Αραβικό παραμύθι.
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας ράφτης φτωχός και λίγο περίεργος που προκαλούσε έκπληξη στους ανθρώπους με τη συμπεριφορά του. Αλλά αυτό που τους παραξένευε πιο πολύ ήταν ο τρόπος που δούλευε. Ανάμεσα σε δύο βελονιές άφηνε το μαγαζάκι του, πήγαινε στο τζαμί και ανέβαινε στο μιναρέ να κοιτάξει προσεκτικά στον ουρανό σαν κάτι νά' ψαχνε. Ύστερα κατέβαινε, γύριζε πίσω στο μαγαζάκι του να περάσει άλλη μια βελονιά και ξαναπήγαινε στο μιναρέ. Αυτό γινόταν όλη μέρα.
Γιατί άραγε; Ποια είναι η ιστορία Του;
Λένε λοιπόν πως πολύ παλιά ο φτωχός ραφτάκος ζούσε μόνοςτου χωρίς γυναίκα και χωρίς παιδιά. Περνούσε τις μέρεςτου καθιστός να ράβει κελεμπίες και καφτάνια. Όταν κουραζόταν έπεφτε να κοιμηθεί για να ξυπνήσει με την αυγή, να καλέσει τους ανθρώπους για προσευχή, και ζητούσε απ’ τον Αλλάχ να του δώσει μιά σύζυγο κι ένα ευτυχισμένο σπίτι.
Μια μέρα λοιπόν κι ενώ ο ράφτης δεν είχε ακόμη τελειώσει το κάλεσμα στην προσευχή, ένας μεγάλος αετός χαμήλωσε δίπλα του. Τον σήκωσε με τα γαμψά του νύχια ψηλά και πέταξαν μαζί.
Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Κάποια στιγμή ο αετός χαμήλωσε κι ακούμπησε το φτωχό ραφτάκο στην άκρη μιας μακρινής πόλης.
Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Κανένας φτωχός και κανένας ζητιάνος δέν γύριζαν στους δρόμους της. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν φωτεινά και τα ρούχα τους καθαρά με ζωηρά χρώματα. Ακόμα και στην καρδιά του «σουκ», της αγοράς, δεν άκουγες φασαρια ούτε έβλεπες τσακωμό. Οι άνθρωποι αγόραζαν και πουλούσαν ειρηνικά επαναλαμβάνοντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν μία ή περισσότερες φορές, έπαιρναν αυτο που ήθελαν κι εφευγαν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί.
Η έκπληξη του έγινε μεγαλύτερη στην παράξενη πόλη όταν στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι ενός ράφτη και ειδε τον ιδιοκτήτη του ικανοποιημένο, ευτυχισμένο και καθόλου κουρασμένο να φτιάχνει τις κελεμπίες και τα καφτάνια του. Χαιρετάει και λέει στο αφεντικό του μαγαζιού: «Κι εγώ ράφτης είμαι όπως κι εσύ. Ήρθα στην πόλησας απο χώρα μακρινή. Μήπως εχεις δουλεια για μενα; Γιατί θέλω πολύ να ζήσω σ αυτή την ευτυχισμένη πόλη».
Και το αφεντικό τού απαντάει: «Κάθισε και βοήθα με. Η πληρωμή σου Θα είναι πενήντα ασαλάτου-αλαζάιν κάθε βδομάδα».
Ετσι έμαθε ο ράφτης μας από τον ιδιοκτήτη του ραφτάδικου πως σι άνθρωποι της πόλης Ασαλάτου Αλαζάιν δε γνωρίζουν τα χρήματα. Πουλάνε, αγοράζουν και δουλεύουν μόνο με τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθισε λοιπόν και δούλεψε στο ραφτάδικο και έμεινε έκπληκτος όταν το αφεντικό του άρχισε να του διηγείται τις συνήθειες της περίεργης αυτής πόλης. Όλα τα πράγματα εδώ γίνονται με το ασαλάτου-αλαζάιν, μέχρι και οι γάμοι. Κάθε Πέμπτη βγαίνουν τα κορίτσια της πόλης βόλτα στην παραλία. Κουβαλάνε όλες τους μια στάμνα με νερό και αν κάποιος θέλει να πάρει μια απ’ αυτές για γυναίκα του, δεν έχει παρά να της ζητήσει να πιει νερό από τη στάμνα της, προφέροντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Αν εκείνη συμφωνήσει, τότε γίνεται γυναίκα του.
Περίμενε ο ράφτης ως την Πέμπτη και κατά το απόγευμα πάει στην παραλία. Μια από τις όμορφες κοπέλες συμφωνεί να τον ξεδιψάσει απ' τη στάμνα της, γίνεται γυναίκα του και αρχίζει τη ζωή της μαζί του στο όμορφο σπίτι που αγόρασαν οι δυοτους πληρώνοντας μερικά ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθε μέρα που περνούσε, όταν τελείωνε την δουλειά του αγόραζε με τα ασαλάτου αλαζάιν ό,τι επιθυμούσε από την αγορά και βιαζόταν να γυρίσει στη γυναίκα του και στο ευτυχισμένο του σπίτι.
Μια μέρα όμως πηγαίνοντας ο ράφτης στην αγορά βλέπει ένα τεράστιο ψάρι. Δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ψάρι όμοιο μ’ αυτό. Θέλοντας πολύ να το αποκτήσει λέει στον εαυτό Του: «Μ αυτό το ψάρι θα φάμε μέχρι να σκάσουμε! Πόσο νόστιμο φαίνεται να είναι το κάτασπρο κρέαςτου! Η γυναίκα μου θα μου το μαγειρέψει με χιλιους τρόπους!»
Μπαίνει ο ράφτης στο σπίτι του κουβαλώντας το τεράστιο ψάρι του. Τρομάζει η γυναίκα του που τον βλέπει και του λέει: «Τι είναι αυτό που κουβαλάς στα χέρια σου; Σε τύφλωσε η απληστία! Το ψάρι αυτό είναι για να χορτάσουν δέκα άνθρωποι ενώ εμείς είμαστε μόνο δύο! Πήρες απ’ την αγορά πολύ περισσότερα απ’ όσα χρειαζόσουν. Από δω κι εμπρός δεν έχεις πια δικαίωμα να ζεις στην πόλη του Ασαλάτου αλαζάιν».
Ήρθε ο αετός, πήρε το ράφτη στα φτερά του και πέταξαν μακριά. Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Ύστερα τον εναπόθεσε μπροστά στο παλιό του μαγαζάκι κι ο φτωχός ράφτης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αναπολώντας τις όμορφες μέρες που έζησε στην πόλη του Ασαλάτου Αλαζάιν. Γύρισε πίσω στα καφτάνια και στις κελεμπίες του, μόνο που ανάμεσα σε δύο βελονιές, ανέβαινε στο μιναρέ και κοίταζε προσεχτικά τον ουρανό με την ελπίδα μήπως ξαναγυρίσει ο αετός και ξαναπετάξουν μαζί για άλλη μια φορά, στη χώρα του Ασαλάτου-αλαζάιν...
Αλλά ο αετός δε γύρισε ποτέ!
Συλλογή παραμυθιών που έκαναν μαθητές τμήματος της Α΄ τάξης του 壱トウ ギュミナシヨウ カバラ゜ヽ, 2004-05.
Ο Σοφός Δήμαρχος.
Κάποτε, πρίν πολλά χρόνια, ένας Δήμαρχος βγήκε μόνος απ’ την πολιτείατου, μιά σκοτεινή νύχτα. Ακολούθησε τον μεγάλο δρόμο που πήγαινε προς τα χωράφια, κρατώντας στο χέρι μιά μικρή αξίνα. Προχώρησε αρκετά, και σ’ ένα μέρος του δρόμου έσκαψε ένα λάκκο, έβαλε μέσα ένα δεματάκι και, πάνω στο λάκκο, κύλησε μιά μεγάλη πέτρα που τον σκέπασε. Μόλις τέλειωσε αυτή τη δουλειά γύρισε στο σπίτιτου.
Το άλλο πρωί, πέρασε απο εκείνο το μέρος ένας γεωργός με το κάροτου. Μόλις είδε την πέτρα, καταμεσής του δρόμου, είπε:
Τέλος πάντων, η τεμπελιά των ανθρώπων δέν έχει όρια. Τόσος κόσμος περνάει απο ‘δώ, βλέπουν όλοι στη μέση του δρόμου μιά τόσο πελώρια πέτρα, και δέν βρέθηκε κανείς να την τραβήξει στην άκρη. Οπωσδήποτε, κάποιος θα σπάσει την άμαξα και το κεφάλιτου, γυρίζοντας απ’ την εξοχή, άν τύχει να περάσει απο’δώ νύχτα.
- Και λέγοντας αυτά, έσυρε το κάροτου στην άκρη του δρόμου, μακρυά απ’ την πέτρα, και προχώρησε, δίχως να πάψει να κατηγορεί την τεμπελιά των ανθρώπων.
Όταν γύρισε το βράδυ στο σπίτιτου, διηγήθηκε μ’ αγανάκτηση στην οικογένειατου αυτό το περιστατικό, και πρόσθεσε πως πρέπει να περάσει απο’κεί ο Δήμαρχος να δεί με τα ίδιατου τα μάτια την τεμπελιά των ανθρώπων.
Έπειτα απο το γεωργό, πέρασε απ’ το ίδιο σημείο ένας καβαλλάρης, καμαρωτός. Κρατούσε το κεφάλιτου ψηλά και περήφανα, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά. Έτσι δέν είδε την πέτρα και τ’ άλογότου σκόνταψε πάνωτης, τον έριξε κάτω και λίγο έλειψε να τον τσακίσει.
Σηκώθηκε κι αυτός θυμωμένος και τά’βαλε με τους παλιοχωριάτες, που αφήνουν καταμεσής του δρόμου μιά τέτοια πέτρα, για να τσακίζονται πάνωτους οι διαβάτες.
Αργότερα, την ίδια μέρα, πέρασαν μερικοί έμποροι με τ’ άλογάτους φορτωμένα εμπορεύματα. Πήγαιναν στην εμποροπανήγυρη, που θα γινόταν εκείνη τη βδομάδα σ’ αυτή την πόλη. Όταν έφτασαν στο μέρος που ήταν η πέτρα, δέ χωρούσαν να περάσουν όλοι μαζί. Κι έτσι πέρασαν ένας ένας και χασομέρησαν αρκετά. Ένας απ’ αυτούς μάλιστα είπε θυμωμένα:
- Τί ντροπή, να συλλογιέται κανείς πως απ’ αυτό το δρόμο περνά μέρα νύχτα τόσος κόσμος, και δέ βρέθηκε κανείς να σταθεί μιά στιγμή να πετάξει αυτή την πέτρα στην άκρη. Το δίχως άλλο, οι κάτοικοι αυτής τηπ πολιτείας είναι πολύ τεμέληδες.
- Αυτό δείχνει πόσο λίγο σκοτίζονται για την ευκολία και τη ζωή του συνανθρώπουτους, συμπλήρωσε ένας άλλος.
Έτσι πέρασαν τρείς ολόκληρες βδομάδες απο τη νύχντα εκείνη που έβαλε την πέτρα στο δρόμο ο Δήμαρχος. Και καθένας που περνούσε, παραπονιόταν, μουρμούριζε, θύμωνε, κατηγορούσε τους άλλους, μα κανείς δέν μπήκε στον κόπο να την τραβήξει στην άκρη.
Όταν πέρασαν οι τρείς βδομάδες ο Δήμαρχος κάλεσε τους συμπολίτεςτου στο μέρος όπου ήταν η πέτρα, για να τους πεί κάτι σπουδαίο. Πραγματικά την ορισμένη μέρα, μαζεύτηκαν εκεί όλοι οι κάτοικοι. Μαζί με τους άλλους, ήρθαν και ο γνωστόςμας γεωργός, οι έμποροι και ο καβαλλάρης.
- Ά, είπε ο γεωργός. Φαίνεται πως το κατάλαβε ο Δήμαρχος τί τεμπέληδες είναι οι άνθρωποιτου, και θέλει να τους το αποδείξει.
- Είναι ντροπή, μά την αλήθεια, είπε κι ένας έμπορος.
Εκείνη τη στιγμή έφτασε κι ο Δήμαρχος με όλο το συμβούκιότου. Ο Δήμαρχος προχώρησε στη μέση του δρόμου, ακριβώς πλάι στην πέτρα, κι άρχισε να μιλάει:
- Καλοίμου συμπολίτες, όλοισας ξέρετε πως μ’ αρέσει κάπου κάπου να σας δίνω κι ένα χρήσιμο μαθηματάκι. Και γι’ αυτό σας κάλεσα σήμερα εδώ. Μάθετε, λοιπόν, οτι αυτή την πέτρα την έβαλα εγώ εδώ, καταμεσής του δρόμου, πρίν τρείς βδομάδες. Απο τότε, πολλοί απο εσάς πέρασαν απο’δώ και πολλοί σκόνταψαν επάνωτης. Κανένας όμως δέν αποφάσισε να τη σηκώσει και να την κυλήσει στην άκρη. Όλοι κατηγορούσαν τους άλλους, και κανείς τον εαυτότου.
Έπειτα ο Δήμαρχος σήκωσε την πέτρα και έδειξε σ’ όλους τον λάκκο που ήταν απο κάτω. Έσκυψε ύστερα και σήκωσε ψηλά ένα σακκίδιο γεμάτο νομίσματα, αυτά που είχε βάλει ο ίδιος μέσα στο λάκκο γράφοντας σ’ ένα σημείωμα: «Για κείνον που θα σηκώσει την πέτρα…». Τέλος ο Δήμαρχος έλυσε το σακκίδιο, το αναποδογύλρισε κι έπεσαν κάτω όλα τ’ ασημένια νομίσματα.
Ο γεωργός γύρισε, κοίταξε τον έμπορο κι έκανε, χμ…
Ο έμπορος ψιθύρισε: «την πάθαμε…».
Τέλος ο Δήμαρχος κοίταξε τα μελαγχολικά πρόσωπα των ανθρώπωντου και είπε χαμογελώντας:
- Αγαπητοίμου συμπολίτες, ελπίζω να θυμάστε πάντοτε την πέτρα στο δρόμο και να είστε πρόθυμοι να τη βγάζετε και να μήν σκοντάφτετε ποτέ πιά.
Τίτλος;
Μιά φορά κι ένα καιρό ήταν 40 αδέρφια. Ένα πρωί ξεκίνησαν όλοι μαζί για το χωράφι. Στο δρόμο τους έπιασε μιά δυνατή βροχή και ο μεγαλύτερος αδερφός άνοιξε μιά ομπρέλα και μπήκανε όλοι απο κάτω για να μή βρεχτούνε. Καθώς περπατούσαν ο μεγάλος αδερφός δίψασε και είπε στους άλλους οτι θα πάει να πιεί νερό. Όταν έφτασε στη βρύση κοίταξε τριγύρω και είδε οτι δέν είχε ποτήρι. Τί να κάνω τώρα; σκέφτηκε. Είδε ένα τσεκούρι που ήταν κρεμασμένο στη βρύση. Το πήρε και έσκισε το κεφάλιτου στα δύο, πήρε το ένα μέρος, το έκανε ποτήρι και ήπιε νερό. Το κομμάτι του κεφαλιού που χρησιμοποίησε για να πιεί νερό το ξέχασε πάνω στη βρύση και έκανε να φύγει αλλα ξαφνικά πετάχτηκε μιά αλεπού, το πήρε και άρχισε να τρέχει. Μόλις κατάλαβε οτι του λείπει το μισό κεφάλι γύρισε πίσω και είδε την αλεπού να το κρατάει στο στόματης. Τότε άρχισε να την κυνηγάει και να της πετάει πέτρες. Αυτή φοβήθηκε και το άφησε. Τότε αυτός το πήρε το κόλλησε στο κεφάλιτου και γύρισε στα αδέρφιατου. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Το μαγικό καρπούζι.
Μιά φορά και έναν καιρό ήταν ένας πατέρας που είχε τρία αγόρια, όμως όλη η οικογένεια ήταν φτωχή. Μιά μέρα το μεγαλύτερο αγόρι είπε στον πατέρατου οτι θα πάει στο εξωτερικό. Προτού φύγει, ο πατέρας του έδωσε ένα καρπούζι και είπε «αυτό το καρπούζι θα τα ανοίξεις κοντά σε μία βρύση». Πήρε ο γιός το καρπούζι, χαιρέτησε την οικογένειάτου και ξεκίνησε για το ταξίδι. Ταξιδεύοντας όμως δέν άντεξε και άνοιξε το καρπούζι. Απο το καρπούζι βγήκε μιά πανέμορφη κοπέλα, που του ζήτησε νερό· εκείνος δέν της έδωσε γιατί δέν είχε εκεί κοντά· έτσι η κοπέλα πέθανε. Τότε ο γιός στενοχωρήθηκε πολύ γιατί δέν άκουσε τον πατέρατου όταν του είπε να ανοίξει το καρπούζι κοντά σε βρύση. Έτσι γύρισε πίσω και είπε στον πατέρατου οτι έπρεπε να τον είχε ακούσε. Μετά απο λίγο καιρό το ίδιο πράγμα έπαθε και ο μεσαίος αδερφός. Ο τρίτος και μικρότερος αδερφός προχώρησε στα βήματα όπως του είπε ο πατέραςτου. Άνοιξε το καρπούζι κοντά σε βρύση και απο μέσα βγήκε η πιό όμορφη κοπέλα του κόσμου και ζήτησε νερό, εκείνος αμέσως της έδωσε, η κοπέλα ήπιε νερό, έτσι έζησε. Το αγόρι έζησε μαζίτης στο εξωτερικό, ευτυχισμένοι.
Αυτό το παραμύθι δείχνει πως όποιος ακούει τους μεγάλους μαθαίνει.
Η Ανεμώνη.
Και για την Ανεμώνη, το όμορφο αυτό αγριολούλουδο που φυτρώνει στους αγρούς προς το τέλος του χειμώνα, είχαν πλάσει ένα μύθο οι αρχαίοι Έλληνες. Έλεγαν οτι κάποτε ο Αίολος, ο θεός των ανέμων, αγαπούσε μία όμορφη νύμφη και για χάρητης έκανε να φυτρώνουν οι ανεμώνες γύρω απο το δάσος όπου κατοικούσε. Η νύμφη μάζευε κάθε πρωί ένα μπουκέτο απο αυτό και στόλιζε τα μαλλιάτης. Μα δέν άργησαν να πάρουν είδηση τις ανεμώνες και οι άλλες νύμφες και άρχισαν και αυτές να τις κόβουν. Η νύμφη διαμαρτυρήθηκε τότε στον Αίολο και εκείνος έκανε για χάρητης ν’ ανθίζουν οι ανεμώνες μόνο όταν φυσάει ο άνεμος. Έτσι, μόνο όταν έβγαινε η αγαπημένητου νύμφη να μαζέψει ανεμώνες, φυσούσε και τις έκανε ν’ ανθίζουν, ενώ όταν έρχονταν οι άλλες νύμφες δέν φυσούσε κι έμεναν κλειστές. Απο τότε οι ανεμώνες ανθίζουν μόνο όταν φυσάει άνεμος και γι’ αυτό ονομάστηκαν ανεμώνες. Είναι ένα απο τα πιό ωραία αγριολούλουδα, χωρίς άρωμα, αλλα με υπέροχα χρώματα, όπως το μώβ, το λευκό, το κόκκινο και το γαλάζιο.
Τίτλος;
Μιά φορά και έναν καιρό ήταν ένα παλληκάρι που τον έλεγαν Γεροθανάση. Ήταν καλοκαίρι, και μιά μέρα εκεί που κοιμότανε κάτω απο ένα δέντρο, ακούει χοροπηδήματα και ένα αγγελικό τραγούδι. Ανοίγει τα μάτιατου και βλέπει κάτι γυναίκες, η μιά πιό όμορφη απο την άλλη, να χορεύουν. Ο Γεροθανάσης κατάλαβε οτι ήταν Νεράιδες.
Οι Νεράιδες μόλις τον είδαν άρπαξαν τα μαντήλιατους και χάθηκαν απο μπροστάτου. Ο Γεροθανάσης σκέφτηκε οτι την άλλη μέρα μπορεί να ξανάρθουν. Το άλλο μεσημέρι αποφάσισε να κάνει τον κοιμισμένο και να πάρει το μαντήλι της πιό όμορφης Νεράιδας. Γιατί άν έπαιρνε το μαντήλιτης, δέν θα εξαφανιζόταν και θα έμενε κοντάτου.
Ξάπλωσε την άλλη μέρα στο ίδιο μέρος και περίμενε. Μα απο την κούραση τον πήρε ο ύπνος.
Ήρθαν οι Νεράιδες, χόρεψαν και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Πετάχτηκε ο Γεροθανάσης απο τον ύπνοτου, όμως δέν τις πρόλαβε. Την άλλη μέρα τις περίμενε απο το πρωί, χωρίς να κοιμηθεί. Κατα το μεσημέρι ήρθαν οι Νεράιδες, βγάλαν τα μαντήλιατους και αρχίσαν το χορό. ο Γεροθανάσης τότε πλησιάζει σιγά σιγά και αρπάζει το μαντήλι της πιό όμορφης. Οι άλλες Νεράιδες πήραν τα μαντήλιατους και έφυγαν.
Ο Γεροθανάσης πήρε την Νεράιδα σπίτιτου, την παντρεύτηκε και κάνανε παιδιά. Τα χρόνια περνούσαν και αυτοί ζούσαν πολύ καλά. Μιά μέρα η Νεράιδα βρήκε μέσα σ’ένα μπαούλο το μαντήλιτης, το φόρεσε στο κεφκάλιτης και εξαφανίστηκε. Όταν γύρισε απο τη δουλειά ο Γεροθανάσης δέν βρήκε την γυναίκατου. Ντύθηκε στα μαύρα και μαυροφόρεσε και τα παιδιάτου.
Ύστερα απο λίγες μέρες είδε τα παιδιάτου να είναι ντυμένα και χτενισμένα όπως πρίν. Τα ρώτησε ποιός τους άλλαξε τα ρούχα αλλα αυτά δέν θέλανε να πούνε. Έτσι περίμενε ένα πρωί κρυφά και είδε τη Νεράιδα να φροντίζει τα παιδιά. Πετάχτηκε απότομα, της πήρε το μαντήλι και το έκαψε στο φούρνο. Έτσι η Νεράιδα έμεινε για πάντα στο σπίτι και ζήσαν αυτοί καλά και ευτυχισμένα.
Τίτλος;
Μιά κότα λέει στην ξαδέλφητης πάπια ένα πρωί εμπιστευτικά:
- Χθές, άκουσα το αφεντικόμας να λέει πως σήμερα θα σφάξει μιά πάπια γιατί περιμένει ένα σπουδαίο μουσαφίρη. Σ’το λέω για να λάβεις τα μέτρασου, προτού είναι αργά.
- Άχ, ξαδελφούλαμου, νά’σαι καλά! Να ζήσεις χίλια χρόνια! Θα κρυφτώ σήμερα μέσα στην αχυρώνα, για να μή με βρεί τ’ αφεντικό. Άχου, τί θα πάθαινα η κακομοίρα! Χίλια ευχαριστώ, ξαδελφούλα.
Η πάπια έτρεξε αμέσως στην αχυρώνα και χώθηκε ανάμεσα σε κάτι μεγάλες μπάλες απο άχυρα. Κανείς δέ θα την εύρισκε εκεί. Η κότα άρχισε να ψάχνει στην αυλή για κανένα σκουλήκι.
Σε λίγο ήρθε ο νοικοκύρης κι άρχισε να ψάχνει την πάπια, κρατώντας κι ένα μεγάλο μαχαίρι. Μπήκε στο κοτέτσι, βγήκε, έψαξε την αυλή, μπήκε στην αχυρώνα, τίποτε.
- Πού χάθηκε αυτή η παλιόπαπια; μουρμούρισε νευριασμένος. Σήμερα που τη χρειαζόμουν για το μουσαφίρημου χάθηκε; Θα ξέφυγε, φαίνεται απο το φράχτη πάλι. Πρέπει να την κλείσω εκείνη την τρύπα… Και τώρα τί κάνω; Ευτυχώς έχω και κότα.
Πάει λοιπόν ο νοικοκύρης, αρπάζει την κότα και της κόβει το λαιμό, προτού προλάβει να μιλήσει…
Αυτό το παραμύθι το διάβασα πρίν δώδεκα περίπου χρόνια σε ένα βιβλίο στα Αγγλικά γραμμένο που βρήκα τυχαία ένα απόγευμα σε ένα アウヽトラレ゜ジコ、σχολείο, το αποδίδω όπως το θυμάμαι, στη θέση των αγγλικών ονομάτων που τα ξέχασα βάζω ελληνικά. Το γράφω εδώ λίγο μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, στις 23/12/2006.
Βάλτε τον δικόσας τίτλο:
Μιά φορά ένα κοριτσάκι, η Κατερίνα, και ένα αγοράκι, ο Παναγιώτης, βγήκαν βόλτα στην εξοχή, "bushwalk" καθώς λένε οι Αυστραλοί, εκεί που περπατούσαν συνάντησαν μιά πεταλουδίτσα. Η πεταλουδίτσα μίλησε ανθρώπινα και τους είπε: "είμαι μιά μάγισσα! έχω πανίσχυρη μαγική δύναμη! με το μαγικό ραβδίμου μεταμορφώνω τα πάντα μέσα στην πλάση! μόνο κοιτάξτε γύρωσας και θα δείτε πώς μεταμορφώνω τα πάντα!". Ο Παναγιώτης είπε: "δέν είσαι μάγισσα! ένα συνηθισμένο ζουζούνι είσαι. Και όσα γίνονται στον κόσμο, γίνονται μόνατους, δέν τα κάνεις εσύ!". Ακούγοντας αυτό, η πεταλουδίτσα βάλθηκε να κλαίει. Η Κατερίνα όμως είπε: "αλήθεια λές! είσαι μάγισσα! δείξεμας κάποια απο τα μαγικά που κάνεις!". Τότε η πεταλουδίτσα σηκώθηκε, με το μαγικό ραβδίτης άγγιξε ένα μικροσκοπικό αυγό, μικρό σάν το κεφάλι της καρφίτσας, το αυγουλάκι αυτό μεταμορφώθηκε σε μιά κάμπια που κλείστηκε μέσα σε μιά θήκη, και η κάμπια μεταμορφώθηκε σε πεταλούδα και πέταξε ψηλά. "Απίστευτο!" είπε η Κατερίνα, ενώ ο Παναγιώτης είπε: "μπά, έτσι κι αλλιώς αυτό θα γινότανε". Τότε η μάγισσα πεταλουδίτσα άγγιξε με το μαγικό ραβδίτης μιά γλοιώδη μάζα, που έμοιαζε σάν σάλια μέσα στο νερό, εκεί κρύβονταν τα αυγά ενός βατράχου, απο εκεί βγήκε ένας γυρίνος, και ο γυρίνος μεταμορφώθηκε σε βάτραχο. "Καταπληκτικό!" φώναξε η Κατερίνα, ενώ ο Παναγιώτης είπε: "σιγά το πράμα, έτσι κι αλλιώς αυτό θα γινότανε". Τότε η μάγισσα πεταλουδίτσα με το μαγικό ραβδίτης άγγιξε ένα σποράκι ευκαλύπτου, τόσο μικρό που δύσκολα μπορούσες να το δείς, και το σποράκι μεταμορφώθηκε σε πανύψηλο δέντρο. "Φανταστικό!" φώναξε η Κατερίνα, ενώ ο Παναγιώτης είπε: "έτσι κι αλλιώς αυτό θα γινότανε! δέν είναι τίποτα το σπουδαίο". Τότε η πεταλουδίτσα - μάγισσα άγγιξε με το μαγικό ραβδίτης τον Παναγιώτη και τον μεταμόρφωσε σε γάιδαρο. "Ετσι κι αλλιώς αυτό θα γινότανε", είπε η πεταλουδίτσα, "ο κόσμος όπου και να κοιτάξεις είναι γεμάτος θαύματα, και όποιος δέν τα βλέπει δέν είναι καθόλου εξυπνότερος απο έναν γάιδαρο". Τότε η Κατερίνα είπε: "αληθινά είσαι μάγισσα, το ξέρω. Εσύ μεταμορφώνεις τα πάντα μέσα στον κόσμο! Κι εμένα ακόμη, που είμαι μικρή, θα με κάνεις μεγάλη κοπέλλα, όμορφη και έξυπνη σάν τη μαμάμου!". "Έτσι είναι", είπε η πεταλουδίτσα, "σας έδειξα μόνο μερικά παραδείγματα, η μαγικήμου δύναμη δέν έχει όρια, μεταμορφώνω τα πάντα. Τώρα πάω να συναντήσω άλλα παιδιά. Γειάσας". Η πεταλουδίτσα έφυγε, αφού πρώτα άγγιξε με το μαγικότης ραβδί τον γάιδαρο που ήταν ο Παναγιώτης και του έδωσε ξανά την ανθρώπινη μορφήτου. Απο τότε ο Παναγιώτης και η Κατερίνα μεγάλωναν καθώς μεταμορφώνονταν όπως τους έκανε με το μαγικότης ραβδί η μάγισσα - πεταλουδίτσα. Βέβαια, μπορείτε να πείτε πως ούτως ή άλλως: έτσι θα γινότανε.
Αυτό το παραμύθι το είχα διαβάσει όταν πήγαινα στο δημοτικό, σε ένα βιβλίο που είχα δανεισθεί απο τη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟ ΘΕΟ
¨Ηταν κάποτε ένας βασιλιάς που είχε μεγάλο καημό να δεί τον Θεό. Άν και όλα πήγαιναν καλά στη χώρατου και θα έπρεπε ώς βασιλιάς να είναι ευτυχισμένος, είχε αυτό το μεγάλο βάσανο: ήθελε να δεί τον Θεό για να βεβαιωθεί πως υπάρχει. Γι' αυτό ανακοίνωσε σε όλη τη χώρατου πως θα έδινε, εφόσον είχε τα μέσα, όποια αμοιβή του ζητούσε εκείνος που θα κατάφερνε να του δείξει το Θεό. Κατα καιρούς διάφοροι σοφοί, επιστήμονες, φιλόσοφοι, ιερωμένοι, ντόπιοι και ξένοι επισκέπτες, παρουσιάζονταν υποσχόμενοι να του δείξουν το Θεό. Το μόνο που πρόσφεραν στο βασιλιά, ωστόσο, ήταν θεωρητικολογίες, που καθόλου δέν τον ικανοποιούσαν, "δέν ζήτησα να μου αποδείξεις, να μου δείξεις ζήτησα, να τον δώ το Θεό ζήτησα" φώναζε και διέταζε να μαστιγώνουν και να διώχνουν με τις κλωτσιές όλους αυτούς που υπόσχονταν να δείξουν το Θεό, αλλα δέν τον έδειχναν. Ο βασιλιάς βαρέθηκε πιά όλους αυτούς τους σοφούς που φιλοδοξούσαν να του δείξουν το Θεό, και ανακοίνωσε πως στο εξής όποιος υποσχόταν πως θα του έδειχνε το Θεό χωρίς να του τον δείξει, θα εκτελούνταν. Τότε, παρουσιάστηκε ένας απλός άσημος αγρότης, που έτυχε να ακούσει την μεγάλη επιθυμία του βασιλιά, "εγώ θα σου δείξω τον Θεό, καθώς το θέλεις" είπε. Ο βασιλιάς τον κορόιδεψε: "τί γνώσεις έχεις εσύ; τί έχεις σπουδάσει; τόσοι και τόσοι μορφωμένοι μου υποσχέθηκαν, κανείς δέν κατάφερε να μου δείξει το Θεό. Τώρα εσύ τί θα καταφέρεις; Θα μου προσφέρεις και εσύ μιά απο τα ίδια, θεωρητικολογίες, και θα χάσεις τη ζωήσου!". - "Λυπάμαι που δέν είχα την τύχη να σπουδάσω", απάντησε ο φτωχός αγρότης, "αλλα καταδέξου να κάνεις ό,τι σου πώ, και άν δέν σου δείξω το Θεό, στο χέρισου είναι να με εκτελέσεις. Έλα να ανεβούμε μαζί στην ταράτσα του παλατιού". Ανέβηκε λοιπόν ο βασιλιάς με τον αγρότη στην ταράτσα, ήταν καταμεσήμερο, ο ήλιος σε όλητου τη λάμψη, λέει τότε ο αγρότης: "κοίταξε τον ήλιο". - "δέν μπορώ, θα στραβωθώ" - "πρέπει να κάνεις αυτό που σου λέω, προσπάθησε όσο μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο κατάματα, όση πιό πολλή ώρα μπορείς". Προσπάθησε ο βασιλιάς να κοιτάξει τον ήλιο για κανένα δευτερόλεπτο, περισσότερο δέν άντεξε, θαμπώθηκαν τα μάτιατου, ήταν για ώρα τυφλωμένος. - "πού το πάς; θέλεις να με στραβώσεις; μιά στιγμή κοίταξα και στραβώθηκα, δέν μπορώ άλλο!". - "ωστε έτσι! τον ήλιο δέν μπορείς μιά στιγμή να κοιτάξεις! Άμα δέν μπορείς να δείς αυτό το φώς που δημιούργησε ο Θεός, πώς θα μπορούσες να δείς τη λάμψη του ίδιου του Θεού που δέν δημιουργήθηκε! Τί είναι ο ήλιος μπροστά στον Θεό; μιά μόνο ακτίνα είναι απο την όλη δημιουργία του Θεού! Μιά μόνο ακτίνα είναι απο το φώς του Θεού! Ξέρεις πόσα άλλα φώτα σάν αυτό και μεγαλύτερα έχει ο Θεός δημιουργήσει;".
Σάν το άκουσε αυτό ο βασιλιάς, με θαμπωμένα ακόμη τα μάτια που προσπάθησε να κοιτάξει τον ήλιο, ανατρίχιασε, ταράχτηκε, και δάκρυσαν τα θαμπωμένατου μάτια. "Αυτό που τόσα χρόνια ζητούσα, τώρα το βρήκα" είπε.
"Θα σου δώσω, καθώς υποσχέθηκα, ό,τι αμοιβή μου ζητήσεις. Μόνο σε παρακαλώ εξήγησεμου κάτι ακόμη: τί κάνει ο Θεός;". - "βασιλέαμου, αυτό δέν είναι εύκολο να το εξηγήσει κανείς, αλλα για να σου δώσω να καταλάβεις, πρέπει να μου δανείσεις τα βασιλικάσου ρούχα, το σκήπρο και το στέμμα, και εσύ φόρα για λίγο τα δικάμου". Φόρεσε λοιπόν ο αγρότης τα ρούχα του βασιλιά και το στέμμα, και κρατώντας το σκήπτρο κατέβηκε στην αίθουσα όπου περίμεναν συναγμένοι όλοι οι υψηλότεροι αξιωματούχοι και οι εκπρόσωποι του λαού. "Ο βασιλιάςσας ευχαριστήθηκε που του έδειξα το Θεό, γι' αυτό έδωσε τον θρόνο σε μένα, και ο ίδιος δέν θα έχει κανένα αξίωμα. Ευχαριστώ την τύχη που μου έδωσε άξιους και πιστούς σάν εσάς υπηκόους, και υπόσχομαι πως θα αφιερώσω όλεςμου τις δυνάμεις για τη δικήσας ειρήνη και ευημερία". "Ζήτω ο νέοςμας βασιλιάς!", φώναξε όλος ο κόσμος που ήταν μέσα στην αίθουσα, γονάτισαν όλοι και τον προσκύνησαν, και δόξαζαν το Θεό που τους έδωσε έναν βασιλιά που κανένας άλλος δέν είχε τη σοφίατου. Στο μεταξύ ο βασιλιάς με τα ρούχα του αγρότη βαρέθηκε να περιμένει στην ταράτσα, κατέβηκε στην αίθουσα του θρόνου, και τί να δεί! τον αγρότη να κάθεται στο θρόνο, και όλοι οι ανώτατοι και άλλοι αξιωματούχοι να τον προσκυνάνε για βασιλιά! "Τί κάνετε", φώναξε, "εγώ είμαι ο βασιλιάςσας! πώς βάλατε στο θρόνο έναν άσημο αγρότη, που μέχρι χτές ούτε εσείς τον ξέρατε ούτε κανένας! Έι, κατέβα, απο το θρόνο και δώσεμου το σκήπτρομου και όλα εκείνα που φοράς!". Όλοι όμως γέλασαν και έπειτα αγανάκτησαν με τα λεγόμενα του "παλιού" βασιλιά, δέν τον άφησαν να πλησιάσει στο θρόνο, τον πήραν σηκωτό και τον πέταξαν έξω απο το παλάτι μονάχο με τα ρούχα που φορούσε. Τότε ο φτωχός αγρότης ο καθισμένος στο θρόνο ζήτησε την άδεια των "υπηκόων"του και βγήκε απο το παλάτι, φώναξε τον μέχρι πρό τινος βασιλιά, και του είπε: "βασιλιάμου, δέν λιμπίστηκα το θρόνο και τη βασιλεία, σου τα δίνω αμέσως πίσω σάν τα θέλεις. Μόνο έπαιξα αυτό το παιχνίδι για να πάρεις μιά ιδέα του τί κάνει ο Θεός. Ποιός έκανε εσένα, ποιός έφτιασε εμένα, ποιός έπλασε αυτό το πλήθος που τώρα με επευφημεί; Σε μιά στιγμή τα πάντα αναποδογυρίζουνε, οι τελευταίοι άνθρωποι γίνονται βασιλείς και οι βασιλείς πετιούνται σάν τα σκυλιά. Τη μιά οι αυλικοί και όλο το κράτος προσκυνάνε έναν άνθρωπο που μέχρι χτές δέν τον ξέρανε, την άλλη κάνουν μιά επανάσταση και ρίχνουν δυναστείες που κράτησαν χιλιάδες χρόνια. Μιά μέρα βλέπεις έναν άνθρωπο στο παζάρι, την άλλη μέρα μπορεί να βρεθεί μέσα στο μνήμα. Όλοι νομίζουμε πως ό,τι ξέρουμε είναι το σωστό, κι όμως απο τη μιά στιγμή στην άλλη αλλάζουμε τελείως τη γνώμημας. Ποιός είναι αυτός που αφήνει το μυαλόμας να πλανηθεί; ποιός είναι που φωτίζει το μυαλόμας; Σάν πάω τώρα και ξαναμιλήσω στο συμβούλιο τον αυλικών, αμέσως εσύ θα ξαναγίνεις βασιλιάς. Με ποιανού την άδεια γίνονται όλα αυτά;". "Ναί", έκανε με λυγμούς σκύβοντας το κεφάλιτου συντετριμμένος ο (μέχρι πρότινος) βασιλιάς, "καταλαβαίνω".
κλίκ στο 瞳 για επιστροφή στην αρχική σελίδα.