About me

Ονομάζομαι Ιωάννα Κάλλη και διδάσκω στο Αρσάκειο Γυμνάσιο των Ιωαννίνων ως Φιλόλογος. Ελπίζω ότι το σεμινάριο Moodle θα με βοηθήσει να βελτιώσω τις δεξιότητες μου στις ΤΠΕ και να τις εφαρμόσω στην καθημερινή μου διδασκαλία.

 

Πώς ξεκίνησε ο εθνικός διχασμός που χώρισε την Ελλάδα σε βασιλικούς και αντιβασιλικούς. Ο βομβαρδισμός των ανακτόρων από την Αντάντ, το πογκρόμ σε βάρος των βενιζελικών και το κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη…

Την 1η Δεκεμβρίου 1916, οι συμμαχικές δυνάμεις βομβάρδισαν από το Φάληρο την Αθήνα. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε αρνηθεί να ταχθεί στο πλευρό των Αγγλογάλλων και να παραδώσει πολεμικό υλικό στον Γάλλο αντιναύαρχο Φουρνιέ. Ο βασιλιάς είχε παντρευτεί την Σοφία, την αδελφή του τελευταίου Γερμανού αυτοκράτορα (Κάιζερ) και δεν ήθελε να ταχθεί κατά των Γερμανών στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γι’ αυτό υποστήριζε με επιμονή την πολιτική της ουδετερότητας. Τελικά η βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών ήρθε σε συμφωνία με την Αντάντ, που απομάκρυνε τα στρατεύματα της από την πρωτεύουσα. Ωστόσο, τις επόμενες ημέρες σημειώθηκε ένα απίστευτο πογκρόμ με επιθέσεις και δολοφονίες υποστηρικτών του Ελευθερίου Βενιζέλου που είχε εγκαταστήσει την δική του κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Οι φιλοβασιλικοί θεώρησαν ότι υπεύθυνος της εισβολής στην Αθήνα ήταν ο κρητικός πολιτικός. Τα γεγονότα αυτά, αν και διαδραματίστηκαν τον Δεκέμβριο, έμειναν γνωστά ως Νοεμβριανά διότι το χρονικό διάστημα αυτό ανήκε στον μήνα Νοέμβριο σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο.

Η Ελλάδα του εθνικού διχασμού Το 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, η Ελλάδα είχε υπογράψει σύμφωνο αμοιβαίας υποστήριξης με τη Σερβία. Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και στις Κεντρικές Δυνάμεις προσχώρησαν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία, τόσο τα εδάφη της Σερβίας όσο και της Ελλάδας βρίσκονταν σε κίνδυνο. Η αναγκαιότητα ενός Βαλκανικού μετώπου ήταν άμεση και ο ηγέτης των Φιλελευθέρων ζήτησε την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο. Ο Βελιζέλος έδωσε την έγκριση στην «Εγκάρδια Συμμαχία» να αποβιβάσει τα στρατεύματά της στη Θεσσαλονίκη και ήρθε σε έντονη διαφωνία με τον βασιλιά Κωνσταντίνο που επέμενε στην ουδετερότητα για να αποφύγει τη σύγκρουση με την Γερμανία του Κάιζερ. Χαρακτηριστικά έλεγε ότι «το ελληνικό το αίμα είναι λιγοστό! Για να το χύσουμε για χάρη σας, κύριοι της Αντάντ, θα πρέπει να γνωρίζουμε ποια θα είναι τα ανταλλάγματα».

Τα αιματηρά γεγονότα της 18ης Νοεμβρίου Οι συμμαχικές δυνάμεις ήταν στο πλευρό του Βενιζέλου, παρόλο που δεν αναγνώρισαν την προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Απαίτησαν όμως από τη βασιλική κυβέρνηση παράδοση πολεμικού υλικού ισοδύναμου με αυτού του ελληνικού Οχυρού Ρούπελ, το οποίο το υπ. Στρατιωτικών είχε παραδώσει στη Βουλγαρία. Η Αντάντ αμφισβήτησε την ουδετερότητα του βασιλιά Κωνσταντίνου και υποπτευόταν μυστική συμφωνία του με τη Γερμανία του Κάιζερ που ήταν συγγενής του. Στις 3 Νοεμβρίου, ο Γάλλος αντιναύαρχος Νταρτίζ ντυ Φουρνιέ έστειλε επιστολή στην κυβέρνηση Λάμπρου, ζητώντας τον αφοπλισμό του ελληνικού στόλου και μεγάλου μέρους του στρατιωτικού οπλισμού. Ως αντάλλαγμα, θα εγγυούταν την ασφάλεια του τμήματος εκείνου της Ελλάδας που επιθυμούσε να παραμείνει ουδέτερο στον Μεγάλο Πόλεμο….

Η διαφωνία μεταξύ Βασιλιά και Πρωθυπουργού οδήγησε δύο φορές στην παραίτηση της Κυβέρνησης Βενιζέλου και τον διορισμό φιλοβασιλικών πρωθυπουργών. Αυτό όμως που ξεχείλισε το ποτήρι των βενιζελικών ήταν η εισβολή των Γερμανοβουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία και η παράδοση στις 26 Μαΐου 1916 του Ρούπελ σε Βουλγαρικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα παραδόθηκε αμαχητί όλο το Δ΄ Σώμα Στρατού, το οποίο αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στη Γερμανία στην πόλη Γκέρλιτς. Κάτω από αυτές τις εκρηκτικές συνθήκες τον Αύγουστο του 1916, δημιουργήθηκε το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχε η πεποίθηση ότι η Κυβέρνηση των Αθηνών αδιαφορούσε για τη Μακεδονία και δεν έκανε τίποτα μπροστά στην επικείμενη εθνική καταστροφή. Η αρχηγία του κινήματος δόθηκε στον Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος όμως για να την αναλάβει έθεσε ως όρο τη συμμετοχή στρατιωτικών μονάδων στο κίνημα. Τελικά, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, μετά από περιοδεία στρατολογίας στα νησιά, έφτασε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε τη διοίκησή των δυνάμεων της Εθνικής Αμύνης. Ένα κλίμα γενικευμένου διχασμού είχε αρχίσει να γεννιέται. Η επίσημη κυβέρνηση είχε τον έλεγχο της νότιας Ελλάδας και η προσωρινή κυβέρνηση έλεγχε τη βόρεια Ελλάδα και τα νησιά.

Η κυβέρνηση έξι μέρες αργότερα απάντησε αρνητικά. Στις 11 Νοεμβρίου με νέο τηλεγράφημα ο Φουρνιέ δήλωσε πως «μέχρι 18 – 11 – 1916 ζητώ 10 ορειβατικάς πυροβολαρχίας. Μη λαμβάνων ικανοποίησιν θα ευρεθώ εις την ανάγκην να λάβω από της 18ης τα μέτρα άτινα θα συνεπήγετο η κατάστασις». Η κυβέρνηση αρνήθηκε ακόμη μία φορά και ο αντιναύαρχος έθεσε προθεσμία για τον αφοπλισμό. Στις 18 Νοεμβρίου, μετά την άρνηση της Ελλάδας να παραδώσει αντιτορπιλικά, σιδηροδρόμους και λιμάνια, αγκυροβόλησε στον όρμο του Κερατσινίου και στη Σαλαμίνα γαλλική μοίρα με 69 πλοία. Γάλλοι κι Βρετανοί στρατιώτες προχώρησαν στην Αθήνα για την κατάληψη στρατηγικών θέσεων, στη λεωφόρο Συγγρού, στην Πειραιώς και στον Ελαιώνα. Αν και η παρουσία αγγλογαλλικών στρατευμάτων ήταν κίνηση επίδειξης δύναμης, η κατάληξη δεν ήταν η καλύτερη. Τα συμμαχικά στρατεύματα ήρθαν αντιμέτωπα με τους φιλοβασιλικούς Συνδέσμους Επιστράτων, οργανωτής των οποίων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς και άρχισε μια αιματηρή σύγκρουση. Η πρώτη μάχη δόθηκε στις 11:30 του πρωί στο Στρατόπεδο Ρουφ , στη συνέχεια στη γέφυρα Πουλόπουλου και γενικεύτηκε σε περιοχές της Ακρόπολης και του Ζαππείου. Οι συμμαχικές δυνάμεις αποχώρησαν και ο γαλλικός στόλος από το Φάληρο βομβάρδισε τα Ανάκτορα, το Παγκράτι και αποθήκες όπλων στα Λιόσια. Η κατάπαυση του πυρός έγινε όταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ήρθε τελικά σε συμφωνία με την Αντάντ. Οι υλικές ζημιές όμως ήταν τεράστιες, όπως και ο αριθμός των θυμάτων, όπου 82 Έλληνες και 194 Σύμμαχοι έχασαν τη ζωή τους….

Νέες τεχνολογίες και ποιοτική Παιδεία

Οι νέες τεχνολογίες, ιδίως η πληροφορική με το τεράστιο πλήθος των σύγχρονων εφαρμογών, έχει σχεδόν ταυτισθεί με ό,τι χαρακτηρίζουμε ως ανάπτυξη. Κάθε χώρα που προσβλέπει στην ανάπτυξη (οικονομική, τεχνολογική κ.λπ.) έχει κυριολεκτικά «γαντζωθεί» από τις νέες τεχνολογίες: τις έχει εισαγάγει στην Εκπαίδευση, ενισχύει την έρευνά τους, χρηματοδοτεί τις εφαρμογές τους, προωθεί με κάθε τρόπο ό,τι έχει σχέση μ’ αυτές, ιδιαίτερα με την τεχνολογία των Η/Υ. Εκείνο που δεν έχει ίσως βαθύτερα συνειδητοποιηθεί, ιδίως στην Ελλάδα, είναι η σπουδαιότητα των νέων τεχνολογιών για μια ποιοτική παιδεία που αποτελεί και την προϋπόθεση για κάθε μορφής ανάπτυξη μιας χώρας. Ο χώρος αυτός στις πραγματικές διαστάσεις, προεκτάσεις και εφαρμογές του άρχισε να μελετάται πολύ πρόσφατα, και για χώρες όπως η Ελλάδα θα μπορούσε να πει κανείς ότι βρίσκεται ακόμη σε προκαταρκτικό στάδιο. Και όμως η πραγματικότητα είναι μία: χωρίς τις νέες τεχνολογίες, χωρίς την πληροφορική και τις ποικίλες εφαρμογές της στην «κοινωνία των πληροφοριών» όπου ζούμε, στην κοινωνία ιδίως τού 21ου αιώνα, δεν μπορεί να νοηθεί ανάπτυξη τής παιδείας. Ηδη έχουν αρχίσει να εισάγονται σταδιακά, με αργούς ακόμη ρυθμούς και μεγάλη καθυστέρηση, οι νέες τεχνολογίες στην ελληνική Εκπαίδευση. Τα οφέλη που αναμένονται για την Παιδεία μας, εφόσον εφαρμοσθούν σωστά προγράμματα με κατάλληλο εκπαιδευτικό λογισμικό, είναι κυρίως τα εξής:

(α) Δυνατότητα αναζήτησης ποικίλων και μεγάλης κλίμακας πληροφοριών μέσα από την πρόσβαση σε διάφορες Τράπεζες Δεδομένων. Το να μπορεί να μπει κανείς σε μεγάλες βιβλιοθήκες, ξένες αλλά και ελληνικές πλέον, και να αντλήσει τις πληροφορίες που χρειάζεται, να μελετήσει άρθρα σε περιοδικά και δυσεύρετα με άλλον τρόπον δημοσιεύματα και το να μπορεί να έχει πρόσβαση στη διεθνή βιβλιογραφία με θεματική βάση και με λέξεις-κλειδιά είναι μια κατάκτηση που αίρει ανυπέρβλητες δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζουν οι σπουδαστές αλλά και οι μελετητές επί εκατοντάδες χρόνια.

(β) Χρησιμοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων με την τεχνολογία των πολυμέσων (συνδυασμός κειμένου – εικόνας – ήχου). Η τεχνολογία αυτή δίνει τη μοναδική δυνατότητα στον μαθητή να προσεγγίσει και να επεξεργασθεί σύνθετες πληροφορίες με ποικίλους συνδυασμούς και δυνατότητες. Με αυτή την τεχνολογία τα πολιτισμικά ή εθνικά μαθήματα τού εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας μπορούν να διδαχθούν με νέους ελκυστικούς, ανανεωμένους και ουσιαστικούς τρόπους που και τα αντικείμενα αυτά καθ’ εαυτά αναδεικνύουν στη συνείδηση τού μαθητή και επιτρέπουν μια άμεση προσωπική συνεργασία του (διαδραστική λειτουργία) με το πρόγραμμα και όχι μια απλή παθητική προσέγγιση. Ετσι διδάσκοντας την ιστορία μιας περιόδου, μπορείς μαζί με τις πληροφορίες για τα γεγονότα και τα πρόσωπα να παρουσιάζεις χάρτες, πορείες, σχέσεις, παράλληλα γεγονότα τής ιστορίας γειτονικών χωρών ή, σε πολιτιστικό επίπεδο, να δίνεις συγχρόνως πληροφορίες για τη λογοτεχνία, τις επιστήμες, τις τέχνες, την παράδοση, τη θρησκεία, τη γλώσσα ενός λαού με εικόνα, με ήχο και φυσικά με κείμενο.

Τέτοια προγράμματα μπορούν να εκπονηθούν στα πολιτισμικά μαθήματα, στα μαθήματα αισθητικής καλλιέργειας και στα μαθήματα γνώσεων. Διάφορες τεχνικές μπορούν να εξασφαλίσουν και αντικειμενικούς τρόπους αξιολόγησης τής γνώσης (αυτοαξιολόγησης και ετεροαξιολόγησης) που θα διευκολύνουν την Εκπαίδευση. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι με τέτοια προγράμματα το Σχολείο και γενικότερα η Εκπαίδευση και η παρεχόμενη Παιδεία μπορούν να αποκτήσουν ξανά το ενδιαφέρον που χρειάζεται για να προσελκύσουν την αγάπη και την ουσιαστική συμμετοχή των μαθητών. Εξίσου σημαντικό είναι ότι τέτοια προγράμματα είναι βέβαιο ότι μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία μιας ριζικής ανανέωσης τού εκπαιδευτικού συστήματος τής Ελλάδος και την επαναλειτουργία του σε νέες βάσεις.

Θίξαμε μέχρι τώρα μερικές από τις θετικές πλευρές των νέων τεχνολογιών. Θα ‘πρεπε όμως να επισημάνουμε και προβλήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, που γεννώνται. Μερικά από αυτά σε σχέση με την Εκπαίδευση είναι:

(α) Με την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στο Σχολείο αλλάζει άρδην και ο ρόλος τού δασκάλου και γενικότερα τού εκπαιδευτικού. Μέχρι σήμερα δάσκαλος και σχολικά βιβλία ήταν η κύρια πηγή πληροφοριών. Εφεξής ο δάσκαλος θα έχει ως πρόσθετο ρόλο να επιλέξει τα κατάλληλα προγράμματα, να οργανώσει τη χρήση τους μέσα και έξω από την τάξη, να ελέγξει τις αξιολογήσεις των μαθητών του, να εξηγήσει δύσκολα ή δυσνόητα σημεία, να παραπέμψει σε πρόσθετη συμβατική ή ηλεκτρονικά προσπελάσιμη βιβλιογραφία και γενικά θα πρέπει ­ παράλληλα με κάποια μορφή συμβατικού μαθήματος ­ να κατευθύνει και την εκμάθηση με προγράμματα. Ερώτημα: Είναι ο Ελληνας εκπαιδευτικός έτοιμος για τον νέο του ρόλο; Απάντηση: Χρειάζεται να συμπληρωθεί ο τρόπος κατάρτισής του στα ΑΕΙ με τη διδακτική μέσω προγραμμάτων και με την καθοδηγητική των μαθητών βάσει των νέων τεχνολογιών. Αυτό δεν έχει ακόμη γίνει στα ελληνικά ΑΕΙ.

(β) Η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών προϋποθέτει την ύπαρξη αξιόλογων και αξιόπιστων εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Απαιτούνται ποιοτικά προγράμματα, έγκυρα επιστημονικώς και κατάλληλα παιδαγωγικώς. Κι εδώ είναι το μείζον πρόβλημα. Η πράξη έχει δείξει ότι έχουν παραχθεί μερικά ­ λίγα σε αριθμό ­ θαυμαστά προγράμματα, αλλά έχει υπάρξει κι ένα μεγάλο πλήθος πρόχειρων, εμπειρικών, ελάχιστα χρήσιμων έως και αποπροσανατολιστικών προγραμμάτων, που είναι προϊόντα βιασύνης και επιδίωξης εύκολου κέρδους και ­ το κυριότερο ­ προϊόντα που έχουν κατασκευαστεί ερήμην των ειδικών.

(γ) Χρειάζεται ακόμη αρκετή έρευνα και ενασχόληση με το πρόβλημα των μεθόδων αξιοποίησης αυτών των προγραμμάτων ιδίως μέσα στην τάξη.

Τέτοια και άλλα προβλήματα υπάρχουν ήδη και θα εμφανιστούν ίσως περισσότερα στο μέλλον. Ωστόσο ένα είναι σίγουρο: ότι Παιδεία χωρίς τις νέες τεχνολογίες θα είναι κάτι το αδιανόητο για τα αμέσως επόμενα χρόνια ­ και στην Ελλάδα. Και ότι νέες ημέρες έρχονται για καλύτερη γνωριμία και κατανόηση των ανθρώπων μέσα από τα επιτεύγματα τού πνευματικού πολιτισμού, εκείνης δηλ. τής πλευράς τής Παιδείας που εξυψώνει τον άνθρωπο, τον διαφοροποιεί ως εθνική πολιτισμική οντότητα και συγχρόνως τον ενώνει με τους άλλους ανθρώπους στο επίπεδο μιας πανανθρώπινης οικουμενικής καλλιέργειας και ουσιαστικής συνάντησης ανθρώπου  με άνθρωπο .