Οδύσσεια, ραψωδία α, μτφρ. Ζήσιμου Σιδέρη

α 1Τον άντρα τον πολύτροπο πες μου, θεά, που χρόνια
α 2παράδερνε, σαν πάτησε της Τροίας τ' άγιο κάστρο,
α 3κι ανθρώπων γνώρισε πολλών τους τόπους και τη γνώμη
α 4κι έπαθε πλήθος συμφορές στα πέλαγα, ζητώντας
α 5πώς στην πατρίδα του άβλαβος να πάει με τους συντρόφους. 
α 6Μα κι έτσι αυτούς δε γλίτωσε, μ' όσον καημό και αν είχε.
α 7Γιατί μονάχοι χάθηκαν από δικό τους κρίμα,
α 8οι άσεβοι, που φάγανε τ' Ουρανοδρόμου Ήλιου
α 9τα βόδια και τους στέρησε του γυρισμού τη μέρα.
α 10Πες τα από κάπου και σε μας, θεά, του Δία κόρη.  
α 11Όλοι, όσοι τότε ξέφυγαν το μαύρο χάρο, πήγαν
α 12στα σπίτια τους, από γιαλούς και μάχες γλιτωμένοι.
α 13Κι αυτόν μονάχα πόκλαιγε πατρίδα και γυναίκα
α 14τον κράταε λατρευτή θεά, η Καλυψώ η νεράιδα,
α 15μέσα σε κουφωτή σπηλιά, για να τον κάμει ταίρι. 
α 16Τέλος, σαν έφτασε ο καιρός στο γύρισμα των χρόνων,
α 17τότε του κλώσανε οι θεοί στο Θιάκι να γυρίσει,
α 18μα μήτε εκεί δεν του 'λειψαν στο σπίτι, του οι αγώνες
α 19μες στους δικούς του. Κι οι θεοί τον συμπονούσαν όλοι
α 20εκτός του Ποσειδώνα. Αυτός μονάχα του Δυσσέα
α 21πάθος του κράταε άσβηστο πριν φτάσει στην πατρίδα.
α 22Μα εκείνος στους απόμακρους τους Αιθιόπους πήγε,
α 23που χωρισμένοι κατοικούν, στην άκρη, χώρια απ' όλους,
α 24άλλοι κατά το ηλιόβγαλμα, στο ηλιοβασίλεμα άλλοι,
α 25πλούσια να λάβει προσφορά σε βόδια και κριάρια. 
α 26Έκατσε εκεί και χαίρονταν με τη θυσία,
α 27κι οι άλλοι θεοί ήταν όλοι μαζωχτοί στου Δία το παλάτι.
α 28Κι άρχισε πρώτος των θεών κι ανθρώπων ο πατέρας·
α 29γιατί έβαλε τον άψεγο τον Αίγισθο στο νου του,
α 30που σκότωσε ο κοσμάκουστος Ορέστης τ' Αγαμέμνου. 
α 31Κι έτσι είπε στους λοιπούς θεούς στο νου του φέρνοντάς τον·
α 32«Ω, κρίμα αλήθεια, οι άνθρωποι με τους θεούς να τα 'χουν,
α 33γιατί θαρρούν πως από μας οι συμφορές τους βρίσκουν,
α 34ενώ παθαίνουν μόνοι τους απ' ασυλλογισιά τους,
χωρίς να φταίει η μοίρα τους. Όπως και τώρα, δίχως 
α 35να 'ναι γραφτό του, ο Αίγισθος πήρε του γιου τ' Ατρέα
α 36το ταίρι, κι όταν γύρισε κι εκείνος στην πατρίδα,
α 37τον σκότωσε, κι ας ήξερε τι χάρος θα τον λάχει,
α 38αφού το φτεροφόρο Ερμή στείλαμε πριν και του 'πε,
α 39να μην του πάρει τη ζωή, το ταίρι του ν' αφήσει,
α 40γιατί θα φτάσει η εκδίκηση τ' Ατρείδη απ' τον Ορέστη 
α 41σα μεγαλώσει και ποθεί να φτάσει στην πατρίδα.
α 42Έτσι του τα 'λεγε ο Ερμής ποθώντας, το καλό του,
α 43μα δεν του γύρισε το νου. Τώρα τα πλέρωσε όλα».
α 44Τότ' έτσι η φωτοστάλαχτη τ' απάντησε η Παλλάδα
α 45«Πατέρα μας, του Κρόνου γιε, των επουράνιων πρώτε, 
α 46ναι, εκείνος βρήκε θάνατο που του 'πρεπε να λάβει,
α 47κι έτσι κάθε άλλος ας χαθεί που τέτοια κατορθώνει.
α 48Μα εμένα σχίζεται η καρδιά για το θεϊκό Δυσσέα,
α 49που χρόνια αλάργα απ' τους δικούς φαρμάκια πίνει ο έρμος,
α 50σ' ένα γιαλόκλειστο νησί, στη μέση του πελάγου,  
α 51πολύδεντρο, όπου μια θεά την κατοικιά της έχει,
α 52η θυγατέρα του Άτλαντα, που ξέρει ο διαστρεμμένος
α 53στο βάθος κάθε θάλασσας και μόνος του σηκώνει
α 54τους ψηλούς στύλους που σε δυο γης κι ουρανό χωρίζουν.
α 55Η κόρη εκείνου τον κρατά το δόλιο, κι ας λυπάται, 
α 56κι όλο με τα μαργιόλικα και τα γλυκά της λόγια
α 57νύχτα και μέρα τον πλανά το Θιάκι να ξεχάσει.
α 58Μα ο Δυσσέας και καπνό ποθεί να ιδεί απ' αγνάντια
α 59να βγαίνει απ' την πατρίδα του ψηλά κι ας ξεψυχήσει.
α 60Κι αχ, μήτε εσένα δε λυγάει, Ολύμπιε, η καρδιά σου. 
α 61Μήπως δε σε καλόπιανε στ' αργίτικα καράβια
α 62κοντά ο Δυσσέας, στην πλατιά την Τροία, με θυσίες;
Έτσι λοιπόν τι κάκιωσες μαζί του τώρα, Δία;»
α 63Κι ο Δίας της απάντησε ο συγνεφοσυνάχτης˙
α 64«Παιδί μου, πώς σου ξέφυγαν τα λόγια αυτά απ' το στόμα;
α 65Πώς να ξεχάσω το θεϊκό Δυσσέα δίχως λόγο, 
α 66που δεν τον φτάνει άλλος κανείς στη γνώση, και θυσίες
α 67πρόσφερε πλήθες στους θεούς που κατοικούν στα ουράνια;
α 68Μόν' ένα πάθος άσβηστο κρατάει ο Κοσμοσείστης
α 69μαζί του για τον Κύκλωπα, που του 'βγαλε το μάτι,
α 70το γιο του τον Πολύφημο πόχει την πρώτη αξία
α 71στους Κύκλωπες. Η Θόωσα τον έκαμε η νεράιδα,
α 72κόρη του Φόρκυνα, άρχοντα του αστέρευτου πελάγου,
α 73σε μια σπηλιά σαν πλάγιασε σιμά στον Ποσειδώνα.
α 74Γι' αυτό από τότε ο Σαλευτής του κόσμου, απ' την πατρίδα
α 75αλάργα το Δυσσέα τραβά, μα δεν τον θανατώνει. 
α 76Μόν' ας σκεφτούμε όλοι οι λοιποί θεοί πώς θα γυρίσει.
α 77Θ' αφήσει πια το πάθος του γι' αυτόν ο Ποσειδώνας,
α 78γιατί μονάχος δεν μπορεί, στους αθανάτους όλους
α 79ενάντια, να φιλονικά χωρίς το θέλημά τους».
α 80Τότε έτσι η λιοπερίχυτη τ' απάντησε η Παλλάδα 
α 81«Πατέρα μας, του Κρόνου γιε, των επουράνιων πρώτε,
α 82αν στους μακαριστούς θεούς αυτό πια τώρα αρέσει
α 83στο σπίτι του ο βαθύγνωμος Δυσσέας να γυρίσει,
α 84τότε τον φτεροφόρο Ερμή να στείλουμε τον Κράχτη
α 85στης Ωγυγίας το νησί τρεχάτος να μηνύσει
α 86στη νύφη, τη λαμπρόμαλλη την άσειστη βουλή μας, 
α 87πώς θα γυρίσει ο τολμηρός Δυσσέας στην πατρίδα.
α 88Εγώ όμως τον Τηλέμαχο θα πάω να βρω στο Θιάκι,
α 89θάρρος να βάλω πιο πολύ και τόλμη στην καρδιά του,
α 90τους παινεμένους Αχαιούς σε σύνοδο να κράξει 
α 91και στους Μνηστήρες να τους πει να φύγουν πια, που χρόνια
α 92του σφάζουν κοπαδίσια αρνιά και τραχηλάτα βόδια
α 93να πάει στη Σπάρτη θα του πω και στην πλατιά την Πύλο
α 94κάπου για του πατέρα του το γυρισμό να μάθει,
α 95κι έτσι στον κόσμο αθάνατο να μείνει τ' όνομά του». 
α 96Είπε κι αμέσως έδεσε στα πόδια τα σαντάλια,
α 97χρυσά κι αιώνια, που μαζί με την πνοή του ανέμου
α 98παντού, σε ατέλειωτες στεριές, και πέλαγα την πάνε.
α 99Κι άδραξε το μεγάλο της πολεμικό κοντάρι
α 100βαρύ, γερό, με κοφτερή μπροστά χαλκένια μύτη,
α 101που σαν το σείνει, παραλεί των μαχητών τους λόχους,
α 102όσους η κόρη οχτρεύεται του ανίκητου πατέρα.
α 103Χύθηκε τότε απ' την κορφή την Ολυμπίσια κάτω
α 104κι ευτύς στο Θιάκι βρέθηκε και στου Δυσσέα εστάθη
α 105τα πρωτοπόρτια, στης αυλής απάνω το κατώφλι,
α 106κρατώντας το χαλκόδετο κοντάρι της στο χέρι,
α 107παρόμοια με τον αρχηγό των Ταφιωτών, το Μέντη. 
α 108Τους φαντασμένους βρήκε εκεί Μνηστήρες που στις πόρτες
α 109μπροστά το ζάρι παίζανε, την ώρα να σκοτώνουν,
αράδα απάνω σε βοδιών τομάρια καθισμένοι
που 'χαν σφαγμένα μόνοι τους. Κι οι παραγιοί κι οι κράχτες
α 110άλλοι κρασί νερώνανε γι' αυτούς μες στα κροντήρια, 
α 111κι άλλοι, με τα πολύτρυπα σφουγγάρια, τα τραπέζια
α 112καθάριζαν και τα 'στρωναν, κι άλλοι έκοβαν το κρέας.
α 113Πρώτος ο θεοπρόσωπος Τηλέμαχος την είδε.
α 114Κάθουνταν με βαριά καρδιά στον κύκλο των Μνηστήρων
α 115κι ο νους το συλλογίζονταν τον ακριβό γονιό του, 
α 116να 'ρθει από κάπου σπίτι του να διώξει τους Μνηστήρες
α 117και την αρχή στα χέρια του να πάρει και το βιός του.
α 118Σαν τέτοια εκεί που κάθουνταν μαζί τους συλλογιούνταν
α 119κι αντίκρισε την Αθηνά. Στην πόρτα ολόισα τρέχει,
α 120γιατί του φάνηκε βαρύ να στέκει απ' ώρα ο ξένος. 
α 121Κοντά του πάει και στάθηκε και του 'πιασε το χέρι,
α 122του πήρε και το χάλκινο κοντάρι που κρατούσε,
α 123κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησε και του 'πε·
α 124«Ω ξένε, καλώς όρισες. Το σπίτι μας δικό σου,
α 125κι όταν δειπνήσεις έπειτα λες την ανάγκη πόχεις».
α 126Είπε, και κίνησε μπροστά κι η Αθηνά ακλουθούσε. 
α 127Κι όταν αμέσως μπήκανε μες στο ψηλό παλάτι
α 128σταίνει ο Τηλέμαχος κοντά στο στύλο το κοντάρι,
α 129μες στην ομορφοσκάλιστη κονταροθήκη, που 'χε
α 130κι άλλα κοντάρια εκεί πολλά του τολμηρού Δυσσέα,
α 131κι οδήγησε την Αθηνά σ' ένα θρονί να κάτσει
α 132όμορφο, ψιλοδούλευτο - λινό σεντόνι κάτω
α 133απλώνοντας - που 'χε σκαμνί για ν' ακουμπούν τα πόδια.
Κοντά της έβαλε σκαμνί κι ο ίδιος σκαλισμένο,
α 134απ' τους Μνηστήρες χωριστά να μην πλαντάξει ο ξένος
α 135με τον πολύ τους θόρυβο και το φαΐ μπουχτίσει, 
που τους χωριάτες έσμιξε, και να μπορέσει ακόμα
για τον ξενιτεμένο του πατέρα να ρωτήσει.
α 136Μια παρακόρη με χρυσό πεντάμορφο λαγήνι
α 137νερό τους χύνει να νιφτούν σε μια αργυρή λεκάνη,
α 138κι εμπρός, του μάκρου, σκαλιστό τους έστρωσε τραπέζι.
α 139Ψωμιά τους έφερε έπειτα και η σεβαστή οικονόμα
α 140κι άλλα προσφάγια πληθερά, μετά χαράς ό,τι είχε.
α 141Κι ο σιτιστής λογής ψητά, σηκώνοντας σε δίσκους,
α 142τους έφερε κι ολόχρυσα τους έβαλε ποτήρια,
α 143κι ο κεραστής νοιαζόντανε συχνά και τους κερνούσε. 
α 144Μπήκανε κι οι περήφανοι Μνηστήρες κι όλοι αράδα
α 145πήγαν αμέσως στα θρονιά και στα σκαμνιά να κάτσουν.
α 146Κι εκεί νερό τους έχυναν στα χέρια τους οι κράχτες
α 147και σε πανέρια τα ψωμιά οι σκλάβες κουβαλούσαν,
α 148κι οι νιοι ως τα χείλια με πιοτό γεμίζαν τα κροντήρια, 
α 149Κι αυτοί στα έτοιμα άπλωναν φαγιά στρωμένα εμπρός τους.
α 150Κι όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι,
α 151στο νου τους έβαλᾳν χορό ν' αρχίσουν και τραγούδι,
α 152πού 'ναι στολίδια του γλεντιού. Και τη γλυκιά κιθάρα
α 153ο κράχτης πήγε κι έβαλε στα χέρια του Φημίου, 
α 154που τραγουδούσε στανικώς στον κύκλο των Μνηστήρων.
α 155Κι ενώ την ταίριαζε όμορφο ν' αρχίσει ένα τραγούδι
α 156έτσι έλεγε ο Τηλέμαχος στην Αθηνά, κοντά της
α 157σκύβοντας το κεφάλι του, να μην ακούσουν άλλοι
α 158«Καλέ μου ξένε κάτι τι θα πω και μη θυμώσεις· 
α 159να για τι νοιάζουνται όλοι αυτοί, κιθάρα και τραγούδι,
α 160χαρά τους που το ξένο βιος απλέρωτο έτσι τρώνε
α 161ανθρώπου που στις ερημιές σαπίζουν σκορπισμένα
α 162τα κόκαλά του απ' τη βροχή, για τα κυλάει το κύμα
α 163στη θάλασσα. Κι αν άξαφνα τον έβλεπαν στο Θιάκι 
α 164να φτάσει, θα 'θελαν φτερά στα πόδια κάλλιο να 'χουν
α 165παρά του κόσμου τ' αγαθά, χρυσάφι και στολίδια.
α 166Μα τώρα εκείνος χάθηκε πικρά, κι ούτε άλλη μένει
α 167για μας ελπίδα, αν και πολλοί πως θα γυρίσει λένε.
α 168Αχ, πάει, για πάντα χάθηκε του γυρισμού του η μέρα. 
α 169Μόν' έλα πες μου τώρα αυτό και την αλήθεια μίλα.
α 170Ποιος είσαι; Ποιος ο τόπος σου. Πού κάθονται οι γονιοί σου;
α 171Με τι καράβι ήρθες εδώ; Πώς σ' έφεραν οι ναύτες
α 172στο Θιάκι; Ποια παινεύονταν πώς ήταν παλικάρια;
α 173Γιατί θαρρώ περπατηχτός στο Θιάκι πως δεν ήρθες. 
α 174Και τούτο ξήγα μου σωστά καλά να καταλάβω,
α 175αν είσαι φίλος πατρικός και τώρα μόλις ήρθες.
α 176Γιατί πολλοί στο σπίτι μας ξένοι μάς ήρθαν κι άλλοι,
α 177γιατί ήταν κι ο πατέρας μου με κόσμο γνωρισμένος».
α 178Τότ' έτσι η φωτοστάλαχτη τ' απάντησε η Παλλάδα 
α 179«Μετά χαράς σου εγώ όλα αυτά θα σου τα πω όπως είναι.
α 180Ο Μέντης τ' Αγχιάλου ο γιος παινεύομαι πως είμαι
α 181και τους Ταφιώτες κυβερνώ τους θαλασσοθρεμμένους
α 182τώρα, και πάω σ' αλλόγλωσσους ανθρώπους, στην Τεμέση,
α 183τη θάλασσα αρμενίζοντας, χαλκό να πάρω εκείθε. 
α 184Μακριά απ' την πόλη το γοργό καράβι σύραμε όξω,
α 185κάτω απ' το δασωμένο Νιο, στου Ρείθρου το λιμάνι.
α 186Είμαστε φίλοι πατρικοί κι οι δυο μας από πρώτα,
α 187κι αν πας στο γερομαχητή Λαέρτη ρώτησέ τον,
α 188που λένε πως δεν έρχεται στη χώρα πια ποτέ του, 
α 189μόν' ζει μακριά στην εξοχή με πίκρες και φαρμάκια,
α 190μαζί με μια γερόντισσα δούλα, που το τραπέζι
α 191του στρώνει και φαΐ κρασί του βάζει, όταν του κόψει
α 192τα γόνατά του η κούραση, την ώρα που ανεβαίνει
α 193σέρνοντας πάνω σε κορφές αμπελοφυτεμένες. 
α 194Κι ήρθα γιατί μου λέγανε πως γύρισε ο Δυσσέας,
α 195μα να, οι αθάνατοι θεοί το δρόμο του εμποδίζουν.
α 196Γιατί δεν πέθανε ο θεϊκός Δυσσέας, όχι ακόμα,
α 197μόν' κάπου ζει στης θάλασσας τα πλάτια αποκλεισμένος,
α 198σ' ένα αφροκύκλωτο νησί κι εκεί τον εμποδίζουν 
α 199άντρες κακοί κι ανήμεροι, θέλει δε θέλει εκείνος.
α 200Μα θα σου προφητέψω εγώ, καθώς μέσα στο νου μου
α 201μου δίνουν φώτιση οι θεοί κι όπως θαρρώ θα γίνουν,
α 202κι από σημάδια ας μην κρατώ, προφήτης ας μην είμαι.
α 203Αλάργα απ' την πατρίδα του καιρό δε θα 'ναι ακόμα, 
α 204κι αν το κορμί του με δεσμά το δέσουν σιδερένια.
α 205Ως είναι πολυμήχανος, θα βρει να φύγει τρόπο.
α 206Μόν' έλα πες μου τώρα αυτό και την αλήθεια μίλα
α 207αν είσαι του Δυσσέα γιος τόσο μεγάλο αγόρι.
α 208Πολύ του μοιάζεις στ' όμορφο κεφάλι και στα μάτια, 
α 209γιατί συχνά ανταμώναμε πριν φύγει για την Τροία,
α 210όπου πολλοί ξεκίνησαν των Αργιτών οι πρώτοι
α 211οπλαρχηγοί με τα βαθιά καράβια. Μα από τότε
α 212δεν είδα τον Δυσσέα πια, μήτε και μένα εκείνος».
α 213Τότ' έτσι πάλε ο συνετός Τηλέμαχος της είπε· 
α 214«Μετά χαράς σου, ξένε, αυτά θα σου τα πω όπως είναι.
α 215Γιος του πως είμαι η μάνα μου μου λέει, μα εγώ δεν ξέρω,
α 216γιατί κανείς τη φύτρα του δεν τη γνωρίζει ο ίδιος.
α 217Μακάρι να 'μουν γιος κι εγώ ανθρώπου ευτυχισμένου
α 218που βρίσκουν τα γεράματα μες στα πολλά αγαθά του. 
α 219Μα τώρα απ' τον πιο δύστυχο που βρέθηκε στον κόσμο
α 220μου λένε πως γεννήθηκα, γι' αυτό σα μ' εξετάζεις».
α 221Τότ' έτσι η λιοπερίχυτη θεά Παλλάδα του 'πε·
α 222«Δε θα ξεγράψουν οι θεοί στο τέλος τη γενιά σου,
α 223τέτοιονε αφού σε γέννησε η Πηνελόπη εσένα. 
α 224Μόν' έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μου.
α 225Αυτός τι κόσμος; Τι φαγιά; Για ποιο σκοπό τα θέλεις;
α 226Ξεφάντωση έχεις ή χαρές; Σαν έρανος δε μοιάζει.
α 227Μου φαίνονται στο σπίτι σου πως ήρθαν χαροκόποι
α 228κι αχόρταγα χαραμοτρών, κι αν άνθρωπος με γνώση 
α 229έβλεπε αυτές τους τις μπομπές θα ξάναβε ο θυμός του».
α 230Τότε έτσι πάλε ο συνετός Τηλέμαχος της είπε·
α 231«Ξένε, γι' αυτά σα με ρωτάς θα σου τα πω ν' ακούσεις.
α 232Αυτό το σπίτι αρχοντικό κι ευτυχισμένο θα 'ταν
α 233ανίσως στην πατρίδα του βρισκότανε ο Δυσσέας. 
α 234Μα αλλιώς το θέλανε οι θεοί από κακή των γνώμη,
α 235που μόνο εκείνον άφαντο τον έκαμαν απ' όλους.
α 236Γιατί έτσι εγώ δεν θα 'κλαιγα το θάνατό του τόσο
α 237μες στο στρατό του αν έχανε στην Τροία τη ζωή του,
α 238ή, σαν απόσωσε η σφαγή, στα χέρια των δικών του.
α 239Τότε οι Παναχαιοί ψηλό θα του 'σταιναν μνημούρι
α 240και δόξα πίσω θ' άφηνε μεγάλη στο παιδί του.
α 241Μα τώρα αυτόν αδόξαστα τον άρπαξαν οι Λάμιες
α 242κι άφᾳντος πάει κι ανάκουστος, αφήνοντας σε μένα
α 243τις πίκρες και τα βάσανα. Και μήτε αυτόν μονάχα 
α 244θρηνώ, γιατί οι αθάνατοι κι άλλα μου δώσαν πάθια.
α 245Γιατί όσοι ορίζουν στα νησιά κι απ' όλους είναι οι πρώτοι
α 246στη δασωμένη Ζάκυνθο, στη Σάμη, στο Δουλίχι,
α 247κι εδώ όλα τ' αρχοντόπουλα στο βραχωμένο Θιάκι,
α 248όλοι ζητούν τη μάνα μου και καταλούν το βιος μου. 
α 249Και μήτε τ' όχι λέει αυτή στον άχαρο το γάμο,
α 250μήτε μπορεί να παντρευτεί. Κι έτσι όλοι αυτοί μου σβήνουν
α 251το σπίτι μου και σύντομα κι εμένα θα ξεκάμουν».
α 252Κι η Αθηνά τ' απάντησε βαριά αγαναχτισμένη
α 253«Αχ, πόσο του Δυσσέα εσύ που λείπει δεν τον φτάνεις, 
α 254να βάλει στους αδιάντροπους Μνηστήρες χέρι εκείνος.
α 255Γιατί αν ερχόντανε άξαφνα με κράνος και μ' ασπίδα
α 256και δυο κοντάρια, να σταθεί στα πρωτοπόρτια απάνω,
α 257τέτοιος καθώς τον γνώρισα στο πατρικό μου σπίτι
α 258πρώτη φορά, να το γλεντά και το κρασί να πίνει, 
α 259σα γύριζε απ' την Έφυρα, που πήγε με καράβι
α 260στον Ίλο, γιο του Μέρμερου, φαρμάκι θνητοφάγο
α 261ζητώντας του τις χάλκινες σαΐτες του ν' αλείβει.-
α 262Μα εκείνος δεν του το 'δωσε γιατί τους επουράνιους
α 263φοβόνταν, κι ο πατέρας μου του το 'δωσε ο δικός μου, 
α 264που φίλος του ήταν καρδιακός. Ναι, τέτοιος ο Δυσσέας
α 265ν' άπλωνε χέρι απάνω τους, θα καταντούσανε όλοι
α 266μεμιάς γληγοροπέθαντοι και πικροπαντρεμένοι.
α 267Μα στων θεών είναι όλα αυτά το χέρι αν θα τελέψουν,
α 268όταν γυρίσει σπίτι του, αν θα πλερώσει ή όχι. 
α 269Εγώ όμως σε παρακινώ να το σκεφτείς και μόνος
α 270πώς όλους απ' το σπίτι σου να διώξεις τους Μνηστήρες·
α 271Κι αυτό που τώρα θα σου πω πρόσεξε να τ' ακούσεις.
α 272Σε σύνοδο αύριο κάλεσε τους Αχαιούς και σ' όλους
α 273πες καθαρά τη γνώμη σου, να 'ναι οι θεοί μαρτύροι. 
α 274Στα σπίτια τους να σκορπιστούν πρόσταξε τους Μνηστήρες.
α 275Κι αν η καρδιά της μάνας σου της λέει χαρές να κάμει,
α 276πίσω ας γυρίσει στο άρχοντα πατέρα της το σπίτι
α 277κι ας, πάνε εκεί να παντρευτούν και τα προικιά ας ορίσουν,
α 278πολλά κι όσα θα ταίριαζᾳν στην ακριβή του κόρη. 
α 279Και θα σου πω μια συμβουλή σοφή σα θες ν' ακούσεις.
α 280Απ' όλα το καλύτερο καράβι ν' αρματώσεις
α 281με λαμνοκόπους είκοσι και πήγαινε να μάθεις
α 282για τον πατέρα σου είδηση, που λείπει χρόνια αλάργα,
α 283κανείς αν ξέρει να σου πει, είτε απ' το Δία ακούσεις
α 284φήμη που φέρνει πρώτα αυτή τα νέα στους ανθρώπους.
α 285Πάνε το γερο-Νέστορα στην Πύλο να ρωτήσεις
α 286κι εκείθε πήγαινε έπειτα στη Σπάρτη, στο Μενέλαο
α 287που απ' το χαλκόφραχτο στρατό στερνός εκείνος ήρθε.
α 288Κι αν μάθεις ο πατέρας σου πως ζει και θα γυρίσει, 
α 289μ' όλο που νιώθεις τον καημό, περίμενε ένα χρόνο.
α 290Κι αν πάλε μάθεις πως δε ζει, στη γη πως δεν υπάρχει,
α 291αμέσως, στην πατρίδα σου να 'ρθεις και να του χτίσεις
α 292μνήμα κι απάνω νεκρικές θυσίες να προσφέρεις
α 293όσες ταιριάζει, αρχοντικές και πάντρεψέ την τέλος 
α 294τη μάνα σου. Κι έτσι όλα αυτά σαν κάμεις και τελέψεις,
α 295σκέψου πια τότε μόνος σου στα βάθη της καρδιάς σου,
α 296πώς τους Μνηστήρες σπίτι σου θα τους χαλάσεις όλους
α 297μ' απάτη ή κι ολοφάνερα. Κι ούτε σου πρέπει διόλου
α 298να μωροφέρνεις, και παιδί δεν είσαι εσύ πια τώρα. 
α 299Ή δεν ακούς ο θεϊκός Ορέστης, πόση δόξα
α 300στον κόσμο πήρε, το φονιά τον Αίγισθο απ' τη μέση
α 301σαν έβγαλε που σκότωσε τον ξακουστό γονιό του
α 302Και συ, παιδί μου, δες ψηλός, κοίτα λεβέντης που 'σαι
α 303κάμε καρδιά να παινευτείς απ' τους στερνούς ανθρώπους. 
α 304Μα τώρα στους συντρόφους μου και στο γοργό καράβι
α 305θα φύγω, που θα νοιάζουνται πολύ να με προσμένουν
α 306και συ πια σκέψου μόνος σου κι ό,τι είπα μην ξεχάσεις».
α 307Τότε έτσι πάλε ο συνετός Τηλέμαχος της είπε
α 308«Ναι, ξένε, αυτά τα μίλησες με την καλή σου γνώμη, 
α 309καθώς πατέρας σε παιδί και δε θα τα ξεχάσω.
α 310Μα στάσου ακόμα μια στιγμή, κι ας βιάζεσαι να φύγεις,
α 311αφού λουστείς και την καρδιά στα στήθη αναγαλλιάσεις,
α 312να πας για το καράβι σου χαρούμενος με δώρο
α 313πολύτιμο, πεντάμορφο, να το 'χεις για κειμήλιο, 
δώρο που οι φίλοι συνηθούν στους φίλους να χαρίζουν».
α 314Τότε έτσι η φωτοστάλαχτη τ' απάντησε η Παλλάδα
α 315«Μη με κρατήσεις πιο πολύ και βιάζομαι να φύγω.
α 316Κι αυτό το δώρο που η καρδιά σού λέει να μου χαρίσεις,
α 317όταν γυρίσω δώσ' μου το στο σπίτι να το πάρω 
α 318κι άλλο θα σου χαρίσω εγώ ν' αξίζει το δικό σου».
α 319Έτσι είπε, κι έφυγε έπειτα η λιόφωτη Παλλάδα
α 320μες στα ουράνια σαν αητός, και στην καρδιά του εκείνου
α 321θάρρος και τόλμη του 'βαλε και πιο πολύ από πρώτα
α 322του 'φερε τον πατέρα του να συλλογιέται τώρα.
α 323Μέσα του ο νους του σάστισε την ώρα που την είδε,
α 324γιατί κατάλαβε η θεά πως ήταν η Παλλάδα,
α 325και στους Μνηστήρες πήγε ευτύς το ισόθεο παλικάρι.
α 326Ο ξακουστός τραγουδιστής κοντά τους τραγουδούσε
α 327κι αυτοί καθότανε άλαλοι ν' ακούσουν το τραγούδι, 
α 328για τον πικρό των Αχαιών το γυρισμό απ' την Τροία,
α 329όπως η λιοπερίχυτη τον όρισε η Παλλάδα.
α 330Κι ως άκουσε απ' τ' ανώγι της τ' αθάνατο τραγούδι,
η Πηνελόπη η φρόνιμη του Τηλεμάχου η μάνα,
απ' την ψηλή κατέβηκε του πύργου της τη σκάλα, 
α 331όχι μονάχη, πήγαιναν και δυο μαζί της σκλάβες.
α 332Κι ως έφτασεν η ασύγκριτη γυναίκα στους Μνηστήρες,
α 333στάθηκε στης καλόφτιαστης σκεπής κοντά το στύλο,
α 334σκεπάζοντας τα μάγουλα με τη λαμπρή της μπόλια,
α 335κι είχε στο κάθε της πλευρό και μια πιστή της σκλάβα, 
α 336και στο θεϊκό τραγουδιστή έτσι με δάκρυα του 'πε
α 337«Κι άλλα πολλά, που τους θνητούς μαγεύουν, Φήμιε, ξέρεις
α 338για ανθρώπων έργα και θεών που τα 'καμαν τραγούδι.
α 339Ένα τραγούδα απ' όλα αυτά κι άφωνοι τούτ' ας πίνουν.
α 340Αυτό όμως μην το ξαναπείς το θλιβερό τραγούδι 
α 341που πάντα μέσα την καρδιά στα στήθια μού πληγώνει,
α 342κι ο πόνος αλησμόνητος τα σπλάχνα μου θερίζει.
α 343Γιατί τον άντρα μου ποθώ κι αιώνια τον θυμούμαι,
α 344που 'ναι μεγάλη η δόξα του στ' Άργος και στην Ελλάδα».
α 345Κι ο συνετός Τηλέμαχος απάντησε έτσι κι είπε· 
α 346«Γιατί έτσι, μάνα, τον πιστό τραγουδιστή αποπαίρνεις
α 347που μας ξανοίγει την καρδιά καθώς το φέρνει ο νους του;
α 348Δεν φταίει κανείς τραγουδιστής, μόν' φταίχτης είναι ο Δίας
α 349που καθώς θέλει η γνώμη του τα φέρνει στους ανθρώπους.
α 350Ντροπή δεν είναι και γι' αυτόν που τραγουδά τη μοίρα 
α 351των Δαναών την άπονη. Γιατί κάθε καινούριο
α 352τραγούδι που θα πρωτοβγεί θέλουν ν' ακούσουν όλοι.
α 353Μόν' πάρε την απόφαση ν' ακούσεις το τραγούδι.
α 354Δεν είναι μόνος πόχασε του γυρισμού τη μέρα
α 355στον πόλεμο ο πατέρας μου· κι άλλοι πολλοί χαθήκαν. 
α 356Μόν' σπίτι τώρα πήγαινε να κάτσεις στις δουλειές σου,
α 357στη ρόκα και στον αργαλειό και βάλε και τις σκλάβες.
α 358Κι όσο γι' αυτά που μίλησες οι άντρες θα φροντίσουν,
α 359όλοι κι απ' όλους πρώτα εγώ που ορίζω μες στο σπίτι».
α 360Σάστισε αυτή και γύρισε στον πύργο της ξοπίσω, 
α 361γιατί της μπήκαν στην καρδιά τα λόγια του παιδιού της.
α 362Κι όταν στ' ανώι ανέβηκε με τις πιστές της σκλάβες
α 363θρηνούσε το Δυσσέα εκεί, ωσότου γλυκόν ύπνο
α 364της έχυσε στα μάτια της η λαμπερή Παλλάδα.
α 365Σάλαγο κάμαν στο ισκιερό παλάτι κι οι Μνηστήρες 
α 366κι όλους τους έτρωγε ο καημός να κοιμηθούν κοντά της.
α 367Κι ο συνετός Τηλέμαχος το λόγο πήρε κι είπε·
α 368«Μνηστήρες σεις της μάνας μου, αδιαντροπιά γεμάτοι,
α 369τώρα ας χαρούμε το φαΐ κι ας λείπουν οι φωνές σας.
α 370Γιατί είναι αυτό καλύτερο ν' ακούσουμε ένα τέτοιον 
α 371τραγουδιστή καθώς αυτός πόχει φωνή αθανάτου.
α 372Και την αυγή σε σύνοδο να κάτσουμε θα πάμε,
α 373κι εκεί μια γνώμη ξάστερα θα πω ν' ακούσουν όλοι,
α 374να φύγετε απ' το σπίτι μου, να στρώστε αλλού τραπέζι,
α 375συναλλαχτά στα σπίτια σας να τρώτε βιος δικός σας. 
α 376Μα αν το θαρρείτε πιο σωστό και πιο όφελος πως είναι
α 377το ξένο μάλι απλέρωτο να πάει καπνός - με γεια σας!
α 378Κι εγώ βοηθούς μου τους θεούς θα κράξω τους ουράνιους,
α 379κι άμποτε ο Δίας τις δουλειές αυτές να τις πλερώσει
α 380κι όλους εδώ ανερώτητα να σας θερίσει ο χάρος». 
α 381Έτσι είπε, κι όλοι δάγκασαν τα χείλη κι απορούσαν
α 382με τον Τηλέμαχο γι' αυτά που μίλησε με θάρρος.
α 383Τότε ο Αντίνος άρχισε του Ευπείθη ο γιος και του 'πε·
α 384«Έτσι, Τηλέμαχε, οι θεοί θα σ' έμαθαν οι ίδιοι,
α 385να ρητορεύεις άφοβα και να 'σαι καυχησιάρης. 
α 386Είθε ποτέ του Κρόνου ο γιος στ' αφροκλεισμένο Θιάκι
α 387να μη σε κάμει βασιλιά κι ας το 'χεις γονικό σου».
α 388Κι ο συνετός Τηλέμαχος τ' απάντησε έτσι κι είπε·
α 389«Αντίνο, κάτι θα σου πω, να μη θυμώσεις όμως.
α 390Αυτό θα το 'θελα, αν ο γιος του Κρόνου μου το δώσει. 
α 391Ή το θαρρείς ανώφελο πως είναι στους ανθρώπους;
α 392Καλό να γίνεις βασιλιάς. Αμέσως, αρχονταίνει
α 393το σπίτι σου και γίνεται καθείς πιο τιμημένος.
α 394Μα κι άλλα βρίσκονται πολλά στο Θιάκι αρχοντοπαίδια,
α 395μικρά μεγάλα, κι ένα των τη βασιλεία θα πάρει, 
α 396αφού πια τώρα πέθανε ο θεϊκός Δυσσέας.
α 397Θα 'μαι κι εγώ στο σπίτι μου αφέντης και στους σκλάβους,
α 398όσους για μένα κέρδισε με το σπαθί ο Δυσσέας».
α 399Τότε έτσι κι ο Ευρύμαχος γιος του Πολύβου του 'πε·
α 400«Αυτά στο χέρι των θεών, Τηλέμαχε, όλα στέκουν 
α 401ποιος μες στο θαλασσόκλειστο θα βασιλέψει Θιάκι.
α 402Κυβέρνα εσύ το σπίτι σου και κοίταζε το βιος σου,
α 403κι ας μην το σώσει να φανεί ο άντρας που θ' αρπάξει
α 404τα κτήματά σου στανικώς το Θιάκι όσο να στέκει.
α 405Μα για τον ξένο, αγάπη μου, να σε ρωτήσω θέλω, 
α 406πότε ήρθε; Ποια παινεύονταν πατρίδα του πως είχε;
α 407Πού βρίσκεται το γένος του κι η πατρική του χώρα;
α 408Είδηση του πατέρα σου μην έφερε πως θα 'ρθει;
α 409Ή μήπως ήθελε δουλειά δική του να τελέψει;
α 410Πώς έφυγε έτσι ξαφνικά χωρίς να γνωριστούμε;  
α 411Γιατί τυχόντας άνθρωπος δεν έδειχνε στην όψη».
α 412Κι ο συνετός Τηλέμαχος τ' απάντησε έτσι κι είπε·
α 413«Ευρύμαχε, ο πατέρας μου, πάει, χάθηκε στα ξένα.
α 414Μήτε μαντάτα τώρα πια πιστεύω όθε κι αν έρθουν,
α 415μήτε τις μαντικές ψηφώ, που κράζει μαντολόγους 
α 416στον πύργο της η μάνα μου και τους ρωτά να μάθει.
α 417Ως για το ξένο, πατρικός είναι απ' την Τάφο φίλος
α 418ο Μέντης τ' Αγχιάλου ο γιος του πολυστοχασμένου,
α 419και τους Ταφιώτες κυβερνά τους θαλασσοθρεμμένους».
α 420Έτσι είπε μα δεν ξέχανε πως ήταν η Παλλάδα 
α 421Τότε οι Μνηστήρες στο χορό και στο γλυκό τραγούδι
α 422το γύρισαν κι όσο να ρθει το βράδυ καρτερούσαν.
α 423Κι ενώ γλεντούσαν έφτασε το θαμπερό το βράδυ,
α 424κι έφυγαν πια στο σπίτι του να κοιμηθεί ο καθένας.
α 425Μες στην πλακοστοωμένη αυλή ψηλόχτιστο είχε πύργο 
α 426σε μέρος ξέφαντο κι εκεί πήγαινε να πλαγιάσει
α 427ο συνετός Τηλέμαχος πολυσυλλογισμένος.
α 428Πίσω του ακλούθαε με δαδί φλογόφεγγο στο χέρι
α 429κι η μπιστεμένη Ευρύκλεια του Ώπου η θυγατέρα,
α 430που κόρη την αγόρασε πρωτόχνουδη ο Λαέρτης, 
α 431με βιος δικό του, δίνοντας γι' αυτήν είκοσι βόδια
α 432κι ίσα με τη γυναίκα του στο σπίτι την τιμούσε
α 433μα δεν την πλάγιασε ποτέ, να μη θυμώσει εκείνη.
α 434Αυτή του πήγαινε το φως κι από μωρό παιδάκι
α 435μ' αγάπη τον μεγάλωσε που άλλη δεν του 'χε σκλάβα. 
α 436Σαν άνοιξε ο Τηλέμαχος του πύργου του τις πόρτες
α 437κάθισε στο κρεβάτι του κι έβγαλε το χιτώνα,
α 438και στην πιστή γερόντισσα τον έδωσε στο χέρι.
α 439Κι εκείνη αφού τον δίπλωσε, τον έστρωσε στα χέρια
α 440και στο καρφί τον κρέμασε κοντά στ' ωραίο κρεβάτι. 
α 441Βγήκε έπειτα και τράβηξε την πόρτα απ' τ' ασημένιο
α 442κρικέλι κι έδεσε σφιχτά μ' ένα λουρί το σύρτη.
α 443Κι εκεί όλη νύχτα, στη σγουρή φλοκάτα αυτός χωμένος,
α 444μελέταε το ταξίδι του που αρμήνεψε η Παλλάδα.