Οδύσσεια, ραψωδία ω, μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή

ω 1Ωστόσο τις ψυχές των πέρφανων μνηστήρων ο κυλλήνιος
ω 2Ερμής απ΄ το παλάτι εφώναζε, και το ραβδί του εκράτει
ω 3στα χέρια το χρυσό, το πάγκαλο, που των θνητών τα μάτια
ω 4γητεύει, σε όσους θέλει κλειώντας τα, κι άλλους ξυπνά απ΄ τον ύπνο.
ω 5μ΄ αυτό τις λάλησε, κι ακλούθηξαν τσιρίζοντας εκείνες.
ω 6Οι νυχτερίδες πως σε απέραντη, βαθιά σπηλιά πετώντας
ω 7τσιρίζουν, όταν συναλλήλως τους σε μια αρμαθιά κρατιόνταν
ω 8όλες μαζί απ΄ το βράχο κι έτυχε να πέσει κάτω η μια τους·
ω 9όμοια τσιρίζοντας κατέβαιναν κι αυτές· μπροστά τραβούσε
ω 10ο πονηρός Ερμής, να φτάσουνε στις μούχλιες στράτες κάτω.
ω 11Μπροστά απ΄ του Ωκεανού τα ρέματα κι από τον Άσπρο Βράχο
ω 12κι από τις πόρτες του Ήλιου διάβηκαν, μετά κι απ΄ των ονείρων
ω 13τη γη, και φτάσαν δίχως άργητα στο ασφοδελό λιβάδι,
ω 14κει πέρα που οι ψυχές πορεύουνται, των πεθαμένων οι ίσκιοι.
ω 15Εκεί με την ψυχή ανταμώθηκαν του ξακουστού Αχιλλέα,
ω 16κι ήταν μαζί οι ψυχές του Πάτροκλου και του άψεγου Αντιλόχου,
ω 17και του Αίαντα, που όλους και στο ανάριμμα νικούσε και στο διώμα
ω 18τους Δαναούς, εξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα.
ω 19Την ώρα που οι νεκροί μαζώνουνταν στον Αχιλλέα τρογύρα,
ω 20είδαν τoν ίσκιο του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, να φτάνει,
ω 21βαριά θλιμμένο· τον τριγύριζαν κι όσες ψυχές μαζί του
ω 22στο σπίτι του Αίγιστου χαλάστηκαν και το χαμό τους βρήκαν.
ω 23Πρώτη η ψυχή γυρνώντας μίλησε του αρχοντικού Αχιλλέα:
ω 24«Υγιέ του Ατρέα, και μεις θαρρούσαμε πως σένα πιο αγαπούσε
ω 25πάντα του ο Δίας ο κεραυνόχαρος στους πολεμάρχους μέσα·
ω 26τι και πολλοι ήταν οι που αφέντευες και περισσά αντρειωμένοι
ω 27στων Τρωών τη χώρα, εκεί που σέρναμε καημούς οι Αργίτες πλήθος.
ω 28Ωστόσο πριν της ώρας έμελλε και σένα να χτυπήσει
ω 29η άραχλη μοιρα· ποιος την ξέφυγε θνητός ποτέ στον κόσμο;
ω 30Να σ΄ είχε βρει μακάρι ο θάνατος στων Τρωών τη χώρα μέσα
ω 31στα χρόνια ακόμα που ρηγάδευες και τις τιμές χαιρόσουν.
ω 32Οι Αργίτες όλοι θα σου σήκωναν τρανό μνημούρι τότε,
ω 33κι ακόμα η δόξα σου θ΄ απόμενε κληρονομιά στο γιο σου
ω 34μα τώρα με τρισάθλιο θάνατο να σβήσεις σου μελλόταν!»
ω 35Κι απηλογήθη του Αγαμέμνονα τότε η ψυχή και του ΄πε:
ω 36«Εσύ, τρανέ Αχιλλέα, θεόμορφε, καλότυχος εστάθης,
ω 37μακριά από τ΄ Άργος που σκοτώθηκες στην Τροία, κι ολόγυρά σου
ω 38άλλοι αντρειανοί νεκροί σωριάζουνταν —Αργίτες, Τρώες —για σένα
ω 39παλεύοντας· και συ, κοιταμένος μακρύς φαρδύς στη σκόνη
ω 40τη στροβιλούσα, πια κι αλόγατα ξεχνούσες και πολέμους.
ω 41Κι εμείς ολημερίς παλεύαμε, κι ουδέ που θα σκολνούσε
ω 42ο πόλεμος, αν δε μας σκόλαζεν ο Δίας με ανεμοζάλη.
ω 43Κι ως πια στα πλοια, μακριά απ΄ τον τάραχο σε φέραμε της μάχης
ω 44και τ΄ όομορφο κορμί σου πλύναμε με χλιο νερό και μύρο,
ω 45σε στρώμα πάνω σε ξαπλώσαμε, κι οι Δαναοί ποτάμι
ω 46καφτά τα δάκρυα χύναν γύρα σου και τα μαλλιά τους κόβαν.
ω 47Βγήκε κι η μάνα σου απ΄ τη θάλασσα, το μήνυμα ως επήρε,
ω 48με τις Νεράιδες τις αθάνατες, κι ακουστή απ΄ τα πελάγη
ω 49θρήνος βαρύς, κι οι Αργίτες όλοι τους χίλια ριγιά ρίγησαν.
ω 50Στα βαθουλά καράβια θα ΄τρεχαν γοργά να μπουν, αν κάποιος
ω 51δεν τους αντίσκοφτε, που κάτεχε πολλά και περασμένα,
ω 52ο Νέστορας, που πάντα η γνώμη του ξεχώριζε απ΄ των άλλων.
ω 53Αυτός τους μίλησε καλόγνωμος κι ανάμεσά τους είπε:
ω 54"Σταθείτε, Αργίτες, γιατί φεύγετε, των Αχαιών βλαστάρια;
ω 55Αυτή είναι η μάνα του, απ΄ τη θάλασσα που φτάνει, το νεκρό της
ω 56υγιό να ιδεί, με τις αθάνατες μαζί θαλασσοκόρες."
ω 57Είπε, κι οι Αργίτες οι τρανόκαρδοι πια τη φευγάλα αφήκαν.
ω 58Γύρα σου τότε οι κόρες στάθηκαν του θαλασσογερόντου
ω 59και σ΄ έντυσαν με ρούχα αθάνατα με σύθρηνο μεγάλο.
ω 60Κι οι Μούσες όλες, συναλλάζοντας, το μοιρολόι κινούσαν
ω 61γλυκόφωνα κι οι εννιά· πια αδάκρυτο κανένα απ΄ τους Αργίτες
ω 62δε θώρειες· τόσο τους ξεσήκωνεν ο θλιβερός σκοπός τους.
ω 63Ακέρια δεκαεφτά μερόνυχτα διάβηκαν, που κι άνθρωποι
ω 64θνητοι σε κλαίγαμε κι αθάνατοι μαζί θεοι, κι απάνω
ω 65στις δεκοχτώ σε παραδώκαμε στις φλόγες, και τρογύρα
ω 66βόδια στριφτόκερα σου σφάζαμε κι αρνιά παχιά περίσσια·
ω 67κι όση ώρα εσύ σε ρούχα εκαίγουσουν θεϊκά, σε μέλι πλήθιο
ω 68γλυκό και λίπος, γοργοσάλευαν πολλοί αντρειωμένοι Αργίτες
ω 69τρογύρα απ΄ την πυρά που σ΄ έκαιγε, φορώντας τ΄ άρματά τους,
ω 70πεζοί κι αμαξολάτες, κι έφτανε τ΄ αψηλού ο τάραχός τους.
ω 71Μα σύντας τέλος σε κατάφαγε του Ηφαίστου η φλόγα, τ΄ άσπρα
ω 72τα κόκαλα σου, ξημερώνοντας, μαζέψαμε σε άκρατο
ω 73μέσα κρασί, Αχιλλέα, και σε άλειμμα· κι η μάνα σου μια στάμνα
ω 74χρυσή μας είχε δώκει, κι έλεγε του Διόνυσου πως είναι
ω 75δώρο φτιαγμένο από τον Ήφαιστο, τον ξακουστό τεχνίτη.
ω 76Τρανέ Αχιλλέα, κει μέσα κοίτουνται τα κόκαλα σου τ΄ άσπρα,
ω 77με του Πατρόκλου που σκοτώθηκε σμιγμένα, κι είναι χώρια
ω 78του Αντίλοχου, που τον ξεχώριζες τιμώντας τον πιο απ΄ όλους,
ω 79απ΄ τον καιρό που εχάθη ο Πάτροκλος, τους άλλους σου συντρόφους.
ω 80Κι υστέρα ολόγυρα αψεγάδιαστο, περίτρανο μνημούρι
ω 81σου ασκώσαμε ο στρατός, οι ατρόμητοι κονταρομάχοι Αργίτες,
ω 82αντίκρα στον πλατύν Ελλήσποντο, στου ακρόγιαλου τον κάβο,
ω 83μακριά να φαίνεται απ΄ τη θάλασσα κι ο κόσμος να το βλέπει,
ω 84και οι τωρινοί και αυτοί που αργότερα θα σκίζουν τα πελάγη.
ω 85απ΄ τους θεούς μετά η μητέρα σου βραβεία πανώρια πήρε
ω 86και μες στους πιο αντρειανούς τ΄ απίθωσεν Αργίτες, να παλέψουν.
ω 87θα ΄δες πολλών ηρώων αντρόκαρδων, χρόνια παλιά, το ξόδι·
ω 88κάθε που τύχει να ΄βρει ο θάνατος μεγάλο ρήγα, βλέπεις
ω 89τους νιους να ζώνουνται, να σιάζουνται, ποιος τα βραβεία θα πάρει.
ω 90Μα τούτα, αν τα ΄βλεπες, θα θάμαζες πολύ την ομορφιά τους·
ω 91τέτοια βραβεία μαθές απίθωνε για σένα τότε η θετή
ω 92η χιοναστράγαλη· τι οι αθάνατοι περίσσια αγάπη σου ΄χαν.
ω 93Και τ΄ όνομά σου, και που πέθανες, δε χάθηκε, Αχιλλέα·
ω 94τρανή στον κόσμον όλο η δόξα σου θα κρατηθεί για πάντα!
ω 95Μα εγώ, κι αν τέλεψα τον πόλεμο, ποιαν είδα αλήθεια χάρη;
ω 96που ο Δίας, ως διάγερνα, μελέτησε τον άγριο χαλασμό μου
ω 97κάτω απ΄ της άνομης γυναίκας μου και του Αίγιστου τα χέρια!»
ω 98Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταύρωναν λόγια τότε,
ω 99κι ο Ερμής ο ψυχολάτης έφτασε κοντά, και των μνηστήρων
ω 100στον Άδη τις ψυχές κατέβαζε, που ΄χε ο Οδυσσέας σκοτώσει.
ω 101Οι δυο τους, ως τους είδαν, σάστισαν κι ευτύς κοντά τους τρέξαν·
ω 102και τότε ο γίσκιος του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, θωρώντας
ω 103τον Αμφιμέδοντα ξεχώρισε, το γιο του Μελανέα·
ω 104παλιός λογιόταν τούτος φίλος του και ζούσε στην Ιθάκη.
ω 105Πρώτος ο γίσκιος του Αγαμέμνονα του μίλησε έτσι κι είπε:
ω 106«Γιατί βουλιάξατε, Αμφιμέδοντα, στη μαύρη γης, κι είστε όλοι
ω 107ξεδιαλεχτοί και συνομήλικοι; τί πάθατε; πιο κάλλιους
ω 108θα ΄ταν σα δύσκολο στο κάστρο σας να ξεδιαλέγαν άλλους.
ω 109Ο Ποσειδώνας μήπως άσκωσε φριχτήν ανεμοζάλη
ω 110και μες στο πέλαγο σας έπνιξε μαζί με τ΄ άρμενά σας;
ω 111Για μήπως στη στεριά σας σκότωσαν αντίμαχοι, την ώρα
ω 112που εσείς ξεκόβατε τα βόδια τους και τ΄ αρνοκόπαδά τους;
ω 113για κι ως διαφέντευαν το κάστρο τους και τα πιστά τους ταίρια;
ω 114Στο ρώτημα μου δώσε απόκριση, τι φίλος σου λογιούμαι.
ω 115Για δε θυμάσαι τότε που ΄φτασα στο σπίτι το δικό σας
ω 116με το Μενέλαο το θεόμορφο, τον Οδυσσέα να σπρώξω
ω 117πάνω στα πλοια τα καλοκούβερτα στην Τροία μαζί μας να ΄ρθει;
ω 118Κι ως του Οδυσσέα με κόπο αλλάξαμε του καστροπολεμίτη
ω 119τη γνώμη, μήνα ακέριο κάναμε το πέλαο να διαβούμε.»
ω 120Και του αποκρίθη του Αμφιμέδοντα τότε η ψυχή και του ΄πε:
ω 121«Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
ω 122κρατώ τα πάντα, αρχοντογέννητε, καθώς τα λες, στο νου μου.
ω 123Τώρα, τα πάντα εγώ απαράλλαχτα να σου ιστορήσω θέλω,
ω 124στου χαλασμού μας πως εφτάσαμε μαθές την άγριαν ώρα:
ω 125Το ταίρι του Οδυσσέα, που χρόνιζε στα ξένα, για γυναίκα
ω 126γυρεύαμε· μα αυτή, που οχτρεύουνταν το γάμο, μήτε, αρνιόταν
ω 127μηδέ τον τέλευε, τι θάνατο κακό μας μελετούσε.
ω 128Κι αυτός ο δόλος ο άλλος που ΄βαλε στα φρένα της μια μέρα!
ω 129Τρανό αργαλειό στο ανώι της έστησε και κίνησε να υφάνει
ω 130πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά μας είπε τότε:
ω 131"Εσείς οι νιοί που με γυρεύετε, μια κι ο Οδυσσέας εχάθη,
ω 132για καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω
ω 133καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου παν χαμένα.
ω 134Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω, για την ώρα
ω 135που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοίρα·
ω 136να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει,
ω 137τάχα πως κείτεται ασαβάνωτος, κι ας είχε τόσα πλούτη.
ω 138Έτσι μας μίλησε, κι η πέρφανη καρδιά μας τ΄ αποδέχτη.
ω 139Κι εκείνη όλη τη μέρα δούλευε το ατέλειωτο πανί της,
ω 140και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινε στο φως δαδιών που άναβαν.
ω 141Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος της πλανεύοντας μας όλους·
ω 142όμως στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
ω 143κι οι μήνες έτρεχαν, και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες,
ω 144τότε μια σκλάβα της που τα ΄ξερε μας τα μολόγησε όλα,
ω 145και την επιάσαμε που ξύφαινε το στραφτερό πανί της·
ω 146κι έτσι άθελά της το αποτέλειωσε, σφιγμένη απ΄ την ανάγκη.
ω 147Μα μόλις ύφανε και ξέπλυνε τ΄ ολόμακρο πανί της
ω 148και το ΄δειξε, έτσι που στραφτάλιζε σαν ήλιος, σα φεγγάρι,
ω 149τον Οδυσσέα θεός οδήγησε κακός —ποιος ξέρει πούθε!—
ω 150στα ξώμερα, μακριά απ΄ το κάστρο μας, στου Ευμαίου το σπίτι πέρα.
ω 151Εκεί ο Οδυσσέας ο θείος αντάμωσε τι γιο του, που απ΄ την Πύλο
ω 152την αμμουδάτη πίσω διάγερνε στο μαύρο του καράβι.
ω 153Κι ως των μνηστήρων αποφάσισαν εκείνοι οι δυο τον άγριο
ω 154το χαλασμό, κίνησαν κι έφτασαν στο ξακουσμένο κάστρο,
ω 155πίσω ο Οδυσσέας, μπροστά ο Τηλέμαχος, ανοίγοντας το δρόμο.
ω 156Με το χοιροβοσκό επορεύουνταν εκείνος, κουρελιάρης,
ω 157με την ειδή ζητιάνου, γέροντα και λεροφορεμένου,
ω 158και στο ραβδί ακουμπούσε, κι έζωναν ξεφτίδια το κορμί του.
ω 159Κι ουδέ κανείς μας το κατάλαβε πως ήταν ο Οδυσσέας,
ω 160έτσι ακαρτέρευτα που πρόβαλε, μηδέ κι οι πιο μεγάλοι,
ω 161μον΄ τον χτυπούσαμε, τον βρίζαμε με λόγια αγκιδωμένα.
ω 162Κι εκείνος πρώτα υπομονεύουνταν μες στο δικό του σπίτι
ω 163να τον χτυπούμε, να τον βρίζουμε, και τα δεχόταν όλα·
ω 164ως πια η βουλή του Δία τον στύλωσε του βροντοσκουταράτου,
ω 165και τ΄ άρματα με τον Τηλέμαχο τα λιόκαλα σηκώνει,
ω 166στην πίσω να τα κλείσει κάμαρα, τραβώντας την αμπάρα.
ω 167Σπρώχνει απ΄ την άλλη τη γυναίκα του με πονηριά, να δώσει
ω 168το τόξο και τα σταχτοσίδερα πελέκια στους μνηστήρες,
ω 169δοκίμι λέει για μας τους άμοιρους —κι αρχή του χαλασμού μας.
ω 170Όμως η ανάκαρα μας έλειψε, κι απ΄ το γερό δοξάρι
ω 171την κόρδα να τανύσει απ΄ όλους μας δε βρέθηκε κανένας.
ω 172Μα το τρανό δοξάρι ως έφτασε στα χέρια του Οδυσσέα,
ω 173τότε όλοι τις φωνές εβάλαμε, μην τύχει το δοξάρι
ω 174και του το δώσουν, κι ας ξεσήκωνε τον κόσμο απ΄ τις φωνές του.
ω 175Μόνο ο Τηλέμαχος τον γκάρδιωνε και να το πάρει αφήκε.
ω 176Στα χέρια ο αρχοντικός, πολύπαθος το δέχτηκε Οδυσσέας
ω 177και διάβη τα πελέκια, ακόπιαστα τανυώντας το δοξάρι·
ω 178κι ως στο κατώφλι εστάθη, ρίχνοντας άγριες ματιές τρογύρα
ω 179τις γρήγορες σαγίτες άδειασε. Το ρήγα Αντίνοο πρώτα
ω 180χτυπάει, μετά, σημάδι βάνοντας τους άλλους, να σκορπίζει
ω 181ριξιές φαρμακωμένες άρχισε, κι αυτοί σωρός έπεφταν.
ω 182Όλοι το νιώσαν πως τους σύντρεχε κάποιος θεός· τι επήραν,
ω 183με άγριαν ορμή χιμώντας πάνω μας, να σφάζουν ένα γύρο
ω 184μες στο παλάτι· κι ως μας άνοιγαν, χτυπώντας, τα κεφάλια,
ω 185βαρύς γρικιόταν βόγγος, κι άχνιζε το πάτωμα απ΄ το γαίμα.
ω 186Να πως χαθήκαμε, Αγαμέμνονα! Μες στου Οδυσσέα το σπίτι
ω 187και τώρα αποριγμένα, άκοιταχτα κοιτώνται τα κορμιά μας·
ω 188στα σπίτια μας μαθές δεν το ΄μαθαν ακόμα, απ΄ τις πληγές μας
ω 189να ΄ρθούν το λύθρο να ξεπλύνουνε και μοιρολόι να στήσουν
ω 190στο στρώμα μας· τι άλλη δεν έλαχαν οι σκοτωμένοι χάρη.»
ω 191Κι απηλογήθη του Αγαμέμνονα τότε η ψυχή και του ΄πε:
ω 192«Τρισεύτυχε Οδυσσέα, πολύτεχνε γιε του Λαέρτη, αλήθεια
ω 193γυναίκα πήρες αξετίμητη και με περίσσιες χάρες!
ω 194Πόσο άδολη η καρδιά της γνωστικιάς του Ικάριου θυγατέρας,
ω 195της Πηνελόπης! πως δεν ξέχασε τον Οδυσσέα ποτέ της,
ω 196τον άντρα της! Της καλοσύνης της η δόξα δε θα σβήσει·
ω 197πεντάμορφο τραγούδι οι αθάνατοι θα πλέξουν, να το λένε
ω 198πάνω στη γη οι θνητοί, τη φρόνιμη τιμώντας Πηνελόπη.
ω 199Της κόρης του Τυνδάρεου, που άνομα μελέτησε, δε μοιάζει,
ω 200αυτής που σκότωσε τον άντρα της, και θα της βγει τραγούδι
ω 201στο στόμα των θνητών κατάρατο· κακό και στις γυναίκες
ω 202όνομα χάρισε, καλόπραγες κι ας είναι μερικές τους.»
ω 203Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταύρωναν λόγια τότε,
ω 204στον μαύρον Άδη κάτω ως βρίσκουνταν, στης γης βαθιά τα σκότη.
ω 205Κι οι άλλοι, απ΄ το κάστρο σαν κατέβηκαν, στο χτήμα του Λαέρτη
ω 206το καλοδουλεμένο φτάσανε, που κάποτε ο Λαέρτης
ω 207ατός του το ΄χε με τον πλήθιο του τον ίδρωτα αποχτήσει.
ω 208Εκεί κι η κατοικία του, ολόγυρα ζωσμένη από καλύβες,
ω 209να ΄χουν να τρώνε και να κάθουνται και να κοιμούνται οι δούλοι,
ω 210που είχαν πιαστεί παλιά στον πόλεμο και τώρα του δουλεύαν.
ω 211Και μια απ΄ τη Σικελία γερόντισσα τον γνοιάζουνταν με αγάπη
ω 212το γέροντα, στο χτήμα ως έμενε, μακριά απ΄ το κάστρο, πάντα.
ω 213Τότε ο Οδυσσέας γυρνώντας μίλησε στο γιο του και στους δούλους:
ω 214«Εσείς τραβάτε στο καλόχτιστο να μπείτε μέσα σπίτι,
ω 215και σφάχτε για το γιόμα γρήγορα τον πιο παχύ απ΄ τους χοίρους·
ω 216κι εγώ θα πάω να βρω τον κύρη μου, να τόνε δοκιμάσω:
ω 217θα καταλάβει και θωρώντας με θα με γνωρίσει τάχα,
ω 218για δε θα βρει ποιος είμαι, που ΄λειπα στα ξένα τόσα χρόνια;»
ω 219Είπε, και τ΄ άρματα τους έδωκε που εφόρειε του πολέμου·
ω 220κι ως τούτοι για το σπίτι εκίνησαν, τραβούσε κι ο Οδυσσέας
ω 221κατά το χτήμα το πολύκαρπο, να τόνε δοκιμάσει.
ω 222Μηδέ κι αντάμωσε, ως κατέβαινε, στον κήπο το Δόλιο
ω 223για από τους δούλους τους επίλοιπους κανέναν για απ΄ τους γιους του·
ω 224είχε μαθές κινήσει ο γέροντας, και του ακλουθούσαν οι άλλοι,
ω 225πέτρες να μάσουν, ξεροτρόχαλο να φτιάσουν για το χτήμα.
ω 226Μονάχο πέτυχε τον κύρη του στον όμορφο τους κήπο,
ω 227κάποιο δεντράκι εκεί που σκάλιζε, λερός, κακοραμμένος,
ω 228κουρελιασμένος ο χιτώνας του· κακοραμμένα έζωναν
ω 229πετσιά βοδίσια τ΄ αντικνήμια του, να μη γδαρθεί στ΄ αγκάθια·
ω 230και για τα βάτα είχε στα χέρια του χερόχτια, και γιδίσιο
ω 231σκουφί φορούσε στο κεφάλι του, να μην τον καίγει ο γήλιος.
ω 232Ως ο αρχοντόγεννος, πολύπαθος τον είδεν Οδυσσέας,
ω 233να τυραννιέται απ΄ τα γεράματα κι απ΄ το βαρύ καημό του,
ω 234τον πήραν κλάματα και στάθηκε σε μια αχλαδιά από κάτω·
ω 235κι ο νους του δούλευε διχόγνωμος κι αναρωτιόταν, τάχα
ω 236να σφιχταγκαλιαστεί τον κύρη του, να τον φιλήσει, κι όλα
ω 237να του τα πει, πως ήρθε κι έφτασε στη γη την πατρική του,
ω 238για αρχή να κάνει ανερωτώντας τον και δοκιμάζοντάς τον;
ω 239Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζονταν, το πιο καλό πως είναι,
ω 240να τον αγγίξει με τα λόγια του και να τον δοκιμάσει.
ω 241Με τέτοιους λογισμούς προχώρησε στον κύρη του ο Οδυσσέας,
ω 242κι ως τούτος το δεντράκι εσκάλιζε με κεφαλή σκυμμένη,
ω 243ήρθε κοντά του ο γιος του ο ασύγκριτος κι αυτά τα λόγια του ΄πε:
ω 244«Δε δείχνεις, γέροντα μου, αμάθητος να καλουργάς περβόλι·
ω 245όλα τα γνοιάζεσαι περίκαλα, κι απ΄ τις βραγιές, τα φύτρα,
ω 246απ΄ τις συκιές, από τα λιόδεντρα, τις αχλαδιές, το αμπέλι
ω 247η έγνοια η δικιά σου δεν απόλειψε στο χτήμα τούτο μέσα.
ω 248Όμως κάτι άλλο εγώ θα σου ΄λεγα και μην κακοκαρδίσεις:
ω 249Τον ίδιο εσένα ποιος τον γνοιάζεται; τα γερατιά σε δέρνουν
ω 250βαριά, και τριγυρίζεις άλουστος και κακοφορεμένος!
ω 251Απρόκοπος δεν είσαι, ο αφέντης σου να μη σε λογαριάζει·
ω 252μα ουδέ και σκλάβος απ΄ τα ανάριμμα κι από την όψη δείχνεις,
ω 253όταν σε δει κανένας· πιότερο μαθές με ρήγα μοιάζεις —
ω 254με ρήγα μοιάζεις, που σα λούστηκε κι απόφαγε, σε στρώμα
ω 255να κοιμηθεί γλυκά θα ταίριαζε· τι αυτά στο γέρο πρέπουν.
ω 256μόν΄ έλα τώρα, αυτό μολόγα μου και την αλήθεια πες μου:
ω 257Ποιος είναι ο αφέντης πού το χτήμα του δουλεύεις; πώς τον λένε;
ω 258Σε τούτο ακόμα δώσ΄ μου απόκριση σωστή, καλά να ξέρω,
ω 259αν είναι η Ιθάκη αυτή που φτάσαμε, καθώς πιο κει, πριν λίγο,
ω 260μου το πε κάποιος που ανταμώθηκα μαζί του, εδώ ως ερχόμουν.
ω 261Ξύπνος περίσσια δε μου φάνηκε, τι υπομονή δεν είχε
ω 262να μου μιλήσει και τα λόγια μου ν΄ ακούσει· τον ρωτούσα
ω 263αν είναι ζωντανός ο φίλος μου και, βρίσκεται στον κόσμο,
ω 264για έχει πεθάνει πια και βρίσκεται στον άραχλο τον Άδη·
ω 265το αυτό σου λέω, κι εσύ τα λόγια μου στοχάσου κι άκουσέ μου:
ω 266Κάποτε κάποιον φιλοκόνεψα στη γη την πατρική μου,
ω 267στο αρχοντικό μας· λέω δε βρέθηκε ξενομερίτης άλλος
ω 268να μπει στο σπίτι μου και πιότερην αγάπη να του δείξω.
ω 269απ΄ την Ιθάκη εκείνος πέτουνταν πως η γενιά του σέρνει,
ω 270και τον υγιό του Αρκείσιου κύρη του πως έχει, το Λαέρτη.
ω 271Εγώ στο σπίτι μου τον έφερα να τον καλοσκαμνίσω,
ω 272κι απ΄ τα πολλά κει μέσα που ΄κρυβα τον φίλεψα με αγάπη,
ω 273και δώρα της φιλίας του χάρισα, σε ξένους ως ταιριάζει΄
ω 274τάλαντα εφτά χρυσάφι του ΄δωκα με τέχνη δουλεμένο,
ω 275κι ένα —καθάριο ασήμι —ανθόπλουμο του χάρισα κροντήρι,
ω 276κάπες μονές ακόμα δώδεκα, σκεπάσματα άλλα τόσα,
ω 277και δώδεκα φλοκάτες όμορφες, χιτώνες άλλους τόσους΄
ω 278και χώρια σκλάβες, σε αψεγάδιαστες δουλειές τρανές τεχνίτρες,
ω 279όμορφες, τέσσερεις, μονάχος του να τις διαλέξει, ως θέλει.»
ω 280Και του αποκρίθη τότε ο κύρης του με βουρκωμένα μάτια:
ω 281«Ξένε, στη χώρα που με ρώτησες αλήθεια φτάνεις τώρα,
ω 282μα αυτοί που την ορίζουν άνομοι κι αδικοπράχτες είναι.
ω 283Του ανέμου πήγαν όσα χάρισες, αρίφνητα κι ας ήταν!
ω 284Αν ζούσε εκείνος και τον έσμιγες στο κάστρο της Ιθάκης,
ω 285δώρα κι αυτός πολλά θα σου ΄δινε, και πριν σε προβοδώσει,
ω 286θα καλοπέρναες᾿ έτσι γίνεται με αυτόν που πρωταρχίζει.
ω 287μον΄ έλα τώρα, αυτό μολόγα μου και την αλήθεια πες μου:
ω 288Πόσα που λες τον φιλοκόνεψες έχουν περάσει χρόνια,
ω 289τον έρμο ξένο σου, το τέκνο μου —ποτές μου αν είχα τέκνο! —
ω 290το δύστυχο᾿ μακριά απ΄ τον τόπο του κι απ΄ τους δικούς του εχάθη
ω 291τροφή στα ψάρια λέω της θάλασσας, για στη στεριά σπαράχτη
ω 292από θεριά κι απ΄ όρνια η σάρκα του᾿ κι ουδέ οι γονιοί του, η μάνα
ω 293κι εγώ ο πατέρας του, τον κλάψαμε νεκροστολίζοντάς τον.
ω 294Κι η μυαλωμένη, ακριβαγόραστη γυναίκα του, κι εκείνη τα μάτια,
ω 295ως ειν᾿ πρεπό, δεν έκλεισε του αντρός της, να τον κλάψει
ω 296δεν μπόρεσε᾿ τι άλλη δεν έλαχαν οι πεθαμένοι χάρη.
ω 297Κι ακόμα τούτο εδώ μολόγα μου, καλά να το κατέχω:
ω 298Ποιος είσαι; πούθε; που η πατρίδα σου και που οι γονιοι σου εσένα;
ω 299και που έχει αράξει το πλεούμενο που σ΄ έχει εδώ φερμένο
ω 300με τους ισόθεους τους συντρόφους σου; για κι είχες σε καράβι
ω 301ξένο ανεβεί, κι εκείνοι σ΄ έβγαλαν εδώ και φύγαν πάλε;»
ω 302Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
ω 303«Για τούτα τώρα που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια΄
ω 304τρανό έχω σπίτι στον Αλύβαντα κι είμαι από κει λογιέμαι
ω 305του Αφείδα γιος, του Πολυπήμονα του βασιλιά είμαι αγγόνι᾿
ω 306Επήριτο με λεν με ξέσυρε κάποιος θεός να φτάσω
ω 307αθέλητα μου εδώ στα μέρη σας από τη Σικανία,
ω 308κι έχω το πλοίο μακριά απ΄ το κάστρο σας σ΄ έρμο γιαλό αραγμένο.
ω 309Ως τώρα πέντε χρόνια διάβηκαν, αφόντας ο Οδυσσέας
ω 310έφυγε εκείθε, πίσω αφήνοντας τη γη την πατρική μου,
ω 311ο έρμος! Δεξιά και καλοσήμαδα στο μισεμό του ωστόσο
ω 312πετούσαν τα πουλιά᾿ χαρούμενος κι εγώ τον προβοδούσα,
ω 313κι εκείνος χαίρουνταν μισεύοντας, κι είχαμε ελπίδα, ως φίλοι
ω 314να σμίξουμε ξανά, ν΄ αλλάξουμε πανώρια δώρα πάλε.»
ω 315Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος,
ω 316και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει πα
ω 317στο ψαρύ μεμιάς κεφάλι του με βόγγους και με θρήνους.
ω 318Μα κι η καρδιά του γιου σπαρτάρησε, τον κύρη του ως εθώρειε,
ω 319και τα ρουθούνια του μερμίδιζαν αψιά, για να ξεσπάσει.
ω 320Χιμώντας τότε τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του ΄πε:
ω 321«Ατός μου εγώ είμαι εκείνος, κύρη μου, που χρόνια αποζητούσες΄
ω 322Στα είκοσι χρόνια απάνω εδιάγειρα στη γη την πατρική μου.
ω 323Μα το πολύδακρό σου σύθρηνο και το δαρμό σταμάτα,
ω 324για να σου πω —καιρός να χάνουμε πολύς δε μένει αλήθεια—
ω 325πως τους μνηστήρες όλους σκότωσα στο αρχοντικό μας μέσα,
ω 326να γδικιωθώ τις κακοσύνες τους και τ΄ άνομά τους έργα.
ω 327Τότε ο Λαέρτης του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του ΄πε:
ω 328«Αν ο Οδυσσέας ο γιος μου πέτεσαι πως είσαι, εδώ που φτάνεις,
ω 329σημάδι φανερό μολόγα μου, και τότες να πιστέψω.»
ω 330Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
ω 331«Για κοίτα πρώτα το σημάδι μου στο πόδι εδώ, που ο κάπρος
ω 332στον Παρνασό μια μέρα μου άνοιξε με τ ΄άσπρο του το δόντι.
ω 333Εσύ στα μέρη εκείνα μ΄ έστελνες κι η σεβαστή μου η μάνα,
ω 334να πάρω δώρα απ΄ τον Αυτόλυκο, της μάνας μου τον κύρη΄
ω 335μου τα ΄χε τάξει ατός του κάποτε, φτασμένος εδώ πέρα.
ω 336Κι ακόμα να σου πω τα δέντρα μου στο πάγκαλο μας χτήμα΄
ω 337ήμουν παιδί και μου τα χάρισες᾿ μια μέρα σε ακλουθούσα
ω 338μέσα στον κήπο και σου γύρευα δικό μου κάθε δέντρο.
ω 339Και συ ένα ένα τα λογάριαζες ποια θα γενούν δικά μου΄
ω 340απ΄ τις μηλιές σου δέκα, δεκατρείς απ΄ τις αχλαδιές σου
ω 341κι απ΄ τις συκιές σαράντα μου ΄δωκες, και μου ΄ταζες κι αμπέλι
ω 342πενήντα αράδες᾿ κι ούτε που ΄πεφτε μαζί της κάθε αράδας
ω 343ο τρύγος, τι είχες μες στο αμπέλι σου λογής λογής σταφύλι,
ω 344κάθε χρονιά που ο Δίας θα χάριζε καλή σοδιά ψηλάθε.»
ω 345Αυτά είπε, κι εκείνου τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του,
ω 346τ΄ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα,
ω 347και στο λαιμό του γιου του ερίχτηκε, κι ως λίγωσε η ψυχή του,
ω 348ο θείος, πολύπαθος απάνω του τον έσφιγγε Οδυσσέας.
ω 349Μα ως πήρε ανάσα και στον τόπο της ήρθε η καρδιά του πάλε,
ω 350ξαναδευτέρωσε τα λόγια του κι αυτά μιλώντας είπε:
ω 351«Αλήθεια, αν οι μνηστήρες πλέρωσαν για τ΄ άνομά τους έργα,
ω 352πατέρα Δία, στον μέγαν Όλυμπο θα πει οι θεοι πως ζείτε!
ω 353Μα τώρα φοβέρα στα φρένα μου τρομάζω, μήπως όλοι
ω 354κινήσουν οι Θιακοί, στο χτήμα μας να ΄ρθούν εδώ, και στείλουν
ω 355ολούθε τα Κεφαλωνίτικα να ξεσηκώσουν κάστρα.»
ω 356Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
ω 357«Κάνε κουράγιο και μη γνοιάζεσαι στα φρένα σου για τούτα!
ω 358Στην κατοικία μας τώρα ας στρέψουμε, που ΄ναι στο χτήμα δίπλα΄
ω 359μπροστά έχω στείλει τον Τηλέμαχο με τον χοιροβοσκό μας
ω 360και τον βουκόλο, να συντάξουνε στα πεταχτά το γιόμα.»
ω 361Τέτοια αναθίβαναν, και κίνησαν να παν στην κατοικία τους΄
ω 362κι ως μπήκαν μέσα στο αρχοντόσπιτο, πέτυχαν το βουκόλο
ω 363να ΄χει βαλθεί με τον Τηλέμαχο και το χοιροβοσκό τους
ω 364να κόβουν κρέατα και φλογόμαυρο κρασί να συγκερνούνε.
ω 365Ωστόσο η βάγια η Σικελιώτισσα τον αντρειανό Λαέρτη
ω 366στο σπίτι μέσα πήρε κι έλουσε, τον άλειψε με μύρο
ω 367κι ώριο μαντί μετά του φόρεσε᾿ κι ήρθε η Αθηνά κοντά του
ω 368και το κορμί σιδεροστέλιωσε μεμιάς του στρατολάτη,
ω 369σαν πιο γεμάτος, πιο αψηλόκορμος απ΄ ό,τι πριν να δείχνει.
ω 370Κι ως βγήκε απ΄ το λουτρό, τον κοίταζεν ο γιος του με καμάρι,
ω 371θωρώντας τον με τους αθάνατους θεούς να μοιάζει τόσο,
ω 372και κράζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια κι είπε:
ω 373«απ΄ τους θεούς, πατέρα, σίγουρα τους ανοαώνιους κάποιος
ω 374να δείχνεις σ΄ έκανε ομορφότερος στην ελικιά, στην όψη!»
ω 375Κι ο μυαλωμένος του αποκρίθηκε Λαέρτης μ΄ έτοια λόγια:
ω 376«Να᾿ μα-τον πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, σαν τότε
ω 377που πήρα το καστρί τ΄ ωριόχτιστο του Νήρικου απαντίκρυ,
ω 378στη γλώσσα της στεριάς, κι αφέντευα Κεφαλωνίτες — τέτοιος
ω 379να᾿ μουν μαθές και χτες στο σπίτι μας, και να φορώ στους ώμους
ω 380τ΄ άρματα ορθός στο πλάι σου, πόλεμο κι εγώ με τους μνηστήρες
ω 381ν΄ ανοίξω᾿ σε περίσσιους θα ΄λυνα στο αρχοντικό μας μέσα
ω 382τα γόνατα᾿ και θ΄ αναγάλλιαζες και συ βαθιά στα φρένα!»
ω 383Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταύρωναν λόγια τότε,
ω 384κι ως τις δουλειές τους οι άλλοι τέλεψαν και σύνταξαν το γιόμα,
ω 385αράδα σε θρονιά καθόντουσαν και σε σκαμνιά να φάνε.
ω 386Μα εκεί στα φαγητά που λέγανε ν΄ απλώσουν, ο Δόλιος
ω 387ο γέροντας κι οι γιοι του γέροντα ζύγωσαν, κουρασμένοι
ω 388απ΄ της δουλειάς το μόχτο᾿ η μάνα τους προβέλνοντας τους είχε
ω 389καλέσει, η βάγια η Σικελιώτισσα, πού τους γνοιαζόταν πάντα,
ω 390μα πιότερο το γέρο κύρη τους, τι είχε πολύ βαρύνει.
ω 391Τούτοι σαν είδαν και κατάλαβαν τον Οδυσσέα μπροστά τους,
ω 392τα χάσαν και στη μέση εστάθηκαν της κάμαρας, μα εκείνος
ω 393με λόγια μαλακά τους μίλησε, να τους ψευτομαλώσει:
ω 394« Γέροντα, κάτσε τρώγε, κι όλοι σας τη σαστισμάρα αφήστε΄
ω 395ώρα πολλή ψωμί να βάλουμε στο στόμα λαχταρούμε,
ω 396κι όμως δεν τρώμε περιμένοντας κάθε στιγμή να ΄ρθείτε.»
ω 397Αυτά είπε, κι ο Δόλιος, απλώνοντας τα χέρια, πήρε δρόμο
ω 398γραμμή στον Οδυσσέα, κι αρπώντας του τα χέρια τον φιλούσε,
ω 399και κράζοντας τον ανεμάρπαστα μιλούσε λόγια κι είπε:
ω 400«Φίλε ακριβέ, σε αποζητούσαμε —χωρίς καμιάν ελπίδα!
ω 401Μα αφού διαγέρνεις κι ειν᾿ οι αθάνατοι που σ΄ έχουν φέρει πίσω,
ω 402γεια και χαρά, κι απ΄ τους αθάνατους καλό να βλέπεις μόνο!
ω 403Σε τούτο τώρα δωσ᾿ μου απόκριση σωστή, καλά να ξέρω:
ω 404η Πηνελόπη τάχα το ΄μαθε πως έχεις πια διαγείρει,
ω 405η μυαλωμένη, γιά να στείλουμε κανένα αποκρισάρη;»
ω 406Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
ω 407«Το ξέρει, γέροντα᾿ να γνοιάζεσαι καμιά δεν είναι ανάγκη!»
ω 408Είπε, κι εκείνος ξανακάθισε στο μαγλινό σκαμνί του.
ω 409Όμοια κι οι γιοι του τριγυρίζοντας τον ξακουστό Οδυσσέα
ω 410του λέγαν τα καλωσορίσματα και του ΄σφιγγαν τα χέρια΄
ω 411πλάι στο Δόλιο μετά, τον κύρη τους, με τη σειρά κάθισαν.
ω 412Έτσι στρώθηκαν τούτοι κι έτρωγαν στην κατοικία᾿ μα η Φήμη
ω 413το κάστρο βιαστικά γυρόφερνε και διαλαλούσε σ΄ όλους
ω 414τον άγριο των μνηστήρων θάνατο, τη μοίρα που τους βρήκε.
ω 415Κι εκείνοι, ως τ΄ άκουσαν, συνάζουνταν, καθένας απ΄ ολλούθε,
ω 416μπρος στου Οδυσσέα το αρχοντοπάλατο με γόσματα και θρήνους΄
ω 417και τους νεκρούς έβγαζαν κι έθαβαν καθένας τον δικό το΄
ω 418κι όσους απ΄ άλλους τόπους ήξεραν τους δίναν σε ψαράδες,
ω 419για να τους παν γοργά με τ΄ άρμενα στο σπίτι του καθέναν
ω 420μετά στην αγορά μαζώνανταν με πικραμένα σπλάχνα.
ω 421Μόλις εκεί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν,
ω 422πεταχτή ορθός ο Ευπείθης κι άρχισε να λέγει αναμεσά τους΄
ω 423του γιου του ο θάνατος αβάσταχτος του πλάκωνε τα στήθη,
ω 424του Αντίνοου, που ο Οδυσσέας ολόπρωτο τον είχε κονταρέψει.
ω 425Για τούτον τώρα δάκρυα χύνοντας μιλούσε αναμεσά τους:
ω 426«Ο άντρας αυτός για μας μελέτησε δουλειές μεγάλες, φίλοι!
ω 427Άλλους μαθές, πολλούς κι αντρόκαρδους, με τα καράβια επήρε,
ω 428και τα βαθιά καράβια αφάνισε, κι αφάνισε κι εκείνους΄
ω 429κι άλλους, ως ήρθε τώρα, σκότωσε, τους πιο αντρειανούς Αργίτες.
ω 430Μα ελάτε, πριν εκείνος γρήγορα στους Επειούς ξεφύγει,
ω 431που κυβερνούν τη θεία την Ήλιδα, για και στην Πύλο,
ω 432πάμε να του ριχτούμε᾿ αλλιώς μας έπνιξε για πάντα η καταφρόνια.
ω 433Θα ΄ταν μαθές ντροπή οι μελλούμενες γενιές και να τ΄ ακούσουν,
ω 434απ΄ τους φονιάδες πως δεν πήραμε των γιων, των αδερφιών μας
ω 435το γαίμα πίσω. Δε θα το ΄θελα να ζω στον κόσμο᾿ κάλλιο
ω 436νεκρός κι εγώ μιαν ώρα αρχύτερα με τους νεκρούς τους άλλους!
ω 437Πάμε, μην τύχει και προφταίνοντας διαβούν εκείνοι αντίκρυ!»
ω 438Αυτά είπε, κι όλοι τον συμπόνεσαν οι Αργίτες, που θρηνούσε.
ω 439Κοντά τους ήρθε τότε ο Μέδοντας απ΄ του Οδυσσέα το σπίτι
ω 440κι ο θείος τραγουδιστής, και στάθηκαν στη μέση απ΄ τους Αργίτες,
ω 441πριν λίγο ξυπνημένοι, κι όλοι τους σάστισαν που τους είδαν.
ω 442Το λόγο πήρε τότε ο Μέδοντας, που ΄χε περίσσια γνώση:
ω 443«Θιακοί, για ακουστέ μου! Δε θα ΄βαζε μπροστά ποτέ ο Οδυσσέας
ω 444τέτοιες δουλειές, χωρίς οι αθάνατοι θεοί να το θελήσουν.
ω 445Κάποιο αναιώνιο ατός μου αντίκρισα θεό να στέκει δίπλα
ω 446στον Οδυσσέα, και με το Μέντορα στο κάθε τι να μοιάζει.
ω 447Μια πρόβελνε ο θεός ο αθάνατος μπροστά απ΄ τον Οδυσσέα
ω 448γκαρδιώνοντάς τον, μια ξεχύνουνταν στο αρχονταρίκι μέσα
ω 449και τους μνηστήρες αναστάτωνε, κι αυτοί σωρός έπεφταν.»
ω 450Αυτά είπε, κι εκείνους ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα.
ω 451Πήρε ο Αλιθέρσης τότε ο γέροντας το λόγο, του Μαστόρου
ω 452ο γιος, ο μόνος που μελλούμενα και περασμένα εθώρα,
ω 453κι έτσι τους μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσά τους είπε:
ω 454«Θιακοί, το λόγο τώρα ακούστε μου κι ό,τι σας πω γρικάτε΄
ω 455από δικιά σας δειλία, φίλοι μου, γίνηκαν όλα τούτα,
ω 456που ουδέ σε μένα ουδέ στου Μέντορα του βασιλιά τα λόγια
ω 457βάζατε αφτί, να σταματήσετε τις αμυαλιές των γιων σας,
ω 458που φοβερές δουλειές εσκάρωσαν με τις παρανομίες τους,
ω 459το βιος ρημάζοντας, ντροπιάζοντας το ταίρι ενού αντρειωμένου,
ω 460πρώτου στον πόλεμο, τι ελόγιαζαν πως πίσω δε γυρίζει.
ω 461Μην του ριχτούμε τώρα, ακουστέ μου, κι ό,τι σας λέω να γένει,
ω 462αλλιώς μην πάει κανείς γυρεύοντας κι άλλο κακό να πάθει.»
ω 463Είπε, κι εκείνοι ξεπετάχτηκαν με αλαλητό μεγάλο,
ω 464πιο πάνω απ΄ τους μισούς, μα απόμειναν οι επίλοιποι εκεί πέρα,
ω 465τι ο λόγος τούτος δεν τους άρεσε, μόνο του Ευπείθη άκουγαν.
ω 466Τρέξαν λοιπόν με βιάση, τ΄ άρματα να βάλουν του πολέμου΄
ω 467κι ως το χαλκό ζώστηκαν, που άστραφτε τρογύρα στα κορμιά τους,
ω 468μπροστά απ΄ το κάστρο το πλατύχωρο μαζί βρέθηκαν όλοι,
ω 469κι ο Ευπείθης αρχηγός τους έμπαινε στην τόση ανεμυαλιά του
ω 470του σκοτωμένου γιου του λόγιαζε να πάρει το αίμα πίσω,
ω 471μα να διαγείρει δεν του μέλλουνταν, τι εκεί τον βρήκε ο Χάρος.
ω 472Τότε η Αθηνά γυρνώντας μίλησε στο Δία, το γιό του Κρόνου:
ω 473«Υγιέ του Κρόνου και πατέρα μας,, μες στους θεούς ο πρώτος,
ω 474στο ρώτημα μου δώσε απόκριση᾿ τι κρύβει ο νους σου τάχα;
ω 475Ξανά κακό θ΄ ανοίξεις πόλεμο και μανιασμένο απάλε,
ω 476για αγάπη και φιλιά αποφάσισες να γένει αναμεσά τους;»
ω 477Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοφάχτης:
ω 478«Γ᾿ αυτά ποιος λόγος που με ρώτησες, παιδί μου; τι γυρεύεις;
ω 479Δικιά σου αλήθεια τούτη η απόφαση δεν ήταν, ο Οδυσσέας
ω 480να πάρει απ΄ τους μνηστήρες φτάνοντας το γδικιωμό του πίσω;
ω 481Κάμε όπως θέλει᾿ όμως άκουσε και μένα, τι ταιριάζει:
ω 482Μια κι ο Οδυσσέας ο θείος εγδίκηση πια πήρε απ΄ τους μνηστήρες,
ω 483φιλίας ας κάνουν όρκους, ρήγας τους να μείνει εκείνος πάντα΄
ω 484και για τ΄ αδέρφια που σκοτώθηκαν και για τους γιους να πούμε
ω 485να πέσει λησμονιά, κι ως άλλοτε να βασιλέψει αγάπη,
ω 486κι όλοι και πλούτη πια να χαίρουνται κι ειρήνη αναμεσά τους.»
ω 487Αυτά είπε, κι η Αθηνά, που το ΄θελε κι από τα πριν, πεταχτή
ω 488και τις κορφές του Ολύμπου αφήνοντας με βιάση εχύθη κάτω.
ω 489Ωστόσο του γλυκού θαράπευαν φαγιού τον πόθο εκείνοι΄
ω 490τελειώνοντας ο θείος, πολύπαθος τους μίλησε Οδυσσέας:
ω 491«Κάποιος να βγει να ιδεί μην έρχουντοα κι εδώ κοντά βρίσκονται.»
ω 492Σάν είπε αυτά, ένας γιος σηκώθηκε του Δόλιου κι όξω βγήκε,
ω 493μα ως στάθη στο κατώφλι τρέχοντας, τους είδε που σίμωναν,
ω 494και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα στον Οδυσσέα με βιάση:
ω 495«Να τοι, σίμωσαν! Δίχως άργητα κι εμείς ν΄ αρματωθούμε!»
ω 496Είπε, κι εκείνοι ευτύς πετάχτηκαν και τ΄ άρματα ζώστηκαν,
ω 497έξι του Δόλιου οι γιοι, και τέσσερεις στον Οδυσσέα τρογύρα.
ω 498Ακόμα κι ο Λαέρτης έβλεπες με το Δολίο, κι ας είχαν
ω 499ψαρά μαλλιά, ν΄ αρματοζώνουνται, στρατιώτες της ανάγκης.
ω 500Κι αφού τα λιόφωτα χαλκάρματα ζώστηκαν στο κορμί τους,
ω 501τις πόρτες άνοιξαν, κι ως έβγαιναν, μπροστά ο Οδυσσέας τραβούσε.
ω 502Κι ήρθε η Αθηνά κοντά τους τρέχοντας, του γιου του Κρόνου η κόρη,
ω 503το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο.
ω 504Κι ως την αντίκρισε ο πολύπαθος, θείος Οδυσσέας, εχάρη,
ω 505κι είπε με βιάση στον Τηλέμαχο, τον ακριβό το γιο του:
ω 506«Δουλειά δική σου πια, Τηλέμαχε, την ώρα που θα μπαίνεις
ω 507εκεί που στήνουν οι άντρες πόλεμο κι οι πρώτοι ξεχωρίζουν,
ω 508να μην ντροπιάσεις τους προγόνους σου, τι από καιρούς η αντρεία μας
ω 509έχει ακουστεί και το κουράγιο μας στην οικουμένη πάσα.»
ω 510Κι ο μυαλωμένος ο Τηλέμαχος γυρνώντας του αποκρίθη:
ω 511«Αν θέλεις, θα με δεις, πατέρα μου, με τόση ορμή που νιώθω,
ω 512να μην ντροπιάζω εγώ στον πόλεμο την εδικολογιά σου!»
ω 513Αυτά είπε, κι ο Λαέρτης φώναξε μες στη χαρά του κι είπε:
ω 514«Τι μέρα αυτή για μένα, αθάνατοι! Χαρά μεγάλη ετούτη,
ω 515γιος κι εγγονός να συνερίζουνται στην παλικαροσύνη!»
ω 516Τότε η Άθηνά, η θεά η γλαυκόματη, σιμώνοντας τον είπε:
ω 517«Του Αρκείσιου γιε, που απ΄ τους συντρόφους μου πιο αγάπη σου ΄χω πάντα,
ω 518στην Κόρη ευκήσου τη γλαυκόματη και στον πατέρα Δία,
ω 519και ρίξε ευτύς το μακρογίσκιωτο κοντάρι σου με φόρα.»
ω 520Είπε η Παλλάδα, και του φύσηξε στα στήθη ορμή μεγάλη΄
ω 521κι αυτός, πριν ρίξει το μακρόισκιωτο κοντάρι του με φόρα,
ω 522απ΄ όλους πρώτη ανακαλέστηκε του τρανού Δία την κόρη,
ω 523και πέτυχε στο χαλκό μάγουλο του Ευπείθη κράνος πάνω΄
ω 524κι αυτό δεν άντεξε, μον΄ διάβηκε μέσα ο χαλκός, κι εκείνος
ω 525βαρύς σωριαστή, κι από πάνω του βρόντηξαν τ΄ άρματά του.
ω 526Τότε ο Οδυσσέας κι ο γιος του ο ασύγκριτος χιμίξαν μες στους πρώτους
ω 527με τα σπαθιά και με τα δίμυτα χτυπώντας τους κοντάρια.
ω 528Θα τους σκότωναν όλους, ένας τους να μη διαγείρει πίσω,
ω 529αν η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη,
ω 530φωνή δεν έσερνε, τη φόρα τους οι δυο στρατοί να κόψουν:
ω 531«Θιακοί, σταθείτε! Πια τον πόλεμο τον άγριο παρατάτε,
ω 532μιαν ώρα αρχύτερα αναψάτωτα να χωριστείτε ως φίλοι!»
ω 533Είπε η Αθηνά, κι αυτούς ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα,
ω 534κι απ΄ τον τρανό τους φόβο τ΄ άρματα τους φεύγαν απ᾿ τα χέρια,
ω 535και στης θεϊκιάς λαλιάς το αντίφωνο στο χώμα πέφταν όλα΄
ω 536κι ατοί τους για το κάστρο το ΄βαζαν στα πόδια, να γλιτώσουν.
ω 537Μα ως πάνω τους ο πολυβάσανος, θείος Οδυσσέας χιμούσε
ω 538χουγιάζοντας, σαν αιθερόλαμνος αϊτός που πήρε φόρα,
ω 539ίδια στιγμή αχνιστό αστροπέλεκο του Κρόνου ο γιος άφηκε,
ω 540κι ομπρός στη Γλαυκομάτα χτύπησε την τρανοκυρουδάτη.
ω 541Κι είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στον Οδυσσέα γυρνώντας:
ω 542«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
ω 543κρατήσου, σκόλασε τον πόλεμο και το φριχτό το απάλε,
ω 544ο Δίας μην οργιστεί, ο βροντόλαλος του Κρόνου υγιός, μαζί σου!»
ω 545Είπε η Αθηνά, κι αυτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του΄
ω 546κι όρκους αγάπης έβαλε έπειτα να κάνουν η Παλλάδα
ω 547τις δυο μεριές, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη,
ω 548το Μέντορα στο λάλο μοιάζοντας και στου κορμιού το διώμα.