"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ"

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 1

 

Σοφ. Σολ. 1,1       Ἀγαπήσατε δικαιοσύνην, οἱ κρίνοντες τὴν γῆν, φρονήσατε περὶ τοῦ Κυρίου ἐν ἀγαθότητι, καὶ ἐν ἁπλότητι καρδίας ζητήσατε αὐτόν·

Σοφ. Σολ. 1,1            Αγαπήστε την δικαιοσύνη εσείς που κυβερνάτε την γή, διαλογισθείτε τον Κύριο με καλοσύνη, κ με απλότητα καρδιάς αναζητήστεΤον.

Σοφ. Σολ. 1,2       ὅτι εὑρίσκεται τοῖς μὴ πειράζουσιν αὐτόν, ἐμφανίζεται δὲ τοῖς μὴ ἀπιστοῦσιν αὐτῷ.

Σοφ. Σολ. 1,2           Διότι (όντως) βρίσκεται απο εκείνους που δέν προσπαθούν να τον διαπιστώσουν με πειράματα της φυσικής, κ (όντως) εμφανίζεται σε εκείνους που δέν αρνούνται να Τον παραδεχθούν.

Σοφ. Σολ. 1,3       σκολιοὶ γὰρ λογισμοὶ χωρίζουσιν ἀπὸ Θεοῦ, δοκιμαζομένη τε ἡ δύναμις ἐλέγχει τοὺς ἄφρονας.

Σοφ. Σολ. 1,3            Οι στραβοί συλλογισμοί, να το ξέρετε, χωρίζουν (τον άνθρωπο) απο τον Θεό, ενώ η δύναμη που αμφισβητείται μέσω της υλιστικής επιστήμης, πιάνει (απροσδόκητα) κ τιμωρεί τους κατα βάθος ανόητους.

Σοφ. Σολ. 1,4       ὅτι εἰς κακότεχνον ψυχὴν οὐκ εἰσελεύσεται σοφία, οὐδὲ κατοικήσει ἐν σώματι κατάχρεῳ ἁμαρτίας·

Σοφ. Σολ. 1,4           Διότι σε πονηρή (επίβουλη) ψυχή δέν πρόκειται να μπεί αληθινή σοφία, ούτε (αληθινή σοφία θα κατοικήσει σε σώμα καταχρεωμένο (που πρόκειται αργά ή γρήγορα να πληρώσει) επειδή έχει πράξει ενάντια στο θεϊκό νόμο.

Σοφ. Σολ. 1,5       ἅγιον γὰρ πνεῦμα παιδείας φεύξεται δόλον καὶ ἀπαναστήσεται ἀπὸ λογισμῶν ἀσυνέτων καὶ ἐλεγχθήσεται ἐπελθούσης ἀδικίας.

Σοφ. Σολ. 1,5            Το καθαρό, βλέπετε, πνεύμα που μορφώνει (τους ανθρώπους), πάντοτε θα φεύγει μακριά απο τη δολιότητα κ σηκώνεται κ φεύγει απο εκεί που γίνονται συλλογισμοί ανόητοι, κ επιπλέον (το καθαρό πνεύμα) κατακρίνεται απο τον άνθρωπο που του έρχεται η απόφαση να αδικήσει.

Σοφ. Σολ. 1,6       φιλάνθρωπον γὰρ πνεῦμα σοφία καὶ οὐκ ἀθῳώσει βλάσφημον ἀπὸ χειλέων αὐτοῦ· ὅτι τῶν νεφρῶν αὐτοῦ μάρτυς ὁ Θεὸς καὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐπίσκοπος ἀληθὴς καὶ τῆς γλώσσης ἀκουστής·

Σοφ. Σολ. 1,6           ξέρετε, η σοφία είναι πνεύμα που αγαπά τους ανθρώπους, κ (όμως) δέν μπορεί να αθωώσει την βλασφημία που βγαίνει απο τα χείλη του ανθρώπου. Διότι κ των νεφρών μάρτυρας (=των επιθυμιών γνώστης) είναι ο Θεός, κ της ανθρώπινης καρδιάς παρατηρητής ακριβής, κ της ομιλίας αυτήκοος μάρτυρας (είναι ο Θεός). (συνεπώς η σοφία τιμωρεί τον βλάσφημο εγκαταλείπονταςτον, έτσι ο βλάσφημος θα πράξει σφάλματα).

Σοφ. Σολ. 1,7       ὅτι πνεῦμα Κυρίου πεπλήρωκε τὴν οἰκουμένην, καὶ τὸ συνέχον τὰ πάντα γνῶσιν ἔχει φωνῆς.

Σοφ. Σολ. 1,7           Διότι το πνεύμα του Κυρίου έχει γεμίσει όλη την οικουμένη. Εκείνο που συνέχει (εναρμονίζει, κυβερνά) το σύμπαν, έχει γνώση του κάθε λόγου που λέγεται μέσα στο σύμπαν.

Σοφ. Σολ. 1,8       διὰ τοῦτο φθεγγόμενος ἄδικα οὐδεὶς μὴ λάθῃ, οὐδὲ μὴ παροδεύσῃ αὐτὸν ἐλέγχουσα ἡ δίκη.

Σοφ. Σολ. 1,8           Γι'αυτό όταν ξεστομίζει άδικα λόγια κανείς δέν πρόκειται να περάσει απαρατήρητος, κ ούτε πρόκειται να τον προσπεράσει χωρίς να τον τιμωρήσει η θεία δικαιοσύνη.

Σοφ. Σολ. 1,9       ἐν γὰρ διαβουλίοις ἀσεβοῦς ἐξέτασις ἔσται, λόγων δὲ αὐτοῦ ἀκοὴ πρὸς Κύριον ἥξει εἰς ἔλεγχον ἀνομημάτων αὐτοῦ·

Σοφ. Σολ. 1,9           Ξέρετε, στους συλλογισμούς του ασεβούς θα γίνει κρίση, κ τα λόγιατου ακουόμενα θα φτάσουν στον Κύριο για να δικασθούν τα ανομήματατου.

Σοφ. Σολ. 1,10     ὅτι οὖς ζηλώσεως ἀκροᾶται τὰ πάντα, καὶ θροῦς γογγυσμῶν οὐκ ἀποκρύπτεται.

Σοφ. Σολ. 1,10          Διότι υπάρχει (ένα νοητό) αυτί κατασκοπευτικό που ακούει τα πάντα, κ ούτε μουρμουρητό γκρίνιας δέν μπορεί να κρυφθεί.

Σοφ. Σολ. 1,11     φυλάξασθε τοίνυν γογγυσμὸν ἀνωφελῆ καὶ ἀπὸ καταλαλιᾶς φείσασθε γλώσσης· ὅτι φθέγμα λαθραῖον κενὸν οὐ πορεύσεται, στόμα δὲ καταψευδόμενον ἀναιρεῖ ψυχήν.

Σοφ. Σολ. 1,11          Φυλαχθείτε λοιπόν απο γκρίνια που δέν ωφελεί (=βλάπτει), κ συγκρατηθείτε απο το να κατακρίνετε. διότι φωνή (ακόμη και) κρυφή δέν πάει χωρίς αποτέλεσμα, κ η ψευδής συκοφαντία είναι εις βάρος της ζωής εκεινού που τη λέει.

Σοφ. Σολ. 1,12     μὴ ζηλοῦτε θάνατον ἐν πλάνῃ ζωῆς ὑμῶν, μηδὲ ἐπισπᾶσθε ὄλεθρον ἔργοις χειρῶν ὑμῶν·

Σοφ. Σολ. 1,12          μή ζητάτε (=προσελκύετε) τον θάνατο μέσω της λανθασμένης ζωήςσας, ούτε να τραβάτε επάνωσας καταστροφή μέσω των πράξεων που κάνετε με τα ίδιασας τα χέρια.

Σοφ. Σολ. 1,13     ὅτι ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων.

Σοφ. Σολ. 1,13          Διότι ο Θεός θάνατο δέν έπλασε, ούτε ευχαριστιέται όταν χάνονται ζωντανά πλάσματα.

Σοφ. Σολ. 1,14     ἔκτισε γὰρ εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα, καὶ σωτήριοι αἱ γενέσεις τοῦ κόσμου, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς φάρμακον ὀλέθρου οὔτε ᾅδου βασίλειον ἐπὶ γῆς.

Σοφ. Σολ. 1,14         Διότι ώς γνωστόν δημιούργησε τα πάντα για να υπάρχουν, κ έχουν την ιδιότητα να σώζονται (=να διατηρούνται) αιώνια όλα τα δημιουργήματα του κόσμου: δέν έχουν μέσατους κανένα δηλητήριο που να φέρνει τον χαμότους, κ δέν υπάρχει καμιά εξουσία του θανάτου πάνω στη γή.

Σοφ. Σολ. 1,15     δικαιοσύνη γὰρ ἀθάνατός ἐστιν.

Σοφ. Σολ. 1,15          Διότι ώς γνωστόν την ορθότητα δέν την πιάνει θάνατος (=όποιος πράττει την ορθότητα, είναι αθάνατος).

Σοφ. Σολ. 1,16     Ἀσεβεῖς δὲ ταῖς χερσὶ καὶ τοῖς λόγοις προσεκαλέσαντο αὐτόν, φίλον ἡγησάμενοι αὐτὸν ἐτάκησαν καὶ συνθήκην ἔθεντο πρὸς αὐτόν, ὅτι ἄξιοί εἰσι τῆς ἐκείνου μερίδος εἶναι.

Σοφ. Σολ. 1,16         Οι ασεβείς όμως με τα έργατους κ με τα λόγιατους τον προσκάλεσαν (τον θάνατο). Επειδή τον νόμισαν φίλοτους, λύγισαν (κάμφθηκαν, υποχώρησαν απο τις αρχές της δικαιοσύνης), κ συνήψαν συνθήκη μαζίτου (συμφώνησαν αγοραπωλησία: "εσύ θα μας δώσεις αυτό κ εκείνο, εμείς θα σου δώσουμε τη ζωήμας"), διότι είναι τέτοιας ποιότητας άνθρωποι που τους αξίζει να ανήκουν σε εκεινού "το κόμμα" (=τους αξίζει να συμπεριλαμβάνονται στου θανάτου τους οπαδούς).

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 2

 

Σοφ. Σολ. 2,1       Εἶπον γὰρ ἐν ἑαυτοῖς λογισάμενοι οὐκ ὀρθῶς· ὀλίγος ἐστὶ καὶ λυπηρὸς ὁ βίος ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τελευτῇ ἀνθρώπου, καὶ οὐκ ἐγνώσθη ὁ ἀναλύσας ἐξ ᾅδου.

Σοφ. Σολ. 2,1           Δηλαδή, είπανε απο μέσατους σκεπτόμενοι όχι σωστά: "λιγοστή κ θλιβερή είναι η ζωήμας, κ δέν υπάρχει σωτηρία όταν τελειώνει η ζωή, κ ούτε μαθεύτηκε (=συνέβη κ έγινε γνωστό τέτοιο γεγονός) ποτέ να γύρισε κανείς απο τον άδη.

Σοφ. Σολ. 2,2       ὅτι αὐτοσχεδίως ἐγεννήθημεν, καὶ μετὰ τοῦτο ἐσόμεθα ὡς οὐχ ὑπάρξαντες· ὅτι καπνὸς ἡ πνοὴ ἐν ῥισὶν ἡμῶν, καὶ ὁ λόγος σπινθὴρ ἐν κινήσει καρδίας ἡμῶν,

Σοφ. Σολ. 2,2            Διότι κατα τύχη γεννηθήκαμε, κ μετά απο αυτήν τη ζωή θα είμαστε σάν ποτέ να μήν υπήρξαμε. Διότι καπνός (που χάνεται) είναι η ζωτική πνοή που μπαινοβγαίνει απο τη μύτημας, κ η σκέψη (η αντίληψη, η αίσθηση) είναι ένα είδος σπίθας που παράγεται απο την κίνηση της καρδιάςμας,

Σοφ. Σολ. 2,3       οὗ σβεσθέντος τέφρα ἀποβήσεται τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα διαχυθήσεται ὡς χαῦνος ἀήρ.

Σοφ. Σολ. 2,3           η οποία σπίθα όταν σβήσει, στάχτη θα καταντήσει το σώμα, το δέ πνεύμα θα διαλυθεί σάν άδειος, σκέτος αέρας.

Σοφ. Σολ. 2,4       καὶ τὸ ὄνομα ἡμῶν ἐπιλησθήσεται ἐν χρόνῳ, καὶ οὐθεὶς μνημονεύσει τῶν ἔργων ἡμῶν· καὶ παρελεύσεται ὁ βίος ἡμῶν ὡς ἴχνη νεφέλης καὶ ὡς ὁμίχλη διασκεδασθήσεται διωχθεῖσα ὑπὸ ἀκτίνων ἡλίου καὶ ὑπὸ θερμότητος αὐτοῦ βαρυνθεῖσα.

Σοφ. Σολ. 2,4           κ το όνομαμας θα ξεχαστεί με τον καιρό, κ κανείς δέν θα θυμάται τις πράξειςμας. θα περάσει λοιπόν η ζωήμας σάν απομεινάρια απο σύννεφο, κ σάν ομίχλη θα διαλυθεί, σάν ομίχλη που κυνηγήθηκε απο τις ακτίνες του ήλιου κ απο τη ζέστη του (ήλιου) πιέσθηκε.

Σοφ. Σολ. 2,5       σκιᾶς γὰρ πάροδος ὁ βίος ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστιν ἀναποδισμὸς τῆς τελευτῆς ἡμῶν, ὅτι κατεσφραγίσθη, καὶ οὐδείς ἀναστρέφει.

Σοφ. Σολ. 2,5           αφού ώς γνωστόν, σκιάς πέρασμα είναι η ζωήμας κ δέν υπάρχει αναίρεση του τέλουςμας, διότι ο θάνατοςμας σφραγίστηκε ("γράφτηκε" ώς μοίραμας) κ κανείς δέν μπορεί να τον ξεγράψει.

Σοφ. Σολ. 2,6       δεῦτε οὖν καὶ ἀπολαύσωμεν τῶν ὄντων ἀγαθῶν καὶ χρησώμεθα τῇ κτίσει ὡς ἐν νεότητι σπουδαίως.

Σοφ. Σολ. 2,6           εμπρός λοιπόν, άς απολαύσουμε τα αγαθά που υπάρχουν, κ άς χρησιμοποιήσουμε την πλάση σάν με νεανική ορμή, όσο γίνεται πιό αποδοτικά.

Σοφ. Σολ. 2,7       οἴνου πολυτελοῦς καὶ μύρων πλησθῶμεν, καὶ μὴ παροδευσάτω ἡμᾶς ἄνθος ἀέρος.

Σοφ. Σολ. 2,7           με κρασί πολυτελές ας γεμίσουμε την κοιλιάμας κ με αρώματα (άς καλύψουμε το σώμαμας), κ να μήν περάσει χωρίς να το απολαύσουμε κανένα λουλούδι που μεταφέρει ο άνεμος. (πιθανόν το "αέρος" είναι λάθος αντί για "έαρος", οπότε =λουλούδι της άνοιξης)

Σοφ. Σολ. 2,8       στεψώμεθα ῥόδων κάλυξι πρὶν ἢ μαρανθῆναι.

Σοφ. Σολ. 2,8           άς φορέσουμε στεφάνι απο ρόδων κούπες (=τριαντάφυλλα) πρίν να μαραθούνε.

Σοφ. Σολ. 2,9       μηδεὶς ἡμῶν ἄμοιρος ἔστω τῆς ἡμετέρας ἀγερωγίας, πανταχῆ καταλίπωμεν σύμβολα τῆς εὐφροσύνης, ὅτι αὕτη ἡ μερὶς ἡμῶν καὶ ὁ κλῆρος οὗτος.

Σοφ. Σολ. 2,9           Κανείς απο'μάς να μή μείνει αμέτοχος απο την πομπώδη υπερηφάνειαμας, παντού ας αφήσουμε σημάδια που να δείχνουν οτι ξεφαντώνουμε, οτι απολαμβάνουμε τη ζωή, διότι αυτό είναι το μερίδιομας στον κόσμο, ο κλήρος που μας έλαχε αυτός είναι.

Σοφ. Σολ. 2,10     καταδυναστεύσωμεν πένητα δίκαιον, μὴ φεισώμεθα χήρας, μηδὲ πρεσβύτου ἐντραπῶμεν πολιὰς πολυχρονίους.

Σοφ. Σολ. 2,10         κ άς καταπιέσουμε τον κάθε κακομοίρη αθώο άνθρωπο, μή λυπηθούμε ούτε χήρες, ούτε κάν των γερόντων να μή ντραπούμε τα μαλλιά τα ασπρισμένα απο τα πολλά χρόνια.

Σοφ. Σολ. 2,11     ἔστω δὲ ἡμῶν ἡ ἰσχὺς νόμος τῆς δικαιοσύνης, τὸ γὰρ ἀσθενὲς ἄχρηστον ἐλέγχεται.

Σοφ. Σολ. 2,11          Κ να είναι η δικήμας δύναμη ο νόμος που ορίζει τί είναι δίκαιο. αφού το ασθενέστερο ώς ανήμπορο αποδεικνύεται. (=μόνο πραγματικό δίκαιο είναι το δίκαιο του ισχυροτέρου, κ ισχυρότεροι πρέπει να είμαστε εμείς)

Σοφ. Σολ. 2,12     ἐνεδρεύσωμεν δὲ τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν καὶ ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν·

Σοφ. Σολ. 2,12         επιπλέον, άς στήσουμε παγίδες στον κάθε τίμιο άνθρωπο, διότι είναι αντίξοος στο να τον χρησιμοποιούμε όπως θέλουμε, κ εναντιώνεται στις δουλειέςμας, κ μάλιστα μας κατακρίνει για τις παραβάσεις που κάνουμε του (θεϊκού, δίκαιου) νόμου, κ μας δυσφημίζει για τα στραβά της όλης ιδεολογίαςμας.

Σοφ. Σολ. 2,13     ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ καὶ παῖδα Κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει·

Σοφ. Σολ. 2,13         (αυτός, ο κάθε τίμιος άνθρωπος) δηλώνει οτι έχει γνώση του Θεού κ "παιδί του Θεού" τον εαυτότου ονομάζει.

Σοφ. Σολ. 2,14     ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν· βαρύς ἐστιν ἡμῖν καὒ βλεπόμενος,

Σοφ. Σολ. 2,14         μας έχει γίνει επικριτής ακόμη κ των σκέψεων κ των ιδεώνμας! ανυπόφορος μας είναι ακόμη κ να τον βλέπουμε.

Σοφ. Σολ. 2,15     ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ·

Σοφ. Σολ. 2,15         διότι αλλιώτικη απο των αλλονών είναι η ζωή του, κ διαφορετικοί είναι οι δρόμοιτου (=οι μέθοδοιτου, ο όλος "τρόπος ζωής"του).

Σοφ. Σολ. 2,16     εἰς κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ, καὶ ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡς ἀπὸ ἀκαθαρσιῶν· μακαρίζει ἔσχατα δικαίων καὶ ἀλαζονεύεται πατέρα Θεόν.

Σοφ. Σολ. 2,16         κάλπικα νομίσματα είμαστε κατα τη γνώμη που έχει σχηματίσει, κ αποφεύγει τους δρόμουςμας (=μεθόδουςμας) σάν να είναι βρωμιές. μακαρίζει τα τέλη των τίμιων ανθρώπων (=μακαρίζει τους δικαίους οτι τελικά θα αποκτήσουν ευτυχία), κ καμαρώνει οτι έχει πατέρα τον Θεό.

Σοφ. Σολ. 2,17     ἴδωμεν εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ ἀληθεῖς, καὶ πειράσωμεν τὰ ἐν ἐκβάσει αὐτοῦ·

Σοφ. Σολ. 2,17         έ, λοιπόν, να δούμε άν αυτά που λέει είναι αληθινά, να τον υποβάλλουμε σε δοκιμασίες (=πειράματα)  κ να δούμε τί θα αποδειχθεί γι' αυτόνα.

Σοφ. Σολ. 2,18     εἰ γάρ ἐστιν ὁ δίκαιος υἱὸς Θεοῦ, ἀντιλήψεται αὐτοῦ καὶ ῥύσεται αὐτὸν ἐκ χειρὸς ἀνθεστηκότων.

Σοφ. Σολ. 2,18         Διότι,  άν αυτός όντως είναι ο δίκαιος γιός του Θεού, τότε ο Θεός θα τον προστατεύσει κ θα τον γλυτώσει απο τα χέρια των αντιπάλωντου.

Σοφ. Σολ. 2,19     ὕβρει καὶ βασάνῳ ἐτάσωμεν αὐτόν, ἵνα γνῶμεν τὴν ἐπικείκειαν αὐτοῦ καὶ δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ·

Σοφ. Σολ. 2,19         με προσβολές κ με βασανιστήρια θα τον δοκιμάσουμε, για να διαπιστώσουμε τη μακροθυμίατου κ να βεβαιωθούμε για την ανεξικακίατου (άν έχει καθόλου μακροθυμία κ ανεξικακία, όπως υποτίθεται πως έχει ένας τίμιος άνθρωπος).

Σοφ. Σολ. 2,20     θανάτῳ ἀσχήμονι καταδικάσωμεν αὐτόν, ἔσται γὰρ αὐτοῦ ἐπισκοπὴ ἐκ λόγων αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 2,20        σε θάνατο άθλιο θα τον καταδικάσουμε, αφού θα υπάρξει γι'αυτόν φροντίδα (=πρόκειται να τον σώσει ο Θεός) σύμφωνα με τα λεγόμενατου. (αυτά ακριβώς κάνανε στον Χριστό, λέγοντας "άν είναι γιός του Θεού, άς τον σώσει ο Θεός, άς κατέβει απο το σταυρό". ο δέ Friedriech Nietzsche έγραψε πως "μόνο ένας πραγματικός χριστιανός υπήρξε κ εκείνος πέθανε πάνω στο σταυρό, το ίδιο πρέπει να κάνουνε κ στον καθέναν που δηλώνει πως είναι οπαδόςΤου". στα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών τονίζεται οτι το δίκαιο του ισχυροτέρου είναι το μόνο δίκαιο, αλλα εκείνα θεωρούνται πλαστά).

Σοφ. Σολ. 2,21     Ταῦτα ἐλογίσαντο, καὶ ἐπλανήθησαν· ἀπετύφλωσε γὰρ αὐτοὺς ἡ κακία αὐτῶν,

Σοφ. Σολ. 2,21         αυτά τα "λογικά" πράγματα σκέφθηκαν, αλλα λογάριασαν λάθος. διότι τους τύφλωσε τελείως η ευτέλειατους,

Σοφ. Σολ. 2,22     καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ, οὐδὲ μισθὸν ἤλπισαν ὁσιότητος, οὐδὲ ἔκριναν γέρας ψυχῶν ἀμώμων.

Σοφ. Σολ. 2,22        κ γι'αυτό δέν κατάλαβαν τα μυστικά του Θεού, κ ούτε έλπισαν να λάβουν τον καρπό που κερδίζεται με την τιμιότητα, ούτε αντιλήφθηκαν το βραβείο που αποκτούν οι ψυχές των αναμάρτητων.

Σοφ. Σολ. 2,23     ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν·

Σοφ. Σολ. 2,23        διότι (η αλήθεια είναι ότι) ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με την ιδιότητα της αφθαρσίας, ομοίωμα της δικήςΤου (θεϊκής, αθάνατης) φύσης τον έκανε.

Σοφ. Σολ. 2,24     φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον,

Σοφ. Σολ. 2,24        μόνο εξ αιτίας του φθόνου του διαβόλου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο,

Σοφ. Σολ. 2,25     πειράζουσι δὲ αὐτὸν οἱ τῆς ἐκείνου μερίδος ὄντες.

Σοφ. Σολ. 2,25        κ τον προκαλούν (τον θάνατο στον εαυτότους) εκείνοι που ανήκουν σε εκεινού (του διαβόλου) την παράταξη. (το "πειράζουσι" μπορεί να ληφθεί κ ώς "λαμβάνουν πείρα (του θανάτου)", οπότε το νόημα είναι ίδιο: προκαλούν θάνατο στον εαυτότους, καθώς προλογίσθηκε: "Ἀσεβεῖς δὲ ταῖς χερσὶ καὶ τοῖς λόγοις προσεκαλέσαντο αὐτόν").

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 3

 

Σοφ. Σολ. 3,1       Δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος.

Σοφ. Σολ. 3,1            ενώ των δικαίων οι ψυχές είναι στο χέρι του Θεού (που τις προστατεύει), κ δέν πρόκειται να τις αγγίξει καμιά δοκιμασία, καμιά κακουχία.

Σοφ. Σολ. 3,2       ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν

Σοφ. Σολ. 3,2          φάνηκαν στα μάτια των άμυαλων οτι πεθάνανε, κ θεωρήθηκε κακό πάθημα η έξοδοςτους απο τον κόσμο,

Σοφ. Σολ. 3,3       καί ἡ ἀφ᾿ ἡμῶν πορεία σύντριμμα, οἱ δέ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ.

Σοφ. Σολ. 3,3           κ το οτι έφυγαν απο κοντάμας θεωρήθηκε καταστροφήτους, εκείνοι όμως βρίσκονται σε ησυχία, σε γαλήνια κατάσταση.

Σοφ. Σολ. 3,4       καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν καλασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης·

Σοφ. Σολ. 3,4           Αφού, ακόμη κ άν στα μάτια των ανθρώπων υποστούν καταδίκες κ ποινές, η προοπτική που έχουν μπροστάτους είναι γεμάτη αθανασία.

Σοφ. Σολ. 3,5       καὶ ὀλίγα παιδευθέντες μεγάλα εὐεργετηθήσονται, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτοὺς καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ·

Σοφ. Σολ. 3,5           κ με σχετικά μικρές κακουχίες που υπέφεραν, μεγάλες ευεργεσίες θα κερδίσουν, γιατί (στην πραγματικότητα) ο Θεός έτσι τους δοκίμασε κ τους βρήκε αντάξιους να λέγονται δικοίτου λάτρεις.

Σοφ. Σολ. 3,6       ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτοὺς καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς.

Σοφ. Σολ. 3,6           όπως δοκιμάζουν το χρυσάφι λιώνονταςτο στο χωνευτήρι για να διαπιστώσουν την καθαρότητατου, έτσι κ ο Θεός αυτούς (τους μάρτυρες) τους δοκίμασε κ διαπίστωσε την καθαρότητατους, την αξίατους, κ σάν ολοκάρπωμα θυσίας τους δέχθηκε. (κανονικά σε μιά θυσία ο άνθρωπος προσφέρει απο την τροφή το πρώτο μέρος στο Θεό, κ τρώει ο ίδιος το υπόλοιπο. Όταν όμως ο άνθρωπος προσφέρει στη φωτιά ένα ολόκληρο ζώο χωρίς ο ίδιος να φάει απο αυτό, η θυσία λέγεται ολοκαύτωμα. Ανάλογα, όταν ο άνθρωπος προσφέρει αναίμακτη τροφή, καρπούς, στο Θεό, κ την προσφέρει όλη στο Θεό χωρίς ο ίδιος να φάει καθόλου, αυτή η θυσία λέγεται ολοκάρπωμα. Η θανάτωση των μαρτύρων είναι ολοκληρωτική απώλεια: χάθηκαν ολόκληροι, γι' αυτό η θυσίατους λέγεται ολοκάρπωμα. Ολοκαύτωμα θα μπορούσαμε να την πούμε, αλλα επειδή η θανάτωση στις πιό πολλές περιπτώσεις έγινε δίχως καύση, λέχθηκε ολοκάρπωμα)

Σοφ. Σολ. 3,7       καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται·

Σοφ. Σολ. 3,7           κ όταν έρθει ο καιρός που ο Θεός θα φροντίσει γι' αυτούς, θα λάμψουν ξανά, κ η λάμψητους θα τρέξει όπως οι σπίθες μέσα στο καλάμι.

Σοφ. Σολ. 3,8       κρινοῦσιν ἔθνη καὶ κρατήσουσι λαῶν, καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τοὺς αἰῶνας.

Σοφ. Σολ. 3,8           Αυτοί θα κρίνουν, θα δικάζουν έθνη κ θα κυβερνούν λαούς, οι ίδιοι έχοντας κυβερνήτη τον Κύριο για πάντα.

Σοφ. Σολ. 3,9       οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτῷ συνήσουσιν ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 3,9           Όσοι έχουν εμπιστοσύνη στον Κύριο, θα διαπιστώσουν την βαθύτερη αυτή αλήθεια. οι έμπιστοι του Κυρίου με αγάπη θα τον περιμένουν, γιατί δίνει χάρη κ έλεος στους έντιμους οπαδούςτου, κ φροντίζει τους εκλεκτούς λάτρειςτου.

Σοφ. Σολ. 3,10     Οἱ δὲ ἀσεβεῖς καθὰ ἐλογίσαντο ἕξουσιν ἐπιτιμίαν, οἱ ἀμελήσαντες τοῦ δικαίου καὶ τοῦ Κυρίου ἀποστάντες.

Σοφ. Σολ. 3,10         Όσο για τους ασεβείς, ανάλογα με εκείνα που σχεδίασαν θα λάβουν την τιμωρίατους, αυτοί που περιφρόνησαν τον δίκαιο άνθρωπο κ έκαναν ανταρσία εναντίον του Θεού.

Σοφ. Σολ. 3,11     σοφίαν γὰρ καὶ παιδείαν ὁ ἐξουθενῶν ταλαίπωρος, καὶ κενὴ ἡ ἐλπὶς αὐτῶν, καὶ οἱ κόποι ἀνόνητοι καὶ ἄχρηστα τὰ ἔργα αὐτῶν·

Σοφ. Σολ. 3,11          Διότι όποιος εκμηδενίζει την σοφία κ την πνευματική καλλιέργεια είναι κακομοίρης, αυτονών η προοπτική δέν έχει τίποτε καλό, οι κόποιτους είναι ανώφελοι κ τα έργατους είναι χωρίς αποτέλεσμα.

Σοφ. Σολ. 3,12     αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἄφρονες, καί πονηρὰ τὰ τέκνα αὐτῶν, ἐπικατάρατος ἡ γένεσις αὐτῶν.

Σοφ. Σολ. 3,12         ανάλογα με τους ίδιους είναι κ οι γυναίκεςτους: άμυαλες, κ τα παιδιάτους βγαίνουνε κακόβουλα, κ καταραμένη είναι όλη η γενιάτους (οι απόγονοιτους)

Σοφ. Σολ. 3,13     ὅτι μακαρία στεῖρα ἡ ἀμίαντος, ἥτις οὐκ ἔγνω κοίτην ἐν παραπτώματι, ἕξει καρπόν ἐν ἐπισκοπῇ ψυχῶν,

Σοφ. Σολ. 3,13         Διότι καλότυχη είναι ακόμη κ εκείνη η γυναίκα που δέν γέννησε αλλα έμεινε πάντως καθαρή, δέν γνώρισε κρεββάτι αμαρτωλό, θα έχει την ανταμοιβήτης όταν φροντίσει ο Κύριος για τις ανθρώπινες ψυχές,

Σοφ. Σολ. 3,14     καὶ εὐνοῦχος ὁ μὴ ἐργασάμενος ἐν χειρὶ ἀνόμημα, μηδὲ ἐνθυμηθεὶς κατὰ τοῦ Κυρίου πονηρά, δοθήσεται γὰρ αὐτῷ τῆς πίστεως χάρις ἐκλεκτὴ καὶ κλῆρος ἐν ναῷ Κυρίου θυμηρέστερος.

Σοφ. Σολ. 3,14         επίσης καλότυχος είναι κ ο ευνούχος που δέν διέπραξε τίποτε εναντίον του θείου νόμου, ούτε μελέτησε να κανει κακές πράξεις εναντίον του Κυρίου: σ' αυτόν για την πίστητου θα δοθεί  χάρις εκλεκτή, κ θα του δοθεί θέση ευχάριστη στο ναό του Κυρίου .

Σοφ. Σολ. 3,15     ἀγαθῶν γὰρ πόνων καρπὸς εὐκλεής, καὶ ἀδιάπτωτος ἡ ῥίζα τῆς φρονήσεως.

Σοφ. Σολ. 3,15         Να ξέρετε, είναι ένδοξος πάντοτε ο καρπός των κόπων που γίνονται για το καλό, κ η φρόνηση είναι μιά ρίζα αμάραντη κ αθάνατη που πάντα βλαστάνει.

Σοφ. Σολ. 3,16     τέκνα δὲ μοιχῶν ἀτέλεστα ἔσται, καὶ ἐκ παρανόμου κοίτης σπέρμα ἀφανισθήσεται.

Σοφ. Σολ. 3,16         Απο την άλλη, τα τέκνα των μοιχών δέν πρόκειται να επιτύχουν τίποτε. κ ό,τι γεννηθεί απο αμαρτωλό κρεββάτι, θα χαθεί.

Σοφ. Σολ. 3,17     ἐάν τε γὰρ μακρόβιοι γένωνται, εἰς οὐθὲν λογισθήσονται, καὶ ἄτιμον ἐπ᾿ ἐσχάτων τὸ γῆρας αὐτῶν·

Σοφ. Σολ. 3,17         ακόμη κ άν πολλά χρόνια ζήσουν τέτοιοι άνθρωποι, θα λογαριασθούν για τιποτένιοι, κ χωρίς καμιά υπόληψη θα είναι τα στερνάτους, τα γεράματατους.

Σοφ. Σολ. 3,18     ἐάν τε ὀξέως τελευτήσωσιν, οὐχ ἕξουσιν ἐλπίδα, οὐδὲ ἐν ἡμέρᾳ διαγνώσεως παραμύθιον·

Σοφ. Σολ. 3,18         άν απο την άλλη τύχει να πεθάνουν απρόσμενα, όχι απο φυσικό θάνατο, δέν θα έχουνε καμιά καλή προοπτική για τη μέλλουσα ζωή, δέν θα έχουνε καμιά παρηγοριά την ημέρα που ο Θεός θα εξετάσει το ποιόν του καθενός.

Σοφ. Σολ. 3,19     γενεᾶς γὰρ ἀδίκου χαλεπὰ τὰ τέλη.

Σοφ. Σολ. 3,19         Διότι, να το ξέρετε: της καθε άδικης οικογένειας  είναι κακή η κατάληξη.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 4

 

Σοφ. Σολ. 4,1       Κρείσσων ἀτεκνία μετὰ ἀρετῆς· ἀθανασία γάρ ἐστιν ἐν μνήμῃ αὐτῆς, ὅτι καὶ παρὰ Θεῷ γινώσκεται καὶ παρὰ ἀνθρώποις·

Σοφ. Σολ. 4,1           (τα παιδιά είναι το πιό επιθυμητό πράγμα, αλλα άν είναι να κάνει κανείς παιδιά αμαρτάνοντας) καλύτερα είναι να μείνει άτεκνος έχοντας αρετή. Διότι της αρετής η μνήμη είναι αιώνια, η αρετή πάντοτε αναγνωρίζεται κ απο τον Θεό κ απο τους ανθρώπους.

Σοφ. Σολ. 4,2       παροῦσάν τε μιμοῦνται αὐτὴν καὶ ποθοῦσιν ἀπελθοῦσαν· καὶ ἐν τῷ αἰῶνι στεφανηφοροῦσα πομπεύει τὸν τῶν ἀμιάντων ἄθλων ἀγῶνα νικήσασα.

Σοφ. Σολ. 4,2           Όταν βρίσκεται στον κόσμο αυτός που έχει την αρετή, οι άνθρωποι προσπαθούν να μιμηθούν την αρετήτου. Όταν φύγει απο τον κόσμο αυτός που την είχε, οι άνθρωποι ποθούν να υπήρχε αυτή η αρετή στον κόσμο για πάντα. Αιώνια η αρετή αναδεικνύει θριαμβευτή εκείνον που την επέτυχε, στεφανωμένο (σάν αθλητή) με το στεφάνι του νικητή, αφού νίκησε η αρετή(του)  στον αγώνα των αμόλυντων άθλων.

Σοφ. Σολ. 4,3       πολύγονον δὲ ἀσεβῶν πλῆθος οὐ χρησιμεύσει, καὶ ἐκ νόθων μοσχευμάτων οὐ δώσει ῥίζαν εἰς βάθος, οὐδὲ ἀσφαλῆ βάσιν ἑδράσει·

Σοφ. Σολ. 4,3           ενώ το πλήθος των παιδιών των ασεβών σε τίποτε δέν θα χρησιμεύσει. απο νόθα μοσχεύματα δέν θα γίνει βαθιά ρίζα, ούτε θα γίνει στέρεο θεμέλιο.

Σοφ. Σολ. 4,4       κἂν γὰρ ἐν κλάδοις πρὸς καιρὸν ἀναθάλῃ, ἐπισφαλῶς βεβηκότα ὑπὸ ἀνέμου σαλευθήσεται καὶ ὑπὸ βίας ἀνέμων ἐκριζωθήσεται.

Σοφ. Σολ. 4,4           ακόμη κι άν απο τέτοια μοσχεύματα βγούνε μερικά κλαδιά γερά για ένα διάστημα, έτσι όπως δέν πατάνε γερά θα ξεκουνηθούν απο τον άνεμο, θα ξεριζωθούν απο τη βία των ανέμων.

Σοφ. Σολ. 4,5       περικλασθήσονται κλῶνες ἀτέλεστοι, καὶ ὁ καρπὸς αὐτῶν ἄχρηστος, ἄωρος εἰς βρῶσιν καὶ εἰς οὐθὲν ἐπιτήδειος·

Σοφ. Σολ. 4,5           θα τσακισθούν τα κλωνάρια προτού πάρουν το πλήρες μέγεθοςτους, κ άν κάνουν καρπό θα μείνει άχρηστος, άγουρος ωστε να μήν τρώγεται, κ για τίποτε δέν θα είναι κατάλληλος.

Σοφ. Σολ. 4,6       ἐκ γὰρ ἀνόμων ὕπνων τέκνα γεννώμενα μάρτυρές εἰσι πονηρίας κατὰ γονέων ἐν ἐξετασμῷ αὐτῶν.

Σοφ. Σολ. 4,6          Μάλιστα, τα παιδιά που γεννιούνται απο αμαρτωλές συνουσίες αποτελούν απόδειξη του κακού χαρακτήρα των γονέων, όταν έρθει καιρός να κριθούν.

Σοφ. Σολ. 4,7       Δίκαιος δὲ ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται·

Σοφ. Σολ. 4,7           Απο την άλλη μεριά, ο δίκαιος όταν φτάσει η ώρατου να πεθάνει, θα είναι αναπαυμένος.

Σοφ. Σολ. 4,8       γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται·

Σοφ. Σολ. 4,8           Μάλιστα, καλά γεράματα δέν είναι τα πολύχρονα, ούτε μετριέται η αξία του ανθρώπου απο το πόσα χρόνια έζησε.

Σοφ. Σολ. 4,9       πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος.

Σοφ. Σολ. 4,9          Αλλα ασπρομάλλα (=γεροντική) σωφροσύνη κ ηλικία γηρατειών για τον άνθρωπο είναι η ζωή η ακιλήδωτη.

Σοφ. Σολ. 4,10     εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν μετετέθη·

Σοφ. Σολ. 4,10         επειδή έγινε αρεστός στο Θεό, ο Θεός τον αγάπησε κ επειδή ζούσε ανάμεσα σε αμαρτωλούς τον πήρε απο κοντάτους.

Σοφ. Σολ. 4,11     ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ·

Σοφ. Σολ. 4,11          τον άρπαξε ο Θεός, για να μήν αλλοιώση η κακία την σύνεσητου, για να μήν απατήσει ο δόλος την ψυχήτου.

Σοφ. Σολ. 4,12     βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον.

Σοφ. Σολ. 4,12         διότι ώς γνωστόν η επήρεια των φαύλων ανθρώπων μουντζουρώνει τα καλά στοιχεία, κ διαλογισμοί που γεννούνται απο επιθυμίες υποσκάπτουν τον άκακο νού.

Σοφ. Σολ. 4,13     τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς,

Σοφ. Σολ. 4,13         ο δίκαιος, εφόσον τελειοποιήθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα, συμπλήρωσε πάρα πολλά χρόνια (γιατί αυτά τα χρόνια ήταν παραγωγικότατα, είχαν αποτέλεσμα πάρα πολλών χρόνων)

Σοφ. Σολ. 4,14     ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον,

Σοφ. Σολ. 4,14         έγινε λοιπόν ευάρεστη στον Κύριο η ψυχήτου, γι' αυτό έσπευσε να τον πάρει απο μέσα απο την πονηρία. Όμως ο κόσμος είδε κ δέν κατάλαβε (το νόημα ενός τέτοιου θανάτου), ούτε έβαλε στο νούτου τέτοιο πράγμα.

Σοφ. Σολ. 4,15     ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 4,15         Διότι, καθώς είπαμε, έχει χάρη κ έλεος για τους εκλεκτούςτου κ φροντίζει για τους έντιμους ανθρώπουςτου ο Κύριος.

Σοφ. Σολ. 4,16     κατακρινεῖ δὲ δίκαιος καμὼν τοὺς ζῶντας ἀσεβεῖς καὶ νεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκου·

Σοφ. Σολ. 4,16         Θα δικάσει κ θα καταδικάσει όμως ο δίκαιος που πέθανε τους ζωντανούς ασεβείς, θα δικάσει κ θα καταδικάσει η πρόωρα χαμένη νιότητου τα πολύχρονα γηρατειά του αδίκου.

Σοφ. Σολ. 4,17     ὄψονται γὰρ τελευτὴν σοφοῦ καὶ οὐ νοήσουσι τί ἐβουλεύσατο περὶ αὐτοῦ καὶ εἰς τί ἠσφαλίσατο αὐτὸν ὁ Κύριος.

Σοφ. Σολ. 4,17         Θα δούνε λοιπόν τον θάνατο του σοφού χωρίς να καταλάβουν τί σχέδιο έκανε γι' αυτόν κ σε τί τον προόρισε ο Κύριος.

Σοφ. Σολ. 4,18     ὄψονται καὶ ἐξουθενήσουσιν, αὐτοὺς δὲ ὁ Κύριος ἐκγελάσεται

Σοφ. Σολ. 4,18         Θα δούν (τον θάνατοτου) κ θα τον κοροϊδέψουν, αυτούς όμως θα τους περιγελάσει ο Κύριος.

Σοφ. Σολ. 4,19     καὶ ἔσονται μετὰ τοῦτο εἰς πτῶμα ἄτιμον καὶ εἰς ὕβριν ἐν νεκροῖς δι᾿ αἰῶνος, ὅτι ῥήξει αὐτοὺς ἀφώνους πρηνεῖς καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων καὶ ἕως ἐσχάτου χερσωθήσονται καὶ ἔσονται ἐν ὀδύνῃ, καὶ ἡ μνήμη αὐτῶν ἀπολεῖται.

Σοφ. Σολ. 4,19         Κ ύστερα θα υποστούν πτώση άθλια κ ονειδισμό ανάμεσα στους νεκρούς αιώνια, διότι θα τους τσακίσει ο Κύριος να πέσουν άφωνοι μπρούμυτα. θα τους ξεκουνήσει ο Κύριος απο τα θεμέλιατους κ θα μείνουν για πάντα χωρίς κανέναν απόγονο, θα είναι μέσα στον πόνο, κ η ανάμνησητους ακόμη θα χαθεί.

Σοφ. Σολ. 4,20     ἐλεύσονται ἐν συλλογισμῷ ἁμαρτημάτων αὐτῶν δειλοί, καὶ ἐλέγξει αὐτοὺς ἐξεναντίας τὰ ἀνομήματα αὐτῶν.

Σοφ. Σολ. 4,20        θα θυμηθούν τα σφάλματατους καταφοβισμένοι, κ  (ο Κύριος) ιστάμενος ενώπιόντους θα τους κρίνει για τα ανομήματατους.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 5

 

Σοφ. Σολ. 5,1       Τότε στήσεται ἐν παῤῥησίᾳ πολλῇ ὁ δίκαιος κατὰ πρόσωπον τῶν θλιψάντων αὐτὸν καὶ τῶν ἀθετούντων τοὺς πόνους αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 5,1            Τότε θα σταθεί με παρρησία (θάρρος) πολύ ο δίκαιος απέναντι σ' εκείνους που τον καταπίεζαν κ που ματαίωναν τους κόπουςτου.

Σοφ. Σολ. 5,2       ἰδόντες ταραχθήσονται φόβῳ δεινῷ καὶ ἐκστήσονται ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τῆς σωτηρίας.

Σοφ. Σολ. 5,2           Εκείνοι, όταν θα τον ίδουν, θα ταραχθούν, θα καταληφθούν από δεινόν φόβον, θα καταπλαγούν δια την απροσδόκητον σωτηρίαν του (=θα μείνουν κατάπληκτοι για το πώς έγινε κ δέν χάθηκε αυτός ο άνθρωπος).

Σοφ. Σολ. 5,3       ἐροῦσιν ἐν ἑαυτοῖς μετανοοῦντες καὶ διὰ στενοχωρίαν πνεύματος στενάξονται καὶ ἐροῦσιν·

Σοφ. Σολ. 5,3           καταλαβαίνοντας το λάθοςτους θα πούν αναμεταξύτους, το φοβερό αδιέξοδο νιώθοντας θα αναστενάξουν κ θα πούν:

Σοφ. Σολ. 5,4       οὗτος ἦν ὃν ἔσχομέν ποτε εἰς γέλωτα καὶ εἰς παραβολὴν ὀνειδισμοῦ οἱ ἄφρονες· τὸν βίον αὐτοῦ ἐλογισάμεθα μανίαν καὶ τὴν τελευτὴν αὐτοῦ ἄτιμον.

Σοφ. Σολ. 5,4           “αυτός είναι εκείνος που κάποτε τον είχαμε για περίγελο κ για παράδειγμα κορόιδου, εμείς οι ανόητοι. την ζωήτου την λογαριάζαμε τρέλλα, κ τον θάνατοτου τον λογαριάσαμε άθλιο κ οικτρό.

Σοφ. Σολ. 5,5       πῶς κατελογίσθη ἐν υἱοῖς Θεοῦ καὶ ἐν ἁγίοις ὁ κλῆρος αὐτοῦ ἐστιν;

Σοφ. Σολ. 5,5           πώς αυτός κατατάχθηκε ανάμεσα στους γιούς του Θεού, κ πώς ανάμεσα στους αγίους είναι το μερίδιοτου;

Σοφ. Σολ. 5,6       ἄρα ἐπλανήθημεν ἀπὸ ὁδοῦ ἀληθείας, καὶ τὸ τῆς δικαιοσύνης φῶς οὐκ ἔλαμψεν ἡμῖν, καὶ ὁ ἥλιος οὐκ ἀνέτειλεν ἡμῖν·

Σοφ. Σολ. 5,6           άρα πλανηθήκαμε κ χάσαμε τον δρόμο της αλήθειας, κ της δικαιοσύνης η φώτιση δέν έλαμψε σ' εμάς, κ ο ήλιος (ο νοητός της δικαιοσύνης) δέν ανέτειλε για μάς.

Σοφ. Σολ. 5,7       ἀνομίας ἐνεπλήσθημεν τρίβοις καὶ ἀπωλείας καὶ διωδεύσαμεν ἐρήμους ἀβάτους, τὴν δὲ ὁδὸν Κυρίου οὐκ ἔγνωμεν.

Σοφ. Σολ. 5,7           χορταίναμε βαδίζοντας σε μονοπάτια ανομίας που οδηγούσαν στο χαμό, διαβαίναμε μέσα απο ερήμους εντελώς δύσβατες, ενώ τον δρόμο του Κυρίου δέν τον μάθαμε.

Σοφ. Σολ. 5,8       τί ὠφέλησεν ἡμᾶς ἡ ὑπερηφανία; καὶ τί πλοῦτος μετὰ ἀλαζονίας συμβέβληται ἡμῖν;

Σοφ. Σολ. 5,8           τί μας ωφέλησε λοιπόν η περηφάνεια; τί συμφέρον είχαμε απο τον πλούτο με την αλαζονίαμας;;

Σοφ. Σολ. 5,9       παρῆλθεν ἐκεῖνα πάντα ὡς σκιὰ καὶ ὡς ἀγγελία παρατρέχουσα·

Σοφ. Σολ. 5,9           περάσανε εκείνα όλα σάν σκιά, σάν φήμη περαστική.

Σοφ. Σολ. 5,10     ὡς ναῦς διερχομένη κυμαινόμενον ὕδωρ, ἧς διαβάσης οὐκ ἔστιν ἴχνος εὑρεῖν, οὐδὲ ἀτραπὸν τρόπιος αὐτῆς ἐν κύμασιν·

Σοφ. Σολ. 5,10         (πέρασε η ζωήμας) σάν πλοίο που περνάει μέσα απο το νερό χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος, χωρίς να αφήσει γραμμή απο την καρίνατου στα κύματα.

Σοφ. Σολ. 5,11     ἢ ὡς ὀρνέου διαπτάντος ἀέρα οὐθὲν εὑρίσκεται τεκμήριον πορείας, πληγῇ δὲ ταρσῶν μαστιζόμενον πνεῦμα κοῦφον καὶ σχιζόμενον βίᾳ ῥοίζου, κινουμένων πτερύγων διωδεύθη, καὶ μετὰ τοῦτο οὐχ εὑρέθη σημεῖον ἐπιβάσεως ἐν αὐτῷ·

Σοφ. Σολ. 5,11         όπως κ απο ένα αγριοπούλι που περνάει απο τον αέρα δέν μένει κανένα σημάδι της πορείαςτου: χτυπώντας τα φτεράτου μαστιγώνει τον αέρα κενό που σκίζεται με τη φόρα του πουλιού που με την κίνηση των φτερούγωντου πέρασε, κ έπειτα δέν βρίσκεται κανένα σημάδι της διέλευσηςτου.

Σοφ. Σολ. 5,12     ἢ ὡς βέλους βληθέντος ἐπὶ σκοπόν, τμηθεὶς ὁ ἀὴρ εὐθέως εἰς ἑαυτὸν ἀνελύθη ὡς ἀγνοῆσαι τὴν δίοδον αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 5,12         (πέρασε η ζωήμας χωρίς να αφήσει ίχνος) όπως ένα βέλος που ρίχτηκε προς το στόχο, έσκισε τον αέρα ο οποίος αμέσως επανήλθε ωστε να μήν είναι γνωστή η πορεία του βέλους.

Σοφ. Σολ. 5,13     οὕτως καὶ ἡμεῖς γεννηθέντες ἐξελίπομεν καὶ ἀρετῆς μὲν σημεῖον οὐδὲν ἔσχομεν δεῖξαι, ἐν δὲ τῇ κακίᾳ ἡμῶν κατεδαπανήθημεν.

Σοφ. Σολ. 5,13         έτσι κ εμείς, γεννηθήκαμε κ χαθήκαμε (πεθάναμε) χωρίς να έχουμε να δείξουμε κανένα σημάδι αρετής που να αφήσαμε στον κόσμο, αλλα εξαντλήσαμε όλες τις δυνάμεις κ τη ζωτικότηταμας για τους κακούςμας σκοπούς” (έτσι θα πούνε).

Σοφ. Σολ. 5,14     ὅτι ἐλπὶς ἀσεβοῦς ὡς φερόμενος χνοῦς ὑπὸ ἀνέμου καὶ ὡς πάχνη ὑπὸ λαίλαπος διωχθεῖσα λεπτὴ καὶ ὡς καπνὸς ὑπό ἀνέμου διεχύθη καὶ ὡς μνεία καταλύτου μονοημέρου παρώδευσε.

Σοφ. Σολ. 5,14         (έτσι είναι), διότι η προοπτική του ασεβούς ανθρώπου για το μέλλον είναι σάν χνούδι που το παρασύρει ο άνεμος, είναι σάν πάχνη λεπτή που την διώχνει η θύελλα, είναι σάν καπνός που διαλύεται απο τον αέρα, είναι σάν την ανάμνηση κάποιου που πέρασε μιά μέρα σε ένα ξενοδοχείο.

Σοφ. Σολ. 5,15     Δίκαιοι δὲ εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν, καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν παρὰ Ὑψίστῳ.

Σοφ. Σολ. 5,15         ενώ οι δίκαιοι, στον αιώνα ζούνε. στον Κύριο έγκειται η ανταμοιβήτους, ο Ύψιστος τους νοιάζεται κ έχει την αρμοδιότητα για τη φροντίδατους.

Σοφ. Σολ. 5,16     διὰ τοῦτο λήψονται τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου, ὅτι τῇ δεξιᾷ σκεπάσει αὐτοὺς καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν.

Σοφ. Σολ. 5,16         γι' αυτό κ θα λάβουν την εξουσία μεγαλοπρεπή κ το διάδημα πανέμορφο απο το χέρι του Κυρίου, ο Κύριος με το δεξίτου χέρι θα τους σκεπάζει για προστασία κ με τη δύναμη του βραχίονατου θα τους υπερασπίζεται.

Σοφ. Σολ. 5,17     λήψεται πανοπλίαν τὸν ζῆλον αὐτοῦ καὶ ὁπλοποιήσει τὴν κτίσιν εἰς ἄμυναν ἐχθρῶν·

Σοφ. Σολ. 5,17         (Ο Κυριος) θα λάβη ως πανοπλίαν του την δικαίαν του οργήν και θα χρησιμοποιεί όλες τις δυνάμεις του Σύμπαντος ως όπλα εναντίον των εχθρών του.

Σοφ. Σολ. 5,18     ἐνδύσεται θώρακα δικαιοσύνην καὶ περιθήσεται κόρυθα κρίσιν ἀνυπόκριτον·

Σοφ. Σολ. 5,18         (Ο Κύριος) θα ενδυθεί ως ακατανίκητο και αδιαπέραστο θώρακα την δικαιοσύνη και θα φορά ως περικεφαλαία την αντικειμενική και δίκαια κρίσητου.

Σοφ. Σολ. 5,19     λήψεται ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα,

Σοφ. Σολ. 5,19         (Ο Κύριος) θα πάρει (θα χρησιμοποιήσει) ώς α,

Σοφ. Σολ. 5,20     ὀξυνεῖ δὲ ἀπότομον ὀργὴν εἰς ῥομφαίαν, συνεκπολεμήσει δὲ αὐτῷ ὁ κόσμος ἐπὶ τοὺς παράφρονας.

Σοφ. Σολ. 5,20        κ θα ακονίσει την άμεσα εκδηλωνόμενη οργήτου να την έχει για ρομφαία, κ μαζί με τον Κύριο θα "βγεί" να πολεμήσει ολόκληρη η πλάση εναντίον των κακόμυαλων ανθρώπων.

Σοφ. Σολ. 5,21     πορεύσονται εὔστοχοι βολίδες ἀστραπῶν καὶ ὡς ἀπὸ εὐκύκλου τόξου τῶν νεφῶν ἐπί σκοπὸν ἁλοῦνται,

Σοφ. Σολ. 5,21         θα πέφτουν αστραπές - εύστοχες βολίδες κ θα τινάζονται προς το στόχο απο σύννεφα - σάν απο καλοφτιαγμένα τόξα.

Σοφ. Σολ. 5,22     καὶ ἐκ πετροβόλου θυμοῦ πλήρεις ῥιφήσονται χάλαζαι. ἀγανακτήσει κατ᾿ αὐτῶν ὕδωρ θαλάσσης, ποταμοὶ δὲ συγκλύσουσιν ἀποτόμως.

Σοφ. Σολ. 5,22        απο τον θυμό - καταπέλτη (του Θεού) θα ρίχνονται ολόκληρα χοντρά χαλάζια, θα ορμήσει οργισμένο εναντίον (των ασεβών) το νερό της θάλασσας, ενώ οι ποταμοί αιφνίδια πλημμυρίζοντας θα τους πνίγουν.

Σοφ. Σολ. 5,23     ἀντιστήσεται αὐτοῖς πνεῦμα δυνάμεως καὶ ὡς λαῖλαψ ἐκλικμήσει αὐτούς. καὶ ἐρημώσει πᾶσαν τὴν γῆν ἀνομία, καὶ ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν.

Σοφ. Σολ. 5,23         θα ξεσπάσει εναντίον (των ασεβών)  άνεμος σφοδρός κ σάν θύελλα θα τους λιχνίσει (=θα τους σκορπίσει όπως ο άνεμος σκορπίζει τα άχυρα στο λίχνισμα), θα ρημάξει την γή η αναρχία, κ η βία θα ανατρέψει τους θρόνους των αρχόντων (= ασεβών).

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 6

 

Σοφ. Σολ. 6,1       Ἀκούσατε οὖν, βασιλεῖς, καὶ σύνετε· μάθετε, δικασταὶ περάτων γῆς.

Σοφ. Σολ. 6,1           Ακούστε λοιπόν, ηγέτες τους κόσμου, κ βάλτε μυαλό. καταλάβετε (αυτά που είπα), εσείς που κρίνετε την γή ώς τα πέρατατης.

Σοφ. Σολ. 6,2       ἐνωτίσασθε οἱ κρατοῦντες πλήθους καὶ γεγαυρωμένοι ἐπὶ ὄχλοις ἐθνῶν·

Σοφ. Σολ. 6,2           δώστε προσοχή εσείς που κυριαρχείτε στους λαούς και εσείς που αλαζονεύεσθε για την εξουσία που έχετε επάνω εις πλήθη εθνών.

Σοφ. Σολ. 6,3       ὅτι ἐδόθη παρὰ τοῦ Κυρίου ἡ κράτησις ὑμῖν καὶ ἡ δυναστεία παρὰ Ὑψίστου, ὃς ἐξετάσει ὑμῶν τὰ ἔργα καὶ τὰς βουλὰς διερευνήσει·

Σοφ. Σολ. 6,3           διότι την πολιτικήσας ισχύ ο Κύριος σας την παραχώρησε, την εξουσίασας ο Ύψιστος σας την παραχώρησε, εκείνος κ θα κρίνει τα έργασας, θα διαλευκάνει κ τα σχέδιασας.

Σοφ. Σολ. 6,4       ὅτι ὑπηρέται ὄντες τῆς αὐτοῦ βασιλείας οὐκ ἐκρίνατε ὀρθῶς, οὐδὲ ἐφυλάξατε νόμον, οὐδὲ κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ ἐπορεύθητε.

Σοφ. Σολ. 6,4           που ενώ ήσασταν μικρομέτοχοι της δικήςτου εξουσίας, δεν κυβερνήσατε σωστά, δέν τηρήσατε τον νόμο του Θεού ("το γράμμα του Νόμου"), ούτε βαδίσατε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ("το πνεύμα του Νόμου").

Σοφ. Σολ. 6,5       φρικτῶς καὶ ταχέως ἐπιστήσεται ὑμῖν, ὅτι κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι γίνεται.

Σοφ. Σολ. 6,5           Φρικτή και ταχεία θα πέσει επάνωσας η τιμωρία, διότι τρομερή πάντοτε και αιφνίδια είναι η τιμωρία των παρανόμων αρχόντων.

Σοφ. Σολ. 6,6       ὁ γὰρ ἐλάχιστος συγγνωστός ἐστιν ἐλέους, δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται·

Σοφ. Σολ. 6,6           Διότι ο (κάθε) άσημος κ απλοϊκός άνθρωπος είναι άξιος συγγνώμης ωστε να τον λυπηθεί (ο Θεός). Οι ισχυροί όμως θα κριθούν με αυστηρότητα.

Σοφ. Σολ. 6,7       οὐ γὰρ ὑποστελεῖται πρόσωπον ὁ πάντων δεσπότης, οὐδὲ ἐντραπήσεται μέγεθος, ὅτι μικρὸν καὶ μέγαν αὐτὸς ἐποίησεν ὁμοίως τε προνοεῖ περὶ πάντων·

Σοφ. Σολ. 6,7           Διότι δεν θα "ρίξει κάτω" το πρόσωπό του ο άρχοντας του σύμπαντος, ούτε θα εντυπωσιασθεί απο το μέγεθος (των αρχόντων), αφού κ τον κάθε μικρό κ μεγάλο: αυτός τον έπλασε, κ εξίσου προνοεί για όλους.

Σοφ. Σολ. 6,8       τοῖς δὲ κραταιοῖς ἰσχυρὰ ἐφίσταται ἔρευνα.

Σοφ. Σολ. 6,8           Για τους ισχυρούς όμως (ιδιαίτερα) αυστηρός έλεγχος επιφυλάσσεται.

Σοφ. Σολ. 6,9       πρὸς ὑμᾶς οὖν, ὦ τύραννοι, οἱ λόγοι μου, ἵνα μάθητε σοφίαν καὶ μὴ παραπέσητε·

Σοφ. Σολ. 6,9           Σε σάς λοιπόν, ω άρχοντες (της γής), απευθύνονται τα λόγιαμου αυτά, για να καταλάβεταε την σοφία και να μην πέσετε σε παραπτώματα.

Σοφ. Σολ. 6,10     οἱ γὰρ φυλάξαντες ὁσίως τὰ ὅσια ὁσιωθήσονται, καὶ οἱ διδαχθέντες αὐτὰ εὑρήσουσιν ἀπολογίαν.

Σοφ. Σολ. 6,10         Διότι όσοι με ειλικρίνεια τήρησαν τα προστάγματα της εντιμότητας, θα ονομασθούν έντιμοι. Και όσοι διδάχθηκαν (αποδεχόμενοι) αυτά τα προστάγματα, θα έχουν να απολογηθούν.

Σοφ. Σολ. 6,11     ἐπιθυμήσατε οὖν τῶν λόγων μου, ποθήσατε καὶ παιδευθήσεσθε.

Σοφ. Σολ. 6,11          Γι' αυτό, αγαπήστε τα λόγιαμου (αυτά), επιθυμήστε (να τα καταλάβετε) και έτσι θα αποκτήσετε παιδεία.

Σοφ. Σολ. 6,12     Λαμπρὰ καὶ ἀμάραντός ἐστιν ἡ σοφία και εὐχερῶς θεωρεῖται ὑπὸ τῶν ἀγαπώντων αὐτὴν καὶ εὑρίσκεται ὑπὸ τῶν ζητούντων αὐτήν,

Σοφ. Σολ. 6,12         Λαμπρή κ αιώνια είναι η σοφία, κ εύκολα κατανοείται απο όσους την αγαπούν, κ βρίσκεται απο όσους την αναζητούν.

Σοφ. Σολ. 6,13     φθάνει τοὺς ἐπιθυμοῦντας προγνωσθῆναι.

Σοφ. Σολ. 6,13         (η σοφία) προλαβαίνει αυτούς που την επιθυμούν για να τους φανερωθεί έγκαιρα.

Σοφ. Σολ. 6,14     ὁ ὀρθρίσας πρὸς αὐτὴν οὐ κοπιάσει, πάρεδρον γὰρ εὑρήσει τῶν πυλῶν αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 6,14         Όποιος σηκώνεται πρίν απο την ανατολή για χάρητης ( σοφίας) δέν θα κουράζεται, γιατί θα την έχει να εδρεύει μονίμως στην πόρτατου.

Σοφ. Σολ. 6,15     τὸ γὰρ ἐνθυμηθῆναι περὶ αὐτῆς φρονήσεως τελειότης, καὶ ὁ ἀγρυπνήσας δι᾿ αὐτὴν ταχέως ἀμέριμνος ἔσται·

Σοφ. Σολ. 6,15         Κ μάλιστα το να διαλογίζεται κάποιος για αυτήν (τη σοφία), σημαίνει τελειότητα της φρόνησης. Κ όποιος αγρυπνά για για να αποκτήσει τη σοφία, σύντομα θα πετύχει να απαλλαγεί απο κάθε σκοτούρα.

Σοφ. Σολ. 6,16     ὅτι τοὺς ἀξίους αὐτῆς αὕτη περιέρχεται ζητοῦσα καὶ ἐν ταῖς τρίβοις φαντάζεται αὐτοῖς εὐμενῶς καὶ ἐν πάσῃ ἐπινοίᾳ ὑπαντᾷ αὐτοῖς.

Σοφ. Σολ. 6,16        Διότι αυτούς που την αξίζουν, η ίδια (η σοφία) τους αναζητά τριγυρίζοντας παντού, κ στους δρόμους τους παρουσιάζεται για να τους ευεργετήσει, κ σε κάθε τί που σχεδιάζουν τους συναντά για να τους βοηθήσει.

Σοφ. Σολ. 6,17     ἀρχὴ γὰρ αὐτῆς ἡ ἀληθεστάτη παιδείας ἐπιθυμία, φροντὶς δὲ παιδείας ἀγάπη,

Σοφ. Σολ. 6,17         (απο εδώ αρχίζει αλυσίδα συλλογισμών): Αφού αρχή της (σοφίας) είναι η πραγματικά ειλικρινής επιθυμία παιδείας, κ το κίνητρο της παιδείας είναι η αγάπη,

Σοφ. Σολ. 6,18     ἀγάπη δέ τήρησις νόμων αὐτῆς, προσοχὴ δὲ νόμων βεβαίωσις ἀφθαρσίας,

Σοφ. Σολ. 6,18         κ αγάπη σημαίνει τήρηση των κανόνων που επιβάλλει η σοφία, κ η τήρηση αυτών των κανόνων είναι εγγύηση για την επίτευξη της αφθαρσίας,

Σοφ. Σολ. 6,19     ἀφθαρσία δὲ ἐγγὺς εἶναι ποιεῖ Θεοῦ.

Σοφ. Σολ. 6,19         κ η αφθαρσία κάνει τον άνθρωπο να είναι κοντά στο Θεό·

Σοφ. Σολ. 6,20     ἐπιθυμία ἄρα σοφίας ἀνάγει ἐπὶ βασιλείαν.

Σοφ. Σολ. 6,20        συνεπώς η επιθυμία για σοφία ανεβάζει τον άνθρωπο στο επίπεδο να μπορεί να διαφεντεύει.

Σοφ. Σολ. 6,21     εἰ οὖν ἥδεσθε ἐπὶ θρόνοις καὶ σκήπτροις, τύραννοι λαῶν, τιμήσατε σοφίαν, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε.

Σοφ. Σολ. 6,21         ’ν λοιπόν ευχαριστιέστε με θρόνους κ σκήπτρα, άρχοντες των λαών, να τιμήσετε την σοφία, ωστε αιώνια να είστε άρχοντες.

Σοφ. Σολ. 6,22     τί δέ ἐστι σοφία καὶ πῶς ἐγένετο, ἀπαγγελῶ καὶ οὐκ ἀποκρύψω ὑμῖν μυστήρια, ἀλλὰ ἀπ᾿ ἀρχῆς γενέσεως ἐξιχνιάσω καὶ θήσω εἰς τὸ ἐμφανὲς τὴν γνῶσιν αὐτῆς καὶ οὐ μὴ παροδεύσω τὴν ἀλήθειαν.

Σοφ. Σολ. 6,22        Όσο για το τί είναι η σοφία κ πώς δημιουργήθηκε, θα σας το πώ δημοσίως χωρίς να σας αποκρύψω μυστικά, αλλα απο την αρχή της δημιουργίαςτης θα σας την διηγηθώ κ θα βγάλω στο φώς ό,τι γνωρίζω γι' αυτήν χωρίς να παραλείψω σε κανένα σημείο την αλήθεια.

Σοφ. Σολ. 6,23     οὔτε μὴν φθόνῳ τετηκότι συνοδεύσω, ὅτι οὗτος οὐ κοινωνήσει σοφίᾳ.

Σοφ. Σολ. 6,23        αλλα ούτε κ θα διαλεχθώ με άνθρωπο που λιώνει απο τον φθόνοτου, διότι τέτοιος άνθρωπος δέν πρόκειται να (θελήσει να) συμμετάσχει στη σοφία.

Σοφ. Σολ. 6,24   πλῆθος δὲ σοφῶν σωτηρία κόσμου, καὶ βασιλεὺς φρόνιμος εὐστάθεια δήμου.

Σοφ. Σολ. 6,24        Απο την άλλη, το σύνολο των σοφών είναι η σωτηρία του κόσμου, κ κυβερνήτης συνετός σημαίνει σταθερότητα του λαούτου.

Σοφ. Σολ. 6,25    ὥστε παιδεύεσθε τοῖς ῥήμασί μου, καὶ ὠφεληθήσεσθε.

Σοφ. Σολ. 6,25        Έτσι λοιπόν, να χρησιμοποιείτε τα λόγιαμου για τη μόρφωσήσας, κ θα έχετε όφελος.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 7

 

Σοφ. Σολ. 7,1       Εἰμὶ μὲν κἀγὼ θνητὸς ἄνθρωπος ἴσος ἅπασι καὶ γηγενοῦς ἀπόγονος πρωτοπλάστου· καὶ ἐν κοιλίᾳ μητρὸς ἐγλύφην σὰρξ

Σοφ. Σολ. 7,1           Κατ' αρχήν, είμαι κι εγώ ένας θνητός άνθρωπος όπως όλοι, απόγονος του πρώτου ανθρώπου που πλάσθηκε απο χώμα. Κ μέσα στην κοιλιά μιάς μάνας έλαβα σωματική μορφή.

Σοφ. Σολ. 7,2       δεκαμηνιαίῳ χρόνῳ παγεὶς ἐν αἵματι ἐκ σπέρματος ἀνδρὸς καὶ ἡδονῆς ὕπνῳ συνελθούσης.

Σοφ. Σολ. 7,2           Μέσα σε χρονικό διάστημα δέκα σεληνιακών μηνών έλαβα συγκεκριμένη μορφή απο αίμα αφού συλλήφθηκα απο σπέρμα ενός άντρα με την ηδονή της συνουσίας.

Σοφ. Σολ. 7,3       καὶ ἐγώ δὲ γενόμενος ἔσπασα τὸν κοινὸν ἀέρα καὶ ἐπὶ τὴν ὁμοιοπαθῆ κατέπεσον γῆν, πρώτην φωνὴν τὴν ὁμοίαν πᾶσιν ἴσα κλαίων·

Σοφ. Σολ. 7,3           κ εγώ, όταν γεννήθηκα, τράβηξα μέσαμου τον αέρα που αναπνεύουν όλα τα πλάσματα κ έπεσα στη γή η οποία όλα τα πλάσματα σηκώνει, κ πρώτη φωνή έβγαλα, όπως όλοι, ένα κλάμα.

Σοφ. Σολ. 7,4       ἐν σπαργάνοις ἀνετράφην καὶ ἐν φροντίσιν·

Σοφ. Σολ. 7,4           μέσα σε σπάργανα μεγάλωσα, με φροντίδες (άλλων ανθρώπων, μή δυνάμενος να μεγαλώσω με τη δικήμου δύναμη).

Σοφ. Σολ. 7,5       οὐδεὶς γὰρ βασιλεὺς ἑτέραν ἔσχε γενέσεως ἀρχήν,

Σοφ. Σολ. 7,5           Γιατί κανένας (ούτε) βασιλέας (ούτε απλός άνθρωπος) δέν είχε ποτέ διαφορετική αρχή στη ζωήτου.

Σοφ. Σολ. 7,6       μία δὲ πάντων εἴσοδος εἰς τὸν βίον, ἔξοδός τε ἴση.

Σοφ. Σολ. 7,6           Αφού ίδια είναι ολονών η είσοδος στη ζωή, ίδια κ η έξοδος.

Σοφ. Σολ. 7,7       διὰ τοῦτο ηὐξάμην, καὶ φρόνησις ἐδόθη μοι· ἐπεκαλεσάμην, καὶ ἦλθέ μοι πνεῦμα σοφίας.

Σοφ. Σολ. 7,7           Γι' αυτό προσευχήθηκα, κ φρόνηση μου δόθηκε· επικαλέσθηκα, κ ήρθε σε μένα πνεύμα σοφίας.

(αυτό το "δια τοῦτο" έχει μέγιστη σημασία. Τί εννοεί "γι' αυτό προσευχήθηκα"; Γιατί θέλησε να αποκτήσει σοφία; Προφανώς διότι μόλις έμαθε να μιλά, αντιλήφθηκε πως χωρίς γνώση ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Όσο ακόμη βρίσκεται στη ζωή, δέν έχει καμιά άλλη ελπίδα πέρα απο το να προσευχηθεί για να κατανοήσει κατ' αρχήν το σκοπό της ζωήςτου κ έπειτα τα μέσα για να ζήσει σωστά).

Σοφ. Σολ. 7,8       προέκρινα αὐτὴν σκήπτρων καὶ θρόνων καὶ πλοῦτον οὐδὲν ἡγησάμην ἐν συγκρίσει αὐτῆς·

Σοφ. Σολ. 7,8           Την προτίμησα απο σκήπτρα κ θρόνους, κ θεώρησα πως ο πλούτος δέν είναι τίποτε σε σύγκριση με αυτήν (τη σοφία).

Σοφ. Σολ. 7,9       οὐδὲ ὡμοίωσα αὐτῇ λίθον ἀτίμητον, ὅτι ὁ πᾶς χρυσὸς ἐν ὄψει αὐτῆς ψάμμος ὀλίγη, καὶ ὡς πηλὸς λογισθήσεται ἄργυρος ἐναντίον αὐτῆς.

Σοφ. Σολ. 7,9          Ούτε κάν την συνέκρινα με πετράδι ανεκτίμητο, αφού όλο το χρυσάφι του κόσμου είναι λιγοστή άμμος μπροστά στη σοφία, κ όλο το ασήμι (=όλο το χρήμα του κόσμου) σε σύγκριση με τη σοφία λογαριάζεται ώς λάσπη.

Σοφ. Σολ. 7,10     ὑπὲρ ὑγίειαν καὶ εὐμορφίαν ἠγάπησα αὐτὴν καὶ προειλόμην αὐτὴν ἀντὶ φωτὸς ἔχειν, ὅτι ἀκοίμητον τὸ ἐκ ταύτης φέγγος.

Σοφ. Σολ. 7,10         Παραπάνω κ απο την υγεία κ απο την ομορφιά την αγάπησα (τη σοφία). Προτίμησα σοφία να έχω παρά φώς, διότι ακοίμητο είναι το νοητό φώς που βγαίνει απο αυτήν (τη σοφία).

Σοφ. Σολ. 7,11     ἦλθε δέ μοι τὰ ἀγαθὰ ὁμοῦ πάντα μετ᾿ αὐτῆς καὶ ἀναρίθμητος πλοῦτος ἐν χερσὶν αὐτῆς.

Σοφ. Σολ. 7,11          Ωστόσο ήρθαν σε μένα κ όλα τα αγαθά μαζί με αυτήν (τη σοφία), μιάς κ αναρίθμητα πλούτη είναι στα χέριατης. (πολύ σημαντική παρατήρηση: μόνο σοφία ζήτησα, αλλα μαζί με τη σοφία μου δόθηκαν όλα τα αγαθά, γιατί μές τα χέρια της σοφίας είναι όλα τα αγαθά).

Σοφ. Σολ. 7,12     εὐφράνθην δὲ ἐπὶ πᾶσιν, ὅτι αὐτῶν ἡγεῖται σοφία, ἠγνόουν δὲ αὐτὴν γενέτιν εἶναι τούτων.

Σοφ. Σολ. 7,12         κ απόλαυσα όλα τα αγαθά, γιατί απο όλα αυτά προπορεύεται η σοφία (η σοφία πάει μπροστά κ τα άλλα αγαθά την ακολουθούν). Κ (μέχρι τότε) δέν ήξερα οτι αυτή (η σοφία) είναι η γεννήτρια (η "μητέρα") όλων αυτών (των αγαθών).

Σοφ. Σολ. 7,13     ἀδόλως τε ἔμαθον ἀφθόνως τε μεταδίδωμι, τὸν πλοῦτον αὐτῆς οὐκ ἀποκρύπτομαι·

Σοφ. Σολ. 7,13         κ χωρίς καμιά υστεροβουλία την έμαθα (τη σοφία) κ χωρίς φθόνο την μεταδίδω, χωρίς να αποκρύπτω τον πλούτοτης.

Σοφ. Σολ. 7,14     ἀνεκλιπὴς γὰρ θησαυρός ἐστιν ἀνθρώποις, ὃν οἱ χρησάμενοι πρὸς Θεὸν ἐστείλαντο φιλίαν διὰ τὰς ἐκ παιδείας δωρεὰς συσταθέντες.

Σοφ. Σολ. 7,14         βλέπετε, (η σοφία) είναι για τους ανθρώπους ανεξάντλητος θησαυρός, τον οποίο όποιοι χρησιμοποιούν συνάπτουν φιλία με τον Θεό, αφού του παραδίδονται για να αποκτήσουν τα δώρα που φέρνει η παιδεία. (στο πρωτότυπο χρησιμοποιήθηκε εδώ γνωμικός αόριστος, μεταφράζω με ενεστώτα).

Σοφ. Σολ. 7,15     Ἐμοὶ δὲ δῴη ὁ Θεὸς εἰπεῖν κατὰ γνώμην καὶ ἐνθυμηθῆναι ἀξίως τῶν δεδομένων, ὅτι αὐτὸς καὶ τῆς σοφίας ὁδηγός ἐστι καὶ τῶν σοφῶν διορθωτής.

Σοφ. Σολ. 7,15         κ είθε να μου δώσει ο Θεός (την ικανότητα) να εκφράσω πλήρως τις ιδέεςμου κ να θυμηθώ επάξια όσα μου έχει χαρίσει, διότι αυτός (ο Θεός) είναι που φέρνει τη σοφία κ που διορθώνει (καθοδηγεί στο σωστό δρόμο) τους σοφούς.

Σοφ. Σολ. 7,16     ἐν γὰρ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ λόγοι ἡμῶν πᾶσά τε φρόνησις καὶ ἐργατειῶν ἐπιστήμη.

Σοφ. Σολ. 7,16         αφού στο χέριτου είμαστε κ εμείς κ τα λόγιαμας κ κάθε γνώση κ οι επιστήμες των πρακτικών εφαρμογών.

Σοφ. Σολ. 7,17     αὐτὸς γάρ μοι ἔδωκε τῶν ὄντων γνῶσιν ἀψευδῆ εἰδέναι σύστασιν κόσμου καὶ ἐνέργειαν στοιχείων,

Σοφ. Σολ. 7,17         αφού αυτός μου έδωσε αψευδή γνώση των όντων ωστε να γνωρίσω τη δημιουργία του (σύμπαντος) κόσμου κ τις ενέργειες (=ιδιότητες) των στοιχείων της φύσης,

Σοφ. Σολ. 7,18   ἀρχὴν καὶ τέλος καὶ μεσότητα χρόνων, τροπῶν ἀλλαγὰς καὶ μεταβολὰς καιρῶν,

Σοφ. Σολ. 7,18        (να γνωρίσω) την αρχή, το τέλος κ το ενδιάμεσο των χρονικών διαστημάτων, τις αλλαγές (=τα ηλιοστάσια κ ισημερίες) κ τις μεταβολές των εποχών (του έτους),

Σοφ. Σολ. 7,19    ἐνιαυτῶν κύκλους καὶ ἀστέρων θέσεις,

Σοφ. Σολ. 7,19        (να γνωρίσω) των ετών τους κύκλους κ των αστέρων τις θέσεις,

Σοφ. Σολ. 7,20     φύσεις ζῴων καὶ θυμοὺς θηρίων, πνευμάτων βίας καὶ διαλογισμοὺς ἀνθρώπων, διαφορὰς φυτῶν καὶ δυνάμεις ῥιζῶν,

Σοφ. Σολ. 7,20        (μου έδωσε τη γνώση ωστε να γνωρίσω) τις φύσεις όλων των ζωντανών πλασμάτων, τα ένστικτα των ζώων, τις δυνάμεις των ανέμων, τις σκέψεις των ανθρώπων, τις ιδιότητες των διαφόρων φυτών, τις (φαρμακευτικές) δυνάμεις των ριζών,

Σοφ. Σολ. 7,21     ὅσα τέ ἐστι κρυπτὰ καὶ ἐμφανῆ ἔγνων· ἡ γὰρ πάντων τεχνῖτις ἐδίδαξέ με σοφία.

Σοφ. Σολ. 7,21         (κ με το χάρισμα αυτό του Θεού) κ τα κρυφά κ τα φανερά γνώρισα· διότι με δίδαξε η σοφία που περιέχει τη γνώση όλων των τεχνών.

Σοφ. Σολ. 7,22     Ἔστι γὰρ ἐν αὐτῇ πνεῦμα νοερόν, ἅγιον, μονογενές, πολυμερές, λεπτόν, εὐκίνητον, τρανόν, ἀμόλυντον, σαφές, ἀπήμαντον, φιλάγαθον, ὀξύ, ἀκώλυτον, εὐεργετικόν,

Σοφ. Σολ. 7,22        (εδώ αρχίζει παράθεση 21 επιθέτων του πνεύματος της σοφίας, δηλαδή του πνεύματος του Θεού): διότι μέσα σ' αυτήν (τη σοφία) υπάρχει ένα πνεύμα που κατανοεί, πνεύμα αγνό, μοναδικό, αλλα κ εφαρμοζόμενο σε κάθε επι μέρους πράγμα, λεπτότερο απο την ύλη, ταχύτατο, μεγαλύτερο απο κάθε τί, πνεύμα που δέν μολύνεται, πνεύμα βέβαιο, άτρωτο, που αγαπά το καλό, αιχμηρό (=διεισδυτικό), που καμιά δύναμη δέν μπορεί να το εμποδίσει, πνεύμα ευεργετικό,

Σοφ. Σολ. 7,23     φιλάνθρωπον, βέβαιον, ἀσφαλές, ἀμέριμνον, παντοδύναμον, πανεπίσκοπον καὶ διὰ πάντων χωροῦν πνευμάτων νοερῶν καθαρῶν λεπτοτάτων.

Σοφ. Σολ. 7,23         πνεύμα που θέλει το καλό των ανθρώπων, πνεύμα σταθερό, αλάθητο, χωρίς έγνοιες, παντοδύναμο, που τα πάντα εποπτεύει κ που εισχωρεί σε όλα τα πνεύματα που έχουν νόηση, καθαρότητα κ αντίληψη του υπεραισθητού.

Σοφ. Σολ. 7,24     πάσης γὰρ κινήσεως κινητικώτερον σοφία, διήκει δὲ καὶ χωρεῖ διὰ πάντων διὰ τὴν καθαρότητα·

Σοφ. Σολ. 7,24        Απο κάθε κίνηση πιό ευκίνητη είναι η σοφία: φτάνει παντού κ διαπερνά τα πάντα χάρις στην καθαρότητατης·

Σοφ. Σολ. 7,25     ἀτμὶς γάρ ἐστι τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως καὶ ἀπόῤῥοια τῆς τοῦ Παντοκράτορος δόξης εἰλικρινής· διὰ τοῦτο οὐδὲν μεμιαμμένον εἰς αὐτὴν παρεμπίπτει.

Σοφ. Σολ. 7,25         διότι (η σοφία) είναι μιά ανάσα που βγαίνει απο τη δύναμη του Θεού, είναι κάτι αληθινό που απορρέει απο την δόξα του Παντοκράτορος· γι' αυτό κ τίποτε βρώμικο δέν μπορεί να εισδύσει σ' αυτήν (τη σοφία).

Σοφ. Σολ. 7,26     ἀπαύγασμα γάρ ἐστι φωτὸς ἀϊδίου καὶ ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον τῆς τοῦ Θεοῦ ἐνεργείας καὶ εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 7,26        διότι (η σοφία) είναι αντανάκλαση απο φώς αιώνιο, είναι καθρέφτης ("οθόνη" θα λέγαμε σήμερα) ολοκάθαρος της ενέργειας (=ιδιότητας) του Θεού, είναι μορφή της καλοσύνηςτου (του Θεού).

(παρατήρηση: η λ. ενέργεια σ' αυτό το κείμενο σημαίνει "αυτό που το κάθε όν έχει μέσατου κ το εκδηλώνει με τα έργατου", δηλαδή η ιδιότητα του κάθε όντος. Φώς αιώνιο είναι αυτό που ονομάζεται "άκτιστον φώς" στην ορθόδοξη παράδοση, brahmacjoti, "brahmajyoti" στην ινδουιστική παράδοση).

Σοφ. Σολ. 7,27     μία δὲ οὖσα πάντα δύναται καὶ μένουσα ἐν αὐτῇ τὰ πάντα καινίζει καὶ κατὰ γενεὰς εἰς ψυχὰς ὁσίας μεταβαίνουσα φίλους Θεοῦ καὶ προφήτας κατασκευάζει·

Σοφ. Σολ. 7,27        (η σοφία του Θεού) παρόλο που είναι μία κ μοναδική, δύναται να πράττει τα πάντα· παρόλο που μένει αναλλοίωτη η ίδια, ανανεώνει τα πάντα· σε κάθε γενεά πηγαίνει σε ψυχές αγνές κ δημιουργεί εραστές του Θεού (λάτρεις) κ προφήτες.

Σοφ. Σολ. 7,28     οὐθὲν γὰρ ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς εἰ μὴ τὸν σοφίᾳ συνοικοῦντα.

Σοφ. Σολ. 7,28        διότι τίποτε δέν ευνοεί ο Θεός παρα μόνο όποιον συγκατοικεί με τη σοφία.

(εδώ γεννάται ερώτημα: πώς δέν αγαπά ο Θεός όλα τα όντα, αφού ο ίδιος τα δημιούργησε; η λ. ἀγαπᾷ εδώ πρέπει να ληφθεί με την έννοια της ιδιαίτερης εύνοιας)

Σοφ. Σολ. 7,29     ἔστι γὰρ αὕτη εὐπρεπεστέρα ἡλίου καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἄστρων θέσιν, φωτὶ συγκρινομένη, εὑρίσκεται προτέρα·

Σοφ. Σολ. 7,29        διότι αυτή (η σοφία του Θεού) είναι πιό μεγαλοπρεπής απο τον ήλιο κ απο όλα τα αστρικά συστήματα. ’ν συγκριθεί με το υλικό φώς, αποδεικνύεται οτι υπερέχει (η σοφία):

Σοφ. Σολ. 7,30     τοῦτο μὲν γὰρ διαδέχεται νύξ, σοφίας δὲ οὐ κατισχύει κακία.

Σοφ. Σολ. 7,30         διότι αυτό (=το υλικό φως) το διαδέχεται η νύχτα· την σοφία όμως δέν την κατανικά η κακία.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 8

 

Σοφ. Σολ. 8,1       Διατείνει δὲ ἀπὸ πέρατος εἰς πέρας εὐρώστως καὶ διοικεῖ τὰ πάντα χρηστῶς.

Σοφ. Σολ. 8,1           (Η θεϊκή σοφία) εκτείνεται απο άκρη ώς άκρη (του σύμπαντος) υγιής κ δυνατή, κ διοικεί τα πάντα σωστά.

Σοφ. Σολ. 8,2       Ταύτην ἐφίλησα καὶ ἐξεζήτησα ἐκ νεότητός μου καὶ ἐζήτησα νύμφην ἀγαγέσθαι ἐμαυτῷ καὶ ἐραστὴς ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς.

Σοφ. Σολ. 8,2           Αυτήν αγάπησα κ άρχισα να την αναζητώ απο τα νεανικάμου χρόνια, κ ήθελα για σύζυγομου να την πάρω, ερωτεύτηκα την ομορφιάτης.

Σοφ. Σολ. 8,3       εὐγένειαν δοξάζει συμβίωσιν Θεοῦ ἔχουσα, καὶ ὁ πάντων δεσπότης ἠγάπησεν αὐτήν·

Σοφ. Σολ. 8,3           (η θεϊκή σοφία) ακτινοβολεί την ευγενική καταγωγή που έχει επειδή συζεί με το Θεό, ο οποίος, άρχοντας του σύμπαντος, την έχει αγαπήσει.

Σοφ. Σολ. 8,4       μύστις γάρ ἐστι τῆς τοῦ Θεοῦ ἐπιστήμης καὶ αἱρετὶς τῶν ἔργων αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 8,4           Αφού αυτή είναι που αποκαλύπτει τη γνώση του Θού, κάνει τους ανθρώπους να επιλέγουν να πράττουν εκείνα που ο Θεός θέλει.

Σοφ. Σολ. 8,5       εἰ δὲ πλοῦτός ἐστιν ἐπιθυμητὸν κτῆμα ἐν βίῳ, τί σοφίας πλουσιώτερον τῆς τὰ πάντα ἐργαζομένης;

Σοφ. Σολ. 8,5           Δεδομένου οτι ο πλούτος είναι κάτι που όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν να έχουν στη ζωή, τί είναι πιό πλούσιο απο την σοφία, που αυτή παράγει τα πάντα;

Σοφ. Σολ. 8,6       εἰ δὲ φρόνησις ἐργάζεται, τίς αὐτῆς τῶν ὄντων μᾶλλόν ἐστι τεχνῖτις;

Σοφ. Σολ. 8,6           Κ δεδομένου οτι η νόηση είναι αυτή που πράττει το κάθε τί, ποιός είναι ανώτερος τεχνίτης απο αυτήν (τη σοφία του Θεού) που με τέχνη δημιουργεί όλα τα όντα;

Σοφ. Σολ. 8,7       καὶ εἰ δικαιοσύνην ἀγαπᾷ τις, οἱ πόνοι ταύτης εἰσὶν ἀρεταί· σωφροσύνην γὰρ καὶ φρόνησιν ἐκδιδάσκει, δικαιοσύνην καὶ ἀνδρείαν, ὧν χρησιμώτερον οὐδέν ἐστιν ἐν βίῳ ἀνθρώποις.

Σοφ. Σολ. 8,7           κ άν την δικαιοσύνη αγαπάει κάποιος, οι κόποι για αυτήν (την σοφία) είναι οι αρετές: διότι (η σοφία) σου μαθαίνει την σύνεση κ την σωστή σκέψη, (σου διδάσκει) την δικαιοσύνη κ την ανδρεία, απο τα οποία χρησιμότερο τίποτε δέν υπάρχει στην ζωή των ανθρώπων.

("εν τῃ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσαι αἱ αρεταί". Όποιος αγαπάει τη δικαιοσύνη, ζητάει όλες τις αρετές. Οι οποίες αρετές επιτυγχάνονται με την ειλικρινή αναζήτηση της σοφίας)

Σοφ. Σολ. 8,8       εἰ δὲ καὶ πολυπειρίαν ποθεῖ τις, οἶδε τὰ ἀρχαῖα καὶ τὰ μέλλοντα εἰκάζειν, ἐπίσταται στροφὰς λόγων καὶ λύσεις αἰνιγμάτων, σημεῖα καὶ τέρατα προγινώσκει καὶ ἐκβάσεις καιρῶν καὶ χρόνων.

Σοφ. Σολ. 8,8           κ άν επιθυμεί κάποιος πολυμάθεια, (χάρις στη σοφία) γνωρίζει πώς να εικάζει (να αντιλαμβάνεται) τα παρελθόντα κ τα μέλλοντα, καταλαβαίνει καλά το νόημα των σύνθετων λόγων κ τις εξηγήσεις των άδηλων πραγμάτων, κάνει προγνώσεις για θεϊκά σημάδια κ για παράδοξα πράγματα κ για το πού θα καταλήξουν εποχές κ χρόνια.

Σοφ. Σολ. 8,9       ἔκρινα τοίνυν ταύτην ἀγαγέσθαι πρὸς συμβίωσιν, εἰδὼς ὅτι ἔσται μοι σύμβουλος ἀγαθῶν καὶ παραίνεσις φροντίδων καὶ λύπης.

Σοφ. Σολ. 8,9           αποφάσισα λοιπόν αυτήν (τη σοφία) να πάρω για σύντροφο της ζωήςμου, αφού κατάλαβα οτι θα μου είναι σύμβουλος για κάθε καλό έργο κ παρηγοριάμου στις έγνοιες κ σε κάθε στενοχώρια.

Σοφ. Σολ. 8,10     ἕξω δι᾿ αὐτὴν δόξαν ἐν ὄχλοις καὶ τιμὴν παρὰ πρεσβυτέροις ὁ νέος·

Σοφ. Σολ. 8,10         χάρις σ' αυτήν (τη σοφία) θα έχω εκτίμηση ανάμεσα στα πλήθη (του κόσμου) κ υπόληψη απο τους μεγαλύτερουςμου ενώ είμαι ακόμη νέος.

Σοφ. Σολ. 8,11     ὀξὺς εὑρεθήσομαι ἐν κρίσει καὶ ἐν ὄψει δυναστῶν θαυμασθήσομαι·

Σοφ. Σολ. 8,11          θα βρεθώ (=θα αποδειχθώ) κοφτερός (=οτι κόβει το μυαλόμου, ακριβής) στην κρίσημου, κ απο τους άρχοντες του κόσμου θα θαυμάζομαι όταν με συναντούν.

Σοφ. Σολ. 8,12     σιγῶντά με περιμενοῦσι καὶ φθεγγομένῳ προσέξουσι καὶ λαλοῦντος ἐπί πλεῖον χεῖρα ἐπιθήσουσιν ἐπὶ στόμα αὐτῶν.

Σοφ. Σολ. 8,12         όταν σωπαίνω, θα με περιμένουν να μιλήσω. Όταν μιλώ θα με προσέχουν. Κ όταν παρατείνω την ομιλίαμου, θα βάζουν το χέριτους πάνω στο στόματους (χειρονομία που δείχνει "φράζουμε το στόμαμας, δέν πρέπει να μιλάμε τώρα, για να προσέχουμε τί έχει να μας πεί αυτός").

Σοφ. Σολ. 8,13     ἕξω δι᾿ αὐτὴν ἀθανασίαν καὶ μνήμην αἰώνιον τοῖς μετ᾿ ἐμὲ ἀπολείψω.

Σοφ. Σολ. 8,13         θα έχω εξαιτίας αυτής (της σοφίας) αθανασία, κ μνήμη αιώνια θα αφήσω στους μετά απο εμένα (στις μελλοντικές γενιές).

(αθανασία εδώ προφανώς εννοεί αθάνατη μνήμη: πάντοτε θα με θυμούνται)

Σοφ. Σολ. 8,14     διοικήσω λαούς, καὶ ἔθνη ὑποταγήσεταί μοι·

Σοφ. Σολ. 8,14         (πάντα χάρις στη σοφία) θα διοικώ λαούς, κ έθνη θα μου υποτάσσονται.

Σοφ. Σολ. 8,15     φοβηθήσονταί με ἀκούσαντες τύραννοι φρικτοί, ἐν πλήθει φανοῦμαι ἀγαθὸς καὶ ἐν πολέμῳ ἀνδρεῖος.

Σοφ. Σολ. 8,15         θα φοβούνται απο τα λόγιαμου μονάρχες φοβεροί, σε κάθε σύναξη θα αποδεικνύομαι άξιος, κ στον πόλεμο (θα αποδεικνύομαι) ανδρείος.

Σοφ. Σολ. 8,16     εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν μου προσαναπαύσομαι αὐτῇ· οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφή αὐτῆς, οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς, ἀλλὰ εὐφροσύνην καὶ χαράν.

Σοφ. Σολ. 8,16         όταν επιστρέφω στο σπίτιμου, θα κάθομαι να αναπαυθώ κοντάτης· γιατί δέν έχει καμιά πίκρα η συναναστροφή με αυτήν (τη σοφία), ούτε τίποτε δυσάρεστο η συμβίωση με αυτήν, αλλα (έχει) μόνο ευθυμία κ χαρά.

Σοφ. Σολ. 8,17     ταῦτα λογισάμενος ἐν ἐμαυτῷ καὶ φροντίσας ἐν καρδίᾳ μου ὅτι ἐστιν ἀθανασία ἐν συγγενείᾳ σοφίας

Σοφ. Σολ. 8,17         Αυτά αφού είπα μέσαμου, κ αφού σκέφτηκα μές την καρδιάμου οτι προκύπτει αθανασία μέσω της συνάφειας με τη σοφία,

Σοφ. Σολ. 8,18     καὶ ἐν φιλίᾳ αὐτῆς τέρψις ἀγαθὴ καὶ ἐν πόνοις χειρῶν αὐτῆς πλοῦτος ἀνεκλιπὴς καὶ ἐν συγγυμνασίᾳ ὁμιλίας αὐτῆς φρόνησις καὶ εὔκλεια ἐν κοινωνίᾳ λόγων αὐτῆς, περιῄειν ζητῶν ὅπως λάβω αὐτὴν εἰς ἐμαυτόν.

Σοφ. Σολ. 8,18         κ οτι απο τη φιλία με αυτήν (τη σοφία) (προκύπτει) ευχαρίστηση σωστή, κ οτι απο τους κόπους των χεριώντης (=απο τους κόπους που γίνονται με σοφία, προκύπτει) πλούτος ανεξάντλητος, κ (οτι) απο την εξάσκηση της συναναστροφής με αυτήν (τη σοφία) (προκύπτει) φρόνηση, κ (οτι) μεγάλη υπόληψη (προκύπτει) απο την εξοικείωση με τους λόγουςτης, (όλα αυτά αφού λογάριασα) τριγυρνούσα γυρεύοντας να την πάρω σάν σύζυγο.

Σοφ. Σολ. 8,19     παῖς δὲ ἤμην εὐφυὴς ψυχῆς τε ἔλαχον ἀγαθῆς,

Σοφ. Σολ. 8,19         ώς παιδί ήμουν προικισμένος με χαρίσματα, κ έτυχε να έχω ψυχή ενάρετη,

Σοφ. Σολ. 8,20     μᾶλλον δὲ ἀγαθὸς ὢν ἦλθον εἰς σῶμα ἀμίαντον.

Σοφ. Σολ. 8,20        ή μάλλον, ακριβώς επειδή ήμουν ενάρετος, ήρθα σε σώμα αμόλυντο.

(αυτή η φράση, όπως κ αρκετές άλλες σε αυτό το κείμενο καθώς στην υπόλοιπη Αγία Γραφή, δηλώνει με σαφήνεια οτι η ψυχή προτού ακόμη να μπεί σε σώμα έχει ήδη διαμορφωμένη προσωπικότητα, άρα είχε ζήσει (σε άλλο σώμα) προτού ενσαρκωθεί στο παρόν, κ συνεπώς φεύγοντας απο το παρόν δύναται να γεννηθεί έπειτα σε άλλο σώμα για να συνεχίσει να ζεί. Το οποίο άλλωστε εξηγεί γιατί ο κάθε άνθρωπος κ το κάθε πλάσμα γεννιέται με μιά ήδη διαμορφωμένη προσωπικότητα, την οποία περαιτέρω διαμορφώνει στην παρούσα ζωή, κ αυτό η Αγία γραφή πουθενά δέν το αρνείται, όπως δέν το αρνούνται κ οι υπόλοιπες ιερές γραφές του κόσμου).

Σοφ. Σολ. 8,21     γνοὺς δὲ ὅτι οὐκ ἄλλως ἔσομαι ἐγκρατής, ἐὰν μὴ ὁ Θεὸς δῷ -καὶ τοῦτο δ᾿ ἦν φρονήσεως τὸ εἰδέναι τίνος ἡ χάρις- ἐνέτυχον τῷ Κυρίῳ καὶ ἐδεήθην αὐτοῦ καὶ εἶπον ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μου.

Σοφ. Σολ. 8,21         Κ αφού κατάλαβα οτι με άλλον τρόπο δέν πρόκειται να γίνω κυρίαρχος (της σοφίας) άν δέν δώσει (το χάρισμα) ο Θεός -κ αυτό ήταν απο τη φρόνηση που είχα, αλλιώς δέν θα ήξερα απο πού έρχεται το χάρισμα- πλησίασα τον Κύριο κ τον παρακάλεσα λέγοντας απο όλη την καρδιάμου τα εξής:

(εδώ γίνεται μεταφορά απο τις ακροάσεις των αρχόντων: πλησίασα τον Κύριο όπως κάποιος ζητάει ακρόαση απο έναν βασιλέα ή άρχοντα κ έτσι τον πλησιάζει για να του αναφέρει κάτι)

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 9 (το κεφάλαιο αυτό είναι προσευχή για την απόκτηση της σοφίας)

 

Σοφ. Σολ. 9,1       Θεὲ πατέρων καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ σου

Σοφ. Σολ. 9,1           Θεέ όλων των προγόνων κ Κύριε του ελέους, εσύ που έπλασες τα πάντα με τον λόγοσου,

Σοφ. Σολ. 9,2       καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατεσκεύσασας ἄνθρωπον, ἵνα δεσπόζῃ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων

Σοφ. Σολ. 9,2           κ με τη σοφίασου κατασκεύασες τον άνθρωπο για να κυβερνά τα υπόλοιπα όντα που εσύ έπλασες στη γή,

Σοφ. Σολ. 9,3       καὶ διέπῃ τὸν κόσμον ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν εὐθύτητι ψυχῆς κρίσιν κρίνῃ,

Σοφ. Σολ. 9,3           κ για να φροντίζει τον κόσμο με καλοσύνη κ με δικαιοσύνη, κ για να κρίνει με ευθύτητα (εντιμότητα) ψυχής,

Σοφ. Σολ. 9,4       δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν καὶ μή με ἀποδοκιμάσῃς ἐκ παίδων σου.

Σοφ. Σολ. 9,4           δώσεμου την σοφία που είναι η πάρεδρος του θρόνουσου (κάθεται δίπλα στο θρόνοσου), κ μή με ξεστείλεις απο την τάξη των υπηρετώνσου,

Σοφ. Σολ. 9,5       ὅτι ἐγὼ δοῦλος σὸς καὶ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου, ἄνθρωπος ἀσθενὴς καὶ ὀλιγοχρόνιος καὶ ἐλάσσων ἐν συνέσει κρίσεως καὶ νόμων·

Σοφ. Σολ. 9,5           γιατί δούλοςσου είμαι, γεννημένος απο δούλησου (τη μητέραμου), άνθρωπος χωρίς δύναμη κ με μικρή διάρκεια ζωής, ανεπαρκής στο να κρίνω κ να καταλαβαίνω τους νόμους(σου),

Σοφ. Σολ. 9,6       κἂν γάρ τις ᾖ τέλειος ἐν υἱοῖς ἀνθρώπων, τῆς ἀπὸ σοῦ σοφίας ἀπούσης, εἰς οὐδὲν λογισθήσεται.

Σοφ. Σολ. 9,6           -άλλωστε, κι άν ακόμη γίνει κανείς τέλειος ανάμεσα στους γιούς των ανθρώπων, άν του λείπει η σοφία που προέρχεται απο σένα, για τίποτε δέν λογαριάζεται (ένας τέτοιος άνθρωπος)-

Σοφ. Σολ. 9,7       σύ με προείλω βασιλέα λαοῦ σου καὶ δικαστὴν υἱῶν σου καί θυγατέρων·

Σοφ. Σολ. 9,7           Εσύ με διάλεξες για άρχοντα του λαούσου με εξουσία να δικάζω τους γιούςσου κ τις κόρεςσου (=τους άντρες κ γυναίκες πολίτες)

(Αυτή η φράση έγινε αιτία να αποδοθεί το έργο αυτό στον Σολομώντα, ωστόσο ούτε το όνοματου αναφέρεται, ούτε σημαίνει οτι κάποιος βασιλέας έγραψε το έργο, απλώς εικάζει τί είπε ο βασιλέας, ή χρησιμοποιεί τα λόγια του βασιλέως ώς προσευχή δικήτου)

Σοφ. Σολ. 9,8       εἶπας οἰκοδομῆσαι ναὸν ἐν ὄρει ἁγίῳ σου καὶ ἐν πόλει κατασκηνώσεώς σου θυσιαστήριον, μίμημα σκηνῆς ἁγίας, ἣν προητοίμασας ἀπ᾿ ἀρχῆς.

Σοφ. Σολ. 9,8           είπες να οικοδομήσω ναό στο όρος το ιερόσου, κ στην πόλη που έστησες τη σκηνήσου (είπες να χτίσω) θυσιαστήριο όμοιο με την σκηνή την ιερή την οποία είχες σχεδιάσει εκ των προτέρων,

Σοφ. Σολ. 9,9       καὶ μετὰ σοῦ ἡ σοφία ἡ εἰδυῖα τὰ ἔργα σου καὶ παροῦσα, ὅτε ἐποίεις τὸν κόσμον, καὶ ἐπισταμένη τί ἀρεστὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ τί εὐθὲς ἐν ἐντολαῖς σου.

Σοφ. Σολ. 9,9           κ μαζίσου είναι η σοφία που γνωρίζει τα έργασου κ ήταν παρούσα (μαζίσου) όταν έφτιαχνες το σύμπαν, κ γνωρίζει (η σοφία) τί είναι αρεστό ενώπιόνσου κ τί είναι σωστό κατα τις εντολέςσου.

("ευθές" είναι τύπος μεταγενέστερος, εντελώς παράδοξος στην κλασσική ελληνική γλώσσα, όπου θα ήταν "ευθύ").

Σοφ. Σολ. 9,10     ἐξαπόστειλον αὐτὴν ἐξ ἁγίων οὐρανῶν καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης σου πέμψον αὐτήν, ἵνα συμπαροῦσά μοι κοπιάσῃ καὶ γνῶ τί εὐάρεστόν ἐστι παρά σοί.

Σοφ. Σολ. 9,10         στείλετην (τη σοφία) απο τους άγϊους ουρανούς, απο τον ένδοξο θρόνοσου στείλετην, για να με συνοδεύει, να συνεργάζεται στο δύσκολο έργομου κ να γνωρίζω τί σου είναι ευάρεστο.

Σοφ. Σολ. 9,11     οἶδε γὰρ ἐκείνη πάντα καὶ συνίει καὶ ὁδηγήσει με ἐν ταῖς πράξεσί μου σωφρόνως καὶ φυλάξει με ἐν τῇ δόξῃ αὐτῆς·

Σοφ. Σολ. 9,11          διοτι εκείνη όλα τα ξέρει κ τα καταλαβαίνει κ θα με οδηγεί να πράττω τα έργασου με σωφροσύνη κ θα με διαφυλάσσει (απο τους κινδύνους) με τη σωστή γνώμη που προέρχεται απο αυτήν.

("συνίει", επίσης παράδοξος τύπος στα κλασσικά ελληνικά, που θα ήταν "συνίησι")

Σοφ. Σολ. 9,12     καὶ ἔσται προσδεκτὰ τὰ ἔργα μου, καὶ διακρινῶ τὸν λαόν σου δικαίως καὶ ἔσομαι ἄξιος θρόνων πατρός μου.

Σοφ. Σολ. 9,12         κ έτσι θα (σου) είναι ευπρόσδεκτα τα έργαμου, θα διακυβερνώ τον λαόμου δίκαια, θα είμαι άξιος του θρόνου που κληρονόμησα απο τον πατέραμου.

Σοφ. Σολ. 9,13     τίς γὰρ ἄνθρωπος γνώσεται βουλὴν Θεοῦ; ἢ τίς ἐνθυμηθήσεται τί θέλει ὁ Κύριος;

Σοφ. Σολ. 9,13         διότι, ποιός άνθρωπος μπορεί (απο μόνοςτου) να γνωρίζει τη βουλή του Θεού; ή, ποιός μπορεί (απο μόνοςτου) να κατανοήσει τί θέλει ο Κύριος;

(όπως συχνά στην ανατολίτικη λογοτεχνία, το ίδιο πράγμα λέγεται με διαφορετικά λόγια σε δύο φράσεις)

Σοφ. Σολ. 9,14     λογισμοὶ γὰρ θνητῶν δειλοί, καὶ ἐπισφαλεῖς αἱ ἐπίνοιαι ἡμῶν.

Σοφ. Σολ. 9,14         αφού οι διαλογισμοί των θνητών είναι αβέβαιοι, κ υπόκεινται σε σφάλματα τα συμπεράσματαμας.

Σοφ. Σολ. 9,15     φθαρτὸν γὰρ σῶμα βαρύνει ψυχήν, καὶ βρίθει τὸ γεῶδες σκῆνος νοῦν πολυφρόντιδα.

Σοφ. Σολ. 9,15         διότι το φθαρτό σώμα δυσκολεύει την ψυχή, η χωματένια κατοικία (=το σώμα, όπου κατοικεί η ψυχή) παραβαραίνει (επισκϊάζει) τον νού που έχει πολλές σκέψεις.

(το επίθετο "πολυφρόντιδα" είναι απο την επική ελληνική ποίηση)

Σοφ. Σολ. 9,16     καὶ μόλις εἰκάζομεν τὰ ἐπὶ γῆς καί τὰ ἐν χερσὶν εὑρίσκομεν μετὰ πόνου· τὰ δὲ ἐν οὐρανοῖς τίς ἐξιχνίασε;

Σοφ. Σολ. 9,16        κ έτσι, με το ζόρι καταλαβαίνουμε τα γήινα πράγματα, ακόμη κ εκείνα που κρατάμε στα χέριαμας με κόπο τα υπολογίζουμε - πόσο μάλλον να διερευνήσει κανείς τα ουράνια (πνευματικά) πράγματα!

Σοφ. Σολ. 9,17     βουλὴν δέ σου τίς ἔγνω, εἰ μὴ σὺ ἔδωκας σοφίαν καὶ ἔπεμψας τὸ ἅγιόν σου πνεῦμα ἀπὸ ὑψίστων;

Σοφ. Σολ. 9,17         ποιός λοιπόν γνώρισε ποτέ τη δικήσου βουλή, άν εσύ δέν του έδωσες σοφία κ άν δέν του έστειλες το άγϊοσου πνεύμα απο την κορυφή του ουρανού;

Σοφ. Σολ. 9,18     καὶ οὕτως διωρθώθησαν αἱ τρίβοι τῶν ἐπὶ γῆς, καὶ τὰ ἀρεστά σου ἐδιδάχθησαν ἄνθρωποι,

Σοφ. Σολ. 9,18         μόνο έτσι (με την αποστολή της σοφίαςσου) στάθηκε δυνατό να διορθωθούν οι πορείες των ανθρώπων πάνω στη γή, κ να διδαχθούν οι άνθρωποι ποιά έργα είναι αρεστάσου,

Σοφ. Σολ. 9,19     καὶ τῇ σοφίᾳ ἐσώθησαν.

Σοφ. Σολ. 9,19         με τη σοφία (που εσύ έστειλες) στάθηκε δυνατό να γλυτώσουν.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 10

 

Σοφ. Σολ. 10,1     Αὕτη πρωτόπλαστον πατέρα κόσμου μόνον κτισθέντα διεφύλαξε καὶ ἐξείλατο αὐτὸν ἐκ παραπτώματος ἰδίου

Σοφ. Σολ. 10,1          Αυτή (η σοφία) τον πρωτόπλαστο, τον γενάρχη όλου του κόσμου (τον Αδάμ), τον μόνο που πλάσθηκε στην αρχή, τον διαφύλαξε (απο αφανισμό) κ έτσι τον γλύτωσε απο τις συνέπειες του παραπτώματοςτου.

Σοφ. Σολ. 10,2     ἔδωκέ τε αὐτῷ ἰσχὺν κρατῆσαι ἁπάντων.

Σοφ. Σολ. 10,2         κ του έδωσε την δύναμη να κυριαρχήσει πάνω σε όλα (τα εκτός απο τον άνθρωπο πλάσματα της γής. Παρόλο που έκανε μιά βλακεία, να παραβεί την εντολή του Θεού κ έτσι να χάσει τον παράδεισο, ωστόσο του έμεινε αρκετή σοφία ωστε να επιβιώσει ώς ανθρώπινο γένος κ να κυριαρχήσει στη γή).

Σοφ. Σολ. 10,3     ἀποστάς δὲ ἀπ᾿ αὐτῆς ἄδικος ἐν ὀργῇ αὐτοῦ, ἀδελφοκτόνοις συναπώλετο θυμοῖς·

Σοφ. Σολ. 10,3         (κ ο μέν Αδάμ ύστερα απο την πτώσητου κράτησε κάποια σοφία ωστε να επιβιώσει το ανθρώπινο γένος κ να κυριαρχήσει στη γή)· αντιθέτως όμως ο άδικος (=ο Κάιν) απομακρύνθηκε απο αυτήν (τη σοφία), γι' αυτό και χάθηκε (=καταστράφηκε) μαζί με τα αδελφοκτόνα αισθήματατου. (δηλαδή, καταστράφηκε μέσω των αδελφοκτόνων αισθημάτωντου. Γνωρίζουμε απο την Γένεση οτι ο Κάιν δέν θανατώθηκε εξ αιτίας του φόνου που διέπραξε, ο Θεός τον προστάτεψε απο το να θανατωθεί. ’ρα, λέγοντας "χάθηκε", "καταστράφηκε", δέν εννοεί οτι έχασε τη ζωήτου. Επέζησε μέν, αλλα η ζωήτου κ των απογόνωντου δέν είναι ζωή: είναι αθλιότητα, είναι κόλαση, κ επιπλέον δέν έχει ελπίδα για μετά τον θάνατο ζωή. έτσι ωστε ο Κάιν κ οι απόγονοιτου μισούν την ίδιατους τη ζωή κ κάνουν κάθε είδους αυτοκαταστροφικές πράξεις).

Σοφ. Σολ. 10,4     δι᾿ ὃν κατακλυζομένην γῆν πάλιν διέσωσε σοφία, δι᾿ εὐτελοῦς ξύλου τὸν δίκαιον κυβερνήσασα.

Σοφ. Σολ. 10,4       κ εξαιτίας εκεινού (του Κάιν) υπέστη τον κατακλυσμό η γή, κ τότε πάλι την γή έσωσε η σοφία (δηλαδή έσωσε όποιους ανθρώπους είχαν μείνει δίκαιοι στη γή, τον Νώε κ την οικογένειατου), κουμαντάροντας τον δίκαιο άνθρωπο (=τον Νώε) με ένα ευτελές ξύλινο κατασκεύασμα (εννοεί την κιβωτό, μπορεί να ήταν μεγάλο κ καλοκατασκευασμένο πλοίο, αλλα πάλι θεωρείται ευτελές πράγμα σε σχέση με την καταστροφικότητα του κατακλυσμού).

Σοφ. Σολ. 10,5     αὕτη καὶ ἐν ὁμονοίᾳ πονηρίας ἐθνῶν συγχυθέντων ἔγνω τὸν δίκαιον καὶ ἐτήρησεν αὐτὸν ἄμεμπτον Θεῷ καὶ ἐπὶ τέκνου σπλάγχνοις ἰσχυρὸν ἐφύλαξεν.

Σοφ. Σολ. 10,5        αυτή, η σοφία, γνώρισε (διέκρινε) τον δίκαιο άνθρωπο (=τον Αβραάμ) όταν συμφώνησαν στην κακίατους όλες οι εθνότητες της περιοχής κ μαζί επιτέθηκαν, κ τον διατήρησε (η σοφία) αναμάρτητο προς τον Θεό, κ επιπλέον τον διατήρησε ισχυρό (στην απόφασητου) ακόμη κ όταν ήταν πληγωμένα τα σπλάχνατου που επρόκειτο να θυσιάσει το παιδίτου.

Σοφ. Σολ. 10,6     αὕτη δίκαιον ἐξαπολλυμένων ἀσεβῶν ἐῤῥύσατο φυγόντα πῦρ καταβάσιον Πενταπόλεως·

Σοφ. Σολ. 10,6         (Πεντάπολις εδώ σημαίνει 5 αμαρτωλές πόλεις, απο τις οποίες η σημαντικότερη ήταν τα Σόδομα, δεύτερη τα Γόμορρα, κ 3 ακόμη γειτονικές πόλεις). Όταν οι ασεβείς κάτοικοι της Πεντάπολης εξολοθρεύονταν απο τη φωτιά που κατέβηκε εξ ουρανού, αυτή, η σοφία γλύτωσε τον δίκαιο (τον Λώτ) που ξέφυγε απο εκείνη την φωτιά.

Σοφ. Σολ. 10,7     ἧς ἔτι μαρτύριον τῆς πονηρίας καπνιζομένη καθέστηκε χέρσος, καὶ ἀτελέσιν ὥραις καρποφοροῦντα φυτά, ἀπιστούσης ψυχῆς μνημεῖον ἑστηκυῖα στήλη ἁλός.

Σοφ. Σολ. 10,7         της οποίας Πενταπόλεως ακόμη μένει σημάδι της κακίαςτης η γήτης που καπνίζει, κ τα φυτάτης που καρποφορούν παράκαιρα. Κ της ψυχής που δέν πίστευε μνημείο έχει μείνει η στήλη άλατος.

(είναι προφανές οτι εκεί υπήρχε κάποια πηγή που έβγαζε ατμούς κ αέρια μέσα απο τη γή, πράγμα που οι Εβραίοι το θεωρούσαν σημάδι που να θυμίζει αιώνια την κακία των πόλεων εκείνων. Επειδή έβγαιναν θερμά αέρια απο τη γή, η θερμοκρασία εκεί ήταν μεγαλύτερη απο τα γύρω μέρη, γι' αυτό κ τα φυτά ωρίμαζαν πρόωρα. Εκεί επίσης είχε δημιουργηθεί, προφανώς απο υγρά που ανέβλυζαν απο τα βάθη της γής, μιά στήλη άλατος, η οποία κατα την Εβραϊκή παράδοση ήταν η γυναίκα του Λώτ (καθώς έφευγαν απο την Πεντάπολη που καταστρεφόταν απο σεισμό κ ανάβλυση διαπύρων μαζών κ αερίων απο τα βάθη της γής, είχαν εντολή απο το Θεό να μήν κοιτάξουν πίσω. Η γυναίκα όμως του Λώτ, μή πιστεύοντας στην εντολή αυτή, κοίταξε πίσω, γι' αυτό κ μεταμορφώθηκε σε στήλη άλατος).

Σοφ. Σολ. 10,8     σοφίαν γὰρ παροδεύσαντες οὐ μόνον ἐβλάβησαν τοῦ μὴ γνῶναι τὰ καλά, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀφροσύνης ἀπέλιπον τῷ βίῳ μνημόσυνον, ἵνα ἐν οἶς ἐσφάλησαν μηδὲ λαθεῖν δυνηθῶσι.

Σοφ. Σολ. 10,8         Διότι επειδή προσπέρασαν (περιφρόνησαν) τη σοφία, όχι μόνο ζημιώθηκαν με το να μή γνωρίζουν ποιά καλά έργα έπρεπε να πράττουν, αλλα άφησαν κ σημάδι που να τους θυμίζει στον κόσμο, έτσι ωστε να μήν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα τα άνομα έργατους.

Σοφ. Σολ. 10,9     σοφία δὲ τοὺς θεραπεύσαντας αὐτὴν ἐκ πόνων ἐῤῥύσατο.

Σοφ. Σολ. 10,9        Απεναντίας η σοφία, εκείνους που την υπηρέτησαν, τους γλύτωσε απο μόχθους κ δυστυχίες.

Σοφ. Σολ. 10,10    αὕτη φυγάδα ὀργῆς ἀδελφοῦ δίκαιον ὡδήγησεν ἐν τρίβοις εὐθείαις· ἔδειξεν αὐτῷ βασιλείαν Θεοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ γνῶσιν ἁγίων· εὐπόρησεν αὐτὸν ἐν μόχθοις καί ἐπλήθυνε τοὺς πόνους αὐτοῦ·

Σοφ. Σολ. 10,10       Αυτή ( η σοφία), τον δίκαιο που έφευγε (σε ξένη χώρα) για να γλυτώσει απο την οργή του αδερφούτου, τον οδήγησε σε δρόμους ίσιους, του φανέρωσε την βασιλεία του Θεού, κ του έδωσε γνώση των ιερών πραγμάτων· τον έκανε να πλουτίσει με τον μόχθοτου, κ πλήθυνε τα προϊόντα των κόπων του. (εδώ εννοείται ο Ιακώβ που καταδιώχθηκε απο τον αδερφότου τον Ησαύ).

Σοφ. Σολ. 10,11    ἐν πλεονεξίᾳ κατισχυόντων αὐτὸν παρέστη καὶ ἐπλούτισεν αὐτόν·

Σοφ. Σολ. 10,11        Εκεί που κινδύνευε (ο Ιακώβ) απο την πλεονεξία ανθρώπων (=του Λάβαν κ των συντρόφωντου) ισχυρότερων απο τον ίδιο, (η σοφία) του παραστάθηκε (ώς προστάτιδα κ βοηθός) κ τον έκανε πλούσιο.

Σοφ. Σολ. 10,12    διεφύλαξεν αὐτὸν ἀπὸ ἐχθρῶν, καὶ ἀπὸ ἐνεδρευόντων ἠσφαλίσατο καὶ ἀγῶνα ἰσχυρὸν ἐβράβευσεν αὐτῷ, ἵνα γνῷ, ὅτι παντὸς δυνατωτέρα ἐστὶν εὐσέβεια.

Σοφ. Σολ. 10,12       (η σοφία τον Ιακώβ) τον διεφύλαξε από τους εχθρούςτου, τον έσωσε ασφαλή από εκείνους που του έστησαν παγίδες στον δρόμο του. Και (η σοφία) σε μεγάλον αγώνα τον έκανε να νικήσει κ να βραβευθεί, για να γνωρίσει ότι η ευσέβεια είναι ισχυρότερη απο κάθε τί.

Σοφ. Σολ. 10,13    αὕτη πραθέντα δίκαιον οὐκ ἐγκατέλιπεν, ἀλλὰ ἐξ ἁμαρτίας ἐῤῥύσατο αὐτόν·

Σοφ. Σολ. 10,13       αυτή (η σοφία) τον δίκαιο άνθρωπο που τον πουλήσανε δέν τον εγκατέλειψε, αλλα κ απο σφάλμα τον γλύτωσε (εννοεί τον Ιωσήφ που τα αδέρφιατου τον πουλήσανε ώς δούλο, κ έπειτα γλύτωσε απο το να διαπράξει σφάλμα πηγαίνοντας με τη σύζυγο του Πετεφρή)

Σοφ. Σολ. 10,14    συγκατέβη αὐτῷ εἰς λάκκον καὶ ἐν δεσμοῖς οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἕως ἤνεγκεν αὐτῷ σκῆπτρα βασιλείας καὶ ἐξουσίαν τυραννούντων αὐτοῦ· ψευδεῖς τε ἔδειξε τοὺς μωμησαμένους αὐτὸν καὶ ἔδωκεν αὐτῷ δόξαν αἰώνιον.

Σοφ. Σολ. 10,14       (η σοφία) μαζί με αυτόν (τον Ιωσήφ) κατέβηκε στο λάκκο (όπου τον έρριξαν τα αδέρφιατου), κ υστερότερα στα δεσμά της φυλακής (στην Αίγυπτο) δεν τον εγκατέλειψε· μέχρι που του έφερε κ σκήπτρα βασιλικά κ εξουσία πάνω σε αυτούς που πρωτύτερα τον τυραννούσαν· κ απέδειξε ψεύτες εκείνους που τον είχαν κατηγορήσει, κ του έδωσε δόξα αιώνια.

Σοφ. Σολ. 10,15    αὕτη λαὸν ὅσιον καὶ σπέρμα ἄμεμπτον ἐῤῥύσατο ἐξ ἔθνους θλιβόντων·

Σοφ. Σολ. 10,15       Αυτή (η σοφία), έναν λαό έντιμων ανθρώπων, σπορά αθώα (=πλήθος αθώων ανθρώπων, εννοεί τους Εβραίους), τους έσωσε απο το έθνος (=των Αιγυπτίων) που τους καταπίεζε.

Σοφ. Σολ. 10,16    εἰσῆλθεν εἰς ψυχὴν θεράποντος Κυρίου καὶ ἀντέστη βασιλεῦσι φοβεροῖς ἐν τέρασι καὶ σημείοις.

Σοφ. Σολ. 10,16       μπήκε (η σοφία) στην ψυχή του υπηρέτη του Κυρίου (=του Μωυσή) κ αντιστάθηκε σε βασιλείς φοβερούς (εννοεί τον Φαραώ κ τους ιερείςτου) με τέρατα κ σημεία (=με επίδειξη υπερφυσικών δυνάμεων).

Εδώ τίθεται συντακτικό ζήτημα: έχοντας τέρατα κ σημεία ήταν φοβερός ο Φαραώ, ή μέσω τεράτων κ σημείων αντιστάθηκε η σοφία στον Φαραώ; Καί τα δύο στέκονται διότι κ οι ιερείς των Αιγυπτίων παρουσίασαν φοβερά τέρατα κ σημεία, αλλα ο Μωυσής αντιπαρέθεσε ακόμη μεγαλύτερα τέρατα κ σημεία.

Σοφ. Σολ. 10,17    ἀπέδωκεν ὁσίοις μισθὸν κόπων αὐτῶν, ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐν ὁδῷ θαυμαστῇ καὶ ἐγένετο αὐτοῖς εἰς σκέπην ἡμέρας καὶ εἰς φλόγα ἄστρων τὴν νύκτα.

Σοφ. Σολ. 10,17       (η σοφία πάντα) πλήρωσε στους ευσεβείς (=στους Εβραίους) τον μισθό των κόπωντους, τους οδήγησε θαυματουργικά σε πορεία (από την Γεσέμ έως την Χαναάν), κ ήταν (καθ' όλη τη διάρκεια της πορείας) σ' αυτούς σκέπη κατα την ημέρα (τους έδινε σκιά απο τον καυτό ήλιο) κ φώς αστρικό κατα την νύχτα.

Σοφ. Σολ. 10,18    διεβίβασεν αὐτοὺς θάλασσαν ἐρυθρὰν καὶ διήγαγεν αὐτοὺς δι᾿ ὕδατος πολλοῦ·

Σοφ. Σολ. 10,18       (Αυτή, η σοφία, τους Εβραίους) τους πέρασε δια μέσου της Ερυθράς Θάλασσας και τους οδήγησε δια μέσου πολλών υδάτων.

Σοφ. Σολ. 10,19    τοὺς δὲ ἐχθροὺς αὐτῶν κατέκλυσε καὶ ἐκ βάθους ἀβύσσου ἀνέβρασεν αὐτούς.

Σοφ. Σολ. 10,19       ενώ τους εχθρούςτους (τους Αιγύπτιους) τους κατέκλυσε (τους έπνιξε με το νερό της Ερυθράς Θαλάσσης), κ (ύστερα) απο το βάθος της αβύσσου τους ξέβρασε.

Σοφ. Σολ. 10,20    διὰ τοῦτο δίκαιοι ἐσκύλευσαν ἀσεβεῖς καὶ ὕμνησαν, Κύριε, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιόν σου, τήν τε ὑπέρμαχόν σου χεῖρα ᾔνεσαν ὁμοθυμαδόν·

Σοφ. Σολ. 10,20      Γι' αυτόν το λόγο (=χάρις στην επέμβαση της θείας σοφίας) οι δίκαιοι (=οι Εβραίοι) λαφυραγώγησαν τους ασεβείς (=τους Αιγύπτιους), κ ύμνησαν, Κύριε, το όνομα το άγϊόσου, κ το ακατανίκητόσου χέρι δοξολόγησαν όλοι "με μιά ψυχή".

Σοφ. Σολ. 10,21    ὅτι ἡ σοφία ἤνοιξε στόμα κωφῶν καὶ γλώσσας νηπίων ἔθηκε τρανάς.

Σοφ. Σολ. 10,21       διότι (κ σ' αυτό επενέβη) η σοφία: ακόμη κ των κωφαλάλων το στόμα το άνοιξε, ακόμη και τις φωνές των νηπίων (που ακόμη δέν ξέρουν να μιλάνε κανονικά) τις έκανε δυνατές κ καθαρές.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 11

 

Σοφ. Σολ. 11,1     Εὐώδωσε τὰ ἔργα αὐτῶν ἐν χειρὶ προφήτου ἁγίου.

Σοφ. Σολ. 11,1          Η σοφία του Θεού κατευώδωσε τα έργα των Ισραηλιτν δια του αγίου προφήτου, του Μωϋσέως.

Σοφ. Σολ. 11,2     διώδευσαν ἔρημον ἀοίκητον καὶ ἐν ἀβάτοις ἔπηξαν σκηνάς·

Σοφ. Σολ. 11,2          Διεπέρασαν χάρις εις αυτήν την ακατοίκητον έρημον και έστησαν τας σκηνάς των εις χώρας αδιαβάτους και απροσπελάστους.

Σοφ. Σολ. 11,3     ἀντέστησαν πολεμίοις καὶ ἠμύναντο ἐχθρούς.

Σοφ. Σολ. 11,3          Αντεστάθησαν εναντίον πολεμίων και απέκρουσαν τους εχθρούς των.

Σοφ. Σολ. 11,4     ἐδίψησαν καὶ ἐπεκαλέσαντό σε, καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἐκ πέτρας ἀκροτόμου ὕδωρ καὶ ἴαμα δίψης ἐκ λίθου σκληροῦ.

Σοφ. Σολ. 11,4          Εδίψησαν, επεκαλέσθησαν δε την σοφίαν και εδόθη εις αυτούς νερό από απότομον βράχον, και έτσι έσβησαν την δίψαν των με νερό, το οποίον ανέβλυσεν από σκληρόν βράχον.

Σοφ. Σολ. 11,5     δι᾿ ὧν γὰρ ἐκολάσθησαν οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν, διὰ τούτων αὐτοὶ ἀποροῦντες εὐεργετήθησαν.

Σοφ. Σολ. 11,5          Δια του ύδατος, δια του μέσου δηλαδή εκείνου με το οποίον ετιμωρήθησαν οι εχθροί των οι Αιγύπτιοι, με το ίδιο οι Ισροηλίται, όταν το εστερήθησαν, ευεργετήθησαν από τον Θεόν.

Σοφ. Σολ. 11,6     ἀντὶ μὲν πηγῆς ἀεννάου ποταμοῦ αἵματι λυθρώδει ταραχθέντος

Σοφ. Σολ. 11,6          Εν δηλαδή τα ύδατα του αστειρεύτου ποταμού, του Νείλου, ανετάραξες και έγιναν θολά από αίμα ακάθαρτον εις τιμωρίαν των Αιγυπτίων

Σοφ. Σολ. 11,7     εἰς ἔλεγχον νηπιοκτόνου διατάγματος, ἔδωκας αὐτοῖς δαψιλὲς ὕδωρ ἀνελπίστως,

Σοφ. Σολ. 11,7          δια το νηπιοκτόνον διάταγμα του Φαραώ, συ ο ίδιος έδωκες στους Ισραηλίτας, παρά πάσαν ελπίδα, άφθονον δροσερόν ύδωρ.

Σοφ. Σολ. 11,8     δείξας διὰ τοῦ τότε δίψους πῶς τοὺς ὑπεναντίους ἐκόλασας.

Σοφ. Σολ. 11,8          Και έτσι έδειξες εις αυτούς δια της δίψης, με την οποίαν επί ολίγας ώρας εταλαιπωρήθησαν, πως και πόσον ετιμώρησες τους εχθρούς των, τους Αιγυπτίους.

Σοφ. Σολ. 11,9     ὅτε γὰρ ἐπειράσθησαν, καί περ ἐν ἐλέει παιδευόμενοι, ἔγνωσαν πῶς ἐν ὀργῇ κρινόμενοι ἀσεβεῖς ἐβασανίζοντο·

Σοφ. Σολ. 11,9          Διότι όταν οι Ισραηλίται εταλαιπωρήθησαν από την δίψαν, αν και αυτό ήτο παιδαγωγία δια του θείου ελέους, έμαθαν πόσον εβασανίζοντο οι ασεβείς εκείνοι, όταν ετιμωρούντο με την οργήν του Θεού δια δίψης.

Σοφ. Σολ. 11,10    τούτους μὲν γὰρ ὡς πατὴρ νουθετῶν ἐδοκίμασας, ἐκείνους δὲ ὡς ἀπότομος βασιλεὺς καταδικάζων ἐξήτασας.

Σοφ. Σολ. 11,10        Διότι τους μεν Ισραηλίτας ωσάν πατήρ παιδαγωγών και συμβουλεύων τους ετιμώρησας εις διόρθωσιν, εκείνους όμως, τους Αιγυπτίους, τους έκρινες και τους ετιμώρησες ως βασιλεύς δίκαιος και αυστηρός.

Σοφ. Σολ. 11,11    καὶ ἀπόντες δὲ καὶ παρόντες ὁμοίως ἐτρύχοντο·

Σοφ. Σολ. 11,11         Ολοι οι Αιγύπτιοι, παρόντες και απόντες, κατά τον ίδιον τρόπον εβασανίζοντο.

Σοφ. Σολ. 11,12    διπλῆ γὰρ αὐτοὺς ἔλαβε λύπη· καὶ στεναγμὸς μνημῶν τῶν παρελθόντων.

Σοφ. Σολ. 11,12        Διότι διπλή λύπη τους είχε καταλάβει κατά την εποχήν εκείνην. Εστέναζαν αφ' ενός μεν ενθυμούμενοι τας παρελθούσας θλίψεις,

Σοφ. Σολ. 11,13    ὅτε γὰρ ἤκουσαν διὰ τῶν ἰδίων κολάσεων εὐεργετουμένους αὐτούς, ᾔσθοντο τοῦ Κυρίου·

Σοφ. Σολ. 11,13        αφ' ετέρου δέ, όταν ήκουαν ότι οι Ισραηλίται ευηργετούντο, δια των ιδίων μέσων, δια των οποίων αυτοί εβασανίζοντο. Τοτε ησθάνθησαν ότι ο Κυριος ήτο βοηθός των Ισραηλιτών, τιμωρός δε αυτών των ιδίων.

Σοφ. Σολ. 11,14    ὃν γὰρ ἐν ἐκθέσει πάλαι ῥιφέντα ἀπεῖπον χλευάζοντες, ἐπὶ τέλει τῶν ἐκβάσεων ἐθαύμασαν, οὐχ ὅμοια δικαίοις διψήσαντες.

Σοφ. Σολ. 11,14        Εκείνον δε τον Μωϋσήν, τον οποίον άλλοτε οι Αιγύπτιοι είχον γελοιοποιήσει και απορρίψει με χλευασμόν, στο τέλος των θαυμαστών αυτών γεγονότων τον εθαύμασαν, όταν δηλαδή υπέφεραν και αυτοί από την δίψαν άλλα πολύ διαφορετικά παρ' όσον υπέφεραν οι δίκαιοι Ισραηλίται εις την έρημον.

Σοφ. Σολ. 11,15    ἀντὶ δὲ λογισμῶν ἀσυνέτων ἀδικίας αὐτῶν, ἐν οἷς πλανηθέντες ἐθρήσκευον ἄλογα ἑρπετὰ καὶ κνώδαλα εὐτελῆ, ἐπαπέστειλας αὐτοῖς πλῆθος ἀλόγων ζώων εἰς ἐκδίκησιν,

Σοφ. Σολ. 11,15        Εις τιμωρίαν δε των ασυνέτων και αμαρτωλών λογισμών των, από τους οποίους πλανηθέντες επίστευσαν και ελάτρευσαν ως θεούς άλογα, ερπετά και ευτελή ζώα, έστειλες εναντίον αυτών πλήθος από άλογα ζώα, βατράχους, σκνίπες και ακρίδες,

Σοφ. Σολ. 11,16    ἵνα γνῶσιν ὅτι δι᾿ ὧν τις ἁμαρτάνει, διὰ τούτων κολάζεται.

Σοφ. Σολ. 11,16        δια να μάθουν ότι με εκείνα δια των οποίων κανείς αμαρτάνει, με τα ίδια και τιμωρείται.

Σοφ. Σολ. 11,17    οὐ γὰρ ἠπόρει ἡ παντοδύναμός σου χεὶρ καὶ κτίσασα τὸν κόσμον ἐξ ἀμόρφου ὕλης ἐπιπέμψαι αὐτοῖς πλῆθος ἄρκων ἢ θρασεῖς λέοντας

Σοφ. Σολ. 11,17        Δεν ήτο βέβαια δύσκολον εις την παντοδύναμον δεξιάν σου, η οποία εδημιούργησε και διεμόρφωσε τον κόσμον από την άμορφον πρωταρχικήν ύλην, να στείλης εναντίον αυτών πλήθος άρκτων η αγρίους λέοντας

Σοφ. Σολ. 11,18    ἢ νεοκτίστους θυμοῦ πλήρεις θῆρας ἀγνώστους ἤτοι πυρπνόον φυσῶντας Ῥσθμα ἢ βρόμους λικμωμένους καπνοῦ ἢ δεινοὺς ἀπ᾿ ὀμμάτων σπινθῆρας ἀστράπτοντας,

Σοφ. Σολ. 11,18        η νεοδημιούργητα άγνωστα έως τότε θηρία, τα οποία να βγάζουν ως αναπνοήν φωτιά η να εκπνέουν δυσώδη καπνόν η να εκτοξεύουν από τα μάτια των φοβερούς απαστράπτοντας σπινθήρας·

Σοφ. Σολ. 11,19    ὧν οὐ μόνον ἡ βλάβη ἠδύνατο συνεκτρῖψαι αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ἡ ὄψις ἐκφοβήσασα διολέσαι.

Σοφ. Σολ. 11,19        φοβερά θηρία, τα οποία θα ηδύναντο, όχι μόνον να καταστρέψουν τους ασεβείς με φοβεράν φθοράν και βλάβην, άλλα και με μονήν την φοβεράν όψιν των θα ηδύναντο να τους εκφοβίσουν και να τους εξολοθρεύσουν.

Σοφ. Σολ. 11,20    καὶ χωρὶς δὲ τούτων, ἑνὶ πνεύματι πεσεῖν ἐδύναντο ὑπὸ τῆς δίκης διωχθέντες καὶ λικμηθέντες ὑπὸ πνεύματος δυνάμεώς σου· ἀλλὰ πάντα μέτρῳ καὶ ἀριθμῷ καὶ σταθμῷ διέταξας.

Σοφ. Σολ. 11,20       Εκτός όμως αυτών θα ημπορούσαν εκείνα τα ζώα με ένα απλούν φύσημα να τους ρίξουν κάτω νεκρούς, διότι τους κατεδίωκεν η θεία δίκη. Και είχαν λιχνισθή και διασκορπισθή από το φύσημα της παντοδυναμίας σου. Δεν έκαμες όμως τίποτε από αυτά, αλλά εκανόνισες τα πάντα με μέτρον, με ρυθμόν, με ακριβές ζύγισμα.

Σοφ. Σολ. 11,21    τὸ γὰρ μεγάλως ἰσχύειν πάρεστί σοι πάντοτε, καὶ κράτει βραχίονός σου τίς ἀντιστήσεται;

Σοφ. Σολ. 11,21        Διότι η άπειρος δύναμίς σου ευρίσκεται πάντοτε κοντά σου. Εις δε την κυριαρχίαν της παντοδυνάμου δεξιάς σου ποιός ημπορεί να αντισταθή;

Σοφ. Σολ. 11,22    ὅτι ὡς ῥοπὴ ἐκ πλαστίγγων ὅλος ὁ κόσμος ἐναντίον σου καὶ ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῦσα ἐπὶ γῆν.

Σοφ. Σολ. 11,22       Διότι όλος ο κόσμος ενώπιόν σου είναι σαν μία απλή κλίσις πλάστιγγας και σαν σταγόνα πρωϊνής δρόσου, η οποία κατεβαίνει εις την γην.

Σοφ. Σολ. 11,23    ἐλεεῖς δὲ πάντας, ὅτι πάντα δύνασαι, καὶ παρορᾷς ἁμαρτήματα ἀνθρώπων εἰς μετάνοιαν.

Σοφ. Σολ. 11,23       Συ ελεείς όλους, διότι δύνασαι τα πάντα, παραβλέπεις δε τα αμαρτήματα των ανθρώπων, δια να οδηγήσης αυτούς εις μετάνοιαν.

Σοφ. Σολ. 11,24    ἀγαπᾷς γὰρ τὰ ὄντα πάντα καὶ οὐδὲν βδελύσσῃ, ὧν ἐποίησας· οὐδὲ γὰρ ἂν μισῶν τι κατεσκεύασας.

Σοφ. Σολ. 11,24       Αγαπάς όλα τα δημιουργήματα και κανένα από εκείνα, τα οποία εδημιούργησες, δεν το αποστρέφεσαι. Διότι ουδέποτε θα εδημιούργεις κάτι, εάν αυτό το εμισούσες.

Σοφ. Σολ. 11,25    πῶς δὲ ἔμεινεν ἄν τι, εἰ μὴ σὺ ἠθέλησας ἢ τὸ μὴ κληθὲν ὑπὸ σοῦ διετηρήθη;

Σοφ. Σολ. 11,25       Πως δε ήτο δυνατόν να παραμείνη, κάτι υπάρχον, αν συ δεν το ηθέλησες; Η πως θα ήτο δυνατόν να διατηρηθή κάτι, το οποίον συ δεν το έφερες εις ύπαρξιν;

Σοφ. Σολ. 11,26    φείδῃ δὲ πάντων, ὅτι σά ἐστι, δέσποτα φιλόψυχε.

Σοφ. Σολ. 11,26       Σπλαγχνίζεσαι και λυπείσαι τα πάντα, διότι όλα είναι ιδικά σου, Κυριε· ανήκουν εις σέ, ο οποίος αγαπάς τας ψυχάς μας.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 12

 

Σοφ. Σολ. 12,1     Τὸ γὰρ ἄφθαρτόν σου πνεῦμά ἐστιν ἐν πᾶσι.

Σοφ. Σολ. 12,1          Αγαπς, Κυριε, τα πάντα, διότι το αιώνιον άφθαρτον Πνεύμα σου ευρίσκεται εις όλα τα κτίσματα.

Σοφ. Σολ. 12,2     διὸ τοὺς παραπίπτοντας κατ᾿ ὀλίγον ἐλέγχεις καὶ ἐν οἷς ἁμαρτάνουσιν ὑπομιμνήσκων νουθετεῖς, ἵνα ἀπαλλαγέντες τῆς κακίας πιστεύσωσιν ἐπὶ σέ, Κύριε.

Σοφ. Σολ. 12,2         Δια τούτο τους αμαρτάνοντας τιμωρείς ελαφρώς και με επιείκειαν και δι' εκείνων, με τα οποία αμαρτάνουν, τους υπενθυμίζεις το καθήκον των, τους συμβουλεύεις να απαλλαγούν από την κακότητα και να πιστεύσουν εις σέ, Κυριε.

Σοφ. Σολ. 12,3     καὶ γὰρ τοὺς παλαιοὺς οἰκήτορας τῆς ἁγίας σου γῆς μισήσας

Σοφ. Σολ. 12,3         Τους παλαιούς κατοίκους τους- ειδωλολάτρας- της αγίας χώρας σου εμίσησες, Κυριε,

Σοφ. Σολ. 12,4     ἐπὶ τῷ ἔχθιστα πράσσειν ἔργα φαρμακειῶν καὶ τελετὰς ἀνοσίους

Σοφ. Σολ. 12,4         διότι είχαν επιδοθή να πράττουν τα απαίσια έργα της μαγείας και τας ανιέρους τελετάς.

Σοφ. Σολ. 12,5     τέκνων τε φονέας ἀνελεήμονας καὶ σπλαγχνοφάγων ἀνθρωπίνων σαρκῶν θοῖναν καὶ αἵματος, ἐκ μέσου μύστας θιάσου

Σοφ. Σολ. 12,5         Εις τας τελετάς εκείνας αυτοί, σκληροί και ανελεήμονες, εφόνευον τα τέκνα των, παρεκάθηντο ανάμεσα εις οπαδούς ειδωλολατρικών μυστηριακών τελετών, εις συμπόσια κατά τα οποία έτρωγαν σπλάγχνα ανθρώπων, ανθρωπίνας σάρκας και αίμα.

Σοφ. Σολ. 12,6     καὶ αὐθέντας γονεῖς ψυχῶν ἀβοηθήτων, ἐβουλήθης ἀπολέσαι διὰ χειρῶν πατέρων ἡμῶν,

Σοφ. Σολ. 12,6         Οι σκληροί αυτοί γονείς ήσαν φονείς των ανυπεράσπιστων αθώων παιδιών των και συ, λοιπόν, απεφάσισες να εξοντώσης αυτούς με τα χέρια των προγόνων μας.

Σοφ. Σολ. 12,7     ἵνα ἀξίαν ἀποικίαν δέξηται Θεοῦ παίδων ἡ παρὰ σοὶ πασῶν τιμιωτάτη γῆ.

Σοφ. Σολ. 12,7         Τούτο δέ, ίνα η τιμιωτάτη ενώπιόν σου αυτή χώρα καθαρθή από το μόλυσμα των ειδωλολατρών και γίνη αξία, να δεχθή τους ανθρώπους σου οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει από την Αίγυπτον.

Σοφ. Σολ. 12,8     ἀλλὰ καὶ τούτων ὡς ἀνθρώπων ἐφείσω ἀπέστειλάς τε προδρόμους τοῦ στρατοπέδου σου σφῆκας, ἵνα αὐτοὺς κατὰ βραχὺ ἐξολοθρεύσωσιν.

Σοφ. Σολ. 12,8         Εν τούτοις και αυτούς τους ειδωλολάτρας τους ελυπήθης ως ανθρώπους και έστειλες ως προδρόμους του ισραηλιτικού λαού σφήκας, δια να τους καταστρέψουν ολίγον κατ' ολίγον.

Σοφ. Σολ. 12,9     οὐκ ἀδυνατῶν ἐν παρατάξει ἀσεβεῖς δικαίοις ὑποχειρίους δοῦναι ἢ θηρίοις δεινοῖς ἢ λόγῳ ἀποτόμῳ ὑφ᾿ ἓν ἐκτρῖψαι,

Σοφ. Σολ. 12,9         Τούτο δε οχι, διότι ήτο αδύνατον εις σε δια πολέμου και μάχης να καταστήστης τους ασεβείς αυτούς υποχειρίους στους δικαίους, η να τους παραδώσης εις φοβερά θηρία, η να τους καταστρέψης με μίαν οργίλην διαταγήν σου·

Σοφ. Σολ. 12,10    κρίνων δὲ κατὰ βραχὺ ἐδίδους τόπον μετανοίας, οὐκ ἀγνοῶν ὅτι πονηρὰ ἡ γένεσις αὐτῶν καὶ ἔμφυτος ἡ κακία αὐτῶν καὶ ὅτι οὐ μὴ ἀλλαγῇ ὁ λογισμὸς αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα.

Σοφ. Σολ. 12,10       αλλά, εν τη αγαθότητί σου, έκρινες καλόν ολίγον κατ' ολίγον να τους τιμωρής και παρείχες έτσι καιρόν και τόπον μετανοίας εις αυτούς, αν και εγνώριζες, ότι η γενεά των ήτο πονηρά και διεφθαρμένη. Εμφυτος υπήρχε μέσα των η κακία και ότι δεν επρόκειτο ποτέ να αλλάξη η νοοτροπία των.

Σοφ. Σολ. 12,11    σπέρμα γὰρ ἦν κατηραμένον ἀπ᾿ ἀρχῆς, οὐδὲ εὐλαβούμενός τινα ἐφ᾿ οἷς ἡμάρτανον ἄδειαν ἐδίδους.

Σοφ. Σολ. 12,11        Διότι οι Χαναναίοι ήσαν γενεά κατηραμένη ευθύς εξ αρχής και κανένα εξ αυτών απολύτως δεν εφοβείσο, ώστε υποχωρών να δίδης εις αυτούς την άδειαν δι' εκείνα, τα οποία ημάρταναν.

Σοφ. Σολ. 12,12    τίς γὰρ ἐρεῖ· τί ἐποίησας; ἢ τίς ἀντιστήσεται τῷ κρίματί σου; τίς δὲ ἐγκαλέσει σοι κατὰ ἐθνῶν ἀπολωλότων, ἃ σὺ ἐποίησας; ἢ τίς εἰς κατάστασίν σοι ἐλεύσεται ἔκδικος κατὰ ἀδίκων ἀνθρώπων;

Σοφ. Σολ. 12,12       Διότι, ποιός θα πη εις σέ, τι έκαμες; Η ποιός θα αντισταθή και θα φέρη αντίρρησιν εις την δικαίαν σου απόφασιν; Ποιός δέ ποτέ θα σε κατηγορήση δια την καταστροφήν των εθνών, τα οποία συ εδημιούργησες; Η ποιός θα αντιδικήση ενώπιόν σου εις υπεράσπισιν των ασεβών ανθρώπων;

Σοφ. Σολ. 12,13    οὔτε γὰρ Θεός ἐστι πλὴν σοῦ, ᾧ μέλει περὶ πάντων, ἵνα δείξῃς ὅτι οὐκ ἀδίκως ἔκρινας,

Σοφ. Σολ. 12,13       Οχι· δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην σου, ο οποίος να φροντίζη περί όλων των πραγμάτων, δια να δείξης εις αυτόν ότι δικαίως και ορθώς έκρινες και εδίκασες.

Σοφ. Σολ. 12,14    οὔτε βασιλεὺς ἢ τύραννος ἀντοφθαλμῆσαι δυνήσεταί σοι περὶ ὧν ἐκόλασας.

Σοφ. Σολ. 12,14       Ούτε κανένας βασιλεύς η άρχων θα ημπορέση ποτέ, να σε κυττάξη κατάματα και να υποστηρίξη εκείνους, τους οποίους συ ετιμώρησες.

Σοφ. Σολ. 12,15    δίκαιος δὲ ὢν δικαίως τὰ πάντα διέπεις, αὐτὸν τὸν μὴ ὀφείλοντα κολασθῆναι καταδικάσαι ἀλλότριον ἡγούμενος τῆς σῆς δυνάμεως.

Σοφ. Σολ. 12,15       Ακριβώς δέ, διότι είσαι ο απολύτως δίκαιος, δικαίως τα πάντα επιβλέπεις και κυβερνάς. Ετσι εκείνον, ο οποίος δεν είναι υπεύθυνος τιμωρίας, τον θεωρείς απηλλαγμένον της ιδικής σου καταδικαστικής δυνάμεως.

Σοφ. Σολ. 12,16    ἡ γὰρ ἰσχύς σου δικαιοσύνης ἀρχή, καὶ τὸ πάντων σε δεσπόζειν πάντων φείδεσθαι ποιεῖ.

Σοφ. Σολ. 12,16       Διότι η δύναμίς σου είναι αρχή και θεμέλιον της δικαιοσύνης. Και το γεγονός ότι συ είσαι ο Κυριος των πάντων, σε κάμνει να λυπήσαι όλους.

Σοφ. Σολ. 12,17    ἰσχὺν γὰρ ἐνδείκνυσαι ἀπιστούμενος ἐπὶ δυνάμεως τελειότητι καὶ ἐν τοῖς εἰδόσι τὸ θράσος ἐξελέγχεις.

Σοφ. Σολ. 12,17       Δεικνύεις όμως την ισχύν σου εις εκείνους, οι οποίοι απιστούν εις την τελειότητα της δυνάμεώς σου. Τιμωρείς δε την θρασύτητα εκείνων, οι οποίοι γνωρίζουν, αλλά αρνούνται, την δύναμίν σου.

Σοφ. Σολ. 12,18    σὺ δὲ δεσπόζων ἰσχύος ἐν ἐπιεικείᾳ κρίνεις καὶ μετὰ πολλῆς φειδοῦς διοικεῖς ἡμᾶς· πάρεστι γάρ σοι, ὅταν θέλῃς, τὸ δύνασθαι.

Σοφ. Σολ. 12,18       Συ, ο οποίος δια της απείρου δυνάμεώς σου κυριαρχείς επί πάντων, κρίνεις με επιείκειας, και με πολλήν συμπάθειαν κυβερνάς και κατευθύνεις όλους μας. Διότι είναι παρούσα πάντοτε εις σε η παντοδυναμία, ώστε, όταν θέλης, να την χρησιμοποιής.

Σοφ. Σολ. 12,19    Ἐδίδαξας δέ σου τὸν λαὸν διά τῶν τοιούτων ἔργων, ὅτι δεῖ τὸν δίκαιον εἶναι φιλάνθρωπον· καὶ εὐέλπιδας ἐποίησας τοὺς υἱούς σου ὅτι δίδως ἐπὶ ἁμαρτήμασι μετάνοιαν.

Σοφ. Σολ. 12,19       Δια μέσου δε αυτών των έργων σου εδίδαξες τον λαόν σου, ότι πρέπει ο δίκαιος να είναι και φιλάνθρωπος. Εκαμες τα παιδιά σου να έχουν αγαθάς και εις σε στηριγμένας τας ελπίδας των, διότι συ δίδεις καιρόν μετανοίας και παρέχεις άφεσιν εις τα αμαρτήματα των ανθρώπων.

Σοφ. Σολ. 12,20    εἰ γὰρ ἐχθροὺς παίδων σου καὶ ὀφειλομένους θανάτῳ μετὰ τοσαύτης ἐτιμώρησας προσοχῆς καὶ διέσεως, δοὺς χρόνους καὶ τόπον, δι᾿ ὧν ἀπαλλαγῶσι τῆς κακίας,

Σοφ. Σολ. 12,20      Διύτι εάν τους εχθρούς των δούλων σου, οι οποίοι εξ αιτίας των αμαρτιών των ήσαν άξιοι θανάτου και εξοντώσεως, με τόσην προσοχήν και επιείκειαν τους ετιμώρησες, αφού προηγουμένως παρεχώρησες εις αυτούς χρόνον και καιρόν δια να μετανοήσουν και απαλλαγούν από τας κακίας,

Σοφ. Σολ. 12,21    μετὰ πόσης ἀκριβείας ἔκρινας τοὺς υἱούς σου, ὧν τοῖς πατράσιν ὅρκους καὶ συνθήκας ἔδωκας ἀγαθῶν ὑποσχέσεων;

Σοφ. Σολ. 12,21       με πόσην, λοιπόν, καλωσύνην και επιείκειαν έκρινες και θα κρίνης τα παιδιά σου, με τους προπάτορας των οποίων συνήψες συνθήκας και υπεσχέθης με όρκους πλούσια αγαθά;

Σοφ. Σολ. 12,22    Ἡμᾶς οὖν παιδεύων τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν ἐν μυριότητι μαστιγοῖς, ἵνα σου τὴν ἀγαθότητα μεριμνῶμεν κρίνοντες, κρινόμενοι δὲ προσδοκῶμεν ἔλεος.

Σοφ. Σολ. 12,22      Εν δε ημάς μας παιδαγωγής δια των ελαφρών θλίψεων, μαστιγώνεις πολλαπλασίως τους εχθρούς μας, δια να σκεπτώμεθα την καλωσύνην σου, όταν αφ' ενός μεν ημείς κρίνωμεν τους άλλους, αφ' ετέρου δε πρόκειται να κριθώμεν αυτό σε και να ελπίζωμεν έτσι στο έλεός σου.

Σοφ. Σολ. 12,23    ὅθεν καὶ τοὺς ἐν ἀφροσύνῃ ζωῆς βιώσαντας ἀδίκους διὰ τῶν ἰδίων ἐβασάνισας βδελυγμάτων·

Σοφ. Σολ. 12,23       Ιδού, λοιπόν, διατί τους ασεβείς, οι οποίοι επέρασαν την ζωήν των μέσα εις τας αφροσύνας της αμαρτίας, τους ετιμώρησες με τα ιδικά των ειδωλολατρικά βδελύγματα.

Σοφ. Σολ. 12,24    καὶ γὰρ τῶν πλάνης ὁδῶν μακρότερον ἐπλανήθησαν, θεοὺς ὑπολαμβάνοντες τὰ καὶ ἐν ζῴοις τῶν ἐχθρῶν ἄτιμα, νηπίων δίκην ἀφρόνων ψευσθέντες.

Σοφ. Σολ. 12,24      Διότι αυτοί επλανήθησαν βαδίσαντες πολύ μακρότερον από κάθε οδόν πλάνης, διότι εθεώρουν ως θεούς τα ζώα τα σιχαμερά και απεχθή μεταξύ και αυτών ακόμη των ζώων, και παρεπλανήθησαν ετσι σαν μικρά ανόητα παιδιά.

Σοφ. Σολ. 12,25    διὰ τοῦτο ὡς παισὶν ἀλογίστοις τὴν κρίσιν εἰς ἐμπαιγμὸν ἔπεμψας.

Σοφ. Σολ. 12,25       Δια τούτο, ως εάν επρόκειτο να κρίνης ανόητα παιδιά, έστειλες εις αυτούς μίαν μικράν παιδικήν τιμωρίαν.

Σοφ. Σολ. 12,26    οἱ δὲ παιγνίοις ἐπιτιμήσεως μὴ νουθετηθέντες ἀξίαν Θεοῦ κρίσιν πειράσουσιν.

Σοφ. Σολ. 12,26      Επειδή όμως εκείνοι δεν εσυνετίσθησαν με την μικράν και ως είδος παιγνιδιού τιμωρίαν, που τους έστειλες, εδοκίμασαν και θα δοκιμάσουν ανταξίαν της αμελείας των την δικαίαν κρίσιν του Θεού.

Σοφ. Σολ. 12,27    ἐφ᾿ οἷς γὰρ αὐτοὶ πάσχοντες ἠγανάκτουν, ἐπὶ τούτοις, οὓς ἐδόκουν θεούς, ἐν αὐτοῖς κολαζόμενοι, ἰδόντες ὃν πάλαι ἠρνοῦντο εἰδέναι Θεὸν ἐπέγνωσαν ἀληθῆ· διὸ καὶ τὸ τέρμα τῆς καταδίκης ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐπῆλθεν.

Σοφ. Σολ. 12,27       Διότι αυτοί υπέφεραν και κατεθλίβοντο από τα πράγματα εκείνα, τα οποία εθεωρούσαν ως θεούς, ετιμωρούντο δε εξ, αυτών και είδαν και ανεγνώρισαν ως αληθινόν Θεόν εκείνον, τον οποίον παλαιότερα είχον αρνηθή. Και επιτέλους επήλθεν εναντίον αυτών η τελική καταδίκη.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 13

 

Σοφ. Σολ. 13,1     Μάταιοι μὲν γὰρ πάντες ἄνθρωποι φύσει, οἷς παρῆν Θεοῦ ἀγνωσία καὶ ἐκ τῶν ὁρωμένων ἀγαθῶν οὐκ ἴσχυσαν εἰδέναι τὸν ὄντα οὔτε τοῖς ἔργοις προσχόντες ἐπέγνωσαν τὸν τεχνίτην·

Σοφ. Σολ. 13,1          Ανόητοι και ευτελείς κατά βάθος είναι οι άνθρωποι, στους οποίους επικρατεί άγνοια Θεού και οι οποίοι δεν κατώρθωσαν από τα δρώμενα ωραία δημιουργήματα να γνωρίσουν τον ένα και μόνον υπάρχοντα Θεόν, και, επειδή δεν επρόσεξαν τα έργα του, δεν επίστευσαν στον καλλιτέχνην της δημιουργίας.

Σοφ. Σολ. 13,2     ἀλλ᾿ ἢ πῦρ ἢ πνεῦμα ἢ ταχινὸν ἀέρα ἢ κύκλον ἄστρων ἢ βίαιον ὕδωρ ἢ φωστῆρας οὐρανοῦ πρυτάνεις κόσμου θεοὺς ἐνόμισαν.

Σοφ. Σολ. 13,2         Αλλά εθεώρησαν θεούς, κυβερνήτας και άρχοντας του κόσμου, το πυρ η τον άνεμον η τον λεπτόν και ευκίνητον αέρα η τους κύκλους των αστέρων η το ορμητικόν νερό, η τους φωστήρας του ουρανού, τον ήλιον και την σελήνην.

Σοφ. Σολ. 13,3     ὧν εἰ μὲν τῇ καλλονῇ τερπόμενοι ταῦτα θεοὺς ὑπελάμβανον, γνώτωσαν πόσῳ τούτων ὁ δεσπότης ἐστὶ βελτίων, ὁ γὰρ τοῦ κάλλους γενεσιάρχης ἔκτισεν αὐτά·

Σοφ. Σολ. 13,3         Εάν μέν, λοιπόν, οι ειδωλολάτραι τερπόμενοι από την ωραιότητα των δημιουργημάτων αυτών τα εθεώρησαν ως θεούς, ας μάθουν πόσον καλύτερος και ανώτερος είναι ο κυρίαρχος και δημιουργός αυτών· διότι η πηγή και η αιτία του κάλλους, ο Θεός, εδημιούργησεν αυτά.

Σοφ. Σολ. 13,4     εἰ δὲ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν ἐκπλαγέντες νοησάτωσαν ἀπ᾿ αὐτῶν πόσῳ ὁ κατασκευάσας αὐτὰ δυνατώτερός ἐστιν·

Σοφ. Σολ. 13,4         Εάν δε η δύναμις και η δραστηριότης αυτών τους κατέπληξεν, ας εννοήσουν από τα δημιουργήματα αυτά πόσον απείρως ισχυρότερος είναι εκείνος, που τα κατεσκεύασε.

Σοφ. Σολ. 13,5     ἐκ γὰρ μεγέθους καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται.

Σοφ. Σολ. 13,5         Διότι από το μεγαλείον και την καλλονήν των δημιουργημάτων ανάγεται κανείς εις την θεώρησιν του Θεού, κατ' αναλογίαν.

Σοφ. Σολ. 13,6     ἀλλ᾿ ὅμως ἐπὶ τούτοις ἔστι μέμψις ὀλίγη, καὶ γὰρ αὐτοὶ τάχα πλανῶνται Θεὸν ζητοῦντες καὶ θέλοντες εὑρεῖν·

Σοφ. Σολ. 13,6         Αλλ' όμως η μορφή και η κατηγορία εναντίον αυτών των ειδωλολατρών είναι μικρά, διότι αυτοί αναζητούντες και θέλοντες να εύρουν τον Θεόν πλανώνται.

Σοφ. Σολ. 13,7     ἐν γὰρ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ ἀναστρεφόμενοι διερευνῶσι καὶ πείθονται τῇ ὄψει, ὅτι καλὰ τὰ βλεπόμενα.

Σοφ. Σολ. 13,7         Εν τούτοις είναι ένοχοι και ασύγγνωστοι, διότι ζώντες ανάμεσα εις τα θαυμαστά έργα του Θεού τα διερευνούν και πείθονται με τα ίδια των τα μάτια, ότι είναι καλά και ωραία αυτά, που βλέπουν.

Σοφ. Σολ. 13,8     πάλιν δὲ οὐδ᾿ αὐτοὶ συγγνωστοί·

Σοφ. Σολ. 13,8         Ωστε και αυτοί οι ίδιοι δεν είναι άξιοι πλήρους συγγνώμης δια την απιστίαν των.

Σοφ. Σολ. 13,9     εἰ γὰρ τοσοῦτον ἴσχυσαν εἰδέναι, ἵνα δύνωνται στοχάσασθαι τὸν αἰῶνα, τὸν τούτων δεσπότην πῶς τάχιον οὐχ εὗρον;

Σοφ. Σολ. 13,9         Διότι εάν κατώρθωσαν τόσον πολύ να προχωρήσουν εις γνώσιν, ώστε να δύνανται να γνωρίσουν τον κόσμον, πόσον ευκολώτερα και ταχύτερα θα έπρεπε να έχουν εύρει τον Δημιουργόν του κόσμου;

Σοφ. Σολ. 13,10    Ταλαίπωροι δὲ καὶ ἐν νεκροῖς αἱ ἐλπίδες αὐτῶν, οἵτινες ἐκάλεσαν θεοὺς ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, χρυσὸν καὶ ἄργυρον τέχνης ἐμμελέτημα καὶ ἀπεικάσματα ζῴων ἢ λίθον ἄχρηστον χειρὸς ἔργον ἀρχαίας.

Σοφ. Σολ. 13,10       Ταλαίπωροι δε είναι αυτοί και έχουν θέσει τας ελπίδας των εις τα νεκρά και άψυχα είδωλα. Αυτοί οι οποίοι ωνόμασαν θεούς των έργα χειρών ανθρώπων, καμωμένα από χρυσόν και άργυρον, κατειργασμένα με τέχνην, διάφορα ομοιώματα ζώων η κάποιον ανωφελή λίθον, γλυπτόν κάποιας αρχαίας χειρός.

Σοφ. Σολ. 13,11    εἰ δὲ καί τις ὑλοτόμος τέκνων εὐκίνητον φυτὸν ἐκπρίσας περιέξυσεν εὐμαθῶς πάντα τὸν φλοιὸν αὐτοῦ καὶ τεχνησάμενος εὐπρεπῶς κατεσκεύασε χρήσιμον σκεῦος εἰς ὑπηρεσίαν ζωῆς,

Σοφ. Σολ. 13,11        Ας πάρωμεν ένα ξυλοκόπον, ένα ξυλουργόν. Αυτός επριόνισεν έναν κατάλληλον ξύλινον κορμόν. Εξυσεν αυτόν ολόγυρα και αφήρεσε με τέχνην όλον τον φλοιόν. Επειτα επεξειργάσθη με δεξιότητα τον κορμόν και κατεσκεύασε κάποιον χρήσιμον σκεύος δια την εξυπηρέτησιν της καθημερινής ζωής του.

Σοφ. Σολ. 13,12    τὰ δὲ ἀποβλήματα τῆς ἐργασίας εἰς ἑτοιμασίαν τροφῆς ἀναλώσας ἐνεπλήσθη·

Σοφ. Σολ. 13,12       Τα ξύλινα δε και περιττά πλέον αποκόμματα από την εργασίαν του αυτήν, τα εχρησιμοποίησεν στο πυρ, δια να παρασκευάση την τροφήν. Εφαγε και εχόρτασεν.

Σοφ. Σολ. 13,13    τὸ δὲ ἐξ αὐτῶν ἀπόβλημα εἰς οὐθὲν εὔχρηστον, ξύλον σκολιὸν καὶ ὄζοις συμπεφηκός, λαβὼν ἔγλυψεν ἐν ἐπιμελείᾳ ἀργίας αὐτοῦ καὶ ἐμπειρίᾳ συνέσεως ἐτύπωσεν αὐτό, ἀπείκασεν αὐτὸ εἰκόνι ἀνθρώπου

Σοφ. Σολ. 13,13        Ενα όμως από τα ξύλινα αυτά απορρίματα, εντελώς άχρηστον, ξύλον στραβόν και γεμάτον από ρόζους το επήρε και κατά τας ώρας, που δεν είχεν άλλην απασχόλησιν, το εσκάλισε και με την σοφήν του πείραν έδωσεν εις αυτό ένα ωρισμένον τύπον. Το εμορφοποίησε σύμφωνα με την εικόνα του ανθρώπου,

Σοφ. Σολ. 13,14    ἢ ζῴῳ τινὶ εὐτελεῖ ὡμοίωσεν αὐτό, καταχρίσας μίλτῳ καὶ φύκει ἐρυθήνας χρόαν αὐτοῦ, καὶ πᾶσαν κηλῖδα τὴν ἐν αὐτῷ καταχρίσας

Σοφ. Σολ. 13,14       η του έδωσε την μορφήν ενός ευτελούς ζώου. Το ήλειψε με μίλτον (βαφή κοκκίνη) και με κατάλληλα φύκια του έδωκε ερυθρόν χρώμα εις την επιφάνειάν του και εσκέπασεν έτσι κάθε κηλίδα του.

Σοφ. Σολ. 13,15    καὶ ποιήσας αὐτῷ αὐτοῦ ἄξιον οἴκημα, ἐν τοίχῳ ἔθηκεν αὐτὸ ἀσφαλισάμενος σιδήρῳ.

Σοφ. Σολ. 13,15        Αφού δε έκτισε δι' αυτό ένα αντάξιον οίκον, ένα ναόν, το έθεσεν στον τοίχον και το εστερέωσεν ασφαλώς με σίδηρον, δια να μη πέση κάτω στο έδαφος.

Σοφ. Σολ. 13,16    ἵνα μὲν οὖν μὴ καταπέσῃ, προενόησεν αὐτοῦ εἰδὼς ὅτι ἀδυνατεῖ ἑαυτῷ βοηθῆσαι· καὶ γάρ ἐστιν εἰκὼν καὶ χρείαν ἔχει βοηθείας.

Σοφ. Σολ. 13,16       Κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή, επρονόησεν, ώστε αυτό να μη πέση κατά γης γνωρίζων ότι δεν δύναται αυτό να βοηθήση τον εαυτόν του, διότι είναι απλώς κάποια άψυχος εικών και έχει ανάγκην βοηθείας.

Σοφ. Σολ. 13,17    περὶ δὲ κτημάτων καὶ γάμων αὐτοῦ καὶ τέκνων προσευχόμενος, οὐκ αἰσχύνεται τῷ ἀψύχῳ προσλαλῶν καὶ περὶ μὲν ὑγιείας τὸ ἀσθενὲς ἐπικαλεῖται,

Σοφ. Σολ. 13,17        Εν λοιπόν τέτοιο είναι το άψυχον κατασκεύασμα, εν τούτοις προσεύχεται προς αυτό και το παρακαλεί δια τα κτήματά του, δια τους γάμους του και δια τα τέκνα του. Και δεν εντρέπεται να ομιλή στο άψυχον αυτό είδωλον και να επικαλήται το ασθενές αυτό κατασκεύασμα των χειρών του περί της υγείας.

Σοφ. Σολ. 13,18    περὶ δὲ ζωῆς τὸν νεκρὸν ἀξιοῖ, περὶ δὲ ἐπικουρίας τὸ ἀπειρότατον ἱκετεύει, περὶ δὲ ὁδοιπορίας τὸ μηδὲ βάσει χρῆσθαι δυνάμενον,

Σοφ. Σολ. 13,18       Να αξιώνη και να ελπίζη ζωήν από τον νεκρόν· να ικετεύη το εντελώς ανίσχυρον αυτό ξόανον και να ζητή βοήθειαν εις τα ταξίδια του από αυτό, το οποίον είναι ανίκανον να χρησιμοποιήση τα πόδια του.

Σοφ. Σολ. 13,19    περὶ δὲ πορισμοῦ καὶ ἐργασίας καὶ χειρῶν ἐπιτυχίας τὸ ἀδρανέστατον ταῖς χερσὶν εὐδράνειαν αἰτεῖται.

Σοφ. Σολ. 13,19       Δια την επιτυχίαν δε των εργασιών του και την εξασφάλισιν των μέσων της συντηρήσεώς του, ζητεί δύναμιν και δραστηριότητα από εκείνο, που δεν ημπορεί ουδέ επ' ελάχιστον να κινήση τα χέρια του.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 14

 

Σοφ. Σολ. 14,1     Πλοῦν τις πάλιν στελλόμενος καὶ ἄγρια μέλλων διοδεύειν κύματα, τοῦ φέροντος αὐτὸν πλοίου σαθρότερον ξύλον ἐπιβοᾶται.

Σοφ. Σολ. 14,1          Εάν πάλιν κανείς πρόκειται να επιχειρήση θαλασσινόν ταξίδι και μέλλει να διασχίση άγρια κύματα, επικαλείται εις βοήθειάν του ένα ξύλινον είδωλον, ασυγκρίτως αδυνατώτερον από το πλοίον, επί του οποίου αυτός επιβαίνει.

Σοφ. Σολ. 14,2     ἐκεῖνο μὲν γὰρ ὄρεξις πορισμῶν ἐπενόησε, τεχνῖτις δὲ σοφίᾳ κατεσκεύασεν·

Σοφ. Σολ. 14,2         Του μεν πλοίου το σχέδιον και την κατασκευήν ενέπνευσεν η επιθυμία του κέρδους, η δε τεχνίτρα σοφία το κατεσκεύασεν.

Σοφ. Σολ. 14,3     ἡ δὲ σή, πάτερ, διακυβερνᾷ πρόνοια, ὅτι ἔδωκας καὶ ἐν θαλάσσῃ ὁδὸν καὶ ἐν κύμασι τρίβον ἀσφαλῆ,

Σοφ. Σολ. 14,3         Ομως, Πατερ, η ιδική σου πρόνοια κυβερνά και κατευθύνει το πλοίον τούτο, διότι συ είσαι εκείνος, που ήνοιξες λεωφόρους εις την θάλασσαν και ασφαλή δρόμον επάνω εις τα κύματα,

Σοφ. Σολ. 14,4     δεικνὺς ὅτι δύνασαι ἐκ παντὸς σώζειν, ἵνα κἂν ἄνευ τέχνης τις ἐπιβῇ.

Σοφ. Σολ. 14,4         και έτσι δείχνεις ότι συ δύνασαι από κάθε κίνδυνον να σώζης τον άνθρωπον, ώστε αυτός, και αν δεν έχη ναυτικήν πείραν και τέχνην, να ημπορή να επιβιβάζεται στο πλοίον δια το ταξίδι του.

Σοφ. Σολ. 14,5     θέλεις δὲ μή ἀργὰ εἶναι τὰ τῆς σοφίας σου ἔργα, διὰ τοῦτο καὶ ἐλαχίστῳ ξύλῳ πιστεύουσιν ἄνθρωποι ψυχὰς καὶ διελθόντες κλύδωνα σχεδίᾳ διεσώθησαν.

Σοφ. Σολ. 14,5         Δεν θέλεις τα έργα της ιδικής σου σοφίας να είναι άκαρπα και άσκοπα. Δια τούτο και οι άνθρωποι τολμούν, εμπιστευόμενοι την ζωήν των εις ένα μικρότατον ξύλον, να αντικρύζουν με θάρρος και να διασχίζουν την τρικυμίαν, έστω και επί μιας ξυλίνης σχεδίας, και να σώζωνται με αυτήν.

Σοφ. Σολ. 14,6     καὶ ἀρχῆς γὰρ ἀπολλυμένων ὑπερηφάνων γιγάντων, ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου ἐπὶ σχεδίας καταφυγοῦσα ἀπέλιπεν αἰῶνι σπέρμα γενέσεως τῇ σῇ κυβερνηθεῖσα χειρί.

Σοφ. Σολ. 14,6         Κατά τας αρχάς του κόσμου, όταν δια του κατακλυσμού κατεστρέφοντο οι υπερήφανοι και αμαρτωλοί γίγαντες, ολίγοι άνθρωποι, που ήσαν έλπίς του κόσμου, ο Νωε και οι περί αυτόν, αφού κατέφυγαν εις την ξυλίνην κιβωτόν, η οποία εκυβερνάτο από το ιδικόν σου χέρι, εσώθησαν και αφήκαν στον κόσμον σπέρμα μιας νέας γενεάς.

Σοφ. Σολ. 14,7     εὐλόγηται γὰρ ξύλον, δι᾿ οὗ γίνεται δικαιοσύνη·

Σοφ. Σολ. 14,7         Διότι είναι ευλογημένον το ξύλον, το οποίον χρησιμοποιείται δι' έργον δίκαιον.

Σοφ. Σολ. 14,8     τὸ χειροποίητον δέ, ἐπικατάρατον αὐτὸν καὶ ὁ ποιήσας αὐτό, ὅτι ὁ μὲν εἰργάζετο, τὸ δὲ φθαρτὸν θεὸς ὠνομάσθη.

Σοφ. Σολ. 14,8         Το ξύλινον όμως είδωλον είναι επικατάρατον και αυτό και εκείνος, ο οποίος το κατεσκεύασε. Κατηραμένος ο άνθρωπος, διότι το κατεσκεύασε, κατηραμένον το ξύλινον αυτό είδωλον, διότι, αν και φθαρτόν, ωνομάσθη Θεός!

Σοφ. Σολ. 14,9     ἐν ἴσῳ γὰρ μισητὰ Θεῷ καὶ ὁ ἀσεβῶν καὶ ἡ ἀσέβεια αὐτοῦ·

Σοφ. Σολ. 14,9         Είναι εξ ίσου μισητός στον Θεόν ο ασεβής και τα ασεβή αυτού έργα.

Σοφ. Σολ. 14,10    καὶ γὰρ τὸ πραχθὲν σὺν τῷ δράσαντι κολασθήσεται.

Σοφ. Σολ. 14,10       Δια τούτο ακριβώς και το κατασκευασθέν αμαρτωλόν έργον θα καταδικασθή μαζή με τον δημιουργόν του.

Σοφ. Σολ. 14,11    διὰ τοῦτο καὶ ἐν εἰδώλοις ἐθνῶν ἐπισκοπὴ ἔσται, ὅτι ἐν κτίσματι Θεοῦ εἰς βδέλυγμα ἐγενήθησαν καὶ εἰς σκάνδαλα ψυχαῖς ἀνθρώπων καὶ εἰς παγίδα ποσὶν ἀφρόνων.

Σοφ. Σολ. 14,11        Δια τούτο ο Κυριος θα επισκεφθή, δια να τιμωρήση τα είδωλα των ειδωλολατρικών εθνών, διότι ανάμεσα εις τα δημιουργήματα του Θεού ευρέθησαν και τα βδελυρά αυτά είδωλα, σκάνδαλα δια να πίπτουν ψυχαί ανθρώπων και παγίς απωλείας δια τα πόδια των ασυνέτων.

Σοφ. Σολ. 14,12    Ἀρχὴ γὰρ πορνείας ἐπίνοια εἰδώλων, εὕρεσις δὲ αὐτῶν φθορὰ ζωῆς.

Σοφ. Σολ. 14,12       Διότι αρχή και αιτία της αποστασίας από τον Θεόν και γενικώς της αμαρτωλότητος είναι η επινόησις των ειδώλων. Η εφεύρεσις αυτών είναι καταστροφή της ζωής των ανθρώπων.

Σοφ. Σολ. 14,13    οὔτε γὰρ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, οὔτε εἰς τὸν αἰῶνα ἔσται·

Σοφ. Σολ. 14,13       Τα είδωλα αυτά και η ειδωλολατρεία γενικώτερον ούτε απ' αρχής υπήρχαν ούτε και στον αιώνα τον άπαντα θα παραμείνουν.

Σοφ. Σολ. 14,14    κενοδοξίᾳ γὰρ ἀνθρώπων εἰσῆλθεν εἰς κόσμον, καὶ διὰ τοῦτο σύντομον αὐτῶν τέλος ἐπενοήθη.

Σοφ. Σολ. 14,14       Λογω του εγωϊσμού και της ματαιοδοξίας των ανθοωπων εισήλθεν η ειδωλολατρεία στον κόσμον και δια τούτο επιφυλάσσεται στους ειδωλολάτρας ένα σύντομον και απότομον τέλος.

Σοφ. Σολ. 14,15    ἀώρῳ γὰρ πένθει τρυχόμενος πατήρ, τοῦ ταχέως ἀφαιρεθέντος τέκνου εἰκόνα ποιήσας, τὸν τότε νεκρὸν ἄνθρωπον νῦν ὡς Θεὸν ἐτίμησε καὶ παρέδωκε τοῖς ὑποχειρίοις μυστήρια καὶ τελετάς.

Σοφ. Σολ. 14,15       Ιδού πως ήρχισεν η ειδωλολατρεία· ένας πατέρας ταλαιπωρούμενος και βασανιζόμενος από τον πρόωρον θάνατον του παιδιού του κατεσκεύασεν εικόνα αυτού του τέκνου του, το οποίον λίαν ενωρίς ανηρπάγη εκ μέσου της οικογενείας του. Τον τότε λοιπόν νεκρόν άνθρωπον τον ετίμησε τώρα ως θεόν, και εθεσμοθέτησε δια τους ανθρώπους, που είχεν υπό την δικαιοδοσίαν του, μυστηριακάς υπέρ εκείνου τελετάς.

Σοφ. Σολ. 14,16    εἶτα ἐν χρόνῳ κρατυνθὲν τὸ ἀσεβὲς ἔθος ὡς νόμος ἐφυλάχθη, καὶ τυράννων ἐπιταγαῖς ἐθρησκεύετο τὰ γλυπτά,

Σοφ. Σολ. 14,16       Κατόπιν δέ, καθώς επερνούσε ο καιρός, ενισχύθη και επεκράτησεν αυτή η άσεβής συνήθεια, ετηρήθη ως νόμος και δια βασιλικών διαταγών ελατρεύθησαν έτσι τα είδωλα.

Σοφ. Σολ. 14,17    οὓς ἐν ὄψει μὴ δυνάμενοι τιμᾶν ἄνθρωποι διὰ τὸ μακρὰν οἰκεῖν, τὴν πόῤῥωθεν ὄψιν ἀνατυπωσάμενοι, ἐμφανῆ εἰκόνα τοῦ τιμωμένου βασιλέως ἐποίησαν, ἵνα τὸν ἀπόντα ὡς παρόντα κολακεύωσι διὰ τῆς σπουδῆς.

Σοφ. Σολ. 14,17       Επειτα οι άνθρωποι θέλουν να τιμήσουν μερικούς προσωπικώς, επειδή όμως εκείνοι κατοικούν μακράν και δεν ημπορούν να τους τιμήσουν, όπως θέλουν, απετύπωσαν την μορφήν των, κατεσκεύασαν φανεράν και θεατήν εις όλους την εικόνα του τιμωμένου βασιλέως και ετσι χάρις στον ζήλον των αυτόν εκολάκευαν τον απόντα με τιμητικήν προσκύνησιν, ως εάν ήτο εκεί παρών.

Σοφ. Σολ. 14,18    εἰς ἐπίτασιν δὲ θρησκείας καὶ τοὺς ἀγνοοῦντας ἡ τοῦ τεχνίτου προετρέψατο φιλοτιμία·

Σοφ. Σολ. 14,18       Εις ενίσχυσιν δε αυτής της ειδωλολατρικής θρησκείας και προς επέκτασίν της στους αγνοούντας συνετέλεσε και η φιλοδοξία του καλλιτέχνου των ειδώλων.

Σοφ. Σολ. 14,19    ὁ μὲν γὰρ τάχα τῷ κρατοῦντι βουλόμενος ἀρέσαι, ἐξεβιάσατο τῇ τέχνῃ τὴν ὁμοιότητα ἐπὶ τὸ κάλλιον·

Σοφ. Σολ. 14,19       Διότι ο μεν καλλιτέχνης, επιθυμών προφανώς να φανή αρεστός στον βασιλέα, διέθεσε και εξεδαπάνησε όλην αυτού την καλλιτεχνικήν δεξιότητα, δια να κάμη το άγαλμα όσον το δυνατόν ωραιότερον.

Σοφ. Σολ. 14,20    τὸ δὲ πλῆθος ἐφελκόμενον διὰ τὸ εὔχαρι τῆς ἐργασίας, τὸν πρὸ ὀλίγου τιμηθέντα ἄνθρωπον νῦν σέβασμα ἐλογίσαντο.

Σοφ. Σολ. 14,20      Ο δε λαός ελκυόμενος από το καλλιτεχνικόν αυτό έργον του τεχνίτου παρασύρεται, ώστε να θεωρήση τώρα ως θεόν αυτόν, που προ ολίγου ετίμα ως άνθρωπον.

Σοφ. Σολ. 14,21    καὶ τοῦτο ἐγένετο τῷ βίῳ εἰς ἔνεδρον, ὅτι ἢ συμφορᾷ ἢ τυραννίδι δουλεύσαντες ἄνθρωποι τὸ ἀκοινώνητον ὄνομα λίθοις καὶ ξύλοις περιέθεσαν.

Σοφ. Σολ. 14,21       Αυτό όμως το άγαλμα εγινε δια την ζωήν των ανθρώπων παγίς και σκάνδαλον. Διότι οι άνθρωποι είτε επειδή περιέπεσαν εις κάποιαν συμφοράν, από την οποίαν δεν έβλεπαν λύτρωσιν, είτε διότι εξηναγκάσθησαν από κάποιον τύραννον, απέδωσαν το ανέκφραστον όνομα του Θεού εις λίθους και εις ξύλα.

Σοφ. Σολ. 14,22    Εἶτ᾿ οὐκ ἤρκεσε τὸ πλανᾶσθαι περὶ τὴν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν, ἀλλὰ καὶ μεγάλῳ ζῶντες ἀγνοίας πολέμῳ τὰ τοσαῦτα κακὰ εἰρήνην προσαγορεύουσιν.

Σοφ. Σολ. 14,22      Επειτα, ως εάν δεν ήτο αρκετόν δι' αυτούς να πλανώνται εις την περί του αληθινού Θεού γνώσιν, περιέπεσαν και εις άλλα κακά. Ζώντες εξ αιτίας της αγνοίας των αυτής εις διαρκή πόλεμον με τον εαυτόν των και με τους άλλους, ονομάζουν ειρήνην τας τόσας και τέτοιας συμφοράς των.

Σοφ. Σολ. 14,23    ἢ γὰρ τεκνοφόνους τελετὰς ἢ κρύφια μυστήρια ἢ ἐμμανεῖς ἐξ ἄλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντες,

Σοφ. Σολ. 14,23       Αυτοί, εκτρεπόμενοι εις αηδείς τελετάς, θυσίας των τέκνων των η εις κρυφάς μυστηριώδεις λατρείας η εις εξάλλους οργιαστικάς ευωχίας ξένων θεοτήτων,

Σοφ. Σολ. 14,24    οὔτε βίους οὔτε γάμους καθαροὺς ἔτι φυλάσσουσιν, ἕτερος δ᾿ ἕτερον ἢ λοχῶν ἀναιρεῖ ἢ νοθεύων ὀδυνᾷ.

Σοφ. Σολ. 14,24      ούτε ζωήν ούτε γάμους καθαρούς κατορθώνουν να διατηρήσουν, αλλά επιβουλεύεται ο ενας τον άλλον είτε φονεύων αυτόν κρυφίως είτε καταδολιευόμενος τον βυθίζει εις οδύνην.

Σοφ. Σολ. 14,25    πάντας δ᾿ ἐπιμὶξ ἔχει αἷμα καὶ φόνος, κλοπὴ καὶ δόλος, φθορά, ἀπιστία, ταραχή, ἐπιορκία, θόρυβος ἀγαθῶν,

Σοφ. Σολ. 14,25       Παντες δε και πανταχού οι ειδωλολάτραι φύρδην μίγδην είναι ένοχοι δι' αίματα και φόνους, δια κλοπάς και δολιότητας, δια διαφθοράν και δι' ανειλικρίνειαν, δια ταραχήν και επιορκίαν, δια δημιουργίαν ταραχών εις βάρος των δικαίων και φιλησύχων ανθρώπων,

Σοφ. Σολ. 14,26    χάριτος ἀμνησία, ψυχῶν μιασμός, γενέσεως ἐναλλαγή, γάμων ἀταξία, μοιχεία καὶ ἀσέλγεια.

Σοφ. Σολ. 14,26      δια λησμοσύνην ευεργεσιών, δια μιάσματα ψυχικά και σοδομικάς αμαρτίας, αταξίας γάμων, μοιχείας και ασελγείας.

Σοφ. Σολ. 14,27    ἡ γὰρ τῶν ἀνωνύμων εἰδώλων θρησκεία παντὸς ἀρχὴ κακοῦ καὶ αἰτία καὶ πέρας ἐστίν·

Σοφ. Σολ. 14,27       Διότι η θρησκεία των ειδώλων, των οποίων ούτε τα ονόματα δεν πρέπει να αναφέρη κανείς, είναι η πηγή, η αιτία και η ολοκλήρωσις παντός κακού.

Σοφ. Σολ. 14,28    ἢ γὰρ εὐφραινόμενοι μεμήνασιν ἢ προφητεύουσι ψευδῆ ἢ ζῶσιν ἀδίκως ἢ ἐπιορκοῦσι ταχέως·

Σοφ. Σολ. 14,28      Διότι οι ειδωλολάτραι η κατά τα συμπόσιά των περιπίπτουν και καταλήγουν εις μανίαν, η διδάσκουν και προαναγγέλουν ψευδολογίας, η ζουν αδικούντες ο ενας τον άλλον, η καταπατούν αμέσως τους όρκους, που δίδουν.

Σοφ. Σολ. 14,29    ἀψύχοις γὰρ πεποιθότες εἰδώλοις κακῶς ὀμόσαντες, ἀδικηθῆναι οὐ προσδέχονται.

Σοφ. Σολ. 14,29      Ακριβώς διότι πιστεύουν εις τα άψυχα είδωλα δεν φοβούνται, μήπως τιμωρηθούν από αυτά, όταν ορκισθούν ψευδώς.

Σοφ. Σολ. 14,30    ἀμφότερα δὲ αὐτοὺς μετελεύσεται τὰ δίκαια, ὅτι κακῶς ἐφρόνησαν περὶ Θεοῦ προσχόντες εἰδώλοις καὶ ἀδίκως ὤμοσαν ἐν δόλῳ καταφρονήσαντες ὁσιότητος·

Σοφ. Σολ. 14,30       Αλα οπωσδήποτε θα εκσπάση εναντίον των τιμωρία δια τα δύο αυτά κακά. Πρώτον μεν διότι ψευδές φρόνημα περί του Θεού εμόρφωσαν και παρεδέχθησαν, δεύτερον δε διότι ψευδώς ωρκίσθησαν και δια της δολίας αυτής πράξεώς των κατεφρόνησαν την αγιότητα.

Σοφ. Σολ. 14,31    οὐ γὰρ ἡ τῶν ὀμνυομένων δύναμις, ἀλλ᾿ ἡ τῶν ἁμαρτανόντων δίκη ἐπεξέρχεται ἀεὶ τὴν τῶν ἀδίκων παράβασιν.

Σοφ. Σολ. 14,31       Διότι δεν είναι η δύναμις των ειδώλων, επί των οποίων αυτοί ωρκίσθησαν που θα τους τιμωρήση, άλλα η θεία δίκη, η επιφυλασσομένη εναντίον των αμαρτωλών και η οποία πάντοτε επέρχεται εναντίον των ασεβών δια τας παραβάσεις των.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 15

 

Σοφ. Σολ. 15,1     Σὺ δὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν χρηστὸς καὶ ἀληθής, μακρόθυμος καὶ ἐν ἐλέει διοικῶν τὰ πάντα.

Σοφ. Σολ. 15,1          Συ όμως ο Θεός μας είσαι αγαθός, αληθής, μακρόθυμος, κυβερνάς και κατευθύνεις τα πάντα μέ την άπειρον ευσπλαγχνιάν σου.

Σοφ. Σολ. 15,2     καὶ γὰρ ἐὰν ἁμάρτωμεν, σοί ἐσμεν, εἰδότες σου τὸ κράτος· οὐχ ἁμαρτησόμεθα δέ, εἰδότες ὅτι σοὶ λελογίσμεθα.

Σοφ. Σολ. 15,2         Δια τούτο, και αν παρασυρθώμεν εις αμαρτίας, είμεθα ιδικοί σου, διότι αναγνωρίζομεν την παντοδυναμίαν σου, συναισθανόμενοι δε και γνωρίζοντες καλά ότι ανήκομεν εις σέ, δεν θα αμαρτήσωμεν.

Σοφ. Σολ. 15,3     τὸ γὰρ ἐπίστασθαί σε ὁλόκληρος δικαιοσύνη, καὶ εἰδέναι τὸ κράτος σου ῥίζα ἀθανασίας.

Σοφ. Σολ. 15,3         Διότι το να έχη κανείς επίγνωσιν σου του αληθινού Θεού είναι όλαι ομού αι αρεταί, όπως επίσης και το να αναγνωρίζη την παντοδύναμον κυριαρχίαν σου είναι η ρίζα της αθανασίας.

Σοφ. Σολ. 15,4     οὔτε γὰρ ἐπλάνησεν ἡμᾶς ἀνθρώπων κακότεχνος ἐπίνοια, οὐδὲ σκιαγράφων πόνος ἄκαρπος, εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι διηλλαγμένοις,

Σοφ. Σολ. 15,4         Δεν μας έχει παραπλανήσει η επινόησις της κακής ειδωλολατρικής τέχνης ούτε ο μάταιος κόπος των ειδωλολατρών ζωγράφων, ούτε κανένα πράγμα μολυσμένον, που έχει κατασκευασθή με διάφορα χρώματα.

Σοφ. Σολ. 15,5     ὧν ὄψις ἄφροσιν εἰς ὄνειδος ἔρχεται, ποθεῖ τε νεκρᾶς εἰκόνος εἶδος ἄπνουν.

Σοφ. Σολ. 15,5         Η μορφή αυτών των αντικειμένων οδηγεί τους ασυνέτους εις καταισχύνην. Διότι ο ειδωλολάτρης αισθάνεται κάποιον χαράν δι' ένα πράγμα, που είναι νεκρόν, δια μίαν εικόνα που δεν έχει πνοήν.

Σοφ. Σολ. 15,6     κακῶν ἐρασταὶ ἄξιοί τε τοιούτων ἐλπίδων, καὶ οἱ δρῶντες καὶ οἱ ποθοῦντες καὶ οἱ σεβόμενοι.

Σοφ. Σολ. 15,6         Επιθυμηταί κακών, άξιοι τοιούτων μωρών ελπίδων, είναι τόσον εκείνοι, οι οποίοι κατασκευάζουν τα είδωλα, όσον επίσης και εκείνοι, οι οποίοι τα αγαπούν και τα σέβονται.

Σοφ. Σολ. 15,7     Καὶ γὰρ κεραμεὺς ἁπαλὴν γῆν θλίβων ἐπίμοχθον πλάσσει πρὸς ὑπηρεσίαν ἡμῶν ἓν ἕκαστον· ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ ἀνεπλάσατο τά τε τῶν καθαρῶν ἔργων δοῦλα σκεύη τά τε ἐναντία, πάνθ᾿ ὁμοίως· τούτων δὲ ἑκατέρου τίς ἑκάστῳ ἐστὶν ἡ χρῆσις, κριτὴς ὁ πηλουργός·

Σοφ. Σολ. 15,7         Ο κεραμοποιός ζυμώνει τον μαλακόν πηλόν με κόπον και κατασκευάζει κάθε δοχείον προς χρήσιν μας. Από τον αυτόν πηλόν κατεσκεύασε κατάλληλα δοχεία δια την εξυπηρέτησιν των καθαρών έργων μας, όπως και αντιθέτως άλλα δι' ακαθάρτους χρήσεις· όλα με τον αυτόν τρόπον κατεργαζόμενος. Δια την χρήσιν όμως του καθενός από αυτά θα κρίνη ο κεραμοποιός.

Σοφ. Σολ. 15,8     καὶ κακόμοχθος θεὸν μάταιον ἐκ τοῦ αὐτοῦ πλάσσει πηλοῦ, ὃς πρὸ μικροῦ γῆς γεννηθεὶς μετ᾿ ὀλίγον πορεύεται ἐξ ἧς ἐλήφθη, τὸ τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθεὶς χρέος.

Σοφ. Σολ. 15,8         Ετσι και ο ειδωλολάτρης αγαλματοποιός αυτός, ο οποίος εγεννήθη από την γην. Επειτα δε από ολίγον θα επανέλθη εις την γην, από την οποίαν ελήφθη, όταν φθάση η στιγμή να πληρώση και αυτός το κοινόν χρέος της ζωής του· ο κακώς, λοιπόν, μοχθών αυτός ειδωλολάτρης, πλάσσει από τον ίδιον πηλόν ένα μάταιον και ανύπαρκτον θεόν.

Σοφ. Σολ. 15,9     ἀλλ᾿ ἔστιν αὐτῷ φροντὶς οὐχ ὅτι μέλλει κάμνειν, ἀλλ᾿ ὅτι βραχυτελῆ βίον ἔχει, ἀλλ᾿ ἀντερείδεται μέν χρυσουργοῖς καὶ ἀργυροχόοις, χαλκοπλάστας τε μιμεῖται καὶ δόξαν ἡγεῖται ὅτι κίβδηλα πλάσσει.

Σοφ. Σολ. 15,9         Δεν σκέπτεται δε αυτός, ότι καταταλαιπωρείται έτσι εργαζόμενος και ότι πρόκειται να αποθάνη, ούτε ότι ο βίος του είναι βραχύς, αλλά συναγωνίζεται εις κατασκευήν ειδώλων τους χρυσοχόους και αργυροχόους, μιμείται τους χαλκουργούς και θεωρεί δόξαν του, ότι κατασκευάζει αγάλματα ψευδών θεών.

Σοφ. Σολ. 15,10    σποδὸς ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ γῆς εὐτελεστέρα ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ, πηλοῦ τε ἀτιμότερος ὁ βίος αὐτοῦ,

Σοφ. Σολ. 15,10       Στάκτη είναι η καρδία του. Μηδαμινωτέρα από το χώμα η ελπίς του. Αθλιεστέρα η ζωή του από την λάσπην.

Σοφ. Σολ. 15,11    ὅτι ἠγνόησε τὸν πλάσαντα αὐτὸν καὶ τὸν ἐμπνεύσαντα αὐτῷ ψυχὴν ἐνεργοῦσαν καὶ ἐμφυσήσαντα πνεῦμα ζωτικόν·

Σοφ. Σολ. 15,11        Διότι παρεμέρισε και ηγνόησε τον πλάστην του και Θεόν, ο οποίος έπνευσεν εις αυτόν ψυχήν δραστηρίαν και ενεφύσησεν εις αυτόν πνεύμα ζωής.

Σοφ. Σολ. 15,12    ἀλλ᾿ ἐλογίσαντο παίγνιον εἶναι τὴν ζωὴν ἡμῶν καὶ τὸν βίον πανηγυρισμὸν ἐπικερδῆ· δεῖν γάρ φησιν ὅθεν δή, κἂν ἐκ κακοῦ, πορίζειν.

Σοφ. Σολ. 15,12       Αλλά εθεώρησε σαν ένα παιγνίδι την ζωήν μας, και τον βίον σαν μια επικερδή πανήγυριν. Κατι τέτοιοι λέγουν, ότι πρέπει από οπουδήποτε και με οποιοδήποτε μέσον να κερδίζουν, έστω και δια του κακού.

Σοφ. Σολ. 15,13    οὗτος γὰρ παρὰ πάντας οἶδεν ὅτι ἁμαρτάνει, ὕλης γεώδους εὔθραυστα σκεύη καὶ γλυπτὰ δημιουργῶν.

Σοφ. Σολ. 15,13        Ο πηλουργός αυτός κατασκευαστής των ειδώλων γνωρίζει περισσότερον παντός άλλου ότι αμαρτάνει, διότι κατασκευάζει πρόστυχα, εύθραυστα οικιακά σκεύη από την λάσπην και αγάλματα ψευδών θεών.

Σοφ. Σολ. 15,14    πάντες δ᾿ ἀφρονέστατοι καὶ τάλαντες ὑπὲρ ψυχὴν νηπίου οἱ ἐχθροὶ τοῦ λαοῦ σου καταδυναστεύσαντες αὐτόν,

Σοφ. Σολ. 15,14       Ολοι αυτοί είναι αφρονέστατοι και αθλιέστεροι και από την ψυχήν νηπίου ακόμη, εχθροί του λαού σου, οι οποίοι καταδυναστεύουν και εκμεταλλεύονται αυτόν.

Σοφ. Σολ. 15,15    ὅτι καὶ πάντα εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἐλογίσαντο θεούς, οἷς οὔτε ὀμμάτων χρῆσις εἰς ὅρασιν οὔτε ῥῖνες εἰς συνολκὴν ἀέρος οὔτε ὦτα ἀκούειν οὔτε δάκτυλοι χειρῶν εἰς ψηλάφησιν, καὶ οἱ πόδες αὐτῶν ἀργοὶ πρὸς ἐπίβασιν.

Σοφ. Σολ. 15,15        Διότι εθεώρησαν ως θεούς όλα των εθνών τα είδωλα, τα οποία ούτε εφθαλμούς έχουν δια να βλέπουν, ούτε ρίνας δια να αναπνέουν τον αέρα, ούτε αυτιά δια να ακούουν, ούτε δάκτυλα χειρών δια να ψηλαφούν. Οι δε πόδες των είναι ακίνητοι, ανίκανοι να βαδίσουν.

Σοφ. Σολ. 15,16    ἄθρωπος γὰρ ἐποίησεν αὐτούς, καὶ τὸ πνεῦμα δεδανεισμένος ἔπλασεν αὐτούς· οὐδεὶς γὰρ αὐτῷ ὅμοιον ἄνθρωπος ἰσχύει πλάσαι Θεόν.

Σοφ. Σολ. 15,16       Διότι άνθρωπος είναι εκείνος, που τα κατασκεύασεν. Ανθρωπος, που έχει λάβει ως δάνειον εκ μέρους του Θεού το πνεύμα, έπλασσεν αυτούς τους ειδωλικούς θεούς. Διότι κανείς άνθρωπος δεν είναι ικανός να τεχνουργήση ένα θεόν, ο οποίος να του ομοιάζη.

Σοφ. Σολ. 15,17    θνητὸς δὲ ὢν νεκρὸν ἐργάζεται χερσὶν ἀνόμοις· κρείττων γάρ ἐστι τῶν σεβασμάτων αὐτοῦ, ὧν αὐτὸς μὲν ἔζησεν, ἐκεῖνα δὲ οὐδέποτε.

Σοφ. Σολ. 15,17        Θνητός ων ο άνθρωπος νεκρόν είδωλον κατεσκεύασεν, έργον των παρανόμων χειρών του. Αυτός εις την πραγματικότητα είναι ανώτερος από τα είδωλα, τα οποία σέβεται, διότι αυτός έζησε κάποτε, εκείνα όμως ποτέ δεν έζησαν.

Σοφ. Σολ. 15,18    καὶ τὰ ζῷα δὲ τὰ ἔχθιστα σέβονται· ἀνοίᾳ γὰρ συγκρινόμενα τῶν ἄλλων ἐστὶ χείρονα·

Σοφ. Σολ. 15,18       Οι ειδωλολάτραι Αιγύπτιοι φθάνουν μέχρι του σημείου να σέβωνται ως θεούς και μερικά από τα πλέον απαίσια ζώα, τα οποία συγκρινόμενα προς τα άλλα ζώα είναι χειρότερα και ανοητότερα.

Σοφ. Σολ. 15,19    οὐδ᾿ ὅσον ἐπιποθῆσαι ὡς ἐν ζῴων ὄψει καλὰ τυγχάνει, ἐκπέφευγε δὲ καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ ἔπαινον καὶ τὴν εὐλογίαν αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 15,19       Αυτά δε είναι τόσον αποκρουστικά εις την όψιν, ώστε να μη εμπνέουν κανένα ευάρεστον συναίσθημα, όπως συμβαίνει με άλλα ωραία ζώα. Αυτά δεν έχουν εκ μέρους του Θεού ούτε έπαινον ούτε ευλογίαν.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 16

 

Σοφ. Σολ. 16,1     Διὰ τοῦτο δ᾿ ὁμοίων ἐκολάσθησαν ἀξίως καὶ διὰ πλήθους κνωδάλων ἐβασανίσθησαν.

Σοφ. Σολ. 16,1          Δια τούτο ακριβώς κατά λόγον δικαιοσύνης οι ειδωλολάτραι Αιγύπτιοι ετιμωρήθησαν με όμοια προς τα λατρευόμενα από αυτούς ζώα, από πλήθος δηλαδή μικρών και μεγάλων επιβλαβών και σιχαμερών σκωλήκων και ζώων.

Σοφ. Σολ. 16,2     ἀνθ᾿ ἧς κολάσεως εὐεργετήσας τὸν λαόν σου, εἰς ἐπιθυμίαν ὀρέξεως ξένην γεῦσιν, τροφὴν ἡτοίμασας ὀρτυγομήτραν,

Σοφ. Σολ. 16,2         Αντιθέτως προς την τιμωρίαν αυτήν των ειδωλολατρών, συ, ευεργετών τον λαόν σου, όταν επείνασαν εις την έρημον τους έδωσες παράδοξον τροφήν, ητοίμασες τροφήν δι' αυτούς από ορτύκια.

Σοφ. Σολ. 16,3     ἵνα ἐκεῖνοι μὲν ἐπιθυμοῦντες τροφὴν διὰ τὴν εἰδέ χθειαν τῶν ἐπαπεσταλμένων καὶ τὴν ἀναγκαίαν ὄρεξιν ἀποστρέφωνται, αὐτοὶ δὲ ἐπ᾿ ὀλίγον ἐνδεεῖς γενόμενοι καὶ ξένης μετάσχωσι γεύσεως.

Σοφ. Σολ. 16,3         Εν εκείνοι οι ειδωλολάτραι, παρά την πείναν και επιθυμίαν τροφής, που είχαν, βλέποντες τα αηδή αυτά ζώα, που απεστάλησαν εις τιμωρίαν εναντίον των, έχαναν και αυτήν ακόμα την όρεξιν προς τροφήν. Εξ αντιθέτου όμώς οι Ισραηλίται εστερήθησαν επ' ολίγον διάστημα και επείνασαν, έφαγαν όμως κατόπιν θαυματουργικώς δοθείσαν εις αυτούς τροφήν.

Σοφ. Σολ. 16,4     ἔδει γὰρ ἐκείνοις μὲν ἀπαραίτητον ἔνδειαν ἐπελθεῖν τυραννοῦσι, τούτοις δὲ μόνον δειχθῆναι πῶς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν ἐβασανίζοντο.

Σοφ. Σολ. 16,4         Επρεπε κατά λόγον δικαιοσύνης να επέλθη αυτή η στέρησις εναντίον εκείνων, που είχαν τυραννήσει τον λαόν σου, εις δε τους ισραηλίτας να καταδειχθή δια του γεγονότος αυτού, πως οι εχθροί των εβασανίζοντο.

Σοφ. Σολ. 16,5     Καὶ γὰρ ὅτε αὐτοῖς δεινὸς ἐπῆλθε θηρίων θυμὸς δήγμασί τε σκολιῶν διεφθείροντο ὄφεων, οὐ μέχρι τέλους ἔμεινεν ἡ ὀργή σου·

Σοφ. Σολ. 16,5         Διότι, και όταν επήλθον εναντίον των εξηρεθισμένα φοβερά θηρία, δηλητηριώδη φίδια, και αυτοί εθανατώνοντο με τα δήγματα των ελισσομένων και συστρεφομένων αυτών όφεων, δεν παρέμεινεν η οργή σου μέχρι τέλους εναντίον αυτών.

Σοφ. Σολ. 16,6     εἰς νουθεσίαν δὲ πρὸς ὀλίγον ἐταράχθησαν, σύμβουλον ἔχοντες σωτηρίας εἰς ἀνάμνησιν ἐντολῆς νόμου σου·

Σοφ. Σολ. 16,6         Συνεταράχθησαν οι Ισραηλίται επί ολίγον διάστημα, αλλά προς νουθεσίαν των, διότι έτσι απέκτησαν ένα σύμβολον, ένα σημείον σωτηρίας, δια να ενθυμούνται τας εντολάς του Νομου σου.

Σοφ. Σολ. 16,7     ὁ γὰρ ἐπιστραφεὶς οὐ διὰ τὸ θεωρούμενον ἐσώζετο, ἀλλὰ διὰ σὲ τὸν πάντων σωτῆρα.

Σοφ. Σολ. 16,7         Διότι εκείνος ο οποίος εστρέφετο και έβλεπε το σημείον τούτο, τον χάλκινον όφιν, εσώζετο οχι βέβαια κατά τρόπον μαγικόν, από αυτό καθ' εαυτό του σύμβολον, αλλά από σέ, ο οποίος είσαι ο σωτήρ όλων των ανθρώπων.

Σοφ. Σολ. 16,8     καὶ ἐν τούτῳ δὲ ἔπεισας τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν, ὅτι σὺ εἶ ὁ ῥυόμενος ἐκ παντὸς κακοῦ·

Σοφ. Σολ. 16,8         Και με το γεγονός τούτο, όπως και με όλα τα προηγούμενα, έπεισες τους εχθρούς μας, ότι συ είσαι ο μόνος, που ελευθερώνεις και σώζεις από κάθε κακόν τους ανθρώπους.

Σοφ. Σολ. 16,9     οὓς μὲν γαρ ἀκρίδων καὶ μυιῶν ἀπέκτεινε δήγματα, καὶ οὐχ εὑρέθη ἴαμα τῇ ψυχῇ αὐτῶν, ὅτι ἄξιοι ἦσαν ὑπὸ τοιούτων κολασθῆναι·

Σοφ. Σολ. 16,9         Εκείνους, τους εχθρούς μας, τους εφόνευον τα δήγματα των ακρίδων και των μυιών και δεν ευρέθη καμμία θεραπεία εις περιφρούρησιν της ζωής των, διότι ήσαν άξιοι να τιμωρηθούν από τα σιχαμερά και επικίνδυνα έντομα.

Σοφ. Σολ. 16,10    τοὺς δὲ υἱούς σου οὐδὲ ἰοβόλων δρακόντων ἐνίκησαν ὀδόντες, τὸ ἔλεος γάρ σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς.

Σοφ. Σολ. 16,10       Τα τέκνα σου όμως, τους Ισραηλίτας, δεν τους κατενίκησαν και δεν τους εξωλόθρευσαν οι οδόντες των φαρμακερών εκείνων και μεγάλων όφεων, διότι το έλεός σου τους επεσκέφθη και τους εθεράπευσεν.

Σοφ. Σολ. 16,11    εἰς γὰρ ὑπόμνησιν τῶν λογίων σου ἐνεκεντρίζοντο καὶ ὀξέως διεσώζοντο, ἵνα μὴ εἰς βαθεῖαν ἐμπεσόντες λήθην ἀπερίσπαστοι γένωνται τῆς σῆς εὐεργεσίας.

Σοφ. Σολ. 16,11        Η αιτία δε και ο σκοπός, που εδαγκώνοντο από τα φίδια και αμέσως εθεραπεύοντο, ήτο να ενθυμούνται τας εντολάς σου και να μη περιπέσουν εις λησμοσύνην των λόγων σου και αποκλεισθούν έτσι από τας ευεργεσίας σου.

Σοφ. Σολ. 16,12    καὶ γὰρ οὔτε βοτάνη οὔτε μάλαγμα ἐθεράπευσεν αὐτούς, ἀλλὰ ὁ σός, Κύριε, λόγος ὁ πάντα ἱώμενος.

Σοφ. Σολ. 16,12       Ούτε κανένα θεραπευτικόν χορτάρι ούτε κανένα κατάπλασμα δεν τους εθεράπευσε τότε, αλλά ο ιδικός σου παντοδύναμος λόγος, Κυριε, ο οποίος θεραπεύει τα πάντα.

Σοφ. Σολ. 16,13    σὺ γὰρ ζωῆς καὶ θανάτου ἐξουσίαν ἔχεις καὶ κατάγεις εἰς πύλας ᾅδου καὶ ἀνάγεις.

Σοφ. Σολ. 16,13       Διότι συ, Κυριε, έχεις την απόλυτον εξουσίαν της ζωής και του θανάτου και συ κατεβάζεις εις τας πύλας του άδου και ανεβάζεις από έκεί τους ανθρώπους.

Σοφ. Σολ. 16,14    ἄνθρωπος δὲ ἀποκτέννει μὲν τῇ κακίᾳ αὐτοῦ, ἐξελθὸν δὲ πνεῦμα οὐκ ἀναστρέφει οὐδὲ ἀναλύει ψυχὴν παραληφθεῖσαν.

Σοφ. Σολ. 16,14       Ο άνθρωπος εν τη κακία αυτού φονεύει τον συνάνθρωπόν του. Η ψυχή δέ, που εξέρχεται από τον φονευθέντα, δεν επιστρέφει. Ο φονεύσας δεν ημπορεί να απελευθερώση την ψυχήν, την οποίαν παρέλαβε πλέον ο άδης.

Σοφ. Σολ. 16,15    Τὴν δὲ σὴν χεῖρα φυγεῖν ἀδύνατόν ἐστιν·

Σοφ. Σολ. 16,15       Την ιδικήν σου όμως παντοδύναμον χείρα κανείς δεν ημπορεί να διαφύγη.

Σοφ. Σολ. 16,16    ἀρνούμενοι γάρ σε εἰδέναι ἀσεβεῖς, ἐν ἰσχύϊ βραχίονός σου ἐμαστιγώθησαν, ξένοις ὑετοῖς καὶ χαλάζαις καὶ ὄμβροις διωκόμενοι ἀπαραιτήτοις καὶ πυρὶ καταναλισκόμενοι.

Σοφ. Σολ. 16,16       Οι ασεβείς, οι οποίοι ηρνήθησαν να σε γνωρίσουν και σε αναγνωρίσουν ως Θεόν των, ετιμωρήθησαν με την δύναμιν της παντοδυνάμου δεξιάς σου καταδιωκόμενοι από παράδοξα και ανερμήνευτα νερά, από χαλάζας και βροχάς, γινόμενοι παρανάλωμα και της φωτιάς.

Σοφ. Σολ. 16,17    τὸ γὰρ παραδοξότατον, ἐν τῷ πάντα σβεννύντι ὕδατι πλεῖον ἐνήργει τὸ πῦρ, ὑπέρμαχος γὰρ ὁ κόσμος ἐστὶ δικαίων·

Σοφ. Σολ. 16,17       Και το εκτάκτως παράδοξον είναι, ότι μέσα στο νερό, όπου τα πάντα σβήνονται, η φωτιά έπαιρνε ακόμη μεγαλυτέραν δραστηριότητα, διότι πράγματι το σύμπαν μάχεται υπέρ των δικαίων.

Σοφ. Σολ. 16,18    ποτὲ μὲν γὰρ ἡμεροῦτο φλόξ, ἵνα μὴ καταφλέξῃ τὰ ἐπ᾿ ἀσεβεῖς ἀπεσταλμένα ζῷα, ἀλλ᾿ αὐτοὶ βλέποντες ἴδωσιν, ὅτι Θεοῦ κρίσει ἐλαύνονται·

Σοφ. Σολ. 16,18       Μερικές φορές η φλόγα του πυρός ωλιγόστευε, δια να μη κατακαύση τα ζώα, που εστέλλοντο εις τιμωρίαν των ασεβών, και δια να τους κάμη να εννοήσουν από αυτό το θέαμα ότι η δικαιοσύνη του Θεού ήτο εκείνη, που τους κατεδίωκε και τους ετιμωρούσε.

Σοφ. Σολ. 16,19    ποτὲ δὲ καὶ μεταξὺ ὕδατος ὑπὲρ τὴν πυρὸς δύναμιν φλέγει, ἵνα ἀδίκου γῆς γεννήματα διαφθείρῃ.

Σοφ. Σολ. 16,19       Αλλοτε όμώς το πυρ μέσα στο νερό ήναπτε και εδυνάμωνεν ακόμη περισσότερον την φλόγα του, δια να καταστρέψη τα προϊόντα της αδίκου γης.

Σοφ. Σολ. 16,20    ἀνθ᾿ ὧν ἀγγέλων τροφὴν ἐψώμισας τὸν λαόν σου καὶ ἕτοιμον ἄρτον αὐτοῖς ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἔπεμψας ἀκοπιάτως πᾶσαν ἡδονὴν ἰσχύοντα καὶ πρὸς πᾶσαν ἁρμόνιον γεῦσιν·

Σοφ. Σολ. 16,20      Εν, λοιπόν, έτσι συ ο δίκαιος Θεός ετιμωρούσες τους ειδωλολάτρας εχθρούς του λαού σου, εξ αντιθέτου επροοτάτευσες και έθρεψες τον λαόν σου με τροφήν αγγέλων, τους έστειλες δηλαδή έτοιμον άρτον από τον ουρανόν, χωρίς αυτοί να κοπιάσουν. Αρτον ικανόν να τους δώση κάθε ευχαρίστησιν και κατάλληλον προς κάθε όρεξιν.

Σοφ. Σολ. 16,21    ἡ μὲν γὰρ ὑπόστασίς σου τὴν σὴν γλυκύτητα πρὸς τέκνα ἐνεφάνισε, τῇ δὲ τοῦ προσφερομένου ἐπιθυμίᾳ ὑπηρετῶν πρὸς ὅ τις ἐβούλετο μετεκιρνᾶτο.

Σοφ. Σολ. 16,21       Η ουσία και η ωραία γεύσις του παρουσίαζε και εμαρτυρούσε την ιδικήν σου γλυκύτητα προς τα τέκνα σου· η δε ικανότης του να προσαρμόζεται και να ανταποκρίνεται προς την όρεξιν εκείνου, ο οποίος τον έτρωγε, τον εκανε να μεταβάλλεται εις ο,τι ο καθένας επιθυμούσε.

Σοφ. Σολ. 16,22    χιὼν δὲ καὶ κρύσταλλος ὑπέμεινε πῦρ καὶ οὐκ ἐτήκετο, ἵνα γνῶσιν ὅτι τοὺς τῶν ἐχθρῶν καρποὺς κατέφθειρε πῦρ φλεγόμενον ἐν τῇ χαλάζῃ καὶ ἐν τοῖς ὑετοῖς διαστράπτον·

Σοφ. Σολ. 16,22      Αυτό το μάννα, που έμοιαζε ωσάν χιόνι και κρύσταλλον, αντείχε εις την φωτιά και δεν έλυωνε, δια να μάθουν οι Ισραηλίται επάνω εις τα πράγματα, ότι η φωτιά κατέστρεψε μόνον των εχθρών τους καρπούς, έκαιεν ανάμεσα εις την χάλαζαν και απήστραπτεν εν μέσω των βροχών.

Σοφ. Σολ. 16,23    τοῦτο πάλιν δ᾿ ἵνα τραφῶσι δίκαιοι, καὶ τῆς ἰδίας ἐπιλελῆσθαι δυνάμεως.

Σοφ. Σολ. 16,23       Ως προς δε το μάννα εφαίνετο ότι το πυρ ελησμονούσε και έχανε την καυστικήν του δύναμιν. Τούτο δέ, δια να τραφούν οι δίκαιοι Ισραηλίται.

Σοφ. Σολ. 16,24    ἡ γὰρ κτίσις σοι τῷ ποιήσαντι ὑπηρετοῦσα ἐπιτείνεται εἰς κόλασιν κατὰ τῶν ἀδίκων καὶ ἀνίεται εἰς εὐεργεσίαν ὑπὲρ τῶν εἰς σὲ πεποιθότων.

Σοφ. Σολ. 16,24      Διότι η κτίσις, υπηρετούσα πάντοτε σε τον δημιουργόν της, άλλοτε αυξάνει τας δυνάμεις της, δια να τιμωρηθούν οι ασεβείς, και άλλοτε τας μειώνει, δια να ευεργετηθούν και ωφεληθούν εκείνοι, οι οποίοι πιστεύουν και υπακούουν εις σέ.

Σοφ. Σολ. 16,25    διὰ τοῦτο καὶ τότε εἰς πάντα μεταλλευομένη τῇ παντοτρόφῳ σου δωρεᾷ ὑπηρέτει πρὸς τὴν τῶν δεομένων θέλησιν,

Σοφ. Σολ. 16,25       Δια τούτο η φύσις μετεβάλλετο τότε και προσηρμόζετο σύμφωνα προς τας διαταγάς, που έδινεν η τους πάντας και τα πάντα διατρέφουσα χάρις σου, ώστε να εξυπηρετή αυτούς, που ευρίσκοντο εις διαφόρους ανάγκας,

Σοφ. Σολ. 16,26    ἵνα μάθωσιν οἱ υἱοί σου, οὓς ἠγάπησας, Κύριε, ὅτι οὐχ αἱ γενέσεις τῶν καρπῶν τρέφουσιν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ῥῆμά σου τοὺς σοὶ πιστεύοντας διατηρεῖ.

Σοφ. Σολ. 16,26      δια να μάθουν έτσι τα παιδιά σου, οι Ισραηλίται, τους οποίους ηγάπησες, Κυριε, ότι δεν τρέφει τον άνθρωπον η καρποφορία της γης, αλλά ο ιδικός σου λόγος συντηρεί εκείνους, που πιστεύουν και υπακούουν εις σέ.

Σοφ. Σολ. 16,27    τὸ γὰρ ὑπὸ πυρὸς μὴ φθειρόμενον ἁπλῶς ὑπὸ βραχείας ἀκτῖνος ἡλίου θερμαινόμενον ἐτήκετο,

Σοφ. Σολ. 16,27       Διότι το μάννα, το οποίον δεν κατεστρέφετο από την φωτιάν, εν τούτοις, όταν εθερμαίνετο μόνον από κάποιον ακτίνα του ηλίου επ' ολίγον χρόνον, διελύετο.

Σοφ. Σολ. 16,28    ὅπως γνωστὸν ᾖ ὅτι δεῖ φθάνειν τὸν ἥλιον ἐπ᾿ εὐχαριστίαν σου καὶ πρὸς ἀνατολὴν φωτὸς ἐντυγχάνειν σοι.

Σοφ. Σολ. 16,28      Τούτο δέ, δια να γνωρίσουν και μάθουν οι Ισραηλίται, να προφθάνουν την ανατολήν του ηλίου με ευχαριστίας των προς σε και να έρχωνται εις συνάντησιν και λατρείαν σου κατά την ανατολήν του φωτός.

Σοφ. Σολ. 16,29    ἀχαρίστου γὰρ ἐλπὶς ὡς χειμέριος πάχνη τακήσεται καὶ ῥυήσεται ὡς ὕδωρ ἄχρηστον.

Σοφ. Σολ. 16,29      Διότι η ελπίς του αχαρίστου λυώνει ωσάν την χειμερινήν πάχνην, που θα την κτυπήση ο ήλιος, και διαρρέει και χάνεται σαν το αχρησιμοποίητον ύδωρ.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 17

 

Σοφ. Σολ. 17,1     Μεγάλαι γάρ σου αἱ κρίσεις καὶ δυσδιήγητοι· διὰ τοῦτο ἀπαίδευτοι ψυχαὶ ἐπλανήθησαν.

Σοφ. Σολ. 17,1          Μεγάλαι Οντως και ανεξιχνίαστοι είναι, Κυριε, αι κρίσεις σου. Δια τούτο οι ακαλλιέργητοι κατά την ψυχήν επλανήθησαν σχετικώς με αυτάς και με σέ.

Σοφ. Σολ. 17,2     ὑπειληφότες γὰρ καταδυναστεύειν ἔθνος ἅγιον ἄνομοι, δέσμιοι σκότους καὶ μακρᾶς πεδῆται νυκτὸς κατακλεισθέντες ὀρόφοις, φυγάδες τῆς αἰωνίου προνοίας ἔκειντο.

Σοφ. Σολ. 17,2         Οι παράνομοι δηλαδή άνθρωποι, οι Αιγύπτιοι, νομίσαντες ότι θα κατορθώσουν να καταδυναστεύσουν έθνος αγίων, έγιναν οι ίδιοι δέσμιοι του σκότους· φυλακισμένοι εις μακράν νύκτα, κατάκλειστοι κάτω από τας στέγας των οικιών των, εξόριστοι και εστερημένοι από την αιωνίαν σου πρόνοιαν.

Σοφ. Σολ. 17,3     λανθάνειν γὰρ νομίζοντες ἐπὶ κρυφαίοις ἁμαρτήμασιν, ἀφεγγεῖ λήθης παρακαλύμματι ἐσκορπίσθησαν, θαμβούμενοι δεινῶς καὶ ἰνδάλμασιν ἐκταρασσόμενοι·

Σοφ. Σολ. 17,3         Διότι, νομίζοντες ότι θα μείνουν άγνωστοι αυτοί και τα απόκρυφα αμαρτήματά των κάτω από το σκοτεινόν σκέπασμα της λήθης, διεσκορπίσθησαν εις διάφορα μέρη περιδεείς και κατάπληκτοι, τρομοκρατούμενοι από φαντάσματα.

Σοφ. Σολ. 17,4     οὐδὲ γὰρ ὁ κατέχων αὐτοὺς μυχὸς ἀφόβως διεφύλασσεν, ἦχοι δὲ καταράσσοντες αὐτοὺς περιεκόμπουν, καὶ φάσματα ἀμειδήτοις κατηφῆ προσώποις ἐνεφανίζετο.

Σοφ. Σολ. 17,4         Ούτε τα πλέον απόκρυφα και εσωτερικά καταφύγιά των δεν τους εγλύτωσαν από τον φόδον των, διότι ήχοι τρομακτικοί αντηχούσαν ολόγυρά των και σκυθρωπά φαντάσματα με βλοσυρά πρόσωπα ενεφανίζοντο εις αυτούς.

Σοφ. Σολ. 17,5     καὶ πυρὸς μὲν οὐδεμία βία κατίσχυε φωτίζειν, οὔτε ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες καταυγάζειν ὑπέμενον τὴν στυγνὴν ἐκείνην νύκτα.

Σοφ. Σολ. 17,5         Καμμία δε δύναμις πυρός δεν ήτο ικανή να δώση κάποιο φως στο σκοτάδι εκείνο, ούτε αι λαμπραί ακτινοβολίαι των αστέρων είχαν την δύναμιν να φωτίσουν την τρομεράν εκείνην νύκτα.

Σοφ. Σολ. 17,6     διεφαίνετο δ᾿ αὐτοῖς μόνον αὐτομάτη πυρὰ φόβου πλήρης, ἐκδειματούμενοι δὲ τῆς μὴ θεωρουμένης ἐκείνης ὄψεως ἡγοῦντο χείρω τὰ βλεπόμενα.

Σοφ. Σολ. 17,6         Ακαθόριστον δε κάποιο φως διεφαίνετο αναμεταξύ των, το οποίον ήναπτε μόνον του, γεμάτο όμως φόβον δι' αυτούς. Και οι άνθρωποι περιδεείς και τρομοκρατημένοι εκ του γεγονότος ότι δεν ηδύναντο να βλέπουν καθαρά τα γύρω των πρόσωπα, εξελάμβαναν τα διάφορα αντικείμενα χειρότερα από ο,τι εις την πραγματικότητα ήσαν.

Σοφ. Σολ. 17,7     μαγικῆς δὲ ἐμπαίγματα κατέκειτο τέχνης, καὶ τῆς ἐπί φρονήσει ἀλαζονείας ἔλεγχος ἐφύβριστος·

Σοφ. Σολ. 17,7         Αι απάται δε της μαγικής τέχνης των Αιγυπτίων μάγων είχαν πέσει πλέον κάτω, ανίκανοι να αποτρέψουν το κακόν. Και η αλαζονεία των μάγων δια την σοφίαν των απεδείχθη γελοία.

Σοφ. Σολ. 17,8     οἱ γὰρ ὑπισχνούμενοι δείματα καὶ ταραχὰς ἀπελαύνειν ψυχῆς νοσούσης, οὗτοι καταγέλαστον εὐλάβειαν ἐνόσουν.

Σοφ. Σολ. 17,8         Διότι οι μάγοι, οι οποίοι ισχυρίζοντο και έδιδαν υποσχέσεις, ότι είναι εις θέσιν να διώξουν από την ασθενούσαν ψυχήν φόβους και ταραχάς, αυτοί οι ιδιοί ήσαν ασθενείς ψυχικώς κυριευμένοι από καταγέλαστον φόβον.

Σοφ. Σολ. 17,9     καὶ γὰρ εἰ μηδὲν αὐτοὺς ταραχῶδες ἐφόβει, κνωδάλων παρόδοις καὶ ἑρπετῶν συριγμοῖς ἐκσεσοβημένοι, διώλλυντο ἔντρομοι καὶ τὸν μηθαμόθεν φευκτὸν ἀέρα προσιδεῖν ἀρνούμενοι.

Σοφ. Σολ. 17,9         Διότι και εάν ακόμη κανένα συγκλονιστικόν φάντασμα δεν υπήρχε, δια να φοβηθούν, ήσαν όμως περιδεείς, επερνούσαν ενώπιόν των σιχαμερά ζωΰφια και ερπετά συρίζοντα και απέθνησκαν από τον τρόμον των αρνούμενοι ένεκα του φόβου των να αντικρύσουν και αυτόν τον σκοτεινόν αέρα της τριημέρου νυκτός, την οποίαν κατ' ουδένα τρόπον άλλωστε ημπορούσαν να αποφύγουν.

Σοφ. Σολ. 17,10    δειλὸν γὰρ ἰδίως πονηρία μαρτυρεῖ καταδικαζομένη, ἀεὶ δὲ προσείληφε τὰ χαλεπὰ συνεχομένη τῇ συνειδήσει·

Σοφ. Σολ. 17,10       Διότι η κακότης και η ενοχή, όταν ελεγχθή και φανερωθή, κάμνει τον άνθρωπον δειλόν και περιδεή, καταπιεζομένη δε από τους ελέγχους της συνειδήσεως κάμνει χειρότερα τα υπάρχοντα κακά.

Σοφ. Σολ. 17,11    οὐθὲν γάρ ἐστι φόβος εἰ μὴ προδοσία τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων.

Σοφ. Σολ. 17,11        Διότι ο φόβος δεν είναι τίποτε άλλο, ειμή μία κατάστασις, κατά την οποίαν μας εγκαταλείπει και αυτή η βοήθεια της διανοίας μας.

Σοφ. Σολ. 17,12    ἔνδοθεν δὲ οὖσα ἥττων ἡ προσδοκία, πλείονα λογίζεται τὴν ἄγνοιαν τῆς παρεχούσης τὴν βάσανον αἰτίας.

Σοφ. Σολ. 17,12       Οταν δε μειωθή μέσα μας η ελπίς, τότε ο φόβος εξ αιτίας της αγνοίας μας μας κάνει να θεωρούμεν χειρότερα τα κακά, παρ' όσον εις την πραγματικότητα είναι.

Σοφ. Σολ. 17,13    οἱ δὲ τὴν ἀδύνατον ὄντως νύκτα καὶ ἐξ ἀδυνάτου ᾅδου μυχῶν ἐπελθοῦσαν, τὸν αὐτὸν ὕπνον κοιμώμενοι,

Σοφ. Σολ. 17,13        Οι Αιγύπτιοι δε κατά την ακατανίκητον και τα πάντα καταβαλούσαν εκείνην τριήμερον νύκτα, η οποία από τα έγκατα του αδυσωπήτου άδου προήλθεν, περιπεσόντες εις ένα όμοιον με εκείνην σκοτεινόν τεταραγμένον ύπνον,

Σοφ. Σολ. 17,14    τὰ μὲν τέρασιν ἠλαύνοντο φαντασμάτων, τὰ δὲ τῆς ψυχῆς παρελύοντο προδοσίᾳ· αἰφνίδιος γὰρ αὐτοῖς καὶ ἀπροσδόκητος φόβος ἐπῆλθεν.

Σοφ. Σολ. 17,14       άλλοι μεν από αυτούς κατεδιώκοντο από φοβερά φαντάσματα, ενώ άλλοι είχαν παραλύσει από την ατονίαν της ψυχής των, από έλλειψιν ηθικού σθένους. Διότι αιφνίδιος και απροσδόκητος φόβος επήλθεν εναντίον των και τους κατεκυρίευσε.

Σοφ. Σολ. 17,15    εἶθ᾿ οὕτως, ὃς δήποτ᾿ οὖν ἦν ἐκεῖ καταπίπτων, ἐφρουρεῖτο εἰς τὴν ἀσίδηρον εἱρκτὴν κατακλεισθείς·

Σοφ. Σολ. 17,15        Ετσι εις αυτήν την κατάστασιν των οποιοσδήποτε από αυτούς κατέπιπτεν εκεί εις την γην, ήτο ως εάν είχε κλεισθή εις μίαν φυλακήν χωρίς εξωτερικά σίδηρα. Τον παρέλυε και τον έκαμνεν ακίνητον ο φόβος.

Σοφ. Σολ. 17,16    εἴ τε γὰρ γεωργὸς ἦν τις ἢ ποιμὴν ἢ τῶν κατ᾿ ἐρη μίαν ἐργάτης μόχθων, προληφθεὶς τὴν δυσάλυκτον ἔμενεν ἀνάγκην,

Σοφ. Σολ. 17,16       Εάν κανείς ήτο γεωργός η βοσκός η εργάτης μακράν των πόλεων, μόλις κατελήφθη από το τριήμερον αυτό σκότος, έμενε κατ' ανάγκην εκεί, όπου ευρίσκετο.

Σοφ. Σολ. 17,17    μιᾷ γὰρ ἁλύσει σκότους πάντες ἐδέθησαν· εἴτε πνεῦμα συρίζον ἢ περὶ ἀμφιλαφεῖς κλάδους ὀρνέων ἦχος εὐμελὴς ἢ ῥυθμὸς ὕδατος πορευομένου βίᾳ ἢ κτύπος ἀπηνὴς καταῤῥιπτομένων πετρῶν,

Σοφ. Σολ. 17,17        Διότι όλοι, όπου και αν είχαν ευρεθή, είχαν δεθή με την ιδίαν αλυσίδα του σκότους. Ο άνεμος, ο οποίος εσύριζε, το αρμονικόν λάλημα των πτηνών στους πλουσίους κλάδους των δένδρων, η βοή του ύδατος που έρρεε με ορμήν, η οι τρομεροί κτύποι των καταρριπτομένων βράχων,

Σοφ. Σολ. 17,18    ἢ σκιρτώντων ζώων δρόμος ἀθεώρητος ἢ ὠρυομένων ἀπηνεστάτων θηρίων φωνὴ ἢ ἀντανακλωμένη ἐκ κοιλοτάτων ὀρέων ἠχώ, παρέλυεν αὐτοὺς ἐκφοβοῦντα.

Σοφ. Σολ. 17,18       η η αόρατος αλλά θορυβώδης πορεία των ζώων που επηδούσαν, η αι φωναί τρομερών και ωρυομένων αγρίων θηρίων η ο αντίλαλος που αντηχούσεν εις τας κοιλάδας των ορέων, όλα αυτά τους ετρόμαζαν και τους παρέλυαν.

Σοφ. Σολ. 17,19    ὅλος γὰρ ὁ κόσμος λαμπρῷ καταλάμπετο φωτὶ καὶ ἀνεμποδίστοις συνείχετο ἔργοις·

Σοφ. Σολ. 17,19       Και ταύτα, όταν όλος ο άλλος κόσμος κατελαμπρύνετο από το λαμπρότατον φως και οι άνθρωποι ησχολούντο ανεμπόδιστα με τα έργα των.

Σοφ. Σολ. 17,20    μόνοις δὲ ἐκείνοις ἐπετέτατο βαρεῖα νύξ, εἰκὼν τοῦ μέλλοντος αὐτοὺς διαδέχεσθαι σκότους, ἑαυτοῖς δὲ ἦσαν βαρύτεροι σκότους.

Σοφ. Σολ. 17,20       Μονον δε στους Αιγυπτίους είχεν επικρατήσει και επιταθή βαρεία νύκτα, εικών του σκότους, το οποίον τους επεφυλάσσετο. Αλλά πιο πολύ και από το τριήμερον σκοτάδι είχαν καταβαρυνθή οι Αιγύπτιοι από την εσωτερικήν των ψυχικήν αγωνίαν.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 18

 

Σοφ. Σολ. 18,1     Τοῖς δὲ ὁσίοις σου μέγιστον ἦν φῶς· ὧν φωνὴν μὲν ἀκούοντες, μορφὴν δὲ οὐχ ὁρῶντες, ὅτι μὲν οὐ κἀκεῖνοι ἐπεπόνθεισαν, ἐμακάριζον,

Σοφ. Σολ. 18,1          Ομως στους εκλεκτούς σου, Κυριε, εις τους Ισραηλίτας, υπήρχε πλουσιώτατον το φως. Οι Αιγύπτιοι ήκουαν τας φωνάς των Ισραηλιτών, χωρίς όμως να βλέπουν τα πρόσωπά των, και τους εμακάριζαν, διότι δεν υπέφεραν από τας συμφοράς, από τας οποίας αυτοί έπασχον.

Σοφ. Σολ. 18,2     ὅτι δὲ οὐ βλάπτουσι προηδικημένοι, ηὐχαρίστουν καὶ τοῦ διενεχθῆναι χάριν ἐδέοντο.

Σοφ. Σολ. 18,2         Κατά βάθος δε οι Αιγύπτιοι τους ευγνωμονούσαν, διότι οι Ισραηλίται, αν και προηγουμένως είχαν αδικηθή, δεν εσκέφθησαν να τους βλάψουν. Τους παρακαλούσαν δε οι Αιγύπτιοι να τους συγχωρήσουν δια την προηγουμένην εχθρικήν συμπεριφοράν απέναντί των.

Σοφ. Σολ. 18,3     ἀνθ᾿ ὧν πυριφλεγῆ στῦλον, ὁδηγὸν μὲν ἀγνώστου ὁδοιπορίας, ἥλιον δὲ ἀβλαβῆ φιλοτίμου ξενιτείας παρέσχες.

Σοφ. Σολ. 18,3         Αντί δέ, Κυριε, του τριημέρου σκότους, που έστειλες κατά των Αιγυπτίων, εδωκες στους Ισραηλίτας ένα στύλον πυρός να τους οδηγή στον άγνωστον δρόμον των και ήλιον καθόλου ενοχλητικόν κατά το διάστημα της ενδόξου δια μέσου αγνώστου ερήμου πορείας των.

Σοφ. Σολ. 18,4     ἄξιοι μὲν γὰρ ἐκεῖνοι στερηθῆναι φωτὸς καὶ φυλακισθῆναι ἐν σκότει, οἱ κατακλείστους φυλάξαντες τοὺς υἱούς σου, δι᾿ ὧν ἤμελλε τὸ ἄφθαρτον νόμου φῶς τῷ αἰῶνι δίδοσθαι.

Σοφ. Σολ. 18,4         Και οι μεν Αιγύπτιοι εκείνοι ήσαν άξιοι να στερηθούν από το φως και να φυλακισθούν μέσα στο σκοτάδι· αυτοί οι οποίοι εκράτησαν κατάκλειστα τα παιδιά σου, δια των οποίων επρόκειτο να μεταδοθή εις όλον τον κόσμον το αιώνιον φως του Νομου σου.

Σοφ. Σολ. 18,5     Βουλευσαμένους δ᾿ αὐτοὺς τὰ τῶν ὁσίων ἀποκτεῖναι νήπια καὶ ἑνὸς ἐκτεθέντος τέκνου καὶ σωθέντος, εἰς ἔλεγχον τὸ αὐτῶν ἀφείλω πλῆθος τέκνων καὶ ὁμοθυμαδὸν ἀπώλεσας ἐν ὕδατι σφοδρῷ.

Σοφ. Σολ. 18,5         Επειδή δε εκείνοι απεφάσισαν και εφόνευαν τα γεννώμενα άρρενα παιδιά των ευσεβών Ισραηλιτών, ένα δε μόνον από αυτά εξετέθη και εσώθη από τον θάνατον, προς τιμωρίαν των εξησφάλισες πλήθος τέκνων των, και όλους αυτούς μαζή κατεπόντισες στους όγκους των υδάτων της Ερυθράς θαλάσσης.

Σοφ. Σολ. 18,6     ἐκείνη ἡ νὺξ προεγνώσθη πατράσιν ἡμῶν, ἵνα ἀσφαλῶς εἰδότες οἷς ἐπίστευσαν ὅρκοις ἐπευθυμήσωσι.

Σοφ. Σολ. 18,6         Η τρομερά δε εκείνη νύκτα του θανάτου των Αιγυπτίων πρωτοτόκων προανηγγέλθη στους πατέρας μας, δια να έχουν αυτοί θάρρος και ευθυμίαν, γνωρίζοντες καλώς εις ποίας σπουδαιοτάτας ενόρκους υποσχέσστου Θεού είχαν πιστεύσει.

Σοφ. Σολ. 18,7     προσεδέχθη δὲ ὑπὸ λαοῦ σου σωτηρία μὲν δικαίων, ἐχθρῶν δὲ ἀπώλεια·

Σοφ. Σολ. 18,7         Ετσι δε κατά την νύκτα εκείνην επερίμενεν ο λαός σου και είδε αφ' ενός μεν την σωτηρίαν των δικαίων, αφ' ετέρου δε την απώλειαν των εχθρών σου.

Σοφ. Σολ. 18,8     ᾧ γὰρ ἐτιμωρήσω τοὺς ὑπεναντίους, τοῦτο ἡμᾶς προσκαλεσάμενος ἐδόξασας.

Σοφ. Σολ. 18,8         Δια του μέσου δε εκείνου, του ύδατος, με το οποίον ετιμώρησες τους εχθρούς, με το αυτό νερό μας εκάλεσες κοντά σου και μας εσκάπασες με δόξαν.

Σοφ. Σολ. 18,9     κρυφῆ γὰρ ἐθυσίαζον ὅσιοι παῖδες ἀγαθῶν καὶ τὸν τῆς θειότητος νόμον ἐν ὁμονοίᾳ διέθεντο τῶν αὐτῶν ὁμοίως καὶ ἀγαθῶν καὶ κινδύνων μεταλήψεσθαι τοὺς ἁγίους, πατέρων ἤδη προαναμέλποντες αἴνους.

Σοφ. Σολ. 18,9         Κρυφίως από τους Αιγυπτίους οι ευσεβείς, τέκνα ευσεβών γονέων, προσέφεραν εις σε θυσίαν τον πασχάλιον αμνόν, και με πλήρη ομοφωνίαν και συγκατάθεσιν εδέχθησαν την θείαν εντολήν, να μετέχουν όλοι οι άγιοι αυτοί Ισραηλίται στους κοινούς κινδύνους και εις τα κοινά αγαθά ψάλλοντες εκ των προτέρων, με βεβαιότητα δια την σωτηρίαν των, τους ύμνους των Πατέρων.

Σοφ. Σολ. 18,10    ἀντήχει δ᾿ ἀσύμφωνος ἐχθρῶν βοή, καὶ οἰκτρὰ διεφέρετο θρηνουμένων παίδων·

Σοφ. Σολ. 18,10       Και καθ' ον χρόνον αυτοί υμνολογούσαν τον Θεόν, αντηχούσαν εξ αντιθέτου αι παράφωνοι κραυγαί και η βοή των Αιγυπτίων, πανάθλιος δε και φρικτός διεχύνετο ο θρήνος δια τα θανατωθέντα πρωτότοκά των.

Σοφ. Σολ. 18,11    ὁμοίᾳ δὲ δίκῃ δοῦλος ἅμα δεσπότῃ κολασθεὶς καὶ δημότης βασιλεῖ τὰ αὐτὰ πάσχων,

Σοφ. Σολ. 18,11        Με την αυτήν ποινήν ετιμωρήθη τότε και ο δούλος και ο κύριος τα ίδια έπαθε και ο άνθρωπος του λαού και ο βασιλεύς.

Σοφ. Σολ. 18,12    ὁμοθυμαδὸν δὲ πάντες ἐν ἑνὶ ὀνόματι θανάτου νεκροὺς εἶχον ἀναριθμήτους· οὐδὲ γὰρ πρὸς τὸ θάψαι οἱ ζῶντες ἦσαν ἱκανοί, ἐπεὶ πρὸς μίαν ῥοπὴν ἡ ἐντιμοτέρα γένεσις αὐτῶν διέφθαρτο.

Σοφ. Σολ. 18,12       Ολοι μαζή με το αυτό είδος του θανάτου είχαν αναριθμήτους νεκρούς. Δεν επαρκούσαν δε οι ζώντες να θάπτουν τους νεκρούς, διότι εις μίαν και μόνην στιγμήν είχε καταστροφή η εκλεκτή γενεά των πρωτοτόκων των.

Σοφ. Σολ. 18,13    πάντα γὰρ ἀπιστοῦντες διὰ τὰς φαρμακείας ἐπὶ τῷ τῶν πρωτοτόκων ὀλέθρῳ, ὡμολόγησαν Θεοῦ υἱὸν λαὸν εἶναι.

Σοφ. Σολ. 18,13       Οι Αιγύπτιοι μετά τον θάνατον των πρωτοτόκων των, απαρνηθέντες πλέον την πίστιν εις τας μαγείας των μάγων ωμολόγησαν, ότι οι Ισραηλίται είναι υιοί του Θεού.

Σοφ. Σολ. 18,14    ἡσύχου γὰρ σιγῆς περιεχούσης τὰ πάντα καὶ νυκτὸς ἐν ἰδίῳ τάχει μεσαζούσης,

Σοφ. Σολ. 18,14       Εν δε απόλυτος σιγή εσκέπαζε τα πάντα και η νύκτα εν τη ταχεία πορεία του χρόνου ευρίσκετο στο μέσον, στο μεσονύκτιον,

Σοφ. Σολ. 18,15    ὁ παντοδύναμός σου λόγος ἀπ᾿ οὐρανῶν ἐκ θρόνων βασιλειῶν ἀπότομος πολεμιστὴς εἰς μέσον τῆς ὀλεθρίας ἥλατο γῆς,

Σοφ. Σολ. 18,15       αίφνης ο παντοδύναμος λόγος σου επήδησεν από τους ουρανούς και από τους βασιλικούς σου θρόνους, ωσάν άγριος πολεμιστής, στο μέσον της προοριζομένης προς όλεθρον χώρας.

Σοφ. Σολ. 18,16    ξίφος ὀξὺ τὴν ἀνυπόκριτον ἐπιταγήν σου φέρων, καὶ στὰς ἐπλήρωσε τὰ πάντα θανάτου· καὶ οὐρανοῦ μὲν ἥπτετο, βεβήκει δ᾿ ἐπὶ γῆς.

Σοφ. Σολ. 18,16       Κρατών δε ωσάν ακονισμένον οξύ ξίφος την αμετάκλητον διαταγήν σου, εστάθη όρθιος και εγέμισε τα πάντα με τον θάνατον. Γιγας ακατανίκητος ήγγιζε μεν τον ουρανόν, επατούσε δε επάνω εις την γην.

Σοφ. Σολ. 18,17    τότε παραχρῆμα φαντασίαι μὲν ὀνείρων δεινῶς ἐξετάραξαν αὐτούς, φόβοι δὲ ἐπέστησαν ἀδόκητοι,

Σοφ. Σολ. 18,17       Εν δε εκείνοι εκοιμώντο, φαντάσματα ονείρων τους ετάραξαν κατά τρόπον φοβερόν, αναπάντεχοι δε φόβοι έπεσαν επάνω των και τους εκυρίευσαν.

Σοφ. Σολ. 18,18    καὶ ἄλλος ἀλλαχῇ ῥιφεὶς ἡμίθνητος δι᾿ ἣν ἔθνησκεν αἰτίαν ἐνεφάνιζεν·

Σοφ. Σολ. 18,18       Αλλος δε εδώ και άλλος εκεί έπιπτεν ημιθανής και με την τραγικήν του κατάστασιν εμαρτυρούσε την αιτίαν, δια την οποίαν απέθνησκε.

Σοφ. Σολ. 18,19    οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες αὐτοὺς τοῦτο προεμήνυσαν, ἵνα μὴ ἀγνοοῦντες δι᾿ ὃ κακῶς πάσχουσιν ἀπόλωνται.

Σοφ. Σολ. 18,19       Διότι τα τρομερά όνειρα, που τους είχαν καταταράξει, αυτά το ανήγγειλαν· την αιτίαν δηλαδή του θανατικού, ώστε να μη αποθάνουν, χωρίς να γνωρίζουν, δια ποίαν αιτίαν είχαν κτυπηθή τόσον σκληρώς.

Σοφ. Σολ. 18,20    Ἥψατο δὲ καὶ δικαίων πεῖρα θανάτου, καὶ θραῦσις ἐν ἐρήμῳ ἐγένετο πλήθους. ἀλλ᾿ οὐκ ἐπὶ πολὺ ἔμεινεν ἡ ὀργή·

Σοφ. Σολ. 18,20      Βεβαίως η πικρά δοκιμασία του θανάτου ήγγισε και τους δικαίους. Θραύσις πολυαρίθμων Ισραηλιτών έγινεν εκεί εις την έρημον. Αλλά δεν διήρκεσεν επί πολύ η οργή η ιδική σου.

Σοφ. Σολ. 18,21    σπεύσας γὰρ ἀνὴρ ἄμεμπτος προεμάχησε τὸ τῆς ἰδίας λειτουργίας ὅπλον, προσευχὴν καὶ θυμιάματος ἐξιλασμὸν κομίσας, ἀντέστη τῷ θυμῷ καὶ πέρας ἐπέθηκε τῇ συμφορᾷ, δεικνὺς ὅτι σός ἐστι θεράπων.

Σοφ. Σολ. 18,21       Διότι ένας ανήρ άμεμπτος, σπεύδων εις σωτηρίαν των Ισραηλιτών, έλαβεν όπλον από την ιδικήν σου υπηρεσίαν, ηνωνίσθη υπέρ των Ισραηλιτών και προσέφερε προς εξιλέωσίν των προσευχήν και θυμίαμα. Κατ' αυτόν τον τρόπον αντεστάθη εις την θείαν οργήν και έθεσε τέρμα εις την συμφοράν του λαού. Εδειξε δε ετσι εις όλους, ότι είναι ιδικός σου υπηρέτης.

Σοφ. Σολ. 18,22    ἐνίκησε δὲ τὸν ὄχλον οὐκ ἰσχύϊ τοῦ σώματος, οὐχ ὅπλων ἐνεργείᾳ, ἀλλὰ λόγῳ τὸν κολάζοντα ὑπέταξεν, ὅρκους πατέρων καὶ διαθήκας ὑπομνήσας.

Σοφ. Σολ. 18,22      Αυτός δε κατενίκησε την αναταραχήν του όχλου οχι με την σωματικήν του δύναμιν ούτε με την χρήσιν των όπλων· αλλά με την δύναμιν της προσευχής του εξηυμένισε τον τιμωρόν Θεόν υπενθυμίσας εις αυτόν τους όρκους και τας διαθήκας, που είχε κάμει με τους προγόνους των.

Σοφ. Σολ. 18,23    σωρηδὸν γὰρ ἤδη πεπτωκότων ἐπ᾿ ἀλλήλων νεκρῶν, μεταξὺ στάς, ἀνέκοψε τὴν ὀργὴν καὶ διέσχισε τὴν πρὸς τοὺς ζῶντας ὁδόν.

Σοφ. Σολ. 18,23       Εν δηλαδή οι νεκροί έπιπταν σωρηδόν ο ένας επάνω στον άλλον, παρενετέθη αυτός όρθιος και έφραξε στον εξολοθρευτήν άγγελον τον δρόμον του προς τους ζωντανούς.

Σοφ. Σολ. 18,24    ἐπὶ γὰρ ποδήρους ἐνδύματος ἦν ὅλος ὁ κόσμος, καὶ πατέρων δόξαι ἐπὶ τετραστίχου λίθου γλυφῆς, καὶ μεγαλωσύνη σου ἐπὶ διαδήματος κεφαλῆς αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 18,24      Επάνω στον ποδήρη χιτώνα του υπήρχεν όλος ο στολισμός. Τα δε ένδοξα ονόματα των Πατέρων ήσαν χαραγμένα επάνω εις πολυτίμους λίθους, τακτοποιημένους εις τέσσαρας στίχους. Και το μεγαλείον σου έλαμπεν επάνω στο διάδημα της κεφαλής του.

Σοφ. Σολ. 18,25    τούτοις εἶξεν ὁ ὀλοθρεύων, ταῦτα δὲ ἐφοβήθησαν· ἦν γὰρ μόνη ἡ πεῖρα τῆς ὀργῆς ἱκανή.

Σοφ. Σολ. 18,25       Εμπρός εις τα ιερά αυτά διάσημα υπεχώρησεν ο εξολοθρευτής άγγελος. Αυτά του ενέπνευσαν φόβον. Αλλωστε η δοκιμασία, την οποίαν έστειλεν η δικαία θεία οργή σου, ήτο πλέον αρκετή δια τους Ισραηλίτας.

 

 

"ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ" 19

 

Σοφ. Σολ. 19,1     Τοῖς δὲ ἀσεβέσι μέχρι τέλους ἀνελεήμων θυμὸς ἐπέστη· προῄδει γὰρ αὐτῶν καὶ τὰ μέλλοντα,

Σοφ. Σολ. 19,1          Εις τους ασεβείς όμως Αιγυπτίους είχεν επιπέσει ανελέητος και ανυποχώρητος ο δίκαιος θυμός του. Διότι ο Κυριος προέβλεπε και τα μέλλοντα κακά, που αυτοί θα διέπραττον.

Σοφ. Σολ. 19,2     ὅτι αὐτοὶ ἐπιτρέψαντες τοῦ ἀπιέναι καὶ μετὰ σπουδῆς προπέμψαντες αὐτούς, διώξουσι μεταμεληθέντες.

Σοφ. Σολ. 19,2         Διότι αυτοί, αν και επέτρεψαν στους Ισραηλίτας να αναχωρήσουν, και μετά σπουδής μάλιστα τους προέπεμψαν, εν τούτοις μεταμεληθέντες δια την αναχώρησιν αυτών τους κατεδίωξαν.

Σοφ. Σολ. 19,3     ἔτι γὰρ ἐν χερσὶν ἔχοντες τὰ πένθη καὶ προσοδυρόμενοι τάφοις νεκρῶν, ἕτερον ἐπεσπάσαντο λογισμὸν ἀνοίας καὶ οὓς ἱκετεύοντες ἐξέβαλον, τούτους ὡς φυγάδες ἐδίωκον.

Σοφ. Σολ. 19,3         Και ενώ ακόμη ήσαν ενώπιόν των πρόσφατα τα πένθη δια τον θάνατον των πρωτοτόκων των και ωδύροντο κοντά στους τάφους των ιδικών των, επενόησαν και απεδέχθησαν μίαν ανόητον και τρελλήν σκέψιν, και ήρχισαν να καταδιώκουν ως δραπέτας εκείνους, τους οποίους οι ίδιοι με ικεσίας και παρακλήσστους είχαν προ ολίγου παρακαλέσει να φύγουν.

Σοφ. Σολ. 19,4     εἷλκε γὰρ αὐτοὺς ἡ ἀξία ἐπὶ τοῦτο τὸ πέρας ἀνάγκη καὶ τῶν συμβεβηκότων ἀμνηστίαν ἐνέβαλεν, ἵνα τὴν λείπουσαν ταῖς βασάνοις προαναπληρώσωσι κόλασιν,

Σοφ. Σολ. 19,4         Σαν κάποια δικαία και αναπόφευκτος απόφασις τους έσυρε εις αυτήν την ακρότητα και τους ενέβαλε αμνησίαν των παρελθόντων γεγονότων. Τούτο δέ, δια να ολοκληρωθή η τιμωρία των και να μη μείνουν ατελή τα βάσανά των.

Σοφ. Σολ. 19,5     καὶ ὁ μὲν λαός σου παράδοξον ὁδοιπορίαν περάσῃ, ἐκεῖνοι δὲ ξένον εὕρωσι θάνατον.

Σοφ. Σολ. 19,5         Και καθ' ον χρόνον ο λαός σου εβάδιζε την παράδοξον πορείαν δια μέσου της θαλάσσης, εκείνοι εύρισκαν τον φοβερόν εκεί θάνατον.

Σοφ. Σολ. 19,6     ὅλη γὰρ ἡ κτίσις ἐν ἰδίῳ γένει πάλιν ἄνωθεν διετυποῦτο ὑπηρετοῦσα ταῖς σαῖς ἐπιταγαῖς. ἵνα οἱ σοὶ παῖδες φυλαχθῶσιν ἀβλαβεῖς.

Σοφ. Σολ. 19,6         Διότι, δια να διαφυλαχθούν αβλαβή τα τέκνα σου από κάθε κακόν, όλη η κτίσις υπακούουσα και υπηρετούσα τας ιδικάς σου διαταγάς ανεμορφούτο πάλιν και επανήρχετο εις την ιδίαν της φύσιν.

Σοφ. Σολ. 19,7     ἡ τὴν παρεμβολὴν σκιάζουσα νεφέλη, ἐκ δὲ προϋφεστῶτος ὕδατος ξηρᾶς ἀνάδυσις γῆς ἐθεωρήθη, ἐξ ἐρυθρᾶς θαλάσσης ὁδὸς ἀνεμπόδιστος καὶ χλοηφόρον πεδίον ἐκ κλύδωνος βιαίου·

Σοφ. Σολ. 19,7         Ετσι παρουσιάσθη η νεφέλη, η οποία έρριπτε την δροσεράν σκιάν της επί των Ισραηλιτών. Παρουσιάσθη γη στεγνή και ξηρά εκεί, οπού προηγουμένως υπήρχε το ύδωρ και μέσα εις την Ερυθράν Θαλασσαν ηνοίχθη ελεύθερος δρόμος. Και τα συνταρασσόμενα από τας καταιγίδας κύματα μετεβλήθησαν εις πεδιάδα γεμάτην χλόην.

Σοφ. Σολ. 19,8     δι᾿ οὗ πανεθνὶ διῆλθον οἱ τῇ σῇ σκεπαζόμενοι χειρί, θεωρήσαντες θαυμαστὰ τέρατα.

Σοφ. Σολ. 19,8         Δια μέσου δε αυτής της διόδου επέρασαν όλοι οι Ισραηλίται, υπό την προστασίαν της ιδικής σου παντοδυνάμου δεξιάς βλέποντες τα καταπληκτικά αυτά σημεία.

Σοφ. Σολ. 19,9     ὡς γὰρ ἵπποι ἐνεμήθησαν καὶ ὡς ἀμνοὶ διεσκίρτησαν αἰνοῦντές σε, Κύριε, τὸν ῥυόμενον αὐτούς.

Σοφ. Σολ. 19,9         Επειτα από τα μεγάλα αυτά θαύματα οι Ισραηλίται, ωσάν ίπποι και πρόβατα που βόσκουν και σκιρτούν, έτσι εσκίρτησαν από την χαράν των και εδοξολόγησαν σέ, τον Κυριον των, ο οποίος τους εγλύτωσες από τους κινδύνους.

Σοφ. Σολ. 19,10    ἐμέμνηντο γὰρ ἔτι τῶν ἐν τῇ παροικίᾳ αὐτῶν, πῶς ἀντὶ μὲν γενέσεως ζῴων ἐξήγαγεν ἡ γῆ σκνῖπα, ἀντὶ δὲ ἐνύδρων ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων.

Σοφ. Σολ. 19,10       Διότι ενεθυμούντο ζωηρώς, τι είχε γίνει εις την ξένην αυτήν χώραν των Αιγυπτίων, όπου ως πάροικοι αυτοί έμεναν· ότι δηλαδή αντί των άλλων ζώων η γη παρήγαγε σκνίπας και ο Νείλος ποταμός αντί των ιχθύων εξέρασε προς την γην πλήθος βατράχων.

Σοφ. Σολ. 19,11    ἐφ᾿ ὑστέ ῥῳ δὲ εἶδον καὶ νέαν γένεσιν ὀρνέων, ὅτι ἐπιθυμίᾳ προαχθέντες ᾐτήσαντο ἐδέσματα τρυφῆς·

Σοφ. Σολ. 19,11        Βραδύτερον δε οι Ισραηλίται, όταν επιέζοντο από την πείναν και εζήτησαν καλήν τροφήν από τον Θεόν, είδαν ένα νέον τρόπον γενέσεως πτηνών.

Σοφ. Σολ. 19,12    εἰς γὰρ παραμυθίαν ἀνέβη αὐτοῖς ἀπὸ θαλάσσης ὀρτυγομήτρα.

Σοφ. Σολ. 19,12       Προς παρηγορίαν και διατροφήν των είδαν να αναβαίνουν από τας νοτίους περιοχάς ορτύκια.

Σοφ. Σολ. 19,13    καὶ αἱ τιμωρίαι τοῖς ἀμαρτωλοῖς ἐπῆλθον οὐκ ἄνευ τῶν προγεγονότων τεκμηρίων τῇ βίᾳ τῶν κεραυνῶν· δικαίως γὰρ ἔπασχον ταῖς ἰδίαις αὐτῶν πονηρίαις, καὶ γὰρ χαλεπωτέραν μισοξενίαν ἐπετήδευσαν.

Σοφ. Σολ. 19,13       Εναντίον δε των ασεβών επήρχοντο τιμωρίαι, αφού προηγούντο απ' αυτάς ενδεικτικά φαινόμενα, δηλαδή τρομεραί αστραπαί και κεραυνοί. Δικαίως δε αυτοί ετιμωρούντο εξ αιτίας των κακιών των, αλλά και διότι είχαν εκθρέψει και δείξει το πλέον σκληρόν μίσος εναντίον των ξένων.

Σοφ. Σολ. 19,14    οἱ μὲν γὰρ τοὺς ἀγνοοῦντας οὐκ ἐδέχοντο παρόντας, οὗτοι δὲ εὐεργέτας ξένους ἐδουλοῦντο.

Σοφ. Σολ. 19,14       Οι Σοδομίται δεν εδέχθησαν ανθρώπους που δεν εγνώριζαν, όταν αυτοί παρουσιάσθησαν ενώπιόν των, τους δύο δηλαδή αγγέλους. Οι δε Αιγύπτιοι τους ξένους, δηλαδή τους Ισραηλίτας, οι οποίοι τους είχαν ευεργετήσει, τους έκαμαν δούλους των.

Σοφ. Σολ. 19,15    καὶ οὐ μόνον, ἀλλ᾿ ἤ τις ἐπισκοπὴ ἔσται αὐτῶν, ἐπεὶ ἀπεχθῶς προσεδέχοντο τοὺς ἀλλοτρίους·

Σοφ. Σολ. 19,15       Και όχι μόνον τούτο. Οι Σοδομίται ετιμωρήθησαν, διότι ευθύς εξ αρχής εφέρθησαν αχθρικώς προς τους ξένους.

Σοφ. Σολ. 19,16    οἱ δὲ μετὰ ἑορτασμάτων εἰσδεξάμενοι τοὺς ἤδη τῶν αὐτῶν μετεσχηκότας δικαίων, δεινοῖς ἐκάκωσαν πόνοις.

Σοφ. Σολ. 19,16       Οι Αιγύπτιοι όμως είχαν υποδεχθή απ' αρχής τους Ισραηλίτας με εορτάς. Επειτα όμως, όταν οι Ισραηλίται απελάμβαναν τα αυτά δικαιώματα με εκείνους, τους εβασάνισαν με βαρείας καταθλιπτικάς εργασίας.

Σοφ. Σολ. 19,17    ἐπλήγησαν δὲ καὶ ἀορασίᾳ, ὥσπερ ἐκεῖνοι ἐπὶ ταῖς τοῦ δικαίου θύραις, ὅτε ἀχανεῖ περιβληθέντες σκότει, ἕκαστος τῶν αὐτοῦ θυρῶν τὴν δίοδον ἐζήτει.

Σοφ. Σολ. 19,17       Οπως δε οι Σοδομίται εκείνοι ετιμωρήθησαν με τύφλωσιν εμπρός εις την θύραν του δικαίου Λωτ, έτσι και οι Αιγύπτιοι ετιμωρήθησαν, όταν ευρέθησαν μέσα στο βαθύ σκοτάδι, και ο καθένας από αυτούς εζητούσε ψηλαφητά να εύρη την εισοδον της θύρας του.

Σοφ. Σολ. 19,18    δι᾿ ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα, ὥσπερ ἐν ψαλτηρίῳ φθόγγοι τοῦ ῥυθμοῦ τὸ ὄνομα διαλλάσσουσι, πάντοτε μένοντα ἤχῳ, ὅπερ ἐστὶν εἰκάσαι ἐκ τῆς τῶν γεγονότων ὄψεως ἀκριβῶς.

Σοφ. Σολ. 19,18       Τα στοιχεία της φύσεως προσαρμόζονται μεταξύ των διαφοροτρόπως υπό του Θεού. όπως από τον μουσικόν οι τόνοι του ψαλτηρίου, ώστε να μεταβάλλουν τον τύπον της μελωδίας, ενώ οι ήχοι καθ' εαυτούς μένουν αμετάβλητοι. Αυτό ημπορεί ο καθένας να το συμπεράνη και να το διαπιστώση ακριβώς από την θεώρησιν των γεγονότων της εποχής εκείνης.

Σοφ. Σολ. 19,19    χερσαῖα γὰρ εἰς ἔνυδρα μετεβάλλετο, καὶ νηκτὰ μετέβαινεν ἐπὶ γῆς·

Σοφ. Σολ. 19,19       Ζώα της ξηράς μετεβάλλοντο εις υδρόβια και υδρόβια εξήρχοντο εις την ξηράν γην.

Σοφ. Σολ. 19,20    πῦρ ἴσχυεν ἐν ὕδατι τῆς ἰδίας δυνάμεως, καὶ ὕδωρ τῆς σβεστικῆς δυνάμεως ἐπελανθάνετο·

Σοφ. Σολ. 19,20      Το πυρ διατηρούσε την δύναμίν του μέσα στο νερό και το νερο έχανε την δύναμιν της κατασβέσεως του πυρός.

Σοφ. Σολ. 19,21    φλόγες ἀνάπαλιν εὐφθάρτων ζῴων οὐκ ἐμάραναν σάρκας ἐμπεριπατούντων, οὐδὲ τηκτὸν κρυσταλλοειδὲς εὔτηκτον γένος ἀμβροσίας τροφῆς.

Σοφ. Σολ. 19,21       Εξ αντιθέτου φλόγες δεν έκαιαν τας σάρκας ευπαθών και αδυνάτων ζώων, που ευρίσκοντο μέσα στο πυρ, ούτε και έλυωναν την ευδιάλυτον εκείνην κρυσταλλοειδή ουρανίαν τροφήν, το μάννα.

Σοφ. Σολ. 19,22    Κατὰ πάντα γάρ, Κύριε, ἐμεγάλυνας τὸν λαόν σου καὶ ἐδόξασας καὶ οὐχ ὑπερεῖδες ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ παριστάμενος.

Σοφ. Σολ. 19,22      Δια μέσου όλων αυτών συ, Κυριε, εμεγάλυνες τον λαόν σου και τον εδόξασες. Δεν τον κατεφρόνησες ούτε έμεινες αδιάφορος προς αυτόν. Αλλά παντού και πάντοτε συμπαρίστασο βοηθός και υπερασπιστής του.