Οδύσσεια, ραψωδία ε, μτφρ. Ζήσιμου Σιδέρη

ε 1Κι απ' του λεβέντη Τιθωνού την αγκαλιά η Αυγούλα
ε 2σηκώνουνταν να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι ανθρώπους.
ε 3Τότε βουλή είχανε οι θεοί, κι ο ψηλοβρόντης Δίας
ε 4στη μέση, ως παντοδύναμος, καθόταν, κι η Παλλάδα
ε 5θυμούνταν και τους έλεγε τα πάθια του Δυσσέα.
ε 6Γιατί νοιαζόνταν πόμενε στο σπίτι της νεράιδας.
ε 7«Δία πατέρα κι οι άλλοι εσείς, μακαριστοί κι αιώνιοι,
ε 8ας μη βρεθεί πια βασιλιάς στον κόσμο σκηπτροφόρος,
ε 9πράος, γλυκός, καλόγνωμος, το δίκιο ας μην το ξέρει,
ε 10μόν' πάντα ας κάνει τ' άνομα κι ας είναι ένας δυνάστης. 
ε 11Πόσο κανείς πια το θεϊκό Δυσσέα δεν τον θυμάται,
ε 12απ' όσους όριζε λαούς και σαν πατέρας ήταν
ε 13καλός. Μα τώρα βρίσκεται σ' ένα νησί κλεισμένος,
ε 14πικρά φαρμάκια πίνοντας στο σπίτι της νεράιδας,
της Καλυψώς, που στανικώς εκεί τον εμποδίζει, 
ε 15και δεν μπορεί στην ποθητή πατρίδα να γυρίσει,
ε 16γιατί δεν έχει με κουπιά καράβι ουδέ συντρόφους
ε 17στα στήθια απάνω τα πλατιά να φύγει του πελάγου.
ε 18Και τώρα πάλε μελετούν τ' ολάκριβο παιδί του
ε 19να το χαλάσουν, σα γυρνά στον τόπο του, που πήγε
για τον πατέρα του είδηση, τι γίνεται, να μάθει
ε 20στην πλούσια Λακεδαίμονα και στη θεϊκιά την Πύλο».
ε 21Κι ο Δίας της απάντησε ο συγνεφοσυνάχτης·
ε 22«Παιδί μου, πώς τα λόγια αυτά σου φεύγουν απ' το στόμα;
ε 23Ατή σου δεν την έκαμες την σκέψη αυτή στο νου σου,
ε 24πως ο Δυσσέας σπίτι του σαν πάει να τους πλερώσει;
ε 25Φέρ' τα εσύ τώρα βολικά -γιατί μπορείς- στο γιο του,
ε 26άβλαβος στην πατρίδα του να φτάσει, κι οι μνηστήρες
ε 27άπραχτοι με το γλήγορο καράβι να γυρίσουν».
ε 28Έτσι είπε, και στο γιο του Ερμή γυρίζει και του κάνει
ε 29«Ερμή, και σ' άλλα εσύ σωστός μαντατοφόρος μου είσαι.
ε 30Σύρε να πεις στην Καλυψώ την άσειστη βουλή μας,
ε 31πώς να γυρίσει ο τολμηρός Δυσσέας στην πατρίδα,
ε 32δίχως τη συνοδειά θεών μήτε θνητών ανθρώπων,
ε 33παρά μ' ένα καλόδετο σκαφί, περνώντας πάθια, 
ε 34σε είκοσι μέρες στη Σχεριά την καρπερή να φτάσει,
ε 35όπου οι Φαιάκοι κατοικούν, απ' των θεών το γένος.
ε 36Απ' την καρδιά τους σα θεό θα τον τιμήσουν όλοι
ε 37και με καράβι στη γλυκιά πατρίδα θα τον στείλουν,
ε 38αφού του δώσουν αρκετά, χαλκό, χρυσό και ρούχα, 
ε 39πολλά, κι όσα δε θα 'παιρνε ποτέ του κι απ' την Τροία
ε 40στο μερτικό του λάφυρα, κι αν άβλαβος γυρνούσε.
ε 41Γιατί του γράφει η μοίρα του να ιδεί τους ποθητούς του,
ε 42να φτάσει στην πατρίδα του και στο ψηλό του σπίτι».
ε 43Είπε, κι υπάκουσε ο γοργός του Δία αποκρισάρης. 
ε 44Κι έδεσε ευτύς στα πόδια του τα δυο όμορφα σαντάλια,
ε 45χρυσά κι αιώνια που μαζί με την πνοή του ανέμου,
ε 46παντού, σε ατέλειωτες στεριές και πέλαγα τον πάνε.
ε 47Έπειτα πήρε το ραβδί, που ανθρώπων -όσους θέλει-
ε 48μαγεύει μάτια ή και ξυπνά πάλε άλλους κοιμισμένους. 
ε 49Μ' αυτό στα χέρια ο δυνατός Αργοφονιάς πετούσε.
ε 50Κι απ' την Πιερία σαν πέρασε χύθηκε απ' τον αιθέρα
ε 51στο πέλαγο και πήγαινε στο κύμα σαν το γλάρο,
ε 52που μες στου αστέρευτου γιαλού τους αφρισμένους κόρφους
ε 53ψάρια ζητά και τα πυκνά φτερά του βρέχει η άρμη.
ε 54Έτσι όμοιος πήγαινε ο Ερμής στα κύματα τα πλήθια.
ε 55Σαν έφτασε στ' απόμακρο νησί βγήκε όξω τότε
ε 56απ' το γαλάζιο πέλαγο και στη στεριά τραβούσε,
ε 57όσο που βρήκε μια σπηλιά μεγάλη, όπου η νεράιδα
ε 58καθόντανε η λαμπρόμαλλη και μέσα εκεί την ήβρε.
ε 59Φωτιά μεγάλη είχε στη στια και μια ευωδιά απ' αλάργα
ε 60μοσκοβολούσε στο νησί, κέδρου κι αφράτης θούγιας
ε 61που καίγουνταν. Κι η Καλυψώ, μ' ολόχρυση σαΐτα
ε 62στον αργαλειό της ύφαινε και γλυκοτραγουδούσε.
ε 63Φούντωνε γύρω στη σπηλιά δροσολουσμένο δάσος 
ε 64με κυπαρίσσια ευωδιαστά, με πεύκες και με σκλήθρα,
ε 65όπου πλατύφτερα πουλιά φωλιάζανε εκεί πάντα,
ε 66γεράκια κι ανοιχτόφωνες κουρούνες, βαρδολούπες
ε 67θαλασσοπούλια που αγαπούν τα πέλαγα να σκίζουν.
ε 68Κι ολόγυρα στην κουφωτή σπηλιά ήταν απλωμένη, 
ε 69κληματαριά πολύβλαστη σταφύλια φορτωμένη.
ε 70Τέσσερεις βρύσες στη στεριά γλυκό νερό αναβρύζαν,
ε 71κοντά-κοντά, κι άλλη απ' αλλού κυλούσε τα νερά της.
ε 72Κι ανθούσαν γύρω στη σειρά λιβάδια με γιοφύλια
ε 73και σέλινα, που αν τα 'βλεπε κι αθάνατος ακόμα, 
ε 74θα σάστιζε και μέσα του θα ξάνοιγε η καρδιά του.
ε 75Εκεί στεκόντανε ο Ερμής και θάμαζε θωρώντας.
ε 76Κι όλα πια σαν τα χόρτασαν τα μάτια του να βλέπουν,
ε 77μπήκε στην απλωτή σπηλιά, κι η λατρευτή νεράιδα,
ε 78όπως τον είδε αγνάντια της, τον γνώρισε ποιος ήταν. 
ε 79Γιατί οι αθάνατοι θεοί ξέρουν ένας τον άλλο,
ε 80κι ανίσως κάθεται κανείς σ' απόμακρα παλάτια.
ε 81Μα εκεί το μεγαλόκαρδο Δυσσέα δεν τον βρήκε,
ε 82μόν' στ' ακρογιάλι κάθουνταν, σαν πάντα, και θρηνούσε,
ε 83με κλάμα, πόνους, στεναγμούς σπαράζοντας στα στήθια, 
ε 84κι έχυνε δάκρυα βλέποντας τα πέλαγα τα στείρα.
ε 85Ρώτησε τότε τον Ερμή κι η Καλυψώ η νεράιδα,
ε 86σε λαμπροσκάλιστο θρονί να κάτσει βάζοντάς τον·
ε 87«Και πώς μας κόπιασες, Ερμή, χρυσόραβδε, ακριβέ μου
ε 88και σεβαστέ; Γιατί συχνά δε μας πολυθυμάσαι. 
ε 89Πες τι ορίζεις; Θα γενεί, σου τάζω, ό,τι προστάξεις,
ε 90αν γίνεται η δουλειά που θες κι αν μου περνά απ' το χέρι.
ε 91Μόν' έλα μέσα, κόπιασε να σε φιλέψω κάτι».
ε 92Έτσι είπε κι έστρωσε η θεά τραπέζι με αμβροσία
ε 93γεμάτο, κι ένα κόκκινο τον κέρασε νεχτάρι, 
ε 94κι έτρωγε κι έπινε ο γοργός του Δία αποκρισάρης.
ε 95Σαν έφαγε και χάρηκε με το φαΐ η καρδιά του,
ε 96τότε με λόγια φιλικά της μίλησε έτσι κι είπε·
ε 97«Θεά, θεό με ρώτησες γιατί ήρθα, κι ως το θέλεις,
ε 98την πάσα αλήθεια θα σου πω κι εγώ μετά χαράς σου. 
ε 99Μ' έστειλε εδώ του Κρόνου ο γιος, χωρίς να θέλω να 'ρθω.
ε 100Ποιος τόση πικροθάλασσα, που τελειωμό δεν έχει,
ε 101θα την περνούσε αυτόθελα; Μήτε έχει καν στο δρόμο
ε 102ανθρώπων χώρες, που σφαχτά και διαλεχτές θυσίες
ε 103πολλές προσφέρουν στους θεούς. Μα τ' ασπιδάτου Δία
ε 104άλλος τη γνώμη δεν μπορεί ν' αλλάξει ή να μην κάμει.
ε 105Λέει πως κοντά σου ο πιο πικρός απ' όλους ζει τους άντρες,
ε 106που χρόνια εννιά πολέμησαν στη χώρα του Πριάμου,
ε 107κι όταν το κάστρο κάψανε το δέκατο πια χρόνο,
ε 108για την πατρίδα κίνησαν. Μα στο ταξίδι απάνω 
ε 109φταίξανε στη θεά Αθηνά, και σήκωσε ένα αγέρα
ε 110γι' αυτούς κακοταξίδευτο και κύματα αφρισμένα.
ε 111Τότε όλοι οι άλλοι θαρρετοί συντρόφοι του χαθήκαν,
ε 112κι αυτόν εδώ τον έφερε το κύμα κι ο αγέρας.
ε 113Τώρα να φύγει στη στιγμή ζητά να τον αφήσεις. 
ε 114Γιατί δε γράφει η μοίρα του, αλάργα απ' τους δικούς του
να κλείσει εδώ τα μάτια του, μόν' είναι ριζικό του
ε 115να ιδεί πατρίδα και δικούς και τ' αρχοντόσπιτό του».
ε 116Έτσι είπε, κι όλο πάγωσε της Καλυψώς το αίμα
ε 117και κράζοντάς τον του 'λεγε με θυμωμένα λόγια· 
ε 118«Σκληροί θεοί, ζηλιάρηδες, πιο πάνω σεις απ' όλους,
ε 119που σκάζετε με τις θεές αν με θνητό πλαγιάσουν
ε 120κι ανίσως κάμει ομόκλινο καμιά τον ποθητό της.
ε 121Κι η ροδοδάχτυλη Αυγή τον Κυνηγό όταν πήρε,
ε 122έτσι οι γλυκόζωοι θεοί ζουλέψατε όλοι, ωσότου 
ε 123η Άρτεμη, η χρυσόθρονη παρθένα, με σαΐτες
ε 124πυκνές χτυπώντας, τη ζωή στην Ορτυγία του πήρε.
ε 125Έτσι κι όταν η Δήμητρα, με τις σγουρές πλεξούδες,
ε 126πήγε σε βαθυχόρταρο χωράφι να πλαγιάσει
ε 127με το Γιασίονα αγκαλιά, καμένη απ' την αγάπη, 
ε 128το 'μαθε ο Δίας στη στιγμή, και μ' ένα αστροπελέκι
καυτό χτυπώντας, του 'σβησε τη νιότη του κι εκείνου.
ε 129Τώρα έτσι πάλε σκάσατε, θεοί, μαζί μου, πόχω
ε 130άντρα θνητόν. Όμως εγώ τον έσωσα, όταν έρμος
ε 131σε μια καρίνα ερχόντανε καβάλα καθισμένος, 
ε 132γιατί με κεραυνό καυτό στη μέση του πελάγου
ε 133του 'σπασε το γοργόδρομο καράβι ο γιος του Κρόνου.
ε 134Τότε όλοι οι άλλοι διαλεχτοί συντρόφοι του χαθήκαν,
και μόνο του τον έφερε το κύμα εδώ κι ο αγέρας.
ε 135Τον φίλευα, τον έθρεφα και το 'λεγα μονάχη
ε 136αθάνατο κι αγέραστο για πάντα να τον κάμω.
ε 137Όμως τη γνώμη αν δεν μπορεί τ' ασπιδοφόρου Δία
ε 138να την αλλάξει άλλος θεός, ή να την παρακούσει,
ε 139ας φύγει, αφού το πρόσταξε κι έτσι τ' ορίζει εκείνος,
ε 140στ' αστέρευτο το πέλαγος. Εγώ όμως δεν τον στέλνω. 
ε 141Γιατί δεν έχω με κουπιά καράβι ουδέ συντρόφους
ε 142που θα τον πάνε στα πλατιά της θάλασσας τα στήθια.
ε 143Μα πρόθυμα μια συμβουλή -το τάζω- θα του δώσω,
ε 144πώς άβλαβος στην ποθητή πατρίδα του να φτάσει».
ε 145Τότε έτσι πάλε ο δυνατός Αργοφονιάς της είπε 
ε 146«Στείλε τον τώρα. Το θυμό του Δία συλλογίσου,
ε 147μη σου κακιώσει στα στερνά και θέλει να σε βλάψει».
ε 148Έτσι είπε κι έφυγε ο γοργός του Δία αποκρισάρης.
ε 149Πήγε κι η νύφη η σεβαστή, τον άφοβο Δυσσέα
ε 150ζητώντας, όταν άκουσε την προσταγή του Δία. 
ε 151Τον ήβρε που καθόντανε κοντά στ' ακροθαλάσσι
ε 152κι ούτε στιγμή του στέγνωναν τα μάτια του απ' τα δάκρυα,
ε 153και του 'σβηνε η γλυκιά ζωή στου γυρισμού τον πόνο,
ε 154γιατί του γύρισε η καρδιά να ζει με τη νεράιδα.
Μόνο απ' ανάγκη στη βαθιά σπηλιά μ' αυτή τις νύχτες 
ε 155αθέλητά του πλάγιαζε, κι ας τον ποθούσε εκείνη.
ε 156Όμως τη μέρα κάθουνταν σε βράχους, σ' ακρογιάλια,
ε 157με κλάμα, πόνους, στεναγμούς σπαράζοντας τα στήθια,
ε 158κι έβλεπε, δάκρυα χύνοντας, τα πέλαγα τα στείρα.
ε 159Σιμά του στάθηκε η θεά και λυπημένα του 'πε·
ε 160«Καημένε, εδώ όλο πια μην κλαις, μη λιώνεις τη ζωή σου,
ε 161κι ήρθε ο καιρός που πρόθυμα να φύγεις θα σε στείλω.
ε 162Μόν' έλα κόψε με μπαλτά ξύλα χοντρά, να φτιάσεις
ε 163βάρκα πλατιά και το σκαρί ψηλά να της το χτίσεις,
ε 164μες στο γαλάζιο πέλαγο να πας. Κι εγώ για σένα 
ε 165ψωμί, νερό και κόκκινο κρασί θα βάλω μέσα,
ε 166όλα άφθονα, να μην πεινάς, και ρούχα θα σε ντύσω,
ε 167και θ' απολύσω πίσω της ένα αεράκι πρύμο,
ε 168έτσι άβλαβος στην ποθητή πατρίδα σου να φτάσεις,
ε 169αν το θελήσουν οι θεοί, των ουρανών οι αφέντες, 
ε 170που 'ναι από μένα ανώτεροι να κρίνουν, να φροντίσουν».
ε 171Είπε, και πάγωσε ο θεϊκός πολύπαθος Δυσσέας,
ε 172κι έτσι με λόγια πεταχτά της είπε κράζοντάς την·
ε 173«Άλλο, θεά, θα μελετάς μ' αυτά, κι όχι ταξίδι,
ε 174ενώ μου ορίζεις με σκαφί της θάλασσας το πλάτος 
να πάρω αυτό, τ' ατέλειωτο και φοβερό, που μήτε
ε 175γοργά καράβια ισόμετρα δεν το περνούν, που τρέχουν
ε 176χαρούμενα στον άνεμο. Μα εγώ, θεά, ποτέ μου
ε 177δε θα πατήσω στο σκαφί, χωρίς το θέλημά σου,
ε 178ανίσως και δε μου ορκιστείς τον πιο μεγάλο σου όρκο 
ε 179πως άλλο δε μου μελετάς πάθος φριχτό να πάθω».
ε 180Είπε, και χαμογέλασε στα λόγια του η νεράϊδα
ε 181και τρυφερά τον χάιδεψε, και του 'πε αγαπημένα
ε 182«Α, τετραπέρατο κορμί, που κόβει ο νους σου πάντα.
ε 183Τι λόγια που σοφίστηκες να βγάλεις απ' το στόμα! 
ε 184Ναι, μάρτυράς μου ας είναι η γη και τα ψηλά τα ουράνια,
ε 185και το τρεχάμενο νερό της Στύγας, που 'ναι ο όρκος
ε 186ο πιο μεγάλος, πιο φριχτός των αθανάτων όλων,
ε 187πως άλλο δε σου μελετώ πάθος κακό να πάθεις.
ε 188Και μόνο αυτά στοχάζομαι όσο κι εγώ η ίδια 
ε 189στον εαυτό μου θα 'βρισκα, σε τόση ανάγκη αν ήμουν.
ε 190Γιατί είναι η γνώμη μου καλή και νιώθω μες στα στήθια
ε 191να 'χω ψυχόπονη καρδιά, δεν έχω σιδερένια».
ε 192Είπε και πήγαινε η θεά, στη στράτα αυτή οδηγώντας
ε 193γοργά, κι αυτός στ' αχνάρια της ξοπίσω ακολουθούσε, 
ε 194κι έφτασαν στη βαθιά σπηλιά, μαζί η θεά κι ο άντρας.
ε 195Έκατσε εκείνος στο θρονί που 'χε ο Ερμής αφήσει,
ε 196κι εμπρός του η νύφη του 'βαλε κάθε λογής προσφάγια,
ε 197να τρώει, να πίνει που οι θνητοί θέλουν να τρώνε οι άντρες.
ε 198Κι η ίδια αγνάντια κάθισε στο θεϊκό Δυσσέα 
ε 199κι οι παρακόρες έφεραν νεχτάρι κι αμβροσία.
ε 200Τότε στα έτοιμα άπλωναν φαγιά στρωμένα εμπρός τους.
ε 201Κι αφού χαρήκανε έπειτα να τρώνε και να πίνουν,
ε 202άρχισε πρώτη η Καλυψώ κι έτσι είπε λυπημένα·
ε 203«Γιε του Λαέρτη, θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέα, 
ε 204έτσι λοιπόν, στο σπίτι σου και στη γλυκιά πατρίδα,
ε 205θέλεις πια γρήγορα να πας. Θεός μαζί σου ωστόσο.
ε 206Αν όμως όλα τα 'ξερες, όσα πικρά φαρμάκια
ε 207θα σε ποτίσει η μοίρα σου, πριν φτάσεις στην πατρίδα,
ε 208μαζί μου θα 'θελες σ' αυτό να κάθεσαι το σπίτι, 
ε 209κι αθάνατο θα σ' έκανα, μ' όσον καημό κι αν έχεις,
ε 210να πας να ιδείς το ταίρι σου που λαχταράς αιώνια.
ε 211Θαρρώ δα πως χειρότερη δεν είμαι εγώ από κείνη,
ε 212στ' ανάστημα και στο κορμί, μήτε ταιριάζει κιόλας,
ε 213να παραβγαίνουν οι θνητές με τις θεές στα κάλλη».
ε 214Τότε έτσι κι ο πολύσοφος απάντησε ο Δυσσέας·
ε 215«Συμπάθα, λατρευτή θεά. Καλά κι εγώ το ξέρω
ε 216σαν πόσο φαίνεται άσχημη μπροστά σου η Πηνελόπη,
ε 217στ' ανάστημα και στη μορφή, τις δυο όποιος σας συγκρίνει.
ε 218Θνητή είναι εκείνη, μα θεά κι αγέραστη είσαι ατή σου. 
ε 219Μα κι έτσι πάντα λαχταρώ να φτάσω στην πατρίδα
ε 220και να τη δουν τα μάτια μου του γυρισμού τη μέρα.
ε 221Κι ανίσως πάλε αθάνατος κανένας με τσακίσει
ε 222μες στο κρασάτο πέλαγος, κι αυτό θα το βαστάξω,
ε 223γιατί είναι μες στα στήθια μου καρτερικιά η καρδιά μου.
Κι άλλα πολλά που πέρασα, πολλά έχω τραβηγμένα
ε 224στις μάχες και στη θάλασσα. Κι αυτό μες στ' άλλα ας έρθει».
ε 225Είπε, κι ο ήλιος βούτηξε και πήρε το σκοτάδι,
ε 226και τότε στης βαθουλωτής σπηλιάς το βάθος πήγαν,
ε 227και την αγάπη χάρηκαν αγκαλιασμένοι οι δυο τους. 
ε 228Σαν ήρθε η ροδοδάχτυλη νυχτοθρεμμένη Αυγούλα,
ε 229τότε ο Δυσσέας φόρεσε χλαμύδα και χιτώνα,
ε 230κι η Καλυψώ μακρόσυρτο χιονόλευκο φουστάνι,
ε 231χαριτωμένο και ψιλό και μια μαλαματένια
ε 232ζώνη όμορφη στη μέση της και μπόλια στο κεφάλι, 
ε 233και το ταξίδι ετοίμαζε του τολμηρού Δυσσέα.
ε 234Μεγάλο του 'δωσε μπαλτά που του 'ρχονταν στη χούφτα,
ε 235ολόχαλκο και δίστομο που 'χε όμορφο στειλιάρι
ε 236μέσα μπηγμένο ελίτικο, με τέχνη σφηνωμένο.
ε 237Στο χέρι του 'δωσε έπειτα σκεπάρνι ακονισμένο
ε 238και για την άκρη του νησιού πήρε το δρόμο πρώτη,
ε 239όπου πολλά φυτρώνανε ψηλά μεγάλα δέντρα,
σκλήθρα και λεύκες κι έλατα ουρανοκαρφωμένα,
ε 240στεγνά από χρόνια, ολόξηρα, φύλλα στο κύμα απάνω.
ε 241Κι όταν το μέρος του 'δειξε που φύτρωναν τα δέντρα,
ε 242γύρισε πίσω η Καλυψώ στο σπίτι, κι ο Δυσσέας
ε 243έκοβε καραβόξυλα και πρόκοβε η δουλειά του.
ε 244Έκοψε απ' όλα ως είκοσι, τα χαλκοπελεκούσε
ε 245με τέχνη, τα σκεπάρνισε, στη στάφνη ισώνοντάς τα.
ε 246Τότε η νεράιδα η Καλυψώ του φέρνει ένα τρυπάνι, 
ε 247κι όλα σαν τα τρυπάνισε και τα 'δεσε ενωμένα,
ε 248με ξυλοκάρφια ταίριαζε τη σκάφη και δαβίδια.
ε 249Κι όσο πλατιά την πατωσιά σε φορτηγό καράβι
ε 250τη σημαδεύει όποιος καλά ξυλουργική γνωρίζει,
ε 251τόσο πλατιά τη σκάρωσε τη σκάφη κι ο Δυσσέας.
ε 252Και τα σκαριά σαν έστησε, κοντά κοντά, κατόπι
ε 253κάρφωσε τα στραβόξυλα και δούλευε το σκάφος·
και τέλειωσε όταν κάρφωσε και τα μακριά μαδέρια.
ε 254Κατάρτι τότε πελεκά κι αντένα της ταιριάζει,
ε 255και το τιμόνι ετοίμασε να κυβερνά τη σκάφη,
ε 256κι ολόγυρα την έφραξε με λυγαριάς κλωνάρια,
ε 257για να μην μπαίνει η θάλασσα και φόρτωσε σαβούρα.
ε 258Τότε ένα καραβόπανο φέρνει η θεά, να κάμει
ε 259μ' αυτό πανιά και τεχνικά τα ετοίμασε ο Δυσσέας.
ε 260Σκότες της έδεσε έπειτα κι απλές και ξάρτια βάζει
ε 261και με λοστούς την έριξε στ' αφροντυμένο κύμα
ε 262Τέσσερεις μέρες πέρασαν και τα 'χε όλα τελέψει.
ε 263Την πέμπτη, απ' το νησί η θεά τον αποχαιρετούσε.
ε 264Του 'δωσε ρούχα ευωδιαστά, τον έλουσε μονάχη,
ε 265του 'βαλε μέσα σ' ένα ασκί μαύρο κρασί και σ' άλλο 
ε 266μεγάλο του 'βαλε νερό και μέσα σε ταγάρι
ε 267θροφές κι όλο το γέμισε με πληθερά προσφάγια,
ε 268κι ένα αεράκι απόλυσε γλυκόπνευτο και πρύμο.
ε 269Άνοιξε τότε τα πανιά χαρούμενα ο Δυσσέας
ε 270και στο τιμόνι καθιστός με τέχνη κυβερνούσε,
ε 271και μήτε ο ύπνος του 'κλεινε τα μάτια, ενώ την Πούλια
ε 272αγνάντευε και το Βοσκό, που αργεί να βασιλέψει,
ε 273και την Αρκούδα, που πολλοί κι Αμάξι τήνε κράζουν
ε 274και πάντα αυτού κλωθογυρνά τον Κυνηγό θωρώντας,
ε 275και μόνη αυτή δε λούζεται στου Ωκεανού το κύμα. 
ε 276Γιατί η νεράιδα του 'λεγε τ' αστέρι εκείνο να 'χει
ε 277σαν αρμενίζει στο γιαλό, στ' αριστερό του χέρι.
ε 278Μέρες τραβούσε δεκαφτά στης θάλασσας τα πλάτια.
ε 279Στις δεκαοχτώ φανήκανε της χώρας των Φαιάκων
ε 280τα βαθιοΐσκιωτα βουνά στο πιο κοντά του μέρος
ε 281και σα θολούρα φαίνουνταν στο θάμπος του πελάγου.
ε 282Γυρνώντας τότε ο Σαλευτής της γης απ' τους Αιθιόπους,
ε 283αλάργα ακόμα, απ' τα βουνά τον είδε των Σολύμων
ε 284που αρμένιζε στη θάλασσα και ξάναψε ο θυμός του,
ε 285κι έτσι μονάχος του έλεγε κουνώντας το κεφάλι:
ε 286«Αχ, οι θεοί την άλλαξαν τη γνώμη τους στο τέλος
ε 287για το Δυσσέα, όταν εγώ στους Αιθιόπους ήμουν.
ε 288Να, στων Φαιάκων σίμωσε τη χώρα, όπου γραφτό του
ε 289είναι να τα ξεφύγει εκεί του χάρου τα πλεμάτια.
ε 290Όμως, το τάζω, συμφορές να τον χορτάσω ακόμα». 
ε 291Έτσι είπε και τα σύγνεφα συνάζει, και στα χέρια
ε 292την τρίαινά του αδράχνοντας, το πέλαο συνταράζει,
ε 293κι όλες τις μπόρες σήκωσε κάθε λογής ανέμου
ε 294και σκέπασε στεριά μαζί και θάλασσα με νέφια.
Απ' τα ουράνια χύθηκε σκοτάδι και φυσούσαν
ε 295μαζί ο Σιρόκος κι η Νοτιά κι ο Ζέφυρος, αέρας
ε 296φουρτουνιασμένος, κι ο Βοριάς που φέρνει παγοκαίρι,
ε 297θεριά μεγάλα κύματα στο διάβα του κυλώντας.
ε 298Γόνατα τότε κι η καρδιά κοπήκαν του Δυσσέα,
κι είπε, βαριά στενάζοντας στην άφοβη ψυχή του· 
ε 299«Αλίμονό μου ο δύστυχος! Στο τέλος τι θα γίνω;
ε 300Φοβούμαι αλάθευτα η θεά μη μου τα πρόβλεψε όλα,
ε 301που μου 'λεγε πως συμφορές στα πέλαγα θα πάθω,
ε 302πριν φτάσω στην πατρίδα μου. Να που αληθεύουν όλα.
ε 303Ο Δίας με τι σύγνεφα τον ουρανό σκεπάζει,
ε 304και τάραξε τη θάλασσα κι όλες φυσούν οι μπόρες
ε 305του κάθε ανέμου. Αχ, τώρα πια, πάει, γλιτωμό δεν έχει.
ε 306Χίλιες φορές οι Δαναοί πιο καλοτυχεροί μου
ε 307που μες στην Τροία χάθηκαν για τους δυο γιους τ' Ατρέα.
ε 308Έτσι είθε να 'πεφτα κι εγώ την ώρα που χιλιάδες 
ε 309τα χάλκινα κοντάρια τους οι Τρώες μου πετούσαν
ε 310για τ' Αχιλλέα το νεκρό. Μνημούρι τότε θα 'χα
ε 311κι οι Αχαιοί τη δόξα μου παντού θα τη σκορπούσαν.
ε 312Μα τώρα γράφει η μοίρα μου ν' αδικοθανατίσω».
ε 313Έτσι είπε και κατάκορφα τον χτύπησε άγριο κύμα, 
ε 314με λύσσα ορμώντας φοβερή, που τράνταξε όλη η σκάφη,
ε 315και πέρα μες στα κύματα τον πέταξε τον ίδιο,
ε 316και του ‘φυγε απ' τα χέρια του το διάκι που κρατούσε,
ε 317και το κατάρτι του 'σπασε στη μέση η ανεμοζάλη,
ε 318που απ' των ανέμων πλάκωσε το πάλεμα με λύσσα, 
ε 319κι έπεσε αλάργα το πανί στο κύμα κι η αντένα.
Ώρα πολλή κατάπατα τον είχε βυθισμένον,
και μήτε μπόρεσε εύκολα να ξενερίσει απάνω,
ε 320όπως τον χτύπησε με ορμή το φουσκωμένο κύμα.
ε 321Γιατί τον βάραιναν πολύ τα ρούχα, που δοσμένα 
ε 322του 'χε η νεράιδα η Καλυψώ. Κι αργά πια βγήκε απάνω,
ε 323φτύνοντας απ' το στόμα του πικρή χολή την άρμη,
ε 324που απάνω στο κεφάλι του σα βρύση κελαηδούσε.
Μα το σκαφί δεν ξέχασε, κι ας έβγαινε η ψυχή του,
ε 325μόν' χύθηκε στα κύματα και πιάστηκε από πάνω, 
ε 326και μες στη μέση κάθισε το χάρο να ξεφύγει,
ε 327ενώ το κύμα εδώ κι εκεί το πέταε στην ορμή του...
ε 328Πώς χινοπωρινός βοριάς σαρώνει μες στον κάμπο
ε 329τ' αγκάθια κι όλα γίνουνται κουβάρι ένα με τ' άλλο,
ε 330έτσι έδερναν οι άνεμοι στη θάλασσα τη σκάφη. 
ε 331Πότε την έπαιρνε ο Βοριάς απ' το Νοτιά σπρωγμένη,
ε 332πότε κυνήγι ο Ζέφυρος την πέταε στο Σιρόκο.
ε 333Τον είδε η κρουσταλλόποδη Ινώ, του Κάδμου η κόρη,
ε 334η Λευκοθέα, που θνητή πριν ήταν και μιλούσε
ε 335και τώρα δόξα απ' τους θεούς μέσα στα πέλαγα είχε, 
ε 336και του Δυσσέα πόνεσε τα πάθια που τραβούσε.
ε 337Και σαν την πάπια πεταχτή βγήκε απ' τα κύματα όξω
ε 338και στο καλόδετο σκαφί κάθισε απάνω κι είπε·
ε 339«Γιατί, καημένε, θύμωσε μαζί σου ο Κοσμοσείστης
ε 340έτσι βαριά και με πικρά φαρμάκια σε ποτίζει; 
ε 341Μα κι αν λυσσάξει απ' το θυμό δε θα σου φάει το μάτι.
ε 342Μόν' έτσι κάμε γλήγορα θαρρώ πώς κόβει ο νους σου.
ε 343Βγάλε τα ρούχα που φορείς κι αμόλα στους ανέμους
ε 344να παραδέρνει το σκαφί και πάντα κολυμπώντας
ε 345προσπάθησε πώς θα βρεθείς στη χώρα των Φαιάκων
ε 346όπου γραφτό είναι να σωθείς. Πάρε κι αυτό ν' απλώσεις
ε 347κατάσαρκα στα στήθια σου τ' αθάνατο μαντίλι.
ε 348Δεν έχεις φόβο να πνιγείς μήτε κακό να πάθεις.
ε 349Κι όταν αγγίξεις στη στεριά τα χέρια σου, το λύνεις
και πίσω μες στα κύματα το ρίχνεις τ' αφρισμένα, 
ε 350αλάργα απ' την ακρογιαλιά και στρέψε αλλού να βλέπεις».
ε 351Είπε και του 'δωσε η θεά τ' αθάνατο μαντίλι
ε 352και βούτηξε στη θάλασσα την αφροκυματούσα,
ε 353όμοια με πάπια, κι άξαφνα τη σκέπασε το κύμα.
ε 354Τότε έτσι κι ο πολύπαθος Δυσσέας συλλογιούνταν 
ε 355κι είπε, βαριά στενάζοντας, στην άφοβη ψυχή του:
ε 356«Αλί μου, πάλε αθάνατος κανείς καινούρια απάτη
ε 357μου πλέκει, ενόσω μου ζητά όξω να βγω απ' τη σκάφη.
ε 358Μα ακόμα δε θα γελαστώ, γιατί η στεριά είναι αλάργα,
ε 359όπου μου πρόβλεψε η θεά καταφυγή, πως θα 'βρω.
ε 360Μόν' άλλο πιο καλύτερο μου φαίνεται θα κάμω.
ε 361Όσο τα ξύλα στους αρμούς είναι ενωμένα ακόμα,
ε 362θα μείνω αυτού και θα βαστώ, στα βάσανα χωμένος.
ε 363Κι όταν τη σκάφη ολότελα τα κύματα χωρίσουν,
ε 364θα κολυμπήσω, πιο καλό να κάμω αφού δεν έχω».
ε 365Κι εκεί που τέτοια ανάδευε μες στης καρδιάς τα βάθη
ε 366σήκωσε ο Σαλευτής της γης ένα πελώριο κύμα,
ε 367όρθιο, σκαστό, καμαρωτό, κι απάνω του έπεσε όλο.
ε 368Κι όπως σαρώνει τ' άχυρα της θημωνιάς, σαν πιάσει
ε 369σφοδρός αέρας, κι άλλα αλλού της τ' ανεμοσκορπίζει, 
ε 370έτσι της σκάφης τα μακριά της σκόρπισε τα ξύλα.
ε 371Τότε ο Δυσσέας κάθισε καβάλα σ' ένα ξύλο
ε 372σα να 'ταν άτι τρεξιμιό κι έβγαλε ευτύς τα ρούχα
ε 373που του 'χε δώσει η Καλυψώ κι άπλωσε το μαντίλι
ε 374στα στήθια του και πέφτοντας στη θάλασσα τα μπρούμτα
τα χέρια κλειούσε κι άνοιγε να κολυμπά ζητώντας.
ε 375Τον είδε τότε ο Σαλευτής της γης ο Ποσειδώνας
ε 376κι έτσι έλεγε μονάχος του κουνώντας το κεφάλι·
ε 377«Έτσι χορτάτος βάσανα στο πέλαο τώρα τράβα,
ε 378ωσότου θεογέννητους ανθρώπους ν' απαντήσεις. 
ε 379Μα κι έτσι μ' όσα τράβηξες, παράπονο δε θα 'χεις».
ε 380Είπε και τα καλότριχα χτυπώντας άλογά του,
ε 381πήγε τρεχάτος στις Αιγές πού 'χε ακουστό ναό του.
ε 382Τότε άλλο σκέφτηκε η θεά Παλλάδα με το νου της.
ε 383Έκοψε κάθε ανέμου ορμή κι όλοι είπε να λαγιάσουν 
ε 384
ε 385και το γλυκόπνευτο Βοριά ξεσήκωσε μονάχο,
ε 386κι έσπασε εμπρός τα κύματα ωσότου πια ο Δυσσέας
ε 387να πάει να βρει τους Φαίακες τους θαλασσοθρεμμένους
ε 388απ' το χαμό γλιτώνοντας κι απ' τη βαριά του μοίρα.
ε 389Στα φουσκωμένα κύματα δυο μέρες και δυο νύχτες 
παράδερνε κι αντίκρισε χίλιες φορές το χάρο.
ε 390Σαν έφεξε η ροδόχρωμη αυγή την τρίτη μέρα
ε 391έπαψε τότε ο άνεμος κι ήρθε άπνευτη γαλήνη.
ε 392Τότε είδε τη στεριά κοντά, με μια γοργή ματιά του,
ε 393όπως τον σήκωσε ψηλά το φουσκωμένο κύμα.
ε 394Πώς είναι του πατέρα η γεια γλυκιά για τα παιδιά του,
ε 395που κείτεται βαριάρρωστος και λιώνει μες στους πόνους
ε 396χρόνια και χρόνια και πικρή τον βασανίζει μοίρα,
ε 397μα τον γλιτώνουν οι θεοί χαρούμενα απ' το χάρο,
ε 398έτσι τα δένδρα κι η στεριά τρισπόθητα φανήκαν 
ε 399και στο Δυσσέα, κι έπλεκε γοργά στη γη να φτάσει.
ε 400Κι όταν πια τόσο ήταν κοντά που ακούνε όταν φωνάξεις,
ε 401τότε άκουσε της θάλασσας τους χτύπους στ' ακροβράχια.
ε 402Βαριά βογγούσαν στη στεριά τα κύματα αφρισμένα
ε 403χτυπώντας, κι όλα τα 'κρυβε της θάλασσας η άχνα. 
ε 404Γιατί δεν είχε απόσκεπα λιμάνια μήτε κόρφους,
ε 405μόν' ακροβράχια πρόβελναν, φαγώματα και πέτρες.
ε 406Γόνατα τότε και καρδιά κοπήκαν του Δυσσέα
ε 407κι είπε, βαριά στενάζοντας, στην άφοβη καρδιά του·
ε 408 «Αλί μου, κι αν ανέλπιστα μου 'δωσε ο γιος του Κρόνου
ε 409να ιδώ στεριά και πέρασα το βάθος του πελάγου,
ε 410το έβγα όμως δεν φαίνεται απ' τ' αφρισμένο κύμα.
ε 411Τα βράχια είναι έξω κοφτερά και γύρω τους μουγγρίζουν
ε 412τα κύματα άγρια κι αρχινούν απότομες οι πέτρες,
ε 413κι είναι άπατα όξω τα ρηχά, μήτε κι υπάρχει τρόπος 
ε 414στα δυο μου πόδια να σταθώ για να σωθώ απ' το χάρο,
ε 415μήπως σε πέτρα αγκαθωτή το κύμα με χτυπήσει,
ε 416καθώς θα βγαίνω, αρπώντας με και πάει χαμένη η ορμή μου.
ε 417Κι αν κολυμπήσω παρακεί, κάπου να ξεδιαλύνω
ε 418ακρογιαλιά απαλόστρωτη και σφαλιστό λιμάνι, 
ε 419φοβούμαι πάλε ορμητικά μήπως μ' αρπάξει η αντάρα
ε 420κι ενώ βογγώ στο πέλαγος με πάει το ψαροθρόφο,
ε 421ή και τρανό θεριόψαρο μου βγάλει, εμπρός μου η μοίρα,
ε 422απ' όσα θρέφει αμέτρητα της θάλασσας το βάθος.
ε 423Γιατί το ξέρω τι θυμό βαστάει για μένα ο Σείστης».
ε 424Κι εκεί που τέτοια ανάδευε στα βάθη της καρδιάς του,
ε 425κύμα σκαστό τον πέταξε στ' ανώμαλα ακροβράχια.
ε 426Θα 'σπαζε εκεί τα κόκαλα και θα 'γδερνε τις σάρκες,
ε 427αν η λιοθώρητη Αθηνά δε φώτιζε το νου του.
ε 428Από 'να βράχο πιάστηκε με τα γερά του χέρια, 
ε 429χυμώντας και κρατήθηκε με την ψυχή στο στόμα,
όσο που πέρασε γοργό τ' αφροντυμένο κύμα.
ε 430Έτσι το ξέφυγε. Μα ευτύς ξανάστροφα γυρνώντας
ε 431τον χτύπησε και στου γιαλού τον πέταξε το βάθος.
ε 432Πώς, το χταπόδι όταν τραβούν απ' το θαλάμι του όξω,
ε 433πετράδια αμέτρητα κολλούν απάνου στα βυζιά του,
ε 434έτσι στο βράχο κόλλησαν απ' τα γερά του χέρια
ε 435οι σάρκες και τον σκέπασε το φουσκωμένο κύμα.
ε 436Γραφτό του θα 'ταν να χαθεί τότε ο πικρός Δυσσέας,
ε 437αν η λιοθώρητη Αθηνά δε φώτιζε το νου του.
ε 438Σα βγήκε απάνω στον αφρό, πιο πέρα κολυμπούσε,
ε 439προς τη στεριά κοιτάζοντας αν θ' αντικρίσει κάπου
ε 440ακρογιαλιά απαλόστρωτη και σφαλιστό λιμάνι.
ε 441Σε ποταμού γοργότρεχου σαν ήρθε κολυμπώντας
ε 442το στόμα, ο τόπος βολικός του φάνηκε πως ήταν,
ε 443αμμουδερός κι απάνεμος κι ένιωσε που κυλούσε
ε 444ο ποταμός κι άρχισε ευτύς παράκληση να κάνει·
ε 445«Σώσε με, αφέντη, όποιος εσύ κι αν είσαι, που σε βρήκα
ε 446μπροστά μου πολυπόθητο, ζητώντας να ξεφύγω
ε 447του Ποσειδώνα το θυμό στης θάλασσας τα βάθια. 
ε 448Απ' τους παντοτινούς θεούς ο πολυπλανεμένος
ε 449παίρνει τη χάρη που ζητά, καθώς κι εγώ που τώρα
στο ρέμα σου, στα πόδια σου προσπέφτω απ' τα δεινά μου.
ε 450Ελέησέ με, αφέντη μου, προστάτη μου σε κράζω.»
ε 451Είπε, κι εκείνος έκοψε αμέσως την ορμή του, 
ε 452το κύμα κράτησε κι εμπρός έκαμε στο Δυσσέα
ε 453γαλήνη και τον γλίτωσε στου ποταμού το στόμα
ε 454κι εκεί στη γης γονάτισε και κρέμασε τα χέρια,
ε 455γιατί στο κύμα απόκαμε κι ήταν πρησμένος όλος
ε 456κι ανάβρυζε απ' το στόμα του κι απ' τα ρουθούνια η άρμη.
ε 457Δίχως πνοή, δίχως λαλιά και λιγοθυμισμένος
ε 458κείτονταν κι απ' την κούραση πονούσε το κορμί του.
ε 459Κι ως πήρε ανάσα κι η καρδιά συνέφερε στα στήθια
τότε έλυσε από πάνου του το θεϊκό μαντίλι
ε 460και στο θαλασσοφλοίσβιστο τ' απόλυσε ποτάμι,
ε 461κι αμέσως κύμα φουσκωτό το πήρε στην ορμή του
ε 462κι η Λευκοθέα τ' άρπαξε στα τρυφερά της χέρια.
ε 463Απ' το ποτάμι αλάργεψε και πλάγιασε στα βούρλα
ε 464κι εκεί φιλούσε σκύβοντας τη γης την καρποδότρα
κι είπε, βαριά στενάζοντας, στην άφοβη καρδιά του·
ε 465«Αλί μου, τι θα πάθω πια; Στο τέλος τι θα γίνω;
ε 466Αν την πολύπικρη νυχτιά περάσω στο ποτάμι,
ε 467ψυχρή θα μ' έβρει παγωνιά και παγερή δροσούλα
ε 468τη λιγωμένη μου καρδιά να μου την παραλύσουν,
ε 469Απ' το ποτάμι την αυγή φυσάει ψυχρό τ' αγιάζι. 
ε 470Κι αν στη βουνοπλαγιά ανεβώ και στο ισκιερό λαγκάδι
ε 471να κοιμηθώ μες στα πυκνά χαμόκλαδα, αν μ' αφήσει
ε 472το τούρτουρο κι η κούραση κι ύπνος βαθύς με πάρει,
ε 473τρέμω μην πέσουν τα θεριά και δε μ' αφήσουν σκλίδα».
ε 474Κι εκεί που τέτοια ανάδευε, καλύτερό του βρήκε 
ε 475να πάει στο δάσος και κοντά το βρήκε στο ποτάμι,
ε 476σε μια κορφή και τρύπωσε σε δυο από κάτω δέντρα
ε 477μαζί βγαλμένα, το 'να ελιά και τ' άλλο ήταν αγρέλα.
ε 478Ποτέ δεν τα 'πιανε η ορμή του νοτισμένου ανέμου,
ε 479μήτε κι ο ήλιος τα 'φρυγε με τις λαμπρές του αχτίδες, 
ε 480μήτε περνούσε κι η βροχή στη ρίζα τους να φτάσει.
ε 481Τόσο πυκνά που φύτρωναν πλεγμένα ένα με τ' άλλο.
ε 482Κάτω ο Δυσσέας τρύπωσε, και με τα δυο του χέρια
ε 483στοίβιασε στρώμα απλόχωρο -γιατί είχε εκεί χυμένα
ε 484σωρό τα φύλλα που και δυο και τρεις θα φυλαγόνταν
ε 485μες στου χειμώνα την καρδιά κι ας φρένιαζε φυσώντας.
ε 486Τόειδε και χάρηκε ο θεϊκός πολύπαθος Δυσσέας
ε 487κι εκεί στη μέση πλάγιασε κι απάνου του με φύλλα
ε 488σκεπάστηκε. Κι όπως κανείς χώνει στη μαύρη στάχτη
ε 489δαυλί μες στ' ακροχώραφο, γειτόνους αν δεν έχει,
ε 490για να φυλάξει τη φωτιά, να μη γυρεύει απ' άλλους,
ε 491έτσι ο Δυσσέας χώθηκε στα φύλλα. Κι η Παλλάδα
ε 492ύπνο στα μάτια του 'χυνε, για να τον ξαποστάσει
ε 493απ' τη βαριά του κούραση, τα βλέφαρά του κλειώντας.