Για την ακριβή απόδοση της ζωντανής Νεοελληνικής γλώσσας

 

α) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟ

Απο αφορμή φωτοτυπίες που έβγαζε φιλόλογος για να διδάξει το μονοτονικό σύστημα του 1982, επανήλθε στην προσοχήμου οτι χρειάζονται δύο σελίδες για τους βασικούς μόνο κανόνες αυτού του μονοτονικού. (Μάλιστα τη στιγμή που ο νόμος της 3συλλαβίας του παλιού πολυτονικού αναλύεται σε μόνο δύο βασικούς κανόνες που δέν πιάνουν ούτε δύο σειρές: μακρό προ βραχέος περισπάται, μακρό προ μακρού οξύνεται – η πρόπαραλήγουσα δέν περισπάται ποτέ και δέν τονίζεται με μακρά λήγουσα). Δέν υποστηρίζω το πολυτονικό ούτε κανένα άλλο σύστημα που αποκλίνει απο την πραγματική προφορά της γλώσσας. Υποστηρίζω μόνο τη σημείωση του τόνου εκεί που πραγματικά προφέρεται. Αυτό και εφαρμόζω στα προσωπικάμου γραφτά.

Στη φυσική προφορά της γλώσσας υπάρχουν πλείστες μονοσύλλαβες λέξεις που συνήθως προφέρονται με τόνο και μάλιστα έντονο (π.χ. δέν, μή) καθώς και δισύλλαβες που προφέρονται συνήθως χωρίς κανένα τόνο (π.χ. αλλα, απο). Όποια λέξη προφέρεται με τόνο, προφέρεται ώς ξεχωριστή λέξη. Όποια λέξη προφέρεται χωρίς τόνο, συμπροφέρεται με την προηγούμενη, ή (συνηθέστερα) με την επόμενη λέξη. Κατ’ ουσίαν, οι λέξεις που προφέρονται χωρίς τόνο, δέν είναι λέξεις, είναι μόνο γραμματικά μορφήματα που συνάπτονται σε άλλες λέξεις. Παράδειγμα, όταν λέμε «οι ιδέεςτους» δέν είναι πραγματικά 3 λέξεις, αλλα μία λέξη: «οιιδέεςτους», γράφονται τα μορφήματα ξεχωριστά μόνο για διευκόλυνση της ανάγνωσης. Χρόνια και χρόνια που γράφω με αυτόν τον τρόπο που βλέπετε εδώ, γίνεται φανερό οτι κανένας δέν δυσκολεύεται στην ανάγνωση όταν τα επόμενα μορφήματα («εγκλιτικές λεξούλες») γράφονται μαζί με την λέξη όπως και προφέρονται. Αυτός ο τρόπος είναι ιδανικός για να φαίνεται ποιά εγκλιτικά πηγαίνουν με την επόμενη λέξη (αυτά που γράφονται ξεχωριστά) και ποιά πηγαίνουν με την προηγούμενη λέξη (γραφόμενα μαζίτης).

Ο μόνος κανόνας του κατα φύση τονισμού είναι να συνειδητοποὶεί ο καθένας πού προφέρει τον τόνο, εκεί που τον προφέρει εκεί και να τον γράφει. Έτσι θα γλυτώσουμε και απο τους άχρηστους κανόνες, και απο την αμφισημία που δημὶουργείται σε πολλές περιπτώσεις, π.χ. άλλο είναι το νά (δεικτικό, που προφέρεται με τόνο), και άλλο το να (σύνδεσμος, χωρίς τόνο). Αλλα έχω ακούσει ακόμη και διδάσκοντα σε πανεπιστήμὶο να λέει οτι ίδιο είναι το νά με τόνο και το να δίχως τόνο! Τα ονόμαζε καί τα δύο «μόρὶα». Τέτοιοι άνθρωποι κατασκεύασαν αυτό το περίφημο μονοτονικό σύστημα που δυναστεύει τη γλώσσαμας. Αλλα και το «καί», που συνήθως προφέρεται δίχως τόνο (συμπροφερόμενο με την επόμενη λέξη), ενίοτε προφέρεται με τόνο, όπως είπα προηγουμένως «καί τα δύο».

 

β) ΔΑΣΕΙΑ

Όσον αφορά τις ψιλές και τις δασείες, πρέπει άραγε να μας δυσκολέψουν τη ζωή; - Όχι! Η ψιλή δέν χρησιμεύει σε τίποτε – κάποια χρησιμότητα είχε κάποτε όταν έγραφαν τις λέξεις αξεχώριστες, για να φαίνεται ότι απο εκείνο το φωνήεν αρχίζει λέξη – σήμερα είναι επιζήμὶα ακόμη και στα αρχαία κείμενα: επιζήμὶα, γιατί συγχέεται με τη δασεία. Η οποία δασεία έχει μεγάλη χρησιμότητα, για λόγους ετυμολογικής διαφάνεὶας σε τρία επίπεδα:

1)   Μέσω αυτής εξηγούνται φωνητικές τροπές σε χιλιάδες λέξεις, πολλές απο τις οποίες συχνότατες, όπως: αφού, καθώς, αφότου, καθημερινό, κ.λπ. Όχι μόνο δασύνσεις συμφώνων, αλλα και άλλα φαινόμενα, π.χ. σελήνη, σέλας προφανώς προέρχονται απο τη ρίζα swel- (φώς του ουρανού), απο την ίδια και ήλιος (κατα άλλους και Έλλην), δηλαδή υπάρχουν σπάνὶες περιπτώσεις που διατηρείται και το αρχικό s-.

2)   Γίνεται σαφής η ελληνική προέλευση χιλιάδων λέξεων σε ξένες γλώσσες. Μιά γνωστήμου κυρία απο τη Ρωσία είχε μεγάλη απορία γιατί πάμπολλες λέξεις ελληνικής προέλευσης στα ρωσικά αρχίζουν απο Γ- (ή, ενίοτε, Χ-) εκεί που η πρωτότυπη ελληνική λέξη δέν έχει τίποτε, π.χ. ΓΕΡΟι (ήρωας). Σε άλλες γλώσσες οι ελληνικής προέλευσης λέξεις είναι ακόμη περισσότερες, και εκεί η δασεία διατηρείται ώς h-, ακόμη και στα Γαλλικά όπου το h- δέν προφέρεται. Δηλαδή σβήνουμε τα ίχνη της αρχαίας προέλευσης των δικώνμας λέξεων, τη στιγμή που τα δὶατηρούν ξένοι.

3)   Δὶευκολύνεται η ετυμολογική διαφάνεὶα της συγγένεὶας με τις άλλες ινδοευρωπαὶκές γλώσσες, στις οποίες δέν είχε γίνει η τροπή του παλαιότερου φθόγγου (συνηθέστερα s, sw, w) σε δασεία, π.χ. επτά, στα Σανσκριτικά saptá, λατινικά septem· έξι, στα Λατινικά sex, γερμανικά sechs, σανσκριτικά SaD· ήλὶος, λατινικά sol, σανσκριτικά sUrya· ύλη (=δάσος), λατινικά silva· και χιλιάδες ανάλογα. Βέβαια εξυπηρετούνται οι φανατικοί εθνικιστές που δέν θέλουν ο κόσμος να ξέρει περι ινδοευρωπαὶκής ομοεθνίας, αλλα η επιστημονική γνώση είναι εκείνη που πρέπει να εξυπηρετηθεί.

Τώρα θα μου πείτε, «αφού είσαι υπέρ της δασείας, γιατί δέν την χρησιμοποὶείς στο γραπτόσου;» - γιατί θα μου ήταν χρονοβόρο. Στην εποχήμας η γραφή της δασείας (χωρίς ψιλή) πρέπει να γίνεται αυτόματα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή· είναι πολύ εύκολο να γίνει τέτοιος προγραμματισμός.

Είναι σχετικά εύκολο να θυμόμαστε άν η λέξη έχει δασεία ή δέν έχει, ενώ είναι πολύ δύσκολο να θυμόμαστε άν έχει δασεία ή την παρόμοὶα ψιλή.

Με την ευκαιρία, πρέπει να δὶορθωθούν κάποιες ατσαλοσύνες (σκαιότητες) στην απόδοση της Νέας Ελληνικής: (και ΕΠΕΊΓΕΙ, δὶότι η μή ακριβής απόδοση της προφοράς οδηγεί στην απαλοιφή χρήσιμων δὶαφορών):

 

γ) ΕΠΙΤΟΝΙΣΗ

1) Η επιτόνιση είναι συχνά απαραίτητο να δηλώνεται (μέσω απλής υπογράμμισης), γιατί όλο το νόημα της φράσης αλλάζει με την αλλαγή της επιτόνισης.

 

δ) ΤΟ ΟΧΙ ΣΥΛΛΑΒΙΚΟ «Ι»

(«το ‘ι’ που δέν πιάνει τόπο συλλαβής»).

2) Στη σημερινή γραφή, το ι άλλοτε προφέρεται ώς ι (ή «μισό ι», δηλαδή ημίφωνο ι), ενώ άλλοτε χρησιμεύει μόνο για να δείξει οτι ο προηγούμενος φθόγγος ουρανικοποὶείται. (Η παραδοσὶακή γραμματική μιλάει για συνίζηση. Η συνίζηση του ι με άλλα φωνήεντα ίσχὺε στη γλώσσαμας πρίν απο τουλάχιστον χίλια χρόνια. Σήμερα δέν υφίσταται συνίζηση· απλώς πρόκειται είτε για ουρανικοποίηση (palatalisation) του προηγούμενου συμφώνου χωρίς να προφέρεται κανένα ι (όπως στις λέξεις χρόνια, χίλια), είτε για τριβόμενο (fricative) πρόσθὶο ουρανικό σύμφωνο «γ» ή «χ» που έχει προέλθει απο παλιό ι, π.χ. όταν γράφουμε φοριέται, προφέρουμε «φοργέτε», και όταν γράφουμε ήπιε, προφέρουμε «ίπχε»· δέν υπάρχει κανένα ι, αλλα πρόσθὶο γ ή χ που προήλθε απο παλιό ι. Σε λέξεις όπως «χριστιανοί» μπορείτε να πείτε οτι προφέρουμε «χριστχιανί», αλλα και σ’ αυτό το «χια» δέν υπάρχει ι, γράφεται μόνο για να δειχθεί οτι το χ είναι πρόσθὶο). Το πότε προφέρεται ι (ώς φωνήεν ή ημίφωνο) και πότε το γραπτό ι δείχνει απλώς ουρανικοποίηση του προηγουμένου φθόγγου ή «χ / γ» που προήλθε απο ι, αυτό ο αναγνώστης το κρίνει μόνο απο τη γνώση των λέξεων που διαβάζει, θα έπρεπε όμως να σημεὶώνουμε αυτήν τη δὶάκριση στη γραφή, είτε γιατί κάπου δημὶουργείται αμφισημία (π.χ. άλλο τα άδεια (κουτιά, όπου προφέρεται «άδγια») και άλλο η άδεὶα (απο τη δουλειά, όπου προφέρεται «άδια»), είτε γιατί κάποτε το εννοούμε ώς ι και όχι ώς ουρανικοποίηση ούτε ώς «χ / γ», για παράδειγμα ένας καθηγητήςμου προέφερε τη λ. «χριστὶανοί» (σαν 4σύλλαβο) και πολύ τον πείραζε όταν το διαβάζανε σάν «χριστχιανί» (3σύλλαβο), είτε ακόμη για χάρη των παιδιών που μπαίνουν στο σχολείο με ένα λεξιλόγὶο επτακοσίων λέξεων και έχουν πολλές λέξεις να μάθουν, χρεὶάζονται άρα να βλέπουν γραμμένες τις λέξεις έτσι όπως πρέπει να τις προφέρουν, και ακόμη χρεὶάζεται η δὶάκριση στη γραφή για τόσους και τόσους ξένους που μαθαίνουν ελληνικά (υπάρχουν ένα σωρό «δομές» που διδάσκουν ελληνικά σε ξένους, όπως Ν.Ε.Λ.Ε., Κ.Ε.Ε., ΝΕΠΕΚΕ, πρόγραμμα εκπαίδευσης μεταναστών «Οδυσσέας», Σχολείο Ελληνικής Γλώσσας στη Θεσσαλονίκη, και πολλά άλλα, χώρια όσους ξένους μαθαίνουν Ελληνικά ή τα πλουτίζουν διαβάζοντας μόνοιτους) και τους είναι μεγάλος γρίφος το πότε πρέπει να προφέρουν ι, και πότε αυτό που απέμεινε απο παλιό ι. Πρέπει λοιπόν να δείχνουμε τη δὶάκριση στη γραφή με έναν τρόπο απλό και εύκολο στον καθένα: ο τρόπος αυτός είναι με βαρεία πάνω στο ι (και η, υ) που ακολουθείται απο άλλο φωνήεν και ωστόσο πιάνει τόπο συλλαβής (δέν δείχνει ουρανικό ή ουρανικοποιούμενο σύμφωνο).

Σε γραμματοσειρές που ακόμη δέν δὶαθέτουν βαρεία, το άτονο ι προφερόμενο ι (μετράει ως ολόκληρη συλλαβή) μπορεί να καταδεικνύεται με τα γνωστά «διαλυτικά»: όταν το άτονο ι προφέρεται ώς ι, να παίρνει διαλυτικά (ή δϊαλυτικά), ενώ όταν προφέρεται ώς σύμφωνο («χ / γ») ή απλώς ουρανικοποιεί το προηγούμενο σύμφωνο, να γράφεται χωρίς δὶαλυτικά. Στην δέ περίπτωση που το ι γράφεται με δίψηφο ή με η είτε υ,  τότε για να δείξουμε οτι προφέρεται ώς ι (κανονικό φωνήεν) βάζουμε το \ μετά απο το δίψηφο / η / υ, ενώ εκεί που η (ήτα), υ (ύψιλον) ή δίψηφο που ισοδυναμεί με ι προφέρεται ώς σύμφωνο ή απλώς ουρανικοποιεί, τότε δέν βάζουμε το \ π.χ. άδεια =όχι γεμάτα, ενώ άδει\α =απο την εργασία.

Έτσι δέν θα χρεὶάζεται πιά να γράφουμε και το γ στο «για» ή στο «γυαλί» (γιατί στα αρχαία δέν υπήρχε εκεί κανένα γ). Και σε πολλές περιπτώσεις είναι απαραίτητη η δὶάκριση, π.χ. άλλο το ίδὶο(ν) / ίδϊο(ν) = το δικό, το ανήκον σε κάποιον, και άλλο το  ίδιο = το αυτό· άλλο το ποὶό(ν) = η ποιότητα, και άλλο το ποιόν = (ερωτηματική αντωνυμία)· άλλο τα χρόνὶα (επίθετο =που διαρκούν πολύ καιρό), και άλλο τα χρόνια =έτη. Στο στρατό και οι πλέον αγράμματοι στρατὶώτες προφέρουν «ώνϊα», ωστόσο η γραφή που έχουν επιβάλει οι γραμματιζούμενοι δέν δείχνει οτι πρόκειται για ι και όχι για ουρανικοποίηση του ν.

Σημεὶωτέον επίσης οτι σε κάποιες περιπτώσεις το ι (και ισοδύναμα γράμματα / δίψηφα) δέν πιάνει συλλαβή, αλλα χρησιμοποὶείται ώς ημίφωνο έπειτα απο άλλο φωνήεν, π.χ. καη\μός, άι\ντε. Για να δηλώσουμε οτι το ι χρησιμοποὶείται ώς ημίφωνο («δέν πιάνει χωριστή συλλαβή») μπορούμε να χρησιμοποὶούμε το ίδιο σημείο \ έπειτα απο το ι (ή ισοδύναμο γράμμα / δίψηφο), ή την περισπωμένη σε γραμματοσειρές που διαθέτουν: καῆμός, άῖντε, αῖτός / αῆτός, σημαίνει οτι το ι (ή ισοδύναμο γράμμα) προφέρεται ώς ημίφωνο έπειτα απο άλλο φωνήεν. Ημίφωνο θα πεί οτι δέν πιάνει τόπο συλλαβής.

 

ε) –ν ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ

Το περίφημο τελικό –ν που υποτίθεται πως πρέπει να σιγούμε πρίν απο εξακολουθητικό σύμφωνο και να το γράφουμε σε κάθε άλλη περίπτωση. Αυτόν τον κανόνα για τον οποίο κόπτονται αρκετοί φιλόλογοι, κανένας δέν τον ξέρει – ακόμη και πολλοί φιλόλογοι μπερδεύονται και αναρωτιούνται ενίοτε «εδώ να γράψω το –ν ή όχι;». Δὶότι απλούστατα, δέν ισχύει τέτοιος κανόνας στην νεοελληνική φωνολογία. Άν ίσχὺε, θα λέγαμε σύφωνα και όχι σύμφωνα, έλεχος αντί για έλεγχος, αθοπωλείο αντί για ανθοπωλείο, κ.ο.κ. Κανείς όμως δέν δυσκολεύεται να πεί σύμφωνα, έλεγχος, ανθοπωλείο. Και ομοίως ανάμεσα σε λέξεις ξεχωριστές, που δέν είναι στην πραγματικότητα ξεχωριστές δὶότι στο νού και στην προφορά είναι μία λέξη, πράγμα που αποδεικνύεται απο την υποχρεωτικά σταθερή σειρά: «δέν θέλω», «άν θυμάσαι» (δέν γίνεται να πούμε με την ίδια σημασία «θέλω δέν», «θυμάσαι άν», και κανείς δέν δυσκολεύεται να πεί «δέν θέλω», και κανείς ποτέ δέν λέει «ά θυμάσαι»). Ενίοτε βολεύει να προφέρουμε χωρίς το τελικό –ν, άλλοτε προτιμούμε να προφέρουμε το τελικό –ν.

 

στ) ΣΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

«Δὶα ταύτα», το σύστημα που προτείνω είναι το εξής:

1.    Γράφουμε τον τόνο εκεί και μόνο εκεί όπου προφέρεται.

2.    Την άκλιτη εγκλιτική «λέξη» που ανήκει στην προηγούμενητης λέξη, τη γράφουμε μαζί με την προηγούμενη λέξη στην οποία και ανήκει. Το ενωτικό σημείο (-) δέν χρεὶάζεται, αλλα επιτρέπεται να χρησιμοποὶείται όπου ο γράφων νομίζει – σπανίως το χρησιμοποὶώ σε κάποιες ασυνήθιστες λέξεις που δέν τελειώνουν σε ς, όπου ο αναγνώστης θα μπορούσε να δυσκολευτεί.

3.    Λέξεις που προφέρονται με δύο τόνους, μπορούν (αλλα δέν επιβάλλεται) να γράφονται με δύο τόνους. Οι δύο τόνοι στη λέξη είναι εξαιτίας του νόμου της τρισυλλαβίας, ο οποίος όμως δέν ίσχὺε στα βόρεὶα ιδὶώματα της Νέας Ελληνικής, άνετα έλεγαν π.χ. «έρχομασταν» χωρίς βοηθητικό τόνο, μόνο σε κάποιες περὶοχές, π.χ. Κοζάνη, ενώ τόνιζαν και πρίν απο την πρόπαραλήγουσα, χρησιμοποὶούσαν και δευτερεύοντα τόνο. Προσωπικά λοιπόν δέν γράφω συνήθως τον δευτερεύοντα τόνο: μόνο για να δείξω οτι δέν σέβομαι τον νόμο της τρισυλλαβίας. Όπου όμως πραγματικά χρησιμοποὶείται, καλό είναι να γράφεται και ο δευτερεύων τόνος, (διότι το όλο ζήτημα είναι να αποδίδουμε την προφορά στη γραφή).

4.    Σε καμιά περίπτωση δέν πρέπει να μεὶώνεται ο βαθμός ή η έννοὶα της επίδοσης ενός μαθητή ή άλλου επειδή δέν έβαλε δασεία, ή επειδή δέν έβαλε δευτερεύοντα τόνο, ή επειδή έβαλε τελικό –ν πρίν απο εξακολουθητικό φθόγγο. Σφάλμα να θεωρείται μόνο άν κάποιος τόνισε εκεί που δέν προφέρεται τόνος, π.χ. λογός αντί λόγος, ή άν παρέλειψε το –ν εκεί που οπωσδήποτε προφέρεται. Το να γράφει κανείς «τη πόρτα» (έχω δεί πολλές φορές τέτοιο λάθος) είναι οπωσδήποτε λάθος, δὶότι κανείς δέν προφέρει «τη πόρτα»: υπάρχει ερρινοποίηση πρίν απο αυτό το π, ή έστω το π- αυτό θα προφερθεί σάν μπ- εξ αιτίας του προὺπάρχοντος ερρίνου.

5.    Επίσης να μή μεὶώνεται κανενός η βαθμολογία απο παράλειψη της δήλωσης του συλλαβικού «ι», αλλα να δὶορθώνεται αυτό το λάθος στα γραπτά, καθώς επίσης να γίνεται αυτόματα η διόρθωση όταν γράφει κανείς στον υπολογιστή, και άν τυχόν ο υπολογιστής διόρθωσε άδικα, να επαναφέρει ο γράφων όπως σε κάθε περίπτωση.

6.    Δέν ζητώ να δρέψω δάφνες ώς αυτός που πρότεινε αυτές τις βελτὶώσεις. Δέν με νοιάζει κι άν κανείς δέν μάθει οτι εγώ έκανα την πρόταση. Νομίζω οτι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που επέβαλε αυτό το αφύσικο μονοτονικό που χρησιμοποὶούμε, πρέπει τώρα να το εκλογικεύσει με τον τρόπο που είπα ώστε δὶατηρώντας την ιστορική ορθογραφία της γλώσσαςμας, να αποδίδουμε συνάμα σωστά τη σημερινή προφοράτης.

 

2009 Δεκεμβρίου 01 - 21.