42  49   2    8  7    3  46  45 48  43   9    1 4     6  44  47

 

Η Βασίλισσα του Χιονιού

Η Κοκκινοσκουφίτσα

Το Βλογημένο Μαντρί

Η ίδρυση του μακεδονικού κράτους

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Η Βασίλισσα του Χιονιού ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

(το περίφημο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, δραματοποιημένο σε επίπεδο που θυμίζει αρχαία τραγωδία, με ένθετα στοιχεία άπο άλλα παραμύθια κ προσαρμοσμένο για ανέβασμα πρίν απο την Πρωτοχρονιά. Έχει ήδη ανεβεί ώς παράσταση με επιτυχία, με ελαφρώς συντομευμένο αυτό το σενάριο)

Στη σκηνή βγαίνει ο Άγιος Βασίλης και η ανηψιά-του, μπροστά απο την αυλαία που είναι κλειστή.

ΑΓ.ΒΑΣ. Χαίρετε κοριτσάκια και αγοράκια, χαίρετε μαμάδες και μπαμπάδες!

ΑΝΗΨ. Χαίρετε γιαγιάδες και παππούδες!

ΑΓ.ΒΑΣ. Η ανηψιά-μου και εγώ ήρθαμε να σας πούμε χρόνια πολλά, και καλή χρονιά!

ΑΝΗΨ. Θέλουμε να ευχηθούμε σε όλους-σας υγεία και καλή τύχη στον καινούργιο χρόνο!

ΑΓ.ΒΑΣ. Σας εύχομαι να πραγματοποιηθούν τα όνειρά-σας στον καινούργιο χρόνο, το 2009.

ΑΝΗΨ. Σας φέρνουμε ένα μεγάλο δώρο. Τί δώρο; Το δώρο είναι μιά πολύ όμορφη ιστορία που θα σας διηγηθούμε, μιά ιστορία που μιλάει για πίστη, για αγάπη, και για φιλία. Η ιστορία αυτή ονομάζεται «η Βασίλισσα του Χιονιού».

ΑΓ.ΒΑΣ. Το ανηψάκι-μου ξέρει να διηγείται τόσο πολλά παραμύθια, και τα διηγείται πολύ ωραία, θα σας αρέσει πολύ! Ακούστε-την λοιπόν, παιδιά! Μαζί θα την ακούσω κι εγώ. Άς πάω να καθίσω τώρα κάπου, γιατί έχω και κάποια ηλικία! (αναστενάζοντας φεύγει απο τη σκηνή).

ΑΝΗΨ. Είναι μιά μεγάλη πόλη, έχει σπίτια τόσο ψηλά που οι σκεπές-τους νομίζεις πως φτάνουν μέχρι τον ουρανό. Εκεί κάτω απο τα υπόστεγα τα χελιδόνια χτίζουν τις φωλιές-τους. Σε ένα απο αυτά τα σπίτια μένει ένα κοριτσάκι, στο διπλανό σπίτι μένει ένα αγοράκι. Τα σπίτια-τους είναι κολλητά, στον ίδιο δρόμο. Οι οικογένειές-τους μένουν στις σοφίτες των δύο σπιτιών. Η κάθε οικογένεια, μπροστά στο παράθυρο της σοφίτας-της, πάνω στη στέγη του σπιτιού, έχει στήσει ένα μεγάλο κασόνι, που το κάνανε ζαρντινιέρα: τα δύο παιδιά έχουν γεμίσει αυτά τα κασόνια με χώμα και έχουν φυτέψει λουλούδια, τα κασόνια αυτά μοιάζουν με ολόκληρα ξύλινα μπαλκόνια ανθισμένα. Αυτά τα δυό παιδιά, η Γκέρντα με τον Κάιχ, κάνανε τόσο παρέα, είχανε τέτοια φιλία, που θα έλεγες πως είναι αγαπημένα αδέρφια.

ΣΚΗΝΗ: στη σκηνή είναι δύο τραπέζια: στο πρώτο έχει λουλούδια, στο δεύτερο τσάι και μαρμελάδα.

Ακούγεται να γελάνε κάποιοι. Έρχονται γρήγορα, τρέχοντας, πιασμένοι χέρι με χέρι μπαίνουν μέσα, στη σκηνή. Τινάζουν ο ένας απο τον άλλο τα χιόνια, βγάζουν σκουφάκια, γάντια, κασκόλ, και τα κρεμάνε στην κρεμάστρα. Είναι η Γκέρντα και ο Κάιχ. Ο Κάιχ έρχεται στο τραπέζι.

ΚΑΪ. Γκέρτα-μου, κοίταξε πόσο όμορφα έγιναν τα τριαντάφυλλά-μας!

ΓΚΕΡ. (τα μυρίζει): Και τί ωραίο χρώμα, τί άρωμα που έχουν! Κάιχ, μύρισε-τα!

ΣΚΗΝΗ: έρχεται η γιαγιά, χαίρονται πολύ που τη βλέπουν, σάν να μή την είδαν πολύ καιρό, τη φιλάνε μαζί και στα δυό μάγουλα.

ΓΙΑ. Πώ, πώ, κρυώσατε, τα καημένα!

ΓΚΕΡ. Δέν κρυώσαμε, παγώσαμε! έχει πολλή παγωνιά έξω!

ΚΑΪ. Χιόνι; Αέρας; δέν θα πεί τίποτα.

ΓΙΑ. Καθίστε, παιδιά, καθίστε. Μετά απο μιά τέτοια βόλτα και τέτοιο κρύο που φάγατε, το καλύτερο είναι να πιούμε απο ένα τσάι του βουνού.

ΓΚΕΡ. Ζεστή βότκα δέν έχει; θα την προτιμούσα! (άν το κορίτσι που παίζει την Γκέρτα είναι μικρότερο σε ηλικία, βάζουμε): Ζεστή σοκολάτα δέν έχει; την προτιμώ!

ΓΙΑ. Μικρή-μου εγγονούλα! Εμένα οι γονείς-μου και οι γονείς-τους και όλοι-μου οι πρόγονοι πίνανε βότανα του βουνού, και έτσι είχανε γερή υγεία, δέν αρρωσταίνανε. Γι’ αυτό, ξέρω που σου λέω, θα σου είναι πολύ καλύτερο να πιείς ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι!

ΚΑΪ. Εγώ πάντως πολύ ευχαρίστως θα πιώ ένα τσάι, γιατί κρύωσα πολύ! Κρυώνω ακόμη! (το λέει τρέμοντας).

ΓΚΕΡ. Πραγματικά, ο καιρός σήμερα είναι λές και είμαστε στο Βόρειο Πόλο!

ΓΙΑ. Μου φαίνεται πως η Βασίλισσα του Χιονιού περνάει απο τα μέρη-μας!

ΚΑΪ. Τί είπες γιαγιά; ποιά πέρασε;

ΓΙΑ. Η Βασίλισσα του Χιονιού. Αυτή φέρνει τα κρύα και τα χιόνια.

ΚΑΪ. Τί λές γιαγιά; Εσύ στ’ αλήθεια το πιστεύεις οτι υπάρχει Βασίλισσα του Χιονιού; Είναι ζωντανό πλάσμα; Άν υπάρχει, τότε πού βρίσκεται, πού κατοικεί;

ΓΙΑ. Ναί, υπάρχει, το πιστεύω. Πού κατοικεί… Δέν ξέρω ακριβώς, πρέπει να κατοικεί μακριά, μα πάρα πολύ μακριά απο’ δώ, σε έναν τόπο που έχει πάρα πολύ κρύο, στην ακτή ενός παγωμένου ωκεανού!

ΓΚΕΡ. Άραγε είναι όμορφη; έ, γιαγιά; εσύ τί λές;

ΓΙΑ. Είναι πολύ όμορφη, έτσι λένε. Εξωτερικά όμορφη. Μέσα-της όμως έχει μιά κακία… απερίγραπτη! Δέν έχεις ακούσει που λένε «απο έξω κούκλα και απο μέσα πανούκλα»;

ΓΚΕΡ. Τί εννοείς, γιαγιά;

ΓΙΑ. Εννοώ οτι η Βασίλισσα του Χιονιού έχει καρδιά απο πάγο. Μέσα-της δέν έχει ούτε μιά σταγόνα αγάπη, ούτε φιλία, ούτε ξέρει έλεος τί θα πεί!

ΓΚΕΡ. Άχ! Φοβάμαι πολύ! Τί θα κάνω άν τύχει και εμφανιστεί στο σπίτι-μας; Ά! το βρήκα! Θα την βάλω να κάτσει κοντά στη σόμπα για να λιώσει η παγωμένη-της καρδιά! (εδώ γελάνε όλοι).

ΓΙΑ. Πώ πώ! ακούτε; Δυναμώνει ο αέρας! Κάιχ, κλείσε καλά καλά το παράθυρο σε παρακαλώ!

ΚΑΪ. (πάει στο παράθυρο, πιάνει το πόμολο και προσπαθεί να το κλείσει καλά. Σ’ αυτή-του την προσπάθεια τραβάει την κουρτίνα, τότε εμφανίζεται στο παράθυρο η Βασίλισσα του Χιονιού. Παίζει τρομακτική μουσική, ακούγεται δυνατό φύσημα αέρα, και η μουσική δυναμώνει ενώ τα φώτα σβήνουν).

ΓΙΑ. Μή φοβάστε παιδιά, θα ανάψω τα φώτα.

(Ανάβει ένα κερί / λυχνάρι. Ανάβουν πάλι τα φώτα στη σκηνή, και όταν ανάψουν, είναι μέσα στο σπίτι (στη σκηνή) η Βασίλισσα του Χιονιού).

ΓΙΑ. Ώ! δέν σας είχα δεί! Πώς μπήκατε στο σπίτι, κυρία; Ποιά είστε;

ΒΑΣ.Χ. Χτυπούσα την πόρτα αλλα δέν μου άνοιξε κανείς. Γι’ αυτό μπήκα χωρίς να μου ανοίξετε.

ΓΙΑ. Μα… δέν ακούσαμε χτύπημα στην πόρτα… (ακούγεται ήχος τζαμιού) Άχ! έσπασε το τζάμι στο παράθυρο, θα το κλείσω με ένα μαξιλάρι, μπαίνει κρύο, φαρμάκι!

ΒΑΣ.Χ. Όσο γι’ αυτό, δέν με ενοχλεί καθόλου!

ΓΙΑ. (βάζει ένα μαξιλλάρι στο τζάμι και έπειτα λέει) Παρακαλώ, καθίστε κυρία. Τί μπορώ να κάνω για σάς; Μήπως είστε…

ΒΑΣ.Χ. Ναί, εγώ ειμαι. Άκουσα όλα όσα λέγατε για μένα. Στ’ αλήθεια έχω καρδιά απο πάγο. Με λένε Βασίλισσα του Χιονιού. Εγώ κυβερνώ το κρύο σε ολόκληρο τον κόσμο. Όλοι προσκυνάνε μπροστά στα πόδια-μου. Και… τί είναι αυτό; (δείχνει τα λουλούδια).

ΓΚΕΡ. Είναι τα λουλούδια-μας, βλέπετε τί όμορφα, τί απαλά που είναι; Ξέρετε, μοσκοβολάνε…

ΒΑΣ.Χ. Δεκέμβριο μήνα! Μές το καταχείμωνο! Μόνο χιονονεράιδες μπορούν να υπάρχουν μές το καταχείμωνο, τίποτε άλλο! Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν λουλούδια! Ποιός πήρε την πρωτοβουλία τέτοια εποχή να φροντίζει λουλούδια, να ασχολείται με λουλούδια!

ΓΙΑ. Ζητούμε συγνώμη, κυρία, που δέν πήραμε την άδειά-σας.

ΚΑΪ. Γιαγιά-μου, πές-της γρήγορα να φύγει!

ΒΑΣ.Χ. Κακομαθημένο αγόρι! Αλλα είσαι και θρασύς! Άαα! έχεις πείσμα! ά! μου αρέσει αυτό που έχεις μέσα-σου! (Θυμώνει) Λοιπόν, θα μπορούσα να σας συγχωρήσω άν μου δώσετε αυτό το αγόρι να το πάρω στο βασίλειό-μου!

ΓΙΑ. Όχι, όχι, λυπάμαι πολύ, δέν γίνεται αυτό που ζητάτε!

ΚΑΪ. Γιαγιά-μου, πές-της να φύγει, πές-της οτι δέν θα με αφήσεις να με πάρει αυτή!

ΓΚΕΡ. Κάιχ, πήγαινε γρήγορα κοντά στη σόμπα, εκεί δέν θα μπορεί να σε πλησιάσει! (ο Κάιχ πάει γρήγορα κοντά στη σόμπα).

ΒΑΣ.Χ. Εσύ, κοριτσάκι, να μή μιλάς! Στον Κάιχ μιλάω! Καλό-μου αγοράκι, για το καλό-σου το λέω, έλα μαζί-μου, θα μένεις στα παλάτια-μου, θα έχεις γύρω-σου τα πάντα, καραμέλες, παγωτά, παγοπέδιλα, παγάκια, ό,τι κι άν επιθυμείς!

ΚΑΪ. (αρνητικά κουνάει το κεφάλι-του) Όχι. Δέν μπορώ να έρθω μαζί-σου. Εκεί δέν θα είναι ούτε η Γκέρντα ούτε η γιαγιά, δέν θα έχω την αγάπη-τους, δέν θα έχω κανενός την αγάπη.

ΒΑΣ.Χ. Βλέπω είσαι και πολύ φοβιτσιάρης! Μή με φοβάσαι!

ΚΑΪ. Όχι, δέν φοβάμαι τίποτα!

ΒΑΣ.Χ. Ά, μου αρέσεις έτσι πως μιλάς! Θα ήθελα πολύ να σε πάρω μαζί-μου, αλλα βλέπω πως δέν είναι το τυχερό-μου! Λυπάμαι πολύ! Καλά λοιπόν, εντάξει. Τουλάχιστον όμως, έλα να με φιλήσεις πρίν φύγω!

ΚΑΪ. (πλησιάζει τη Βασίλισσα του Χιονιού και τη φιλάει) Αντίο!

ΒΑΣ.Χ. Χαίρεται κυρία, γειά-σας, θα τα ξαναπούμε σύντομα! (κουνάει το κεφάλι-της, φυσάει στα λουλούδια καλύπτοντας-τα με άσπρη πάχνη, και φεύγει απο τη σκηνή).

ΚΑΪ. Απίστευτο! Ήταν στ’ αλήθεια η Βασίλισσα του Χιονιού!

ΓΚΕΡ. Καθώς με κοιτούσε αυτή η βασίλισσα με το παγερό-της βλέμμα, μου πάγωνε όλο το σώμα-μου!

ΓΙΑ. Άχ, τα καημένα τα λουλούδια-μας, τα σκέπασε με παγωμένο χιόνι!

ΓΚΕΡ. Θα παγώσουν και θα μαραθούν! Γρήγορα, κάτι να κάνουμε για να τα σώσουμε! να τινάξουμε το χιόνι απο πάνω,

ΚΑΪ. να τα ζεστάνουμε με την ανάσα-μας!

ΑΝΗΨ. Μακριά απο όλην την οικουμένη, στο παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού, υπήρχε κάποτε ένας μεγάλος μαγικός καθρέφτης, ξακουστός σε όλον τον κόσμο για την μαγική-του δύναμη. Όποιος έβλεπε τον εαυτό-του σ’ εκείνον τον καθρέφτη, θα πάθαινε μεγάλο κακό. Αυτόν τον καθρέφτη τον είχαν φτιάξει χιονονεράιδες απο κάποιο σπάνιο παγοκρύσταλλο. Βέβαια, ο καθρέφτης αυτός δέν έκανε κακό στις χιονονεράιδες ούτε στη βασίλισσά-τους, αλλα έκανε μεγάλο κακό σε όλους τους άλλους. Μιά μέρα οι χιονονεράιδες καθώς στολίζονταν μπροστά στον καθρέφτη, διασκέδαζαν πετώντας-τον απο τη γή στον ουρανό και απο τον ουρανό στη γή. Αλλα καθώς τον πετούσαν, τους ξέφυγε, έπεσε και έσπασε, έγινε θρύψαλλα και θρυψαλλάκια.

(Ήχος: σπασμένο παράθυρο. Πετάνε το χιόνι απο το παράθυρο, τινάζουν την πάχνη απο τα λουλούδια έξω απο το παράθυρο)

ΑΝΗΨ. Καθώς έπεφτε το χιόνι απο τον ουρανό, εκείνη την ώρα έπεσε και ένα μικρό τρίμμα απο τον μαγικό καθρέφτη των χιονονεράιδων, ένα παγοκρυσταλλένιο τρίμμα μικρό σάν κόκκος της άμμου, έπεσε μέσα στο μάτι του Κάιχ. Εκείνο το μικρό τρίμμα θα κάνει τον Κάιχ να βλέπει αλλιώτικα όλα τα πράγματα γύρω-του.

ΚΑΪ. Αχ! κάτι μπήκε στο μάτι-μου! (τρίβει το μάτι-του, προσπαθεί να βγάλει κάτι).

Άχ! η καρδιά-μου! (πιάνει με το χέρι το στήθος-του).

ΓΚΕΡ. Τί έπαθες, καλέ-μου φίλε;

ΚΑΪ. (την σπρώχνει) Άσε-με κι εσύ ρε κλαψιάρικο κοριτσάκι!

ΓΙΑ. Άντε, παιδάκια, πιστεύω πως τα σώσαμε τα λουλούδια, ελάτε να κάτσουμε να πιούμε εκείνο το ωραίο ζεστό τσάι που λέγαμε…

ΚΑΪ. ΧΑ ΧΑ ΧΑ! κοιτάτε πώς περπατάει η γριά σάν την πάπια! Παρατήστεμε, δέν θέλω το χαζό το τσάι-σας! Ούτε τα χαζά τα λουλούδια-σας! Να πάν να ξεραθούνε! (αναποδογυρίζει τη γλάστρα).

ΓΚΕΡ. Κάιχ τί κάνεις; είσαι με τα καλά-σου; τώρα δέν λέγαμε…

ΚΑΪ. Μή με κοιτάς μ’ αυτό το στραβό-σου το βλέμμα!

ΓΚΕΡ. Γιατί, Κάιχ; Δέν σε αναγνωρίζω!

ΚΑΪ. Φύγε απο μπροστά-μου, δέν θέλω να σε βλέπω! Δέν θέλω να σε ξαναδώ! Φύγε σου λέω!

ΓΙΑ. Καϊάκο-μου, σου συμβαίνει κάτι; Δέν μπορώ να καταλάβω…

ΚΑΪ. Άσε-με ήσυχο κι εσύ. Παλιόγρια!

ΓΙΑ. Κάι-μου…

ΚΑΪ. Πού να βρώ τώρα τη Βασίλισσα του Χιονιού; (απομακρύνεται καθώς παραμιλάει): Θέλω να την βρώ, δέν έπρεπε να φύγει. Θέλω να παίζω μαζί-της, να ζώ κοντά-της στα όμορφα παγοκρυσταλλένια παλάτια-της. Θέλω να τα γνωρίσω όλα αυτά που μου έλεγε η Βασίλισσα του Χιονιού, τα παγοπέδιλα, τα παγωτά, τα παγάκια, ποιός ξέρει πόσα ωραία πράγματα έχει στα παλάτια-της…

ΓΚΕΡ. (κλαίει)

ΓΙΑ. Καλό-μου κοριτσάκι, έλα, βοήθησέ-με να μαζέψουμε το τραπέζι. Μή σταναχωριέσαι, νά, απλώς η ξαφνική εμφάνιση της Βασίλισσας μας αναστάτωσε κάπως…

ΓΚΕΡ. Τί θα κάνουμε, γιαγιά-μου;

ΓΙΑ. Τίποτα δε θα κάνουμε, απλώς θα πάτε να κοιμηθείτε, να ησυχάσετε, να δείτε όνειρα ωραία.

ΓΚΕΡ. Δέν θέλω να πάω να κοιμηθώ. Θέλω να μάθω τί συμβαίνει με τον Κάιχ. Δέν βλέπεις πώς έγινε;

ΚΑΪ. Κάντε ό,τι θέλετε. Εγώ φεύγω, πάω για ύπνο. Έ, κι εσύ ασχημοκόριτσο, όταν κλαίς είσαι ακόμα πιο άσκημη. ΧΑ ΧΑ. (φεύγει απο τη σκηνή)

ΓΙΑ. Άντε κοριτσάκι-μου, πάνε να κοιμηθείς, έλα, πήγαινε. Όσα ξέρεις το πρωί, δέν τα ήξερες το βράδυ. Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά· δέν το ξέρεις; Πάντοτε είν’ έτσι!

ΓΚΕΡ. Καληνύχτα γιαγιά!

ΓΙΑ. Καλό ξημέρωμα, Γκερτούλα-μου. (η Γκέρντα φεύγει απο τη σκηνή).

ΓΙΑ. (κάθεται και μιλάει μόνη-της): Ο Κάιχ τώρα μου φαίνεται πως έχει παγωμένη καρδιά, γιατί άγγιξε την Βασίλισσα. Την φίλησε. Άς είναι, ας είναι. Δέν πειράζει. Ελπίζω πως αύριο θα του ζεστάνουμε την παγωμένη καρδιά-του. Αύριο το βράδυ ο Κάιχ θα είναι όπως και πρίν: έτσι καλός και γελαστός όπως ήταν πάντα.

ΑΝΗΨΙΑ: Μόνο ο Κάιχ κοιμήθηκε χωρίς καμία έγνοια. Η νύχτα ήταν πολύ δύσκολη για τη γιαγιά, και για την Γκέρτα. Πέρασαν ώρες ώσπου να αποκοιμηθούν, λέγοντας και ξαναλέγοντας στον εαυτό-τους πως θα έρθει η μέρα και θα γελά με τα άγρια καμώματα της νύχτας. Πως θα έρθει το πρωί, και τότε θα ξέρουν πιό καλά απο όσο ήξεραν το βράδυ. Και αφού αποκοιμήθηκαν, τον ύπνο-τους τάραζαν άσχημα όνειρα, ενώ ο Κάιχ δέν ονειρευόταν παρα μόνο κρύσταλλα και ατέλειωτες εκτάσεις με λευκό και γαλάζιο πάγο και χιόνι. Σάν τον γαλάζιο πάγο, που δέν ραγίζει ούτε άν χτυπάς με ατσάλι, έτσι ήταν η καρδιά-του. Το πρωί σάν ξυπνά η γιαγιά θυμάται ένα απο τα όνειρά-της.

ΓΙΑΓΙΑ: (βγαίνει μπροστά απο την κλειστή κουρτίνα και λέει) Πώ πώ! Μου φαίνεται σάν να ονειρευόμουν ένα μήνα! τόσο πολλά όνειρα είδα! Αλλα δέν μπορώ να τα θυμηθώ. Μόνο ένα θυμάμαι: Ήμασταν λέει σε έναν τόπο με ατέλειωτο πάγο, ώς εκεί που μπορεί να φτάσει το μάτι-σου, ήμουν μαζί με τον Κάιχ και με την Γκέρτα, σε ένα έλκηθρο. Αλλα το έλκηθρο δέν το έσερναν ούτε τάρανδοι, ούτε σκυλιά, ούτε κανένα ζώο, μόνο-του έτρεχε! Άλλο και τούτο! Ήμαρτον! Πώς μπορεί έλκηθρο φορτωμένο να τρέχει ασταμάτητα, χωρίς να το σέρνει κανείς; Έτρεχε πολύ γρήγορα και φοβόμουν μήν πέσει κανείς-μας. Καθώς έτρεχε το έλκηθρο, βλέπω μακριά στον ορίζοντα θάλασσα. Όχι! φώναζα, θα πέσουμε στη θάλασσα και θα γίνουμε πάγος στη στιγμή! Ανασηκώθηκα να κοιτάξω μακριά, τότε κάνει μιά στροφή το έλκηθρο και με ρίχνει κάτω στον πάγο, και εκείνο συνέχισε να τρέχει, ώσπου το έχασα απο τα μάτια-μου! Τότε βλέπω έναν κόρακα, ήρθε κοντά-μου και φώναζε: «ξέρω! ξέρω! ξέρω! ξέρω!» Αυτός ο κόρακας ξέρει τί θα γίνει, σκέφθηκα, και τον ρώτησα: «Αφού ξέρεις, πές-μου: πού πάει το έλκηθρο με την εγγονή-μου και με τον Κάιχ; Θα μπορέσουμε να γλυτώσουμε απο αυτόν τον ατέλειωτο πάγο;» Το κοράκι μίλησε με φωνή σαν βραχνός άνθρωπος, και είπε: «Ξέρω! το έλκηθρο πάει κατα τη θάλασσα, εκεί που τελειώνουν οι πάγοι της Αρκτικής. Άν πέσει στη θάλασσα, θα γίνουν πάγος. Άν όμως το έλκηθρο πλέει, θα συνεχίσουν το δρόμο-τους. Δέν ξέρω άν θα σωθούν τα παιδιά, εξαρτάται. Ξέρω όμως αυτό: ή καί τα δυό μαζί θα γίνουν πάγος, ή καί τα δυό μαζί θα γλυτώσουνε!». Έτσι είπε. Του φώναξα: στάσου! θέλω κι άλλα να σε ρωτήσω! Αλλα το κοράκι πέταξε ψηλά φωνάζοντας «εξαρτάται! εξαρτάται! εξαρτάται!» ώσπου χάθηκε στον ουρανό. Εκεί απο την τρομάραμου ξύπνησα.

ΜΑΜΑ ΤΟΥ ΚΑΪΧ (έρχεται τρέχοντας κοντά στη γιαγιά και λέει): Χάθηκε ο γιός-μου!

ΓΙΑΓΙΑ. Τί;

ΜΑΜΑ. Περίμενα να δώ τον Κάιχ νωρίς το πρωί να έχει σηκωθεί, να μου λέει αστεία και να πηγαίνει στην κουζίνα για πρωινό, όπως κάθε μέρα. Σκέφτηκα, σήμερα θα σηκωθεί αργά, γιατί πέρασε μιά δύσκολη νύχτα απο την επίσκεψη της Βασίλισσας του Χιονιού. Αλλα σάν πέρασε ώρα, πήγα στο κρεββάτι-του, δέν ήταν εκεί! Έψαξα παντού στο σπίτι, δέν είναι πουθενά!

ΓΙΑΓΙΑ. Άα! Σίγουρα έφυγε τα ξημερώματα για το Παγωμένο Βασίλειο! Μιλούσε μόνος-του οτι ήθελε να πάει στη Βασίλισσα του Χιονιού! Το είπε και τό’κανε!

ΓΚΕΡΤΑ. (έρχεται στο προσκήνιο): Άκουσα τί λέγατε. Ναί, σίγουρα έφυγε να βρεί τη Βασίλισσα! Θα φύγω αμέσως να τον βρώ!

ΓΙΑΓΙΑ. Τρελλάθηκες, κοριτσάκι-μου; Εκείνος σάν βγήκε στο δρόμο, θα ανέλαβε η Βασίλισσα του Χιονιού να τον μεταφέρει στο παλάτι-της, στη μακρινή Αρκτική. Αλλα εσύ άν ξεκινήσεις τέτοιο ταξίδι, δέν θα προλάβεις να πάς μακριά, είσαι χαμένη. Άν χάσαμε τον Κάιχ, να μή χάσουμε κι εσένα! Μείνε στο σπίτι σε παρακαλώ!

ΓΚΕΡΤΑ. Δέν θα αντέξω τις τύψεις οτι δέν αναζήτησα τον αγαπημένο-μου φίλο! Θα κάνω ό,τι μπορώ, θα φτάσω ώς εκεί που μπορώ, και ίσως ακόμη παραπέρα, ώσπου να τον βρώ. Πιστεύω οτι θα τον βρώ και θα τον σώσω. Αλλα κι άν δέν τα καταφέρω, θα έχω ήσυχη τη συνείδησή-μου οτι έκανα τα πάντα για να τον σώσω.

ΜΑΜΑ. Όχι κορίτσι-μου, λυπήσου τον εαυτό-σου!

ΓΚΕΡΤΑ. Λυπάμαι τον φίλο-μου! Άν εγώ δέν τον αναζητήσω, ποιός θα πάει να τον βρεί; Εσείς δέν μπορείτε, είστε μεγάλες γυναίκες. Εγώ είμαι παιδί, πιστεύω πως θα αντέξω. Γιαγιά-μου, άν θέλεις μου γεμίζεις ένα ταγάρι με τις πίττες-σου που μου αρέσουν, να έχω τροφή στο δρόμο. Δώστε-μου την ευχή-σας! Αλλα κι άν δέν μου δώσετε τίποτε, θα φύγω σήμερα κιόλας το πρωί, να προλάβω να κάνω κάμποσο δρόμο πρίν με βρεί η νύχτα. (Μπαίνουν απο την αυλαία μέσα).

ΑΝΗΨ. Η Γκέρτα βγήκε απο την πόλη και συνέχισε να βαδίζει δίπλα στο ποτάμι. Είχε ακούσει απο τη γιαγιά-της οτι η Βασίλισσα του Χιονιού κατοικεί στη μακρινή ακτή της Αρκτικής. Το ήξερε οτι θα συναντούσε πολλά εμπόδια στο δρόμο-της, αλλα ήταν αποφασισμένη να τα αντιμετωπίσει όλα, γιατί είχε αγάπη μέσα-της, και η αγάπη της έδινε θάρρος στην ψυχή ωστε να είναι σίγουρη πως θα ξεπεράσει όλα τα εμπόδια στο δρόμο-της.

Περπάτησε αρκετές μέρες χωρίς να συναντήσει κανέναν. Έπειτα, μόλις μπήκε στο μονοπάτι ενός δάσους, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά-της ένας πολύ αδύνατος λύκος, μόνο πετσί και κόκκαλο, έτρεμε ολόκληρος και τα δόντια-του χτυπούσαν μεταξύ-τους.

ΛΥΚΟΣ. Επιτέλους βρέθηκε τροφή, επιτέλους βρήκα κρέας να φάω. Αυτό το κορίτσι θα γίνει το καλύτερο γεύμα που έφαγα ποτέ! Και δέν άντεχα άλλο, απο την πείνα τρέμει το κορμί-μου ολόκληρο!

ΓΚΕΡΤΑ. Καλέ-μου λύκε, μή με τρώς, σε ικετεύω. Έχω κι εγώ πολύ αδυνατίσει, μέρες και μέρες περπατώ. Δέν μού’μεινε κρέας και πάχος που θέλεις να φάς για να χορτάσεις.

ΛΥΚΟΣ. Αστειεύεσαι; Μου φτάνουν και τα κόκκαλά-σου, είναι για μένα γεύμα βασιλικό! Με τέτοια πείνα πού’χω ούτε βλέπω τί είναι κείνο που θα φάω! Ας είναι καλά η μύτη-μου, που εμείς οι λύκοι έχουμε την πιό δυνατή όσφρηση.

ΓΚΕΡΤΑ. Λυπήσου-με, καλέμου λύκε! Δέν με νοιάζει που θα πεθάνω κάποτε, αλλα άν με φάς τώρα, θα χαθεί και ο καημένος ο Κάιχ, δέν θα ξαναφανεί στον κόσμο πιά!

ΛΥΚΟΣ. Ά! Είσαι και μόνη-σου! Ξέρεις οτι δέν μπορείς να μου γλυτώσεις, γι’ αυτό φτιάχνεις ψεύτικες ιστορίες! Ποιός είναι αυτός ο Κάιχ, αφού δέν είν’ εδώ, τί σχέση έχει με το δικό-μου το φαγητό;

ΓΚΕΡΤΑ. Περίμενε να σου τα εξηγήσω όλα, και ύστερα μπορείς να με φάς. Κάιχ λέγεται ο καλύτερος-μου φίλος. Τον έχει απαγάγει η Βασίλισσα του Χιονιού και τον κρατάει στα παγωμένα παλάτια-της.

ΛΥΚΟΣ. Ουουουου! Είπες η Βασίλισσα του Χιονιού! Μή μου τη θυμίζεις! Δέν την θέλω καθόλου, μου έχει κάνει μαύρη τη ζωή! Όταν έρχεται στον τόπο-μας τα παγώνει όλα. Και χρειάζομαι καλή τροφή για να αντέξω το κρύο, και επειδή έχει τόση παγωνιά δέν βρίσκεται κανένα ζώο για να φάω. Ο χειμώνας είναι για μένα μαρτύριο!

ΓΚΕΡΤΑ. Άρα ακόμα και σε σένα είναι μισητή η Βασίλισσα του Χιονιού! Βοήθησε-με λοιπόν να τη βρώ! Βοήθησε-με να βρώ το δρόμο που πάει στην κατοικία-της! Εσύ θα ξέρεις!

ΛΥΚΟΣ. Τί δρόμο να δείξω βρε κοριτσάκι-μου, που δέν βλέπουν τα μάτια-μου απο την πείνα, και μου μυρίζει κρέας ανθρώπινο, δηλαδή εσύ, και μου μυρίζει… Μμμ, και κάτι ακόμα μου μυρίζει πολύ όμορφα…

ΓΚΕΡΤΑ. Α! ναί! τό’χα ξεχάσει! Μου έχει μείνει στο ταγάρι-μου μιά ολόκληρη πατατόπιτα, είχα κι άλλα τρόφιμα που μου έδωσε η γιαγιά-μου για το δρόμο.

ΛΥΚΟΣ. Αμάν! θα πεθάνω! Καλά λέει ο κόσμος οτι ο σκύλος ψοφάει απο το κοίταγμα, και ο λύκος απο τη μυρωδιά!

ΓΚΕΡΤΑ. Ορίστε, καλέ-μου λύκε, δική-σου η πατατόπιτα, τελευταία και τυχερή! Ελπίζω να μείνεις ευχαριστημένος και να με βοηθήσεις να βρώ το δρόμο-μου.

ΛΥΚΟΣ. ((Κάνει οτι) τρώει την πατατόπιτα με βουλιμία, και έπειτα λέει): Άαχ! Έσπασα την πείναμου! Δέν κάνει και πολύ φαΐ απότομα! Ήρθε το μυαλό-μου στον τόπο-του! Λοιπόν, τώρα καταλαβαίνω, είσαι πολύ θαρραλέο κορίτσι, και μου έδειξες καλοσύνη! Μου έδωσες την τελευταία-σου πίτα! Ο λύκος δέν ξεχνά ποτέ το καλό που του κάνουνε! Θα σε βοηθήσω. Δέν ξέρω το δρόμο ώς το παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού, αλλα μπορεί να σε βοηθήσει η Νεράιδα των Λουλουδιών, είναι φίλη-μου και μένει εδώ κοντά.

ΓΚΕΡΤΑ. Άντε καλέ-μου λύκε, πάμε στη Νεράιδα των Λουλουδιών.

(Κλεινει η αυλαία, άν έχουμε άτομο παίζει βιολί μπροστά στο προσκήνιο, τρυφερές μελωδίες. Ανοίγει η αυλαία, σκηνικό τώρα είναι το σπίτι της Νεράιδας).

ΓΚΕΡΤΑ. Πώ πω τί ωραίο κήπο που έχει, και τόσα πουλιά κελαηδούν γλυκά! Εδώ είναι σάν Παράδεισος!

ΛΥΚΟΣ. Άς ανοίξω την πόρτα. Περάστε, παρακαλώ!

ΓΚΕΡΤΑ. Όχι μόνο είσαι καλός, είσαι και ευγενικός λύκος!

ΛΥΚΟΣ. Αγαπητή-μου Νεράιδα, κοίταξε ποιά ήρθε στα μέρη-μας!

ΝΕΡ. Καλώς-τους! Καλως ήρθατε στον αγαπημένο-μου κήπο! Εσύ ποιά είσαι, μικρή-μου φίλη; Πώς βρέθηκες στα μέρη-μας;

ΓΚΕΡΤΑ. Με λένε Γκέρτα. Έχω κάνει πολύ δρόμο, και πολύ ακόμη θα περπατήσω, για να βρώ τον καλύτερό-μου φίλο, που τον λένε Κάιχ.

ΝΕΡ. Είναι λοιπόν ένα αγόρι, και τον λένε Κάιχ. Στάσου να θυμηθώ. Εμείς οι νεράιδες επικοινωνούμε μεταξύ-μας, και έτσι ξέρουμε τί γίνεται στον κόσμο. Έχω ακούσει γι’ αυτό το παιδί. Οτι τον έχει απαγάγει η Βασίλισσα του Χιονιού που έχει πάγο αντί για καρδιά, και τον κρατάει στην παγωμένη κατοικία-της, στην μακρινή Αρκτική. Κι ακόμη, έχω ακούσει οτι μιά φίλη-του έχει βγεί να τον αναζητήσει. Μή μου πείς οτι είσαι εσύ εκείνη που…

ΓΚΕΡΤΑ. Ήθελα να σου εξηγήσω, μα εσύ ήδη τα ξέρεις όλα. Ναί, εγώ είμαι η φίλη-του που τον αναζητά.

ΝΕΡ. Είσαι χλωμή, έχεις γίνει πετσί και κόκκαλο! Ποιός ξέρει πόσες μέρες περπατάς μόνη-σου μές την ερημιά! Πρέπει να ξεκουραστείς, αλλιώς θα μείνεις στο δρόμο! Κάθισε σε παρακαλώ. Θα σου φτιάξω χυμούς απο βότανα μαγικά, και θα σου προσφέρω μέλι απο το νέκταρ των λουλουδιών, αυτά θα σου δώσουν δύναμη, θα δυναμώσεις πιό πολύ απο πρώτα.

ΛΥΚΟΣ. Καλοί είναι κι οι χυμοί, αλλα μήπως σου βρίσκεται κανένα καλό φαγητό για μένα, ξέρεις τί εννοώ, κρέας θέλω, κρεατάκι!

ΝΕΡ. Πλάκα μου κάνεις; Μου το έχεις πεί κι άλλες φορές αυτό το αστείο!

ΛΥΚΟΣ. Δέν κάνω καθόλου πλάκα! Αφού το ξέρεις οτι το κρέας είναι η κανονική-μου τροφή. Άν δέν είχα τέτοια αδυναμία, θα είχα φάει κι αυτό το κορίτσι, μα απο την πολλή-μου πείνα δέν άντεχα ούτε να την κυνηγήσω. Τί να κάνω ο κακομοίρης, πώς θα αντέξω το κρύο άμα δέν βρώ κανένα ζωάκι που πεθαίνει για να φάω κρέας και ξίγκι!

ΝΕΡ. Λύκε-μου, βάλ’το στο μυαλό-σου οτι δέν θα βρείς ποτέ κρέας στο δικό-μου το σπίτι, γιατί αγαπάω πάρα πολύ όλα τα πλάσματα ζωντανά, και δέν μπορώ να τα βλέπω σκοτωμένα. Εδώ θα βρείς τσάι όλων των ειδών, βότανα, ευωδιαστά χορταρικά, μέλι, μούρα, φρούτα, τέτοια πράγματα. (Σερβίρει τσάι). Σου αρέσει το τσάι Γκέρτα; Είναι με δική-μου μαγική συνταγή.

ΓΚΕΡΤΑ. Είναι υπέροχο! Και μέλι σάν αυτό δέν έχω φάει ποτέ-μου! Πραγματικό νέκταρ!

ΝΕΡ. Είδες τον κήπο-μου; Πώς σου φάνηκε;

ΓΚΕΡΤΑ. Είναι πολύ όμορφα να μένεις εδώ, είναι σάν Παράδεισος!

ΝΕΡ. Εμείς οι νεράιδες λατρεύουμε την τάξη και την καθαριότητα. Επίσης, έχουμε μαγικές ικανότητες.

ΓΚΕΡΤΑ. Τί ικανότητες;

ΝΕΡ. Πολλές φορές εμφανιζόμαστε στους ανθρώπους και τους βοηθάμε, τους δίνουμε λύσεις στα προβλήματα-τους, γιατί μπορούμε να βρισκόμαστε παντού, μπορούμε να μαθαίνουμε τα πάντα, και ακόμη ξέρουμε όλα τα βότανα και φτιάχνουμε μαγικά φάρμακα.

ΓΚΕΡΤΑ. Ώ! Είχα πολύ μεγάλη τύχη να σε συναντήσω! Μπορείς να βοηθήσεις κι εμένα; Μπορείς να μου μάθεις πώς θα μπορέσω να νικήσω τη Βασίλισσα του Χιονιού;

ΝΕΡ. Η δύναμη που νικά είναι η αγάπη. Σε κάθε τί, τη δύναμη τη δίνει η αγάπη.

ΓΚΕΡΤΑ. Έχω αγάπη, αγαπώ πολύ τον φίλο-μου τον Κάιχ.

ΝΕΡ. Δέν εννοώ μόνο αυτήν την αγάπη. Εννοώ την αγάπη για όλα τα πλάσματα: τα δέντρα, τα λουλούδια, τα ζώα, αγάπη για τα ποτάμια, για τα αστέρια, αγάπη για όλη τη φύση! Ο άνθρωπος που έχει τέτοια αγάπη, έχει τη δύναμη να νικά.

ΓΚΕΡΤΑ. Δέν ξέρω… Νομίζω… αγαπώ όλη τη φύση… αγαπώ και τον Θεό, που τα έπλασε όλα αυτά.

ΝΕΡ. Ναί, είμαι νεράιδα και βλέπω μέσα-σου. Έχεις την μεγάλη αγάπη. Αλλά… Δέν θα μπορέσεις να φτάσεις ώς τα παλάτια της Βασίλισσας του Χιονιού.

ΓΚΕΡΤΑ. Είπες δέν θα μπορέσω; μα… γιατί;

ΝΕΡ. Για να πάς στην παγωμένη Αρκτική, όπου μένει η Βασίλισσα, πρέπει να περάσεις απο την απέραντη Σιβηρία, που είναι σκεπασμένη απο πάγους και χιόνια. Και είσαι μόνη-σου, και πεζή. Γι’  αυτό σου λέω, βγάλ’ το απο το μυαλό-σου. Ο φίλος-σου χάθηκε. Δέν θέλω να χαθείς και εσύ.

ΓΚΕΡΤΑ. Μα αφού είπες οτι έχω την μεγάλη αγάπη για την πλάση. Και είπες οτι η αγάπη δίνει τη δύναμη. Δέν λέω οτι είναι εύκολο, αλλα θα κάνω ό,τι μπορώ, ελπίζω τελικά να τα καταφέρω, να φτάσω στο Παγωμένο Βασίλειο.

ΝΕΡ. Καημένο-μου κοριτσάκι, καταλαβαίνεις τί μου λές; να πάς με τα πόδια στην Αρκτική; Είναι τόσο μακριά και τόσο δύσβατα τα μέρη που δέν φαντάζεσαι, και το κρύο εκεί κανείς δέν μπορεί να το αντέξει. Λυπάμαι που σου το λέω: ποτέ δέν θα φτάσεις εκεί!

ΓΚΕΡΤΑ. Και τί πρέπει να κάνω; να αφήσω να χαθεί ο καλύτερος-μου φίλος; Να σταματήσω στα μισά του δρόμου και να γυρίσω πίσω; Όποιος αφήνει τη δουλειά-του στη μέση, δέν μπορεί να ησυχάσει. Κουράστηκα ήδη πολύ, ποτέ-μου δέν περπάτησα τόσο, αλλα θα συνεχίσω. Είμαι αποφασισμένη. Θα βάλω όλες-μου τις δυνάμεις. Στο σχολείο ο δάσκαλός-μας έλεγε: «όποιος άνθρωπος βάζει όλες-του τις δυνάμεις σε έναν καλό σκοπό, τότε και ο Θεός βοηθάει».

ΝΕΡ. (κουνάει το κεφάλιτης) Ω! δέν έχω δεί ποτέ τέτοια δυνατή θέληση σάν τη δικιά-σου! Σε θαυμάζω! Λοιπόν, αφού έτσι έχεις αποφασίσει, πήγαινε! Νομίζω πως μπορώ να σε βοηθήσω: τώρα το σκέφθηκα: Κοίταξε: βλέπεις εκεί μακριά; φαίνεται αχνά ένα δάσος: άραγε θα  μπορέσεις να το περάσεις; είναι τόσο δύσκολο, σάν να περνάς μέσα απο τον Άδη! Άν όμως καταφέρεις και το περάσεις, έπειτα απο αυτό θα βρείς μιάν όμορφη κοιλάδα, εκεί σε ένα ωραίο παλάτι κατοικεί ένα όμορφο ζευγάρι, πρίγκηπας με πριγκήπισσα. Έχουν πλούτη και πολλά άλογα, και…

ΓΚΕΡΝΤΑ. Και άν τους βρώ, πώς θα τους πλησιάσω; τί θα τους πώ;

ΝΕΡ. Θα τους πείς οτι εγώ σε έστειλα. Πρέπει να με θυμούνται, κάποτε τους είχα βοηθήσει σε ένα πρόβλημα που είχαν, μου χρωστούν κάποια χάρη. Είναι καλοί άνθρωποι, ελπίζω πως θα βρούν τρόπο να σε βοηθήσουν.

ΓΚΕΡΝΤΑ. Δέν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω! Ήμουν τόσο κουρασμένη, και όμως τα μαγικά-σου βότανα, τα λουλούδια και το μέλι-σου μου έδωσαν πολλή δύναμη, νιώθω και πάλι έτοιμη να προχωρήσω σ’ αυτόν τον δύσκολο δρόμο!

ΝΕΡ. Το δάσος είναι πολύ πυκνό και σκοτεινό, και έχει πολλή ομίχλη. Θα βρείς ένα στενό μονοπάτι· να το ακολουθείς, μήν το χάσεις και μή στρίψεις πουθενά. Άλλο δέν ξέρω τί να σου πώ. Γκέρντα, καλή-σου στράτα!

ΓΚΕΡΝΤΑ. Αντίο, καλή-μου νεράιδα!

ΑΝΗΨΙΑ. Η Γκέρντα πήρε το δρόμο που της έδειξε η Νεράιδα. Ήταν ένα μονοπάτι πολύ στενό μές το σκοτάδι του δάσους και την ομίχλη. Κάπου κάπου χανότανε και έπρεπε να γυρίζει πίσω για να ξαναβρίσκει το δρόμο-της, και συνέχιζε να βαδίζει. Το δάσος όμως γινότανε όλο και πιό πυκνό, και πιό σκοτεινό. Τα κλαδιά των δέντρων και οι θάμνοι έκαναν γρατζουνιές στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια-της. Κάπου ακουγόταν τρομακτικά ουρλιαχτά απο λύκους, και παράξενες κραυγές πουλιών. Κάπου περνούσανε σαύρες και φιδάκια ανάμεσα απο τα πόδια-της, ωστόσο η Γκέρντα δέν φοβότανε τίποτε, συνέχιζε να περπατάει σάν να μή συνέβαινε τίποτε, για ώρες πολλές. Κάποτε, εκεί που έλεγε πως δέν άντεχε πιά να περπατήσει άλλο, είδε το δάσος να αραιώνει, βγήκε σε έναν ανοιχτό φωτεινό τόπο με πολλά αγριολούλουδα, πεταλούδες, πουλιά με γλυκές φωνές…

(Η αυλαία ακόμη κλειστή, βγαίνει η Γκέρντα μπροστά απο την αυλαία).

ΓΚΕΡΝΤΑ. Τί ωραίος τόπος είναι αυτός! Είναι μιά όμορφη κοιλάδα! Μάλλον πρέπει να είναι η κοιλάδα που μου έλεγε η Νεράιδα των Λουλουδιών. Άν είναι έτσι, κάπου εδώ θα κατοικούν ο πρίγκηπας και η πριγκήπισσα που μου είπε. Αλλα πού να είναι το παλάτι-τους; Εδώ δέν φαίνεται ψυχή ανθρώπινη!

ΚΟΡΑΚΑΣ: Κράα! Είναι δυνατόν; υπάρχει εδώ κάποιος εκτός απο μένα που να ξέρει ανθρώπινη γλώσσα;

ΓΚΕΡΝΤΑ. Ναί, εγώ είμαι, είμαι ένα κορίτσι που με λένε Γκέρντα!

ΚΟΡ. Πώς μπορεί ένα μικρό κορίτσι να βρίσκεται εδώ; Κανείς δέν μπορεί να περάσει αυτό το πυκνό σκοτεινό δάσος!

ΓΚΕΡΝΤΑ. Έφτασα μέχρι εδώ, γιατί ψάχνω ένα μικρό αγόρι που το λένε Κάιχ. Και για να βρώ τον Κάιχ πρέπει πρώτα να βρώ έναν όμορφο πρίγκηπα και μιά όμορφη πριγκήπισσα όπως μου είπε η Νεράιδα των Λουλουδιών. Αλλα εδώ δέν φαίνεται κανένα ίχνος απο άνθρωπο και φοβάμαι οτι έχασα το δρόμο-μου (γυρίζει πίσω-της και δεξιά – αριστερά).

ΚΟΡ. Όχι κοριτσάκιμου, δέν έχασες το δρόμο. Μπορώ να σε πάω στο παλάτι. Εγώ είμαι υπηρέτης στο παλάτι του πρίγκηπα και της πριγκήπισσας. Βγήκα να κοιτάξω άν υπάρχει κανένας κίνδυνος, κανένας εχθρός, να δώ μήπως υπάρχουν ζωάκια που χρειάζονται βοήθεια, μήπως ξεράθηκε κανένα ποταμάκι, καμιά λιμνούλα… Γιατί το πριγκηπικό ζεύγος νοιάζεται για όλα τα πλάσματα.

ΓΚΕΡΝΤΑ. Πού είναι το παλάτι; Θα μπορέσεις σε παρακαλώ να μου δείξεις το δρόμο;

ΚΟΡ. Εμείς οι κόρακες είμαστε πολύ έξυπνα πουλιά, βλέπουμε πάρα πολύ μακριά, και όλα τα μπορούμε! Εγώ είμαι ο αρχηγός των κοράκων, έχω μεγάλη δύναμη. Θα ανέβεις στη ράχη-μου και πετώντας θα σε πάω στο παλάτι. Αλλα σε προειδοποιώ: θα τρομάξεις άν κοιτάξεις απο τόσο ψηλά. Να κρατιέσαι γερά να μήν πέσεις.

ΓΚΕΡΝΤΑ. Ώ, είσαι πολύ καλός! Θα σε ευγνωμονώ! Πήγαινε-με εκεί όσο πιό γρήγορα γίνεται!

(Ανοίγουμε την αυλαία. Ο πρίγκηπας κ η πριγκήπισσα στολίζουν ένα δέντρο με μπαλίτσες κλπ που τους δίνει ένας υπηρέτης. Αφού στολίσουν το δέντρο, κάθονται στο τραπέζι κ πίνουν τσάι, ενώ ο υπηρέτης ανάβει κεριά, βλέπει τον κόρακα που θέλει να μπεί στη σκηνή, πηγαίνει εκεί, ο κόρακας του λέει κάτι στο αυτί κ ο υπηρέτης το μεταφέρει στο αυτί του πρίγκηπα. Ο πρίγκηπας του κάνει νόημα να περάσει μέσα)

ΚΟΡ. Πρίγκηπα και πριγκήπισσάμου, οι διαταγές-σας είναι καθήκον-μου και ευχαρίστησή-μου. Σας αναφέρω οτι σήμερα καθώς έκανα περιπολία πετώντας γύρω απο το παλάτι-σας, είδα με μεγάλη-μου έκπληξη ένα κοριτσάκι στην κοιλάδα των λουλουδιών, εκεί κοντά στο αδιαπέραστο δάσος. Θέλει να σας δεί. Έφερα το κοριτσάκι μαζί-μου.

ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ: Μπράβο-σου, πιστό κοράκι. Ποιά είσαι σύ, όμορφο-μου κοριτσάκι; Απο πού έρχεσαι;

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ: Περίμενε, δέν ρωτάμε έναν ξένο πρίν φάει και ξεκουραστεί. Δέν βλέπεις το κορίτσι που είναι γεμάτο γρατζουνιές, ρούχα τρυπημένα, τόσο κουρασμένη που δέν μπορεί άλλο να στέκεται όρθια; Κάθισε, κοριτσάκι-μου.

ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ: (Μόνοςτου σερβίρει τσάι στη Γκέρτα κ λέει) Ο υπηρέτης θα σερβίρει κάτι να φάει το κορίτσι (προς τον υπηρέτη): φέρε και απο εκείνα τα μελομακάρονα (προς την Γκέρτα): σήμερα τα φτιάξαμε, είναι και πολύ νόστιμα.

ΓΚΕΡΝΤΑ. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Με λένε Γκέρντα. Έφτασα μέχρι εδώ αναζητώντας τον καλύτερο-μου φίλο που τον λένε Κάιχ, τον έκλεψε η Βασίλισσα του Χιονιού.

ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ. Και γιατί ήρθες στα μέρη-μας; Ήξερες οτι μένουμε εμείς εδώ;

Γκέρντα. Μου είπε για σάς η Νεράιδα των Λουλουδιών.

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ: Ά! Έχεις συναντήσει τη Νεράιδα των Λουλουδιών; Αυτή έσωσε τον πρίγκηπά-μου! Αφού αυτή σε έστειλε σε μάς, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σε βοηθήσουμε.

ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ. Πώς έφτασες ώς την όμορφη κοιλάδα; Μή μου πείς οτι πέρασες το πυκνό σκοτεινό δάσος, κανείς δέν μπορεί να το περάσει! Και ολομόναχη!

ΓΚΕΡΝΤΑ. Ναί, πέρασα το δάσος. Περιπλανήθηκα τόσο, γιατί όπως σας είπα θέλω να βρώ τον καλύτερό-μου φίλο, τον Κάιχ. Η Βασίλισσα του Χιονιού ήρθε στα μέρη-μας, του πάγωσε την καρδιά και τον έκανε να φύγει μαζί-της στο μακρινό βασίλειό-της.

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ. Είσαι τόσο γενναίο κορίτσι! Δέν μπορώ να το πιστέψω πως έκανες τόσο επικίνδυνο ταξίδι!

ΓΚΕΡΝΤΑ. Παίρνω θάρρος όταν σκέφτομαι οτι στον κόσμο είναι περισσότεροι οι καλοί άνθρωποι παρά οι κακοί. Έτσι μου έλεγε η γιαγιά-μου, και το πιστεύω.

ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ. Συμφωνώ σ’ αυτό. Υπάρχουν πολλοί καλοί άνθρωποι, και καλές νεράιδες. Όπως η Νεράιδα των Λουλουδιών, που έχει χρυσή καρδιά.

ΓΚΕΡΝΤΑ. Ώ, είναι μιά υπέροχη νεράιδα. Πώς έγινε και έσωσε τον Πρίγκηπα;

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ. Τον αγαπώ πάρα πολύ. (τον χαϊδεύει).

ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ. Κι εγώ σ’ αγαπάω (την φιλάει).

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ: Αλλα η ζωή-μας δέν ήταν καθόλου ευτυχισμένη, γιατί ο Πρίγκηπας είχε ένα σοβαρό ελάττωμα: δηλαδή, το ένα-του χέρι ήταν καλό, και το άλλο κακό. Το καλό-του χέρι με χάιδευε και έκανε χρήσιμες εργασίες. Αλλα το κακό-του χέρι έκανε κάθε αταξία που μπορείς να φανταστείς!

ΓΚΕΡΝΤΑ. Πώς γίνεται αυτό; Πρώτη φορά ακούω τέτοιο πράγμα!

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ. Παράδειγμα, έβλεπα το βάζο με τη μαρμελάδα σπασμένο στα σκουπίδια, έβλεπα σπασμένη τη γλάστρα με τα γεράνια, έβλεπα τα μαργαριτάρια πεταμένα στις λάσπες, τα βιβλία σκισμένα, στον κήπο τα λουλούδια ξεριζωμένα, τα καλά-μας τα ρούχα καμένα, τί άλλο να σου πώ; τίποτε δέν έμεινε γερό! Και ρωτούσα: Ποιός έσπασε τη γλάστρα; ποιός πέταξε το βάζο με τη μαρμελάδα στα σκουπίδια; ποιός έριξε τα χρυσαφικά στις λάσπες; ποιός έσκισε τα βιβλία; ποιός ξερίζωσε τα λουλούδια; ποιός έβαλε φωτιά στα ρούχα-μας; Και πάει λέγοντας!

ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ. Κι εγώ πάντα απαντούσα, όχι εγώ, δέν το έκανα εγώ, δέν φταίω εγώ, αυτό φταίει: το κακό-μου το χέρι, αυτό κάνει όλες τις ζημιές.

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ. Όλη η οικογένειά-μας ήταν τόσο θορυβημένη με τις ατέλειωτες ζημιές και αταξίες που έκανε το κακό χέρι του πρίγκηπα! Κάλεσαν λοιπόν στην Αυλή-μας εκατό ιππότες για να ψάξουν να βρούν ένα καινούργιο χέρι για τον Πρίγκηπα, ένα ευγενικό χέρι, με καλούς τρόπους. Αλλα κανείς-τους δέν μπόρεσε να βρεί τέτοιο χέρι.

ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ. Έπειτα καλέσαμε εκατό μάγους για να μου βρούν ένα καλό, ευγενικό χέρι. Και πάλι κανείς-τους δέν μπόρεσε να μου βρεί ένα καινούργιο καλό χέρι.

ΓΚΕΡΝΤΑ. Και τί έγινε;

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ. Για καλή-μας τύχη, έτυχε να περάσει απο τα μέρη-μας μιά νεράιδα· ποιά; Η Νεράιδα των Λουλουδιών! Άκουσε απο τον κόσμο και έμαθε τί συνέβαινε, τότε ήρθε και έδωσε στον Πρίγκηπα μιά καλή συμβουλή: «να βάλει το κακό-του χέρι στην τσέπη και να μήν το βγάλει ούτε στιγμή, μέρες και νύχτες, μέχρι να βρεθεί λύση».

ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ. Ξέρεις, Γκέρντα, τί έγινε τότε;

ΓΚΕΡΝΤΑ. Κάτι καλό πρέπει να έγινε, αλλα τί; Δέν ξέρω.

ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ. Λοιπόν άκου: το κακό-μου το χέρι βαρέθηκε, βαρέθηκε τόσο πολύ ολομόναχο να μένει μέσα στην τσέπη χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι, που μέσα σε λίγες μέρες έγινε το πιό ευγενικό και το πιό καλότροπο χέρι του βασιλείου.

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ. Λύθηκε το πρόβλημα που μας βασάνιζε! Απο τότε είμαστε πολύ ευτυχισμένοι! Γι’ αυτό είμαστε πάντα ευγνώμονες στη Νεράιδα των Λουλουδιών.

ΓΚΕΡΝΤΑ. Και σε μένα έδινε καλές συμβουλές. Κατάλαβα κάτι πολύ σπουδαίο απο την ιστορία με το χέρι-σας: Κανείς δέν μπορεί να μείνει μονάχος. Ακόμη και το χέρι δέν μπορούσε να αντέξει τη μοναξιά, πώς να αντέξει λοιπόν ένας άνθρωπος; Κι εγώ νιώθω πάρα πολύ μόνη χωρίς τον φίλο-μου τον Κάιχ, γι’ αυτό είμαι αποφασισμένη να βάλω όλες-μου τις δυνάμεις ώσπου να τον βρώ.

ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ: Να δούμε τί μπορούμε να κάνουμε για να σε βοηθήσουμε σ’ αυτό. (Σκέφτεται). Άλογα έχουμε πολλά. Θα σου χαρίσουμε μιά τρόικα, μιά άμαξα με τρία γερά άλογα: ένα άσπρο, ένα κανελί, και ένα καστανό. Αυτά θα σε πάνε πολύ γρήγορα στην ακτή της Αρκτικής, όπου κατοικεί η περίφημη Βασίλισσα του Χιονιού.

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ. Γούνες έχω πολλές. Θα σου χαρίσω την πιό ζεστή γούνα, μιά ζεστή κουκούλα και γάντια, με αυτά θα μπορέσεις να αντέξεις το ανυπόφορο κρύο που έχει εκεί στην Αρκτική.

ΑΝΗΨΙΑ: (Μπροστά απο την κλειστή αυλαία): Φεύγοντας απο το φιλόξενο παλάτι του πρίγκηπα και της πριγκήπισσας, η Γκέρτα σκεφτόταν πως είχε δίκιο που πίστευε οτι υπάρχουν πολλοί καλοί άνθρωποι στη ζωή. Ήταν μέσα-της ευχαριστημένη που την ζέσταναν και της έδωσαν φαγητό, και προπάντων που έκανε καινούργιους καλούς φίλους.

Φόρεσε τη ζεστή γούνα που της χάρισε η πριγκήπισσα, κάθισε στη χρυσή άμαξα που της χάρισε ο πρίγκηπας και ξεκίνησε το δρόμο. Περνούσε πάλι απο ένα σκοτεινό δάσος, ο δρόμος ήταν σκεπασμένος με χιόνι και γλιστρούσε. Η Γκέρτα δέν φοβότανε ούτε κρύο ούτε χιόνι, γιατί το ήξερε καλά οτι θα συναντούσε μεγάλα εμπόδια και πολλές δυσκολίες· και ήταν αποφασισμένη να περάσει όλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες ώσπου να φτάσει στο παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού, για να σώσει τον Κάιχ και να ξεπαγώσει την καρδιά-του.

Είχαν πιά τα άλογα κουραστεί πολύ, είχε νυχτώσει και η Γκέρτα κρύωνε ακόμη περισσότερο, όταν διέκρινε μακριά ένα φώς. Προς τα εκεί οδήγησε τα άλογα. Πλησιάζοντας σε εκείνο το φώς, είδε πως ήταν μιά φωτιά αναμμένη. Σκέφθηκε: κάποιοι άναψαν μιά φωτιά εδώ για να περάσουν τη νύχτα. Σταμάτησε την άμαξα εκεί κοντά, και έτρεξε στη φωτιά να ζεσταθεί.

(Τώρα ανοίγει η αυλαία. Η Γκέρτα βρίσκεται στο κέντρο της σκηνής κοντά στη φωτιά).

ΓΚΕΡΤΑ. Επιτέλους λίγη ζέστη! Είχαν παγώσει τα χέρια-μου και τα πόδια-μου! Άς μείνω εδώ λίγο ακόμα να ζεσταθώ, και έπειτα θα συνεχίσω το δρόμο-μου.

ΑΡΧΗΓΙΝΑ. (Σφυρίζει) Ελάτε όλοι εδώ! (ξανασφυρίζει) ξυπνήστε!

ΦΩΝΗ ΚΛΕΦΤΗ. Έ, μας φωνάζει η αρχηγίνα-μας! Κάτι τρέχει!

ΦΩΝΗ ΑΛΛΟΥ ΚΛΕΦΤΗ. Έ, γιατί μας ξυπνάτε βραδιάτικα!;

(Μαζεύονται οι ληστές του δάσους).

ΚΛΕΦΤΗΣ. Κοιτάξτε τί έπεσε στα χέρια-μας! Ποτέ δέν είχαμε τέτοια μεγάλη τύχη!

(Τώρα παίζει μουσική. Προτείνεται punk rock, ή πάντως κάποιο άγριο, απειλητικό τραγούδι. Οι κλέφτες του δάσους τριγυρίζουν την Γκέρντα, αρχίζουν γύρω-της να χορεύουν, και καθώς ζεσταίνονται απο το χορό βγάζουν και πετάνε τα ρούχα-τους)

ΑΡΧΗΓΙΝΑ. Χά χα χα! έπεσες στα χέρια-μας! Σε έχουμε σάν πουλάκι στο κλουβί!

ΚΛΕΦΤΗΣ. Ώ, τι όμορφη που είναι! Και άσπρη άσπρη, και καθαρή!

ΑΛΛΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ. Κοιτάξτε τί πανάκριβη γούνα φοράει! Πρέπει να έχει και μεγάλο πορτοφόλι!

ΤΡΙΤΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ. Τώρα θα σε κόψουμε κομματάκια κομματάκια!

ΓΚΕΡΤΑ. Σας παρακαλώ, να με αφήσετε να φύγω. Δέν έχω χρήματα. Κι άν σας αρέσει να βασανίζετε ανθρώπους, βασανίστε κι εμένα. (Οι κλέφτες γελάνε). Αλλα αφήστε-με να συνεχίσω το δρόμο-μου, γιατί πρέπει να βρώ τον καλύτερο-μου φίλο.

ΚΛΕΦΤΗΣ. (Σφυρίζει με θαυμασμό κοιτάζοντας απο την πόρτα της σκηνής και λέει): Αποκτήσαμε τρία υπέροχα άλογα, και μία άμαξα, και τί άμαξα! Χρυσή!

(Τώρα βγαίνει μπροστά απο όλους ένα κοριτσάκι, η κόρη της αρχηγού. Οι άλλοι κλέφτες στέκονται μπροστά απο τη Γκέρτα για να μή φαίνεται):

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Γειά-σου μανούλα!

ΑΡΧ. Γειά-σου κορούλα-μου! Πώς πήγε σήμερα το κυνήγι-σου;

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Έπιασα δύο αλεπούδες. Εσένα μανούλα πώς πήγε το κυνήγι-σου;

ΑΡΧ. Σήμερα πιάσαμε το καλύτερο θήραμα! Ούτε που μπορούσαμε να το φανταστούμε! Κοίτα τι πιάσαμε! (παραμερίζει του άλλους κλέφτες και δείχνει την Γκέρτα).

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Ώωω! Είναι πολύ καλό! Δικό-μου είναι!

ΚΛΕΦΤΗΣ. Φύγε ρε πιτσιρίκι!

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Εσείς να φύγετε! Αυτό θα είναι το δικό-μου το παιχνίδι!

ΑΡΧ. Καλά μικρό-μου, δική-σου θα είναι, μή φωνάζεις!

ΑΛΛΟΣ ΚΛ. Εμείς τα βρήκαμε, και τα άλογα, και την άμαξα, και το κορίτσι (της πατάει το πόδι της Γκέρτας). Δικά-μας είναι!

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Είπα κάντε όλοι πίσω, και κάτω τα χέρια-σας απο το κοριτσάκι-μου!

ΑΡΧ. Δέν ακούτε τί λέει το παιδί-μου; Αφήστε το κορίτσι! Δέν μπορεί κανείς να αντιμιλάει στο κοριτσάκι-μου, το καλό-μου! (αγκαλιάζει την κόρη-της).

ΤΡΙΤΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ. Μα δέν είναι δίκαιο! Εμείς τα βρήκαμε!

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Αφού ειν’ έτσι, εντάξει: θα κάνουμε μιά συμφωνία: εσείς θα πάρετε τα άλογα και την άμαξα και εγώ το κοριτσάκι (παίρνει την Γκέρτα προς το μέρος-της).

ΚΛΕΦΤΗΣ. Και γιατί πάντα να γίνεται το δικό-της;

ΑΡΧ. Διότι είναι κόρη-μου, και θα κάνει πάντα ό,τι θέλει και όποτε θέλει! Αλλιώς πώς θα γίνει η καλύτερη κλέφτρα του δάσους, όπως η μάνα-της!

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Τώρα εσύ έλα μαζί-μου (λέει στην Γκέρτα).

ΓΚΕΡΤΑ. Πού με πάς;

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Θα σου δείξω την καλύβαμου! (Πάνε στην άλλη άκρη της σκηνής η ΚΟΡΗ ΑΡΧ. με τη ΓΚΕΡΤΑ).

(Οι κλέφτες αρχίζουν να χορεύουν. Προτείνεται τραγούδι «θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω» ή «κάτω στα λεμονάδικα γένηκε φασαρία». Πίσω απο κάποιο δέντρο φαίνεται ένα μεγάλο σακκί).

ΚΛΕΦΤΗΣ. Κοιτάξτε, ένα ολόκληρο σακκί γεμάτο τρόφιμα! Τα είχε μαζί-της το κορίτσι για το ταξίδι.

ΑΛΛΟΣ ΚΛ. Θα έχει μέσα και κανένα μπουκάλι ρούμι, αφήστε-το για μένα! (τρέχει στο δέντρο).

ΑΡΧ. Τώρα έχουμε όλα τα καλά! Θα το γιορτάσουμε όπως πρέπει! Έ ρε τύχη που την είχαμε!

ΤΡΙΤΟΣ ΚΛ. Σταθείτε! Πρέπει πρώτα να σκεφθούμε πώς θα μοιραστούμε την χρυσή άμαξα και τα άλογα.

ΑΡΧ. Τί να σκεφτούμε; Δέν έχει να σκεφτούμε τίποτα. Η μοιρασιά είναι δική-μου δουλειά, και όπως αποφασίζω έτσι και κάνετε.

ΚΛ. Είπα τίποτα; Δέν είπα!

ΑΡΧ. Και ούτε θα πείτε! Λοιπόν ακούστε: Εγώ παίρνω την χρυσή άμαξα, καί την ωραία γούνα, γιατί εγώ είδα το κορίτσι, και άν δέν σας φώναζα δέν θα παίρνατε τίποτα. Εσείς θα πάρετε απο ένα άλογο: εσύ το άσπρο, εσύ το κανελλί, και εσύ το καστανό. Συμφωνήσαμε;

ΑΛΛΟΣ ΚΛ. Ναί, είναι δίκαιο.

ΤΡΙΤΟΣ ΚΛ. Και πάντα σε υπακούμε, το ξέρεις, γιατί είσαι μεγαλύτερή-μας και έχεις τις πέντε αρετές των κλεφτών του δάσους.

ΑΡΧ. Σηκωθείτε!

(Σηκώνονται και χορεύουν έναν χαρούμενο χορό. Προτείνεται: «οι ζεημπέκηδες χορεύουν στου Δελη-Θρακιά»)

ΑΡΧ. Φτάνει, φτάνει. Άντε, βάλτε να πιούμε κάτι, και κάντε λίγο ησυχία! Η κόρη-μου (εδώ μαλακώνει τη φωνή-της με αγάπη) παίζει με το κοριτσάκι-της!

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Είμαι χαρούμενη, τώρα θα παίζω μαζί-σου! Δέν έχω κανέναν να παίζω, οι άλλοι κλέφτες είναι μεγάλοι. Άσε που όλη τη νύχτα γυρίζουν και ληστεύουν, και τη μέρα είναι σάν ζαλισμένα κοτόπουλα. Όταν πάω να παίξω μαζί-τους, αυτοί νυστάζουν. Πρέπει να τους τσιμπάω με το μαχαίρι-μου για να ξυπνήσουν! Ά, το καλό-μου το μαχαίρι! (το δείχνει). Ό,τι θέλω το αποκτώ μ’ αυτό!

ΓΚΕΡΤΑ. Γιατί όλοι οι κλέφτες υπακούουν στη μαμάσου; Πώς έχουν σάν αρχηγό μιά γυναίκα;

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Η μαμά-μου έχει όλες τις αρετές: Ξέρει πού βρίσκεται η λεία και πού αξίζει να κινδυνέψουμε. Επίσης ξέρει να συγκρατιέται και να μας συγκρατεί εκεί που δέν μας παίρνει να ληστέψουμε. Όταν πάμε να ληστέψουμε, ορμά πρώτη. Όταν το σκάμε απο τη ληστεία, φεύγει τελευταία. Και όταν μοιραζόμαστε τα κλεψιμαίικα, τα μοιράζει δίκαια. Χωρίς αυτές τις πέντε αρετές δέν μπορείς ποτέ να γίνεις καλός κλέφτης. Κι εγώ όταν μεγαλώσω θα έχω όλες αυτές τις αρετές και θα είμαι η αρχηγίνα όλων των κλεφτών του δάσους.

ΓΚΕΡΤΑ. Μάλιστα! Κι άν σας πιάσουν; Άν σκοτωθείτε;

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. (την απειλεί με το μαχαίρι) Πάψε! μήν ξαναπείς τέτοιο πράγμα! (Έπειτα παίρνει στα χέρια-της ένα κλουβί με ένα ζωάκι)

ΓΚΕΡΤΑ. Πώς βρέθηκε αυτό το ζωάκι μέσα στο κλουβί; Γιατί το κρατάτε σκλαβωμένο;

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Τί σε νοιάζει εσένα! Πές-μου καλύτερα, εσύ πώς βρέθηκες στο δάσος μές τη νύχτα; Γιατί βγήκες βόλτα με τέτοιο χιόνι και παγωνιά;

ΓΚΕΡΤΑ. Έ, όχι και βόλτα! Αναγκάστηκα να κάνω πολύ μακρύ ταξίδι, ψάχνοντας τον καλύτερό-μου φίλο.

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Πώς είπες, φίλο; Τί σημαίνει φίλος; Τί σημαίνει ο καλύτερος φίλος; Πρώτη φορά ακούω αυτήν τη λέξη.

ΓΚΕΡΤΑ. Φίλος θα πεί ένας άνθρωπος που αγαπάς, και όταν κάνεις λάθος δέν σε κοροϊδεύει, και στις δύσκολες στιγμές πάντα θα έρθει να σε βοηθήσει. Και στις δύσκολές-του στιγμές πάντα τρέχεις να τον βοηθήσεις.

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Μμμ! Νομίζω οτι κατάλαβα. Και πού είναι εσένα ο καλύτερός-σου φίλος;

ΓΚΕΡΤΑ. Τον έχει κρύψει η Βασίλισσα του Χιονιού στο παλάτι-της, τον έχει κλέψει.

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Μου άρεσαν αυτά που άκουσα απο σένα. Λοιπόν, εμείς οι δυό μπορεί να μαλώνουμε, αλλα δέν θα αφήσω να σε πειράζει κανένας, εγώ θα σε προστατεύω.

ΤΑΡΑΝΔΟΣ. (ακούγεται η φωνή-του πίσω απο την αυλαία). Ξέρω πού είναι το παλάτι της Βασίλισσας. Είναι στη μακρινή Αρκτική, εκεί που πάντα έχει πάγο και χιόνι, η πατρίδα-μου είναι εκεί!

ΓΚΕΡΤΑ. Ποιός μίλησε;

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Τί με κοιτάς έτσι χαζά; Ο τάρανδός-μου είναι. Εδώ κρύβεται, είναι πολύ φοβιτσιάρης. Τον γαργαλάω με το μαχαίρι-μου και τρέμει. Σπάζω πολύ πλάκα που τρέμει ολόκληρος. Τάρανδε, έλα’δώ. (Έρχεται ο τάρανδος, τον γαργαλάει με το μαχαίρι).

ΓΚΕΡΤΑ. Μήν τον τυραννάς, άς-τον, θέλω να του μιλήσω.

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Ξέρεις, ο τάρανδος-μου μιλάει ανθρώπινα.

ΓΚΕΡΤΑ. Αυτό πιά δέν με εντυπωσιάζει, στο δρόμο-μου μέχρι τώρα μίλησα με έναν λύκο και με έναν κόραΚΑΪ.

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Μίλησες με λύκο και κόρακα; Και τί έγινε;

ΓΚΕΡΤΑ. Δέν μου έκαναν κακό. Ούτε ο λύκος με πείραξε ούτε ο κόρακας. Ίσα ίσα, με βοήθησαν κιόλας στην αναζήτησή-μου.

ΤΑΡΑΝΔΟΣ. Και εγώ θέλω να σε βοηθήσω.

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Εσύ πώς μπορείς να την βοηθήσεις;

ΤΑΡΑΝΔΟΣ. Είδα την Βασίλισσα του Χιονιού καθώς γύριζε στα παλάτια-της, είδα και το αγόρι που το πήρε μαζί-της. Μπορώ να δείξω το δρόμο που πήγαν.

ΓΚΕΡΤΑ. Ο τάρανδος-σου θα μου δείξει το δρόμο. Άσε-μας να φύγουμε, σε παρακαλώ. Πρέπει να πάω το γρηγορότερο στο παλάτι της Βασίλισσας. Εκεί είναι ο καημένος ο Κάιχ, χρειάζεται τη βοήθεια-μου... Άν είμαι τυχερή, θα τον βρώ γρήγορα και θα γιορτάσουμε μαζί...

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Τί πονηρή που είσαι! Βρήκες τρόπο να μου φύγεις έ; Και να μείνω μόνη-μου; Μετά δέν θα έχω έναν άνθρωπο να παίζω! Όχι! Εδώ θα μείνεις, και εσύ και ο τάρανδος. Φτάνει τόσο που κουβεντιάσαμε. Άντε, πάτε να κοιμηθείτε!

ΓΚΕΡΤΑ (κλαίει, κρύβει το πρόσωποτης, ταράζεται απο λυγμούς)

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Ααχ! Τί να σε κάνω; Εσύ φαίνεται τον αγαπάς πάρα πολύ! Θα ήθελα και εγώ να έχω ένα τέτοιο… πώς το είπες; ένα… φίλο!

ΓΚΕΡΤΑ. Μέσα-σου άν πιστεύεις στη φιλία, τότε θα έχεις και εσύ φίλους (αγκαλιάζει την ΚΟΡΗ ΑΡΧ.)

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Σ’ ευχαριστώ για τα καλά-σου λόγια. (Χαϊδεύει στην πλάτη την Γκέρτα. Κάθεται και σκέφτεται).

ΓΚΕΡΤΑ ...μας περιμένει η μάνατου... η γιαγιάμου... Λίγες μέρες έμειναν ώς την Πρωτοχρονιά...

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Άν βιαστείς, θα τον βρείς μέχρι την Πρωτοχρονιά. (Σηκώνεται απότομα): Εντάξει, θα σε αφήσω να φύγεις. (Γυρίζει απότομα, δείχνει την πλάτης-της):  Φύγετε γρήγορα προτού ν’ αλλάξω γνώμη!

ΓΚΕΡΤΑ. Αντίο (χαιρετάει με το χέρι). Οπωσδήποτε θα βρώ τον Κάιχ.

Εσύ βαθιά μέσα-σου είσαι καλό παιδί. Θα ξαναβρεθούμε!

ΚΟΡΗ ΑΡΧ. Θα βρεθούμε!

ΑΝΗΨ. Μέσα απο δάση, στέππες και τούντρες τρέχει, τρέχει ο τάρανδος προς τη μακρινή Αρκτική, χωρίς να λυπάται τις δυνάμεις-του. Στην πλάτη-του κουβαλά την Γκέρτα, που νιώθει να ξυλιάζει απο το κρύο. Γέρνει και αγκαλιάζει το λαιμό του τάρανδου για να μήν παγώσει εντελώς. Όσο πιό βόρεια πηγαίνει ο τάρανδος, τόσο περισσότερο χιόνι έχει ο δρόμος, που όλο και περισσότερο δυσκολεύει τον τάρανδο. Ομως επιμένει ο τάρανδος, όπως και η Γκέρτα.

Ύστερα απο τόσες απερίγραπτες δυσκολίες, επιτέλους φτάνουν στο Παγωμένο Βασίλειο της Βασίλισσας του Χιονιού. Εδώ, στην πύλη του Παγωμένου Βασιλείου, ο τάρανδος αφήνει την Γκέρτα, γιατί ξέρει οτι σε κανένα ζωντανό πλάσμα δέν επιτρέπεται η είσοδος χωρίς την άδεια της Βασίλισσας. Η Γκέρτα με βουρκωμένα μάτια ευχαριστεί ολόψυχα τον τάρανδο και του δίνει τις καλύτερες ευχές! Χωρίς αυτόν δέν θα έφτανε ποτέ ως εκεί. Του φιλά τη μουσούδα και τρέχει μπροστά με όλες τις δυνάμεις που της έχουν απομείνει. Πυκνό χιόνι την χτυπά καταπρόσωπα, ένα αλλιώτικο χιόνι, δέν πέφτει απο τον ουρανό, αλλα έρχεται απο ίσια μπροστά-της, ίσια απο το παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού! Έπειτα, μαζί μ’ αυτό το αλλόκοτο χιόνι, βγαίνουν και χιονένια τέρατα, μοιάζουν με σκαντζόχοιρους, με τεράστια φίδια, με αρκούδες, αλλα είναι απο χιόνι, κάτασπρα και αστραφτερά· έρχονται εναντίον-της. Η Γκέρτα νιώθει πιά τελείως ανυπεράσπιστη και ανήμπορη να προχωρήσει. Σκέφτεται οτι μπορεί να ήρθε το τέλος-της, ίσως σε λίγο και να θαφτεί απο τα χιόνια και τους πάγους, μακριά απο τον κόσμο. Το μόνο που της μένει είναι η προσευχή. Αρχίζει να ψιθυρίζει τις προσευχές-της, που έμαθε απο το σχολείο και απο τη γιαγιά-της. Καθώς ψιθυρίζει τις προσευχές, η άχνα απο το στόμα-της παγώνει και σκορπίζεται τριγύρω σάν ομίχλη. Κι αυτή η ομίχλη παίρνει σχήματα, απο την ομίχλη σχηματίζονται μικρά μικρά φωτεινά αγγελούδια, τα οποία κατεβαίνουν, αγγίζουν τη γή και μεγαλώνουν, μεγαλώνουν τόσο που γίνονται γιγάντιοι άγγελοι με κράνη στα κεφάλια και σπαθιά στα χέρια-τους, απρόσμενοι σύμμαχοι της Γκέρτας. Οι άγγελοι γίνονται όλο και περισσότεροι. Όταν η Γκέρτα έχει πεί όλες τις προσευχές που ξέρει, γύρω-της είναι μιά ολόκληρη στρατιά πανίσχυρων αγγέλων. Τώρα η Γκέρτα βλέπει πως δέν είναι καθόλου μόνη. Οι άγγελοι ακτινοβολούν ζεστασιά και δέν την αφήνουν να κρυώσει. Χτυπούν και λιώνουν τα τέρατα απο χιόνι, τους παγερούς σωματοφύλακες της Βασίλισσας, όπως ο ήλιος λιώνει την πρωινή πάχνη με τις ακτίνες-του.

Τώρα η Γκέρτα είναι έτοιμη να μπεί μέσα στα ανάκτορα της Βασίλισσας του Χιονιού. Η καρδιά-της χτυπά δυνατά απο φόβο, και μαζί απο τη λαχτάρα να δεί τον αγαπημένο-της φίλο τον Κάιχ, μετά απο τόσο αγώνα. Έφερε στο μυαλό-της τα έξυπνα μάτια-του, τα απαλά όμορφα μαλλιά-του, το πρόσωπο-του να χαμογελά όπως τότε που ήταν μαζί στα σπίτια-τους, μαζί με τη γιαγιά-της, τότε που μαζί φρόντιζαν και καμάρωναν τα ωραία λουλούδια-τους. Έλπιζε να μήν την έχει ξεχάσει ο Κάιχ, να μήν έχει χάσει τα ανθρώπινά-του αισθήματα, έλπιζε πως θα χαρεί πολύ που θα τη δεί και θα θέλει να μάθει γι’ αυτό το τόσο μακρινό ταξίδι που έκανε για να τον βρεί, έλπιζε πως θα ρωτά για τους συγγενείς και τους φίλους-του που με αγωνία τον περίμεναν. Και μόνο με τη σκέψη πως θα τον έβλεπε, ενθουσιαζόταν η Γκέρτα, και χαμογελαστή προχωρούσε να περάσει την πόρτα να μπεί στα ανάκτορα της Βασίλισσας του Χιονιού.

Τί έκανε ο Κάιχ στην πραγματικότητα εκείνη την ώρα; Ούτε που περνούσε απο το μυαλό-του η Γκέρτα, ούτε μπορούσε να υποψιαστεί πως η Γκέρτα βρισκόταν μόλις έξω απο τα ανάκτορα της Βασίλισσας. Καθόλου δέν νοιαζόταν για τους ανθρώπους που είχε αφήσει πίσω-του.

(Ανοίγει η αυλαία)

ΑΝΗΨΙΑ. Ο Κάιχ καθόταν μέσα στα ανάκτορα του Παγωμένου Βασιλείου, αντίκρυ στη Βασίλισσα του Χιονιού καθισμένη στο θρόνοτης. Ήταν απορροφημένος να κοιτάει τη Βασίλισσα στα μάτια, το βλέμμα-του ασάλευτο, έμοιαζε σάν υπνωτισμένος. Ήταν γοητευμένος απο την ομορφιά-της. Δέν μπορούσε να φανταστεί οτι μπορεί να υπάρχει στον κόσμο κάποιο άλλο έξυπνο ή όμορφο πρόσωπο. Δέν του φαινόταν καθόλου μισητή ή τρομακτική όπως την πρώτη φορά που την είδε. Τώρα ήταν γι’ αυτόν η τέλεια γυναίκα, η μόνη γυναίκα. Κανένα άλλο πρόσωπο δέν υπήρχε γι’ αυτόν.

ΒΑΣ.Χ. Μπράβο-σου Κάιχ, φτιάχνεις πάρα πολύ ωραίες κατασκευές απο πάγο. Έμαθες να ταιριάζεις καλά τα παγάκια.

ΚΑΪ. Διασκεδάζω πολύ με τα παγάκια, ό,τι θέλω φτιάχνω. Κοίτα αυτό το κρυσταλλένιο παλατάκι, ολόσωστο το έφτιαξα!

ΒΑΣ.Χ. Πάρα πολύ ωραία. Μήπως κρυώνεις καθόλου, αγόριμου;

ΚΑΪ. Όχι, καθόλου δέν νιώθω κρύο. Ευχαριστιέμαι με τον πάγο και με το χιόνι.

ΒΑΣ.Χ. Αυτό είναι πολύ καλό. Δέν σε ενοχλεί το κρύο, θα πεί πως έχεις γίνει δυνατός, ο πιό δυνατός στον κόσμο. Κάιχ, πέςμου, για ποιούς ανθρώπους νιώθεις αγάπη;

ΚΑΪ. Δέν ξέρω. Ούτε ξέρω τί είναι αυτό το πράγμα, η αγάπη. Δέν με ενδιαφέρει κανένας άνθρωπος. Μόνο εσύ με ενδιαφέρεις.

ΒΑΣ.Χ. Κάποτε αγαπούσες κάποιους ανθρώπους, θυμάσαι;

ΚΑΪ. Όχι, δέν θυμάμαι τέτοιο πράγμα.

ΒΑΣ.Χ. Κάιχ, έχεις γίνει ο πιό σοφός άνθρωπος του κόσμου! Απο τώρα δέν θα σε νοιάζουν πιά καθόλου οι άνθρωποι, δέν θα έχεις καμιά λύπη, κανένα φόβο, καμιά ελπίδα, καμιά ανησυχία. Θα είσαι ανώτερος απο όλους, κανείς δέν θα μπορεί ούτε να συγκριθεί μαζίσου. Κάιχ, θα είσαι άξιος να κυβερνάς όλον τον κόσμο. Δέν είναι υπέροχο πράγμα να κυβερνάς τη γή;

ΚΑΪ. Δέν ξέρω. Δέν με ταράζει καμιά επιθυμία. Γιατί είναι ωραίο να κυβερνάς;

ΒΑΣ.Χ. Ά! Δέν ξέρεις γιατί δέν έχεις γνωρίσει τί θα πεί να κυβερνάς στη γή! Με αυτήν τη δύναμη που θα αποκτήσεις, θα μπορείς να παίζεις με όλη την οικουμένη όπως τώρα παίζεις με τα παγάκια! Οι άνθρωποι, τα δάση, τα βουνά, όλα θα γίνονται ό,τι θέλεις εσύ! Όλοι θα σε φοβούνται, θα σε δοξάζουνε, θα γονατίζουν μπροστάσου! Όλοι θα κάνουν αυτό που θέλεις εσύ! Κανείς δέν θα μπορεί να σε εμποδίσει! Αυτό θα πεί να κυβερνάς τον κόσμο ολόκληρο!

ΚΑΪ. Είναι μεγαλείο. Άν είναι το θέλημα-σου, ας το δοκιμάσω.

ΒΑΣ.Χ. Κάιχ, θα γνωρίσεις τί θα πεί να είσαι ανώτερος! Απο όλους ο ανώτερος! Τώρα, θα φύγω για λίγο, θα πάω να φέρω κρύα και χιόνια στην Ευρώπη. Εσύ θα κάθεσαι στο θρόνομου όσο θα λείπω. Θα γυρίσω γρήγορα. Μήπως στενοχωριέσαι που θα λείψω;

ΚΑΪ. Σου το είπα πως τίποτε δέν μπορεί να με κάνει να στενοχωρηθώ και τίποτε δέν μπορεί να με κάνει να χαρώ. Έχω ηρεμία, είμαι ευτυχισμένος με τον εαυτόμου.

ΒΑΣ.Χ. Αυτό είναι το ιδανικό: ούτε αγάπη, ούτε στενοχώρια, ούτε άγχος. Μόνο γαλήνη. Απο τώρα θα έχεις ακλόνητη γαλήνη στην ψυχή, και έτσι θα είσαι άξιος να λέγεσαι ο ανώτερος. Κοίτα, με εκείνα τα παγάκια μπορείς να σχηματίσεις γράμματα και λέξεις. Μάντεψε και σχημάτισε ακριβώς τη φράση που σκέφτομαι, θα το βρείς, είσαι σοφός, και θα σου δώσω να κυβερνήσεις τον κόσμο. (τον πιάνει απο τους ώμους): Γειάσου. Θα γυρίσω σύντομα. (Φεύγει η Βασίλισσα. Έπειτα μπαίνει η Γκέρτα).

ΓΚΕΡΤΑ. Κάιχ! Ναί, εσύ είσαι! Σε βρήκα! Σε βρήκα! Άν ήξερες τί πέρασα…

ΚΑΪ. Φύγε κοριτσάκι, με ενοχλείς.

ΓΚΕΡΤΑ. Κατάλαβες ποιά είμαι; Η Γκέρτα, η φίλη-σου. Δέν με θυμάσαι;

ΚΑΪ. Τίποτε δέν ξεχνώ. Τίποτε δέν με νοιάζει.

ΓΚΕΡΤΑ. Γιατί μιλάς έτσι ψυχρά και θυμωμένα; Θέλω να σε πλησιάσω αλλα σε φοβάμαι!

ΚΑΪ. Με ενοχλείς, μου χαλνάς την ησυχία και τη γαλήνη. Φύγε είπα!

ΓΚΕΡΤΑ. Καλά, δέν έρχομαι κοντά-σου. Με τί ασχολείσαι εκεί;

ΚΑΪ. Ά, φτιάχνω υπέροχα πράγματα με τα παγάκια. Τώρα η Βασίλισσά-μου μου έδωσε παγάκια με τα οποία σχηματίζω γράμματα. Όταν μαντέψω και σχηματίσω με τα παγάκια τη φράση που θέλει, θα μου χαρίσει την εξουσία σε ολόκληρο τον πλανήτη να κάνω ό,τι θέλω!

ΓΚΕΡΤΑ. Μήν είσαι χαζός! Κανείς δέν μπορεί να δώσει εκείνο που δέν έχει! Η Βασίλισσα δέν έχει την εξουσία του κόσμου για να τη δώσει σε σένα. Δέν κυβερνάει αυτή τον κόσμο. Αυτή μόνο το χιόνι κυβερνά. Κανένας δέν την αγαπάει, γι’ αυτό και κανένας δέν τη θέλει για Βασίλισσα.

ΚΑΪ. Είμαι ο πιό σοφός του κόσμου. Οι άλλοι άνθρωποι δέν καταλαβαίνουν. Δέν μπορείς να καταλάβεις τη σοφία-μου. Σου το λέω ακόμη μιά φορά: φύγε!

ΓΚΕΡΤΑ. Παίζεις μ’ αυτά τα παγάκια τόσο απορροφημένος σάν να μήν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο! Κι όμως υπάρχουν στον κόσμο αμέτρητα χρώματα, αμέτρητα ωραία πράγματα. Έλα στο σπίτι-σου ξανά, και θα βρείς τόσα και τόσα όμορφα πράγματα να φροντίσεις, να παίξεις… μαζί με τους φίλους-σου, με τη Γκέρτα…

ΚΑΪ. Το στήθος-μου! Πονάω! Μου κάνεις κακό! Φύγε!

ΓΚΕΡΤΑ. Κάιχ! Ο πάγος-σου κάνει να λιώσει! Είναι πολύ καλό! Θα σου πώ μιά ιστορία των Ινδιάνων, θυμάσαι που σου άρεσαν αυτές οι ιστορίες;

ΚΑΪ. Δέν θέλω να ακούσω! Δέν μου αρέσουν οι ιστορίες! Πονάω (πιάνει το στήθος-του, έπειτα τα μάτια-του). Με πονάς, φύγε!

ΓΚΕΡΤΑ. Δυό νέα παιδιά άφησαν τη μάνα-τους στο σπίτι και πήγαν στο κυνήγι. Όταν γύρισαν, βρήκαν τη μάνα-τους σκοτωμένη απο τα φίδια, τα άγρια πουλιά είχαν φάει όλο-της το κρέας και είχαν αφήσει μόνο τα κόκκαλα.

ΚΑΪ. Είναι γελοίο! Σταμάτα!

ΓΚΕΡΤΑ. Γέλα, Κάιχ! Γέλα, ή δάκρυσε! Έτσι θα ξαναγίνεις άνθρωπος!

ΚΑΪ. Δέν υπάρχει γέλιο ούτε δάκρυ στο Παγωμένο Βασίλειο. Είμαι ανώτερος απο αυτά. Φύγε!

ΓΚΕΡΤΑ. Λοιπόν, σάν βρήκαν τα κόκκαλα της μάνας-τους, τα έβαλαν όλα στη θέση-τους, ακριβώς όπως είναι στο ανθρώπινο σώμα. Τα έβρεξαν με νερό, τα πασπάλισαν με χώμα. Έπειτα άρχισαν να λένε τα μαγικά-τους λόγια και να φυσούν στα κόκκαλα, ώσπου δημιουργήθηκε και η σάρκα, ξαναέγινε το σώμα. Τότε είπαν: ξαναφτιάξαμε το σώμα, αλλα πώς να του φέρουμε πίσω και τη ζωή;

ΚΑΪ. (Πιάνει το στήθος και τα μάτια-του). Πονάω, μή με βασανίζεις, φύγε.

ΓΚΕΡΤΑ. Τα δυό παιδιά άρχισαν να φωνάζουν: Μαμά! Φίδια! ποντίκια! μπήκαν στο σπίτι! Το άψυχο σώμα τρόμαξε και σάλεψε. Έπειτα φώναξαν: Μαμά! το σπίτι πήρε φωτιά! Καιγόμαστε! Το άψυχο σώμα τραντάχτηκε, κουνήθηκε, έκανε να σηκωθεί. Κι έπειτα φώναξαν: Μαμά! το φαγητό που έχεις στη φωτιά κόχλασε, ξεχειλίζει, χύνεται! Τότε το άψυχο σώμα πετάχτηκε επάνω να τρέξει στην κατσαρόλα που τάχα έβραζε! Ξανάγινε ζωντανό το άψυχο σώμα!

ΚΑΪ. (Έχει πέσει στα γόνατα, πιάνει το στήθος και τα μάτια-του) Δέν αντέχω άλλο, πονάω, καίγομαι, σταμάτα, σε παρακαλώ!

ΓΚΕΡΤΑ. Σε λίγο θα γελάσεις, Κάιχ. Ή θα δακρύσεις. Έλα στο σπίτι, σε λίγο θα γιορτάσουμε την Πρωτοχρονιά. Οι γονείς-μας έχουν δώρα που μας περιμένουν κάτω απο το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η γιαγιά-μου μόνη-της έφτιαξε βασιλόπιτα, και μιά ωραία τούρτα να γιορτάσουμε την επιστροφή-σου.

ΚΑΪ. (στα γόνατα) Μου χάλασες τη γαλήνη-μου, μου κάνεις κακό, φύγε!

ΓΚΕΡΤΑ. Χωρίς σε σένα όλα γίνονται χειρότερα στην αυλή-μας, στη γειτονιά-μας… Κάιχ, θυμάσαι τον μικρό, τον Χάνσα; Εσύ προστάτευες όλα τα μικρά παιδιά. Μιά φορά πρόσβαλες ένα μεγάλο παιδί και επειδή δέν μπορούσε να χτυπήσει εσένα χτύπησε τον Χάνσα, αλήθεια δέν λέω;

ΚΑΪ. Αλήθεια είναι… Νιώθω να καίγομαι στο στήθος, καίγονται τα μάτια-μου, μου χάλασες την ησυχία, σου είπα φύγε…

ΓΚΕΡΤΑ. Ζωντανεύεις, Κάιχ! Της γειτόνισσάς-μας η γάτα γέννησε τρία γατάκια, είναι τυφλά, το ένα θα το δώσουν σε μάς όταν ανοίξει τα μάτια-του… Θα το έχουμε στην αυλή… Στην αυλή που κάθεται τώρα η γιαγιά-μου, περιμένει εσένα κι εμένα και κλαίει, κλαίει…

ΚΑΪ. Πονάω… καίγομαι… τί είναι αυτό το φούσκωμα στο στήθος-μου… τα μάτια-μου φουσκώνουν, φουσκώνουν… Άαααχ! (Ακούγεται ήχος τζαμιού. Ο Κάιχ τρίβει το μάτιτου).

ΚΑΪ. (κοιτάζει προσεκτικά) …Γκέρτα… Είσαι η Γκέρτα! Πώς βρέθηκες εδώ; Τα μάτια-σου είναι κόκκινα! Έκλαιγες! Ποιός σε πείραξε; Άαα! Κάνει τρομερό κρύο! Πάμε να φύγουμε απο’δώ!

ΓΚΕΡΤΑ. Πάμε, πάμε στο σπίτι-μας, μή φοβάσαι, θα ξεφύγουμε!

ΚΑΪ. Πάμε γρήγορα! Θέλω να κάνουμε Πρωτοχρονιά όλοι μαζί στο σπίτι-μας, όχι σ’ αυτήν τη φυλακή του πάγου!

ΒΑΣ.Χ. (μπαίνει) Εφερα τα χιόνια στην Ευρώπη και γύρισα. Μα… Εσύ, πώς βρέθηκες εδώ!

ΓΚΕΡΤΑ. Όπως μπόρεσα να φτάσω εδώ, έτσι θα μπορέσω και να φύγω, μαζί με τον Κάιχ. Δέν θα μπορέσεις πιά να μας κάνεις άλλο κακό!

ΒΑΣ.Χ. Κάνεις λάθος! Ο Κάιχ έχει καρδιά απο πάγο, γι’ αυτό θέλει να μείνει μαζί-μου, δέν θέλει να γυρίσει πίσω σ’ εσάς!

ΚΑΪ. Εσύ κάνεις λάθος!

ΓΚΕΡΤΑ. Ο Κάιχ έχει και πάλι ζεστή καρδιά, θα γυρίσει μαζί-μου στο σπίτι-μας.

ΒΑΣ.Χ. Κανείς δέν μπορεί να χαλνά την παγωμένη τάξη στο Βασίλειό-μου! Δέν θα αφήσω να μου πάρεις τον Κάιχ! Άθλιο κορίτσι, θα σε παγώσω, θα σε κάνω κι εσένα παγάκι σάν τ’ άλλα!

ΚΑΪ. Όχι, δέν έχεις το δικαίωμα! Δέν μπορείς να το κάνεις!

ΓΚΕΡΤΑ. Μή φοβάσαι, είναι δώκεκα παρα ένα λεπτό. Σε ένα λεπτό θα γίνει Πρωτοχρονιά, και η νύχτα της Πρωτοχρονιάς είναι μαγική! Μιά μεγάλη χαρά θα μας φέρει!

(Ήχοι απο ρολόγια, καμπάνες, μουσική, εμφανίζεται στη σκηνή ο Άγιος Βασίλης).

ΑΓ.ΒΑΣ. Μή φοβάστε, παιδιά, δέν θα γίνει κανένα άλλο κακό! Σας φέρνω αμέσως στο σπίτι-σας, θα βρεθείτε με τη γιαγιά και τους δικούς-σας τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς.

(Άν είναι δυνατόν, κλείνουν οι κουρτίνες, ξαναανοίγουν σε άλλο σκηνικό, το σπίτι που ήταν πρώτα. Μπαίνει η γιαγιά και παρακαλάει τον Αγιο Βασίλη):

ΓΙΑ. Άγιε-μου Βασίλη, σάν Άγιος που είσαι, προσευχήσου να ανοίξει ένα χάσμα στη γή να πέσει μέσα η κακιά Βασίλισσα του Χιονιού να μήν ξαναβγεί στον κόσμο!

ΒΑΣ.Χ. (Έρχεται μέσα. Θύμωσε) Πώς τόλμησες να πείς κάτι τέτοιο, αντί να προσκυνάς στα πόδια-μου όπως με προσκυνούν όλοι οι θνητοί άνθρωποι! Τώρα θα σου δείξω πόση είναι η δύναμη-μου! Εγώ κυβερνώ το κρύο και το χιόνι σε ολόκληρη τη γή!

ΑΓ.ΒΑΣ. Βασίλισσα του Χιονιού! Οι άνθρωποι σε φοβούνται και σε προσκυνούν γιατί έχεις μεγάλη δύναμη, αλλα υπάρχει κάποιος ανώτερος απο σένα και ανώτερος απο όλους και απο όλα, αυτόν προσκυνάς και εσύ. Γι’ αυτό πρέπει να ζητήσεις συγνώμη που πήρες τον Κάιχ στο παλάτι-σου και έφερες έτσι τόση δυστυχία. Και να υποσχεθείς οτι δέν θα ξαναπάρεις κανέναν άνθρωπο απο τα αγαπημένα-του πρόσωπα!

ΒΑΣ.Χ. Δέν πήρα εγώ τον Κάιχ στο βασίλειό-μου! Όταν με φίλησε έμενε ακόμη με τους δικούς-του. Μόνο επειδή μπήκε στο μάτι-του ένα τόσο δά θρυψαλλάκι απο τον μαγικό καθρέφτη των χιονονεράιδων, άρχισε να βλέπει τα πάντα διαφορετικά, και θέλησε να’ρθεί στο παλάτι-μου. Δέν είμαι άδικη, κι άς φαίνομαι περήφανη ώς βασίλισσα. Απο τότε που με φίλησε αυτό το παιδί, έχω νιώσει τί θα πεί αγάπη. Γι’ αυτό ήθελα να κρατήσω τον Κάιχ κοντά-μου. Έκανα πολλά για να τον κρατήσω, αλλα αυτό το κορίτσι έκανε ακόμη πιό πολλά για να τον φέρει πίσω στο σπίτι-του. Όμως, ο αέρας σέρνει στον κόσμο αμέτρητα θρυψαλλάκια απο τον μαγικό καθρέφτη των χιονονεράιδων, που έπεσε και θρυμματίστηκε. Σ’ οποιανού το μάτι μπεί κανένα τέτοιο θρυψαλλάκι, θα βλέπει τα πάντα διαφορετικά, και θα έχει παγωμένη καρδιά. Δέν φταίω εγώ σ’ αυτό. Υπάρχει και το γιατρικό, που είναι τα δάκρυα της συμπόνιας. Αυτά τα δάκρυα βγάζουν απο το μάτι το θρυψαλλάκι του μαγικού καθρέφτη, και ξεπαγώνει η καρδιά. Επιστρέφω στο βασίλειό-μου. Δέν θα ξαναρθώ σ' αυτό το σπίτι. Άς με αποχαιρετίσει  αυτό το αγόρι που με έκανε να νιώσω αυτό που δέν γνώριζα. Άς με αποχαιρετίσει και αυτό το κορίτσι που στάθηκε πιό δυνατή απο μένα. (Ο Κάι κ η Γκέρτα αργά πλησιάζουν κ την φιλούν). Η βασίλισσα περήφανη όρθια κλείνει για μιά στιγμή τα μάτια και τα σφίγγει σάν να θέλει να δακρύσει).

ΒΑΣ.Χ. Αντίο! (γυρίζει και φεύγει απο τη σκηνή).

ΑΓ.ΒΑΣ. Αγαπημένα-μου παιδιά! Άν δέν ξέρει κανείς το κρύο, τότε δέν καταλαβαίνει τί είναι η ζέστη. Υπάρχει ακόμη κρύο στις καρδιές των ανθρώπων, αλλα πιστεύω πως θα έρθει η ώρα που ο κόσμος θα καταλάβει οτι το πιό πολύτιμο στη ζωήμας είναι η φιλία και η αγάπη. Αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, και αγάπη για όλα τα πλάσματα. Τότε δέν θα έχει πέραση το ψέμα και ο φθόνος, θα πάψουν οι πόλεμοι, θα αχρηστευθούν τα όπλα, και ο κόσμος θα μοιάζει με έναν όμορφο ανθισμένο κήπο.

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Η Κοκκινοσκουφίτσα ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

(το κείμενο είναι ελεύθερη απόδοσήμου απο το ρωσικό έμμετρο κείμενο που έφτιαξαν οι Інна Сарранча & Диана Савелева. Έχει ήδη παιχθεί στα ρωσικά με επιτυχία. Στην απόδοσημου πρόσεξα ιδιαίτερα τη στιχουρχική, να μήν έχει καμία χασμωδία)

ΑΦΗΓ: Δάσος πυκνό γλυκά κοιμάται πάνω στο μαξιλάρι του βουνού

κι έχει εκει πέρα ένα σπιτάκι σε ξέφωτο του δάσους εκεινού·

σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι κάποιο μικρό κορίτσι κατοικεί·

άλλο τόσο όμορφο κορίτσι, σας λέω δέν βρίσκεται σ’ όλη τη γή.

η μάνατης την καμαρώνει, χατίρι δέν μπορεί να της χαλά

τόσο μικρούλα που είναι ακόμη κι όλο τον κόσμο θέλει να βοηθά.

τις χάρες έχει όλου του κόσμου, σεμνότητα ειλικρίνεια αρετή

και ποιά μαμά δέν θέλει νά’χει κόρη χαριτωμένη σάν αυτή.

την αγαπά πολύ η γιαγιάτης αλλα δέν βλέπονται αρκετά συχνά

τα πόδιατης δέν την βαστάνε και η εγγονήτης την αποθυμά.

‘το σπίτιμου μακριά δέν είναι’, λέει η γιαγιά, ‘στο διπλανό βουνό.

για σένα είναι μιάς ώρας δρόμος, μα εγώ στο δάσος πώς να περπατώ;’

Στο παραθύρι καθισμένη σκουφάκι κόκκινο έπλεκε η γιαγιά

στης εγγονήςτης τα γενέθλια δώρο της το έκανε να το φορά.

και πάντα το φοράει εκείνη, της πάει πολύ και την θαυμάζουνε

μικροί – μεγάλοι «κοκκινοσκουφίτσα» απ’ αυτό την ονομάζουνε.

ΚΟΚ: κόκκινος ανατέλλει ο ήλιος, με το ζεστό χαμόγελο η μαμά

σάν την αυγή το πρόσωπότης – φωτίζεται απο αγάπη και χαρά.

ΚΟΚ. – Καλημέρα μανούλα!

ΜΑΜ. - Καλημέρα κορούλαμου!

ΜΑΜ. - έψησα περεσκία με δυόσμο, με γέμιση πατάτα ευωδιαστά·

τα βάζω σ’ ένα καλαθάκι, βάζω και βούτυρο, για τη γιαγιά.

το καλαθάκι πήγαινέτης, και δώσ’της χαιρετίσματα, φιλιά·

κοίτα και πώς είναι η υγείατης, και πώς τα πάει με τα γεράματα.

ΚΟΚ. ξύπνησαν τόσες πεταλούδες, ξυπνούν τα δέντρα τα άνθη τα πουλιά

δροσοσταλίδες στο χορτάρι – σήμερα είν’ όλα γύρω μιά ομορφιά!

ΜΑΜ: Προσεκτικιά στο δρόμο νά’σαι, κι απο το μονοπάτι να μή βγείς

με αγνώστους μή τυχόν μιλήσεις, να ξεστρατίσεις μήν παρασυρθείς.

ΑΦΗΓ. Η διήγησήμας δέν υπήρχε, κι ούτε που θα γινότανε γνωστή,

άν η κορούλα δέν ξεχνούσε εκείνο που η μάνατης της είχε πεί.

καθώς μονάχη περπατούσε, κι όλα φαινόταν τόσο ειρηνικά

νά κι ένας γκρίζος λύκος βγαίνει στο δρόμοτης τυχαία και ξαφνικά.
ΛΥΚ. Μιά πείνα πού’χω μα τί πείνα, δέν βρίσκεται να χάψω δυστυχώς

κανένα αρνί, κανένας σκίουρος, κανένας άνθρωπος ή βάτραχος

σκαντζόχοιρος ή γουρουνάκι ή άγριο γουρούνι με χαυλιόδοντες

με άδειο στομάχι ο δόλιος ώρες εικοσιτέσσερις ατέλειωτες

Ωωωω!

Τί βλέπω; κόκκινο σκουφάκι στο μονοπάτι νά κρέας τρυφερό!

την πείναμου για να χορτάσω, γεύμα δέν γίνεται καλύτερο!

ΛΥΚ. Γειάσου καλόμου κοριτσάκι, για πού πηγαίνεις έτσι βιαστικά;

στο δάσος πρέπει να προσέχεις, είν’ επικίνδυνο για τα παιδιά.

ΚΟΚ. Πάω στης γιαγιάςμου το σπιτάκι, μ’ αποθυμάει κι εγώ την αγαπάω

βούτυρο και πιτάκια φρέσκα με γέμιση πατάτα θα της πάω.
ΛΥΚ. άραγε πού να μένει η γριούλα; να το μαντέψω δέν είναι εύκολο.
ΚΟΚ. ά, δέν είναι μακριά το σπίτι, βλέπεις τον λόφο εκεί τον χαμηλό

σ’ εκείνη τη μεριά του λόφου μένει η γιαγιάμου, εκεί που βγάζει αυτό

το μονοπάτι το ίσιο, και έχω βιασύνη για να μή χασομερώ.

ΑΦΗΓ. ο «φίλος» θα την καταβρόχθιζε αμέσως μα κοντοστεκότανε

γιατί ήταν γύρω ξυλοκόποι και οι πελεκιέςτου ακουγότανε

θα τον σκοτώναν εκει πέρα άν πείραζε το κορίτσι το μικρό

κι έτσι για να την ξεγελάσει σκάρωσε ο λύκος σχέδιο πονηρό.

ΛΥΚ. Τους δρόμους δέν τους καλοξέρεις κι απ’ το ίσιο μονοπάτι πάς αυτό

εγώ που ζώ σ’ αυτά τα μέρη ξέρω ένα μονοπάτι πιό καλό

Βλέπεις εκεί; είναι όλο λουλούδια για να μαζεύεις όσα επιθυμείς

στενά, κακοτοπιές, αγκάθια δέν έχει και ούτε να χαθείς μπορείς

απλώς το μονοπάτι παίρνεις το ακολουθείς και θα σε βγάλει εκεί

στο ξέφωτο του δάσους που είπες όπου η καλή γιαγιάσου κατοικεί

ΚΟΚ. είναι καλός αυτός ο λύκος άν και στην όψη κάπως αγριωπός·

κακό δέν κάνει στους ανθρώπους, έχει και τρόπους, είναι ευγενικός

ΛΥΚ. να δούμε τώρα ποιός θα φτάσει πρώτος στο σπίτι της καλής γιαγιάς

έτσι είν’ η ζωή πρέπει να τρέξεις άν θέλεις κάτι νόστιμο να φάς.

ΑΦΗΓ. και παίρνει το ίσιο μονοπάτι και τρέχει ο λύκος, τρέχει ολοταχώς

χτυπούν τα δόντια «τσάλκα τσάλκα», τρέχει απο πίσωτου ένας κουρνιαχτός!

καταλαχανιασμένος φτάνει στο σπίτι της γιαγιάς του κοριτσιού

το τριγυρίζει κι εξετάζει τα κατατόπια απ΄ έξω του σπιτιού
κι αφού όλα τα είδε δίχως βιάση και τα λογάριασε προσεκτικά

κι ανάσα πήρε, στης γιαγιάκας την πόρτα πάει λοιπόν και τη χτυπά.

ΛΥΚ. τουκ! τουκ! τουκ!

ΓΙΑ. Ποιός είναι;

ΛΥΚ. Γιαγιάκα, εγώ είμαι, η εγγονήσου, που το σκουφί φορώ το κόκκινο

έλα άνοιξέμου και φοβάμαι, το μέρος είναι εδώ επικίνδυνο

νόστιμα περεσκία σου φέρνω και φρέσκο βούτυρο αγελαδινό

ΓΙΑ. έλα απο το πλαϊνό πορτάκι, μόνο το σύρτη τράβα και άνοιξε
ΑΦΗΓ. κι ο γκρίζος λύκος πάει τραβάει το σύρτη και το πορτάκι το άνοιξε

ΓΙΑ. Γειάσου εγγονούλαμου, πώς είσαι, πώς πάς, πολύ καιρό έχω να σε δώ

βλέπω έχεις ομορφύνει κι άλλο, τί ωραίο μοντέρνο παντελόνι αυτό!

ΑΦΗΓ. κάτι υποψιάστηκε η γιαγιά εδώ, κι έμεινε ασάλευτη απ’  το φόβοτης

ΛΥΚ. μα εσύ αδυνάτισες γιαγιάκα, μήπως απο καιρό ήσουν άρρωστη;
ΓΙΑ. ναί είμαι όλη μέρα στο κρεββάτι, η ανάσαμου έγινε πολύ βαριά

δέν τρώω σωστά όρεξη δέν έχω, σε τίποτε δέν βρίσκω νοστιμιά

ΛΥΚ. Μιά πείνα πού’χω μα τί πείνα! κάτι να χάψω βρέθηκε ευτυχώς!

ΓΙΑ. ώ, συμφορά κακή με βρήκε, σώστεμε! Παναγιάμου και Χριστός!

ΛΥΚ. Πώ πω μια μάσα πού’χω κάνει! τόσο καλά ποτέ δέν έφαγα!

το υπέροχο που προσδοκούσα γεύμα ήταν πιό κοντά απ’ όσο έλπιζα!

ΑΦΗΓ. καθώς το κοριτσάκι πήγε απο μονοπάτι περιφερικό,

εκείνο που είχε δείξει ο λύκος, ήδη ήτανε κοντά το δειλινό.

ήταν χαρούμενη όπως πάντα, δέν της περνούσε φόβος απ’ το νού·

σάν τη δικήτης καλοσύνη σ’ όλα τα πλάσματα έβλεπε, παντού.

ΚΟΚ. κι άλλες φορές έχω έρθει και όμως κάτι μου φαίνεται παράξενο.

μα ας πάω να της χτυπήσω θα με περίμενε όλη μέρα να φανώ.
ΛΥΚ. ποιός είναι;

ΚΟΚ. Εγώ είμαι, η Κοκκινοσκουφίτσα, μου λύθηκε η κορδέλλα στα μαλλιά,

φοράω καινούργια ωραία μποτάκια, κοίτα άν σου αρέσουν, να μου πείς «με γειά».

σου φέρνω κι ένα καλαθάκι με νόστιμα πιτάκια της μαμάς

και μιά μπαλίτσα βουτυράκι, και να σε δώ πώς είσαι, πώς περνάς.

ΛΥΚ. δέν είν’ η πόρτα κλειδωμένη, μόνο το σύρτη τράβα και άνοιξε
σε περιμένω όλη τη μέρα, σε αποθυμούσα κι έλεγα «άργησε»

ΚΟΚ. τόσο πώς άλλαξε η γιαγιάμου κι αλλιώτικη η φωνήτης έγινε!
ΛΥΚ. γειάσου εγγονούλαμου, τί κάνεις; έλα, έλα στης γιαγιάς την αγκαλιά!
ΚΟΚ. στάσου γιαγιάμου, εσύ δέν είχες τέτοια τεράστια χέρια σάν αυτά!

ΛΥΚ. που αποθυμώ να σε αγκαλιάσω, τόσο μεγάλωσαν τα χέριαμου!

στο σπίτισας τί γίνεται, είναι καλά η μαμάσου, η θυγατέραμου;

ΚΟΚ. αλλα γιατί, γιαγιά, τα αυτιάσου γίνανε τόσο μεγαλύτερα;
ΛΥΚ. όλο ρωτάς γιατί! μα απλό είναι: με αυτά τα αυτιά σε ακούω καλύτερα!
ΚΟΚ. τα μάτιασου πολύ μεγάλα γιατί είναι σάν να βγάζουνε φωτιά!

καθώς τα βλέπω ανατριχιάζω, μου μηρμυγκιάζει η ραχοκοκκαλιά!
ΛΥΚ. έτσι μεγάλα μάτια νά’χω πρέπει για να σε βλέπω πιό καλά!

ΚΟΚ. Ναί αλλα πώς γίνεται δοντάρες τόσο μεγάλες νά’χεις, έ γιαγιά;

ΛΥΚ. είναι για να σε φάω! γι’ αυτό έχω τέτοιο ένα στόμα - κρεατομηχανή!

για να σε φάω για βραδινόμου περίμενα απ’ το πρωί μικρή χαζή!

ΛΥΚ. μεγάλη τύχη σήμερα είχα! τόσο καλά δέν έχω ξαναφάει!

όποιος σ’ αυτό θα μπεί το σπίτι, στου λύκου την κοιλιά κι αυτός θα πάει!

Τώρα άς ξαπλώσω να χωνέψω, ποτέ περίσσιο δέν είναι το φαΐ

και ίσως, ποιός ξέρει, κάποιος έρθει κι άλλος τη γριούλα για να επισκεφθεί.

…περνά ώρα, η ησυχία μ’ αρέσει κι άν είναι ακόμη κάπως βαρετή.
ΑΦΗΓ. Δυό κυνηγοί αλεπούδων όπως το βράδυ σπίτιτους γυρίζανε

τυχαία καθώς περνούσαν απο το σπίτι της γιαγιάς σταθήκανε

ΚΥΝ. Καπνός δέν βγαίνει απόψε κάτι συμβαίνει το ύποπτο στο σπίτι αυτό

ας μπούμε μέσα ανοίγει η πόρτα τραβώντας έναν σύρτη που έχει εδώ

Κοίτα! κοιμάται σάν πουλάκι! Θεέμου ένας λύκος γκρίζος, όχι αστεία

να μπούμε εμείς σ’ αυτό το σπίτι δέν την περίμενε την ατυχία.

ΚΥΝ. καταραμένε! θα σου δείξω! μέσα στο μάτι η σφαίρα θα σε βρεί!

και θα σε σκίσω ζωντανό και απο την στομάχα ό,τι έχαψες θα βγεί!

ΛΥΚ. καλοίμου ανθρώποι μή βαράτε! δέν έχω κάνει τίποτε κακό!

Τετάρτη και Παρασκευή εγώ δέν έχω φάει ποτέμου ούτε λαγό!

ΦΩΝΗ ΓΙΑ. Βοηθήστεμας! ΛΥΚ. τί ακούγεται έτσι; ΚΥΝ. Γριούλας φωνή είναι, εσύ την έχεις φάει!

ΛΥΚ. όχι αδερφέ, γουργουρητό είναι η κοιλιάμου απο την πείνα γουργουράει!

ΚΥΝ. Ακούτε; να μας ξεγελάσει τη γριούλα να μή βρούμε προσπαθεί

χρειάζεται εδώ καλό ντουφέκι η ζημιά του λύκου για να διορθωθεί

ΦΩΝΗ ΚΟΚ. μας έχει φάει ο λύκος ΦΩΝΗ ΓΙΑ. & ΚΟΚ. είμαστε μέσα στην κοιλιάτου σώστεμας
ΛΥΚ. καλοίμου ανθρώποι λυπηθείτεμε ακούστεμε μή με σκοτώσετε!
ΚΥΝ. ακίνητος! δέν μου γλυτώνεις! λύκος που πιάστηκε δέν σώζεται!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΚΥΝ. ο μύθος είναι ψέμα που όμως έχει σκοπό η αλήθεια να φανεί

πρέπει στο νού να παραμείνει το μάθημα απ’ το μύθο που έχει βγεί:

ΓΙΑ. Όταν βαδίζεις μές το δάσος ή μές την πόλη ή όπου νά’ναι αλλού,
ΜΑΜ. τις οδηγίες μαζίσου να έχεις που σου έδωσε η μαμάσου μές το νού!

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Το βλογημένο μαντρί~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

(το γνωστό διήγημα του Φώτη Κόντογλου)

    Το διήγημα αυτό μπορεί να "δραματοποιηθεί" χωρίς την παραμικρή μεταβολή στο κείμενο, με την έννοια οτι 3 πρόσωπα απλώς διαβάζουν με αίσθημα τα λόγια του αφηγητή / αφηγήτριας, του Γιάννη, και του Αγίου Βασιλείου. Μιά τέτοια δραματοποίηση απαιτεί μόνο 3 άτομα, καθόλου σκηνικά, καθόλου απομνημόνευση, κ ελάχιστη προετοιμασία. (Αυτούσιο το κείμενο υπάρχει εδώ: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/kontoglou_madri.html).

    Η πιό περίτεχνη δραματοποίηση που ακολουθεί (σχετικά εύκολη, διότι είναι σύντομο το κείμενο, κ τα συνδέει όλα ο αφηγητής που διαβάζει το κείμενοτου) είναι γραμμένη με γραμματοσειρές που διακρίνουν τα πρόσωπα. Τη γραμματοσειρά Gentium Alt, μπορείτε να την κατεβάσετε απο εδώ: http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/guides/polytonic/fonts/fonts.html Με άτονο γαλάζιο χρώμα είναι οδηγίες (όχι λόγια που προφέρονται στο έργο).

Πρόσωπα: Αφηγητής, Γιάννης, Άγιος Βασίλης, Ελένη (γυναίκα του Γιάννη), Μάρκος (δέν μιλάει), για μωρό μία κούκλα.

Σκηνικά: ένα (ψεύτικο) τζάκι, ένα στρόγγυλο μικρό τραπέζι, πιατικά, βασιλόπιτα, μαχαίρι, καναπέ, 4 καρέκλες, δύο τετράδια, ένα παλιό βιβλίο,  μερικές καρδάρες, πήλινα δοχεία, καυσόξυλα, μιά ψεύτικη πόρτα, μιά ψεύτικη αυλόπορτα απο ξύλα.

Αφηγητής: Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν του ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδή έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.

Αφού βολόδειρε από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφτασε στα ελληνικά τα μέρη, πού ’ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά διάλεξε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη φτωχολογιά.

Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.

Αφού περπάτησε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ’να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από κλαδιά και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε˙ μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους. (εδώ μπορεί να μπεί υπόκρουση απο γαβγίσματα και γρυλίσματα σκυλιών. Τολμηρό θα ήτανε να βάλουμε παιδιά να παραστήσουνε τα σκυλιά).

Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:
Α. Βασίλης: «Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια˙ και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:

Γιάννης: «Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».

Αυτός ο τσομπάνης ήτανε άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε…

Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως…

Γιάννης: Είσαι γέροντας, καλόγερος, δέν σε κατάλαβα στα σκοτεινά!

πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και τό ’βαλε απάνω στο κεφάλι του.

Γιάννης: Ελένη, πού είσαι;

Ελένη: Κουνάω το μωρό να κοιμηθεί.

Γιάννης: Έλα, έχουμε μουσαφίρη.

Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:

Ελένη: «Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».

Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι λέγοντας:

Ά. Βασίλης: «Βλογημένοι νά ’σαστε, παιδιάμου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».

Γιάννης: γέροντα, με συγχωρείς, δέν κατάλαβα πολλά απο αυτά που είπες, είμαι αγράμματος ολότελα. Με λένε Γιάννη Μπάικα. Η γυναίκαμου η Ελένη. Μαζίμας μένει κι ο Μάρκος, είναι βουβός ο καϊμένος, δέν έχει κανέναν, τον πήρα κι αυτόν στο σπιτικόμου να με βοηθά σε καμιά δουλειά.

Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ζωντάνεψε η φωτιά. Ο Άγιος απόθεσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ’βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.

Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:

Ά. Βασίλης: «Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!». «Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!».

Γιάννης: γέροντα, να με συγχωρείς που δέν κάθομαι να σου κάνω παρέα, και θέλω να μιλήσουμε, αλλα πρέπει να μπαινοβγαίνω στην αυλή να φέρνω το ένα και τ’ άλλο. Θέλω να μαζέψω και τα πρόβατα. Κάθισε ξεκουράσου.

Ελένη: κι εγώ πρέπει να μαγειρέψω για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.

Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά. Έπειτα μπαίνει και βγαίνει, φέρνει ξύλα, και διάφορα άλλα πράγματα. Ενώ η γυναίκατου σε μιάν άκρη κάνει οτι μαγειρεύει. Ο Μάρκος κάθεται κοντά στον Άγιο Βασίλη.

Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι.

Εδώ αλλάζουμε κατάλληλα τον φωτισμό, ένα είδος χρυσό φώς: (χωρίς κανείς να δείχνει οτι το προσέχει)

Τα δοκάρια σαν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζουνε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ’ναι στον Παράδεισο.

Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.

(έρχεται μέσα και λέει στον Μάρκο):

Γιάννης: Μάρκο, έλα να βάλουμε τα πρόβατα στο μαντρί.

Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Μέσα στη φτώχεια πλούτη!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης πήγε επισκέπτης στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.

Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.

Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα: (πάει κάθεται κοντάτου)

«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ερημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ’λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ’λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : “Σηκώνεται η μήτηρ του και τον ανασπάζεται και του λέγει : Τέκνο μου! Τέκνο μου!”. Αυτά είν’ όλα τα γράμματα που ξέρω…».

Ά. Βασίλης: Δέν πειράζει. Απόψε, σάν γίνει η ώρα μεσάνυχτα, θα κάνω στο σπιτικόσας λειτουργία.

Ο αγέρας βογγούσε. (άν μπορούμε να βάλουμε ελαφρά υπόκρουση) Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Έγιναν μεσάνυχτα. Έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:

Ά. Βασίλης: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».

Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του θήλασε το μωρό (κρατάει την κούκλα στην αγκαλιά, στραμμένη όχι προς το κοινό) και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.

Εδώ θα πρέπει να βάλουμε απαλή υπόκρουση βυζαντινή λειτουργία. Την ώρα που ακούγεται η υπόκρουση, ο αφηγητής λέει:

Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σοῦ την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση. Εδώ τελειώνει η υπόκρουση ψαλμωδία. Κάθονται στον καναπέ, ενώ η Ελένη στρώνει το τραπέζι, λέει

Ελένη: καθίστε να φάμε!

Κάθονται στο τραπέζι και κάνουν οτι τρώνε ενώ ο αφηγητής λέει.

Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα - Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.
Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.

Ελένη: ορίστε η βασιλόπιτα.

Γιάννης: γέροντα, ορίστε, πάρε το μαχαίρι, φέτος που είχαμε την τύχη να βρεθείς στο σπίτιμας, θα κόψεις εσύ τη βασιλόπιτα.

Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:

Α. Β. «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».

Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε:

Α. Β. «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε:

Α. Β. «της Παναγίας»,

κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε:

Α. Β. «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».

Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».

Α. Β. «Αλήθεια, τον ξέχασα!».

Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:

Α. Β. «Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».

Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε:

Α. Β. «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».

Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:

Γιάννης: «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».

Του λέγει ο Άγιος:

Α. Β. «Έκοψα, ευλογημένε!».

Μα ο Γιάννης δεν το κατάλαβε ο καλότυχος!

Ελένη: έχω στρώσει για να κοιμηθούμε. Γέροντα, εδώ κοντά εκκλησία δέν έχουμε, αλλα κάνουμε το σταυρόμας πρίν κοιμηθούμε, λέμε να μας φυλάει ο Θεός και να μας συγχωράει… Απόψε που είσαι μαζίμας, θα κάνεις εσύ προσευχή για όλουςμας.

Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις παλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:

Α. Β. «Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου… Κύριε Θεέμου, εσύ ξέρεις οτι δέν είμαι άξιος ούτε ικανός για να έρθεις κάτω απο τη στέγη του σπιτιού της ψυχήςμου…».

Ενώ συνεχίζει να εύχεται χαμηλόφωνα:

«εν τω επικαλείσθαι-με εισήκουσάςμου, ο Θεός, της δικαιοσύνηςμου, εν θλίψει επλάτυνάς-μοι· οικτίρησον-με και εισάκουσον της προσευχής-μου»

καλύπτει την φωνήτου ο αφηγητής λέγοντας αργά: Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης : (έχουν καθίσει)

Γιάννης : «Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ’χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».

Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Κλείνει τα μάτιατου για λίγο. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις παλάμες και ξανάπε την ευχή αλλιώτικα:

Α. Β. «Κύριε Θεέμου, εσύ ξέρεις οτι ο δούλοςσου Ιωάννης ο απλός είναι άξιος και ικανός να έρθεις κάτω απο τη στέγητου, γιατί είναι σάν τα μικρά παιδιά αθώος, και αυτονών είναι η βασιλεία των ουρανών… Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».

Και πάλι δεν το κατάλαβε ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

 

 

Η ΊΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

 

 ΠΡΌΣΩΠΑ (το καθένα δηλώνεται με έναν αριθμό. Άλλα πρόσωπα έχουν περισσότερα λόγια, άλλα λιγότερα, άλλοι ρόλοι ευκολότεροι, άλλοι δυσκολότεροι, ωστε μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικών ικανοτήτων άτομα. Καλό θα είναι να χρησιμοποιηθούν κ κομπάρσοι ώς υπηρέτες, φρουροί, αυλικοί, ιππείς. Ο Ηρόδοτος μπορεί να έχει ένα χαρτί εν είδει παπύρου κ να διαβάζει απο εκεί τα λόγιατου. Έτσι το όλο έργο είναι αρκετά εύκολο να ανεβεί στη σκηνή. Τα λόγια των προσώπων είναι με πεζά γράμματα, σκηνοθετικές οδηγίες με κεφαλαία)

 

  1. ΗΡΟΔΟΤΟΣ
  2. ΦΡΟΥΡΌΣ
  3. ΒΑΣΙΛΙΆΣ (ΤΗΣ ΛΕΒΑΙΑΣ)
  4. ΓΑΥΆΝΗΣ
  5. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ (ΣΎΖΥΓΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΆ ΤΗΣ ΛΕΒΑΊΑΣ)
  6. ΜΆΓΟΣ
  7. ΑΈΡΟΠΟΣ
  8. ΠΕΡΔΊΚΚΑΣ
  9. ΑΥΛΙΚΌΣ
  10. ΤΩΝ ΙΠΠΈΩΝ Ο ΕΠΙΚΕΦΑΛΉΣ
  11. ΜΑΝΤΗΣ / ΙΈΡΕΙΑ (άν υπάρχει διαθέσιμο αγόρι / άντρας, παίζει το ρόλο του μάντη. Αλλιώς ένα κορίτσι / γυναίκα παίζει τον ίδιο ρόλο ώς ιέρεια)

 

ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΊΗΣΗ

ΒΑΣΙΣΜΈΝΗ ΣΤΟ ΚΕΊΜΕΝΟ ΤΟΥ ΗΡΌΔΟΤΟΥ

20 Ιουνίου 1996

 

Η ΊΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

1. ΗΡΟΔΟΤΟΣ: Στην πόλη Λεβαία, κάπου στην πεδιάδα της Καστοριάς...:

2. ΦΡΟΥΡΌΣ: Βασιλιάμου, είναι τρείς ξένοι στην πόρτα, τρείς νεαροί, και θέλουν να σου μιλήσουν.

3. ΒΑΣΙΛΙΆΣ: Να περάσουν.

4. ΓΑΥΆΝΗΣ: Χαίρε, βασιλιά της Λεβαίας, πολλά τα έτησου.

3. Β. Ποιοι είστε, παλληκάρια; τί ζητάτε;

4. Γ. Βασιλιάμου, είμαστε Έλληνες, Μακεδόνες, απο το Άργος Ορεστικό. Εμένα με λένε Γαυάνη, ο μικρότερος αδερφόςμου ο Αέροπος, και ο πιό μικρός, ο Περδίκκας. Πήγαμε πρώτα κοντά στους Ιλλυριούς. Μας κλέβαν τα ζώα, δέν μπορούσαμε να τα βοσκήσουμε ελεύθερα. Κάθε χρόνο είχαμε πόλεμο με τους Ιλλυριούς. Κουραστήκαμε. Γι’ αυτό ήρθαμε στη δικήσου χώρα. Δέν θα κάνουμε κανένα κακό. Άν έχεις δουλειά να μας δώσεις, θα μείνουμε.

3. Β. (ΚΟΥΝΑΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΑΝ ΝΑ ΛΕΕΙ "ΕΝΤΑΞΕΙ") Καλοδεχούμενοι. Εδώ η κοιλάδα είναι δικιάμας. Έχει εύφορη γή και καλλιεργούμε. Έχουμε κι ωραία βοσκοτόπια στις πλαγιές. Εκεί μπορείτε να δουλέψετε· θα βόσκετε τα κοπάδιαμας, τα άλογα, τα βόδια, τα γιδοπρόβατα. Τί λέτε;

4. Γ. Βασιλιάμου, θα το δείς μόνοςσου πόσο θα σου είμαστε πιστοί δουλευτές και η περιουσίασου θα πληθαίνει. Εγώ θα αναλάβω τα άλογα· ο Αέροπος θα βόσκει τα βόδια. Ο μικρός, ο Περδίκκας, θα βόσκει τα γιδοπρόβατα. Μείνε ήσυχος.

3. Β. Άντε, γυναίκα, στρώσε ένα ωραίο τραπέζι, θα φάμε με τους ξένους σήμερα. Απο αύριο θα πιάσουν δουλειά.

1. ΗΡ. Εκείνα τα χρόνια, ο κόσμος ήταν φτωχός. Ακόμα και ο βασιλιάς και η βασίλισσα δουλεύανε, όπως η Ναυσικά στον Όμηρο, μαζί με τις δούλεςτης έπλενε τα ρούχα στο ποτάμι. Έτσι και η βασίλισσα της Λεβαίας φρόντιζε για το ψωμί των υπηρετών. Περάσανε δυό μήνες. Τα τρία αδέρφια υπάκουα εργάζονταν στην υπηρεσία του βασιλιά της Λεβαίας.

5. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: Βασιλιά, κάτι θέλω να σου πώ, αλλα να μή θυμώσεις.

3. Β. Γιατί ρε γυναίκα, με ξέρεις να θυμώνω; εκτός κι άν μου έκανες καμιά ζημιά!

5. ΒΑ. Όχι, αλλα μή με πείς προληπτική. Ένα θαύμα γίνεται εδώ και καιρό· πέρασαν δυό φεγγάρια.

3. Β. Θαύμα; Έ, πέςτομου να γελάσω.

5. ΒΑ. Δέν είναι αστείο. Όταν ψήνουμε τα ψωμιά για τους υπηρέτες, το ψωμί που είναι για τον μικρό, τον Περδίκκα, γίνεται διπλάσιο απ’ όσο ήταν όταν το βάζαμε στο φούρνο. Κάθε μέρα αυτό γίνεται!

3. Β. Άλλο και τούτο!

5. ΒΑ. Σ’ το ορκίζομαι στους θεούς!

3. Β. (ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑΝ ΥΠΗΡΈΤΗ (ΚΟΜΠΆΡΣΟ)): Φωνάξτε το μάγο του παλατιού.

(ΣΕ ΛΙΓΟ ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΜΑΓΟΣ)

6. ΜΆΓΟΣ: Διατάξτε, μεγαλειότατε.

3. Β. Τί ειναι μωρέ τούτο, το ψωμί να γίνεται διπλάσιο απ’ όσο όταν το βάζανε στο φούρνο;

6. Μ. Ώ! Αλήθεια, μεγαλειότατε; Γίνεται το ψωμίσου διπλάσιο; Είσαι ο πιό καλότυχος βασιλιάς του κόσμου!

3. Β. Όχι το δικόμου ψωμί βρέ! Αλλουνού γίνεται διπλάσιο όταν το ψήνουν!

6. Μ. (ΣΥΛΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΛΙΓΟ): Άσκημο σημάδι, βασιλιάμου. Οποιανού είναι αυτό το ψωμί, είναι η μοίρατου να γίνει βασιλιάς. Άρα, η δικήσου βασιλεία... κινδυνεύει.

3. Β. Φωνάξτε εκείνους τους τρείς υπηρέτεςμας τους Μακεδόνες.

(ΌΛΟΙ ΣΤΈΚΟΥΝ ΑΣΆΛΕΥΤΟΙ, ΈΡΧΕΤΑΙ Ο ΗΡΌΔΟΤΟΣ ΣΤΟ ΜΈΣΟ ΤΗΣ ΣΚΗΝΉΣ ΣΆΝ ΝΑ ΜΉΝ ΤΟΝ ΒΛΈΠΟΥΝ ΚΑΙ ΛΈΕΙ): Μετά απο μιά δυό ώρες...:

(ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗ ΣΚΗΝΉ ΤΑ 3 ΑΔΕΡΦΙΑ)

4. Γ. Διατάξτε, μεγαλειότατε. (ΥΠΟΚΛΊΝΟΝΤΑΙ)

3. Β. Ακούστε εσείς οι τρείς. Άν θέλετε να είμαστε αγαπημένοι, κι άν αγαπάτε τη ζωήσας, σηκωθείτε σήμερα κιόλας προτού βραδιάσει και φύγετε απ’ την πόλημας, κι απ’όλη τη γήμας, και μήν ξαναπατήσετε.

7. ΑΈΡΟΠΟΣ: Μα δέν κάναμε τίποτε κακό!

4. Γ. Βασιλιά, πολύ παράξενα μας φέρεσαι. Αλλά, εσύ είσαι βασιλιάς στην πόλησου κι εμείς είμαστε περαστικοί. Μόνο, σε παρακαλώ να μας δώσεις την πληρωμήμας για τη δουλειά που σου προσφέραμε, και τότε ευχαρίστως και με τις ευχέςμας θα φύγουμε.

3. Β. Πληρωμή;… Πληρωμή; (ΓΙΑ ΛΊΓΟ ΔΈΝ ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΝΑ ΠΕΙ. ΚΟΥΝΑΕΙ ΤΟ ΚΕΦΆΛΙΤΟΥ). (ΕΝΑΣ ΠΡΟΒΟΛΕΑΣ ΡΙΧΝΕΙ ΦΩΣ ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ ΣΧΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΦΩΤΕΙΝΟ ΚΥΚΛΟ. Ο ΒΑΣΙΛΙΆΣ ΔΕΊΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΟΡΟΦΗΣ Κ ΤΟΝ ΦΩΤΕΙΝΌ ΚΥΚΛΟ ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ ΛΕΕΙ) Βλέπετε τον ήλιο που μπαίνει απο το άνοιγμα της οροφής; Αυτόν τον ήλιο σας δίνω για πληρωμή αντάξὶάσας.

(ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΓΙΑ 3 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΕΝΟΥΝ ΣΙΩΠΗΛΆ, ΚΟΙΤΆΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟΡΗΜΈΝΟΙ, ΣΆΝ ΝΑ ΠΕΡΙΜΈΝΟΥΝ Ο ΈΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΆΛΛΟ ΚΆΠΟΙΑ ΕΞΉΓΗΣΗ)

8. ΠΕΡΔΊΚΚΑΣ: Δεχόμαστε, δεχόμαστε, βασιλιά, αυτά που μας δίνεις. (ΒΓΑΖΕΙ ΤΟ ΜΑΧΑΊΡΙ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΝΗΤΟΥ, ΣΚΎΒΕΙ, ΓΟΝΑΤΊΖΕΙ, ΠΕΡΙΧΑΡΆΖΕΙ ΜΕ ΑΥΤΌ ΤΟΝ ΚΎΚΛΟ ΤΟΥ ΗΛΙΌΦΩΤΟΣ ΣΤΟ ΠΆΤΩΜΑ, Και ΜΕ ΤΑ ΔΥΌΤΟΥ ΧΈΡΙΑ 3 ΦΟΡΈΣ ΠΑΊΡΝΕΙ ΣΤΟΝ ΚΌΡΦΟΤΟΥ ΕΚΕΊΝΟ ΤΟ ΗΛΙΌΦΩΣ. ΈΠΕΙΤΑ ΣΗΚΏΝΕΤΑΙ).

8. Π. Ευχαριστούμε. (ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ). Έχετε γειά, άρχοντες.

(ΦΕΎΓΕΙ, ΠΑΊΡΝΟΝΤΑΣ ΜΑΖΊ Και ΤΑ ΑΔΈΡΦΙΑΤΟΥ, ΤΑ ΟΠΟΊΑ ΕΠΙΣΗΣ ΥΠΟΚΛΊΝΟΝΤΑΙ Και ΛΈΝΕ):

Έχετε γειά. (ΒΓΑΊΝΟΥΝ)

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΠΑΡΙΣΤΑΜΕΝΟΙ (ΚΟΜΠΑΡΣΟΙ) ΔΕΝ ΧΑΙΡΕΤΟΥΛΝ. Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥΣ ΓΥΡΙΖΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΤΙΚΑ. ΈΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ:

3. Β. Εντάξει, ησυχάσαμε.

ΕΝΑΣ ΑΥΛΙΚΟΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΓΟΝΑΤΙΖΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑΤΟΥ.

9. ΑΥΛΙΚΌΣ: Βασιλιά, μπορώ να σου μιλήσω;

3. Β. Τί είναι πάλι;

9. (Ο ΑΥΛΙΚΌΣ ΣΗΚΏΝΕΤΑΙ Και ΛΈΕΙ): Τί έκανες; σίγουρα κάποιος θεός σου πείραξε τα λογικά. Τον ήλιο τους έδωσες; Ο ήλιος είναι αυτός που δίνει την εξουσία στους βασιλιάδες. Και μάλιστα, τον ήλιο της εστίας πήρε ο μικρός· που μπαίνει απ’ την τρύπα του καπνού και πέφτει κοντά στην εστία. Και η εστία, όπου ανάβει η φωτιά, είναι το ιερό κέντρο του παλατιού. Ξέρεις τί θα πεί αυτό; πήραν τη δύναμη της βασιλείαςσου και έφυγαν!

3. Β. (ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΠΙΑΝΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙΤΟΥ· ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ, ΣΦΙΓΓΕΙ ΤΙΣ ΓΡΟΘΙΕΣΤΟΥ ΘΥΜΩΜΕΝΟΣ. ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΡΟΥΡΟΥΣ ΚΑΙ ΛΕΕΙ): Αυτοί οι τρείς δέν πρέπει να ζήσουν. Φύγε, κάλεσε τους καλύτερους ιππείς, να τους κυνηγήσουν, να τους προλάβουν και να τους φέρουν νεκρούς. Μήν τους φέρουν ολόκληρους· μόνο τα κεφάλιατους να φέρουν.

1. Η. Αργότερα,…

(ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΟΙ ΙΠΠΕΙΣ. ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΑΡΓΑ, ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΑ. ΕΙΝΑΙ ΣΚΥΘΡΩΠΟΙ, ΜΕ ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΣΚΥΦΤΑ. ΓΟΝΑΤΙΖΟΥΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ).

3. Β. Πού είναι μωρέ τα κεφάλια των Μακεδόνων; Δέν τους σκοτώσατε; δέν τους πιάσατε;

10. ΤΩΝ ΙΠΠΈΩΝ Ο ΕΠΙΚΕΦΑΛΉΣ: Δέν φταίμε εμείς, βασιλιάμας· τους πήραμε το καταπόδι μέχρι το ποτάμι· θα τους προλαβαίναμε· μα πέρασαν το ποτάμι· όταν πήγαμε να περάσουμε εμείς, κατέβασε το ποτάμι πολύ νερό, δέν μπορούσαμε να περάσουμε. Είναι θεού δουλειά αυτή, να κατεβάσει ξαφνικά τόσο νερό το ποτάμι. Τί να κάμναμε εμείς; (Ο ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΩΝ ΙΠΠΕΩΝ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΡΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΜΙΛΑ ΤΑΡΑΓΜΕΝΟΣ, ΔΗΛΑΔΗ ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΒΙΑΣΤΙΚΕΣ ΒΑΘΙΕΣ ΑΝΑΣΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΣΥΧΝΕΣ ΠΑΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑΤΟΥ).

Ο ΒΑΣΙΛΙΆς ΤΕΝΤΏΝΕΙ ΑΝΟΙΧΤΈς ΤΙΣ ΠΑΛΆΜΕΣΤΟΥ· ΣΕΊΕΙ ΤΑ ΧΈΡΙΑΤΟΥ· ΜΕ ΜΙΆ ΑΠΌΤΟΜΗ ΚΊΝΗΣΗ ΠΙΆΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΔΥΌ ΧΈΡΙΑ ΤΟ ΚΕΦΆΛΙΤΟΥ, ΈΤΣΙ ΠΟΥ ΜΕ ΤΑ ΔΆΧΤΥΛΑΤΟΥ ΜΙΣΟΚΡΎΒΕΙ ΤΑ ΜΆΤΙΑ Και ΤΟ ΜΈΤΩΠΌΤΟΥ· ΣΚΎΒΕΙ ΤΟ ΚΕΦΆΛΙ· ΤΡΙΚΛΊΖΕΙ ΜΕΡΙΚΆ ΒΉΜΑΤΑ προς ΤΑ ΔΕΞΙΆΤΟΥ Και ΈΤΣΙ ΣΤΡΈΦΕΙ ΠΡΟΦΊΛ προς ΤΟΥΣ ΘΕΑΤΈς. ΞΑΝΆ ΤΕΝΤΏΝΕΙ ΤΑ ΧΈΡΙΑΤΟΥ, ΚΟΙΤΆΖΕΙ ΤΟ ΤΑΒΆΝΙ Και ΛΈΕΙ:

3. Β. Ώωω, θεοί! θεοί του Ολύμπου! Και ΒΓΑΊΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΗΝΉ.

ΣΤΗ ΜΈΣΗ ΈΡΧΕΤΑΙ Ο ΗΡΌΔΟΤΟΣ, ΑΠΕΥΘΎΝΕΤΑΙ στους ΘΕΑΤΈΣ:

  1. Η. Εκείνον τον ποταμό, απο τότε τον έχουν οι Μακεδόνες για θεό σωτήρα και του προσφέρουν θυσίες.

Αφού πέρασαν το ποτάμι, έφτασαν και κατοίκησαν σε άλλη περιοχή της Μακεδονίας, κοντά στους λεγόμενους κήπους του Μίδα, όπου φυτρώνουν μόνατους ρόδα εξηντάφυλλα που ξεπερνούν στην ευωδιά όλα τ’ άλλα. Σε ’κείνους τους κήπους πιάστηκε και ο Σιληνός, όπως λένε οι Μακεδόνες. Πάνω απο ’κείνους τους κήπους είναι το όρος Βέρμιο, που είναι αδύνατο να το περάσει κανείς, γιατί είναι πάντα χιονισμένο.

Την ιστορία που σας είπα, καθώς και άλλες, μου την είπαν οι ίδιοι οι Μακεδόνες. Πήγα στην αυλήτους, με φιλοξένησαν φιλικά και εγκάρδια. Και είδα με τα μάτιαμου οτι είναι Έλληνες, αφού έχουμε ίδια ήθη, ίδια θρησκεία, και μιλάνε μιά δὶάλεκτο δωρική, παρόμοια μ’ εκείνη που μιλάμε στην πατρίδαμου, την Αλικαρνασσό. Γι’ αυτό σας λέω πως οι ιστορίεςτους είναι αληθινές. Κι άν ακόμη έχουνε βάλει κάποια μυθικά καρυκεύματα, είναι χίλιες φορές πιό αληθινές απο τις διηγήσεις άλλων που λένε πως οι βασιλιάδες έχουνε θεούς προπαππούδες.

Εκείνη η όμορφη πεδὶάδα, ανατολικά του Βέρμιου, ήταν η βάση του Μακεδονικού κράτους. Πρώτος βασιλιάς έγινε ο μικρός αδερφός, ο Περδίκκας, σύμφωνα με τα θεϊκά σημάδια. Απο εκεί ξεκινώντας, σιγά σιγά προσάρτησαν και την άλλη Μακεδονία, που ήταν η χώρα βόρεια του Αλὶάκμονα ποταμού και έπιανε δυτικά απο την πεδὶάδα του Αλὶάκμονα έως ανατολικά την πεδιάδα του Αξὶού· αργότερα, και την πεδιάδα του Γαλλικού.

Οι Μακεδόνες βασιλιάδες μετά τον Περδίκκα ήταν: Αργαίος, Φίλιππος, Αέροπος, Αλκέτας, Αμύντας, και του Αμύντα γιός ο Αλέξανδρος, απόγονος έβδομης γενιάς του Περδίκκα. (ΜΙΚΡΉ ΠΑΎΣΗ) Τί θα γίνει στο μέλλον; τί λέει αυτός ο μάντης; (/ αυτή η ιέρεια;)

11. ΕΝΑΣ ΜΑΝΤΗΣ / ΜΙΑ ΙΈΡΕΙΑ ΜΠΑΊΝΕΙ ΣΤΗ ΣΚΗΝΉ Και ΛΈΕΙ: Της Μακεδονίας το ψωμί γίνεται πάντα διπλό όταν ψήνεται. Θα το δείτε, μιά μέρα η Μακεδονία θα ενώσει, θα σώσει και θα δοξάσει όλον τον Ελληνισμό!

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΆΣΤΑΣΗΣ. ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΊ ΥΠΟΚΛΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΌ.

κλίκ για επιστροφή
στην αρχική σελίδα

κλίκ στο για επιστροφή στην αρχική σελίδα.