42  49   2    8  7    3  46  45 48  43   9    1 4     6  44  47

Akiko 曄子  狼 ookami (λύκος) 

 

Αυτή λοιπόν είναι η ζωή. σ’ ολόκληρη πόλη να μην μπορείς να βρεις έναν άνθρωπο.

 

Κάποτε, σ’ ένα χωριό, ζούσε ένας πλούσιος σιδεράς με τη μοναχοκόρη-του, τη χαριτωμένη Ακικο. Η μητέρα του κοριτσιού είχε πεθάνει στη γέννα κι ο σιδεράς αναγκάστηκε να παντρευτεί ξανά.
Η δεύτερη γυναίκα του, όμως, ήτανε τσιγκούνα και κακιά. Τίποτα δεν την ευχαριστούσε, και την Ακικο δεν τη χώνευε καθόλου. Τη ζήλευε, γιατί ήταν πάντα χαρούμενη και γελαστή. Όσο το κορίτσι μεγάλωνε τόσο και περισσότερες δουλειές τη φόρτωνε η μητριά-της. Στο τέλος, η Ακικο έκανε μόνη της όλες τις δουλειές του σπιτιού. Η γυναίκα του σιδερά τεμπέλιαζε όλη μέρα, ξάπλα στο κρεβάτι, κι έδινε μονάχα διαταγές: «κάνε ετούτο, κάνε εκείνο», και το βράδυ, που γυρνούσε ο άντρας-της, άρχιζε τη μουρμούρα:
«Τι θα κάνουμε μ’ αυτή την κοπέλα, μια δουλειά σωστή δεν μπορεί να κάνει!»
Τα βράδια, η μικρή Ακικο, ακούγοντας όλες αυτές τις ψευτιές, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ στην κάμαρα της. Μόλις ξημέρωνε, όμως, τα ξεχνούσε όλα κι άρχιζε χαρούμενη να κάνει τις δουλειές-της. Ποτέ δε βαρυγκομούσε, κι οι υπηρέτες δεν άκουσαν ποτέ κακιά κουβέντα απ’ τα χείλη-της. Φερόταν καλά σε όλους, γιατί ένιωθε πολύ καλά τι πά’ να πει αδικία. Ακόμα κι οι περαστικοί απ’ το χωριό, οι ζητιάνοι και οι ζητιάνες που χτυπούσαν την πόρτα-της, όλοι είχαν να το λένε για το τί πονετικό και καλόκαρδο κορίτσι ήταν. Κανείς δεν έφευγε απ’ την πόρτα της με άδεια χέρια. Όλοι στο χωριό την αγαπούσαν και άνοιγε η καρδιά-τους όταν την ακούγανε να τραγουδάει με την όμορφη φωνή-της.
Έτσι κυλούσε η ζωή, και οι δουλειές του σιδερά πήγαιναν μια χαρά.
Η στρίγγλα η μητριά-της όμως δεν το ’βαζε κάτω. Κάθε βράδυ που γυρνούσε ο άντρας της τον άρχιζε στις ψευτιές:
«Μ’ όποιον και να περάσει απ’ το σπίτι πιάνει κουβέντα με τις ώρες. Μα είναι πράγματα αυτά για ένα κορίτσι της δικής-μας θέσης; Τί θα πεί ο κόσμος; Κι έχεις και μαγαζί...»
Κι άλλες φορές: «Με τα μυαλά που κουβαλάει, θα πούμε το ψωμί-ψωμάκι. Αυτή είναι ικανή να μοιράσει όλο-μας το βιος στον πρώτο περαστικό. Αλλά βέβαια, πού να ξέρει αυτή με τι κόπο βγαίνουν τα λεφτά! Μόνο να τα χαλάει ξέρει. Ετσι όπως το πάει θα βγούμε στη ζητιανιά. Αχ, τότε θα καταλάβεις τι άνθρωπος είναι η κόρη-σου... και θα χτυπάς το κεφάλι-σου, μα τότε θα ’ναι αργά!...»
Με το πες-πες της κακιάς μητριάς, ο σιδεράς άρχισε ν’ αλλάζει γνώμη για την κόρη-του. Τον κατάφερε να πιστεύει πως σκορπούσε τα λεφτά από ’δώ κι από ’κεί. Κι όπως η Ακίκο ήταν άνθρωπος που δεν έλεγε ποτέ κακιά κουβέντα για κανέναν έτσι δεν κατηγορούσε και τη μητριά-της, που της έσουρνε χίλια δυο μπροστά στον πατέρα της. Στεκόταν μονάχα λυπημένη και κατάπινε τα δάκρυά της.
Το πρωί, όμως, ο σιδεράς ακούγοντας την Ακίκο να τραγουδάει χαρούμενη — όπως πάντα — μονολογούσε:
«Πάει πια η κόρη-μου, δεν καταλαβαίνει από λόγια.» Η καρδιά-του είχε γίνει πέτρα γι’ αυτήν.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, η μητριά άρχισε πάλι να φωνάζει και να χτυπιέται:
«Δεν ξέρω τί θα κάνεις με την κόρη σου. Δεν υποφέρεται πια. Θα ρίξει ο Θεός φωτιά και θα μας κάψει. Ξέρεις τι έκανε; Πήγε και ζύμωσε ρυζόψωμο με κάτι αποφάγια αντί να βάλει μέσα το καλύτερο ρύζι. Τίποτα δε σέβεται πια.»
Ακούγοντας αυτά, ο πατέρας-της έδιωξε την Ακίκο από το σπίτι.
Κι έτσι το κορίτσι περπατούσε λυπημένο στους δρόμους του χωριού. Κανείς δε στεκόταν να το κοιτάξει. Ολοι προσπερνούσαν βιαστικοί, τρέχαν να προλάβουν τα ψώνια-τους για την πρωτοχρονιά.
Η Ακικο, μόνη κι έρημη, περπατούσε με τις ώρες στους δρόμους ώσπου έφτασε στο διπλανό χωριό. Τουρτούριζε απ’ το τσουχτερό κρύο και το στομάχι της πονούσε απ’ την πείνα. Κι όπως δεν είχε πάνω-της χρήματα, δεν εύρισκε κάτι να φάει ούτε ένα μέρος να κοιμηθεί. Όπου κι αν πήγε της έκλεισαν την πόρτα.
Όταν πια δεν την κρατούσαν άλλο τα πόδια-της, αναγκάστηκε να χτυπήσει την πόρτα ενός πανδοχείου. Παρακάλεσε να της δώσουν λίγο ζεστό τσάι.
«Ξέρετε, ξέμεινα από χρήματα και δεν έχω να σας το πληρώσω. Αν θέλετε, μπορείτε να κρατήσετε τη ζακέτα-μου. Δώστε-μου, σας παρακαλώ, λίγο τσάι.» «Και τι το πέρασες εδώ πέρα;» απάντησε άγρια ο ξενοδόχος. «Άμα έρχεται εδώ ο καθένας και τρώει και μου αφήνει τη ζακέτα-του, πάει, το ’κλεισα το μαγαζί. Κάτσε εκεί, πάρα πέρα, πρώτα θα πουλήσω τη ζακέτα, να δώ αν θα βγάλω καμιά δεκάρα, και μετά σου δίνω τσάι.»
Κι έτσι η Ακικο έβγαλε τη ζακέτα κι έμεινε μόνο με το λεπτό κιμονό-της. Πήγε και στάθηκε στην πόρτα του πανδοχείου. Ο ξενοδόχος έστειλε έναν υπηρέτη να πουλήσει τη ζακέτα.
Η ώρα περνούσε κι ο υπηρέτης δε φαινόταν. Η Ακικο έτρεμε απ’ το κρύο. Παρηγοριόταν, όμως, καθώς σκεφτόταν: Δεν μπορεί, θα φέρει αρκετά χρήματα, θα φτάσουν να πιω κάτι ζεστό και θα περισσέψουν και για το δρόμο. Κι αύριο μέρα είναι, κάπου θα βρω καλούς ανθρώπους που θα μου δώσουν δουλειά και θα μ’ αφήσουν να κοιμηθώ στο σπίτι-τους. Και συνέχιζε να ονειροπολεί: θα φτιάξουν τα πράγματα. Ο πατέρας δε θ’ αργήσει να καταλάβει ότι δεν είχε δίκιο και θα με φωνάξει να γυρίσω σπίτι. Τόσο μεγάλη αδικία δε γίνεται να υπάρχει στον κόσμο.
Αυτά συλλογιζόταν η Ακικο εκεί στην πόρτα του πανδοχείου. Πελάτες πηγαινοέρχονταν, δούλοι και υπηρέτες μπαινόβγαιναν. Κανένας δεν έδινε σημασία στην κοπέλα που υπόφερε απ’ την πείνα και το κρύο.
Ώσπου μια αγριοφωνάρα ήρθε να ταράξει τους συλλογισμούς-της:
«Δε μου λες, παλιοζητιάνα, Τί θα γίνει μ’ εσένα; Τι μου στήθηκες μπροστά στην πόρτα και δεν μπορεί να περάσει ο κόσμος; «Άντε τράβα πουθενά αλλού να ζητιανέψεις, καλό κουμάσι είσαι κι εσύ...»
Η Ακικο, με φωνή που έτρεμε, του θύμισε τη ζακέτα-της. «Σίγουρα θα πάρετε κάποια χρήματα που θα φτάσουν να μου δώσετε μια ψαρόσουπα κι ένα φλιτζάνι τσάι...»
Ο ξενοδόχος έβαλε τα γέλια. «Ε, δεν είμαστε καλά! Για ποια ζακέτα μου μιλάς; Σιγά-σιγά θα μας πεις ότι μας έδωσες κι ένα σακούλι με φλουριά. Φαίνεται ότι τόσα σου λείπουν. Χα, χα, χα! Απορώ με την αναίδεια σου. Να πουλήσω εγώ τη ζακέτα μιας ζητιάνας! Μα, αν είχες καλή ζακέτα, θα καθόσουνα σπιτάκι-σου και δε θα γύριζες από ’δώ κι από ’κεί...». Ο ξενοδόχος χάλαγε τον κόσμο με τις αγριοφωνάρες-του. Σε λίγο είχαν μαζευτεί εκεί όλοι οι πελάτες, για να δουν τι συμβαίνει, κι άρχισαν να γελάνε και να κοροϊδεύουν την Ακικο.
Το κορίτσι δεν άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα. Δεν άντεχε την πείνα και το κρύο. Μα πιο πολύ δεν άντεχε την αδικία και την απανθρωπιά.
«Να, πάρε!» Φώναξε ο ξενοδόχος, και της πέταξε έναν κεφτέ κι ένα τσουβάλι μπαλωμένο. «Για να μη λες, δηλαδή, ότι σου φέρθηκα άσχημα, χρονιάρα μέρα. Κανονικά έπρεπε να σε διώξω με τις κλωτσιές αλλά έχε χάρη που είμαι άνθρωπος με αισθήματα εγώ. Λοιπόν, άντε τώρα, ξεκουμπίσου, για να μη φωνάξω τα σκυλιά!...»
Κι η Ακικο ρίχνει στις πλάτες-της το μπαλωμένο τσουβάλι και φεύγει τρέχοντας. Τρέχει, και στ’ αυτιά της βουίζουν ακόμα τα γέλια και οι κοροϊδίες. Φεύγει όσο γίνεται πιο μακριά από εκείνο το φριχτό μέρος.
Κάποια στιγμή, φτάνει λαχανιασμένη στο δάσος. Χιονίζει.
Το κορίτσι πια έχει χαθεί τελείως. Δεν ξέρει ούτε πού βρίσκεται, ούτε πού πάει. Πάνω στην απελπισία της σκέφτεται: Ποια χαρά να περιμένω πια σ’ αυτόν τον κόσμο; θα παγώσω και θα πεθάνω απ’ την πείνα. Ας προχωρήσω μέσα στο δάσος να με φάνε οι λύκοι. Τέτοια ζωή τι να την κάνω;...
Κι έτσι έκανε. Άρχισε να προχωράει με δυσκολία μέσα στο πυκνό δάσος και η μόνη-της ελπίδα πια ήταν να την κατασπαράξουν οι άγριοι λύκοι. Να τελειώνουν τα βάσανά-μου μια ώρα αρχύτερα, σκέφτεται, και κάθεται δακρυσμένη σε μια πέτρα. Το δάσος είναι κατασκότεινο. Βαθιά σιωπή απλώνεται παντού, ούτε φύλλο δε σαλεύει. Και το χιόνι συνεχίζει να πέφτει. Λύκος, όμως, δε φαίνεται πουθενά.
Δεν έχω ξανάρθει στο δάσος και δεν ξέρω πού συχνάζουν αυτά τα ζώα, σκέφτεται το κορίτσι. Ας προχωρήσω λίγο ακόμη.
Και συνεχίζει την περιπλάνησή-της μέσα στα πυκνά χιονισμένα δέντρα.
«Λύκε, έλα, καλέ-μου λύκε. Ελα να με καταβροχθίσεις, δε θέλω να ζήσω άλλο», φωνάζει καθώς περπατά.
Περπάτησε έτσι ώρες πολλές, και, σε μια στιγμή, ακούγεται ένα κρακ μέσα από κάτι κλαδιά. Οι θάμνοι ανοίγουν κι ένας πελώριος λύκος με άγρια κατακόκκινα μάτια εμφανίζεται μπρος στην Ακικο. Ουρλιάζει άγρια κι ετοιμάζεται να χυμήξει πάνω-της. Τα άγρια μάτια του την κοιτάζουν προσεχτικά. Η Ακικο έχει χάσει τη μιλιά-της, δεν μπορεί να κάνει βήμα. Τρέμει ολόκληρη καθώς βλέπει τις δοντάρες του λύκου και νιώθει την ανάσα του στο πρόσωπό της. Σκέφτεται όλες τις ταπεινώσεις και τις αδικίες που της έκαναν οι άνθρωποι, σκέφτεται την πείνα και το κρύο που τράβηξε και δε μετανιώνει για την απόφασή-της. Κοιτάζει φοβισμένη το λύκο, αλλά με σταθερή φωνή του λέει: «Καταβρόχθισέ-με, λύκε! Δεν περιμένω πια καμιά χαρά σ’ αυτή τη ζωή.»
Ο λύκος μουγκρίζει και την αγριοκοιτάζει. Μετά, όμως, κάθεται στα πισινά του πόδια και της λέει γλυκά: «Δε θα σε καταβροχθίσω. Δεν τρώω ποτέ καλούς ανθρώπους. Κι εσύ είσαι ένας καλός, ένας σωστός άνθρωπος. Είσαι δυστυχισμένη γιατί είσαι ευκολόπιστη. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τους καλούς απ’ τους κακούς. Με τη βοήθειά-μου, όμως, θα το μπορέσεις.» Ετσι της είπε και τράβηξε δυο ματοτσίνορα απ’ τα βλέφαρατου. «Να, πάρε αυτά. Αν θέλεις να μάθεις ποιον έχεις μπροστά σου, φέρ’ τα μπροστά στα μάτια σου και κοίτα-τον προσεχτικά. Να ’χεις εμπιστοσύνη σ’ εκείνον που δεν αλλάζει όψη, όσο και να τον κοιτάζεις. Κοντά σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο, θα γίνεις ευτυχισμένη. Τους άλλους να μην τους εμπιστεύεσαι κι ας παριστάνουν τον καλό...»
Η Ακικο έμεινε κατάπληκτη μ’ αυτά που άκουσε. Με μιας ξέχασε και την πείνα και το κρύο. Αποχαιρέτησε το λύκο και βγήκε τρεχάτη απ’ το δάσος. Σε λίγο, φτάνει σε μια κωμόπολη.
Στέκεται σ’ ένα πολυσύχναστο σταυροδρόμι και κοιτάζει τον κόσμο που πηγαινοέρχεται. Άλλοι κουβαλάνε σακιά στον ώμο, άλλοι καλάθια. Κάποιοι άλλοι τραβάνε με τα ζώα τους για το παζάρι κι άλλοι γυρίζουν φορτωμένοι ψώνια. Περνάνε από μπροστά-της κυρίες στολισμένες στην τρίχα και κύριοι καθώς πρέπει. Όλοι φαίνονται καλοί και τίμιοι. Γιατί να μην τους έχεις εμπιστοσύνη; Τότε σκέφτηκε να δοκιμάσει το δώρο του λύκου. Βάζει στα μάτια-της τα ματοτσίνορα και κοιτάζει γύρω-της. Ω, μα πόσο διαφορετικοί είναι τώρα όλοι οι άνθρωποι! Να, εκείνη η πλούσια κυρία, με το πανάκριβο μεταξωτό φουστάνι, που έχει βγει περίπατο με τις υπηρέτριες και τις νταντάδες κι έχει στην αγκαλιά-της ένα αγοράκι, τώρα έχει γίνει μια κότα πεινασμένη που τσιμπολογάει γύρω-της. Κι η συνοδεία-της μεταμορφώθηκε σε ποντίκια κι αρουραίους!
Μετά κοιτάζει έναν υπουργό που περνά με την ακολουθία του. Φορά ένα πουκάμισο πολυτελείας, μα απ’ το γιακά του βγαίνει ένα κεφάλι γουρουνιού!
Να κι εκείνος ο έμπορος που έρχεται από ένα σοκάκι, αυτός πάλι έχει ένα κεφάλι αλεπούς που κοιτάζει παμπόνηρα εδώ κι εκεί.
Όπου και να γυρίσει το βλέμμα-της, η Ακικο βλέπει κεφάλια ζώων, πουθενά ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Απελπίστηκε. Σφίχτηκε η καρδιά-της. Αυτή λοιπόν είναι η ζωή: σ’ ολόκληρη πόλη να μην μπορείς να βρεις έναν άνθρωπο.
Ας κοιτάξει κι εκείνον τον φτωχοντυμένο καρβουνιάρη που περπατάει αργά και κουρασμένα, φορτωμένος ένα σακί κάρβουνα. Δισταχτικά, βάζει τα ματοτσίνορα μπρος στα μάτια της. Ποιος ξέρει τι ζώο θα αντίκριζε πάλι! Κοιτάζει προσεχτικά. Ο καρβουνιάρης, όμως, δεν αλλάζει όψη. Τον κοιτάζει αρκετή ώρα, πότε από ’δώ, πότε από ’κεί. Το όμορφο, νεανικό-του πρόσωπο, κατάμαυρο απ’ τα κάρβουνα, δεν αλλάζει. Πήρε μια χαρά η Ακίκο που βρήκε έναν άνθρωπο! Τί να του πεί όμως; Πώς να πιάσει κουβέντα μ’ έναν άγνωστο, στα καλά καθούμενα, μέσ’ στο δρόμο; Αποφάσισε, λοιπόν, να τον ακολουθήσει, να μάθει πού είναι το σπίτι του. Ε, και στο δρόμο όλο και κάποια αφορμή θα εύρισκε να του μιλήσει.
Ο καρβουνιάρης πήγε στην αγορά, πούλησε το φορτίο, ψώνισε τσάι, ρύζι κι αλάτι, και πήρε, χωρίς να σταματήσει πουθενά, το δρόμο για το βουνό. Η Ακικο πήρε το κατόπι-του και δεν τον έχανε στιγμή απ’ τα μάτια της. Αυτός, όμως, περπατάει γρήγορα κι η Ακικο αναγκάζεται να τρέχει για να τον προφταίνει.
Έτσι, ο ένας μπροστά κι ο άλλος πίσω, πέρασαν κάτι ριζοχώραφα και μπήκαν στο δάσος. Εκεί, όμως, η Ακικο τον έχασε. Ο καρβουνιάρης ήτανε γεροδεμένο παλικάρι κι η Ακικο με τα τόσα που είχε περάσει δεν είχε δυνάμεις για να τον προλάβει. Τι να κάνει τώρα; Κοιτάζει, και βλέπει να βγαίνει καπνός από κάπου. Εκεί πρέπει να ’ναι το σπίτι΄-του, σκέφτεται και τραβάει κατά ’κεί. Σε λίγο, βρέθηκε μπροστά με μια καλύβα, πλησίασε και κοίταξε μέσα. Κανείς. Στη φωτιά, όμως, έβραζε ένα τσουκάλι με νερό. Δεν πρέπει να ’ναι μακριά ο καρβουνιάρης, σκέφτηκε, και κάθησε να ξαποστάσει στο κατώφλι της καλύβας. Δεν πέρασε πολύ ώρα και φάνηκε το παλικάρι να ’ρχεται απ’ το δάσος. Σαν είδε την Ακικο, κοντοστάθηκε και της είπε:
«Μ’ ακολούθησες ως εδώ, πνεύμα... Φύγε, δεν έχω τίποτα να σου δώσω.»
Η Ακικο σηκώνεται, τον χαιρετάει ευγενικά και τον βεβαιώνει ότι δεν είναι ούτε πνεύμα, ούτε φάντασμα, παρά ένα κορίτσι, ένα απλό κορίτσι. Στο τέλος, ο καρβουνιάρης την πίστεψε.
«Απ’ την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι με πήρες από πίσω. Γι’ αυτό τάχυνα το βήμα-μου αλλά είδα πως μ’ ακολουθούσες κι έξω απ’ την πόλη. Ε, τότε είπα μέσα-μου: Σίγουρα κάνα φάντασμα θα ’ναι. Τι να ζητάει ένα κορίτσι μόνο του στο δάσος; Γι’ αυτό και δεν κάθησα στην καλύβα. Σκέφτηκα πως δε θα με βρει εκεί το φάντασμα και θα φύγει. Αλλά ας αφήσουμε τα δικά-μου. Πες-μου για ’σένα. Πώς βρέθηκες εδώ πέρα; Τώρα που σε βλέπω από κοντά, δε μοιάζεις για καμιά αλήτισσα. Πρέπει να ’σαι από καλό σπίτι...»
Κι η Ακικο έκατσε και του διηγήΘηκε όλη τη ζωή-της, για τη στρίγγλα τη μητριά-της και τον άδικο πατέρα-της. Κι ύστερα, όλα τα βάσανα που τράβηξε ώσπου να βρεθεί στο δάσος να την κατασπαράξουν οι λύκοι.
«Άσε-με να μείνω μαζί-σου εδώ στην καλύβα», του είπε, «Θα σου μαγειρεύω και θα σου κρατάω το νοικοκυριό, δε θα ’χεις κανένα παράπονο μαζί-μου.»
«Το ξέρω. Μου Φαίνεται, όμως, πως εσύ θα ’χεις παράπονα. Τι να κάνεις μαζί-μου, εγώ είμαι ένας φτωχός καρβουνιάρης, και τα φέρνω δύσκολα βόλτα. Εδώ, το βλέπεις, δεν είναι κανένα πλουσιόσπιτο...»
Η Ακικο, όμως, δε ζητούσε πλούτη και μεγαλεία για να ’ναι ευτυχισμένη. Της έφτανε να ’χει μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι της. Κι έτσι κατάφερε τον καρβουνιάρη να την κρατήσει κοντά του. Δεν ήθελε, όμως, να μπει στην καλύβα με πόδια λερωμένα, γι’ αυτό ρώτησε το παλικάρι:
«Υπάρχει καμιά βρύση να πλυθώ λιγάκι;»
«Να, εκεί που αρχίζει το δάσος. Σαν προχωρήσεις λιγάκι, θα βρεις μια πηγή», της απάντησε εκείνος.
Η Ακικο πήγε στην πηγή, έσκυψε πάνω απ’ τα νερά και τα είδε να λάμπουνε σαν ήλιος καλοκαιρινός. «Μπα!» απόρησε. «Έχει νυχτώσει, από πού νά’ρχεται τόσο φως;» Ξανακοίταξε με προσοχή τα νερά και κατάλαβε. Το φως ερχόταν απ’ τις πετρούλες που ήταν στο βυθό της πηγής. Ναι, αυτές αστράφταν έτσι όμορφα μέσ’ στη νύχτα. Η Ακικο πήρε μια πετρούλα και γύρισε στην καλύβα.
«Ξέρεις τι πέτρα είν’ αυτή;» ρώτησε τον καρβουνιάρη. "Τι πέτρα να ’ναι; Μια πέτρα σαν τις άλλες. Η πηγή είναι γεμάτη απ’ αυτές. Είδες τι ωραία που γυαλίζουν; Και δε χάνουν τη λάμψη τους όταν στεγνώσουν, είπε ήρεμα το παλικάρι. «Να, δες, έχω στολίσει την πυροστιά με τέτοιες πέτρες. Κι άμα θέλεις μπορώ να στρώσω όλο τον δρόμο ώς την πόλη με δαύτες, είναι γεμάτη η πηγή.»
«Δεν είναι πέτρες, είναι πολύτιμα πετράδια, χρυσάφι καθαρό», του εξήγησε η Ακικο. Μ’ αυτές τις πέτρες, μπορείς ν’ αγοράσεις ό,τι θέλεις απο την πόλη. Δε θά ’χεις ανάγκη πια να βγάζεις με τόσο κόπο το ψωμί-σου.»
«Με πέτρες ν’ αγοράσω ψωμί;» ρώτησε ανήσυχα ο καρβουνιάρης. «Μου φαίνεται πως πρέπει να ξεκουραστείς. Η κούραση και οι περιπέτειες που τράβηξες έχουν πειράξει τα νεύρα-σου. Αν δεν πουλήσω κάρβουνα, τίποτα δεν μπορώ ν’ αγοράσω.»
Ο καρβουνιάρης προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία-του αλλά η Ακικο είχε κι άλλα να του πει: «Ξέρεις τι άλλο βγαίνει απ’ την πηγή;» - «Ε, τι άλλο βγαίνει; Νεράκι καθαρό βγαίνει. Χρόνια το πίνω, δεν έπαθα τίποτα.» Η Ακικο έβαλε τα γέλια. Είχε ξαναβρεί το παλιό-της κέφι. «Καθαρό νεράκι; Τι κουτός που είσαι! Αυτό είναι το καλύτερο κρασί που δοκίμασα ποτέ-μου.» Ο καρβουνιάρης την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Το κορίτσι, όμως, είχε πάρει φόρα. Του εξηγούσε τώρα τα σχέδια-της για το μέλλον:
«Πρόσεξεμε τι θα κάνουμε. Αύριο κιόλας, πρωί-πρωί. θα κατέβουμε στην πόλη. Με το χρυσάφι που ’χουμε θα πάρουμε ό,τι μας λείπει. Μετά, θα ψάξουμε να βρούμε μαστόρους και τεχνίτες. θα τους παραγγείλουμε να φτιάξουν πεζούλια και τραπεζάκια γύρω απ’ την πηγή να αξιοποιηθεί. Δίπλα θα χτίσουμε ένα χάνι. Θ’ αλλάξει η ζωή μας.»
Ο καρβουνιάρης την κοιτούσε ακόμη με το στόμα ορθάνοιχτο. Τελικά, επειδή την έβλεπε τόσο κεφάτη και χαρούμενη, για να μην της χαλάσει το χατήρι, συμφώνησε πως έχει δίκιο και πως θα γίνουν όλα όπως τα λέει.
Κι έτσι έγιναν. Το άλλο πρωί, κατέβηκαν στην πόλη μ’ ένα σακί χρυσές πέτρες. Σύντομα το χάνι «Χαμένα όνειρα» ήταν έτοιμο. Και πολύ γρήγορα απόκτησε φήμη μεγάλη για το καλό κρασί-του και τη συμπαθητική-του ταβερνιάρισσα. Από παντού καταφθάναν εμπόροι, για να ξεκουραστούν και να δοκιμάσουν τις λιχουδιές-του. Ακόμα κι αυτός ο πρίγκιπας ήρθε μια μέρα να δοκιμάσει το περίφημο κρασί. Και τόσο πολύ του άρεσε που παράγγειλε να του φέρνουν κάθε μέρα στο παλάτι-του.
Στα «Χαμένα όνειρα» όλοι ήταν χαρούμενοι. Κόσμος και κοσμάκης περνούσε από ’κεί. Από άρχοντες μέχρι καλόγερους και ζητιάνους. Για όλους η ταβερνιάρισσα είχε έναν καλό λόγο κι ένα πιάτο ζεστό φαί.
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο χωριό της Ακικο. Τόσον καιρό που έλειπε τι να ’γινε εκεί πέρα; Οταν ο πατέρας έδιωξε απ’ το σπίτι την Ακικο, η μητριά-της ησύχασε λιγάκι. Δεν της καλάρεσε, βέβαια, και τόσο που τώρα ήταν αναγκασμένη να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Τελικά, την έφαγε η γκρίνια κι η κακία-της και σε λίγον καιρό πέθανε. Οσο για το σιδερά, η δουλειά-του δεν πήγαινε καθόλου καλά. Λες και τον είχαν καταραστεί. Τα δρεπάνια-του, που ήτανε κάποτε περιζήτητα, σπάγανε πριν θερίσουν τα πρώτα στάχυα, ένα σκεπάρνι της προκοπής δεν έβγαινε απ’ το μαγαζί-του. Του κάκου τσακωνόταν με τους βοηθούς-του και τους έδιωχνε. Το σιδεράδικό-του πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο. Στο τέλος, φαλίρισε και αναγκάστηκε να βγει στη ζητιανιά. Είπε το ψωμί-ψωμάκι, όπως είχε προβλέψει κάποτε η κακιά-του γυναίκα.
Μια μέρα, βρέθηκε κι αυτός μαζί με άλλους ζητιάνους στα «Χαμένα όνειρα». Δεν αναγνώρισε την κόρη-του, έμεινε όμως κατάπληκτος που, αντί να τον υποδεχτούν με βρισιές, του έδωσαν ένα πιάτο σούπα κι ένα ποτήρι καλό κρασί. Αυτή η φιλοξενία και η περιποίηση του θύμισε την κόρη-του, κι αυτή ήταν έτσι ευγενική και πονετική. Τώρα καταλάβαινε πόσο αξίζει μια καλή κουβέντα σ’ έναν κουρασμένο και βασανισμένο άνθρωπο και μετάνιωνε που της είχε φερθεί κάποτε τόσο άσχημα.
Αυτά σκεφτόταν ο γέρος, καθώς έπινε μόνος το κρασί, και τον πήραν τα κλάματα:
«Αχ, Ακικο, κοριτσάκι-μου, πού να είσαι τώρα; Μήπως τριγυρνάς κι εσύ δυστυχισμένη μέσ’ στους δρόμους σαν εμένα;» μονολογούσε.
Η Ακικο περιποιόταν τους πελάτες. Ομως, σαν από προαίσθημα πήγε κοντά στους ζητιάνους. Η ματιά της δεν έφευγε από έναν γέρο που της φαινόταν γνωστός, πολύ γνωστός. Μα, βέβαια, αυτός δεν ήταν άλλος απ’ τον πατέρα-της! Τι να κάνει τώρα, να του μιλήσει ή όχι; Ξανάρθαν στο νου-της όλα όσα της είχε κάνει. Το πώς της φέρθηκε, τα πικρά λόγια που της είπε, το πώς την έδιωξε απ’ το σπίτι.
Τα ξέχασε, όμως, όλα, σαν γύρισε και είδε τα δακρυσμένα μάτια του, και πήγε κοντά-του.
«Πατέρα, μην κλαις. Εγώ είμαι, η Ακικο!»
Τώρα την αναγνώρισε κι ο γέρος και κλαίγοντας — από χαρά τώρα — την πήρε στην αγκαλιά-του και της έλεγε: «Ακικο, κόρη-μου, βλέπεις πώς με τιμώρησαν οι θεοί για το κακό που σού ’κανα;...»
Η Ακικο φώναξε και τον άντρα-της, αγκαλιάστηκαν κι οι τρεις χαρούμενοι και συγκινημένοι, κι άρχισε ο καθένας με τη σειρά να διηγείται τη δική-του ιστορία. Κι έτσι ζήσανε από ’δώ και πέρα κι οι τρεις μαζί, χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι.
(Το κείμενο αυτό προέρχεται απο βιβλίο της σειράς "Παραμύθια του Κόσμου" των εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή. Ένα απο τα πολλά συγκινητικά παραμύθια αυτής της σειράς).


κλίκ για επιστροφή
στην αρχική σελίδα

κλίκ στο για επιστροφή στην αρχική σελίδα.