρκ. keder (στενοχώρια, έγνοια) είναι άν δέν απατώμαι αραβικής προέλευσης, οπωσδήποτε συγγενεύει με το ελληνικό κήδος (αρχαϊκότερα: kaados = έγνοια). !με αυτά προφανώς συγγενεύει το γνήσιο τουρκικό qaδγu (έγνοια, στενοχώρια), αλλα πρόβλημα παρουσιάζει το q- που θα περιμέναμε να είναι k-. !μάλλον έγινε q- απο k- για να ταιριάζει με το –γu που ακολουθεί.

!καμία τουρκική λέξη δέν αρχίζει απο λ- διότι στις τουρκ. γλώσσες το λ- στην αρχή λέξεων σε όλες τις περιπτώσεις έγινε j-. (!παρεμπιπτόντως, στην παλαιά ιαπωνική γλώσσα, όπου το λ έχει γίνει ρ, επίσης καμιά λέξη δέν αρχίζει απο ρ-, που σημαίνει οτι και στην ιαπωνική το αρχικό λ- απο παλιά τράπηκε σε j-). !γι’ αυτό υποψιάζομαι οτι το τουρκ. jıpar (αρωματική ουσία) ήταν lıp-ar, συγγενές με το (γνήσιο σημιτικό;) αραβικό luban (θυμίαμα). !παρόμοια μορφή έχει το luban σε όλες τις σημιτικές γλώσσες, απο κάποια σημιτική γλώσσα το πήραν οι !έλληνες και το έκαναν λίβανος.

!απο κάποια σημιτική γλώσσα, πιθανόν απο τα ακκαδικά, είναι και το ελληνικό λίπος (lip- στα ακκαδικά). !όχι οτι η ρίζα δέν υπήρχε και εξ αρχής στα !ελληνικά, βεβαίως υπήρχε με τη μορφή άλειφαρ, αλείφω, αυτά είναι !π!ι!ε προέλευσης, ενώ το λίπος είναι δάνειο σημιτικής προέλευσης, απο την ίδια ρίζα. !δεδομένου οτι η !ι!ε διατηρεί τα σύμφωνα πιό πιστά απο ό,τι οι σημιτικές γλώσσες, η πανανθρώπινη ρίζα ήταν lejph (λιπαρή, ρητινώδης ουσία).

!κατα πάσα πιθανότητα τα άλειφαρ, λίπος, είναι απο την ίδια ρίζα με τα jipar, luban (βλέπε προηγούμενες παραγράφους), με την έννοια οτι τα jipar και luban ήταν ρητινώδεις ουσίες, σάν αλοιφές. !εφόσον δέ το luban δέν παράγεται απο το σημιτικό lip-, αυτό σημαίνει οτι το luban και τα παρόμοιατου πάρθηκε στις σημιτικές γλώσσες απο κάποια άλλη γλώσσα, κάποιου λαού που ζούσε απο πανάρχαια χρόνια στη μέση ανατολή.

!μιά πανανθρώπινη ρίζα ba,l (δέν είμαι σίγουρος για το είδος του λ, σίγουρα κάποιου είδους λ ήτανε, νομίζω ,l) έδωσε τις λέξεις: στα ζ-τουρκικά baш (κεφάλι, αρχή, ηγεσία), στη ρ-τουρκική !chuvash είναι puш (θα περιμέναμε pul, αλλα υπάρχει επιρροή απο τις ζ-τουρκικές γλώσσες), στα !σουμερικά «palil» (πρωτοπόρος, πρόμαχος, ηγέτης, ήρωας), στα !βάσκικα buru (κεφάλι), στα ακκαδικά bel- = κύριος, άρχοντας (παρόμοια σε όλες τις σημιτικές γλώσσες), στην !π!ι!ε γλώσσα η πολύ γνωστήμας πρόθεση pro (αρχικά επίρρημα με σημασία: μπροστά). !αυτή η ρίζα σήμαινε κεφάλι, με δευτερεύουσα έννοια: μπροστά, και άλλες μεταφορικές σημασίες. !απο αυτήν τη ρίζα είναι μάλλον και το βάλανος, δάνειο στα !ελληνικά απο κάποια προελληνική γλώσσα όπου το βελανίδι λεγόταν μεταφορικά «κεφαλάκι», ανάλογα με το τουρκικό baшaq = στάχυ, κυριολεκτικώς «κεφαλάκι» (του σιταριού).

!για το κεφάλι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και η ρίζα πανανθρώπινη twep, που κατα βάσιν σήμαινε «κορυφή». !η ομοιότητα με το αγγλικό top μπορεί να είναι τυχαία, αφού τα αγγλικά είναι μιά τόσο καινούργια γλώσσα. !πάντως αρχαία παράγωγα αυτής της ρίζας βρίσκονται σε πολλές παλιές γλώσσες: στα αρχαία αιγυπτιακά t-p (τα φωνήεντα δέν γράφονταν) = κεφάλι, στα τουρκικά tepe (ορισμένες τουρκ. γλώσσες tœpœ) = κορυφή, λόφος, ύψωμα, κεφάλι, αζτέκικα: tepetl (βουνό, ύψωμα), στα παλιά σουμερικά sop (κεφάλι), το οποίο στη !μεσοποταμία έγινε saŋ. !στην !π!ι!ε γλώσσα απο αυτήν τη ρίζα προήλθε το επίρρημα sup-er (εξ ου υπέρ, σήμαινε «ίσια επάνω, ψηλά»), και το ουσιαστικό ύψος (θυμηθείτε οτι αυτή η δασεία προέρχεται απο s-). !μέχρι εδώ τα στοιχεία είναι σαφή και ένας λογικός άνθρωπος δέν μπορεί να τα αμφισβητεί. !συζητήσιμα ωστόσο είναι τα παρακάτω παράγωγα της ρίζας twep, τα περισσότερα ονομασίες φυλών: κατα τη γνώμημου το suomi (!φινλανδοί) είναι απο *twop-ŋek = «κεφάλι μαύρο», επίσης tepanek (όνομα φυλής των !αζτέκων) απο *twepe-ŋek (κεφάλι μαύρο). !οι !σουμέριοι αυτοαποκαλούνταν «un.saŋ.ŋé» (λαός με κεφάλια μαύρα), και παρόμοια αυτοαποκαλούνταν άλλοι συγγενείς λαοί, που προφανώς γνώριζαν λαούς με διαφορετικά χαρακτηριστικά (είτε ξανθούς, είτε μαύρους σε όλο το σώμα και όχι μόνο στα μαλλιά) ωστε να αυτοαποκαλούνται «λαός, φυλή με κεφάλια (=μαλλιά) μαύρα». !δεδομένου οτι η ρίζα ŋek κάπου θεωρήθηκε ταμπού (απαγορευμένη ώς δυσοίωνη), οι !τούρκοι αποκάλεσαν τους εαυτούςτους twep-quro (κεφάλια μαύρα, αντικαθιστώντας το ŋek με το συνώνυμο quro = μαύρο). !το twep-quro έγινε tœw-qyrœ (ανάλογη είναι η ετυμολογία του κύριου ονόματος !τεύκρος) και έπειτα tœw-rykœ, έπειτα tœ-rkœ. !αυτή είναι η λ. που διαβάζεται στις παλιές τουρκ. επιγραφές ώς «Türkü», ενώ στα !ουγκρικά πέρασε ώς Török. !οπωσδήποτε η λ. «Türkü» τονιζόταν στην παραλήγουσα, το οποίο σημαίνει οτι ήταν σύνθετη. !τώρα, η !π!ι!ε λ. swopnos (ύπνος) κατα τη γνώμημου είναι απο swop (κεφάλι) και ρίζα no (θέτω, ξαπλώνω), μιά έκφραση σάν την κρητική «έθεσε την κεφαλήτου» = ξάπλωσε να κοιμηθεί. (με τη ρίζα no παράβαλε το σουμερικό “ná” δηλαδή nǝ = ξαπλώνει / κρεβάτι).

(!πιθανόν επέκταση της ρίζας twep έχουμε στο ακκαδικό (σημιτικό) «šap-ak»- (συσωρεύει. με την έννοια «κάνει ύψωμα», δηλαδή σωρό)).

!όσο για τη ρίζα ŋek που ανέφερα, σήμαινε κατα βάσιν νύχτα, συνεπώς «μαύρο». !απο αυτήν τη ρίζα είναι το σουμ. «ŋe(g)» = νύχτα, μαύρο, αλλα επίσης τα λατινικά nigr-um (μαύρο), nox (νύχτα), neco (σκοτώνω), στα ελληνικά: νέκυς, νεκρός, νύξ (!π!ι!ε ρίζα nek = νύχτα). !ο φθόγγος ŋ δέν υπάρχει στην !π!ι!ε γλώσσα διότι εκεί είχε τραπεί επι το πλείστον σε n, σε ορισμένες περιπτώσεις σε m).

!απο την πανανθρώπινη ρίζα њag (ξύλο) έχουν προέλθει τα εξής: στα !τουρκικά jigaч (ξύλο, δέντρο, σε ορισμένες τουρκ. γλώσσες: agaч). !το λατινικό lignum (ξύλο) απο *nignum είναι πιθανώς δάνειο απο κάποια ασιατικής καταγωγής λέξη, πάντως οπωσδήποτε απο αυτήν τη ρίζα. !λέξεις με πρώτο συνθετικό το њag είναι στα σουμερικά «nag-ar» (ξύλο λαξεύει = ξυλουργός), και το περσικής (όπου μάλλον απο τα !σουμερικά) προέλευσης τουρκικό nac-ak (ξύλο σπάζει = τσεκούρι).

!το κινέζικο muk ( = ξύλο, δέντρο) είναι μάλλον απο άλλη ρίζα, καθώς έχω δείξει στον χρησμό 25 του ιρκ bίτίg όπου την τουρκική λ. buqorsi την ετυμολογώ muq-orsi = «ξύλο που οργώνει».

!παρόμοια ηχούσε η ρίζα ≃ њaχ = κλαίει, που συνάγεται απο το τουρκικό jıg-la-, το ιαπωνικό naku (γράφεται ) και τα σημιτικά: ακκαδικό naku, αραβικό naaχa, που όλα σημαίνουν «κλαίει». !ο φθόγγος њ είχε μισοεξαφανισθεί ήδη στα τουρκικά του 8ου μ.x. αιώνος, όπου βρίσκεται μόνο με οπίσθια φωνήεντα και ποτέ στην αρχή της λέξεις. !στην αρχή των λέξεων, (όπως εν προκειμένω) ή με πρόσθια φωνήεντα είχε απο παλιά τραπεί σε j.

!το «lag» = (σβώλοι χώματος, χώματα) και «lagar» = έδαφος, πάτωμα, είναι η σουμερική μορφή του τουρκικού jagız (χώμα, το χρώμα του χώματος, καφετί). (απο την ίδια ρίζα με άλλον προσδιορισμό είναι το σουμερικό «lagab» = ογκώδες κομμάτι, όγκος). !για το συνηθέστατο πρόσφυμα –ar έκανα λόγο παραπάνω. !αυτό το ίδιο πρόσφυμα βρίσκεται στα !ι!ε !ελληνικά ώς το –οσ- / -εσ- των ουδετέρων (όπως: μέρος, δάσος, κύδος, κλπ), ενώ στα λατινικά έχει τη μορφή –us / -er- και στα σανσκριτικά –as. !έχω επίσης σημειώσει οτι καμιά τουρκική λέξη δέν αρχίζει απο λ, διότι το αρχικό λ έχει τραπεί σε j-, όπως εν προκειμένω. !έτσι διαπιστώνουμε την πανανθρώπινη ρίζα lag (χώμα, η γή ώς στοιχείο της φύσης), (όσο για το λατινικό locus (τόπος, θέση), δέν είναι γνήσιο λατινικό αλλα ακόμη ένα δάνειο απο τα σουμερικά, συγκεκριμένα απο το σουμερικό loc (γραφόμενο ĝešlug = θέση, position, το οποίο μάλλον απο αυτήν τη ρίζα lag = χώμα). !για κάθε στοιχείο της φύσης η πανανθρώπινη γλώσσα είχε δύο λέξεις, μία για το στοιχείο ώς έμψυχο και συνεπώς ιερό, και μία για το στοιχείο ώς αισθητό αντικείμενο. !η ρίζα για τη γή ώς έμψυχο και ιερό στοιχείο ήταν ler (διαπιστώνεται απο το τουρκ. jeer και το βασκικό lur = γή, αζτέκικα tlal = γή, απο *lar, θυμηθείτε οτι δέν υπάρχει r στα αζτέκικα, έχει γίνει tl).

!κάποιος περίφημος σουμεριολόγος, ο Sollberger άν θυμάμαι καλά, σε ένα γλωσσάριοτου σημειώνει οτι υπάρχει μιά σουμερική λ. «gun» που σημαίνει, καθώς λέει, λαιμός, και συνεκδοχικώς «τάλαντον, ζυγαριά». !είναι φανερό που οι δύο αυτές έννοιες δέν έχουν καμία λογική σχέση ωστε να εκφράζονται με την ίδια λέξη. !στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: μία «ŋun» που σήμαινε λαιμός, και μία άλλη «gun» που σήμαινε ζυγαριά / τάλαντον. !το μέν «ŋun» είναι όψιμη μορφή του pon, παλαιότερα poњ, που βρίσκεται στα παλαιά τουρκικά ώς boњ (λαιμός). !το δέ «gun» (ζυγαριά, τάλαντον) βρίσκεται στα !σουμερικά της Κρήτης ώς dwon, ο παλαιός σουμερικός τύπος (3000 π.x. μέχρι ίσως και κάμποσο αργότερα) ήταν *cwon, συγγενές του κινεζικού cjwon (σημαίνει κατα βάσιν «βάρος», γράφεται , το οποίο αρχικά ήταν σκίτσο που παρίστανε μιά ζυγαριά). !η πανανθρώπινη ρίζα ήταν kwon = (υπολογίζει το) βάρος. !τα πρόσθια ουρανικά της παλιάς σουμερικής γλώσσας πολύ συχνά τρέπονταν σε οδοντικά στα μεταγενέστερα !σουμερικά της kρήτης, ενώ αυτή ο οδοντικοποίηση ήταν πολύ σπανιότερη στα !σουμ. της !μεσοποταμίας (κυρίως είναι χαρακτηριστικό της emesal, βλέπε ανωτέρω).

!στην !π!ι!ε γλώσσα υπήρχαν οι ρίζες bhew- (στα ελληνικά φυ-, = φύεται, στα σανσκριτικά bhaw- σημαίνει «γίνεται», εμφανίζεται), bhal- (γυαλίζει, φεγγρίζει, εντυπωσιάζει), bhan- (φαίνεται, φαίνει, φωτίζει), bhas- (φώς), bhahw- (λάμψη της φωτιάς), bheњc- (φέγγει), bha ή bhah- (λαμπρό, φωτεινό, στα σανσκριτικά bha) ρίζες διαφορετικές μέν, αλλα οπωσδήποτε συγγενείς μεταξύτους, συνώνυμες ως προς το νόημα, όλες με βάση το bha-. (!είναι δυνατόν να βρούμε και άλλες κάμποσες οικογένειες ριζών που έχουν κοινό το πρώτο κυρίως γράμμα και είναι σημασιολογικώς κοντά, προς το παρόν δέν θα επεκταθώ σ’ αυτό το θέμα).

!ένα σουμερικό «bil» = καίγεται, είναι όμοιο με το το τουρκικό piш- (ψήνεται) άν λάβουμε υπόψη τις κανονικές φωνητικές αλλοιώσεις, αυτά πρέπει να συγγενεύουν με την !ι!ε ρίζα bhlec- (φλέγει. !κι αυτή συγγενείς με τις προαναφερθείσες ρίζες απο bh-). !κάμποσες !π!ι!ε ρίζες τελειώνουν σε –ec, το οποίο κατα τη γνώμημου ήταν η πανανθρώπινη ρίζα –ec = κάνει. !αυτή η ίδια προσθήκη χρησιμοποιούνταν στις σινο-θιβετιανές γλώσσες ώς πρόθεμα g- με αιτιακή λειτουργία («κάνει ώστε να») σε ρηματικές ρίζες.

!το τουρκικό typi («high wind», θύελλα) φανερά συγγενεύει με το !ι!ε λατινικό tempestas (καταιγίδα), το οποίο οπωσδήποτε είναι σχετικό με το άλλο !ι!ε λατινικό tempus (χρόνος). !δηλαδή μιλάμε για μιά πανανθρώπινη ρίζα ≃ thep που σήμαινε «καιρός, καιρικά φαινόμενα», έπειτα πήρε και τη σημασία «καιρός» με την έννοια «χρόνος».

!στα !ι!ε me-lit (μέλι), me-dhu (γλυκό κρασί παρασκευαζόμενο απο μέλι διαλυμένο σε νερό), καθώς και maalom (μήλο) διακρίνουμε μιά αρχέγονη ρίζα ≃ me- ή πιθανότατα meш (γλυκό, καλό για φάγωμα) που τροποποιούνταν με επιθετικούς προσδιορισμούς (οι επιθετικοί προσδιορισμοί στη γλώσσα του homo sapiens ετίθεντο πάντοτε μετά το προσδιοριζόμενο). !αυτή η ίδια ρίζα πρέπει να είναι στο σημιτικό αραβικό mal (χρήσιμο ή πολύτιμο πράγμα) και majwa (φρούτο), σε σχεδόν όλες τις αυστραλιανές γλώσσες maj = φυτικής προέλευσης τροφή, στα σουμερικά «maш» = (κυρίως γεωργικό) προϊόν, στα κινέζικα mei = δαμάσκηνο ().

!βεβαίως, το σουμερικό «kalag» (= ισχυρός, πιθανότατα απο kol-, αφού είναι καλώς γνωστό οτι σε πλείστες περιπτώσεις παλαιότερα στρόγγυλα οπίσθια φωνήεντα έχουν γίνει μή στρόγγυλα στα !σουμ. της σφηνοειδούς, είναι μιά τάση αντίδρασης προς την emesal που συνήθιζε να χειλικοποιεί) προέρχεται απο κάποια λέξη συγγενή του τουρκικού qol (βραχίονας, μπράτσο), γιατί το μπράτσο ήταν στους παλιούς λαούς σύμβολο της δύναμης, θυμηθείτε το βιβλικό «!κύριε, τίς επίστευσε τῇ ακοῇ ἡμῶν; και ο βραχίων !κυρίου τίνι απεκαλύφθη;» (= και η δύναμη του !κυρίου σε ποιόν έγινε φανερή;» και πολλά άλλα βιβλικά χωρία.

!απο μιά πανανθρώπινη ρίζα ≃wom (σχεδιάζει να…) προέρχεται το παλιό τουρκικό ρήμα um- (ελπίζει, εποφθαλμιά), καθώς και το σουμερικό ουσιαστικό «umuš» (ελπίδα, σχέδιο) και το ιαπωνικό omoi (γράφεται 思い = σκέφτεται, λαμβάνει μέτρα, και 想い = ανάμνηση, νοσταλγική σκέψη). !απο την ίδια ρίζα είναι το σημιτικό αραβικό umid (ελπίδα), που μοιάζει με το τουρκικό umut (ελπίδα) αλλα δέν προήλθε το ένα απο το άλλο, απλώς προήλθαν καί τα δύο απο την ίδια πανανθρώπινη ρίζα.

!το σουμερικό ŋiθ (γράφεται «ŋiz» = δέντρο, μεγάλος θάμνος, ξύλο. - διαφορετικό απο το «pu» = οπωροφόρο δέντρο) είναι απο το ίδια ρίζα με το ιαπωνικό matu (γράφεται = πεύκο). !αλταϊκή και πανανθρώπινη ρίζα ŋath = ξυλώδες φυτό. !στα ιαπωνικά (που φέρουν ισχυρότατη επιρροή της αλταϊκής emesal, γυναικείας διαλέκτου) το ŋ έχει γίνει m, στις περισσότερες άν όχι σε όλες τις περιπτώσεις.

!το σουμερικό «naŋ» (πίνει) είναι nomu (γράφεται 飲む = πίνει και 呑む = καταπίνει) στα ιαπωνικά, η αλταϊκή ρίζα ήταν μάλλον naŋ, αλλα λόγω της ασάφειας των ληκτικών ρινικών στα !σουμερικά δέν αποκλείεται να ήταν και *nam.

!πολύ καλά μαρτυρείται η πανανθρώπινη ρίζα χwan = βασιλέας, ανώτατος άρχοντας μιάς κοινότητας, στα κινέζικα γιουάŋ και γουάαŋ (χρησιμοποιώ για την παλιά κινέζικη προφορά νεοελληνικά γράμματα για να μή μπλέξουμε με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο), ήδη στα πολύ παλιά τουρκικά χan (ανώτατος άρχοντας κοινότητας) και χaγan (απο χan-γan = βασιλέας ανώτατος, «βασιλεύτατος») = ανώτατος άρχοντας του κράτους. !στα !σουμερικά hen = κύριος, άρχων, συνηθισμένο πρόθεμα ονομάτων θεών καθώς και βασιλέων (στη σφηνοειδή γράφεται «en», αλλα στη γραμμική γραφή της !κύπρου υπήρχε άλλο γράμμα για τη συλλαβή e που παρίστανε τριώροφο κτήριο, και άλλο γράμμα (που παρίστανε αστέρι, με τη σημασία «θεός, κύριος») για τη συλλαβή he), και στα !ι!ε !ελληνικά άναξ (παλαιότερα wan-aks, τύπος που μαρτυρείται στα μυκηναϊκά ελληνικά). !δέν είμαι βέβαιος άν απο αυτήν τη ρίζα είναι και το γερμανικό könig (= βασιλέας. πάντως δέν με πείθει καθόλου η θεωρία οτι ετυμολογείται ώς συγγενές του «γυνή», με την έννοια γυναικεία θεότητα που έδινε το κύρος στους βασιλείς) και το λατινικό honos / honor (τιμή, που οφείλεται στους άρχοντες). !παρόλο που οι κινέζικες λέξεις τελειώνουν σε ŋ, η πανανθρώπινη ρίζα πρέπει να έληγε σε n, αφού τα ληκτικά σύμφωνα των κινέζικων λέξεων δέν ήταν καθόλου σταθερά, ενώ αντιθέτως η παλιά τουρκική κρατάει πολύ πιστά τα σύμφωνα της πανανθρώπινης γλώσσας. !ακόμη και άν, καθώς ο Gerard Clauson έλεγε, η λ. χan είναι δάνεια στα τουρκικά απο κάποια άλλη γλώσσα (που δέν είναι), οι παλιοί !τούρκοι θα κρατούσαν το –ŋ της γλώσσας απο την οποία το δανείσθηκαν.

!σύνθετα με τη λ. χan είναι τα τουρκικά tarχan και χaγan. (στο δεύτερο ήδη αναφέρθηκα). !το tarχan είναι απο *ter-χan = «απόγονος του ηγεμόνα» (ter απο τη ρίζα ter = μικρό, παιδί, βλέπε ετυμολογία του «τρία»).

!όσο για το τουρκικό teecin (πρίγκηπας), δέν είναι απο *teec-χan, διότι τότε θα γινόταν *teecen. !το teecin είναι ομόρριζο του ελληνικού «τέκνον», απο πανανθρώπινη ρίζα tek = γεννά.

!είναι ίσως τολμηρό να συγκρίνω το σλαβικό suχo με το σύκον που είναι δάνειο στα !ελληνικά απο κάποια προελληνική γλώσσα, διότι αυτό το suχo είναι σημερινή λέξη και δέν ξέρω άν υπήρχε στην !π!ι!ε με αυτήν τη μορφή.

!το λατινικό fiicus (σύκο) είναι δάνειο απο κάποια μή !ι!ε γλώσσα, πρέπει να είναι συγγενές με το σουμερικό «pešše» = σύκα. !πιθανότατα είναι απο την ίδια ρίζα του !π!ι!ε bhac- (στα ελληνικά φαγ-, φαγώσιμο).

!το τουρκικό шaш- («τα χάνει», εκπλήσσεται) και το ελληνικό ζάλη μας δείχνουν μιά ακόμη πανανθρώπινη ρίζα: djal (νοητική σύγχυση).

!η πολύ γνωστή !ι!ε ρίζα tel (σηκώνει) που βρίσκεται στα ελληνικά έτλην, τλήμων, τελαμών, !άτλας κλπ, και στα λατινικά tutuli, tolere κλπ, βρίσκεται επίσης στα τουρκικά ώς taшı- (φέρει, κουβαλά). !το τουρκικό –ı δείχνει πως μάλλον είναι παράγωγο κάποιου παλιότερου αμάρτυρου ουσιαστικού *taш = φορτίο, μεταφορά. !υπάρχει όμως και ένα άλλο παλαιοτουρκικό ρήμα απο παραπλήσια ρίζα: jœle- (υποστυλώνει, στηρίζει), απο το οποίο βρίσκεται και ουσιαστικό tjœlek (υποστήριγμα), που δείχνει οτι η αλταϊκή ρίζα ήταν tjœl. !συμπεραίνω παναθρώπινη ρίζα μάλλον teљ (σηκώνει, δηλαδή κουβαλά), της οποίας παραλλαγή ήταν η πανανθρώπινη ρίζα tjel (σηκώνει δηλαδή υποστυλώνει, στηρίζει), απο την οποία και το σημιτικό αραβικό šalik- (μεταφορέας). !επίσης το ρουμάνικο talica (εξ ου νταλίκα) και το ταλικέ (καρότσα) των ρωμιών της !ουκρανίας ανάγεται στην ίδια ρίζα teљ.

!το τουρκικό qoш- (τρέχει) βρίσκεται στα !σουμερικά ώς qol (γράφεται «kul»), και το τουρκ. qaч- (ξεφεύγει, δραπετεύει) βρίσκεται στα !σουμερικά με τη μορφή «kaš» (τρέχει, φεύγει τρέχοντας). (το σουμερικό š σε αρκετές τουρκικές γλώσσες βρίσκεται ώς ш, αλλα στις πιό γνωστές τουρκικές γλώσσες ώς ч). !με το αλταϊκό qol (ή qoљ) = τρέχει πρέπει να συγγενεύουν το λατινικό celer (ταχύς) και το ελληνικό κέλης (άλογο κούρσας), οπότε πρόκειται για πανανθρώπινη ρίζα qeљ (τρέχει).

!στην !π!ι!ε γλώσσα οι συνηθέστερες λέξεις για τους βαθμούς συγγενείας έχουν την κατάληξη –teer (-τηρ), όπως: pǝteer (πατήρ), maateer (μήτηρ), bhrəteer (φράτωρ), dhugəteer (θυγάτηρ). !για να συγκρίνουμε τέτοιες λέξεις με άλλων γλωσσών, πρέπει φυσικά να αντιλαμβανόμαστε την κατάληξη –τ(η)ρ ώς πρόσθετη. !τέτοιες λέξεις που σημαίνουν συγγενείς, σε πολλές γλώσσες παίρνουν ένα προθεματικό φωνήεν, ενώ σε πολλές γλώσσες διπλασιάζουν το μόνο σύμφωνο της ρίζαςτους. !έτσι, ο πατέρας ή πρόγονος στα σουμερικά βρίσκεται ώς «abba», στα τουρκικά aba, αραβικά baba, και σε γλώσσες της Δυτικής Ερήμου της Αυστραλίας επίσης baba (αυτό σε κάποιες απο τις γλώσσες της Δυτικής Ερήμου έχει γίνει mama), στα αρχαία ελληνικά χαϊδευτικά «πάππα», πανανθρώπινη ρίζα ba. !η μητέρα στα σουμερικά: ama, στα βάσκικα ακριβώς το ίδιο: ama, επίσης ama στην ρ-τουρκική !chuvash (όπου επίσης αποκαλείται anne), αυτό το ama έχει γίνει anna ή και anne στις περισσότερες τουρκικές γλώσσες για να αποφευχθεί η ομοιότητα με το am (θηλυκό όργανο, λεκτικό ταμπού). στα αραβικά και τις άλλες σημιτικές γλώσσες um- (μητέρα), στη θιβετιανή γλώσσα oma, στα κινέζικα επίσης mama. απο το *ama (μητέρα) κατα τη γνώμημου προέρχεται το λατινικό amo (αγαπώ). !πανανθρώπινη ρίζα maa (μητέρα), παραλλαγή της ρίζας me που σημαίνει γυναίκα, θηλυκό, ακόμη και «παθητικό όν, αντικείμενο». !με το bhra-teer (αδερφός, συνομήλικος της ίδιας ομάδας) κατα τη γνώμημου συγγενεύει το σημιτικό ακκαδικό ubar- (φίλος) και το ουραλικό ουγκρικό boraat (φίλος), με αυτά συγγενές είναι και το σουμερικό *qyle (γράφεται «kuli» = φίλος) προερχόμενο απο *pile, το οποίο δανείσθηκαν οι !έλληνες ώς «φίλος». πανανθρώπινη ρίζα phe,r = συνομήλικος της ίδιας ομάδας.

!απο την ίδια ρίζα me (θηλυκό) βγήκε το τουρκικό am (γυναικείο αιδοίον), στα ιαπωνικά om-anko (με στρογγυλοποίηση του a και κάποιον προσδιορισμό, στο τέλος το –ko είναι μάλλον παλιά κατάληξη υποκοριστικού που σήμερα χρησιμοποιείται πρίν απο τα ουσιαστικά, π.χ. ko-matsu = πευκάκι (μικρό πεύκο), στα κοριτσίστικα ονόματα όμως το –ko, κατάληξη υποκοριστική, εξακολουθεί να τίθεται μετά, π.χ. akiko, hanako, ginko, hisako, και όλα τα άλλα γιαπωνέζικα κοριτσίστικα ονόματα). !όπως ακριβώς στην !chuvash τίθεται η προσδιορισμός ama για να δηλώσει θηλυκά ζώα, ακριβώς το ίδιο στα !σουμερικά ετίθετο (με τη μορφή –«am» στη σφηνοειδή): «gan-am» (προβατίνα), «šil-am» (δηλαδή шel-am, απο њel-am) = αγελάδα. !όσον αφορά το gan (πρόβατο), είναι ομόρριζο του παλαιοτουρκικού qoњ (πρόβατο, πρώτιστης οικονομικής σημασίας στις τουρκικές φυλές), στις αυστραλιανές γλώσσες της !δυτικής !ερήμου qaњa είναι ένα καγκουροειδές ζώο, σε άλλες γλώσσες λέγεται ju,du (επιστημονικό όνομα macropus robustus), η δέ διεθνής ονομασία «καγκουρώ» είναι απο το gaŋ-uru, όπως ονόμαζαν οι ιθαγενείς της περιοχής του !sydney ένα είδος μαύρου καγκουρώ που έχει πλέον εκλείψει. (στην !αυστραλία δέν υπήρχαν ούτε πρόβατα, ούτε πλακουντοφόρα θηλαστικά, με λίγες εξαιρέσεις). !πανανθρώπινη ρίζα gaњ (πρόβατο ή άλλο φυτοφάγο ζώο του ίδιου περίπου μεγέθους).

!όσο για το σουμερικό «šil-am» (δηλαδή шel-am, απο њel-am) = αγελάδα, είναι απο πανανθρώπινη ρίζα њel (βοοειδές ζώο), απο όπου το τουρκικό jıl-qı (απο *њel-qı, δέν βρίσκεται њ στην αρχή τουρκικής λέξεις, γιατί τράπηκε σε j-), και το κινέζικο (ŋjǝu = βόδι), θυμηθείτε οτι το τελικό –λ έχει γίνει u στα κινέζικα.

!μιά που αναφέραμε το αυστραλιανό ju,du (στα αγγλικά αυτό έγινε euro, «γιούρο», επιστημονικώς macropus robustus, καγκουροειδές ζώο που ζεί σε βουνά και υψώματα), η λ. ju,du είναι ομόρριζη της σουμερικής jud (στη σφηνοειδή γράφεται «uz-d», δηλαδή το γράμμα διαβάζεται σάν «uz», αλλα όταν ακολουθεί φωνήεν, τότε το τελικό σύμφωνο της λέξης γράφεται με συλλαβόγραμμα d+φωνήεν. !στην κρητική πρωτογραμμική το γράμμα που παριστάνει κατσίκα χρησιμεύει για τη συλλαβή ju). !πανανθρώπινη ρίζα jowd (κατσίκι ή παρόμοιο ζώο).

!στα σημερινά τουρκικά υπάρχουν αρκετές λέξεις αραβικής προέλευσης που πέρασαν στα τουρκικά μέσω της περσικής και φέρουν το περσικό στερητικό μόριο na-: “namaglûb, namahrem, namerd, nahak”. !η !π!ι!ε γλώσσα είχε το αρνητικό μόριο ne (βέβαια, το φωνήεν υπόκειται σε ετεροίωση, το «Ablaut» των !ι!ε γλωσσών), και το αρνητικό μόριο mee (μη). !αυτά τα αρνητικά μόρια βρίσκονται και σε αρκετές ακόμη γλώσσες που υποτίθεται πως δέν έχουν καμία συγγένεια με την !π!ι!ε: στα !σουμερικά no (γράφεται «nu») = όχι και na = δέν, στα γιαπωνέζικα nai = δέν (το –i είναι μάλλον η επιθετοποιητική κατάληξη), -nasi (χωρίς). !στην ρ-τουρκική !chuvash επίσης, στην προστακτική αντί για κατάληξη χρησιμοποιείται πρίν απο το ρήμα το αρνητικό μόριο an (απο *na =μή!), όπως ακριβώς στα σουμερικά na- πρίν απο το ρηματικό θέμα.

!κάποτε πρέπει οι γλωσσολόγοι να προσέξουν οτι στα περσικά υπάρχουν πολλές λέξειες δάνειες απο τα σουμερικά, όπως: tiir απο το σουμερικό tii,l (γράφεται «ti(l)» = βέλος), nan (ψωμί) απο το σουμερικό «ninda» (προφερόμενο nen-da, απο παλιότερο *nan-do(b) όπου –do(b) = κριθάρι, δημητριακό), nar (ρόδι) απο το σουμερικό nor (γράφεται “nur.MA”, όπου «MA» ήταν ένα γράμμα ταξινομικό που σήμαινε «οπωροφόρο δέντρο» και προσετίθετο σε ονόματα φρούτων χωρίς να προφέρεται), απο το nor μαζί με κάποιον σουμερικό επιθετικό προσδιορισμό (άραγε το cəl, γραφόμενο «gal» = μεγάλο;) προήλθε και το περσικό narџıl = καρύδα.

!στην !π!ι!ε υπήρχε μιά ρίζα dek = σκέφτομαι, εκφράζω τη σκέψημου, που μαρτυρείται απο το λατινικό doceo, το ελληνικό διδάσκω, το γερμανικό denken / gedacht. !φαίνεται πως αυτή η ρίζα dek επεκτάθηκε σε dejk (εξηγεί, δείχνει) και σε dewk (μεριμνά, διαφεντεύει). (παρεμπιπτόντως, η ρίζα βρίσκεται στην πρωτο-αυστρονησιακή ώς taqu = σκέφτεται).

!η ρίζα dejk, εκτός απο τις !ι!ε γλώσσες (στα ελληνικά δείκνυμι, δίκη = σωστή κατεύθυνση, λατινικά dico, σανσκριτικά diш = κατεύθυνση, δείχνω μιά κατεύθυνση), βρίσκεται και στα σουμερικά ώς “dug4” (προφερόμενο dœ(k), απο deek = λέει, δίνει εξήγηση), στα τουρκικά dee- (λέει), όπου το –k φαίνεται πως χάθηκε εξαιτίας της υπερβολικά συχνής χρήσης της λέξης.

!με τη ρίζα dejk είναι οπωσδήποτε σχετικό το δῆλος, ομηρικώς δίελος (φανερός) και ευ-δίελος (ολοφάνερος), όπου το k φαίνεται πως σε παμπάλαια εποχή αντικαταστάθηκε με ш το οποίο έπειτα ήδη στην !π!ι!ε γλώσσα τράπηκε σε j.

!απο τη ρίζα dewk έχουμε τα λατινικά dux (ηγέτης), duco (ηγούμαι), στα ελληνικά δευκ- (φροντίζω, επιμελούμαι), το επίρρημα επι-δευκέως = με επιμέλεια.

!το σουμερικό «zal» (λάμπει, γυαλίζει) είναι συγγενές του ελληνικού θάλλει, παραβάλετε το ομηρικό «τεθαλυίαν αλοιφή» (tethaluijan aloipheej).

!το τουρκικό silic (= καθαρό, αγνό, λαμπερό. βρίσκεται και στα σουμερικά ώς «zalag», παράγωγο απο κάποιο «zal») πιθανώς είναι απο πανανθρώπινη ρίζα swel (ξαστεριά, φώς του ουρανού, φώς της ημέρας) η οποία υπήρξε παραγωγικότατη στις !ι!ε γλώσσες (σέλας, σελήνη, ήλιος, σανσκριτικά swaχ = το φώς του ουρανού, και πολλά άλλα, ακόμη και η λ. Έλλην (helleen) άν σήμαινε «φωτεινό πρόσωπο» ή hellas = «ξάστερος ουρανός» είναι μάλλον απο αυτήν τη ρίζα).

!στη σουμερική γλώσσα το μέν αντικείμενο δέν (φαίνεται να) παίρνει καμιά κατάληξη, ενώ το υποκείμενο των μεταβατικών ρημάτων σημειώνεται με την κατάληξη –e, που είναι το αρχαίο πανανθρώπινο ρήμα ec = κάνει. !αντιθέτως στην πολύ μεταγενέστερη (απο 8ο αιώνα μ.!χ.) τουρκική γλώσσα το υποκείμενο είναι χωρίς κατάληξη ενώ το συγκεκριμένο αντικείμενο του ρήματος σημειώνεται με την κατάληξη –jic, την οποία ετυμολογώ ώς εξής: -«eše» (άλλοτε γράφεται –še / eš / -š) είναι η σουμερική κατάληξη της δοτικής και της εις τόπον κίνησης, οπότε στα τουρκικά το αντικείμενο εκφραζόταν με δύο καταλήξεις: -eш + ec (ή -esj + ec) = «σ’ αυτό (=το αντικείμενο του ρήματος) κάνει», το συχνά χρησιμοποιούμενο -esj + ec έγινε γρήγορα –jic. !παρεμπιπτόντως, η σουμερική κατάληξη -«eše» (άλλοτε γράφεται –še / eš / -š είναι μάλλον απο την ίδια ρίζα με το ελληνικό εις / ες (πρόθεση προερχόμενη απο επίρρημα, όπως όλες οι προθέσεις). !εδώ όπως και αλλού βλέπουμε το πανανθρώπινο ш να έχει τραπεί σε j στην !π!ι!ε.

!απο πανανθρώπινη ρίζα lab (γέρικο, παλιό) είναι το σουμερικό «libir» (προφερόμενο lebir, παλιότερα labır = γέρικο, παλιό), του οποίου η τουρκική μορφή είναι jaβız (= κακό, άσχημο, αρχικά «παλιό, άχρηστο»), απο την ίδια ρίζα είναι το τουρκικό jaβlaq = κακό (ακόμη χειρότερο απο το jaβiz), και το ρήμα jıpra- ή jepre- (παλιώνει, σκουριάζει, αχρηστεύεται, καταργείται), επίσης jaβaш = αργοκίνητο (δηλαδή γέρικο, ή σάν γέρικο). !στα ακκαδικά labaaru = παλιώνει. !στα λατινικά labor (μόχθος, κόπος, δηλαδή ο τρόπος που κινείται και εργάζεται ένας γέρος, εξαντλημένη δύναμη όπως ενός γέρου), στα κινέζικα lau (γράφεται = γέρος).

!το λατινικό uro (καίω), άν και σε ορισμένους τύπουςτου έχει τη μορφή us-, πρέπει να είναι ομόρριζο του τουρκικού œrte- (καίει) και του αυστραλιανού της δυτικής ερήμου waru = φωτιά (επίσης: ξύλο όπου φωτιά υποβόσκει και χρησιμεύει για μεταφορά φωτιάς). !η πανανθρώπινη ρίζα πρέπει να ήταν hwer (ανάβει φωτιά).

!το τουρκικό keeδ- (ντύνει) είναι σαφώς συγγενές με το ιωνικό κιθών, κοινώς χιτών, λέξη φοινικικής προέλευσης. !υπάρχει στα !σουμερικά μιά συγγενής λέξη «kešda» ή «kešed» / «keš» (δένει / τυλίγει, ντύνει, λωρίδα). !συγγενές είναι βεβαίως και το κεστός (φαρδιά ζώνη), ίσως και το ρήμα κεύθει (κρύβει). !η πανανθρώπινη ρίζα ήταν keth ή μάλλον kewth (τυλίγει, περιβάλλει, ντύνει).

!το !π!ι!ε den- (ελληνικά: οδούς, λατινικά dens, σανσκριτικά danta= δόντι) είναι βεβαίως συγγενές με το σημιτικό šin- δόντι, η πανανθρώπινη ρίζα φαίνεται να ήταν djen. !απο την ίδια ρίζα φαίνεται να και το αζτέκικο tlantli (δόντια), ενώ το τουρκικό diш (δόντι) λογικά πρέπει να προέρχεται απο *diљ, άρα δέν είναι απο την ίδια ρίζα, μπορεί όμως να έχει μακρινή συγγένεια (απο διαφορετική αλλα συγγενική ρίζα. στα σουμερικά είναι «zu», προφερόμενο μάλλον θy, πιθανότατα προερχόμενο απο diљ). !περιέργως, το αζτέκικο tlantli μοιάζει συγγενές καί με τον !ι!ε τύπο, καί με τον αλταϊκό. !γιατί όχι, μπορεί η αρχική ρίζα να ήταν αυτό το αλταϊκό diљ που με προσθήκη μιάς κατάληξης έγινε dlant-, απο όπου το !π!ι!ε dent- και το σημιτικό šin-).

!ορισμένες λέξεις ήταν ολόιδιες στα !σουμερικά και στα πολύ μεταγενέστερα !τουρκικά, αλλα το σουμερικό “lú” (άνθρωπος) δέν φαίνεται να έχει τουρκικό αντίστοιχο. !αυτό το “lú” προφερόταν ly και προέρχεται απο li (li ήταν η λέξη στα σουμερικά της !κρήτης, το συλλαβόγραμμα li της κρητικής πρωτογραμμικής παριστάνει έναν άντρα σε προφίλ). !φυσικά στα !τουρκικά δέν είναι δυνατόν να βρούμε li, αφού το αρχικό l- έχει γίνει j- στα τουρκικά, βρίσκεται ωστόσο η λ. στα τουρκικά με τη μορφή ji-cit (νεαρός άντρας). !το –cit (άλλοτε –gut, ανάλογα με τα προηγούμενα φωνήεντα) ήταν ένα πρόσφυμα τιμητικό (honorific) σε λέξεις που σήμαιναν πρόσωπα, όπως ura-γut (γυναίκα, «κυρία»), alpa-γut (γενναίος άντρας, ήρωας).

!μιά άλλη σουμερική λ. που σήμαινε «άνθρωπος, άτομο» ήταν «nu», προφερόμενο nœ, απο nen (τα τελικά φωνήεντα των λέξεων στα σουμερικά προφέρονταν μόνο όταν ακολουθούνταν απο φωνήεν, και έτσι κάποτε χάνονταν τελείως, όπως σ’ αυτήν τη λέξη). !η παλιά κινέζικη μορφή της λέξης ήταν њen (γράφεται = άνθρωπος, άτομο), και έτσι γνωρίζουμε την πανανθρώπινη μορφή της ρίζας: њen (άνθρωπος, άτομο, συνάνθρωπος). !σε πολλές, άν όχι σε όλες τις περιπτώσεις το њ έχει τραπεί σε š στις σημιτικές γλώσσες, και το κοινό σημιτικό š έχει γίνει s στα αραβικά, όπου η ρίζα њen έχει δώσει το δεύτερο συνθετικό του in-san (άνθρωπος). υπάρχει στα αραβικά και σκέτο in = ανθρώπινο όν.

!το τουρκικό πρόσφυμα –lar του πληθυντικού (σπάνιο στην παλιά τουρκική γλώσσα, συνηθισμένο σήμερα) σήμαινε «πλήθος ανθρώπων», το δέ –r σε αυτό το πρόσφυμα είναι το κοινό πρόσφυμα των ουσιαστικών για το ομίλησα πρωτύτερα. !αυτό το ίδιο πρόσφυμα –lar βρίσκεται στα ιαπωνικά με τη μορφή –ra (δέν θα μπορούσε να έχει άλλη μορφή στην ιαπωνική φωνολογία που έχει τρέψει το λ σε r και αδυνατεί να προφέρει σύμφωνο μή ακολουθούμενο απο φωνήεν). !απο την ίδια πανανθρώπινη ρίζα πρέπει να είναι το ελληνικό λαός (laaw-os), έτσι βρίσκουμε την πανανθρώπινη ρίζα laaw (πλήθος ανθρώπων).

!το σουμ. «zig» αντιστοιχεί καί φωνητικά καί νοηματικά στο τουρκικό чıq-, είναι λέξη πολύ συνηθισμένη καί στα τουρκικά καί στα σουμερικά, σημαίνει είτε «βγαίνει» είτε «ανεβαίνει», ανάλογα με τα συμφραζόμενα, δηλαδή «φεύγει απο κάποιον χώρο, είτε προς τα έξω, είτε προς τα άνω». !βέβαια, η έννοια του φεύγει επι το πλείστον, άν και όχι πάντα, σημαίνει «αποφεύγει». !απο το σουμερικό «zig» και το τουρκικό чıq- συνάγεται η αλταϊκή ρίζα djeq. !στην !π!ι!ε έχουμε την ρίζα tjeg, που μαρτυρείται απο το ελληνικό σεβ- (σέβεται κλπ) και το σανσκριτικό tjag που βασικά σημαίνει «αφήνει, παρατά», αλλα επίσης «διώχνει, απομακρύνει». !το νόημα της !π!ι!ε ρίζας είναι «απομακρύνεται» (στην μέση / παθητική φωνή) ή «κάνει / αφήνει να απομακρυνθεί» (στην ενεργητική φωνή), άρα η !π!ι!ε ρίζα είναι περίπου ταυτόσημη με την αλταϊκή, και έχει σχεδόν την ίδια μορφή: tjeg η !π!ι!ε, djeq η αλταϊκή ρίζα, η δεύτερη αρχίζει με ηχηρό και λήγει σε άηχο, η πρώτη αρχίζει με άηχο και τελειώνει με ηχηρό, αλλα αυτή δέν είναι μεγάλη διαφορά, και μπορεί να οφείλεται στην ελαφρά σημασιολογική διαφορά. !ίσως στην πανανθρώπινη γλώσσα υπήρχαν καί οι δύο (συγγενείς μεταξύτους) ρίζες: tjeg (αφήνει ή κάνει να απομακρυνθεί) και djeq (απομακρύνεται, φεύγει προς τα έξω ή προς τα άνω). !πιθανότερο όμως πρόκειται για μία ρίζα, tjeg (η !π!ι!ε γλώσσα πιό συντηρητική), η οποία ρίζα ελαφρώς παραλλάχθηκε σε djeq στην πρωτοαλταϊκή.

!η συνηθέστατη σουμ. λέξη «šag» (εσωτερικό του σώματος, καρδιά, στομάχι, γενικώς το μέσα του κάθε πράγματος, με διάφορες μεταφορικές σημασίες, όπως «το εσώτερο νόημα») ήταν στην πραγματικότητα шıg και παλαιότερα: шug, καθώς μαρτυρά το γράμμα της συλλαβής шu της κρητικής πρωτογραμμικής, ομόμορφο του «šag» της σφηνοειδούς. το !π!ι!ε αντίστοιχο ήταν jeq-r, που μαρτυρείται απο το ελληνικό ήπαρ (*jeeqr), το σανσκριτικό jaqrt (συκώτι), το περσικό chicer (συκώτι, γενικότερα: κάθε εσωτερικό όργανο του σώματος), το λατινικό jecur (συκώτι). !με σαφήνεια φαίνεται η πανανθρώπινη ρίζα шjeq (εντόσθια, εσωτερικό όργανο του σώματος). !πιθανόν απο αυτήν τη ρίζα είναι το τουρκικό чek-irdek (κουκούτσι, πυρήνας), δηλαδή εσωτερικό του καρπού, κανονικά θα έπρεπε η τουρκ. λέξη να έχει οπίσθια φωνήεντα και q αντί k, αλλα κάποτε είναι δυνατόν το μέν q να γίνει k λόγω σύνθεσης με λέξη πρόσθιων φωνηέντων, τα δέ οπίσθια φωνήεντα να γίνουν πρόσθια όταν η λέξη θέλει να περιγράψει κάτι λεπτό, μικρό.

!η γνωστήμας λ. qusur είναι δάνεια στα !τουρκικά απο την !αραβική, όπου σημαίνει «κοντό» (εξ ού η παρασημασία «ελλιπές»). !βεβαίως αυτό το σημιτικό αραβικό qusur είναι ομόρριζο του αλταϊκού τουρκικού qısa (κοντό). !πανανθρώπινη ρίζα qes (κοντό, προπάντων: κοντό σε ανάστημα).

!το ελληνικό πόλις αντιστοιχεί στα σανσκριτικά pura και puri (πόλι), η τροπή του λ σε ρ έχει συμβεί περίπου στα ¾ του σανσκριτικού λεξιλογίου άν όχι και εκτενέστερα. !ομόρριζο είναι και το παλαιοτουρκικό balıq (πόλη). !η πανανθρώπινη ρίζα φαίνεται πως ήταν pwe,l και σήμαινε προπάντων μεγάλο περιτείχισμα, συνεπώς οικισμός μεγάλος, οχυρωμένος, σε ύψωμα. !οπωσδήποτε αυτή η ρίζα επεκταμένη έδωσε τα: πύργος (στα ελληνικά), burc (στα αραβικά), burg (στα γερμανικά), τα οποία όλα φαίνονται δάνεια απο κάποια γλώσσα που μας διαφεύγει, ίσως απο κάποια ιρανική γλώσσα, και σημαίνουν «τείχος πόλης, καλά τειχισμένη πόλη», και η ίδια η λ. πόλις λοιπόν σήμαινε προπάντων την οχύρωση της πόλης, τα τείχη με τους πύργους που περιέβαλλαν τον οικισμό.

!κάποιοι μελετητές έχουν ήδη παρατηρήσει οτι πάρα πολλές απο τις !ι!ε που αρχίζουν απο π- σημαίνουν κάτι στερεό, σκληρό, ακλόνητο, π.χ. πέτρα, πόλις (τείχισμα), πάγος, πέος, πείθομαι, πείσμα, πίσσα, πυγμή, και πολλά άλλα. !εδώ όμως πρέπει να θυμίσουμε οτι στην !π!ι!ε δέν υπήρχε το φώνημα b, έτσι σε μεγάλο μέροςτου το !π!ι!ε π έχει προέλθει απο παλαιότερο b.

!το τουρκικό kyl- (γελά) είναι ομόρριζο του ελληνικού γελάει. !αυτό το τουρκ. kyl- στα σουμερικά έχει τη μορφή “húl” = χαίρεται, παίρνει χαρά (προφερόμενο χyl, απο παλιότερο gyl, ακόμη παλιότερα cyl. σημειωτέον, το 99% των σουμερικών «h», προέρχονται απο g, και στα σουμερικά της !μεσοποταμίας το c επι το πλείστον τράπηκε σε g). !συνεπώς η πανανθρώπινη ρίζα ήταν cel ή cwel = χαίρεται, χαμογελά, γελά.

!το τουρκ. keery, οθωμανικώς ceri (πίσω) και το keeч (αργά) προέρχονται απο μιά αλταϊκή ρίζα kee (πίσω, έπειτα), η οποία ρίζα στα !σουμερικά έχει δώσει το «egir» (πίσω, έπειτα, μέλλον). !το αρχικό φωνήεν του «egir» είναι πρόσθετο, πιθανότατα πρόκειται για το δεικτικό φωνήεν, το οποίο έγινε η συλλαβκή αύξηση «e» στην !π!ι!ε, βρίσκεται επίσης στα: εκεί, εκείνο, που ομηρικώς απαντούν και χωρίς το ε-. !είπαμε πως στην πανανθρώπινη γλώσσα κάθε ρίζα είχε τουλάχιστον ένα σύμφωνο. !μία μόνο ρίζα υπήρχε χωρίς σύμφωνο, ένα σκέτο φωνήεν: χρησίμευε ώς δεικτικό μόριο, δεικτικό επίρρημα ή δεικτική αντωνυμία: «εκείνο εκεί, τότε».

!απο τη μέχρι τώρα έρευναμου έχω πεισθεί οτι στην πανανθρώπινη γλώσσα σε κάθε αρθωτική θέση προφερόταν και ένα τριβόμενο (fricative) σύμφωνο, έτσι υπήρχε και χειλικό τριβόμενο, το αποδίδω με f (ενίοτε με v). !γενικώς οι τριβόμενοι φθόγγοι της πανανθρώπινης γλώσσας είναι δύσκολο να διαπιστωθούν, γιατί είναι φύσει ευπαθείς, εύκολα αλλάζουν ή χάνονται ή προέρχονται απο διαφορετικούς φθόγγους. !το σουμ. «peš» (και μεταγενέστερα: «uš» δηλαδή œš = τρία, δηλαδή «λίγα») πρέπει να προέρχεται απο πανανθρώπινη ρίζα feш (λίγο, λιγοστό, ελλιπές), πιθανώς και στα σουμερικά προφερόταν feш ή weш, γι’ αυτό το αρχικό σύμφωνο, ώς «αδύναμο», χάθηκε γρήγορα. !απο αυτήν τη ρίζα κατα τη γνώμημου είναι και το !ι!ε λατινικό pej-or (χειρότερο, κατώτερο), όπου το αρχικό f της πανανθρώπινης ρίζας «στερεοποιήθηκε» σε π.

!μιά ακόμη ένδειξη του πανανθρώπινου f είναι στη λ. έθνος (wethn-os), !ι!ε χιττιτικά «udne», ο !π!ι!ε τύπος φαίνεται πως ήταν wedhn-os, το οποίο φαίνεται ομόρριζο του παλαιοτουρκικού boδun (έθνος, λαός). !αυτό που έγινε στη μέν !π!ι!ε w-, στην δέ !τουρκική b-, πρέπει να ήταν ένας ενδιάμεσος φθόγγος, δηλαδή τριβόμενος: f. !η πανανθρώπινη ρίζα ήταν fethen (τρισύμφωνη ρίζα, αρχικά feth, και επεκτάθηκε σε fethen, το –n επιτείνει την έννοια του πλήθους, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε). !απο το έθνος παράγεται το ελληνικό οθνείος = ξένος, μή οικείος, δηλαδή αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος (βλέπε «ethnic»), είτε αυτός που ανήκει σε όλο το έθνος, «δημόσιος», όχι ίδϊος. όχι ιδιωτικός, όχι «δικός».

!ήδη στην πανανθρώπινη γλώσσα χρησιμοποιούνταν ένα –en ώς κατάληξη σε λέξεις που σήμαιναν πρόσωπα για να δηλώσει πλήθος. !βεβαίως, ούτε του πληθυντικός ούτε καμιάς άλλης γραμματικής κατηγορίας η ένδειξη δέν ήταν υποχρεωτική στην πανανθρώπινη γλώσσα, δέν υπήρχαν γραμματικά μορφήματα, μόνο λεξικά μορφήματα. !αυτή η ρίζα en που δήλωνε τον πληθυντικό προσώπων, βρίσκεται ώς κατάληξη πληθυντικού στα σουμερικά, μόνο σε λέξεις που σημαίνουν πρόσωπα (στα !σουμερικά υπήρχαν δύο γένη, το γένος των προσώπων και το γένος των πραγμάτων). !βρίσκεται επίσης ώς κατάληξη πληθυντικού σε όλες τις σημιτικές γλώσσες με κάποιες φωνητικές αλλοιώσεις (στα αραβικά είναι –an, στα εβραϊκά –im). !στα παλιά τουρκικά βρίσκεται (ακολουθώντας την φωνηεντική αρμονία – vowel harmony) σε λίγες μόνο λέξεις όπως eren = πλήθος ανδρών, στρατιωτικό σώμα (πληθυντικός του er = άνδρας), oγlan = παιδιά, πληθυντικός του oγul = παιδί, κυρίως = γιός. !η λ. eren με την ίδια ακριβώς μορφή και σημασία βρίσκεται και στα σουμερικά, όπου ο ενικός er δέν είναι γνωστός (εκτός άν είναι το «ir9; ir3 "mighty" Akk. gašru»). !η λ. oγul βρίσκεται στα σουμερικά ώς «ibila» και «igi.la» = (προφερόμενο egela, μεταγενέστερα eβela) ο μεγαλύτερος γιός. !συγγενές φαίνεται και το σουμερικό ρήμα «ugu» (τίκτει). μάλλον απο πανανθρώπινη ρίζα hwege (= αφήνει απογόνους). ίσως είναι η ίδια ρίζα που τροποποιήθηκε ώς wld στις σημιτικές γλώσσες.

!στην !π!ι!ε γλώσσα αυτό το –en του πληθυντικού (υποκείμενο στις κανονικές ετεροιώσεις της !π!ι!ε) μπήκε μέσα στη ρηματική κατάληξη του γ΄ πληθυντικού προσώπου. !τουτέστιν, η κατάληξη του τρίτου προσώπου («αυτός / αυτή κάνει κάτι») ήταν –ti στην ενεργητική φωνή και -təj στη μέση φωνή (η ίδια ρίζα, tej, στη μιά περίπτωση χωρίς φωνήεν, στην άλλη περίπτωση με βραχύ a που προφερόταν ə). !στον πληθυντικό αριθμό των προσώπων («αυτοί / αυτές κάνουν κάτι») προστέθηκε πρίν απο το –ti / -təj η ρίζα en (τρεπόμενη κατα το Ablaut, ετεροίωση, σε on, n) και έτσι η κατάληξη του γ΄ πληθυντικού των ρημάτων που αναφέρονται σε πρόσωπα εμφανίζεται ώς –on-ti (ενεργητική φωνή) και –on-təj (παθητική φωνή). !φυσικά, τα ρήματα που αναφέρονται σε «πράγματα» και όχι πρόσωπα δέν έπαιρναν αυτό το -en / -on / -n, γι’ αυτό ακριβώς τα ρήματα που έχουν ουδέτερου γένους υποκείμενο δέν αλλάζουν στον πληθυντικό (η λεγόμενη «αττική σύνταξις»). !τώρα εξηγήθηκε το μυστήριο!

!ο sir Gerard Clauson λέει οτι η λ. boδun φέρει την κατάληξη –n του πληθυντικού όπως τα eren και oγlan, αλλα αυτό είναι ανακριβές, διότι άν ήταν η κατάληξη του πληθυντικού, τότε θα βρισκόταν και ο ενικός *boδ που δέν βρίσκεται, και αφ’ετέρου η λ. θα γινόταν *boδ-an και όχι boδun. !στην πραγματικότητα η λ. boδun δέν φέρει κατάληξη, απλώς το –(e)n ενσωματώθηκε στη ρίζα ήδη απο την εποχή της μίας πανανθρώπινης γλώσσας.

!η τουρκ. λέξη er (άντρας) προέρχεται απο πανανθρώπινη ρίζα her (άντρας), η οποία με κάποιον επιθετικό προσδιορισμό έδωσε και το τουρκικό erkek (αρσενικό), ενώ με άλλον προσδιορισμό, κατα τη γνώμημου τη ρίζα (o)s (πέος, αρσενικό) που είδαμε πρωτύτερα, έδωσε το ελληνικό άρσεν.

!στην πανανθρώπινη γλώσσα τιμητικώς για τους άνδρες χρησιμοποιούνταν η ρίζα phet, όπως λέμε σήμερα «ο τάδε κύριος», έτσι αποκαλούνταν οι ώριμοι άνδρες αφού πέρασαν την μυητική τελετή της ενηλικίωσης. !τα παλιά χρόνια σε όλες τις φυλές γινόταν μιά τελετή για όλα τα αγόρια που έφταναν σε ορισμένη ηλικία, περίπου 20 χρονών. προηγούνταν άλλες τελετές σε προηγούμενα στάδια της ηλικίας, που μυούσαν το κάθε παιδί ωστε να φτάσει να γίνει ώριμος και άξιος άνδρας. (ανάλογες τελετές βεβαίως υπήρχαν για τα κορίτσια). !γύρω στα 20 γινόταν η μυητική τελετή της πλήρους ενηλικίωσης, όποιος περνούσε αυτήν την τελετή λεγόταν όχι πλέον παιδί ή έφηβος ή νέος, αλλα ώριμος, άξιος άνδρας, ή «phet». (καί αυτή η ρίζα πρέπει να καταταχθεί με εκείνες που αρχίζουν απο ph- που σημαίνει «προβάλλει, φαίνεται, γίνεται κάτι», με την έννοια οτι phet ήταν εκείνος που πρόβαλε στην κοινωνία, στον δημόσιο βίο). !αυτή η ρίζα phet (ή ίσως phwet) προκύπτει απο το !ι!ε ελληνικό φώς, (ο φώς, όχι το φώς, οι φώτες = «οι κύριοι», οι άνθρωποι). !απο την ίδια ρίζα στα ιαπωνικά: hito (παλαιότερα pito = άνθρωπος, ο τάδε «κύριος». !παρόμοια λ. έχω διαβάσει πως βρίσκεται σε κάποιες ωκεανικές γλώσσες). στις γλώσσες της !δυτικής !ερήμου της !αυστραλίας: wati = οι άντρες (εκείνοι που έχουν και τελετουργικώς ενηλικιωθεί και δικαιούνται να κυνηγούν ζώα και να διοικούν την κοινότητα). στα κινέζικα fu = ο ενήλικας άνδρας, που κατα την ενηλικίωσητου έπαιρνε ένα ακόμη όνομα εκτός απο εκείνο που είχε ώς παιδί, και έδενε μιά τούφα απο τα μαλλιάτου πάνω απο το κεφάλιτου ώς σημείο της ενηλικίωσηςτου, παρόμοια με τους !ινδούς που τα έδεναν σε «шiqhaa». παρόμοια επίσης οι !αυστραλοί ιθαγενείς έδεναν τα μαλλιάτους σε ένα είδος κότσο που σήμαινε πως έχουν μυηθεί και είναι πλέον ενήλικες άνδρες. !το κινέζικο γράμμα fu γραφόμενο ήταν το σκίτσο ενός άνδρα που έχει δέσει με ειδικό τρόπο μιά τούφα μαλλιά πάνω απο το κεφάλιτου.

!μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σουμ. λέξη «ŋiš.bar», προφερόμενη «ŋehβar», παλαιότερα pehwor, έγινε ŋehβar σύμφωνα με τις συνήθεις φωνητικές τροπές της !σουμερικής. !σημαίνει την φωτιά ώς ιερή οντότητα. (θυμηθείτε οτι η πανανθρώπινη γλώσσα για κάθε στοιχείο της φύσης είχε μιά λέξη που το όριζε ώς φυσικό φαινόμενο, αισθητό πράγμα, και μία λέξη που το όριζε ώς έμψυχο, ιερό). !αυτό το pehwor υπήρχε και στην !π!ι!ε γλώσσα, όπου σήμαινε ακριβώς το ίδιο: την φωτιά ώς έμψυχη και ιερή οντότητα. (απο το pehwor έχουμε λέξεις σε όλες τις !ι!ε γλώσσες, στα ελληνικά πυρ (puur), χιττιτικά «pahhur», γερμανικά feuer, κλπ). !θα νομίζετε λοιπόν πως το pehwor υπήρχε στη γλώσσα του homo sapiens, απο όπου πέρασε καί στην !π!ι!ε καί στην σουμερική γλώσσα. !μή γελιέστε! στη συγκριτική γλωσσολογία οι επιφανειακές μεγάλες ομοιότητες είναι απατηλές. !είναι απίθανο μιά τόσο μεγάλη λέξη να διατηρήθηκε εντελώς όμοια σε δύο διαφορετικές γλωσσικές οικογένειες. !αλλα πάλι, είναι παλιές οι γλώσσες, δέν μπορούμε να πούμε οτι είναι τυχαία η ομοιότητα των λέξεων. !τί συμβαίνει λοιπόν; απλούστατα, είναι ένα αρχαιότατο δάνειο απο τη !σουμερική ή άλλη αλταϊκή γλώσσα στην !π!ι!ε. !πώς ξέρω οτι δέν δανείσθηκε αντίστροφα, απο την !π!ι!ε στη σουμερική; !κοιτάξτε, η λ. pehwor βρισκόταν όχι μόνο στα σουμερικά αλλα και στις άλλες αλταϊκές γλώσσες, βρίσκεται ακόμη και στην πιό ανατολική αλταϊκή γλώσσα που είναι η ιαπωνική, ώς , , , , 陽、(όλα αυτά διαβάζονται hi (παλιά: peh) και σημαίνουν κατα βάσιν φωτιά ή φωτεινός ήλιος), 陽か 燈か 灯か 火か 灯か 日か、(όλα αυτά σημαίνουν τη λάμψη της φωτιάς ή του ήλιου, διαβάζονται hika, παλιά: pehwar), 光 光り (αυτά διαβάζονται hikari, παλιά pehwari, και σημαίνουν λαμπρό, φωτεινό, αυτό που έχει τη λάμψη της φωτιάς), 光る 晃 玉 (αυτά διαβάζονται hikaru, παλιά pehwaru, και σημαίνουν το ρήμα «λάμπει όπως η φωτιά ή όπως ο ήλιος» (ή όπως ένα γυαλιστερό πετράδι που αντανακλά τον ήλιο)!στην πανανθρώπινη γλώσσα υπήρχε λέξη phahwor που σήμαινε «η λάμψη της φωτιάς», αυτή η λ. στην !π!ι!ε έγινε bhahwos, εξ ου στα μυκηναϊκά ελληνικά bhawos, αργότερα phawos, με σίγηση του w: φάος, και συναίρεση σε φώς. !απο την πανανθρώπινη γλώσσα το phahwor έγινε pehwor στην πρωτο-αλταϊκή γλώσσα προτού διασπασθεί στις διάφορες αλταϊκές γλώσσες, διότι η πρωτο-αλταϊκή γλώσσα σε πολύ παλιά εποχή έχασε τη διάκριση μεταξύ ψιλών και δασέων άηχων, τα ψιλά και τα δασέα τα ένωσε σε μιά ομάδα ελαφρώς δασέων άηχων συμφώνων, που εξακολουθούσαν να διακρίνονται απο τα άηχα ψιλά εμφατικά. !γι’ αυτό λοιπόν το pehwor της !π!ι!ε γλώσσας δέν μπορεί να είναι γνήσιο !ι!ε, αφού η γνήσια !π!ι!ε μορφή της λέξης είναι bhahwos. !και αφού δέν είναι γνήσιο !ι!ε, τί μπορεί να είναι; τίποτε άλλο παρά δάνειο απο κάποια αλταϊκή γλώσσα, σημειωτέον οτι στην !π!ι!ε μπήκαν κάμποσες αλταϊκές λέξεις για διάφορα πολιτιστικά στοιχεία, λόγω της πολύ ταχύτερης πολιτιστικής προόδου των παλαιών αλταϊκών φυλών.

!μεταξύτους συγγενή είναι τα: σουμ. «sumun», προφερόμενο soŋun (παλαιό, αρχαίο), ενίοτε γραφόταν «su.un» δηλαδή soŋ ακριβώς όπως το τουρκ. soŋ (τέλος), τουρκ. soŋra (στο τέλος, έπειτα), λατινικά senex (γέροντας), senior (γεροντότερος), σημιτικό αραβικό sana (έτος), στα ελληνικά ενιαυτός (απο seni-autos = έτος) και το (στα παλιά κινέζικα чjuŋ = τέλος). !η πανανθρώπινη ρίζα φαίνεται πως ήταν soŋ, άν και ο κινέζικος τύπος δείχνει πως αυτό το soŋ παλαιότερα μπορεί να ήταν шoŋ ή μάλλον tjoŋ. !η ρίζα σήμαινε «τελειώνει», δηλαδή φτάνει στο τέλος, που σημαίνει «πλήρης ημερών», σε μεγάλη ηλικία, συνεπώς ολοκλήρωση μεγάλου χρονικού διαστήματος, απο όπου η έννοια «έτος».

!παρόμοια ήταν η χρήση της ρίζας wet (μεγάλο χρονικό διάστημα), απο όπου το λατινικό vetus (παλιός), veteranus (παλιός στρατιώτης, παλαίμαχος), στα ελληνικά έτος (wetos), και απο την ίδια ρίζα είναι το τουρκικό eski, παλιότερα *wetki, καθώς δείχνει το της !!chuvash vată (παλιό, ηλικιωμένος). !η !chuvash διατηρεί εκπληκτικά παλιά στοιχεία, και σε σύγκριση με τις ζ-τουρκικές γλώσσες είναι πολύ αποκαλυπτική στην αλταϊκή ετυμολογία.

!η πανανθρώπινη ρίζα tjeŋ (ακροάται, listen) έδωσε τα: λατινικό sonus (ήχος), σημιτικό: šam- (ακοή), τουρκικό tiŋ-le- (ακούει), κινέζικο (tiŋ = ακούει), πρωτο-αυστρονησιακό *deŋeʀ (ακούει). !νομίζω οτι και σε κάποια αφρικανική γλώσσα deŋ λέγεται το αυτί, έχω διαβάσει μιά αφρικανική ιστορία για κάποια γριά μάγισσα που λεγόταν deŋ deer επειδή είχε αυτί μακρύ με υπερφυσικές ικανότητες.

!πασίγνωστο στους γλωσσολόγους είναι το !π!ι!ε klew- (ακούει, hear), απο όπου στα ελληνικά κλέος, κλυτός, κλύω (= ακούω), στα σανσκριτικά шrawaχ = κλέος, шrutam = κλυτόν, κλπ. !οπωσδήποτε συγγενές είναι το τουρκικό qulχaq = αυτί. !βέβαια, η πανανθρώπινη ρίζα ήταν klew, με k, αλλα το qulχaq έχει q- διότι το δεύτερο συνθετικό της λέξης (-χaq) είχε οπίσθια σύμφωνα, οπότε το πρώτο συνθετικό έπρεπε να προσαρμοσθεί.

!η πολύ γνωστή τουρκ. λέξη kœt, οθωμανικώς cœt = πρωκτός, (εξ ού το παλιό τουρκικό kœti = «κακός, κακής ποιότητας, ακατάλληλος για πόλεμο, δειλός») βρίσκεται και στα σουμερικά όπου γράφεται «gu.du» (δηλαδή gœdĕ). !στα σουμερο-ακκαδικά (σε πήλινες πινακίδες γραμμένα) λεξικά η λ. «gu.du» μεταφράζεται με το ακκαδικό «qinnatum» = πρωκτός. !απο κάποια φράση που άρχιζε με το «qinnatum» (π.χ. «πρωκτόν παρέχων») δανείσθηκαν οι !έλληνες τη λ. κίναιδος (δέν έχει καμιά σχέση με τα «κινεί» και «αιδώς», αυτά είναι μόνο λαϊκή ετυμολογία). !το σανσκριτικό guda (πρωκτός, απευθυσμένο, έντερο) είναι κατα τη γνώμημου δάνειο απο κάποια αλταϊκή γλώσσα. !η αλταϊκή ρίζα ήταν ked ή ced, άρα συγγενής με την !π!ι!ε ρίζα ched (εξ ού το !π!ι!ε chedj- που έγινε στα ελληνικά χέζ-). !άρα η πανανθρώπινη ρίζα ήταν khed.

!είπαμε πως είναι συνηθισμένο σε !π!ι!ε ρίζες ένα πρόσθετο s-, έτσι πρόσθετο είναι και στο σκάπτω, η ελληνική ρίζα είναι σ-καφ-, παλιότερα θεωρώ οτι ήταν haph-, το h έγινε κ εξαιτίας του συμπλέγματος s-h που δέν ήταν εύκολο να προφερθεί, το h έπρεπε να γίνει κ ή να χαθεί. !έτσι φαίνεται πως χάθηκε στη λ. saban (άροτρο, λέξη τουρκική, ίσως δάνεια απο τα περσικά) που αρχικώς ήταν *s-haph-an (-an είναι μιά κατάληξη σε λέξεις που σημαίνουν όργανο, όπως: όργανον, τήγανον, δρέπανον, φρύγανον κλπ, η ίδια κατάληξη βρίσκεται και σε μή !ι!ε γλώσσες). !στα σουμερικά το άροτρο λεγόταν «apin» (απο hap-ın, ή hıp-ın). !συμπεραίνουμε πανανθρώπινη ρίζα haph = σκάβει το χώμα.

!η λ. θάλασσα μπήκε στα !ελληνικά απο κάποια προελληνική λ. *θalag στην οποία οι παλαιοί !έλληνες στις αρχές της 2ης π.!χ. χιλιετίας πρόσθεσαν την κατάληξη –ja και με τις κανονικές φωνητικές τροπές η λ. έγινε θάλαττα ή θάλασσα. !απο αυτό το ίδιο *θalag (πιθανώς κάποια σουμερική λ. που εμφανίζεται στη σφηνοειδή ώς «zalag» ή «silig» ή κάπως έτσι) προήλθε το (νομίζω περσικής προέλευσης) τουρκικό dalga = κύμα. (υπάρχει πάντως μιά σουμερική λ. dal-ha-mun; dalhamun; dalhamun6; dalhamun7; dalhamun5 "dust storm; disaster" Akk. ašamšûtu; hābu) που μπορεί να είναι η προέλευση του dalga και του «θάλασσα», με αρχική σημασία «θαλασσοταραχή»). η πανανθρώπινη ρίζα πρέπει να ήταν thal (ακροθαλασσιά, ακροποταμιά), απο όπου το τουρκικό taloj = όχθη θάλασσας, λίμνης ή ποταμού, και το !π!ι!ε sal-, η μόνη λέξη (κι αυτή μάλλον δάνεια) που είχαν οι !π!ι!ε για τη θάλασσα και για το αλάτι, αφού καθώς φαίνεται ελάχιστα και όχι απο άμεση εμπειρία γνώριζε ο !π!ι!ε λαός τί είναι θάλασσα.

!ο «παράδεισος» της σουμερικής παράδοσης τοποθετούνταν στη χώρα «dilmun», «εκεί που εκβάλλουν οι μεγάλοι ποταμοί (!τίγρης και !ευφράτης), εικάζεται πως ήταν στο σημερικό !μπαχρέιν. !δεδομένου οτι «mun» σημαίνει αλάτι στα !σουμερικά, το «dil»- προφερόμενο tel, θεωρώ οτι σήμαινε «ακροθαλασσιά» (μέχρι κάποια εποχή οι !σουμέριοι χρησιμοποιούσαν τη λ. tal (που αργότερα έγινε tel) με την έννοια «ακρολιμνιά, ακροποταμιά», όταν συνάντησαν για πρώτη φορά θάλασσα την ονόμασαν «η όχθη του αλατιού» (=tal-mun, που έγινε tel-mun γραφόμενο «dilmun»).

!οι μεγάλοι γλωσσολόγοι σάν τον sir Cerard Clauson που διατείνονταν οτι οι τουρκικές γλώσσες με καμιά άλλη γλώσσα δέν είναι συγγενείς, δέν προσέξανε χιλιάδες εύγλωττες συγκρίσεις όπως το γνωστό σημιτικό dam- (αίμα) με το τουρκικό tamar (φλέβα, αιμοφόρα αγγεία). !πανανθρώπινη ρίζα dahm (αίμα), απο την οποία μάλλον και το λατινικό sanguis (απο *dahmgwis) και το ελληνικό αίμα (haima, απο *sahma, απο dahm-a).

!η !π!ι!ε ρίζα jac (απο την οποία στα ελληνικά αγνός, άγιος, άζω, άζομαι) στα σανσκριτικά έχει κυρίως την έννοια «θυσιάζει», «τελεί θυσία». !ωστόσο η βασική σημασία της ρίζας δέν ήταν ακριβώς «θυσιάζει», ήταν «κάνει καλές πράξεις». !η έννοια του καλού ήταν το βασικό νόημα της ρίζας jac. !σήμερα όταν λέμε «καλές πράξεις», «καλοσύνη», ο νούς πάει στη φιλανθρωπία με την έννοια κυρίως της δωρεάς προς φτωχούς και ανάπηρους. !στις παλιές, αγνότερες εποχές δέν υπήρχαν αναξιοπαθούντες φτωχοί ούτε αφρόντιστοι ανάπηροι. !η έννοια του καλού συνίστατο στην καθαρότητα, στην αποτροπή του θανάτου και της σήψης, αποτροπή της δυσοσμίας, προσφορές τροφής στο !θεό της ζωής, θυσίες μέσω πυρός που ανέδιδαν ευωδία, τελετουργίες προς τιμήν του !θεού της ζωής, πράξεις που βελτίωναν την ποιότητα της ζωής και την θεάρεστη δικαιοσύνη (τέτοια ήταν και η πράξη που έπρεπε να κάνει και ο !αγαμέμνωνας δίνοντας τη !χρυσηίδα στον πατέρατης, «αζόμενος !διός υιόν»), απαγγελία ιερών ύμνων και ονομάτων του !θεού, και τα μυστήρια που αποσκοπούσαν στη συνειδητοποίηση της αθάνατης ψυχής. !σε αυτές τις δραστηριότητες συνίστατο η έννοια του «αγαθού», που αποδιδόταν με τη ρίζα jac. !η πανανθρώπινη ρίζα ήταν jec (ή ίσως jehc, μπορεί να είχε μέσα ένα h που προκάλεσε τροπή σε a ή σε μακρό φωνήεν στις μεταγενέστερες γλώσσες). !απο αυτήν τη ρίζα είναι βεβαίως το παλαιό τουρκικό jeec = καλύτερο, στα σουμερικά «šag5» = καλό, καλοσύνη.

!το j- στην αρχή τουρκικών λέξεων τις περισσότερες φορές προέρχεται απο άλλο φθόγγο, αλλα αρκετές φορές είναι γνήσιο, όπως στην προαναφερθείσα λ. jeec, και στο jad, στην chuvash jut (ξένος) που είναι ομόρριζο του σημιτικού αραβικού jaatim (ορφανό). !πανανθρώπινη ρίζα μάλλον jad (χωρίς δικούς ανθρώπους). !συγγενής φαίνεται η ρίζα του τουρκικού aδrı (άλλο, χωριστό) το οποίο πρέπει να είναι ομόρριζο του ελληνικού έτερος (heteros, το h- μάλλον απο j-), οπότε το aδrı είναι απο *jaδrı και το h- του έτερος απο j-).

!απο αραβική ρίζα γrb το αραβικό γarib (ξένος) πήρε πολλές άλλες σημασίες στα τουρκικά (ώς garip) και στα ελληνικά (γκαρίπης, καρίπης, γαρίπ(η)ς): ξενιτεμένος, εκκεντρικός, αλλιώτικος, παράξενος άνθρωπος, χωρίς φίλους, ορφανός, φτωχός. !η αραβική ρίζα γrb είναι επέκταση (με το –b) μιάς παλαιότερης ρίζας ≃gar- (ξένος, νεοφερμένος, αλλόφυλος, όχι συγγενής ή δικός). απο την οποία ήταν και το σουμερικό “kúr” (ξένος, όχι δικός άνθρωπος). !αυτή η σουμερική λ. μπήκε στα λατινικά, μέσω των ιταλιωτών (απο !κρήτη προερχομένων) σουμερίων ώς curius (παράξενος).

!το γιαπωνέζικο kami (θεότητα, πνεύμα) είναι μάλλον απο παλιότερο *kam με την επιθετοποιητική κατάληκη –i, ομόρριζο του τουρκικού qam = μάγος, ιερέας (το οποίο τουρκικό qam ήταν παλιότερα qıjam, άν κρίνουμε απο τον !chuvashικό τύπο jumaш). !πανανθρώπινη ρίζα qəjam (ιερέας, τελεστής).

!η κυριότερη εργασία ενός ιερέα, όταν δέν καταριώταν τους επίβουλους, ήταν να ευλογεί. !η ευλογία στα σανσκριτικά εκφράζεται με την πασίγνωστη ρίζα brah- που ανάγεται σε !π!ι!ε prech. !απο αυτήν τη ρίζα βγαίνει και η λ. brahma (πνεύμα), δεδομένου οτι στου πνεύματος επίκληση συνίσταται η ευλογία. !φυσικά η !π!ι!ε ρίζα prech δέν μπορεί να μήν είναι συγγενής της επίσης πασίγνωστης σημιτικής ρίζας brk (απο όπου διάφορα κύρια ονόματα όπως !βαρούχ, !μουμπάρακ = ευλογημένος, και η γνωστήμας λέξη μπερεκέτι = ευλογία, δηλαδή ευημερία, αφθονία αγαθών). !συμπεραίνουμε την πανανθρώπινη ρίζα barakh = ευλογία, τέλεσμα που φέρνει την εύνοια και την αγαθοεργία του !θεού. !αξίζει να σημειωθεί οτι στις βέδες, τα αρχαιότατα κείμενα των !ινδών, συχνά επιδιώκεται να προφερθούν λέξεις που ηχούν παρόμοια με baraka, όπως η λ. prak-odajaat στον πιό γνωστό απο όλους τους βεδικούς ύμνους.

!μιά παραγωγικότατη πανανθρώπινη ρίζα ήταν hwed (τρεχούμενο νερό), απο όπου στην !π!ι!ε hwedoor (ύδωρ), στα σημιτικά αραβικά waadi (ποταμάκι, η λ. αυτή έχει γίνει διεθνής, με την ειδική σημασία των μικρών εποχιακών νεροσυρμών των ερήμων), στα !σουμερικά wed (στη σφηνοειδή «id» = ποτάμι, και κατα τη γνώμημου αυτή είναι η αρχή του ονόματος «idigna» = ο ποταμός !τίγρης), εξ ού το γράμμα we της πρωτογραμμικής που παριστάνει ποτάμι, στα ιαπωνικά e (= ποτάμι, απο *we(d)), σε μιά γλώσσα των ιθαγενών της !αυστραλίας wanda = νερό (θυμάμαι τα λόγια της τελετουργίας για να βρέξει: αφού βρέξουν ή έστω σαλιώσουν το ειδικό μαγικό όστρακο που έχει την ζωτική δύναμη του νερού, τραγουδούν: cincira wibu wibula, cincira wanda na_ti = «λιμνούλες πολλές εδώ κι εκεί, λιμνούλες με νερό γεμίζουν»).

!μιά που ανέφερα το όνομα του ποταμού «idigna», το πρώτο μέρος είναι οπωσδήποτε wed (ποτάμι). !η όλη λέξη κατα τη γνώμημου σήμαινε «ποταμός με κοίτη απο πέτρες» (πράγμα που δείχνει οτι το νερό είναι πεντακάθαρο). !με το –«ig»- (κοίτη) παραβάλλω το a-gar3; agar4; agar2; agar3; a-da-ar "meadow" Akk. ugāru, (απο τους διαφορετικούς τύπους φαίνεται πως αρχικός τύπος της λέξης ήταν ǝc-aar, με αρχική σημασία μάλλον: έδαφος (εξ ου: πάτος ποταμού, κοίτη), ίσως συγγενές να είναι και το λατινικό jaceo (ξαπλώνω). !το δέ –na, πρέπει να είναι το σουμερικό «na4» = πέτρα.

!της κρητικής πρωτογραμμικής το γράμμα cu εικονίζει πετούμενο πουλί. !η σουμερική λέξη στη σφηνοειδή βρίσκεται ώς HU, «HU» ήταν η φωνητική αξία του σφηνογράμματος που εικόνιζε πουλί, αλλα η λέξη ήταν μάλλον απαρχαιωμένη, στα λεξικά το πουλί βρίσκεται συνήθως ώς «mušen», ενίοτε «muš». !αυτό το «HU» προέρχεται απο gul (η τροπή του g σε h στη !μεσοποταμία ήταν σχεδόν γενική, τα δέ σύμφωνα δέν προφέρονταν όταν δέν ακολουθούνταν απο φωνήεντα, και έτσι ενίοτε ξεχνιούνταν). !ο ζ-τουρκικός τύπος quш (πουλί) μας βεβαιώνει οτι η λέξη τελείωνε σε –λ (ή љ). !απο τον παλιό τύπο gul προήλθε το cul της κρητικής σουμερικής διαλέκτου. !απο κάποια ασιατικής προέλευσης γλώσσα πέρασε στα λατινικά το col-umba (περιστέρι), απο την ίδια ρίζα είναι και το πρώτο μέρος του «col-ibri». !πιθανώς απο την ίδια ρίζα δάνεια απο προελληνικές γλώσσες τα χελιδών και κέλαδος. !πανανθρώπινη ρίζα gwoљ (πετούμενο πουλί).

!uum- = ημέρα στα σημιτικά ακκαδικά, η σημιτική ρίζα φαίνεται καλύτερα στο αραβικό jawm (ημέρα). το ομηρικό ήμαρ (heemar) προέρχεται απο jeemar, ήδη φανερή η πανανθρώπινη ρίζα jeewm (ημέρα). !απο την ίδια ρίζα μάλλον και το ταϊλανδικό wan (ημέρα), πιό παρεφθαρμένο, διότι η ταϊλανδική είναι νεότερη γλώσσα.

!πολύ αμφίβολο είναι άν το !π!ι!ε sed (κάθεται) είναι ομόρριζο του σουμερικού «tuš», άν είναι έτσι, τότε πρόκειται για πανανθρώπινη ρίζα *ted (κάθεται).

!αναμφίβολα, απο την άλλη, το παλιό τουρκικό uδ- (ακολουθεί, ταιριάζει) είναι το ίδιο με το σουμερικό «us» (ακολουθεί, γειτνιάζει, ταιριάζει). !η ρίζα βρίσκεται και στα ελληνικά ύσ-τερος και ύσ-τατος (δηλαδή αυτός που ακολουθεί, που έρχεται έπειτα). !πανανθρώπινη ρίζα μάλλον woth (ακολουθεί).

!το λατινικό sil-ex (χαλίκι) είναι σαφώς ομόρριζο του ζ-τουρκικού taш (πέτρα), στην ρ-τουρκική !chuvash чul, ο !chuvashικός τύπος чul φανερώνει αλταϊκή ρίζα tjol ή tjoљ. !το σουμερικό αντίστοιχο γράφεται «zalag2» (κάποιο είδος πέτρας).

!εκ πρώτης όψεως το λατινικό silva και το ελληνικό ύλη (δάσος) δέν μοιάζουν με το παλαιοτουρκικό jıш (βουνίσιο δάσος), !θα ήταν αφύσικο να έμοιαζαν ομόρριζες λέξεις σε γλώσσες χωρισμένες απο χιλιάδες χρόνια. !δεδομένου οτι το τουρκικό j- στην αρχή λέξεων συχνότατα προέρχεται απο δ-, ο !π!ι!ε φαίνεται πως ξεκίνησε απο djolwaa ενώ το τουρκικό jıш απο δıш, άρα αυτά είναι απο πανανθρώπινη ρίζα djelw (δάσος). !σύμφωνα με τις συνήθεις φωνητικές αντιστοιχίες, θα περιμέναμε το σουμερικό αντίστοιχο να είναι *dil ή *zil / *zul, αλλα δέν ξέρω τέτοια σουμερική λέξη, η συνηθισμένη σουμερική λ. για «δάσος» είναι «tir». αυτό μπορεί να ήταν στην πραγματικότητα dir (οι γραφείς συχνότατα μπέρδευαν το t με το d), και το σουμερικό ρ μερικές φορές είναι δυνατόν να αντιστοιχεί σε τουρκικό λ, και αντίστροφα, ειδικά σε αυτήν την περίπτωση που το λ δέν ήταν σκέτο, αλλα ήταν –lw-. !απο την άλλη, άν το «tir» της σφηνοειδούς αποδίδει der, αυτό θα είναι ομόρριζο του !π!ι!ε doru (μεγάλο δέντρο, δέντρα, δάσος). !η σφηνοειδής αποδίδει κατα πολύ κακή προσέγγιση την !σουμερική και τις άλλες γλώσσες, αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που οι γλώσσες που παραδίδονται μόνο απο την σφηνοειδή επισήμως θεωρούνται ανάδελφες (isolates).

!απο το (σημιτικό) ακκαδικό gašr- (ισχυρός), το παλαιοτουρκικό cyч (δύναμη) και πιθανόν επίσης το ελληνικό γυίον (μέλος του σώματος, χέρι ή πόδι) συμπεραίνεται η πανανθρώπινη ρίζα cweш (σωματική δύναμη).

!το τουρκ. buŋ (μόχθος, ταλαιπωρία, δύσκολη ζωή) είναι βεβαίως ομόρριζο των !ι!ε ελληνικών πένομαι, πένης, πενία, πόνος (στα αρχαία σημαίνει μόχθος), πανανθρώπινη ρίζα peŋ ή beŋ (το αρχικό σύμφωνο δέν είναι σαφές, διότι στην !π!ι!ε το παλιό b έχει τραπεί σε p, στις δέ τουρκ. γλώσσες το παλιό p στην αρχή λέξεων έχει γίνει b).

!το της σφηνοειδούς σουμερικό «ŋal» (συνήθως = υπάρχει, ενίοτε «δημιουργείται», δηλαδή «γίνεται», δηλαδή είναι ενώ πρωτύτερα δέν ήταν) προέρχεται απο pol σύμφωνα με τις συνήθεις τροπές της !σουμερικής, το pol (επι το πλείστον με τη μορφή bol-) είναι συνηθισμένη λέξη στις τουρκικές γλώσσες με τη σημασία «γίνεται» (στη σημερινή !τουρκία λέγεται ol-). !η πανανθρώπινη ρίζα ήταν pel- (το p- είναι εξακριβωμένο απο τον σουμερικό τύπο που έχει ŋ, άν ήταν b- θα είχε γίνει g-), απο την οποία και το αρχαϊκό ελληνικό πέλ-εται, ενίοτε και ενεργητική φωνή «πέλ-ει» = υπάρχει, είναι.

!πιθανώς συγγενής με την παραπάνω είναι η ρίζα pelw του !ι!ε ελληνικού πολύ, ομόρριζο του τουρκικού bol (μπόλικο).

!το !ι!ε ελληνικό din (δίνη, δινέω = στριφογυρίζω) είναι ομόρριζο του τουρκικού dœn- (γυρίζει, στριφογυρίζει), γνωστού απο το οθωμανικό ντονέρ (dœner), ελληνιστί γύρος. !πανανθρώπινη ρίζα djen = στριφογυρίζει, περιστρέφει. !η ρίζα αυτή έχει τεράστια σημασία σχετικά με τη δημιουργία του σύμπαντος: σύμφωνα με αρχαίους !έλληνες φιλοσόφους, όλη η ύλη του σύμπαντος ήταν αρχικά μιά άμορφη και ομοιογενής συμπαγής μάζα, αυτή η μάζα άρχισε να περιστρέφεται και συνεπώς να φυγοκεντρίζεται και να αραιώνει, έτσι δημιουργήθηκε το σύμπαν, απο τη δίνη. !μέχρι σήμερα κανείς δέν έχει προτείνει καμία καλύτερη θεωρία για το πώς δημιουργήθηκε το σύμπαν.

!το τουρκικό sal- έχει πολλές σημασίες ανάλογα με τα συμφραζόμενα και με περαιτέρω προσφύματα, η βασικήτου σημασία είναι «αφήνω (ή αναγκάζω) κάτι να κινηθεί, να πεταχτεί, να απομακρυνθεί ή να αναπτυχθεί ενώ βρισκόταν σε ακινησία και στασιμότητα, τινάζω». !είναι ίδια με τη σημασία του !π!ι!ε sal (άλλομαι, λατινικά salio, εξ ου το ιταλικό salto).

!στα !σουμερικά της σφηνοειδούς συνηθίζεται πολύ ένα γράμμα «àm», που σήμαινε «βροχή» (αποτελείται απο a = νερό και an = ουρανός, το νερό του ουρανού), επι το πλείστον χρησιμοποιείται φωνητικά για διάφορα προσφύματα. !αυτό το àm είναι ομόρριζο του ιαπωνικού ame (βροχή = ). !πιθανότατα, αυτό προέρχεται απο jaŋ, άν κρίνουμε απο τον τύπο «šeŋ» (και έτσι λέγεται η βροχή στα σουμερικά). !υπάρχει και ένα σουμερικό γράμμα “IM” (ουρανός) που ενίοτε χρησιμοποιείται ώς eŋ, και αυτού αντίστοιχο βρίσκεται στα ιαπωνικά, το ame / ama, γραφόμενο (ουρανός).

!σουμερικό “úr” (crossbeam, roof, προφερόταν uru καθώς δείχνει το γράμμα ru της πρωτογραμμικής), τουρκικό œrt- (σκεπάζει), !ι!ε awer- (εξ ου «αίρω»), δείχνουν πανανθρώπινη ρίζα wer ή hwer (στέγη, κρατώ κάτι ψηλά).

ζ-τουρκικό œz (εαυτός, ψυχή, γνήσιο, γνησιότητα, ουσία), ρ-τουρκική Chuvash var (κέντρο, ουσία), ιαπωνικό ura (= εσωτερικό), σουμερικά «urum» (γνήσιο, ουσιώδες, αληθινό), λατινικά ver-um (αληθινό), δείχνουν με σαφήνεια την πανανθρώπινη ρίζα wer (περιεχόμενο, εσωτερικό, ψυχή).

!στο περίφημο φιλοσοφικό έργο 道徳經 ξανά και ξανά επαναλαμβάνεται η παραίνεση爲無爲, που χωρίς λογική οι νεότεροι δυτικοί μελετητές μεταφράζουν «να πράττεις χωρίς να πράττεις»! (αυτό φυσικά είναι βλακεία, που για να τη δικαιολογήσουν λένε πως είναι τόσο σοφό που δέν μπορούμε να το καταλάβουμε). Η λ. (γραφόμενη επίσης ) είχε δύο διαφορετικές σημασίες στα κινέζικα, που βρίσκονται σε όλα τα λεξικά: η μία σημασία: φτιάχνω, παρασκευάζω κάτι, η άλλη σημασία: αποσκοπώ σε κάτι. !ειδικά στο道徳經, το γράμμα απέδιδε το αρχαίο τουρκικό wer (= το μεταγενέστερο öz, εαυτός), και το (ίδιο ή ελαφρώς παραλλαγμένο γράμμα) απέδιδε μιά λέξη ομόρριζη της !π!ι!ε werc (έργον, Werk, work). !δηλαδή η φράση που σήμερα γράφεται 爲無爲, στο πρωτότυπο εννοούσε «werc (εργασία) χωρίς wer (ιδιοτέλεια)», το οποίο άν καταφέρεις, όλα γίνονται και τίποτε δέν σου είναι ακατόρθωτο, καθώς γράφει το 道徳經. !επειδή το 道徳經 βασίστηκε σε αρχαία τουρκικά βιβλία σοφίας (που χρησίμευαν για μαντική και συνάμα για καθοδήγηση), πήρε απο εκείνα τα βιβλία τη λέξη wer με τη σημασία «ιδιοτέλεια», ενώ στην υπόλοιπη κινεζική γραμματεία η λ. έχει αρκετά διαφορετική έννοια.

!η συνηθισμένη σουμ. λέξη για «μακρύ» είναι “gíd”, το οποίο είχε φωνήεν ε και προέρχεται απο bed-, καθώς δείχνει το τουρκικό beδi- (μακραίνει, μεγαλώνει. –i είναι η ρηματοποιητική κατάληξη). !μέσα στην ίδια τη σουμερική γλώσσα υπάρχουν ομόρριζα της ρίζας bed (μακρύ): «bad» «banda» (ανώτερος, υψηλόβαθμος), «bada» (μακριά= σε μεγάλη απόσταση).

!το λατινικό cedo (βαδίζω, προχωρώ) είναι βεβαίως ομόρριζο του τουρκικού keed- (οθωμανικά cit- = πηγαίνει). πανανθρώπινη ρίζα ked (μεταβαίνει).

!απο ελληνικό βαίνω, λατινικό venio, σανσκριτικό gam- συνάγεται η πανανθρώπινη ρίζα gweŋ (πατά, περπατά). !απο αυτήν τη ρίζα είναι και το συνηθέστατο σουμερικό ρήμα «gin» (δηλαδή geŋ. !δέν ήταν ŋen όπως κάποιος φαντάστηκε επειδή σε μιά πινακίδα βρέθηκε ένα υποτίθεται αντίστοιχο ma).

!πάρα πολλές λέξεις βρίσκονται καί στα σουμερικά καί στα (σημιτικά) ακκαδικά απο την πανανθρώπινη ρίζα љag (χύνει): θα αναφέρω όσα έχω πρόχειρα: «lahtan» (μακρύ δοχείο, είδος μπουκαλιού), «šagan» (κανάτα), «šakir» (ντουρβάνι). !κανάτα μάλλον και όχι ντουρβάνι παριστάνει το γράμμα la της πρωτογραμμικής. !το παλιό љ έχει γίνει σε πολλές περιπτώσεις š στα σουμερικά της σφηνοειδούς, ενώ σε όλες τις περιπτώσεις λ στα σουμερικά της κρήτης και της κύπρου. !απο κάποιες ασιατικές γλώσσες μπήκαν στα ελληνικά οι λ. λήκυθος (laakythos), λάγυνος, και λεκάνη, όλες απο τη ρίζα љag (χύνει). !απο την ίδια ρίζα είναι στα !ι!ε ελληνικά το ρήμα λείβω και είβω (χύνω), βλέπετε πώς το σύμφωνο љ στη μιά περίπτωση (δηλαδή σε κάποιες διαλέκτους) τράπηκε σε j το οποίο έπειτα εξαφανίσθηκε, ενώ στην άλλη περίπτωση (σε άλλες διαλέκτους) έγινε λ, αφού δέν υπάρχει φθόγγος љ στα ελληνικά. !θυμίζω οτι το β της ελληνικής γλώσσας κατα κανόνα προέρχεται απο g (οπίσθιο ουρανικό), δηλαδή το λείβω ήτανε lejgoo. !στα λατινικά απο την ίδια ρίζα είναι: libatio (σπονδή), liquidum (υγρό). !στα τουρκικά, το ρήμα jaγ- με πάρα πολλά παράγωγα που σημαίνουν «ρίχνει βροχή, χιόνι, κλπ» όταν ο λόγος είναι για τον ουρανό, και «χύνει» όταν αναφέρεται σε άλλες δραστηριότητες.

!τα τουρκικά aδaq (πόδι), aδım (βήμα), jaja (απο jaδa) = πεζοπορώντας, είναι ομόρριζα του ιαπωνικού asi ( = πόδι), πιθανώς και του σουμερικού «du» (πόδι). αλταϊκή ρίζα μάλλον jaδ (πόδι). !ομόρριζο πρέπει να είναι και το ελληνικό «οδός» (hod-os), άρα πανανθρώπινη ρίζα jod (πορεύεται, πορεία).

!τουρκικό tarı- (= καλλιεργεί, -ı η ρηματοποιητική κατάληξη) και λατινικό terra (γή) είναι ομόρριζα, δέν αποκλείεται απο την ίδια ρίζα να είναι και το σουμερικό sar (λαχανόκηπος), μιά και είδαμε οτι το τουρκικό t- κάποτε αντιστοιχεί σε σουμερικό s- (τουρκικά tepe, παλιό σουμερικό sop = κεφάλι). !πανανθρώπινη ρίζα ter (καλλιεργήσιμη γή, χωράφι / κήπος).

!το τουρκικό tec- (αλλάζει) είναι μάλλον συγγενές του ιαπωνικού taga- (disobey,  violate,  defy, be apart, όλα αυτά έχουν την έννοια «διαφοροποιείται»).

!όλες οι λέξεις σε –νθος στα αρχαία ελληνικά έχουν προελληνική, επι το πλείστον σουμερική, προέλευση. !είναι χαρακτηριστικό οτι όλες αυτές οι λέξεις είναι χωρίς συμφωνικά συμπλέγματα, δηλαδή δέν έχουν σύμφωνο μή ακολουθούμενο απο φωνήεν (το –νθ- απέδιδε ένα μόνο φώνημα), ο δέ τόνοςτους βρίσκεται στη λήγουσα του πρώτου συνθετικού, χαρακτηριστικά δηλαδή της σουμερικής γλώσσας. !μερικές απο αυτές τις λέξεις: !κόρινθος, το κόρ- πιθανώς απο το σουμερικό «kur» (προφερόμενο qor = βουνό, καθώς δείχνει το γράμμα «ko» της κυπριακής γραμμικής), !αμάρυνθος είναι το σουμερικό «amar-utu» = «το παλληκάρι του ήλιου», μιά πολύ σημαντική λέξη, γιατί αυτή ήταν η ονομασία του «!χριστού», θεανθρώπου των σουμερίων, που ενσαρκώθηκε για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη, και πέρασε περίπου εκείνα που πέρασε και ο δικόςμας !χριστός. !σε κάποια εποχή έφτασε να γίνει η σημαντικότερη θεότητα της μεσοποταμίας με το όνοματου παρεφθαρμένο σε «mάrduk». !στο βερέκυνθος έχουμε μιά φράση, πιθανώς bereg (στη σφηνοειδή γράφεται «pirig» = λιοντάρι) utoo (του ήλιου), στο !ζάκυνθος: «šag» η καλοσύνη utoo (του ήλιου). !βέβαια, το δεύτερο συνθετικό δέν είναι πάντοτε utoo (του ήλιου), υπάρχουν και άλλα συνθετικά που σχηματίζουν –νθος, όπως !απείρανθος (όπου μέχρι τις μέρεςμας διατηρείται η σουμερική προφορά του λ).

!η σύνθετη λέξη κορυφή (βουνοκορφή) αντιστοιχεί επακριβώς στο σουμερικό «hursaŋ». !το πρώτο μέρος του «hursaŋ» είναι παραφθορά του σουμερικού «kur» (προφερόμενο qor = βουνό), η τροπή του q σε χ ήταν πολύ εύκολη, όπως γενικά στις τουρκικές γλώσσες. !το δεύτερο συνθετικό του «hursaŋ» είναι το γνωστόμας «saŋ» = κορυφή, κεφάλι, απο τη ρίζα twep που ανέφερα πρωτύτερα, η οποία ρίζα καθώς είπαμε βρίσκεται στην !π!ι!ε γλώσσα ώς sup- , εξ ου στα ελληνικά υπ-. !το κορυφή ανάγεται σε !π!ι!ε *qor-supaa, το οποίο έγινε στα ελληνικά *qorhupaa, και έπειτα κορυφά, ιωνικώς κορυφή (το h που χάθηκε άφησε τη δασύτητα στο p και έτσι έγινε ph = φ). !άρα δέν είναι δάνειο στα ελληνικά απο τα σουμερικά, είναι παλαιότατη !π!ι!ε λέξη, η οποία όμως δέν είναι καθόλου άσχετη με το σουμερικό «hursaŋ». !είτε η !π!ι!ε δανείσθηκε τη λέξη απο την πρόγονο της σουμερικής γλώσσα, είτε το αντίστροφο: η γλώσσα πρόγονος της σουμερικής δανείσθηκε τη λέξη απο την !π!ι!ε γλώσσα, σε μιά εποχή που τα συνθετικά της λέξης διακρίνονταν με σαφήνεια, δηλαδή μιά εποχή κατα την οποία η ρίζα ήταν twep στην !π!ι!ε και δέν είχε γίνει ακόμη sup. !μιά εποχή πιθανώς 5000 χρόνια π.!χ., ήδη τότε λοιπόν υπήρχαν επαφές μεταξύ !π!ι!ε και πρωτοαλταϊκής φυλής. !τώρα που το ξανασκέφτομαι, η λ. πέρασε απο την αλταϊκή γλώσσα στην !π!ι!ε και όχι το αντίστροφο, διότι στην !π!ι!ε η λ. qor υπήρχε αλλα δέν σήμαινε βουνό, σήμαινε ψηλό σημείο, όπως μαρτυρούν τα κόρυς (λοφίο), κόρυβος (τα ψηλότερα μέρη των φυτών). !ενώ στην πρωτοαλταϊκή γλώσσα qor σήμαινε ορεινή ή γενικότερα άγρια περιοχή, όπως δείχνει το ομόρριζο τουρκικό qır. !επειδή ακριβώς η λ. qor στην πρωτοαλταϊκή δέν σήμαινε υποχρεωτικά βουνό με αξιόλογο ύψος, χρειαζόταν ο προσδιορισμός twep για να δείξει «ύψος, κορυφή».

!οι αλταϊκές γλώσσες γενικά απέφευγαν τα συμπλέγματα συμφώνων, ήθελαν μετά απο κάθε σύμφωνο να υπάρχει φωνήεν. στην πρωτοαλταϊκή δέν επιτρεπόταν μιά συλλαβή να τελειώνει σε σκέτο σύμφωνο, εκτός άν ήταν ρ, λ. ή έρρινο. !κ οι σημερινές ακόμη αλταϊκές γλώσσες αποφεύγουν τα συμπλέγματα συμφώνων, προπάντων η ιαπωνική. !στα σουμερικά επίσης δέν επιτρεπόταν συλλαβή να λήγει σε σύμφωνο, ούτε κάν υγρό ή έρρινο. !εξ αιτίας της τάσης απλοποίησης των συμφωνικών συμπλεγμάτων, η τουρκική κατάληξη –sun- (δικό του / της) γίνεται –un- όταν προηγείται σύμφωνο, και η τουρκ. κατάληξη –nıŋ (πρόσφυμα που σχηματίζει τη γενική πτώση) γίνεται –ıŋ όταν προηγείται σύμφωνο. !να εξετάσουμε αυτές τις δύο καταλήξεις: το –sun- (δικό του / της) αρχικά σήμαινε «αυτού, αυτής», ήταν δηλαδή αντωνυμία πολύ συνηθισμένη και στην !π!ι!ε, so = αυτός, saa = αυτή (το ουδέτερο απο άλλο θέμα: tod), κτητικές αντωνυμίες: swo- = δικόςτου, ελληνικά ός (hos, απο swos), εός (heos απο swejos), λατινικά suus (απο swos), σανσκριτικά swa- (δικότου). !παρόμοια (su- άν θυμάμαι ακριβώς) είναι η αντωνυμία «αυτός» στα σημιτικά ακκαδικά.

!η τουρκ. κατάληξη –nıŋ (πρόσφυμα που σχηματίζει τη γενική πτώση) στα ιαπωνικά έχει τη μορφή –no.

!η παλιά τουρκική γλώσσα έχει αρκετές λέξεις για τα μέταλλα (χαλκό, χρυσό, άργυρο, σίδηρο, μόλυβδο, υδράργυρο κ. α.) απο τις οποίες καμία μέχρι σήμερα δέν μπόρεσε να αποδειχθεί δάνεια απο άλλη γλώσσα (παρόλο που ο sir Gerard Clauson έβαζε όλα τα δυνατάτου για να βγάζει τουρκικές λέξεις δάνειες απο αλλού). !αντιθέτως λέξεις για τα μέταλλα σε διάφορες εξωτουρκικές γλώσσες φαίνονται δάνειες απο αλταϊκές γλώσσες, άς αναφέρω το σανσκριτικό tamra- (χαλκός) που οπωσδήποτε συγγενεύει με το τουρκικό temyr (σίδερο), στα σουμερικά «tibira» (προφερόμενο tebira, απο temra = μεταλλουργός). αλταϊκή ρίζα temer = κατεργασία μετάλλων. !επίσης το !π!ι!ε hes- (χαλκός) δέν είναι άσχετο με το τουρκικό jez (χαλκός, απο πρωτοαλταϊκό *hjez). !όταν οι !σουμέριοι, που αποχωρίσθηκαν τις άλλες αλταϊκές φυλές κατα το 5000 π.!χ., έφτασαν στη !μεσοποταμία κατα το 4000 π.!χ., βρήκαν εκεί κάποιον λαό ο οποίος επιδιδόταν πολύ στην κατεργασία των μετάλλων συμπεριλαμβανομένου του σιδήρου. !απο εκείνον το λαό οι !σουμέριοι πήραν κάποιες λέξεις με πρώτο συνθετικό το si- (μέταλλο), αλλα είχαν και δικέςτους, αλταϊκές λέξεις για τα μέταλλα. !έτσι, στο μεσανατολικό si (μέταλλο) αντιστοιχεί το σουμερικό «ku(g)», στο μεσανατολικό si-par (χαλκός) αντιστοιχεί το σουμερικό «urud», και στο μεσανατολικό «si-mug» (μεταλλουργός) αντιστοιχεί το σουμερικό «tibira». !τον σίδηρο θα έλεγε κανείς πως δέν ήξεραν οι !σουμέριοι να τον κατεργάζονται όταν έφτασαν στη !μεσοποταμία, δεδομένου οτι δανείσθηκαν απο τον μεσανατολικό λαό τη λέξη si-gun (σίδηρος) που αργότερα έγινε sy-gǝn, γράφεται «sugan». !ωστόσο, στη !μεσοποταμία για τον σίδηρο διαδόθηκε περισσότερο η λ. «bar.zil», η οποία πιθανότατα είναι γνήσια σουμερική άν λάβουμε υπόψη το *purod (χαλκός, βλέπε παρακάτω), δηλαδή φαίνεται πως το «barzil» προέρχεται απο *purod-el ή *purod-zel (ήταν συνηθισμένη στα σουμερικά η τροπή των o, u σε a, ǝ αντίστοιχα, καθώς και η συριστικοποίηση του d σε «z». *purod-el ή *purod-zel σήμαινε «χαλκός» με κάποιον προσδιορισμό, δηλαδή ώς το πιό συνηθισμένο χρηστικό μέταλλο ο χαλκός, «χαλκός» ονομαζόταν όλα τα χρηστικά μέταλλα, απο τα οποία κατασκευζόνταν όπλα).

!πάντως το σουμερικό «ku(g)» είναι απο αλταϊκή ρίζα kweŋ, απο την οποία και το ιαπωνικό kane (μέταλλο) και το τουρκικό kymiш και το κινέζικο (kjǝm = μέταλλο, προπαντός χρυσάφι). !στο τουρκικό kymiш (ασήμι) υπάρχει κάποιος προσδιορισμός, κατα τη γνώμημου ήταν *kweŋ-mil = μέταλλο με λευκή λάμψη. !το –mil ήταν απο μιά άλλη ρίζα που σημαίνει λευκότητα και λαμπρότητα, απο την οποία τα σουμερικά myl (γράφεται «mul») = αστέρι (στην πρωτο-δραυιδική: min), σουμ. «mul4» = γυαλιστερό, λαμπρό, και η πολιτιστικώς σημαντικότατη λ. «melam» (προφερόμενο melaŋ) = εκθαμβωτική λάμψη, λάμψη των θεών (απο όπου το όνομα !μελάνη, !μέλανη, και όχι βέβαια απο το ελληνικό μέλας = μαύρος). !στα ελληνικά απο την ίδια ρίζα «μαλ-ερόν» (λαμπρό, εκθαμβωτικό, επίθετο του πυρός). πανανθρώπινη ρίζα mal ή mahal (εκθαμβωτικό φώς, λευκότητα). !παρεμπιπτόντως, το λατινικό miirus (θαυμαστός) είναι κατα τη γνώμημου το mil (αστέρι) δάνειο απο τη γλώσσα των εξ !αιγαίου προερχομένων ιταλιωτών σουμερίων (το σουμερικό «λ», ανάστροφο, ακούγεται πιό πολύ σάν «ρ»). !το δέ νεοελληνικό μάλαμα, δέν μπορώ να πιστέψω οτι προέρχεται απο μάλαγμα εκ του «μαλάσσω», καθώς λέει το mείζον eλληνικό lεξικό. !εκατό φορές λογικότερο είναι οτι προέρχεται απο αυτήν τη ρίζα, μάλλον δάνειο απο κάποια ανατολίτικη γλώσσα που μας διαφεύγει. !γιατί όχι απο τα σουμερικά («melam» = λάμψη), όπως και το «μελάχης» (ναυτικός).

!απο το αλταϊκό kweŋ (μέταλλο) ετυμολογείται και το τουρκικό kœne-suv (απο *kœŋe-suv = «μέταλλο υγρό») = υδράργυρος.

!μιά και μιλήσαμε για μέταλλα, καιρός να ετυμολογήσουμε το όνομα !κύπρος, που ώς γνωστόν ταυτίζεται με το όνομα του χαλκού, για όλους τους λαούς !κύπρος ήταν η γή του χαλκού, μόνο οι !χιττίτες την ονόμαζαν «alaššija», λέξη που πρέπει να σχετίζεται με το χιττιτικό «aššuwa» («!ασία», δηλαδή η !μικρασία). !στο «!κύπρος» το πρώτο συνθετικό είναι βέβαια το σουμερικό «ku(g)» (μέταλλο), αλλα ποιό είναι το δεύτερο συνθετικό; !στα σουμερικά της σφηνοειδούς ο χαλκός λέγεται «urud» ή «urudu», αυτό προέρχεται απο *purod (το ξέρω, διότι είναι γνωστό σε όλους τους μελετητές οτι η σουμερική γλώσσα συνήθιζε να αφαιρεί το αρχικό p-, άλλωστε απο αυτή τη λέξη προήλθε το ιταλικό bronzo, επιπλέον ένδειξη είναι το προ-σουμερικό si-par, το si- σήμαινε γενικώς μέταλλο, το –«par» μοιάζει να είναι ομόρριζο με το σουμερικό *purod (χαλκός). !η σουμερική λέξη για τον χαλκό προφερόταν kœ-purod («μέταλλο – χαλκός»), με τον κύριο τόνο στο πρώτο συνθετικό όπως επέβαλλε η σουμερική γλώσσα. !αυτό το kœ-purod (ή, γιατί όχι, ky-purod) το δανείσθηκαν οι !έλληνες ώς !κύπρος.

!παραπέρα, υποψιάζομαι οτι το σουμερικό purod και το προ-σουμερικό –«par» του «si-par» έχει κάποια σχέση με το κόκκινο χρώμα του καθαρού χαλκού, οπότε συγγενής θα είναι και η λέξη πορφύρα.

!εκτός απο το baш (κεφάλι) υπάρχει στα παλιά τουρκικά ένα περίπου ομόηχο baш (πληγή), αυτό είναι ομόρριζο του σουμερικού gul (δηλαδή gol, απο bol) = "to destroy; to break; to flatten; to carve, cut; to engrave, εξ ου: "ĝešniĝ2-gul; ĝešniĝ2-gul-gul "hatchet" (το πράγμα που πελεκάει, δηλαδή τσεκούρι), επίσης ομόρριζο του !ι!ε ελληνικού plaag (πληγή, πλήττω και άλλα παράγωγα), του !ι!ε λατινικού bellum (πόλεμος). !σε αυτήν την ελληνική ρίζα πληγ- βρίσκουμε την επέκταση –ec που ήταν η ρίζα που σημαίνει «κάνω». !πανανθρώπινη ρίζα pal- (χτύπημα, λαβωματιά), κατα πάσα πιθανότητα απο την ίδια ρίζα είναι τα πέλ-εκυς (σανσκριτικά paraшu-) και τουρκικό balto (εξ ου μπαλτάς, πέλεκυς).

!άλλα ελληνικά ρήματα που έχουν την επέκταση –ec (παλιά ρίζα = «κάνω») είναι τα δραγ- (δράττομαι, δραγμός κλπ. ομόρριζο μάλλον του τουρκικού der- =μαζεύει), αμέλγ- (!ι!ε ρίζα ml-ec = αρμέγει, μαλάσσει), ρήγνυμι (!ι!ε ρίζα wrec, βλέπε γερμανικά brechen, αγγλικά break), πράττω (ρίζα pr-ag). !δέν ξέρω άν το πράττω είναι με αυθεντικό π-, οπότε ομόρριζο του (σημιτικού) εβραϊκού bara (φτιάχνει), ή αυτό το π- προέρχεται απο q-, οπότε απο !ι!ε ρίζα qer (πολύ συνηθισμένη στα σανσκριτικά ώς qar- = φτιάχνει).

!στα ζ-τουρκικά balıq, chuvash pulă (ψάρι), πρέπει να είναι απο ίδια ρίζα με το !ι!ε plew- (ελληνικά: πλέω, ρωσικά plav- κολυμπά, σανσκριτικά plaw- κολυμπά, κλπ).

!τα σουμ. «sir2, sir3» (δηλαδή ser, απο sar = δένει πράγματα μαζί) είναι πιθανόν το ίδιο ρήμα με το τουρκικό sar- (τυλίγει πράγματα μαζί).

!δέν ξέρω άν το σουμερικό «hurum» ή «ahurum» (αγόρι, τσιράκι, νεότερος, κοινωνικώς κατώτερος) έχει ετυμολογική σχέση με το ελληνικό «χείρων» (υποδεέστερος, κατώτερος). !πάντως, υπάρχουν κάμποσα δάνεια στην ελληνική απο τη σουμερική γλώσσα, που μπήκαν σε διάφορες εποχές, ακόμη και όταν η σουμερική γλώσσα ήταν πιά νεκρή αλλα είχε αφήσει πολλά δάνεια σε μεσανατολικές γλώσσες. !ένα τέτοιο δάνειο είναι πιθανότατα και το ελληνικό άγουρος = αγόρι, απο το σουμερικό «ahurum», που κατα λαϊκή ετυμολογία συσχετίσθηκε με το «άωρος». !ένα άλλο δάνειο που έρχεται τώρα στο νούμου είναι το μελάχης (ναυτικός), απο το σουμερικό “má.lah” («πλοίο οδηγεί» = ναύτης), εξ ού τα μελαχικά = οι φόροι των ναυτικών επι τουρκοκρατίας.

!τα τουρκικά diz (γόνατο) και dir-sek (αγκώνας) μας δείχνουν την παλιά σύνταξη που αργότερα καταργήθηκε στην τουρκική γλώσσα: ο προσδιορισμός ακολουθούσε το προσδιοριζόμενο. !εν προκειμένω, η βασική λέξη dir (κλείδωση, σημείο όπου κόκκαλα συνδέονται) προσδιορίσθηκε με το sek που προφανώς σήμαινε «του χεριού». !τέτοια σύνταξη στα τουρκικά δέν επιτρέπεται, αλλα αυτή ήταν η παλιά σύνταξη στις τουρκικές όπως και σε όλες τις γλώσσες του κόσμου: ο προσδιορισμός έπειτα απο το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό.

!με το !π!ι!ε gelbho- (ελληνικά δελφύς, α-δελφειός, σανσκριτικά garbha = μήτρα, sa-garbhja = ομομήτριος = αδερφός) ομόρριζο είναι το σουμερικό «gal4la» (μήτρα). !πανανθρώπινη ρίζα ≃ gelef (μήτρα, έδρα του εμβρύου).

!με το λατινικό manus (χέρι) ομόρριζο είναι το αυστραλιανό της !δυτικής !ερήμου mina (μπράτσο). !οι αυστραλιανές γλώσσες της !δυτικής !ερήμου έχουν μόνο 4 φωνηεντικά φωνήματα, a, i, u και aa (μακρό a).

!πολύ γνωστή είναι η !π!ι!ε ρίζα he~k (αγκύλο, άγκος, άγκιστρο, και πλείστες άλλες λέξεις). !είναι ρίζα συγγενής του τουρκικού ec- (λυγίζει, καμπυλώνει). !πανανθρώπινη ρίζα μάλλον hec (λυγισμένο πράγμα).

!παραγωγικότατη επίσης ρίζα στα ελληνικά set (εξ ου: έτοιμος, έτυμον, ετεόν. όσιος που αντιστοιχεί στο σανσκριτικό satja απο !π!ι!ε sotjo- = αληθινό, γνήσιο, συνεπώς: ηθικώς καθαρό). !η ρίζα σήμαινε αληθινό, πραγματικό, υπαρκτό, γνήσιο, σωστό. !απο την ίδια πανανθρώπινη ρίζα το σουμερικό «zid» (δηλαδή zet, απο zat το οποίο μαρτυρείται σε ετεοκρητική επιγραφή) = γνήσιο, σωστό, μιά πολύ συνηθισμένη σουμερική λέξη. !η πανανθρώπινη ρίζα φαίνεται ώς θat (πραγματικό). !ίσως απο αυτήν τη ρίζα και το τουρκικό tat (γεύση, γεύεται), με την έννοια «ουσία, διαπίστωση της ουσίας». !το γεύομαι έχει συχνά την έννοια της διαπίστωσης τους ουσίας, διαπίστωση του γνησίου ή μή, όπως «γεύσασθε και ίδετε οτι χρηστός ο !κύριος».

!το περίφημο όνομα !διόνυσος, ευρισκόμενο και στις μυκηναϊκές πινακίδες, είναι δάνειο (με κάποια επιρροή λαϊκών ετυμολογιών) απο το σουμερικό doŋuθe (την εποχή που πήραν τη λ. οι !έλληνες, η λ. ήταν doŋuθa(t)), που είναι το πιό γνωστό απο όλα τα σουμερικά ονόματα, στη σφηνοειδή ώς «dumu.zi», που σημαίνει «γιός σωστός». !τέτοια ονόματα με δεύτερο συνθετικό το θa(t) (στη σφηνοειδή «zi(d)» =σωστός, δίκαιος) τα συνήθιζαν πολύ οι !σουμέριοι, ελπίζοντας οτι το όνομα θα βοηθούσε για να γίνει το παιδί δίκαιο προς τους συγγενείςτου πρωτίστως. !υπήρχαν πάρα πολλοί θρύλοι και τραγούδια για τον doŋuθe στη !μεσοποταμία, και ακόμη περισσότεροι θρύλοι εμφανίσθηκαν στην !ελλάδα για τον !διόνυσο, έχω διαβάσει πως υπήρχαν τουλάχιστον 8 διαφορετικοί θεοί με αυτό το όνομα. !κατ’ ουσίαν ο !διόνυσος είναι ο λατρευόμενος θεάνθρωπος, τον οποίο εμείς λατρεύουμε ώς !ιησού.

!σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου βρίσκεται η αντωνυμία αρχικώς dwe = εσύ, στα ελληνικά σύ, τεός (tewo-) = δικόςσου, σανσκριτικά twam (εσύ), tawa (δικόσου), στα σουμερικά «zae» (εσύ), -«zu» (δικόσου), τουρκικά sen (εσύ). !είναι απολύτως αδύνατον να αναφέρω όλες τις γλώσσες οπου η ρίζα βρίσκεται, γιατί όπως είπα βρίσκεται σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου, και αυτό είναι γνωστό σε όλους τους μελετητές οι οποίοι αρνούνται τη συγγένεια των γλωσσών, με το εξής εκπληκτικό επιχείρημα: «άν αυτές οι γλώσσες (π.χ. τουρκική με μογγολική και !manchu – !tungus) είναι μεταξύτους συγγενείς, τότε όλου του κόσμου οι γλώσσες είναι συγγενείς, όπερ άτοπον!». !γιατί είναι άτοπον; δέν έκανε ποτέ κανείς τον κόπο να μας το εξηγήσει. !δέν είναι καθόλου άτοπον, αλλα είναι ατράνταχτα αποδεδειγμένο. !άτοπη και εντελώς αστήριχτη είναι η αντίληψητους οτι γλώσσες με μεγάλη (σήμερα) γεωγραφική απόσταση δέν μπορεί να είναι συγγενείς. !για να επανέλθω στη ρίζα dwe (εσύ), σε πάρα πολλές και μάλιστα παλιές γλώσσες το σύμφωνο βρίσκεται ώς s ή z, αυτό βέβαια εξηγείται δια της εύκολης συριστικοποίησης του d- σε μιά πολύ συνηθισμένη λέξη, αλλα δέν αποκλείω εντελώς την πιθανότητα να ήταν το αρχικό σύμφωνο θ (οπότε ρίζα θwe).

!το κινεζικό (жjäk = πέτρα) είναι βεβαίως ομόρριζο του λατινικού saxum (μεγάλη πέτρα) και του σουμερικού «zagin» (κάποιο είδος πέτρας, το –in είναι προσδιορισμός) και na4za-gul "carnelian" (άλλο είδος πέτρας, το «zag» με άλλον προσδιορισμό). !ομόρριζα έχω βρεί και σε άλλες γλώσσες, δέν τα θυμάμαι όλα, αλλα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το αζτεκικό tec-patl («πέτρα που κόβει», δηλαδή πέτρινο μαχαίρι). το μέν «tec» απο αυτήν εδώ τη ρίζα, το δέ «patl» ομόρριζο του σουμερικού pir (μαχαίρι, σπαθί) και τουρκικού biч- (κόβει). !πανανθρώπινη ρίζα μάλλον djak = σκληρή πέτρα.

!στα βάσκικα mendi (βουνό), στα λατινικά mons, mont-is (βουνό), στα αρχαία αιγυπτιακά men (βουνό). !στα σουμερικά «mada» χώρα, σημ. ακκαδικά maat- (χώρα). !η πανανθρώπινη ρίζα προφανώς ήταν med (βουνίσια περιοχή / ακατοίκητη γή). !είναι φανερό οτι απο το σουμερικό «mada» προήλθε το κρητικό μαδάρα (χέρσα, άγονη περιοχή), επίθετο «μαδαρό» (άγονο). !αυτό το σουμερικό «mada» είναι μάλλον και το δεύτερο συνθετικό του !ερύμανθος (βλέπε ανωτέρω για τα λήγοντα σε –νθος).

!και όμως κάποιοι είναι απρόθυμοι να παραδεχθούν οτι η βάσκικη γλώσσα έχει συγγενείς. !το βάσκικο gora (ψηλό, ανώτερο) είναι συγγενές με την !π!ι!ε ρίζα ger = ύψωμα (σλαυικά gora = βουνό, σανσκριτικά giri = ύψωμα, βουνό).

!απο πανανθρώπινη ρίζα del ή deљ (μόνο, σκέτο) είναι τα σουμερικά «dili» (δηλαδή dele =μόνο ένα), «dalla» (σκέτο), ίσως και το «diš» (ένα), οπότε η ρίζα ήταν αρχικά deљ. !απο την ίδια ρίζα στα τουρκικά jalıŋ (απο δalıŋ) = μόνο, σκέτο, jalŋuz (απο δalŋuz) = μόνος, tuul = χήρα, και ilq (απο *δil-q) = πρώτο (ο πρώτος στην αρχή είναι πάντα μόνος). επίσης το τουρκικό πρόσφυμα –daш (εντελώς αντιεπιστημονικά κάποιοι σκεφθήκανε οτι είναι απο –da + eш) είναι απο αυτήν τη ρίζα, σημαίνει «ένα, το ίδιο», παράδειγμα «qarin-daш» = «κοιλιά μία», δηλαδή αυτός που βγήκε απο την ίδια κοιλιά, αδερφός, «jol-daш» = «δρόμο ένα» = «αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο», arka-daш «πλάτη ίδια» = «αυτός με τον οποίο έχουμε πλάτες ενωμένες» = «κολλητός», σύντροφος, και πολλές άλλες λέξεις με το ίδιο πρόσφυμα.

!η σουμερική αντωνυμία ane (αυτός, αυτή) χρησιμοποιούμενη και ώς κτητικό πρόσφυμα (μόνο επι προσώπων, όχι για πράγματα) = αυτού, αυτής, έχει ομόρριζα σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, πρώτα απ’ όλα στα τούρκικα: an- (ακολουθούμενο απο πτωτικές καταλήξεις). !συγγενές είναι και το ελληνικό νιν (=αυτόν), με το –ν της αιτιατικής, βρίσκεται και ώς μιν, όπου το μ κατα τη γνώμημου οφείλεται στη διάλεκτο των γυναικών.

!(επειδή το τουρκικό n- τράπηκε σε d-) μόνο δύο γνήσιες τουρκικές λέξεις αρχίζουν απο n-: neŋ (πράγμα, ακριβώς όμοιο με το σουμερικό neŋ), και ne (τί;). !το μέν neŋ διατήρησε το n- διότι αμέσως ακολουθούσε άλλο έρρινο (ŋ), το δέ ne διατήρησε το n- διότι η λέξη ήταν ene, και μόνο πρόσφατα έχασε το αρχικό e-. !αυτό το τουρκικό ene στα σουμερικά είναι «ana» (το οποίο μερικές φορές γίνεται σκέτο na, λόγω του δυναμικού τόνου που ήταν στο na, το άτονο a- κάποτε χανόταν στην προφορά). !στις γλώσσες της αυστραλιανής !δυτικής !ερήμου απο την ίδια ρίζα είναι το њaa (απο *njaa) = τί, απο το οποίο njaa αρχίζουν και άλλες ερωτηματικές λέξεις, π.χ. њaaqun = «γιατί;».

!στα !σουμερικά ο πήχυς του χεριού λεγόταν ı (=ǝ), το οποίο στη σφηνοειδή γράφεται á. !όμως στην πρωτογραμμική το γράμμα που παριστάνει πήχυ αποδίδει τη συλλαβή ı (ǝ). !ομόρριζο είναι το τουρκικό ρήμα u- (δύναται, μπορεί, είναι άξιος), διότι ο πήχυς του χεριού είναι το σύμβολο της δύναμης, και σύμβολο της δύναμης είναι ο πήχυς. άν θυμάμαι καλά, ‘ (λαρυγγικός φθόγγος με κάποιο φωνήεν που δέν γνωρίζουμε) λεγόταν ο πήχυς του χεριού στα αρχαία αιγυπτιακά. !δέν ξέρω άν είναι συγγενής η !π!ι!ε ρίζα wiχ (απο όπου wiχ-ros = δυνατός άντρας, παλληκάρι, στα λατινικά vir, σανσκριτικά wiira, και τα ελληνικά ις = δύναμη και ισ-χύς απο wi-). !η πανανθρώπινη ρίζα πρέπει να ήταν he (πήχυς του χεριού, δύναμη) ή heχ (άν τυχόν συγγενές είναι καί το !π!ι!ε wiχ).

!φαίνεται πως οι παλαιοί !τούρκοι ελάχιστα και όχι απο ιδίαν πείραν εγνώριζαν τη θάλασσα, ωστόσο υπήρχε μιά παλιά εποχή κατα την οποία η πρωτοαλταϊκή φυλή γνώριζε θάλασσα, διότι είναι δυνατόν να βρούμε την πρωτοαλταϊκή λέξη που σήμαινε θάλασσα, απο το σουμερικό «engur» = (cosmic) underground waters, «engur» =subterranean water, συνώνυμο του ακκαδικό apsû "(cosmic) underground water" (το οποίο ακκαδικό apsû, όπως και το ελληνικό «άβυσσος» προέρχεται απο το σουμερικό «abzu». !είναι μιά έννοια παρόμοια με αυτήν του !ωκεανού που οι !έλληνες τον φαντάζονταν σάν απέραντο ποταμό που περιβάλλει όλην τη γή. !έτσι και οι !σουμέριοι θεωρούσαν οτι η γή πλέει πάνω σε μιά απέραντη θάλασσα, απο την οποία προέρχεται η θάλασσα που γνωρίζουμε και όλα τα υπόγεια ύδατα. !στους σουμερικούς ναούς υπήρχε μάλιστα μιά μεγάλη λεκάνη γεμάτη με νερό η οποία συμβόλιζε το «engur», τη δεξαμενή όλων των υδάτων του κόσμου. !είναι γνωστό στους σουμεριολόγους (βλέπε π.χ. Falkenstein) οτι στα σουμερικά συνέβαινε όχι σπάνια να παραλείπεται ένα αρχικό έρρινο όταν κάποιο άλλο έρρινο ακολουθούσε. !αυτό συνέβη και στη λέξη «engur», προφερόμενη eŋyr, απο παλιότερο neŋyr. !στα παλιά τουρκικά είναι deŋiz (το οποίο πέρασε και στα ουγκρικά ώς tencer) = θάλασσα, οι παλιοί !τούρκοι γνώριζαν καλά την ύπαρξη της θάλασσας άν και είναι ζήτημα άν κανείςτους είχε δεί θάλασσα. !βεβαίως το deŋiz προέρχεται απο neŋir, όλα τα n- στις τουρκικές γλώσσες έχουν γίνει d-. !στα ιαπωνικά είναι nami = κύματα. (το ιαπωνικό umi = θάλασσα κατα τη γνώμημου είναι απο άλλη ρίζα, πρέπει να συσχετισθεί με το σημ. αραβικό umman = ωκεανός και το !ι!ε λατινικό humidum = υγρό). !είναι αρκετό να έχει κανείς την ελάχιστη στοιχειώδη γνώση συγκριτικής γλωσσολογίας για να καταλάβει απο όλα αυτά την πρωτοαλταϊκή λέξη neŋir = θάλασσα (νοούμενη ώς κάτι ιερό, δεξαμενή όλων των υδάτων του κόσμου – αυτό είναι και στ’ αλήθεια η θάλασσα). !αυτή η πρωτοαλταϊκή λέξη neŋir βρίσκεται ακόμη και στα αζτέκικα ώς «tecciz» (πράγμα που δείχνει οτι και στα αζτέκικα συνέβη η τροπή n- σε d- και έπειτα t-). !ένας θεός των !αζτέκων ονομάζεται «tecciztecatl» = «αυτός που ήρθε απο τη θάλασσα», θυμίζει τόσο έντονα την τουρκική φράση «teŋiz-den kele» (απο τη θάλασσα ερχόμενος).

!η γλώσσα των !αζτέκων ονομάζεται «nahuatl» που σημαίνει «ομιλία, γλώσσα» όπως το γερμανικό sprache. !αυτή η λέξη «nahuatl» βρίσκεται ολόιδια σε κάποιες γλώσσες της νότιας !αυστραλίας, ώς ŋawa,la (με την ίδια ακριβώς σημασία). !ο αυστραλιανός τύπος είναι πιό συντηρητικός, διατήρησε το αρχικό ŋ- που η αζτέκικη έτρεψε σε n-, ενώ το w στα αζτέκικα έχει τη μορφή hu. !ήδη μπορούμε να αναπαραστήσουμε την πανανθρώπινη ρίζα ŋawa,l (το ομιλείν, γλώσσα). !ακριβώς έτσι ονόμαζε η ενιαία ανθρώπινη φυλή την γλώσσατης, αυτό είναι το αυθεντικό όνομα της γλώσσας του homo sapiens.

!στην πανανθρώπινη γλώσσα υπήρχε μιά δεικτική αντωνυμία απο την οποία το λατινικό ille, illaa, illud (εκείν-ος –η –ο), το τουρκικό ol (στην chuvash: val) = εκείν(ο), χρησιμοποιούμενο για νοητή αναφορά ή δείξη σε κάτι μακριά καί απο τους δύο ομιλητές, αυτό το τουρκικό ol στα σουμερικά έχει τη μορφή «ur5» ή «ur», αναφέρεται μόνο σε πράγματα και όχι σε πρόσωπα, ασχέτως απόστασης απο τον λέγοντα. !απο την ίδια πανανθρώπινη αντωνυμία προήλθε το γνωστό αραβικό άρθρο al-, είναι γνωστό πως όλα τα άρθρα στον κόσμο προέρχονται απο αντωνυμίες (έτσι και απο το λατινικό ille έχουν προέλθει τα άρθρα των λατινογενών γλωσσών, π.χ. στα ιταλικά il, la, στα γαλλικά le, la, κλπ). !η πανανθρώπινη ρίζα ήταν μάλλον wa,l (αυτό).

!σπανίως συμβαίνει η σουμερική να έχει ρ εκεί που οι μεταγενέστερες τουρκικές γλώσσες έχουν λ, και αντίστροφα. !ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σουμερικό ρήμα til, στα τουρκικά tir- (ζωντανό, ζεί).

!το ελληνικό ρήμα τίω ή τίνω (αποδίδω τα ίσα / τα δέοντα) μάλλον προέρχεται απο ρίζα tejŋ, το ŋ στη μία περίπτωση έγινε ’ (glottal stop – γλωττιδική παύση), στην άλλη n. !θεωρώ πως είναι ομόρριζο με μιά τουρκική λ. tiŋ που σημαίνει «εξισορροπώ», και μιά ομόρριζη τουρκ. λ. deŋ = αντίβαρο, αντάξιο, ίσο, το ένα απο τα δύο κοφίνια φορτωμένα σε ζώο.

!το σουμερικό dam (σύζυγος) πρέπει να είναι ομόρριζο του ελληνικού: γάμος, δηλαδή αυτό το dam προέρχεται απο *cam (ήταν αρκετά συνήθης τροπή στα σουμερικά c σε d). !αυτό το σουμερικό dam με τη σειράτου πέρασε σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, στα αγγλικά dame, στα (ιταλικά νομίζω) dama, απο όπου στα ελληνικά: ντάμα. (δέν είναι καθόλου πειστική η θεωρία οτι το dama προήλθε απο domina. !το domina έχει γίνει donna. !πολλές ανόητες ετυμολογίες έχουν προταθεί για ευρωπαϊκές, προπάντων ιταλικές λέξεις που είναι στην πραγματικότητα δάνεια απο την σουμερική).

!στην πρωτο-ουραλική γλώσσα όλες οι ερωτηματικές λέξεις αρχίζανε απο q- ή m-, περίπου το ίδιο ίσχυε για την γλώσσα του homo sapiens: κατα τη γνώμημου όλες οι λέξεις που ρωτούσαν για κάτι συγκεκριμένο (ποιός, ποιά, ποιό) άρχιζαν με q-, ενώ όλες οι λέξεις που ζητούσαν περιγραφή (τί είδους) άρχιζαν με m- ή n-. !στην !π!ι!ε είναι πασίγνωστο οτι όλες οι ερωτηματικές λέξεις άρχιζαν με q- (στα ελληνικά αυτό έχει γίνει επι το πλείστον π-, ενίοτε τ- (τί, τίς), σε ορισμένες διαλέκτους κ- όπως στην ιωνική του !ηροδότου: κότε, κοίος, κότερα κλπ). !στις σημιτικές γλώσσες επικράτησε το m- στην αρχή ερωτηματικών λέξεων, όπως το ακκαδικό minaa = γιατί.

!περιέργως το τουρκικό keem (ποιός) έχει k- αντί για q-, κατα τη γνώμημου η εξήγηση είναι επιρροή απο τη δεικτική αντωνυμία ke (που υπήρχε στα τουρκικά (σήμερα βρίσκεται μόνο στην Chuvash, επίσης στα ιαπωνικά ώς ko-no = αυτό, koko = αυτό εδώ), τουτέστιν στα τουρκικά λεγόταν *qe-mǝ = «ποιός είναι;» (το –mǝ είναι το μόριο που σήμαινε «είναι», ομόρριζο του σουμερικού «–me», ακκαδικού «-ma»), το οποίο όμως συχνά χρησιμοποιούνταν μαζί με το *ke-mǝ = «αυτός;» (εδώ το –mǝ είναι το γνωστό ερωτηματικό μόριο των τουρκ. γλωσσών), οπότε το *qe-mǝ μπερδεύτηκε με το *ke-mǝ.

!το ελληνικό υάκινθος έχει τυπική μορφή δανείου απο τα σουμερικά, μου είναι δύσκολο να ψάξω να βρώ το σουμερικό πρωτότυπο διότι οπωσδήποτε θα βρίσκεται σε μορφή κάμποσο διαφορετική απο αυτήν που έχουμε στα ελληνικά. !πάντως το υα- (hua-) είναι το ομόρριζο του κινέζικου χwa ( = λουλούδι).

!της προηγούμενης ρίζας επέκταση βρίσκουμε στο «ρόδον» (wrod-on), στις γλώσσες της !μεσοποταμίας ward-in ή bard-in- (τριαντάφυλλο), αλλα βεβαίως συγγενές είναι και το warata, όπως ονομάζουν οι ιθαγενείς ένα ντόπιο άνθος της !αυστραλίας, σύμβολο της πολιτείας !νέας !νότιας !ουαλίας. !αποκαλύπτεται μιά πανανθρώπινη λέξη χwarodo (τα φωνήεντα βεβαίως μπορούσαν να αλλάζουν), η οποία ήταν σύνθετη: χwa = άνθος, orodo = με εντυπωσιακή ομορφιά.

!το τουρκικό dal (μεγάλο ίσιο κλαδί, ίσιος κορμός) βρίσκεται και στα σουμερικά με την ίδια μορφή και σημασία, στην πρωτογραμμική το γράμμα da παριστάνει ένα ίσιο κλαδί. !το ομόρριζο στην !π!ι!ε είναι αμφίβολο, είτε το δολιχός (=μακρύς) είτε το doru = δέντρο.

!στα σουμερικά το «gub» (gob) = ορθώνεται, στήνεται και «gaba» = στήθος, δείχνουν μιά αλταϊκή ρίζα gob (ορθώνεται, στήνεται), το σουμερικό «gub» (προφερόμενο gob) έχει ακριβές τουρκικό αντίστοιχο: το ρήμα qop- με την ίδια σημασία. !σαφώς απο την ίδια ρίζα είναι το βασκικό «kopeta» = στήθος. !σε εξωαλταϊκές γλώσσες, απο την ίδια ρίζα είναι το σημ. αραβικό cab και cabal (βουνό), το «κυπάρισσος» δάνειο στα ελληνικά απο προελληνική γλώσσα. ομοίως δάνειο το «κύβερνος» μάλλον απο την ίδια ρίζα με την έννοια: αυτός που ανορθώνει = αρχηγός.

!σουμερικό «im» (δηλαδή jem) = πηλός, ομόρριζο του τουρκικού чamur (λάσπη), αλταϊκή ρίζα шjam ή шam (πηλός).

!σουμερικό «gud» (βόδι), τουρκικό qotoz / qotuz (το γιάκ, ένα πολύ χρήσιμο και όμορφο βοοειδές της !ασίας), πρωτοαλταϊκή λέξη got (βόδι).

!πιστεύεται οτι το σουμερικό «gu4» (ταύρος) είναι η ίδια η λέξη «gud» με το τελευταίο σύμφωνο μή προφερόμενο, όπως όλα τα τελικά σύμφωνα της σουμερικής δέν προφέρονταν εκτός όταν ακολουθούσε φωνήεν. !σ’ αυτό έχω σοβαρές αμφιβολίες, κατα τη γνώμημου το «gu4» (ταύρος) ήταν άλλη λέξη διαφορετική απο το «gud» (κάθε είδους βόδι). !θεωρώ οτι το «gu4» (ταύρος) προφερόταν qwo, ενώ το «gud» (κάθε είδους βόδι) προφερόταν «go(t)», δεδομένου οτι το γράμμα που σαφώς παριστάνει ταύρο στην κρητική πρωτογραμμική χρησιμοποιούνταν για qwo, και πρέπει να υπήρχε άλλο γράμμα (που παρίστανε βουνό) για τη συλλαβή qo (αυτό το γράμμα qo που παριστάνει βουνό βρίσκεται στην κυπριακή γραμμική των !ελλήνων, ώς σχήμα τουλάχιστον βρίσκεται και στη γραμμική Α). !αφετέρου, το σαφώς ομόρριζο κινέζικο guo ( = ταύρος) δέν δείχνει κανένα ίχνος –d ή –t, το ίδιο όπως και το αρχαίο αιγυπτιακό k-’ (βόδι) δέν δείχνει –d ή –t. !επίσης το !π!ι!ε ομόρριζο gwow- (ελληνικά βούς, σανσκριτικά gaw - =βόδι) δέν έχει –d ή –t. !γι’ αυτό θεωρώ πως ήταν δύο διαφορετικές λέξεις: το «gu4» (ταύρος) προφερόταν qwo, ενώ το «gud» (κάθε είδους βόδι) προφερόταν «go(t)». !δέν μπορώ όμως να πώ με βεβαιότητα άν η τουρκική έχει παράλληλα με το qotuz (γιάκ) και κάποια λέξη ομόρριζη του σουμερικού qwo (ταύρος). !ίσως το qoч και qoч-ŋar (κριάρι) είναι το ομόρριζο του qwo (ταύρος), οπότε αρχικά θα σήμαινε όχι ειδικά «ταύρος» αλλα επιβήτορας μυρηκαστικών εξημερωμένων ζώων (άρα απο ρίζα *qwoш, απο όπου το –ш χάθηκε στις περισσότερες γλώσσες).

!στο qoч-ŋar παρατηρήστε τον πρόσθετο προσδιορισμό ŋar, ομόρριζο του !π!ι!ε nar (εξ ου ανήρ στα ελληνικά, στα σανσκριτικά nara = άντρας). !πανανθρώπινη ρίζα ŋar (αρσενικό άτομο).

!σουμερικό «dun» προφερόμενο παλιότερα dweŋ = αγριογούρουνο, το γράμμα dwe της κρητικής πρωτογραμμικής παριστάνει αγριογούρουνο, στα παλιά τουρκικά toŋuz = γουρούνι, πρωτοαλταϊκή λέξη dweŋ (αγριογούρουνο).

!το παλαιό σουμερικό dob (κριθάρι, δημητριακό) συνάγεται απο σύνθετες λέξεις όπως «dabin» =κριθάρι χοντροαλεσμένο, «dudda» = πίτουρο δημητριακών, «nin.dab-a» = η κυρία (θεά) των δημητριακών, το δέ γράμμα do της κρητικής πρωτογραμμικής παριστάνει κριθάρι. !ομόρριζο πρέπει να είναι το παλαιοτουρκικό ep-mek (απο *δeb-mek) = ψωμί (άν και μαρτυρούνται επίσης οι τύποι ek-mek και et-mek, το ep-mek είναι δυσκολότερο στην προφορά, άρα αυθεντικότερο, άλλωστε στην «παιδική» γλώσσα το λέγαν epek, που δείχνει πως είναι απλοποίηση του ep-mek). !απο την ίδια ρίζα το ιαπωνικό tabe- (τρώει) και το !ι!ε ελληνικό δαπ- (δαπάνη, δαρδάπτω, κλπ). !πανανθρώπινη ρίζα dob (τροφή, καθημερινή ανάλωση, σπόρος φαγώσιμος).

!το σουμερικό «gibil» είναι οπωσδήποτε σύνθετη λέξη, το πρώτο συνθετικό μάλλον το GIŠ («δέντρο») με το οποίο η λέξη πάντοτε γράφεται, ενίοτε και «GIŠ.GIBIL» όπου ξαναπροστίθεται (ώς ταξινομικό, χωρίς να προφέρεται) στην αρχή το GIŠ παρόλο που ήδη το GIŠ είναι μέρος του γράμματος  GIBIL. !άλλωστε το gešgibil σημαίνει επίσης το ρήμα «φυτρώνει, βλασταίνει». !στην πραγματικότητα το GIBIL προφερότανε συχνότερα απλώς bel, αλλα επειδή στα λεξικά βρέθηκε επι το πλείστον η ανάγνωση «gibil», το διαβάζουν σήμερα «gibil». !το ότι όμως γράφεται giš-gibil/giš-bil2/bil3 (το / σημαίνει: είτε), θα πεί οτι το γράμμα «gibil» επι το πλείστον διαβαζόταν απλώς «bil» δηλαδή «bel». !επιπλέον, απο το απλό «bil» (βλασταίνει, φυτρώνει) προήλθε η λ. «bilga» (πρόγονος), πράγμα που δείχνει πως ήταν το ρήμα απλώς «bil», ομόρριζο του «bil» (δηλαδή bel) = νέο, καινούργιο. !με αυτό το σουμερικό bel ομόρριζο είναι οπωσδήποτε το βασκικό berri (καινούργιο), προσέξτε οτι συχνότατα ένα βασκικό rr αντιστοιχεί στο «λ» άλλων γλωσσών. !μάλλον ομόρριζο και το τουρκικό bel- στο belli (σαφές, δηλαδή αυτό που έχει προβάλλει, έχει βλαστήσει, έχει φανεί), και σίγουρα ομόρριζο το τουρκικό bala (μικρό παιδί), αρχαιότατη αλταϊκή λέξη που έχει περάσει και στα σανσκριτικά ώς baala (μικρό παιδί). !ομόρριζο είναι στα ελληνικά το πάλληξ = νέος (του οποίου το θηλυκό είναι παλλακίς = νέο κορίτσι, και υποκοριστικό παλληκάριον). !ενδέχεται βεβαίως το πάλληξ να είναι δάνειο στα ελληνικά και όχι !π!ι!ε προέλευσης λέξη. !πάντως, απο το πάλληξ βγαίνει το παλληκάρι, και όταν το γράφουνε με γιώτα και ένα λ ακόμη και σε σχολικά βιβλία και στο !μείζον !ελληνικό !λεξικό, τί να πείς για !ι!ε και ακόμη για βαθύτερη ετυμολογία! !πανανθρώπινη ρίζα bal (νεαρό βλαστάρι, νεαρό παιδί).

!πολύ γνωστή είναι η !π!ι!ε ρίζα new (νέος, λατινικά novus, σανσκριτικά nawa), η οποίο όμως παλιότερα πρέπει να ήταν *nef, αφού απο αυτήν έχει προέλθει το νεβρός (νεαρό, νεογέννητο ζώο, προπάντων ελαφάκι). !η λ. νεβρός φαίνεται γνήσια !π!ι!ε, αφού έχει την κατάληξη –ρός που έχει παραγάγει πάρα πολλά !ι!ε επίθετα. !αυτή η λέξη νεβρός αντιστοιχεί ακριβώς, φώνημα προς φώνημα, προς την τουρκική λέξη javru (νεογέννητο ζώο, κυρίως πουλάκι), η οποία είναι φυσικά ομόρριζη. !το τουρκικό j- προέρχεται απο њ-, το οποίο δείχνει οτι η λέξη αρχικά ήταν њef-ro, απο πανανθρώπινη ρίζα њef = νέο, ολοκαίνουργιο, φρέσκο. !απο αυτήν τη ρίζα είναι και το νωπό, και απο συγγενή ρίζα τα: λατινικό nepos (εγγονός), ανεψιός (a-nep-tios = «μαζί με κάποιον άλλον εγγονός»), και νήπιος (το δήθεν νή + έπος είναι λαϊκή και όχι επιστημονική ετυμολογία).

!σε ντοκουμέντα γραμμικής γραφής απο την Κύπρο υπάρχει ένα γράμμα σταυρόσχημο, το οποίο υποψιάζομαι οτι είναι η προέλευση του συλλαβογράμματος «ξα» που το σχήματου είναι περίπου σάν )(. στα σουμερικά της σφηνοειδούς υπάρχει ένα haš που σημαίνει χαρά (βεβαίως δέν είναι το haš = μηρός), στις φράσεις haš4 tal2 "to rejoice", haš4 ĝar; haš4 ga2-ga2 "to rejoice", και πιθανόν επίσης haš4 dug4 "to have sex". !αυτό το haš, σύμφωνα με τους φωνητικούς νόμους της σουμερικής, προέρχεται απο gaza, το οποίο είναι βεβαίως συγγενές με το ελληνικό γηθέω και το λατινικό gaudeo (χαίρομαι). !τώρα να θυμηθούμε οτι ο σταυρός ήταν σύμβολο χαράς και ευτυχίας όχι μόνο στους αρχαίους !ινδούς (swastiqa = ευτυχία). !οπότε το ίδιο το σύμβολο του σταυρού πρέπει οι !σουμέριοι να το έλεγαν *gaza. (στα λεξικά δέν βρίσκεται καμιά σουμερική λέξη που να σημαίνει «σταυρός», άν αναζητήσει κανείς με τη λέξη cross, βρίσκει μόνο λέξεις που σημαίνουν «σταυρωτά», όπως η έννοια του αγγλικού across). !τότε λοιπόν το αραβικό (που έχει περάσει στα τουρκικά ώς) haч, είναι μάλλον δάνειο απο τα σουμερικά, και ομόρριζο είναι το περσικό hoш (= ευχάριστο, και αυτό επίσης δάνειο στα τουρκικά). !ομόρριζο και το ιαπωνιό josi με διάφορες παρεμφερείς σημασίες: καλό, ευμενές, ευχάριστο, καλότυχο. !όλα αυτά δείχνουν μιά πανανθρώπινη ρίζα cath (ή cwath) = ευτυχία (την οποία πολλοί λαοί άν όχι όλοι τη συμβόλιζαν με το σύμβολο του σταυρού). !βεβαίως, απο ρίζα cath (ή cwath) μπορεί να προήλθε το «αγαθόν», μπορεί ακόμη και το τουρκικό eδcy (καλό), θα ήταν *ecδy αλλα έγινε eδcy αφενός για ευκολότερη προφορά και αφετέρου λόγω λαϊκής ετυμολογίας απο το eδ (αντικείμενο αξίας).

!βέβαια, οι παλιοί λαοί δέν ήξεραν να γράφουν, αλλα ήξεραν να ζωγραφίζουν, να σκιτσάρουν, και να φτιάχνουν σύμβολα. !απο το αρχαίο αιγυπτιακό z-š, το ετρουσκικό «ζιχ» (άν και οι ετρουσκικές λέξεις δέν είναι με βεβαιότητα γνωστές), τα λατινικά signum (σύμβολο, σημάδι), signo (σημαίνω), sigillum (σφραγίδα, σήμα), sigla (σύμβολα), το γερμανικό Zeichen (σημάδι, σύμβολο), και το ελληνικό σήμα (απο seeh + κατάληξη –ma), συμπεραίνουμε την πανανθρώπινη ρίζα seh (σύμβολο, σημάδι, φτιάχνει σύμβολα, γράφει).

!άς δούμε τώρα και μερικά γραμματικά μορφήματα: το σουμερικό «al»- πρόθεμα ρημάτων που δηλώνει πράξη που έχει γίνει, είναι το ίδιο με το τουρκικό –ıl που σχηματίζει την παθητική φωνή.

!το τουρκικό –meeш στα παλιά τουρκικά δέν άλλαζε μορφή σε αντίθεση με τα άλλα μορφήματα που ακολουθούν το νόμο της φωνηεντικής αρμονίας. !αυτό το –meeш δηλώνει αφενός μέν την τετελεσμένη πράξη (ισοδυναμεί με παρακείμενο), αλλα επίσης έχει την έννοια της πράξης που ο ομιλών γνωρίζει συμπεραίνοντας ή απο μαρτυρία τρίτου, όχι πράξη που ο ίδιος ο ομιλών έχει δεί. !το ίδιο πρόσφυμα στα ιαπωνικά έχει τη μορφή –masu, χρησιμοποιείται στον ευγενικό λόγο, όπου τα ρήματα πρέπει να φέρουν αυτό το πρόσφυμα, αλλιώς το να μιλά κανείς είναι αγενές ή πάντως χωρίς καθόλου σεβασμό. !στα σουμερικά το ίδιο πρόσφυμα είχε τη μορφή «mu»- (δηλαδή mœ-, απο παλιότερο mœl-. το mœl-θa- (όπου θa = το πρόσφυμα «za» του δευτέρου ενικού προσώπου) έγινε «mu.ra»-), η λειτουργία του «mu»- δέν είναι και τόσο σαφής, πάντως οι σημερινοί μελετητές λένε οτι εκφράζει «απόσταση» (χρονική ή τοπική) απο τον λέγοντα, σε αντίθεση με το πρόσφυμα «i-» (δηλαδή e-) το οποίο εκφράζει εγγύτητα (proximity) προς τον λέγοντα. !ποιά είναι λοιπόν η αρχική σημασία αυτού του προσφύματος; «είναι φανερό πως… / φαίνεται πως…». !δηλαδή «δέν το έχω δεί αυτό όταν γινότανε, αλλα φαίνεται πως αυτό έγινε». !γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στα ιαπωνικά η ευγένεια απαίτησε να τίθεται πάντοτε στα ρήματα, ωστε ο λέγων να επιφυλάσσεται απο το να λέει: «αυτό έγινε, εκείνο έγινε» (πράγμα το οποίο παρεμφαίνει βεβαιότητα που υποχρεώνει τον άλλον να δεχθεί αυτό που λέμε, δέν σηκώνουμε αντίρρηση ή αμφιβολία), αλλα να λέει «καθώς φαίνεται, αυτό συνέβη» (δηλαδή, έτσι νομίζω, αλλα μπορεί και να κάνω λάθος, εσείς θα το κρίνετε). (δέν είμαι σε θέση να ξέρω άν το ρωσικό μόριο mol, κάτι σάν «παρακαλώ», είναι ομόρριζο με αυτό το αλταϊκό πρόσφυμα). Παρατηρήστε πως η σουμερική και οι μεταγενέστερες τουρκικές γλώσσες έχουν περίπου τα ίδια προσφύματα, αλλα στη σουμερική γλώσσα τα ρηματικά προσφύματα (δηλαδή μόρια) τίθενται πρίν απο το θέμα του ρήματος, ενώ στις μεταγενέστερες τουρκικές γλώσσες τίθενται μετά το θέμα του ρήματος.

!η οθωμανική κατάληξη –meli / -malı που τιθέμενη μετά απο ρηματικό θέμα σημαίνει αυτόν που πρέπει να κάνει αυτό που λέει το ρήμα, π.χ. ol-malı = (αυτό που) πρέπει να γίνει, ver-meli-sin = πρέπει να δώσεις, είναι απο την ίδια ρίζα με το ελληνικό μέλλει, με άλλα λόγια: αρχικά η κατάληξη αυτή σήμαινε «αυτός που έχει την έγνοια (δηλαδή την υποχρέωση) να κάνει κάτι».

!η ρίζα του ελληνικού δηρόν (για πολύ, για μεγάλο χρονικό διάστημα) που βρίσκεται και στις άλλες !ι!ε γλώσσες (π.χ. γερμανικά dauern, λατινικά duro = διαρκώ, εμμένω), βρίσκεται επίσης στις σημιτικές γλώσσες, όπως στο ακκαδικό daruut- (διαρκές). !στα τουρκικά απο την ίδια ρίζα είναι το δεύτερο συνθετικό του kyn-dyz (κατα τη διάρκεια της μέρας, όλη μέρα).

!οι σουμέριοι κατείχαν την τέχνη της γραφής πολύ πρίν έρθουν και εγκατασταθούν στη !μεσοποταμία. !εκτός απο τη λ. “SAR” (απο *jar) = «γράφει», προτού ακόμη οι !σουμέριοι αποκοπούν απο τις υπόλοιπες τουρκ. φυλές, τότε ακόμη είχαν λ. που σήμαινε «γραφέας / γραμματέας»· η λ. αυτή βρίσκεται στη σφηνοειδή ώς “UMBI” = γραμματέας και “UMBI.SAŋ” = αρχιγραμματέας (το “SAŋ” απο *sop, ετυμολογικώς συγγενές του τουρκ. tœpœ / tepe, σήμαινε «κεφάλι, ανώτερος»). aυτό το “UMBI” προφερόταν ıŋve, απο *ıŋva. sτα tουρκικά η λ. είναι ιμγα (=γραμματέας, με διοικητικά και διαχειριστικά καθήκοντα) και μάλιστα βρίσκεται σε κινέζικα ντοκουμέντα κατα την (!tang, 618 – 907 μ.!χ.) δυναστεία με το σπάνιο πρόσφυμα –λαρ του πληθυντικού. o παλιότερος αλταϊκός τύπος είναι ım(a)γa.

!στα !σουμερικά όποια συλλαβή τελείωνε σε έρρινο, αυτό γινόταν ερρινοποίηση του προηγουμένου φωνήεντος, και έπειτα αυτή η ερρινοποίηση εξελαμβάνετο ώς –ŋ. !ήταν εύκολη η εναλλαγή αρθρωτικών θέσεων όταν δύο σύμφωνα ερχόνταν σε επαφή· έτσι το σουμερικό “ŠEŋBAR” (απο jaŋbar-) αντιστοιχεί στο τουρκ. *jamγa (εξ οὗ αμγα / ιμγα) =αγριοκάτσικο, ίβηξ (ibex)· καί εδώ, αρχικότερος τύπος είναι ο τουρκικός, αφού έχει το παλαιότατο πρόσφυμα –γα των ονομάτων ζώων· το οποίο δείχνει πως το –μ στα σουμερικά μή ακολουθούμενο απο φωνήεν, γινόταν –ŋ και έπειτα το g γινόταν b / v ωστε να «σωθεί» η αρθρωτική θέση του –μ (δηλαδή –mg- ⇒ -ŋb-). Η εναλλαγή αρθρωτικής θέσης (διαδοχικών συμφώνων) βρίσκεται και στο όνομα της τουρκ. φυλής ταβγαξ, που παλαιότερα ήταν *ταγβαξ, όπως μαρτυρά η κινέζικη απόδοση «tak bat”. !ανάλογο είναι το φαινόμενο της νέας !ελληνικής που παντού όπου είχε γβ το έτρεψε σε βγ, παράδειγμα: εκβάλλω → εγβάλλω → βγάζω. !το σύμπλεγμα mg / mγ διατηρήθηκε στα !τουρκικά, ενώ στα !σουμερικά αναποδογύρισε ώς ŋv / ŋb.

!άρα, πρίν ακόμη οι !σουμέριοι χωρισθούν απο τις υπόλοιπες τουρκικές φυλές, είχαν το ρήμα *jar με σημασία «γράφει» και το ουσιαστικό ιμγα= γραμματέας. (tο ιμγα πιθανόν να σχετίζεται με το σουμερικό «im»= πινακίδα γραφής).

!κάποιοι συσχετίζουν το σουμερικό «im»= πινακίδα γραφής με ένα άλλο «im» που σημαίνει λάσπη, ωστόσο αυτά δέν σχετίζονται. !το «im» (πινακίδα γραφής) πρέπει μάλλον να συσχετισθεί με το τουρκικό im (σύνθημα), απο βασική έννοια «λέξη, κείμενο». !ομόρριζο φαίνεται το ελληνικό ομ-νύω (δηλαδή «προφέρω –επίσημα- τις λέξεις»).

!το σουμερικό ρήμα «mud» (γράφεται με το γράμμα SAR) υπήρχε και στα τουρκικά ώς *mud-, έπειτα bud-, απο όπου το budı- (φυτρώνει, βλασταίνει) και το budaq (κλαδί, δηλαδή «αυτό που φυτρώνει» (απο το δέντρο)).

!το σουμερικό «ad» (φωνή, αναφώνηση) είναι το ίδιο με το τουρκικό ad (όνομα), διότι όνομα είναι εκείνο με το οποίο σε φωνάζουν. γι’ αυτό στα ελληνικά λέμε «με φωνάζουνε …» (θυμηθείτε το τραγούδι «με φωνάζουνε Τζίνι»), που θα πεί «το όνομάμου είναι αυτό». !το ίδιο στα ιταλικά λένε «come ti chiama», το chiama είναι το λατινικό clamas (φωνάζεις), δηλαδή «πώς φωνάζεις τον εαυτόσου» = ποιό είναι το όνομάσου. !το τουρκικό ad-daш (σύντροφος, ανήκων στην ίδια ομάδα) μάλλον ετυμολογείται με την έννοια «στη φωνή μαζί», «κοινής φωνής» άνθρωπος.

!το σουμερικό «me» (= «θεσμός», το οποίο συμβολιζόταν με δέσμη καλαμιών με λυγισμένη κορυφή σε ορισμένο σχήμα, το οποίο παριστάνεται απο το γράμμα me της κρητικής πρωτογραμμικής) μάλλον είναι ομόρριζο του !ι!ε ελληνικού μέτρον, απο !ι!ε ρίζα mee (στα σανσκριτικά maa- = μετρά, ορίζει). !η ρίζα επεκτάθηκε ώς med (στα ελληνικά μέδει = ορίζει).

!τα προσφύματα της τουρκικής που τίθενται μετά απο το ρηματικό θέμα, στα σουμερικά ετίθεντο συνήθως πρίν απο το ρηματικό θέμα, έτσι και το πρόσφυμα –maz (στην Chuvash –mar) στα σουμερικά τιθέμενο στην αρχή έγινε bar- (γιατί το m- και στα σουμερικά όπως και στα τουρκικά γινόταν b-). !στα κινέζικα mjwǝt = μή (). !σημειωτέον, η κινέζικη είναι ζ-γλώσσα (αντίστοιχη των ζ-τουρκικών και όχι των ρ-τουρκικών), το τελικό –ζ  έγινε φυσικά –t.

!το βέλος στα σουμερικά λεγόταν tii(l), το –l συνήθως παραλειπόταν αφού όλα τα τελικά σύμφωνα σιγούνται στα σουμερικά, ενίοτε όμως το γράμμα που παρίστανε βέλος διαβαζόταν tilǝ, γι’ αυτό η λέξη nam-til-ane (η ζωήτου) γράφεται συχνότατα με τα γράμματα NAM-TI-NI (όπου TI = το γράμμα που παριστάνει βέλος). !το περσικό tiir (βέλος) είναι προφανώς δάνειο απο τα σουμερικά και όχι ομόρριζη !ι!ε λέξη. !με το σουμερικό tiil (βέλος) ομόρριζα είναι τα: τουρκικό tul-um = όπλο («βολή», το –um είναι πρόσφυμα που δηλώνει άπαξ γενόμενη πράξη), λατινικό telum (βέλος, βαλλόμενο όπλο), σημιτικό αραβικό silaaχ (όπλο), ίσως ομόρριζο και το αυστραλιανό cur-uŋga (αντικείμενο που συμβολίζει τη βία και το φόνο, συμβολικό / μαγικό όπλο). πανανθρώπινη ρίζα μάλλον tjel (βλαπτική βολή).

!παλαιοτουρκικό bœδi- (χορεύει), ομόρριζο του ελληνικού πηδώ, πανανθρώπινη ρίζα μάλλον ped (αναπηδά).

!το ελληνικό κόγχη ακριβώς αντιστοιχεί στο σανσκριτικό шaŋqha (κοίλο όστρακο) τηρουμένων των φωνητικών αντιστοιχιών, αυτά είναι ομόρριζα του τουρκικού kyc = κοίλο αυλάκι ή σωλήνας για μεταφορά νερού, πανανθρώπινη ρίζα kogh (?) = κοίλο ή κυλινδρικό άδειο πράγμα. το (?) εννοεί: ωστε υπήρχε λοιπόν φθόγγος gh στην πανανθρώπινη γλώσσα; υπήρχαν δηλαδή και εμφατικά δασέα; αυτή η ρίζα είναι μιά απο τις λίγες ενδείξεις προς τούτο.

!το τουρκικό dere (ρέμα) βρίσκεται και στα σουμερικά με τη μορφή «duru» δηλαδή dœrœ. !ομόρριζο είναι το !ι!ε ελληνικό δρόσος. !πανανθρώπινη ρίζα der (καθαρό νερό ευρισκόμενο σε μικρή ποσότητα).

!ιαπωνικό aru (在る ή 有る) = υπάρχει, βρίσκεται, το ίδιο στα τουρκικά ώς er- = είναι, μάλλον ομόρριζα του !π!ι!ε es (ειμί, σανσκριτικά asmi κλπ) = υπάρχει, υπάρχει ώς…, είναι, μάλλον απο πανανθρώπινη ρίζα es = υπάρχει.

!στα παλιά τουρκικά miz = εμείς (ζ-τουρκικά biz, chuvash epir, αλλα στο πρόσφυμα –miz διατηρείται το m-), στα σουμερικά «mede» και «me» είναι τα προσφύματα του πρώτου πληθυντικού («εμείς»), στην !π!ι!ε –mes η κατάληξη («εμείς») στην ενεργητική φωνή και –mes+ghǝ στην παθητική φωνή. !συμπεραίνεται πανανθρώπινη ρίζα meθ = εμείς (εγώ και εσύ). !υπήρχε και μία άλλη λέξη για εμείς = εγώ και οι δικοίμου αλλα όχι εσύ. !η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο «εμείς» (μέ εσένα / χωρίς εσένα) διατηρείται σήμερα σε πολλές γλώσσες, παλιότερα υπήρχε και στα τουρκικά, το ένα πρόσφυμα –miz (δικόμας, δηλαδή και δικόσου), το άλλο πρόσφυμα –ik (δικόμας, αλλα όχι δικόσου), σε άλλες τουρκικές γλώσσες διατηρήθηκε μόνο το πρώτο και σε άλλες μόνο το δεύτερο.  !αυτό το πρόσφυμα –ik μάλλον είναι της ίδιας ρίζας του τουρκικού ikki, eekki = δύο, η ρίζα είναι κατα τη γνώμημου ίδια με την !π!ι!ε ρίζα wejk = όμοιο, ταιριαστό (απο όπου το ελληνικό έοικε =wewojke, εικών = wejkoon, κλπ). !αυτή η ρίζα wejk στην πανανθρώπινη γλώσσα σήμαινε «ομοειδή πράγματα», επι το πλείστον «ζεύγος ομοειδών πραγμάτων», απο όπου η έννοια «δύο», η έννοια «εμείς» (αλλα όχι εσύ), και η έννοια «μοιάζουν / ταιριάζουν».

!κάποτε στη συγκριτική γλωσσολογία μιλάμε με αβεβαιότητα, «μάλλον», «πρέπει», και τέτοια, αλλα πολύ συχνά μπορούμε να μιλήσουμε με απόλυτη βεβαιότητα, όπως στην περίπτωση του τουρκικού sœcyt (ορισμένα είδη δέντρων), στα ιαπωνικά sugi (, σπανιότατα: 椙 = ψηλό πεύκο, κωνοφόρο) που σαφώς είναι ομόρριζο του σημιτικού sacar (δέντρο), και του ινδιάνικου sequoia (είδος υψηλότατου δέντρου της αμερικής). !άν και πρόκειται για γλώσσες που θεωρούνται εντελώς διαφορετικές, αποκαλύπτουν με σαφήνεια την πανανθρώπινη ρίζα sec (μεγάλο δέντρο).

!ι!ε ελληνικό γέμω (γέμει = είναι γεμάτο), ομόρριζο του τουρκικού cœm- (θάβει, δηλαδή γεμίζει έναν λάκκο). ! πανανθρώπινη ρίζα cem (γεμίζει κάποιο κενό).

!η καλώς γνωστή !π!ι!ε ρίζα ghen (απο όπου στα ελληνικά φόνος, σανσκριτικά han- = τραυματίζει / σκοτώνει) προφανώς συγγενεύει με το τουρκικό qan (στη ρ-τουρκική πρωτοβουλγαρική: χjan) = αίμα. !το ομηρικό καίνει = σκοτώνει, άν και νοηματικώς ταυτίζεται, φωνολογικώς δέν εξηγείται, μάλλον είναι παλιό δάνειο απο κάποια αλταϊκή γλώσσα. !απο αυτήν την ρίζα φαίνεται πως βγήκε και το όνομα του !qain, πρώτου αδερφοκτόνου και προγόνου όλης της σημερινής ανθρωπότητας. !πανανθρώπινη ρίζα qhen = βίαιη αιματοχυσία.

!το λατινικό cauda, coda (ουρά) είναι σίγουρα ομόρριζο του παλαιοτουρκικού quδruq (ουρά). !αβέβαιη είναι η συγγένεια του σουμερικού «kun» (ουρά) το οποίο για να είναι ομόρριζο, θα πρέπει το «kun» να οφείλεται σε κάποιο λάθος των γραφέων και των σημερινών λογίων, δηλαδή διάβασαν kun ενώ ήταν στην πραγματικότητα qud. !πανανθρώπινη ρίζα qwed = ουρά.

!το δέ κέρκος φαίνεται ομόρριζο όχι του quδruq (ουρά), αλλα του τουρκικού kyrk (γούνα), καθώς η ουρά είναι το πιό φουντωτό μέρος της γούνας. !απο πανανθρώπινη ρίζα kerk (δέρμα με φουντωτό πλούσιο μακρύ τρίχωμα).

!το σουμερικό ρηματικό πρόθεμα «inga», γνωρίζοντας τις συνήθεις φωνητικές αλλοιώσεις της σουμερικής, ήταν στην πραγματικότητα e~baa, το οποίο οι !έλληνες δανείσθηκαν ώς έμπης (απο *empaa) = ωστόσο, εν τούτοις. !ο δανεισμός τέτοιων μορίων είναι δυνατός μόνο όταν δυό λαοί ζούν σε πολύ κοντινή συνάφεια και υπάρχουν αρκετά άτομα δίγλωσσα. !όταν δυό λαοί έχουν μακρυνότερη συνάφεια, μπορούν να δανεισθούν μόνο λέξεις αναφερόμενες σε πολιτιστικά στοιχεία, κυρίως ουσιαστικά.

!ένα παρόμοιο μόριο που δανεισθήκαμε στη βόρεια !ελλάδα απο τους οθωμανούς, και οι νότιοι μας κοροϊδεύουν, είναι το γνωστό «γιά», νοηματικώς ίδιο με το αρχαίο ελληνικό γάρ και το νεοελληνικό «αφού». !αυτό στα τουρκικά χρησιμοποιείται έπειτα απο το ρήμα ή έπειτα απο την επιτονιζόμενη λέξη. !στα σουμερικά το ίδιο μόριο, με τη μορφή «ša» / «ši» (δηλαδή шa / шe) χρησιμοποιείται (όπως είναι αναμενόμενο) στην αρχή του ρηματικού συμπλέγματος. (ρηματικό σύμπλεγμα εννοούμε στα σουμερικά το ρηματικό θέμα στο οποίο προσκολλούνται διάφορα προσφύματα, τα οποία ήταν κατ’ ουσίαν μόρια και εγκλιτικές αντωνυμίες. το ρηματικό θέμα συνήθως τίθεται στο τέλος, μόνο στην προστακτική τίθεται πρώτα). !αυτό το τουρκικό μόριο ja, εκτός απο τη σημασία του γάρ και του αφού, όταν χρησιμοποιούνταν ανεξάρτητα απο ρήματα σήμαινε «αλήθεια, ναί», σάν το γνωστό γερμανικό ja, αλλα το ίδιο μόριο υπήρχε και στα αρχαία ελληνικά ώς η (ee, απο *jaa) = αληθινά!.

!μα σοβαρολογείτε; εμείς οι γαλαζοαίματοι ευρωπαίοι !έλληνες πλασμένοι για να εκπολιτίζουμε την ανθρωπότητα, είναι δυνατόν να έχουμε φυλετική συγγένεια με τους τουρκαλάδες, τους βάρβαρους, απολίτιστους, ανθρωποφάγους, αγρίους, ασιάτες; είναι δυνατόν εμάς και αυτούς να μας έπλασε ο ίδιος Θεός; ή, εμείς οι μπεσαλήδες, οι φωτισμένοι άνθρωποι της ανατολής που δώσαμε το φώς του πολιτισμού σε όλον τον κόσμο, είναι δυνατόν να έχουμε φυλετική συγγένεια με τους δυτικούς, τους ευρωπαίους, τους προδοτικούς !έλληνες, που ανάθεμα άν ποτέ γνώρισαν κάτι που να μήν το πήραν απο την !ανατολή! !λοιπόν τώρα αφήστε τα κοσμητικά επίθετα και δείτε οτι όλοι οι άνθρωποι ήταν μία και μόνη φυλή. !συνεχίζω με ρίζες της πανανθρώπινης γλώσσας που έδωσαν λέξεις σε υποτιθέμενα ξένες μεταξύτους γλώσσες: το παλαιοτουρκικό syŋy (λόγχη) είναι το ίδιο με το ομηρικό έγχος (απο *seŋghos, που έγινε heŋqhos, αλλα η δασεία δέν μπόρεσε να σταθεί διότι ακολουθούσε δασύ σύμφωνο). !δηλαδή το syŋy και το έγχος προέρχονται καί τα δύο απο *se~qhe. (το ~ (ερρινοποίηση) είτε προστέθηκε για να κάνει τη λέξη πιό εκφραστική, είτε είναι υπόλειμμα της εμφατικότητας του δασέως συμφώνου, όχι απόδειξη αλλα ένδειξη οτι στην πανανθρώπινη γλώσσα υπήρχαν και εμφατικά δασέα, εν προκειμένω gh).

!έψαξα να βρώ την ετυμολογία των λατινικών palla (ανδρικός ποδήρης χιτών) και pallium (ιμάτιον), και βρήκα μόνο κοτσάνες (όπως το συσχετισμό με το pellis = δέρμα ζώου) στις οποίες αναπόφευκτα θα καταφύγει όποιος θέλει να αγνοεί τη συμβολή της σουμερικής γλώσσας. !αυτά τα palla και pallium είναι σαφώς δάνεια (πολιτιστικά) απο το σουμερικό «pala», το οποίο γράφεται tug2pala(NAM.[LuGAL]) tug2pala3(NAM.[NIN]) και  tug2pala2(NAM.EN). αυτοί οι τρόποι γραφείς εννοούν οτι το «pala» ήταν ένα ρούχο που ταίριαζε σε βασιλείς, άρχοντες και αρχόντισσες, το ίδιο δείχνουν οι ακκαδικές μεταφράσεις: tēdīq bēli; tēdīq bēlti; tēdīq šarri (ένδυμα των αρχοντων, ένδυμα της αρχοντιάς, ένδυμα του βασιλέως). οπωσδήποτε ήταν κάπως σάν μακρύ φόρεμα, γιατί κάτι τέτοιο εικονίζονται να φορούν οι άρχοντες στις απεικονίσεις των !σουμερίων. !δύσκολο να είναι ομόρριζο του λατινικού pellis, αλλα ακόμη και αυτό δέν θα σήμαινε οτι το pallium ή το palla προήλθε απο το pellis. θα σήμαινε οτι το pellis και το σουμερικό «pala» προήλθαν απο την ίδια πανανθρώπινη ρίζα. !όσο για το ελληνικό φάρος (στα μηκυναϊκά ελληνικά προφερόμενο bhaarwos) είναι μάλλον και αυτό δάνειο απο το σουμερικό «pala» (άρα το σουμερικό «pala» είχε παλιά αυθεντικότερη μορφή paalwa). !το φάρος την παλιά εποχή ήταν ένδυμα των αρχόντων, έτσι βλέπουμε τον !τηλέμαχο όταν ακούει για τον πατέρατου να χύνει στη γή ένα δάκρυ «φαρος πορφυρεον αντ οφθαλμοιιν ανασχων» (το φάρος το πορφυρότου σηκώνοντας μπροστά απο τα δυότου μάτια), γιατί ο ποιητής θέλει να τονίσει την εικόνα οτι είναι ένας γιός βασιλιά, άν και περιφρονημένος, αυτός που δακρύζει σκεπτόμενος τον πατέρατου.

!μιά και μιλάμε για αρχαία ενδύματα, το λατινικό tunica (χιτών) πρέπει να είναι δάνειο απο κάποια γλώσσα στενή συγγενή της τουρκικής, απο κάποια μορφή του τουρκικού ton (ρούχο). !θα μπορούσα να σκεφθώ οτι το tunica είναι ομόρριζη λέξη, αλλα τότε μάλλον θα είχε o, το u στο tunica δείχνει να οφείλεται σε κάποια ασιατικής προέλευσης γλώσσα όπου το μακρό o προφερόμενο πιό κλειστό εξελήφθη ώς u.

!τώρα θα πώ όχι για δάνεια, αλλα για καθαρά ομόρριζες πανάρχαιες λέξεις: το παλαιοτουρκικό aшuq- (φιλοδοξεί, ελπίζει) δέν νομίζω πως σας φαίνεται να μοιάζει με το ελληνικό «ελπ-ίζω». !άν έμοιαζαν, να ξέρετε πως η ομοιότητα θα ήταν τυχαία. !είναι απίθανο μιά κοινή ρίζα να αναγνωρίζεται άμεσα σε γλώσσες που χωρίζονται απο 8000 χρόνια με όλη την παραφθορά των λέξεων που τόσα χρόνια έφεραν. !αλλα άς πάμε βαθύτερα: το ελπίς προέρχεται απο !π!ι!ε ρίζα welq, απο όπου και τα ελληνικά έλπομαι (απο welq-omǝj) και εέλδωρ (απο e-welg-oor = επιθυμία, πόθος), και το λατινικό voluptas (απο welq-tas) = επιθυμία. !η λέξη wa,lǝq- λόγω των φωνητικών νόμων της τουρκικής έχασε το w- (δέν υπάρχει w στα τουρκικά, το w εξαφανίσθηκε όπου υπήρχε σε αρχή τουρκικής λέξης) και έτρεψε το ,l σε ш όπως γίνεται σε όλες τις ζ-τουρκικές γλώσσες. !φυσικά η τουρκική λέξη δέν θα μπορούσε να έχει e ή άλλο πρόσθιο φωνήεν, διότι περιέχει το οπίσθιο ουρανικό q. !το u της δεύτερης συλλαβής μάλλον οφείλεται στην επιρροή απο το w που υπήρχε παλαιότερα. !έτσι το wa,lǝq- φυσιολογικά έγινε aшuq-. ! πανανθρώπινη ρίζα we,lq (ελπίζει).

!επίσης, δέν νομίζω να σας φαίνεται πως μοιάζει το παλαιοτουρκικό qol- (ζητά) με το ελληνικό βούλ-εται, βουλή, κλπ. !είναι όμως πολύ καλά γνωστό οτι το β δέν είναι αυθεντικός φθόγγος της ελληνικής γλώσσας. !όπου υπάρχει στα ελληνικά β, άν δέν είναι σε λέξη δάνεια, τότε προέρχεται απο !ι!ε g. !δηλαδή, η ρίζα βολ- του βούλομαι κλπ ήταν παλιότερα gol (το ου οφείλεται σε αντέκταση, η λέξη ήταν παλαιότερα βόλjομαι ή βόλνομαι, καθώς γράφουν τα ελληνικά λεξικά). !βέβαια, δέν μπορεί στα παλιά τουρκικά να ζητάτε λέξη να αρχίζει απο g, καμία γνήσια παλαιοτουρκική λέξη δέν αρχίζει απο g, διότι η διάκριση μεταξύ ηχηρών και άηχων δέν διατηρήθηκε σε καμία περίπτωση στην αρχή τουρκικής λέξης (το ίδιο φαινόμενο βρίσκεται στα παλιά ιαπωνικά). πανανθρώπινη ρίζα gel (προσπαθεί).

!άς συγκρίνουμε το σουμερικό «utu» (ήλιος) και το παλαιοτουρκικό ot (φωτιά) με το αιγυπτιακό aton (ήλιος) και το ελληνικό ρήμα αίθω (καίω). !είναι φανερό πως αυτά βγήκαν απο πανανθρώπινη ρίζα ≃ hath (ζεσταίνει) (η οποία ρίζα στην !π!ι!ε φαίνεται πως έγινε ahth). !το «αίθουσα» (ομόρριζο του λατινικού aedes) θεωρείται πως παράγεται απο το «αίθω» με την έννοια «εκεί που καίει φωτιά για θέρμανση». !το ίδιο και ο sir Gerard Clauson (που επ’ ουδενί δέν δεχόταν πως οι τουρκικές γλώσσες έχουν συγγένεια με άλλη γλώσσα) θεωρεί οτι το τουρκικό otaγ (οίκημα) παράγεται απο το ot (φωτιά) με την έννοια «εκεί που καίει φωτιά για θέρμανση». !απο το τουρκικό ot (φωτιά) φαίνεται πως παράγεται το odun (καυσόξυλο), το οποίο odun ακριβώς ίδιο βρίσκεται στα !σουμερικά ώς «udun» (δηλαδή odun) = φούρνος. !στα σουμερικά της σφηνοειδούς η φωτιά λέγεται «izi», το οποίο φαίνεται να προέρχεται απο *ed. !εν τω μεταξύ, ο τείχος στα σουμερικά είναι επίσης «izi», πράγμα που δείχνει οτι είναι απο κάποια παρόμοιας μορφής ρίζα που σημαίνει «χτίζω» και όχι απο το «izi» (φωτιά), συνεπώς και το αίθουσα και το otaγ είναι απο άλλη ρίζα (που σημαίνει: χτίζει) και όχι απο τη ρίζα που σημαίνει «φωτιά». !απο αυτήν τη ρίζα («κτίσμα», «κατάλυμα») είναι επίσης το ιαπωνικό jado (やど、宿 = κατάλυμα, καλύβα), που δείχνει οτι τα: αίθουσα, λατινικά aedes, τουρκικό otaγ, σουμερικό «izi» (τείχος) και ιαπωνικό jado είναι απο κάποια ρίζα ≃ jath που σήμαινε «φτιάχνει ένα κατάλυμα», για τους παλιούς λαούς το κατάλυμα είχε προσωρινή έννοια, ένα μέρος για να περάσει κανείς μιά νύχτα έως ένα μεγαλύτερο διάστημα, όπως οι ιθαγενείς της Αυστραλίας έφτιαχναν «windbreaks» ή πρόχειρες καλύβες για να περάσουν μιά νύχτα, μιά μέρα ή μερικές μέρες. !για άλλους λαούς το κατάλυμα προοριζόταν για περισσότερο καιρό, αλλα πάντως ήταν προσωρινό. !τώρα όμως αποκαλύπτεται πως και αυτή η ρίζα ≃ jath («φτιάχνει κατάλυμα») πρέπει να είναι συγγενής της ρίζας ≃ hath (ζεσταίνει), διότι το κατάλυμα στην εποχή των παγετώνων (μέχρι κατα το 10000 π.!χ.) ήταν ένα πράγμα να σε ζεσταίνει για να μπορείς να μείνεις εκεί για ένα διάστημα.

!μέχρι εδώ το ζήτημα είναι σχετικά απλό, υπάρχουν όμως ρίζες παρόμοιες στη μορφή και στη σημασία: το παλαιοτουρκικό œδ (χρόνος που περνά) αντιστοιχεί ακριβώς στο σουμερικό «ud» (δηλαδή œd) = ημέρα, ημέρες, χρόνος, καιρός που περνά (το οποίο γράμμα «u4», όπως σημειώνει κάποιος Driver, μεγάλος σημιτολόγος, χρησιμοποιείται για μακρό «o»). !απο το τουρκικό œδ υπάρχει και παράγωγο œδlek (με την ίδια σημασία: χρόνος, καιρός), που δείχνει πως και το œδ μάλλον είχε αρχικά τη σημασία «ημέρες» και χρειάστηκε κάποιος προσδιορισμός για να γίνει œδlek = χρόνος, καιρός. !αυτά δέν είναι άσχετα με το !π!ι!ε ote που προφανώς σήμαινε «χρόνος, καιρός», χρησιμοποιούμενο στα: q-ote (πότε;), j-ote (εξ ου: ότε), t-ote (τότε). !πιθανώς συγγενές είναι και το τουρκικό yt- (σιδερώνει με καυτό σίδερο), λέξη που πέρασε και στις σλαβικές γλώσσες. !οπότε φαίνεται πως κοντά στη βασική ρίζα hath (κάψα του ήλιου) υπήρχαν παρόμοιες ρίζες: ≃ ‘ad (ηλιοφάνεια, διάρκεια ημέρας, χρόνος, καιρός) και ≃ a‘d (φωτιά για θέρμανση).

!το τουρκικό to- (γεμίζω ένα άνοιγμα, φράζω ένα πέρασμα) είναι κατα τη γνώμημου ομόρριζο του ελληνικού τύλος (εξόγκωμα στο σώμα, κάλος) και του λατινικού tumor (εξόγκωμα), επίσης τύμβος (εξόγκωμα της γής) και τύλη (μαξιλάρι). !απο την ίδια ρίζα είναι και το στύσις (με συνηθισμένο !π!ι!ε πρόθεμα s-, βλέπε σβέννυμι, στερώ, στρέφω, σκάπτω κλπ) και όχι απο τη ρίζα steh- του ίστημι. ! πανανθρώπινη ρίζα tow (όγκος).

!το λατινικό mensa (τραπέζι) δέν μπορεί να είναι άσχετο με το σουμερικό «banšur» (τραπέζι). !το «b»- του «banšur» ήταν μάλλον p-, το οποίο (προφερόμενο με ερρινοποίηση όπως όλα γενικώς τα σουμερικά άφωνα) ήταν εύκολο να εκληφθεί ώς m- απο ξένους. !με απλά λόγια, η λ. mensa είναι δάνεια απο το σουμερικό «banšur» προφερόμενο περίπου pa~se(r), με το δεύτερο συνθετικό ser παράβαλλε το τουρκικό ser- (απλώνει), το πρώτο συνθερικό pan είναι οπωσδήποτε ομόρριζο του κινέζικου pwan ( ή ) = σανίδα, πινακίδα, και του πίν-αξ (μάλλον δάνειο στα ελληνικά απο κάποια προελληνική γλώσσα). !πανανθρώπινη ρίζα pen (σανίδα, φορητό πράγμα με πλατειά επίπεδη επιφάνεια).

!σας θυμίζει κάτι το ul4-he2 "firmament, vault of the sky" Akk. šupuk šamê ; !να παρατηρήσουμε οτι την ίδια σημασία έχει και το σκέτο ul4, το οποίο επίσης ώς επίρρημα σημαίνει «στον ανώτατο βαθμό». !ώς γνωστόν το σουμερικό «h» αντίστοιχο του τουρκικού ğ, προέρχεται σχεδόν πάντοτε απο g, στην προκειμένη περίπτωση το he2 ήταν οπωσδήποτε ge, βλέπε: na4he2-em "type of stone" το οποίο δηλαδή na4he2-em είναι η προέλευση του λατινικού gemma (πολύτιμος λίθος). !το δέ g της σφηνοειδούς προέρχεται συχνότατα απο b (το σουμερικό b προφερόταν περίπου σάν ππ, εμφατικό π) !με απλά λόγια το ul4-he2 προφερότανε περίπου olu-be, λέξη που οι !έλληνες δανείσθηκαν ώς !όλυμπος. (η λέξη όλυμπος δέν έχει πολύ σταθερό το πρώτο φωνήεν, στον !όμηρο είναι συχνά !ούλυμπος, ενώ στα μυκηναϊκά ντοκουμένα γράφεται «u.ru.pi.ja»- δηλαδή μάλλον: ulump-). !όλυμπος δέν ήταν το όνομα κάποιου βουνού, σήμαινε «πάτος (δηλαδή άκρο, ανώτατο σημείο) του ουρανού», όπου τοποθετούνταν η κατοικία και ο χώρος δράσης των θεών στη σουμερική λογοτεχνία, και στην ελληνική. !στα παλιότερα κείμενα όταν λεγόταν «ουλυμπον-δε βεβήκει», γενικότερα όταν αναφερόταν «όλυμπος», δέν εννοούνταν το γνωστόμας βουνό, αλλα «το ύψιστο μέρος του ουρανού». !αργότερα η λαϊκή φαντασία έκανε κάποια βουνά να φτάνουν ώς την κορυφή του ουρανού, οπότε αυτά τα βουνά ονομάσθηκαν «!όλυμπος», ονομασία αρκετών διαφορετικών βουνών και όχι μόνο του ψηλότερου της !ελλάδος.

!τώρα, τί σχέση έχει το οθωμανικό var με το ελληνικό παρά; ο παλιότερος τουρκικός τύπος που διατηρείται και σήμερα στις περισσότερες τουρκικές γλώσσες είναι bar (υπάρχει, βρίσκεται). !στα σουμερικά το bar σημαίνει κυρίως έξω, παραπέρα. παράδειγμα «uru.bara» είναι η πόλη έξω των τειχών. !αλλα αυτό το «έξω» έχει και την έννοια του «δίπλα». !το ίδιο και στη σουμερική λέξη «nu.bara» «nu.bar.bara», δηλαδή «άνθρωπος έξω», «άνθρωπος έξω έξω = πολύ έξω» (απο το έθνος των σουμερίων), αλλα ταυτοχρόνως δίπλα στους σουμέριους (αυτή είναι η πραγματική προέλευση της λέξης βάρβαρος την οποία οι !έλληνες δανείσθηκαν απο τους !σουμερίους και τη χρησιμοποίησαν απο τη δικήτους τη σκοπιά). !αυτή είναι και η σημασία του ελληνικού παρά: δίπλα απο το δικόμας χώρο, συνεπώς έξω απο το δικόμας χώρο: δίπλα απο το κανονικό, άρα έξω απο το κανονικό: παρα-παιδεία, παρα-οικονομία, παρα-κράτος, και τα λοιπά. !στα παλιά ελληνικά η πρόθεση (με ανεβασμένο τον τόνο: πάρα) χρησιμοποιούμενη ώς ρήμα σήμαινε πάρ-εστι = «είναι δίπλα(σου», δηλαδή είναι παρόν, βρίσκεται εδώ, ακριβώς όπως το αγγλικό «there is» = υπάρχει, είναι παρόν, διαθέσιμο, και το γερμανικό da-sein. !άλλωστε, τί σημαίνει παρ-όν; αυτό που πάρ-εστι, «είναι δίπλα, είναι κοντά, είναι εδώ». !αυτό ακριβώς σήμαινε το τουρκικό bar: «είναι εδώ», είναι διαθέσιμο. !βέβαια, στα ελληνικά δέν ήταν δυνατόν να έχει η λέξη b-, διότι η !π!ι!ε γλώσσα το b το είχε κάνει p, έχασε τη διάκριση μεταξύ b και p. !πανανθρώπινη ρίζα bar (παραδίπλα).

!μιά και μιλάμε για ελληνικές προθέσεις (που ήταν όλες επιρρήματα), το !π!ι!ε peri πρέπει να είναι ομόρριζο του τουρκικού byry- (περικλείει, περιτυλίγει). !πανανθρώπινη ρίζα πιθανώς berj (ολόγυρα).

!ανέφερα οτι το παλαιοτουρκικό uri (αγόρι) προέρχεται απο *us-i, απο το us (αρσενικό όργανο). !επίσης ανέφερα οτι το τουρκικό tıш-ı (θηλυκό) προέρχεται απο το tıш (θηλυκό όργανο). !αυτό το tıш ήταν tıl στις ρ-τουρκικές γλώσσες, ακριβώς τη μορφή tıl είχε στα σουμερικά της !κρήτης, γι’ αυτό και το συλλαβόγραμμα tǝ (=tı) ήταν εκείνο που παρίστανε το γυναικείο αιδοίον. !αυτό το tıl στη !μεσοποταμία έγινε sıl (γράφεται SAL, ένα πολύ συνηθισμένο γράμμα). !έτσι γνωρίζουμε τον πρωτοαλταϊκό τύπο tı,l (θηλυκό όργανο, θηλυκό άτομο). !το !π!ι!ε ομόρριζο βρίσκεται στο ελληνικό θήλυ. !άρα πανανθρώπινη ρίζα tha,l (θηλυκό όργανο, θηλυκό άτομο).

!του (σημιτικής προέλευσης ή γνήσιου;) ελληνικού «κανών» ομόρριζα υπάρχουν στις σημιτικές γλώσσες, όπως το ακκαδικό kiinu- (σωστό, δίκαιο), ομόρριζο είναι βεβαίως και το σουμερικό «gin» (σωστό, δίκαιο), στα τουρκικά kœn-i (ίσιο, δίκαιο) με επιθετική κατάληξη –i. !ταϊλανδικά: geŋ (σωστά, καλά). !πανανθρώπινη ρίζα cen (ίσιο, ευθύ, μεταφορικώς: σωστό, δίκαιο).

!το σουμερικό «guŋal» (επιτηρητής καναλιών), δηλαδή gœ-ŋǝl, ανάγεται, έχοντας υπόψη τις συνήθεις φωνητικές τροπές της σουμερικής, σε ge-pul. σ’ αυτό, το ge- σημαίνει όχθη (στη σφηνοειδή απαντά ώς «gu» = gœ) ενώ το –pul είναι ομόρριζο του ελληνικού φύλ-αξ απο πανανθρώπινη ρίζα phwel (φυλάσσει).

!ανάλογα με το *ge-pul έχει σχηματισθεί η πρωτο-αλταϊκή λέξη *ge-pyr απο την οποία το παλιό τουρκικό kœpryc (στα κριμαϊκά τουρκικά: kœpyr), στα μογγολικά ke’yrge = γέφυρα. !το δεύτερο συνθετικό του *ge-pyr θυμίζει το τουρκικό bir (ένα), μπορεί λοιπόν *ge-pyr να σήμαινε «όχθες – ενώνει», όπως και νά’ χει, πρώτο συνθετικό είναι το *ge- (όχθες). !δέν χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς οτι το αλταϊκό *ge-pyr είναι η προέλευση του ελληνικού γέφυρα (δάνεια λέξη). !θα πρέπει να υπήρχε (κάπως παρεφθαρμένη, υποθέτω *«gumur» απο *geŋyr) η λ. *ge-pyr στα σουμερικά της !μεσοποταμίας, ωστόσο στο αληθινά αξιέπαινο on-line λεξικό της σουμερικής του πανεπιστημίου της pennsylvania η αναζήτησήμου με τη λέξη bridge δέν βρήκε καμία λέξη!

!το κύριο υλικό γραφής των σουμερίων ήταν ο πηλός που τον έπλαθαν σε πινακίδες, ονομαζόμενες «dub» (δηλαδή dop, ή και top. έτσι λεγόταν το κάθε γραπτό ντοκουμέντο). !έγραφαν σε νωπές, μαλακές πινακίδες και έπειτα τις άφηναν να ξεραθούν (ή, όταν έπρεπε να διατηρηθούν ες αεί, τις έψηναν). !αυτό το top βρίσκεται στα τουρκικά με τη μορφή topraq (ξερό χώμα), με κάποια συνήθη προσφύματα. !διότι το top (πινακίδα) δέν ήταν άλλο απο ξεραμένο χώμα (ξεραμένος πηλός). !τα λατινικά tabula και tabella άν και μοιάζουν στη μορφή, είναι απο διαφορετική ρίζα, γιατί διαφέρουν σημασιολογικά. ! ομόρριζο είναι το !ι!ε ελληνικό τόπος, με την έννοια «ξερή γή» (όπως λέμε «ξηρά» σε αντίθεση με τη θάλασσα. !οπότε πρόκειται για πανανθρώπινη ρίζα top (ξεραμένο χώμα).

!είναι γνωστή η !π!ι!ε ρίζα tep = ζεσταίνει. (λατινικά tepeo = είμαι ζεστός, χλιαρός, σανκριτικά tap- = καίει). !το ρήμα φαίνεται πως είχε ευχάριστη έννοια για τους ανθρώπους της εποχής των παγετώνων που κράτησε μέχρι πρόσφατα (περίπου 10000 π.!χ.). !υποψιάζομαι μήπως το σημιτικό ακκαδικό ,tab- (καλό) είναι απο την ίδια ρίζα, με την έννοια «ζεστό, αγαπητό», όπως το παλιό τουρκικό isic σημαίνει ζεστό = αγαπητό. !απο παλιά πίστευα οτι η λ. τόπος είναι απο την !ι!ε ρίζα tep (ζεσταίνει), με την έννοια «ένα μέρος της γής που ζεσταίνεται απο τον ήλιο», η μορφή είναι ακριβώς ανάλογη με των: νόμος (αυτό που ενεμήθη), λόγος (αυτό που λέχθηκε), τρόπος (αυτό που τράπηκε), φόρος (αυτό που φέρεται), τόμος (αυτό που τμήθηκε), τόνος (αυτό που τείνεται), και αμέτρητες ακόμη λέξεις που δημιουργήθηκαν με φωνήεν o στη ρίζα και κατάληξη –ος των αρσενικών ουσιαστικών (και τόνο στην παραλήγουσα). !ακριβώς έτσι δημιουργήθηκε και η λέξη τόπος απο ρίζα tep (ζεσταίνει), άρα σημαίνει «αυτό που έχει ζεσταθεί / αυτό που ζεσταίνεται». !αλλα όταν το χώμα ζεσταίνεται απο τον ήλιο, τότε ξεραίνεται. !δηλαδή η !ι!ε ρίζα tep δέν είναι άλλη απο την ρίζα top που βρίσκουμε στην πρωτο-αλταϊκή. !ήταν μία πανανθρώπινη ρίζα tep που σήμαινε «το χώμα ζεσταίνεται και ξεραίνεται απο τον ήλιο». !χώμα (πηλός) ξεραμένος στον ήλιο ήταν το σουμερικό top (γραπτή πινακίδα), και χώμα ξεραμένο απο τον ήλιο εννοεί και το τουρκικό topraq. !το ίδιο, μέρος της γής ξεραμένο (δηλαδή όχι ποτάμι / λίμνη / έλος / λασπώδες μέρος / πάγος / θάλασσα) εννοούσε το ελληνικό «τόπος». !η σημασία της ρίζας διατηρήθηκε καλύτερα στα ελληνικά, ενώ παραλλάχθηκε στα σανσκριτικά: «καίει» (διότι στην !ινδία ο ήλιος καίει έντονα), στα δέ λατινικά «είναι ευχάριστα ζεστό, χλιαρό», καθώς για τους !ι!ε που έρχονταν απο ψυχρά κλίματα η ζέστη του ήλιου ήταν πολύ αγαπητή.

!καθώς έχω γράψει στο βιβλίο «ετεόκρητες μεγαλήτορες» που τύπωσα το 1992, η λέξη ταρώ (γαλλικά: tarot, ιταλικά tarocco) είναι απο το ακκαδικό daltu (προφερόμενο dalto) = πινακίδα γραφής (λέξη που δανείσθηκαν οι !έλληνες ώς «δέλτος»), αλλα αυτό το dalto προφερότανε με σουμερική προφορά σάν «tta,lotto» (το ,l με τη γλώσσα ανάστροφη προς τα πίσω όπως το πρόφεραν οι !σουμέριοι, έτσι ωστε μοιάζει με ρ). !το οποίο σημαίνει οτι !σουμέριοι ήταν αυτοί που έχοντας μεταναστεύσει στην κάτω !ιταλία (και έπειτα κάποιοι ενδότερα της !ευρώπης) χρησιμοποιούσαν την ακκαδική λέξη dalto με τη σημασία «πινακιδάκι, πλακάκι, χρησιμοποιούμενο ώς κλήρος για μαντική».

!όταν θέλουμε να βρούμε την ετυμολογία μιάς λέξης εργαζόμαστε σάν αστυνομικοί που θέλουν να περικυκλώσουν απο παντού έναν κλέφτη και κλείνουν όλα τα περάσματα απο τα οποία μπορεί να ξεφύγει. !η λέξη ξεφεύγει, δηλαδή αποκρύπτει την προέλευσήτης μέσω των φωνητικών και σημασιολογικών αλλοιώσεων. !ο γλωσσολόγος όμως ξέρει απο ποιούς δρόμους μπορεί να ξεφεύγει, και τους κλείνει όλους, δηλαδή εξετάζει όλες τις περιπτώσεις, ωστε να αποκλείσει τα άλλα ενδεχόμενα ώσπου να μείνει η πραγματική προέλευση. !στις πιό νεωτεριστικές γλώσσες (όχι κατ’ ανάγκη νεότερες, αλλα εκείνες που έχουν πολλή φωνητική και νοηματική αλλοίωση) οι λέξεις είναι σάν τους κλέφτες που όσο κι άν τους παρακολουθείς ξέρουν πολλούς τρόπους να ξεφεύγουν και δέν μπορείς να τους πιάσεις και να τους βάλεις στη φυλακή. !παράδειγμα το !σουμερικό “kúm” (ζεστό), το u που έχει μπορεί να είναι o / u / y / œ, δέν αποκλείεται και ǝ, (το καθένα απο αυτά μακρό ή βραχύ, ή και συνδυασμός δύο απο τα προηγούμενα φωνήεντα), το δέ –m μπορεί να προέρχεται απο οποιοδήποτε έρρινο, το k- επίσης μπορεί να προέρχεται απο διάφορους φθόγγους (όχι όμως απο p, τότε θα ήταν ŋ, ούτε απο b, τότε θα ήταν g). !άραγε να είναι ομόρριζο του τουρκικού kyn (ημέρα, παρουσία του ήλιου); !σκεπτόμενος το τουρκικό kœmyr (=κάρβουνο, βλέπε παρακάτω), καταλαβαίνω οτι η ίδια λέξη χωρίς την κατάληξη –r είναι το σουμερικό «kúm» (δηλαδή kœm = ζεστό).

!πολύ προφανέστερο είναι οτι το τουρκικό kyn (ημέρα) είναι το αντίστοιχο και ομόρριζο του kin (ημέρα) των !maja. !δέν μπορεί να είναι αλλιώς, όταν ξέρουμε οτι οι γλώσσες της προκολομβιανής !αμερικής έχουν κοντινή συγγένεια με τις αλταϊκές.

!το τουρκικό kœmyr (κάρβουνο) είναι ομόρριζο του ιαπωνικού kemuri ( = καπνιά), του οποίου ελαφρά παραλλαγή μοιάζει το keburi ( καπνιά ή気振りαναθρώσκων καπνός). !το keburi δείχνει συγγένεια με το καπ-νός. !στα σουμερικά το κάρβουνο γράφεται “NE.mur”, και απο όσο έχω ψάξει δέν είναι καθόλου ικανοποιητική η ανάγνωση «nimur», δέν έχω δεί τέτοια φωνητική γραφή. NE είναι το γράμμα που συνήθως διαβάζεται «izi» (φωτιά), παρίστανε έναν πυρσό με φλόγες. !έχει και άλλες αναγνώσεις που σημαίνουν «καίει» και άλλα πράγματα σχετικά με φωτιά, όπως είναι και η ανάγνωση «kum2» (δηλαδή kœm, έτσι διαβαζόταν το γράμμα NE στον συνδυασμό “NE.mur” δηλαδή kœmyr = αναμμένο κάρβουνο). !στα παλιά σουμερο-ακκαδικά λεξικά γράφεται [[kum2]]= [ku-um] = [NE] = e#-mu-um !που με απλά λόγια σημαίνει οτι: η σουμερική λέξη που φωνητικώς αποδίδεται [ku-um] (δηλαδή kœm), γράφεται με το γράμμα NE (το οποίο εικονίζει «φωτιά») και μεταφράζεται με το ακκαδικό e#-mu-um  (ζεστό). !πολύ σπανιότερα η λ. γράφεται kum4 (δηλαδή πάλι διαβάζεται kœm με την ίδια σημασία «ζεστό», αλλα γραφόμενη με το γράμμα UD που εικονίζει «ήλιο»). !αυτό μου θυμίζει οτι και το τουρκικό kyn (ημέρα, ήλιος) προέρχεται απο την ίδια ρίζα, αφού ο ήλιος είναι «αυτός που ζεσταίνει».

!συνεπώς η πανανθρώπινη ρίζα πρέπει να ήταν kef (ζεσταίνει με φωτιά), η οποία με κάποιο πρόσφυμα έχει δώσει το σουμερικό kœm (ζεστό) που με την κατάληξη –r των ουσιαστικών έχει γίνει kœmyr (κάρβουνο) καί στα σουμερικά καί στα τουρκικά, στα ιαπωνικά kemuri. !αυτό θυμίζει πολύ το κάμινος, όχι τυχαία, σε κάποια γλώσσα υπήρχε απο την ίδια ρίζα μιά λέξη kamin (τζάκι, εστία φωτιάς), απο όπου πάρθηκε στα !ελληνικά ώς κάμινος. !με κάποια άλλη παραγωγική κατάληξη η ρίζα έχει δώσει το τουρκικό kyn (ημέρα, ήλιος), στη γλώσσα των Μάγια: kin (ημέρα).

!τα πράγματα όμως μπερδεύονται με την πιό «γυμνή» !π!ι!ε ρίζα qaw (καίω, απο *qaw-joo), η οποία βρίσκεται στα τουρκικά με τη μορφή qav-, επεκτεταμένη ώς qavur- (που το δανεισθήκαμε στα ελληνικά ώς «καβουρντίζω»), απο όπου το γνωστό qavurma. !αυτή είναι άλλη ρίζα, αφού έχει q αντί για k. !το συμπέρασμα είναι πως πρόκειται για συγγενή μέν, αλλα διαφορετική ρίζα qaf, που σήμαινε «καίει, μαυρίζει με φωτιά». !η ρίζα kef που είδαμε προηγουμένως έχει ευχάριστη, μή βίαιη έννοια, ενώ η ρίζα qaf, και αυτή αναφερόμενη στη φωτιά, έχει βίαιη έννοια: καίει, καπνίζει, συνεπώς καταστρέφει, μαυρίζει. !απο αυτήν τη ρίζα qaf είναι το καπνός και το ιαπωνικό keburi.

!δέν μπορούμε να συγκρίνουμε λέξεις άν δέν βρούμε την ακριβή αρχική σημασία της ρίζαςτους. !άς δούμε το τουρκικό ρήμα qat-  (προσθέτει, συνθέτει, προσαρτά). !ώς ουσιαστικό το qat σημαίνει «ένα απο περισσότερα ομοειδή μέρη που έχουν συντεθεί σε ένα σύνολο», όπως όροφος σπιτιού, ένα απο αλλεπάλληλα σκεπάσματα, κ.ο.κ.. !έχει κάτι κοινό η έννοια του ρήματος qat- με του ουσιαστικού qat; σαφώς: είναι πράγματα (ομοειδή αλλά) χωριστά που όμως τίθενται μαζί σε ένα σύνολο, συντίθενται. !αυτή ακριβώς είναι και η έννοια του ελληνικού «και»: σύνθεση πραγμάτων. !το «καί» όμως ξέρουμε οτι παλιότερα ήταν kas, τύπος που σώζεται στην αιολική διάλεκτο της !κύπρου. !η ίδια έννοια είναι και στο «κασίγνητος, κασιγνήτη» (αδερφός, αδερφή), που σημαίνει «αυτός / αυτή που γεννήθηκε μαζί» (όχι χρονικά μαζί, αλλα στο ίδιο μέρος, στην ίδια οικογένεια. !έτσι, ενώ διαφορετικά θα ήταν άτομα ξένα, γίνονται συγγενείς μέσω της γέννησηςτους). !έτσι συνάγουμε την πανανθρώπινη ρίζα qat (ή qath) = προσθέτει και συνενώνει.

!τώρα θα αναλύσω δύο ελληνικές ρίζες, ψευδ (ps-ewd) και ψεγ (ps-ec). !καί στις δύο βλέπουμε κοινό στοιχείο το ps που φαίνεται πως σήμαινε κατηγορία, κατάκριση (συγγενές με το γερμανικό bœse, αγγλικό bad, περσικό bad;). !στο ps-ewd το ewd είναι η ρίζα wed (αυδή κλπ), οπότε = «κατηγορία προφέρει» (ψεύδω = διαψεύδω), στο δέ ps-ec το ec είναι η ρίζα ec (κάνει), οπότε = κατηγορία κάνει = κατηγορεί. !όλες οι ρίζες που έχουν περισσότερα απο δύο κανονικά σύμφωνα (εκτός των ημιφώνων) αναλύονται ώς σύνθετες ρίζες.

!στα σουμερικά οι λ. «numun» (σπόρος) και «nunuz» (αυγό) είναι ομόρριζες του τουρκικού jumurta (αυγό). !υπήρχε και τουρκικό ρήμα jum- = κυλά, που μας φανερώνει την αλταϊκή ρίζα њom = κυλά, απο την οποία οι προαναφερθείσες λέξεις «numun» (σπόρος), «nunuz» (αυγό) και jumurta (αυγό), πράγματα μικρά και στρογγυλά που κυλάνε.

!η παλιά ελληνική επιρρηματική κατάληξη –τί που βρίσκεται σε λίγα επιρρήματα όπως μεγαλωστί, απνευστί, ασκαρδαμυκτί, γερμανιστί (και απο άλλες ξένες γλώσσες), βρίσκεται επίσης και σε μερικά παλαιότατα τουρκικά επιρρήματα όπως eδcyti (καλά), qatıγtı (σφιχτά), ίσως και ikinti (δεύτερο, αυτό που έρχεται έπειτα). !πανανθρώπινο μόριο ti που δηλώνει τρόπο.

!το σουμερικό «gam» (λυγίζει) δέν είναι συγγενές με τη ρίζα του κάμπτω όπως το kwep (τόξο), αλλα είναι ομόρριζο των: γόνυ, γωνία, κλπ. !πανανθρώπινη ρίζα ceŋ (ή cen;) =λυγίζει, σχηματίζει γωνία.

!αυτήν τη ρίζα όταν την ανακάλυψα ένιωσα σάν τον !αρχιμήδη που ενθουσιασμένος βγήκε γυμνός απο το μπάνιο φωνάζοντας «εύρηκα!»: !στις γλώσσες της αυστραλιανής !δυτικής !ερήμου η ρίζα έδωσε ŋuњku (μητέρα), το οποίο στην παλιά τουρκική γλώσσα έχει τη μορφή œc (θυμηθείτε τη σίγηση του ŋ- στα τουρκικά). !το ŋ στην !π!ι!ε γλώσσα έχει γίνει κατα κανόνα n, έτσι η ρίζα σε !ι!ε γλώσσες έδωσε: το ελληνικό ανάγκη (με πρόσθετο αρχικό φωνήεν, όπως συχνότατα στην ελληνική γλώσσα), λατινικό necesse (αναγκαίο), necessarius αναγκαίος άνθρωπος, δηλαδή φίλος, σύμμαχος. !σαφής και η μορφή και η σημασία της πανανθρώπινης ρίζας: ŋec (απαραίτητο πράγμα ή απαραίτητος άνθρωπος). !βέβαια, για ένα μικρό παιδί τίποτε δέν είναι τόσο απαραίτητο όσο η μητέρατου, γι’ αυτό και η σημασία μητέρα στην παλιά τουρκική και σε αυστραλιανές γλώσσες. !ενδιαφέρον οτι το δεύτερο σύμφωνο της ρίζας (c) συνοδεύεται απο έρρινο, τόσο στις αυστραλιανές γλώσσες (ŋuњku), όσο και στα ελληνικά (ανάγκη). !έχω απο παλιά σκεφθεί μήπως η πανανθρώπινη γλώσσα είχε ξεχωριστή κατηγορία ερρινοποιημένων συμφώνων, αλλα αυτό δέν στηρίζεται. !καθώς φαίνεται, ήταν τα εμφατικά σύμφωνα (g, c, d, b) απο τα οποία προέκυψαν άηχα συνοδευόμενα απο έρρινα (ŋq, њk, nt, mp αντίστοιχα), προπάντων σε περιπτώσεις όπως αυτής της ρίζας που η αρχική συλλαβή έχει έρρινο.

!στα σουμερικά της σφηνοειδούς το κρέας λέγεται «uzu», ενώ το γράμμα που παριστάνει κρέας (σκίτσο κρεμασμένου σφαχτού) στην κρητική πρωτογραμμική χρησιμεύει για τη συλλαβή wi, που θα πεί οτι ο παλιός σουμερικός τύπος ήταν wiθ ή wid. !το τουρκικό et (απο *wet) καθώς και το ουγγρικό husz δείχνει οτι ο πρωτοαλταϊκός τύπος ήταν hwed (κρέας). !στην πρωτο-αυστρονησιακή ,sesi ή isi, στην πρωτο-μαλαιο-πολυνησιακή: hesi ή isi (κρέας). !ο !πλούταρχος σημειώνει οτι τα κοινά συσσίτια των ανδρών στην !σπάρτη ονομαζόνταν «φιδίτια», και προσπαθεί να ετυμολογήσει την λέξη. !η πραγματική ετυμολογία κατα τη γνώμημου είναι απο το σουμερικό wid (κρέας), προφερόμενο hwid (το σουμερικό w πάντοτε προφερόταν hw, σάν το αμερικάνικο wh-). δεδομένου οτι μόνο στα κοινά συσσίτια έτρωγαν κρέας, πράγμα όχι συνηθισμένο στη δίαιτα των αρχαίων !ελλήνων.

!όλοι οι αναγνώστες γνωρίζετε το τουρκικό πρόσφυμα –чi που δηλώνει επάγγελμα. !αυτό το –чi ήταν στα τουρκικά λέξη που σήμαινε «άνθρωπος επιτήδειος σε κάποια εργασία», η ίδια λέξη βρίσκεται στα κινέζικα ώς (δημόσιος λειτουργός) και (δουλειά), λέξεις που προφέρονταν στα κινέζικα περίπου το ίδιο όπως το –чi.

!το τουρκικό jaш (υγρό, υγρασία, φρεσκάδα) βρίσκεται στα σουμερικά ώς i3 (δηλαδή je) και u5 (δηλαδή jœ) = λάδι, λίπος (το τελικό σύμφωνο δέν προφέρεται στα σουμερικά). !το γράμμα jo στην κυπριακή γραμμική των !ελλήνων έχει δύο μορφές, η μία εικονίζει λίπος όπως το παρίσταναν οι σουμέριοι (σε ένα κωνικό δοχείο), το γράμμα χρησιμοποιούνταν για jœ στην κυπριακή πρωτογραμμική. !όταν ακολουθούσε φωνήεν, προφερόταν και το –λ, όπως στη σύνθετη λέξη που οι !έλληνες δανείσθηκαν ώς «έλαιον». !σε ένα παλιό βιβλίο βρήκα σε σουμερικό κείμενο τη λέξη «ia.lum» με τη σημασία «λάδι», πιστεύω πως αυτή είναι η πρωτότυπη λέξη, της οποίας δέν ξέρω την ακριβή προφορά και ετυμολογία. !στα κινέζικα η ίδια λέξη είναι jǝw ( =λάδι). !πρωτοαλταϊκή λέξη je,l / ja,l = υγρή ουσία που βρίσκεται μέσα σε ζωντανό οργανισμό.

!τα ελληνικά πάρδος, πάρδαλις, το περσικό bars, και το κινέζικο bau ( = λεοπάρδαλη) ανάγονται σε κάποια λέξη *bard κάποιου λαού απο τον οποίο η λέξη πέρασε σε πολλές γλώσσες. !δέν μπορώ να πώ άν η λέξη είναι συγγενής με την επόμενη:

!στα σουμερικά «piriŋ» (λιοντάρι, ενίοτε και «άγριος ταύρος»), στα τουρκικά bœri (λύκος), απο πρωτοαλταϊκή λέξη peri που σήμαινε «δυνατό άγριο ζώο».

!υπάρχουν αμέτρητα προελληνικά τοπωνύμια σε όλο το !αιγαίο καθώς και στη !μικρασία και την !κύπρο που τελειώνουν σε –σός: κνωσός, αμνισός, τύλισος, παρνασός, ιερισσός, ταμασός, γαληψός, σινασός, δελμησσός, αλικαρνασσός, για να αναφέρω όσα έχω πρόχειρα στο νούμου, αυτά κατα τη γνώμημου προέρχονται απο τον πρώτο λαό στον κόσμο που είχε αίμα ρέζους θετικό, με πρώτη κοιτίδα την περιοχή γύρω απο τη !μεσοποταμία, πολλές χιλιάδες χρόνια πρίν κατέβουν εκεί οι !σουμέριοι. !αυτό το –σός φυσικά σήμαινε «τόπος». !η ρίζα βρίσκεται στα κινέζικα ώς sjwo ( = τόπος, όπου, που), αλλα και στην !π!ι!ε γλώσσα η ίδια ρίζα έδωσε την κατάληξη της τοπικής πτώσης του πληθυντικό (στα σανσκριτικά –su, ελληνικά –si, απο !π!ι!ε sju. (μάλλον απο την ίδια ρίζα είναι και η !π!ι!ε κατάληξη –sjo της γενικής του ενικού αρσενικών και ουδετέρων). !πανανθρώπινη ρίζα sjow (τόπος, θέση, «εκεί που»).

!η κινέζικη γλώσσα (ώς πολύ νεωτεριστική στην προφορά) δέν είναι καθόλου κατάλληλη για την εύρεση παλιών ριζών, μερικές φορές όμως νομίζω πως κάποιων κινέζικων λέξεων η ρίζα φαίνεται, όπως του чjwoŋ ( =σπόρος, σπέρνει) που δείχνει να είναι ομόρριζο με το ελληνικό γέν-ος, κλπ, !π!ι!ε ρίζα cen = γεννιέται, δημιουργείται.

!με το αζτέκικο mallinalli (χορτάρι, ξερό χορτάρι χρησιμοποιούμενο για τελετουργικούς σκοπούς, δηλαδή το πότιζαν με το αίματους και αφού ξεραινόταν το θυσίαζαν καίγοντας), παράβαλε το ελληνικό μαλλός που είναι ομόρριζο του κινεζικού (mau = μαλλί, τρίχωμα).

!επίσης με το αζτέκικο acatl (καλάμι, χρησιμοποιούμενο ώς ακόντιο, βέλος, ή ξυράφι), παράβαλε την ελληνική ρίζα ακ (ακόντιον, ακίς, ακωκή, αιχμή απο ǝjksmaa).

!αφού επανειλημμένα έχω πεί οτι το αρχικό τουρκικό λ- έχει γίνει j-, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σουμερικό «lil» (δηλαδή lel = άνεμος) το οποίο βρίσκεται στα νεότερα τουρκικά ώς jel (άνεμος). !απο την ίδια ρίζα (δέν ξέρω ακριβώς μέσω ποιάς διαδρομής) βγήκε το ελληνικό λαίλαψ. !πανανθρώπινη ρίζα lel (άνεμος, ένα ιερό στοιχείο).

!αξίζει να εξετασθεί άν το αραβικό qahwa (ποτό, εξ ού καφές) είναι ομόρριζο του πολυνησιακού «kava» (ποτό με ηρεμιστικές ιδιότητες που φτιάχνεται απο τη ρίζα ενός θάμνου).

!στα τουρκικά arı = μέλισσα, στα ιαπωνικά ari = μυρμήγκι (). !όμοια αρχίζουν τα: ελληνικό αράχνη, λατινικό aranea (αράχνη). !το γράμμα RI (προφερόμενο βεβαίως ǝrǝ ή κάπως έτσι, αφού καμία γνήσια σουμερική λέξη δέν άρχιζε απο r) της σφηνοειδούς παρίστανε ένα έντομο, ας πούμε ακρίδα, όρθιο πάνω σε (έναν τοίχο). !είναι εύκολο να καταλάβουμε την πανανθρώπινη ρίζα arǝ = έντομο που οι άνθρωποι θαυμάζουν για τις ικανότητέςτου.

!υπήρχε και μιά άλλη πανανθρώπινη ρίζα που σήμαινε έντομο, αλλα σιχαμερό και περιφρονημένο, όχι θαυμαστό: συμπεραίνεται απο το τουρκικό bœчek, ιαπωνικό mushi (), απο τα οποία φαίνεται με σαφήνεια ο αλταϊκός τύπος mœшe (έντομο βρώμικο και περιφρονημένο). (το ш προκύπτει απο την τουρκική λέξη. !το ιαπωνικό mushi έχει sh επειδή ακολουθεί i, στα ιαπωνικά δέν βρίσκεται φώνημα ш διότι απο παλιά τράπηκε σε s). !εκτός αλταϊκών γλωσσών η ρίζα βρίσκεται στο ελληνικό μυία. !πανανθρώπινη ρίζα mewш (σιχαμερό / απεχθές έντομο).

!απο την προηγούμενη ρίζα άσχετο δέν είναι το σουμερικό «musug» (ακάθαρτο). !το ελληνικό μυσάττομαι (απο musag-jomaj = σιχαίνομαι) φαίνεται δάνειο απο το σουμερικό «musug» / «mušug». 

!βεβαίως συγγενές είναι και το !π!ι!ε mus (μύς, ποντίκι), το –ς είναι κατάληξη και όχι απο τη ρίζα, η πανανθρώπινη ρίζα είχε -ш το οποίο στην !π!ι!ε ενίοτε τρέπεται σε j και ενίοτε χάνεται εντελώς. !άρα η ρίζα mewш δέν σήμαινε ειδικά σιχαμερό έντομο, αλλα γενικότερα σιχαμερό, ακάθαρτο πλάσμα.

!παλαιοτουρκική λ. чaγır / чaqır σήμαινε χυμό φρούτων που έχει υποστεί ζύμωση και συνεπώς περιέχει αλκοόλ. (εξ ού «τσακίρ κέφι»). !υποτίθεται οτι η τουρκική γλώσσα δέν συγγενεύει ούτε κάν με τις παρόμοιας δομής γλώσσες της άπω ανατολής, πολύ μάλλον θεωρείται εντελώς άσχετη με τις σημιτικές γλώσσες που έχουν εντελώς διαφορετική γραμματική. !η υπόθεση της μή συγγένειας είναι εντελώς επιπόλαιη. !η λέξη υπήρχε σε όλες τις αλταϊκές γλώσσες, στα ιαπωνικά έχει τη μορφή sake (, το πιό γνωστό αλκοολούχο ποτό της !ιαπωνίας. !sake απο шaqır, θυμηθείτε τους φωνητικούς νόμους της ιαπωνικής). !έτσι γνωρίζουμε τον πρωτοαλταϊκό τύπο шaqır (γλυκός χυμός που έχει υποστεί αλκοολική ζύμωση). !αλλα η λέξη βρίσκεται και εκτός αλταϊκών γλωσσών, στα σημιτικά ακκαδικά βρίσκεται με σχεδόν όμοια μορφή η ομόρριζη λ. «šikaru» (μπύρα, αλκοολούχο ποτό απο δημητριακά). !ολοφάνερη η πανανθρώπινη ρίζα шaq (ή шaqǝr? θεωρώ οτι το –r είναι το γνωστό πρόσφυμα των ουσιαστικών) = γλυκός χυμός που έχει υποστεί αλκοολική ζύμωση.

!στα σουμερικά υπάρχουν πολλές λέξεις που αναφέρονται σε διάφορα είδη μπύρας, αλλα η κυριότερη λέξη είναι «kaš». !η οποία λέξη βρίσκεται ελαφρώς παραλλαγμένη στους ινδιάνους της !γουατεμάλας: «kasiri» (με το γνωστό πρόσφυμα –r) είναι το είδος της μπύρας που φτιάχνουν απο μανιόκα. !το ρωσικό «κβάς» (είδος μπύρας με μικρή περιεκτικότητα αλκοόλ που φτιάχνεται απο δημητριακά και ζάχαρη) δείχνει οτι η πανανθρώπινη ρίζα ήταν qwas και όχι qas. !η διαφορά του qwas απο το шaq ήταν οτι το qwas γινόταν απο αμυλώδη χυμό, ενώ το шaq απο χυμό φρούτων ή πάντως γλυκό χυμό.

!απο παλιά έχω παρατηρήσει οτι πολλές φορές στα σουμερικά της σφηνοειδούς εμφανίζεται h εκεί όπου συντηρητικότερες γλώσσες έχουν w. !αυτό βέβαια δέν είναι και τίποτε παράξενο, άν σκεφθούμε οτι στα τουρκικά είναι εύκολη η εναλλαγή μεταξύ v και γ (h είναι η σουμερική μορφή του τουρκικού γ). !για παράδειγμα, βρίσκουμε: σουμερικά «luh» (πλένει, καθαρίζει), αντίστοιχο του τουρκικού juu-, στα ελληνικά low (εξ ου lowetron = λουτρόν, elowesameen = ελουσάμην, κλπ), απο πανανθρώπινη ρίζα low. !στα σουμερικά «zah» (τρέχει, ξεφεύγει), αντίστοιχο του !π!ι!ε dhew (στα ελληνικά: θέω, σανσκριτικά dhaw). !σουμερικά «lah» (οδηγεί όχημα, βάρκα), ομόρριζο του ελληνικού ε-λαύ-νει, απο πανανθρώπινη ρίζα law.

!το τουρκικό aq (λευκό) είναι φανερά ομόρριζο των ιαπωνικών: akaru (耀 φωτεινό, λαμπρό), akari (明かりφωτίζει), akarui = 明るい (φωτεινό).

!το τουρκικό aγ- (σκαρφαλώνει, ανεβαίνει) είναι σαφώς ομόρριζο με τα ιαπωνικά: agari (挙がり= αναφέρει, βγάζει στην επιφάνεια, αποκαλύπτει), agari (上がり=ανεβαίνει), agari (揚がりανυψώνει, αναβαθμίζει), agari (騰がりανεβαίνει), ageru (上げるανεβαίνει), ageru (挙げるαναφέρει), ageru (揚げるανυψώνει, αναβαθμίζει), όλες αυτές οι ιαπωνικές λέξεις είναι το ίδιο ρήμα που γράφεται με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με την κατάληξη και ανάλογα με την ειδικότερη σημασία σε διαφορετικά συμφραζόμενα.

!απο τα παραπάνω μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι άν και η ιαπωνική όπως και οι τουρκικές γλώσσες έχασαν τη διάκριση ηχηρών – άηχων στην αρχή των λέξεων, ωστόσο διατήρησαν αυτή τη διάκριση αρκετά καλά μέσα στις λέξεις.

!παραπάνω έχω κάνει λόγο για τις ουγκρικές λ. haron (τρία), husz (κρέας), να αναφέρω επίσης και το here, ομόρριζο του ελληνικού όρχις (νομίζω και στα αρχαία αιγυπτιακά λέγεται ‘ǝr), όλες αυτές οι ουγγρικές λέξεις δείχνουν οτι η ουγγρική διατηρεί λαρυγγικούς φθόγγους της πανανθρώπινης γλώσσας που έχουν χαθεί ακόμη και σε συντηρητικές γλώσσες, συνεπώς η ουγγρική γλώσσα, απο την οποία μόνο μερικές λέξεις γνωρίζω, είναι μιά απο τις καλύτερες άν όχι η καλύτερη πηγή για να ανακαλύψουμε ή να επιβεβαιώσουμε τη θέση λαρυγγικών φθόγγων της πανανθρώπινης γλώσσας.

!το σουμερικό «lub» (φασόλια) είναι προφανώς η προέλευση του λατινικού lupini (λούπινα) και του ελληνικού λοβός (δάνειες λέξεις). (άλλωστε, κάθε ελληνική λέξη που έχει β, αυτό είτε απο g προέρχεται, είτε η λέξη είναι δάνεια).

!η σουμερική λέξη «sikil» (σώο, αβλαβές, απείραχτο, αμόλυντο) ήταν στην πραγματικότητα segil απο παλιότερο sagıl, καθώς μας δείχνει το αντίστοιχο τουρκικό saγlam (σώο, γερό) και η πιό ριζική λέξη saaγ (υγιές, γερό. παράβαλε σουμερικό: «sag8; sag9; sag10; šeg10; sag12 "(to be) good, sweet, beautiful; goodness, good (thing)", sag10; sag8 "(to be) high quality; (to be) rare, precious"»). !απο το σουμερικό segil προήλθε το λατινικό securus (δάνειο απο κάποιον τύπο, της emesal, *segyl, θυμηθείτε οτι το σουμερικό λ, ανάστροφο, έμοιαζε στους ξένους περισσότερο με ρ). !απο τον αυθεντικότερο σουμερικό τύπο sagıl προήλθε το σανσκριτικό saqala (ολόκληρο, ακέραιο, αβλαβές, αμόλυντο) το οποίο σχολαστικώς παρετυμολογείται ώς sa+qala («με μέρη»). !η σουμερική λέξη sagıl / segil είχε μεγάλη σημασία στη θρησκεία και στις τελετουργίες, γι’ αυτό και πέρασε σε άλλες γλώσσες μαζί με σουμερικές πολιτιστικές επιρροές. !σήμερα το «saqali-qaran(a)» (εξαγνισμός, κάθαρση απο αρνητικές επιδράσεις) είναι αναπόσπαστο μέρος κάθε ινδικής τελετουργίας.

!το παλαιοτουρκικό ρήμα qoδ- (αφήνει / κατεβάζει / τοποθετεί κάτι κάτω στο έδαφος) βρίσκεται και στα ιαπωνικά ώς kudari (下り= κατεβάζει, 降りβάζει, αφήνει κάτω). !είναι μάλλον το πιό συνηθισμένο ρήμα της ιαπωνικής γλώσσας, δεδομένου οτι για λόγους ευγένειας όταν ζητά κανείς κάτι, λέει «κατεβάστε», δηλαδή «καταδεχθείτε» να..., το οποίο λέγεται με αυτό το ρήμα).

!με το σουμερικό «ki» = γή, τόπος, θέση (στην κρητική σουμερική διάλεκτο qe, η οποία συλλαβή γράφεται με το γράμμα που παριστάνει «γή») ομόρριζο είναι μάλλον το τουρκικό kœj (χωριό, δηλαδή «τοποθεσία»), οπότε το σουμερικό «ki» ήταν kej άρα δέν σχετίζεται με το ανωτέρω ρήμα qoδ-.

!το παλαιοτουρκικό teclyk (τυφλό) δέν έχει βεβαίως καμιά σχέση με το ρήμα tec (αγγίζει) ούτε με την παθητική έννοια (αγγίζεται) παρόλο που έτσι είκαζε ο sir Gerard Clauson (ο οποίος πρέπει να πούμε οτι παρασυρόταν πολύ απο επιφανειακές ομοιότητες, ωστε να νομίζει π.χ. οτι το yчyrci (κουβέρτα, στρωσίδι) είναι απο το ρήμα œч- (σβήνει), πράγματα άσχετα). !η ομοιότητα του teclyk με το ελληνικό «τυφλός» δέν είναι καθόλου τυχαία. !ενώ το τουρκικό tec- (αγγίζει) προέρχεται απο dec-, το teglyc προέρχεται μάλλον απο ρίζα twec ή tweg (τυφλό), η οποία ρίζα στα ελληνικά έδωσε *τυβ-λός, το οποίο έγινε τυφλός λόγω λαϊκής ετυμολογίας απο το τύφω (καπνίζω), με την ιδέα οτι έχει καπνό στα μάτιατου. !η πανανθρώπινη ρίζα ήταν μάλλον twec (τυφλός), δέν σχετιζόταν ούτε με το «αγγίζει» ούτε με το «τύφω» (καπνός), στα ελληνικά το twec έγινε tǝcw, έπειτα tǝgw, και εν συνεχεία *τυβ- .

!το ιαπωνικό mura 村 (χωριό), σπανίως γραφόμενο (εγκατάσταση σε κάποιον τόπο) είναι ολόιδιο με το ŋura (καταυλισμός, κατοικία) των ιθαγενών της !δυτικής !ερήμου της !αυστραλίας, δεδομένου οτι η ιαπωνική δέν έχει φώνημα ŋ, το παλιό αλταϊκό ŋ η ιαπωνική (έντονα επηρεασμένη απο την emesal) το έτρεψε σε m. !η ρίζα είχε τη σημασία «εγκαθίσταμαι σε έναν τόπο για να κατοικήσω», αυτό πρέπει να το εννοήσουμε στις συνθήκες των παλαιών ανθρώπων που γενικά δέν είχαν μόνιμη κατοικία, περιφέρονταν απο τόπο σε τόπο και όταν εύρισκαν κάποιον τόπο κατάλληλο, αποφάσιζαν εκεί να εγκατασταθούν. !όταν όμως εκεί που κατοικούσαν οι συνθήκες δυσκόλευαν, έφευγαν ώσπου να βρούν νέο τόπο κατάλληλο να κατοικήσουν. !η πανανθρώπινη αυτή λέξη *ŋora (ρίζα μάλλον ŋor, θαρρώ η ίδια ρίζα που έδωσε το τουρκικό or και σουμερικό ŋar = τοποθετώ) σήμαινε την εγκατάσταση σε κάποιον τόπο (που βρισκόταν κατάλληλος) για κατοίκηση.

!το ελληνικό ηγούμαι, ηγέομαι (με δασεία, απο *saageomaj), είναι ολοφάνερα ομόρριζο του ιαπωνικού saki 先 (ηγείται, προπορεύεται). !άλλη μιά πανανθρώπινη ρίζα με τον ευπαθή φθόγγο s.

!齊 “dz῾iei” ομόρριζο του τουρκικού ΔΥζ = παλιά ΔιΕΡ ή ΔιΟΡ (επίσης ομόρριζο νομίζω το ελληνικό «σειρά», οπότε πανανθρώπινη ρίζα *djer, ίσως και *djejr = επίπεδο, σύνολο πραγμάτων με το ίδιο ύψος, ίδια ιδιότητα).

!ώρα να ετυμολογήσουμε το νέκταρ, που δέν έχει συγγενή στις άλλες !ι!ε γλώσσες, ενώ αντιθέτως η λ. αμβροσία και άμβροτος είναι καλώς μαρτυρούμενες και στα λατινικά (immortalis) και στα σανσκριτικά (amrta), ωστε είναι ολοφάνερος ο !π!ι!ε τύπος n-mrtos (αθάνατος), n-mrtja (αθανασία), απο το στερητικό n- (που έχει γίνει a- στα ελληνικά και στα σανσκριτικά, in στα λατινικά) και mrtos = θνητός, απο !π!ι!ε ρίζα mor (θάνατος). !όμως η λέξη νέκταρ που δέν έχει γνωστές συγγενείς λέξεις, είναι προφανώς δάνεια απο προελληνική γλώσσα. !και συγκεκριμένα απο την σουμερική, είναι φανερό όταν γνωρίζουμε το σουμερικό nek (αγγείο για σπονδές), παραγόμενο απο αλταϊκή ρίζα nek (χύνει, σπένδει), η οποία έχει γίνει dœk- στα τουρκικά (όπου το n- γινόταν πάντα d-). !το αγγείο σπονδών παριστάνεται απο το γράμμα ne της πρωτογραμμικής. !σπονδή, για όσους δέν το ξέρουν, σημαίνει προσφορά υγρού στο Θεό, στα σανσκριτικά λέγεται tarpana (απο ρίζα tarp, ελληνικά terp, δηλαδή αυτό που τέρπει το Θεό). !αυτό που πίνει ο Θεός είναι βεβαίως αυτό που του προσφέρεται ώς σπονδή απο το nek, το αγγείο σπονδών. !δηλαδή, nek-tar σήμαινε «αυτό που το nek (περιέχει; δίνει; χύνει;)». !δέν μου είναι εύκολο να ταυτίσω το «tar» με μιά ορισμένη ρίζα, γιατί θυμίζει πάρα πολλά πράγματα. μπορεί να είναι ομόρριζο του τουρκικού tar (ξυνόγαλο), που είναι γάλα απο το οποίο έχει τραφεί ο Θεός και ό,τι έχει μείνει είναι το ξυνόγαλο. !ακόμη πιθανότερο, μπορεί να είναι απο τη ρίζα του σουμερικού «duru» (δηλαδή dœrœ) το οποίο στα τουρκικά είναι dere (ρέμα), η ίδια ρίζα της ελληνικής λέξης δρόσος, οπότε η λέξη ήταν «nek-darǝ» = του nek το υγρό.

!αναφέρθηκα πρωτύτερα στο ιαπωνικό πρόσφυμα του πληθυντικού –ra, που είναι η ιαπωνική μορφή του τουρκικού –lar. !υπάρχει και ένα άλλο ιαπωνικό πρόσφυμα για τον πληθυντικό, -taчi (δηλαδή –tati, たち. το «ti» στα ιαπωνικά προφέρεται υποχρεωτικά чi). !αυτό το πρόσφυμα ήταν κανονική λέξη που σήμαινε «όλο το πλήθος», βρίσκεται στα λατινικά με τη μορφή toti (όλοι), και στις γλώσσες της !δυτικής !ερήμου της !αυστραλίας είναι πρόσφυμα με τη μορφή –kuta (γράφεται –tjuta) που σχηματίζει τον πληθυντικό με τη σημασία «όλα», π.χ. quŋga-kuta = γυναίκες όλες. !φανερή η πανανθρώπινη ρίζα tjot (όλο το πλήθος, το σύνολο).

!με το τουρκικό saqal (γενειάδα) σύγκρινε το (ομόρριζο) ακκαδικό «zaqanum» ή «ziqnu». !όσο για το σουμερικό «sun4» (άλλοτε διαβάζεται «sum4») = γενειάδα, κατα τη γνώμημου είναι αυτό που βρίσκεται στα τουρκικά ώς jyn (μαλλί, κυρίως μαλλί ζώων ώς υφαντική ύλη).

!η οργή στα σουμερικά είναι «urgu», μπορεί άραγε να είναι δάνειο στα ελληνικά απο τα σουμερικά; !δέν είναι αυτό το συνηθισμένο είδος των λέξεων που δανείζονται, συνήθως οι λέξεις που δανείζεται μιά γλώσσα απο άλλη είναι εκείνες που έχουν σχέση με πολιτιστικά στοιχεία. !μάλλον πρόκειται για ομόρριζες λέξεις. !η λ. «urgu» βρίσκεται γραμμένη με διάφορους τρόπους (βλέπε akkadisches handwörterbuch σελίδα 548), μόνο μία φορά εικάζεται οτι γράφηκε «mur.gu», αλλα η πινακίδα είναι σπασμένη εκεί και η ανάγνωση πολύ αβέβαιη.

!στα (σημιτικά) ακκαδικά συνηθίζεται πολύ η επιρρηματική κατάληξη «-iš», φαίνεται πως είναι η ίδια κατάληξη με την τουρκική –чe που μεταφράζεται «ώς, σύμφωνα με αυτό», π.χ. erkek–чe = ώς άντρας, ανδροπρεπώς, ingiliz-џe = στην αγγλική γλώσσα, ουσιαστικά το τουρκικό –чe είναι επιρρηματική κατάληξη όπως το ακκαδικό «-iš».

!στο Akkadisches Handwörterbuch, σελίδα 561 σημειώνεται η ακκαδική (πιθανότατα δάνεια απο τα σουμερικά ή απο κάποια προσουμερική γλώσσα) λ. «luddu» = «ένα δέντρο που παράγει φαγώσιμα φρούτα», αυτό είναι προφανώς το δέντρο που οι !έλληνες ονόμασαν λωτό, λέξη δάνεια απο τη !μεσοποταμία. (οι παρατηρήσειςμου σε αυτό το σημείο του σημειωματάριου είναι επι το πλείστον απο το Akkadisches Handwörterbuch).

!πρωτύτερα ετυμολόγησα το τουρκικό bar (υπαρκτό, παρόν), τώρα άς παρατηρήσουμε για το τουρκικό joq (ανύπαρκτο, απόν). !ο sir Gerard Clauson παρατηρεί οτι το joq φαίνεται πως παράγεται απο κάποια ρίζα *jo- που σημαίνει «εξαλείφει, αφανίζει», νομίζω λοιπόν πως η ρίζα αυτή βρίσκεται στα σουμερικά με τη μορφή του ρήματος «šu2» ή «šu4» που σημαίνει «καταβροχθίζει, καταναλώνει», μεταφορικώς «οικειοποιείται». !δηλαδή jo-q (στην chuvash шuq) σήμαινε «αυτό που έχει καταναλωθεί».

!το σουμερικό «ed»- (βγαίνει) βρίσκεται στα ιαπωνικά ώς «ide» (出で = βγαίνει). !αναρωτιέμαι άν αυτά έχουν συγγένεια με το ελληνικό (και !π!ι!ε) εκ, εξ, οπότε το σουμερικό και ιαπωνικό αυτό –d θα προέρχεται απο –c.

!μόλις προ ολίγου (24/01/2008 το βράδυ) κατα τύχη βρήκα, ψάχνοντας άλλα πράγματα, οτι στα σουμερικά η καμήλα είναι «dibid» (δηλαδή debed), η ίδια ακριβώς λέξη που βρίσκεται στις τουρκικές γλώσσες ώς teve, tevej, ή deve (στην παλιά τουρκική γραφή δέν ξεχωρίζει το b απο το v, αλλα αυτό δέν έχει σημασία, αφού το τουρκικό v κατα κανόνα προέρχεται απο b, ενώ και το σουμερικό «b» προφερόταν ενίοτε v). !ο παλιός αλταϊκός τύπος ήταν λοιπόν debeδ. (το δ έγινε j στα τουρκικά, και αυτό το j σε πολλές περιπτώσεις εξαφανίσθηκε). !η λ. αυτή, που βρίσκεται και στο ιρκ bίτίg γραμμένο στους πρώτους αιώνες της 5ης π.!χ. χιλιετίας, μαρτυρά οτι ο πρωτο-αλταϊκός λαός είχε απο παλαιοτάτων χρόνων εξημερώσει τις καμήλες. (η καμήλα στο ιρκ bίτίg συμβολίζει τα ένστικτα).

!το σύμβολο της ευστροφίας για τους !σουμέριους ήταν η μαγκούστα (mongoose), ένα ζωάκι που στέκεται συχνά όρθιο στα πισινάτου πόδια και παρατηρεί ολόγυρα, ονομαζόταν στα σουμερικά «nin.kilim» (το «nin»- σημαίνει «κυρία», και μάλιστα γραφόταν με το ταξινομικό γράμμα «dingir» που σημαίνει πως η μαγκούστα θεωρούνταν θεά.) !το κυρίως όνομα του ζώου ήταν «kilim», του οποίου η τουρκική μορφή είναι gelin, υποκοριστικό gelin-џik = νυφίτσα. !αλήθεια, τί σχέση έχει η νύφη με την νυφίτσα; !απλώς κατα τύχη η λέξη gelin έμοιασε με μιά άλλη περίπου ομόηχη λέξη που σημαίνει νύφη στα τουρκικά, γι’ αυτό και στα ελληνικά ονομάστηκε νυφίτσα (δηλαδή «μικρή νύφη»), που είναι μετάφραση αυτού που οι !έλληνες αντιλαμβάνονταν οτι σημαίνει το gelin-џik.

!απο το τουρκικό til-ky (αλεπού) και το ακκαδικό «šel-eb» (παρόμοια και στις άλλες σημιτικές γλώσσες) συμπεραίνεται πανανθρώπινη ρίζα tjel (αλεπού). !το τουρκικό til-ky έχει έναν προσδιορισμό (-ky) που μπορεί να ταυτίζεται με το σουμερικό «ka5-a» (δηλαδή kawa). !η μαγκούστα λέγεται επίσης «nin.ka5», πράγμα που σημαίνει οτι το «ka5» ήταν μιά λέξη για μικρά ευκίνητα σαρκοφάγα όπως η αλεπού, στα κινέζικα = γuo απο *guo = αλεπού, συμπεραίνουμε λοιπόν άλλη μιά πανανθρώπινη ρίζα ≃ cowo = μικρό ευκίνητο άγριο σαρκοφάγο ζώο.

!το πριόνι στα σουμερικά της σφηνοειδούς είναι «šum» δηλαδή шœ~ απο шe~, шe~ λεγόταν και στα σουμερικά της !κρήτης, γι’ αυτό και το γράμμα που εικονίζει πριόνι στην κρητική πρωτογραμμική χρησιμοποιείται για τη συλλαβή шe (στη !γραμμική Β: ze).

!το σουμερικό «šuba / sipad» (βοσκός) θυμίζει έντονα το τουρκικό чoban, πλήν όμως το τουρκικό αυτό чoban είναι δάνειο απο τα περσικά. !ναί, αλλα απο πού βρήκαν οι !πέρσες τη λέξη; απλούστατα τη δανείσθηκαν απο τα σουμερικά μαζί με πολλές άλλες λέξεις. !το σουμερικό «šuba / sipad» έχει γνήσιο τουρκικό αντίστοιχο, ήταν ένας τίτλος ευγενείας που αποδόθηκε στα ελληνικά ώς «ζουπάνος», καθώς και το σουμερικό «šuba / sipad» χρησιμοποιούνταν ώς τίτλος ευγενείας σάν το ομηρικό «ποιμένε λαών» (και παρόμοιοι τίτλοι στην χριστιανική εκκλησία).

!«šem» ονομάζονται στα σουμερικά κάποια δέντρα, αυτό είναι η σουμερική μορφή του τουρκικού чam (πεύκο, ψηλό κωνοφόρο) και του κινεζικού (,sam = πεύκα και παρόμοια δέντρα).

!το δέ σουμερικό «šen» (σκεύος της κουζίνας) βρίσκεται στα τουρκικά ώς чanaq = γαβάθα, σκεύος απο το οποίο έτρωγαν (-aq είναι συνηθισμένη κατάληξη υποκοριστικών). (σουμερο-ακκαδικά λεξικά: šen; urudšen "cauldron" Akk. ruqqu. με κάποιον προσδιορισμό: urudšen-dili2 "a ewer" Akk. šennu).

!το σουμερικό «sullim» (δηλαδή sœli~, απο παλιότερο seli~) το δανείσθηκαν οι !έλληνες ώς σέλινον.

!το σουμερικό «suhur» (μαλλιά, κόμωση) ήταν στην πραγματικότητα sǝш-ǝr (έχω επανειλημμένα κάνει λόγο για το συνηθέστατο πρόσφυμα –r), καθώς το συλλαβόγραμμα sǝ της πρωτογραμμικής είναι εκείνο που παριστάνει περίτεχνη κόμωση. ομόρριζο φαίνεται το «suh10; suh = "crown"», ενώ «suh-gir11; suh10-gir11 "diadem"», ο προσδιορισμός «gir» σήμαινε «επιβλητικό, επίσημο», οπότε το απλό «suh10; suh» σήμαινε κάτι πιό απλό, μάλλον απλώς «περίτεχνη κόμωση με κάποια στολίδια, «head dress»». !το sǝш βρίσκεται στα τουρκικά ώς saч (μαλλιά του κεφαλιού). !(σημειωτέον δέν βρίσκεται «sušur», γιατί στη σφηνοειδή το s-š αποδίδεται πάντα ώς s-h), υπάρχει και ένα άλλο σουμερικό «suhur»           που σημαίνει «κόπρανα», απο «suh5 ="to defecate; to have diarrhea"» δηλαδή sǝш, αυτό είναι η σφηνοειδής σουμερική μορφή του τουρκικού sıч (αφοδεύει).

!με δεδομένο οτι στα σουμερικά της σφηνοειδούς δέν βρίσκεται s-š διότι έχει γίνει s-h, παρατηρήστε το «suh7 "interior"», δηλαδή syш, απο jiш, αντίστοιχο του τουρκικού iч. (είναι συχνή στα σουμερικά, όπως στην !chuvash και στις βορειοανατολικές τουρκικές γλώσσες, η τροπή του j- σε s-).

!στα σουμερικά «nig» (δηλαδή neq) = θηλυκό σκυλί ή θηλυκό λιοντάρι, μογγολικά nogai (σκυλί), ιαπωνικά neko ( = γάτα), ολοφάνερη η αλταϊκή ρίζα neq (μικρό σαρκοφάγο κατοικίδιο ζώο).

!το σημιτικό ακκαδικό «šar»- (περιφέρεια, περίβολος, βλέπε Akkadisches Handwörterbuch σελίδα 558) είναι ομόρριζο του τουρκικού чœrek (κυκλικό πράγμα, εξ ού η μεταγενέστερη σημασία «στρόγγυλο τσουρέκι»).

!τώρα να ετυμολογήσουμε τα ελληνικά μούργος (σκούρο τσομπανόσκυλο, μεταφορικώς βάναυσος, αγροίκος άνθρωπος) και μούργα (κατακάθι κρασιού ή λαδιού). !το μείζον ελληνικό λεξικό λέει οτι μούργα είναι απο το αρχαίο αμόργη ή το λατινικό amurca, αλλα δέν μας λέει απο πού είναι το αμόργη ή amurca. !επίσης το λεξικό δέν λέεί τί σχέση έχει η μούργα με τον μούργο. !η εξήγηση είναι απλή όταν γνωρίζουμε το σουμερικό «murgu» (κοπριά προβάτων). !συνήθιζαν να βρίζουν τα σκυλιά ώς «σκυλί «murgu»», του οποίου μετάφραση είναι το ελληνικό «κοπρόσκυλο», οπότε απο την έκφραση «σκυλί «murgu»» εύκολα βγήκε το «μούργος». !το κατακάθι λαδιού ή κρασιού παρομοιαζόταν με κοπριά προβάτων, δηλαδή «murgu». (ανάλογη μεταφορά είναι των ιθαγενών της !αυστραλίας που ονομάζουν «ούρα» τον δηλητηριώδη χυμό της άγριας εδώδιμης ντομάτας) !τουτέστιν, και το μούργος και το μούργα είναι δάνεια απο τα σουμερικά.

!παρεμπιπτόντως, δέν είναι ικανοποιητικό να ετυμολογήσουμε το μουρντάρης απο το τουρκικό murdar, διότι και το murdar, αφού αρχίζει απο m-, δέν μπορεί να είναι γνήσιο τουρκικό. !σίγουρα δέν είναι άσχετο το λατινικό merda (περιττώματα) το οποίο είναι δάνειο απο κάποια διάλεκτο της σουμερικής, προφανώς emesal, όπου το c τράπηκε σε d, δηλαδή η emesal μορφή της λέξης ήταν mœrdǝ.

!το σουμερικό «šudun» (ζυγός ζώου) άρχιζα απο њu- καθώς μας δείχνει το γράμμα nu της κρητικής πρωτογραμμικής. !το δέ «d» ήταν παλιότερα c, άν κρίνουμε απο το λατινικό, προφανώς ομόρριζο, neg- (nexus, con-nectum), πανανθρώπινη ρίζα њec = συνδέει, δένει δυό πράγματα ωστε να πηγαίνουν μαζί.

!το γράμμα lja της κρητικής πρωτογραμμικής παριστάνει φτερούγες, η λέξη ήταν ljag, στα ιαπωνικά joku (よく, 翼 ή = φτερούγες). !συγγενής είναι μιά παλιά τουρκική λέξη που σημαίνει νυχτερίδα και η λέξη *lajap (πετάει) στην πρωτο-αυστρονησιακή. !στα σουμερικά δέν γνωρίζω, διότι δέν κατέχω κάποιο αρκετά πλούσιο λεξικό. !στο on-line λεξικό του πανεπιστημίου της pennsylvania βρίσκεται μόνο η έκφραση «pa-mušenak» = «κλαδί πουλιού» = φτερό, ενώ δέν βρίσκεται καμία λέξη για feather.

!μιά ενδο-ινδοευρωπαϊκή παρατήρηση: τα ελληνικά χλωρός (πράσινος) και χλωμός (κιτρινωπός) είναι βεβαίως απο την ίδια ρίζα, όπως μάλλον και το χολή (λόγω του κίτρινου χρώματος). !στα σανσκριτικά hari = κίτρινο. !η !π!ι!ε ρίζα πρέπει να σήμαινε «πόες, φυτά», που μαραμένα είναι χλωμά, ενώ ζωντανά είναι χλωρά.

!όσον αφορά το !αχιλλεύς, πρέπει να συσχετισθεί με το σανσκριτικό aqhila = άτρωτος. !qhila σήμαινε «ρωγμή, τραύμα», οπότε με το στερητικό a- το aqhila αρχικά σήμαινε άτρωτος, μεταγενέστερες σημασίες είναι «ακέραιος, ολόκληρος». !αυτό σημαίνει πως υπήρχε στον !π!ι!ε λαό κάποια πανάρχαιη παράδοση για κάποιον άτρωτο ήρωα, η οποία παράδοση διατηρήθηκε στην !ιλιάδα.

!το συλλαβόγραμμα jo της κρητικής πρωτογραμμικής παρίστανε σκεπάρνι, δηλαδή το όργανο που ξηλώνει, το σκεπάρνι και το ρήμα «ξηλώνει» στα σουμερικά είναι: «suh5; suh "to tear out; to extract; to choose"», δηλαδή sjoχ απο jog.

!λόγω της μεγάλης παραφθοράς των κινέζικων λέξεων, δέν μπορώ να πώ με βεβαιότητα άν το κινεζικό pγιwiǝ είναι ίδια λέξη με το τουρκικό balbal, που έχει την ίδια σημασία (αναμνηστική πέτρινη επιγραφή), φαίνεται πάντως πως η κινέζικη λέξη παλιότερα ήταν τουλάχιστον δισύλλαβη.

!το τουρκικό eш- («twist together») είναι βεβαίως ομόρριζο του ελληνικού έλιξ κλπ. !βεβαίως το έλιξ και οι συγγενείς λέξεις είχαν w-, αλλα το ίδιο w- είχε και το τουρκικό eш-. πανανθρώπινη ρίζα we,l (στριφογυρίζει).

!ένα άλλο τουρκικό eш- («to dig», μεταφορικώς «to row») είναι ομόρριζο του σουμερικού «al» (δηλαδή ǝlǝ) = λισγάρι, σκαλιστήρι. (αυτό το λισγάρι παριστάνεται με το γράμμα lǝ της κρητικής και κυπριακής πρωτογραμμικής). !το eш- καλύτερα μεταφράζεται «σκαλίζει», ενώ για βαθύτερο σκάψιμο το τουρκικό ρήμα είναι qaz-.

(αντί επιλόγου, απο επιστολή προς την κ. からりぃ・まりあ, 30/01/2008): «Διευκρινίζω οτι δέν έχω διαβάσει κανένα έργο πάνω σε αυτό το θέμα, άν κ ξέρω οτι υπάρχουν μερικοί μελετητές, που δέν τυγχάνουν μεγάλης αποδοχής, οι οποίοι επίσης λένε πως όλες οι γλώσσες έχουν κοινή προέλευση, πάντως δέν έχω δεί καμιά τέτοια δουλειά, αφενός διότι δέν είχα την ευκαιρία, αφετέρου διότι δέν θέλω να με επηρεάσει στα δικάμου πορίσματα».

Μιά φορά είδα ένα λεξικό που γράφηκε πρίν κάμποσες δεκαετίες, του οποίου ο συγγραφέας παρέθετε λέξεις απο όλες τις γλώσσες του κόσμου ώς συγγενείς, αλλα δέν εξέταζε την ετυμολογία καμιάς λέξης, παρέθετε μόνο λέξεις σύμφωνα με τις επιφανειακέςτους ομοιότητες, που ήταν κατα κανόνα τυχαίες. «Είναι ένα σκέτο αίσχος», είπα όταν το είδα, τέτοια βιβλία δίνουν λαβή στον καθένα να γελοιοποιήσει την «θεωρία» της κοινής προέλευσης των γλωσσών, γιατί γελοίος είναι ο τρόπος που «εργασθήκανε» αυτοί οι άνθρωποι: προφανώς αυτός είχε μπροστάτου καμιά δεκαριά λεξικά, ή μπορεί και είκοσι λεξικά, θα έβαλε φοιτητές να τα ψάχνουν και να αποδελτιώνουν λέξεις που επιφανειακά μοιάζουν στη μορφή και στη σημασία, και ό,τι μάζεψαν τα έβαλε σε ένα βιβλίο, χωρίς καμιά επιστημονικότητα. Ακόμη και άν σε μερικές περιπτώσεις όντως βρήκε ομόρριζες λέξεις, αυτές χάνονται μέσα στο απέραντο πλήθος εκείνων που τυχαία μοιάζουνε. Διότι, σε καμιά περίπτωση δέν εξέτασε την ετυμολογία κάποιας λέξης, πώς σχηματίσθηκε, μέσω ποιών παραγωγικών μορφημάτων, μέσω ποιών φωνητικών νόμων.

Μιάν άλλη φορά είδα σε ένα «λαϊκό» περιοδικό ένα άρθρο για κάποιον, δέν θυμάμαι το όνομάτου, ζούσε και «εργαζόταν» τότε στο Ισραήλ, και βάζω το εργαζόταν σε εισαγωγικά γιατί στην ουσία «δούλευε» τον κόσμο, δέν εργαζότανε, με τις πρώτες γραμμές που διάβασα είπα πως αυτός ο άνθρωπος έχει πολύ σωστές ιδέες αφού αντιλήφθηκε πως όλες οι γλώσσες έχουν κοινή προέλευση, και μάλιστα αντιλήφθηκε έναν βασικό νόμο της πανανθρώπινης γλώσσας, οτι τα φωνήεντα μπορούσαν ελεύθερα να αλλάζουν για να τροποποιήσουν τη γραμματική σημασία της λέξης χωρίς να μπορούν να αλλάζουν τη λεξική σημασίατης, αφού η λεξική σημασία οριζόταν μόνο απο τα σύμφωνα. !έπειτα όμως διαβάζοντας λίγο παρακάτω, αντιλήφθηκα πως ο άνθρωπος αυτός ήταν ψώνιο άν όχι απατεώνας, διότι δέν σκεφτόταν σωστά, δηλαδή δέν σκεφτόταν ελεύθερα, αφού «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά». !για παράδειγμα, δικαιολογούσε την κοινή προέλευση των γλωσσών με την πεποίθηση οτι όλοι οι άνθρωποι προήλθαν απο έναν πολύ περιορισμένο γεωγραφικό χώρο, εκει γύρω απο την !παλαιστίνη άν θυμάμαι καλά, το οποίο μόνο σε μικρό βαθμό μπορεί να ευσταθεί, αφού είναι γνωστό οτι όταν οι άνθρωποι μιλούσαν έναρθρη γλώσσα, το 400000 (τετρακόσιες χιλιάδες π.Χ., βλέπε άνθρωπος του Πεκίνου) ή παλιότερα, η ανθρωπότητα ήταν ήδη εξαπλωμένη σε όλον τον παλιό κόσμο, δηλαδή το εύκρατο μέρος της Ασίας, Ευρώπης και Αφρικής, και η γλώσσατους ήταν μία, αλλα ο άνθρωπος εκείνος που τα έγραφε αυτά δέν καταλάβαινε οτι ακόμη και σε μεγάλες γεωγραφικές αποστάσεις οι άνθρωποι μιλούσαν την ίδια γλώσσα διότι ήταν αντικειμενική η σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου. Έπειτα, ώς παράδειγμα της ετεροίωσης των φωνηέντων ανέφερε οτι στην πανανθρώπινη γλώσσα η λέξη changa σήμαινε μύτη, ενώ η λ. chunga σήμαινε οσμή. Απο αυτό το παράδειγμα και μόνο φαίνεται οτι έκανε πολύ στραβή δουλειά, που είναι αδύνατον να πείσει σοβαρούς επιστήμονες. διότι, απο πού και ώς πού υπήρχε φωνήεν u στην πανανθρώπινη γλώσσα; με όλη την έρευνα που έκανα, βρήκα πως αποκλείεται να υπήρχε τέτοιο φωνήεν, φωνήεντα της πανανθρώπινης γλώσσας ήταν μόνο τα Α, Ε, και Ο. !έπειτα, απο ποιές γλώσσες συμπέρανε τις λέξεις changa και chunga; είναι φανερό: απο τα κινέζικα και απο κάποιες γλώσσες της βόρειας !αμερικής. !ντροπή! τα κινέζικα και οι βορειοαμερικάνικες γλώσσες είναι οι πλέον ακατάλληλες για να βρούμε παλιές ρίζες, διότι τέτοιες γλώσσες δέν έχουν γνωστό παρελθόν, ενώ έχουν πολύ νεωτερίζουσα φωνολογία. !γι’ αυτό και οι λέξεις που βρήκε, changa και chunga κάνουνε «μπάμ» οτι δέν είναι πολύ παλιές, τα φωνήματα που έχουν είναι σάν αγγλικά, αλλα δέν είναι σαφές τί φθόγγους αντιπροσωπεύουν της πανανθρώπινης γλώσσας. Άραγε το «ch» εννοεί kh (πρόσθιο ουρανικό δασύ) ή μήπως ш (ουρανικό συριστικό); Το «ng» εννοεί ŋ (velar nasal), ή εννοεί συνδυασμό ρινικού ουρανικού με άλλον ουρανικό φθόγγο; Και μόνο ο τρόπος που γράφει το changa και το chunga, δείχνει οτι έχει στο νούτου μιά γλώσσα περίπου ίδια με την σημερινή αγγλική, που έχει πάρα πολύ απομακρυνθεί φωνητικώς απο την πανανθρώπινη γλώσσα. Έπειτα, μπορεί σε μιά παλιά γλώσσα, δηλαδή με γνωστό παρελθόν, να βρεθεί λέξη συγγενής των υποτιθέμενων λέξεων changa και chunga; στα αρχαία ελληνικά δέν βρίσκω τέτοια λέξη. Ούτε στα σουμερικά. Θα μπορούσε να έχει κάποια σχέση το σουμερικό «šim», αλλα δέν μπορώ να πώ τέτοιο πράγμα, γιατί για να το πώ πρέπει να ξέρω τη ρίζα του «šim», που δέν είναι σαφής. Για να βρώ τη ρίζα του «šim», θα πρέπει να βρώ λέξεις σε συγγενής γλώσσες της Σουμερικής, δηλαδή κυρίως στα τουρκικά, όπου όμως δέν βρίσκεται με βεβαιότητα τέτοια λέξη. Θα μπορούσα να συγκρίνω το τουρκικό ΕΜ (βότανο), αλλα άν πώ οτι το τουρκικό ΕΜ και το σουμερικό «šim» είναι σίγουρα συγγενή, θα είμαι απατεώνας. Και άν ακόμη το ΕΜ και το «šim» προέρχονται απο κάποια αλταϊκή λέξη *jem, αυτή δέν οδηγεί σε καμιά υποτιθέμενη αρχική λέξη changa ή chunga. Ακόμη, αυτός ο άνθρωπος που λέει πως βρήκε την κοινή προέλευση όλων των γλωσσών, πώς γίνεται να μήν αντιλήφθηκε την αλταϊκή γλωσσική οικογένεια; Δηλαδή, πώς μπορεί να ΜΗ βρήκε πως αυτός και εκείνος είναι αδέρφια, ενώ βρήκε πως έχουνε πρό προπάππου τον τάδε; Με καμιά κυβέρνηση δέν μπορούμε να προχωρήσουμε προς την αναπαράσταση της πανανθρώπινης γλώσσας άν πρώτα δέν μπορέσουμε να εντάξουμε την κάθε γλώσσα που ερευνούμε σε κάποια γλωσσική οικογένεια. Και σας βεβαιώνω οτι η πρωτοαλταϊκή γλώσσα είναι το πρώτο σκαλοπάτι, που όποιος δέν το πατήσει δέν μπορεί να φτάσει στην πανανθρώπινη γλώσσα. Η αλταϊκή είναι η πιό εξαπλωμένη γλωσσική οικογένεια του κόσμου, που κανείς σήμερα δέν αναγνωρίζει πόσο εξαπλωμένη είναι. Το οποίο όποιος δέν αναγνωρίζει, δέν έχει ιδέα για τη μεγάλη μετανάστευση των λαών που προκάλεσε ο υπερπληθυσμός της Ασίας πρίν απο κάμποσες χιλιάδες χρόνια. Και όποιος δέν μπορεί να καταλάβει τη συγγένεια των αλταϊκών γλωσσών, δέν μπορεί να προχωρήσει στο να βρεί τη συγγένεια μεταξύ διαφορετικών γλωσσικών οικογενειών. Βέβαια, μπορεί να μήν καταλαβαίνει επειδή ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ να δώσει αφορμή στον τουρκικό σωβινισμό. Αλλα και πάλι, όποιος ερευνά με σκοπό να στηρίξει ή να καταπολεμήσει την τάδε προπαγάνδα, σίγουρα δέν θα εργασθεί επιστημονικά και συνεπώς δέν θα αποδείξει τίποτε. Οι ίδιοι οι Τούρκοι απο παλιά υποψιάζονται την συγγένεια της τουρκικής με τη σουμερική, αλλα δέν μπόρεσαν να πείσουν παρα μόνο για το ότι θα έκαναν κάθε είδους τσαρλατανισμό προκειμένου να στηρίξουν τη θέση αυτήν. Παρεμπιπτόντως, εκείνος ο συγγραφέας που έγραψε για το  changa και το chunga, πώς και δέν αντιλήφθηκε τη συγγένεια του !ι!ε ελληνικού οδ- (οδμή, έπειτα οσμή, όζει κλπ, στα λατινικά odor κλπ) με το παλαιοτουρκικό ıδ- (μυρίζει); Θα σας πώ γιατί: διότι δέν σύγκρινε ρίζες, δέν έψαξε να βρεί απο ποιά ρίζα βγαίνει το όζει, οσμή κλπ, ούτε σύγκρινε μεταξύ συντηρητικών γλωσσών (και μήπως είχε ιδέα για την παλιά τουρκική γλώσσα, ή για την αρχαία ελληνική; προτίμησε να συγκρίνει γλώσσες σάν τα κινέζικα, απο τα οποία το παλιότερο λεξικό είναι του 6ου αιώνα μ.Χ., και ινδιάνικα, που η φωνολογίατους έχει αλλάξει πολύ απο τους περασμένους αιώνες).

Ελπίζω με αυτά να έδωσα κάποιες βασικές αρχές του πώς δουλεύει η συγκριτική γλωσσολογία, άν θέλει να βγάλει κάτι ουσιώδες: όταν βλέπω μιά λέξη, εξετάζω: είναι ριζική λέξη; είναι παράγωγη; απο τί παράγεται; ποιές φωνητικές αλλοιώσεις μπορεί να έχει υποστεί σ’ αυτήν τη γλώσσα που βρίσκεται; υπάρχουν παλιότεροι τύποι της λέξης ή της ρίζαςτης σε παλιότερες μορφές της γλώσσας; ποιές άλλες λέξεις βγαίνουν σε αυτήν τη γλώσσα απο την ίδια ρίζα; υπάρχουν φανερά συγγενείς λέξεις σε γλώσσες με στενή συγγένεια; Άμα απαντήσω σε αυτά, μόνο τότε είναι ασφαλές να συγκρίνω με γλώσσες άλλων γλωσσικών οικογενειών. Ένα παράδειγμα: ξέρω οτι στα ιαπωνικά η μύτη λέγεται hana. Με τί να συγγενεύει αυτό; με το changa και το chunga; απολύτως αποκλείεται! διότι είναι γνωστό οτι το ιαπωνικό h προέρχεται πάντοτε απο p. Το n είναι αυθεντικό, εκτός άν ίσως προέρχεται απο њ (σίγουρα όχι απο ŋ, διότι το ŋ στα ιαπωνικά έχει γίνει m). Άν υπήρχε λέξη *parna στα ιαπωνικά, αυτό σίγουρα θα γινόταν hana, σύμφωνα με τους φωνητικούς νόμους της ιαπωνικής. !το οποίο *parna σίγουρα είναι συγγενές με το τουρκικό burun (μύτη), σουμερικό bır (μύτη), chuvash-ικό puran- (ζεί, δηλαδή αναπνέει), και τις άλλες λέξεις που έχω αναφέρει πρωτύτερα σχετικά με το burun (μύτη). Ναί, αλλα είμαι τόσο σίγουρος πως ήταν *parna; για να μιλήσω πιό σίγουρα πρέπει να δώ άν υπάρχουν συγγενείς λέξεις σε στενά συγγενείς γλώσσες, δηλαδή την Κορεατική και την Αϊνού. Αλλα πρίν απο αυτό, έλεγξα πώς ήταν η λέξη στα παλιά ιαπωνικά; η λ. hana είναι σημερινή, πρέπει να δώ πώς ήταν στην παλιότερη διαθέσιμη μορφή της ιαπωνικής γλώσσας. Πάντως, αφού έχω βρεί τη ρίζα σε παλιές και συντηρητικές γλώσσες, μπορώ έπειτα να την βρώ με σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα και σε άλλες γλώσσες. Όταν σε μιά αυστραλιανή γλώσσα η μύτη λέγεται pii, απο τί στην ευχή μπορεί αυτό να προέρχεται; ή το ιαπωνικό hana, ακόμη και άν δέν ξέρω παλαιότερη μορφή, απο τί στην ευχή μπορεί να προέρχεται; αφού υπήρχε πανανθρώπινη ρίζα για αυτό το πράγμα, δέν μπορεί η ιαπωνική ή η αυστραλιανή λέξη να βγήκε απο το πουθενά!

Και μιά ακόμη διευκρίνιση, γιατί κάποιοι δέν έχουν καταλάβει τί θα πεί γλωσσικό δάνειο και τί θα πεί ομόρριζο. Δάνεια λέγεται μιά λέξη που μιά γλώσσα έχει πάρει απο μιάν ΆΛΛΗ γλώσσα, σε εποχή που ήδη οι γλώσσες έχουν διαφοροποιηθεί ωστε να μήν καταλαβαίνει ο ένας τη γλώσσα του αλλουνού. Ομόρριζες λέξεις διαφορετικών γλωσσών είναι εκείνες που προήλθαν καί οι δύο απο τη μητέρα γλώσσα μιάς παλιάς εποχής που οι μετέπειτα διαφορετικές γλώσσες δέν διέφεραν. Η δάνεια λέξη μπορεί να μοιάζει πολύ με την προέλευσήτης, άν δέν χωρίζεται απο μεγάλη χρονική απόσταση. Για να πούμε οτι μιά λέξη είναι δάνεια, πρέπει να ξέρουμε πώς ο λαός που τη δανείσθηκε είχε επαφή με τον λαό απο τον οποίο η λέξη πάρθηκε. Και προσοχή, να μή λέμε αστήριχτα πράγματα. Όπως ο sir Gerard Clauson που έλεγε οτι το τουρκικό bal «είναι δάνειο απο κάποια !ι!ε γλώσσα, παράβαλε το λατινικό mel, σε μιά εποχή που το m ήταν μή αποδεκτό στην αρχή τουρκικής λέξης». Εδώ υπάρχουν ένα κάρο προκαταλήψεις: το m- ήταν και είναι πάντοτε αποδεκτό στην αρχή λέξεων που έχει πάρει η τουρκική απο άλλες γλώσσες. Δεύτερον, παλιά το m- υπήρχε στην αρχή τουρκικών λέξεων, και αργότερα τράπηκε σε b- (ή μήπως νομίζει κανείς οτι ανέκαθεν κάποιοι λαοί μπορούσαν να προφέρουν m στην αρχή λέξης ενώ κάποιοι άλλοι δέν μπορούσαν; γιατί δέν μπορούσαν ενώ υστερότερα μπορούσαν;). Τρίτον, πώς το ξέρει ο sir Gerard Clauson οτι η λέξη πέρασε απο !ι!ε λέξη στην τουρκική και όχι αντίστροφα; Ή, πώς το ξέρει πως δέν είναι λέξη της πανανθρώπινης γλώσσας που διατηρήθηκε καί στις δύο θυγατρικές γλώσσες; Απο πού κι ως πού υποθέτουμε οτι μόνο ο !π!ι!ε λαός γνώριζε τη μελισσοκομία και απο αυτόν την έμαθαν όλοι οι άλλοι; Αλλα ακόμη και όσοι λαοί δέν εξέτρεφαν μέλισσες, σίγουρα γνώριζαν το μέλι που το μάζευαν απο άγριες κυψέλες, γιατί λοιπόν πρέπει να πέρασε η λέξη απο τον έναν λαό στον άλλο; Φτάνουν οι προκαταλήψεις, αρκετά εμπόδισαν την επιστήμη, όχι άλλο!

Μίλησα για τις δάνειες λέξεις, να πώ και για τις ομόρριζες: οι ομόρριζες λέξεις διαφορετικών γλωσσών κατα κανόνα δέν μοιάζουν, και δέν φαίνονται οτι είναι ομόρριζες όταν δέν γνωρίζει κανείς τους φωνητικούς νόμους που αλλοίωσαν τις λέξεις σε κάθε γλώσσα. Όταν λέξεις μοιάζουν σε γλώσσες χωρισμένες απο πολλούς αιώνες και απο πολλές φωνητικές αλλοιώσεις, τότε η ομοιότητα είναι συνήθως τυχαία. Όλοι οι γλωσσολόγοι ξέρουν το παράδειγμα του λατινικού habeo και του γερμανικού habe που έχουν την ίδια σημασία (έχω) αλλα δέν είναι ομόρριζες λέξεις, ούτε δάνειες. Απο πού και ως πού να ήταν ομόρριζες; είναι δυνατόν να βρίσκονται απαράλλαχτοι δια πολλών αιώνων τέτοιοι ευπαθείς φθόγγοι όπως το h; όπου βρίσκεται h σε !ι!ε γλώσσα, αυτό προέρχεται απο κάτι άλλο. Άλλωστε, υπήρχε ρήμα με σημασία «έχω» σε καμιά παλιά γλώσσα; απο όσο ξέρω, καμιά παλιά γλώσσα δέν είχε ρήμα που να σημαίνει «έχω». !το ελληνικό έχω, απο !π!ι!ε ρίζα sech, σήμαινε «κρατώ». Η έννοια του «έχω» δέν υπήρχε στους παλιούς ανθρώπους. Απο την άλλη, λέξεις που επιφανειακά δέν μοιάζουν καθόλου, συμβαίνει να είναι ομόρριζες το οποίο γίνεται αντιληπτό όταν γνωρίζουμε τους φωνητικούς νόμους της κάθε γλώσσας, βλέπε ανωτέρω το τουρκικό aшuq- ομόρριζο του ελληνικού έλπομαι. Και κάποτε οι ομόρριζες λέξεις είναι ολόιδιες σε στενά συγγενείς γλώσσες, αλλα αυτό και πάλι λανθάνει διότι δέν ξέρουμε την πραγματική μορφή των λέξεων, παράδειγμα το τουρκικό tœr (θρόνος) είναι ολόιδιο με το σουμερικό “dur” (θρόνος), διότι το “dur” ήταν στην πραγματικότητα ήταν dœr (στη σφηνοειδή ελάχιστα ξεχωρίζουν τα φωνήεντα, και μήν περιμένετε d- στα παλιά τούρκικα, όπου καμιά λέξη δέν ξεχωρίζει d- απο t- στην αρχή λέξης).

Η εργασία αυτή παρασάγγας απέχει απο την φιλοδοξία να παραθέσει ένα μεγάλο μέρος των ριζών της γλώσσας του homo sapiens. Παρέθεσα μόνο απο τις πρόχειρες σημειώσεις που έχω σε εκείνην την ατζέντα του 1988, πιστεύοντας πως έδειξα τον δρόμο της ανίχνευσης των αρχαίων γλωσσών, και έδειξα σε κάθε λογικό άνθρωπο οτι καμιά όψιμη φυλή δέν είναι προέλευση των άλλων, διότι όλες οι φυλές είναι απόγονοι ενός και μόνου κοινού προγόνου. Ήδη γύρω στα 3000 (τρείς χιλιάδες χρόνια) π.Χ. άν και οι άνθρωποι ήταν χωρισμένοι σε φυλές, οι γλώσσεςτους μοιάζανε τόσο, που μπορούσαν να συνεννοούνται, αλλα καμιά γλώσσα δέν είναι γνωστή πώς ήτανε εκείνο τον καιρό, γύρω στα 3000 (τρείς χιλιάδες χρόνια) π.Χ., σκεφτείτε πόσο λιγότερο ξέρουμε το ακόμη απώτερο παρελθόν! όσο πιό παλιά ψάξουμε, τόσο ομοιότερες μεταξύτους θα βρούμε τις γλώσσες και τις φυλές. Περισσότερες ρίζες της πανανθρώπινης γλώσσας αναφέρω διάσπαρτα και σε άλλες εργασίεςμου, και άλλες ακόμη θα σημειώσω, γιατί ήδη γνωρίζω πολλαπλάσιες απο όσες σε αυτήν την καταγραφή ανέφερα, θα τις σημειώσω, σάν θέλει ο Θεός, σε μελλοντικές συγγραφές.

42  49   2    8

 7    3  46  45

48  43   9    1

4     6  44  47