υ 1Πλάγιασε μες στο πρόσπιτο κι ο θεϊκός Δυσσέας,
υ 2απάνω σε άργαστο βοδιού τομάρι που 'χε στρώσει
υ 3κι έριξε αρνιών πολλές προβιές που σφάζανε οι Μνηστήρες
υ 4κι η Ευρυνόμη με βαριά τον σκέπασε αντρομίδα.
υ 5Εκεί ο Δυσσέας τη σφαγή μελέταε των Μνηστήρων,
υ 6ξυπνός στο στρώμα. Κι έβγαιναν απ' το παλάτι οι δούλες,
υ 7όσες πλαγιάζανε από πριν μαζί με τους Μνηστήρες,
υ 8όλες με γέλια, με χαρές. Κι άναβε του Δυσσέα
υ 9μέσα η καρδιά στα στήθια του κι ανάδευε στο νου του
υ 10να σηκωθεί και τη ζωή της καθεμιάς να πάρει
υ 11ή για στερνή τους πια φορά ν' αφήσει να πλαγιάσουν
υ 12με τους Μνηστήρες· κι η καρδιά στα στήθια του αλυχτούσε.
υ 13Κι ως τρέχει η σκύλα ολόγυρα στα τρυφερά κουτάβια,
υ 14σα νιώσει ξένο, κι αλυχτά και ορμά να τον δαγκάσει,
υ 15έτσι αλυχτούσε κι η καρδιά στα στήθια του Δυσσέα
υ 16κι έβραζε, τις παράνομες δουλειές αυτές να βλέπει.
υ 17Και την καρδιά του μάλωνε τα στήθια του χτυπώντας
υ 18«Βάστα, καρδιά μου. Πιο σκληρά βάσταξες πόνο ακόμα,
υ 19όταν ο άγριος Κύκλωπας σου 'τρωγε τους συντρόφους.
υ 20Έκαμες τότε υπομονή, ωσότου πια η βουλή σου
υ 21σ' έβγαλε μέσα απ' τη σπηλιά, που είδες το χάρο εμπρός σου».
υ 22Έτσι ο Δυσσέας τα 'ψελνε της τρυφερής καρδιάς του
υ 23κι έμεινε τέλος ήσυχη μ' υπομονή στα στήθια,
υ 24κι αυτός στο στρώμα εδώ κι εκεί στριφογυρνούσε απάνω.
υ 25Πώς όταν ένας την κοιλιά, γεμάτη πάχος κι αίμα,
υ 26στριφογυρίζει εδώ κι εκεί στην αναμμένη θράκα
υ 27και θέλει το ταχύτερο για να τη δει ψημένη,
υ 28έτσι κι αυτός εδώ κι εκεί με συλλογές γυρνούσε
υ 29να 'βρει πως τους αδιάντροπους μνηστήρες να χτυπήσει
υ 30μόνος αυτός τους πιο πολλούς. Τότε η θεά Παλλάδα
υ 31κατέβηκε απ' τον ουρανό, παρόμοια με γυναίκα,
υ 32κι απάνω απ' το κεφάλι του πάει στέκει και του κάνει·
υ 33«Πώς πάλε κάθεσαι άγρυπνος, πιο δύστυχε στον κόσμο;
υ 34Να το, το σπίτι σου είναι αυτό και μέσα η Πηνελόπη
υ 35κι ο γιος σου, που όμοιον λαχταρά κάθε πατέρας να 'χει».
υ 36Τότε έτσι κι ο πολύσοφος απάντησε ο Δυσσέας·
υ 37«Ναι, τα 'πες όλα αυτά σωστά, θεά μου, κι όπως είναι.
υ 38Μα εγώ όλο συλλογίζομαι στα βάθη της ψυχής μου,
υ 39να βρω πως τους αδιάντροπους Μνηστήρες να χτυπήσω,
υ 40μόνος, ενώ όλοι κάθονται στο σπίτι μαζωμένοι.
υ 41Κι ένα άλλο μεγαλύτερο στο νου μου ακόμα βάζω.
υ 42Με τη δική σου δύναμη, θεά μου, αν τους σκοτώσω,
υ 43που θα 'βρω εγώ καταφυγή; Να τι να λογαριάσεις».
υ 44Τότε έτσι η λαμπερόφωτη τ' απάντησε η Παλλάδα·
υ 45«Καημένε, και χειρότερο κανείς πιστεύει φίλο,
υ 46που 'ναι θνητός και μέσα του τότες βουλές δεν ξέρει.
υ 47Μα εγώ είμαι αθάνατη θεά που πάντα σε προσέχω
υ 48σε κάθε αγώνα σου. Μα να, τι φανερά κηρύχνω.
υ 49Πενήντα λόχοι και τους δυο αν τύχει και μας ζώσουν
υ 50και στου πολέμου την ορμή ζητούν να μας σκοτώσουν,
υ 51κι αυτών τα βόδια θα 'παιρνες και τα παχιά τ' αρνιά τους.
υ 52Κοιμήσου τώρα. Είναι βαρύ να κάθεσαι όλη νύχτα
υ 53πάντα άγρυπνος, και γρήγορα θα πάψουν τα δεινά σου».
υ 54Έτσι είπε κι ύπνο του 'χυσε γλυκό στα βλέφαρά του
υ 55και πίσω αμέσως, γύρισε στο Όλυμπο η Παλλάδα.
υ 56Ύπνος γλυκός τον πήρε εκεί, που όλες τις έγνοιες σβήνει,
υ 57κι αυτή την ώρα η φρόνιμη γυναίκα του ξυπνούσε
υ 58κι έκλαιγε απάνω καθιστή στο μαλακό της στρώμα.
υ 59Σαν έκλαψε και χόρτασε τα δάκρυα η καρδιά της
υ 60στην Άρτεμη έτσι ευχόντανε η θεϊκιά γυναίκα·
υ 61«Άρτεμη, σεβαστή θεά, του Δία θυγατέρα,
υ 62δώσ' μου στα στήθια σαϊτιά να σβήσει πια η ζωή μου
υ 63σε μια στιγμούλα ή κι άξαφνα οι μπόρες ας μ' αρπάξουν,
υ 64στις στράτες τις ανήλιαγες αλάργα να με πάνε,
υ 65μες στο πλατύ του Ωκεανού το στόμα να με ρίξουν.
υ 66Κι όπως οι μπόρες σήκωσαν τις κόρες του Πανδάρου,
υ 67απ' τους θεούς αρφάνεψαν κι απόμειναν στο σπίτι
υ 68έρμες και τις μεγάλωσε η θέισσα Αφροδίτη
υ 69και με τυρί τις έθρεφε, γλυκό κρασί και μέλι.
υ 70Κι η Ήρα, γνώση κι ομορφιά τους χάρισε, όπως άλλες
υ 71δεν είχανε, κι ανάστημα η Άρτεμη η παρθένα.
υ 72Κι όσο να πάει στον Όλυμπο η θέισσα Αφροδίτη
υ 73για να ζητήσει τη χαρά του γάμου για τις κόρες,
υ 74απ' το μεγαλοδύναμο τον παντογνώστη Δία,
υ 75που τα καλά τα ριζικά και τα κακά γνωρίζει,
υ 76τότε τις κόρες άρπαξαν οι μπόρες και τις πήγαν
υ 77στις καταδιώχτρες τις φριχτές να τις ξενοδουλεύουν.
υ 78
υ 79Έτσι κι εμένα ας άρπαχναν οι κάτοικοι του Ολύμπου,
υ 80ή να με χτύπαε η Άρτεμη, κι έτσι όλο το Δυσσέα
υ 81θωρώντας με τη σκέψη μου να κατεβώ στον Άδη,
υ 82να μη γλυκάνω την καρδιά πιο χειροτέρου ανθρώπου.
υ 83Μα κι ο θλιμμένος δύνεται τη λύπη να βαστάξει,
υ 84αν όλη μέρα δέρνεται, κι όταν η νύχτα φτάσει
υ 85τον πάρει ο ύπνος. Γιατί αυτός στα βλέφαρα άμα πέσει
υ 86και τα καλά και τα κακά στην λησμονιά βυθίζει.
υ 87Όμως σε μένα κι όνειρα κακά μου στέλνει η μοίρα.
υ 88Αυτή τη νύχτα πάλε εγώ τον είχα στο πλευρό μου,
υ 89ως ήταν όταν έφυγε με το στρατό, και τόσο
υ 90χαιρόμουν, που είπα αληθινό κι όχι όνειρο πως ήταν».
υ 91Έτσι είπε κι η χρυσόθρονη πρόβαλε ευτύς η Αυγούλα,
υ 92Κι ως άκουσε του θρήνου της τ' απόφωνο ο Δυσσέας,
υ 93συλλογισμένος στάθηκε και φάνηκε στο νου του
υ 94κι εκείνη πως τον γνώρισε κι απάνω του πως στέκει.
υ 95Κι άρπαξε ευτύς την κάπα του και τις προβιές που απάνω
υ 96πλάγιαζε, κι όλα τα 'βαλε σ' ένα θρονί κι αμέσως
υ 97όξω απ' την πόρτα πέταξε το βόδινο τομάρι,
κι έτσι στο Δία ευχόντανε σηκώνοντας τα χέρια·
υ 98«Δία πατέρα, αν μ' έφερε στην ποθητή πατρίδα
υ 99η χάρη σου από θάλασσες κι από στεριές με πόνους
υ 100ανθρώπου δείξε μου, φωνή που ξύπνησε από μέσα,
υ 101ή κι άλλο, Δία μου, ας φανεί στον ουρανό σημάδι».
υ 102Έτσι είπε, και του ξάκουσε την προσευχή του ο Δίας,
υ 103κι άξαφνα απάνω βρόντησε στ' αστρόφωτα ουράνια,
υ 104ψηλά μέσα στα σύγνεφα και χάρηκε ο Δυσσέας.
υ 105Κι απ' το παλάτι ακούστηκε φωνή κοντά του αλέστρας,
υ 106στο μέρος που οι χερόμυλοι βρισκόνταν του Δυσσέα,
υ 107και δώδεκα δουλεύανε γυναίκες, να ετοιμάσουν
υ 108αλεύρι και κριθάλευρο, που 'ναι ζωή του ανθρώπου.
υ 109Κι οι άλλες, σαν απάλεσαν το στάρι, κοιμηθήκαν.
υ 110Και μόνη μια δεν έπαυε, που η πιο αδύναμη ήταν.
υ 111Σταμάτησε το μύλο της κι έτσι είπε για σημάδι·
υ 112«Δία πατέρα, που θεών κι ανθρώπων είσαι αφέντης,
υ 113έκαμες δυνατή βροντή μες στ' αστερένια ουράνια,
υ 114δίχως καν να 'χει σύγνεφο. Κάποιο σημάδι δείχνεις.
υ 115Άκου κι εμένα της φτωχής, το λόγο μου να κάμεις.
υ 116Στερνή τους σήμερα φορά στο σπίτι του Δυσσέα
υ 117ας φάνε το λαχταριστό φαΐ τους οι Μνηστήρες,
υ 118που μου 'λυσαν τα γόνατα απ' τον πολύ τον κόπο
υ 119ν' αλέθω στάρι. Κάμε το να φάνε το στερνό τους».
υ 120Είπε, και χάρηκε ο θεϊκός Δυσσέας το σημάδι
υ 121και τη βροντή κι είπε στο νου: «Θα εκδικηθώ τους κλέφτες».
υ 122Κι οι άλλες δούλες στο ψηλό παλάτι του Δυσσέα
υ 123συνάχτηκαν, την άσβηστη φωτιά στη στια ν' ανάψουν.
υ 124Κι ο θεϊκός Τηλέμαχος σηκώθηκε απ' το στρώμα
υ 125και φόρεσε το ρούχο του και κρέμασε στους ώμους
υ 126γύρω το κοφτερό σπαθί και στα παχιά του πόδια
υ 127έδεσε τα πεντάμορφα σαντάλια του και πήρε
υ 128κατόπι το χαλκόμυτο πολεμικό κοντάρι
και στο κατώφλι στάθηκε και στην Ευρύκλεια είπε·
υ 129«Βάγια καλή, τιμήσατε τον ξένο μες στο σπίτι
υ 130με στρώμα και με φαγητό; Ή τον αφήσατε έτσι;
υ 131Γιατί είναι τέτοια η μάνα μου, μ' όλη τη γνώση πόχει.
υ 132Στην τύχη, το χειρότερο απ' τους θνητούς ανθρώπους
υ 133τιμάει, και τον καλύτερο καταφρονεί και διώχνει».
υ 134Κι η γνωστικιά Ευρύκλεια τ' απάντησε έτσι κι είπε·
υ 135«Γιε μου, μην την κατηγοράς που φταίξιμο δεν έχει.
υ 136Κάθισε ο ξένος κι έπινε όσο ήθελε η καρδιά του
υ 137κι έλεγε πια πως δεν πεινά, γι' αυτό σαν τον ρωτούσε.
υ 138Κι όταν θυμήθηκε έπειτα και το γλυκό τον ύπνο
υ 139πρόσταξε ευτύς τις δούλες της κρεβάτι να του στρώσουν.
υ 140Κι αυτός σαν έρμος κι άμοιρος δεν ήθελε σε στρώμα
υ 141να κοιμηθεί ή καθαρά καλόφαντα σεντόνια,
υ 142μόν' πλάγιασε στο πρόσπιτο σ' ένα βοδιού τομάρι
άργαστο και σε αρνιών προβιές, που τα 'στρωσε από κάτω,
υ 143κι ύστερα τον σκεπάσαμε κι εμείς με μια αντρομίδα».
υ 144Έτσι είπε, κι ο Τηλέμαχος βγήκε όξω με κοντάρι,
υ 145και δυο σκυλιά ασπροπόδαρα τον ακλουθούσαν πίσω.
υ 146Και κίνησε στη σύνοδο των Αχαιών να φτάσει·
υ 147Τότε η Ευρύκλεια πρόσταξε τις άλλες παρακόρες
υ 148η σεβαστή γερόντισσα του Ώπου η θυγατέρα·
υ 149«Πιάστε, σαρώστε με σπουδή και ράνετε στο σπίτι
υ 150και ρίξτε τ' άλικα χαλιά στα καλοκαμωμένα
υ 151θρονιά, κι άλλες ολόγυρα σφουγγίστε τα τραπέζια
υ 152και τα κροντήρια πλύνετε, τα δίχερα ποτήρια.
υ 153Κι άλλες ας πάνε για νερό να φέρουν απ' τη βρύση
υ 154κι ας μην αργήσουν. Το πρωί θα φτάσουν οι Μνηστήρες
υ 155
υ 156στο σπίτι. Γιατί σήμερα γιορτάζει όλος ο κόσμος».
υ 157Έτσι είπε κι όλες άκουσαν κι όπως τους είπε κάνουν,
υ 158Είκοσι πήγαν για νερό στη μαρμαρένια βρύση
υ 159κι οι άλλες όλες δούλευαν με προκοπή στο σπίτι.
υ 160Έφτασαν πρώτοι οι παραγιοί των άτροπων Μνηστήρων,
υ 161κι έκοψαν ξύλα τεχνικά. Κι οι κόρες απ' τη βρύση
υ 162γύρισαν, κι ο χοιροβοσκός ήρθε κι αυτός σε λίγο
υ 163κι έφερε τρία διαλεχτά θρεφτάρια απ' το κοπάδι.
υ 164Τ' άφησε στον ψηλόχτιστο το φράχτη όξω να βόσκουν,
υ 165κι αυτός με λόγια του γλυκά μιλούσε στο Δυσσέα·
υ 166«Ξένε, κάπως καλύτερα σε νοιάζονται οι Μνηστήρες,
υ 167ή μήπως σε καταφρονούν στο σπίτι σαν και πρώτα;»
υ 168Κι απάντησε ο πολύσοφος Δυσσέας κι έτσι του' πε˙
υ 169«Άμποτες, Εύμαιε, οι θεοί τ' άδικα να πλερώσουν
υ 170αυτά που κάνουν όλοι αυτοί, χωριάτες, διαστρεμμένοι,
υ 171στο ξένο σπίτι, και ντροπή σταλαματιά δεν έχουν».
υ 172Τέτοιες κουβέντες έκαναν μιλώντας μεταξύ τους,
υ 173Τότε ήρθε κι ο γιδοβοσκός Μελάνθιος και ξοπίσω
υ 174τον ακλουθούσαν δυο βοσκοί, τις γίδες σαλαγώντας
υ 175τις πιο καλές του κοπαδιού πόφερναν στους Μνηστήρες.
υ 176Κάτω απ' τ' αχόλαλο λιακό πάει κι έδεσε τις γίδες
υ 177κι έτσι με λόγια του πικρά μιλούσε του Δυσσέα˙
υ 178«Ακόμα, ξένε, θα 'χουμε στο σπίτι τον μπελά σου
υ 179να ζητιανεύεις; Τη γωνιά δε θα μας την αδειάσεις;
υ 180Θαρρώ όμως τούτη τη φορά πως δε θα χωριστούμε
υ 181προτού πιαστούμε στις γροθιές. Γιατί είσαι ένας ζητιάνος
υ 182αδιάντροπος. Έχει κι αλλού τραπέζια να το στρώνεις».
υ 183Έτσι είπε, μα ο πολύσοφος Δυσσέας δε μιλούσε,
υ 184μόν' κούναε το κεφάλι του και κακομελετούσε.
υ 185Ήρθε ο Φιλοίτιος έπειτα, των κοπελιών ο αφέντης,
υ 186στέρφα δαμάλια φέρνοντας και γίδες στους Μνηστήρες.
υ 187Βαρκάρηδες τους πέρασαν απ' τη Στεριά, που κι άλλους
υ 188περνούν ανθρώπους, αν κανείς αυτό τους το ζητήσει.
υ 189Κάτω απ' τ' αχόλαλο λιακό πάει κι έδεσε τα ζώα
υ 190κι έτρεξε στο χοιροβοσκό κοντά και τον ρωτούσε·
υ 191«Ποιος είναι αυτός, χοιροβοσκέ, ο ξένος που 'ρθε τώρα
υ 192στο σπίτι μας; Και ποιων παιδί παινεύεται πως είναι;
υ 193Πώς λένε την πατρίδα του, ποια να 'ναι η γενεά του;
υ 194Ο δύστυχος! Σα βασιλιά το πρόσωπό του δείχνει.
υ 195Μα τους ρημάζουν οι θεοί στα ξένα όσους γυρίζουν,
υ 196όταν τους κλώσουν συμφορές, κι ας είναι βασιλιάδες».
υ 197Έτσι είπε κι έτρεξε κοντά κι απ' το δεξί το χέρι
υ 198τον έπιασε και του 'λεγε με φιλικά του λόγια·
υ 199«Πατέρα, καλώς όρισες. Καλά στερνά ας σου τύχουν,
υ 200αφού μεγάλες συμφορές σε βασανίζουν τώρα.
υ 201Δία, από σένα άλλο θεό δεν έχει πιο χαμένο.
υ 202Δεν τον πονείς τον άνθρωπο στερνά πια αφού τον πλάσεις,
υ 203μόνο τον ρίχνεις σε δεινά και συφορές μεγάλες.
υ 204Ίδρος, ως σ' είδα, μ' έκοψε, μου δάκρυσαν τα μάτια,
υ 205που το Δυσσέα θυμήθηκα, γιατί θαρρώ κι εκείνος
υ 206τέτοια κουρέλια θα φορεί και τρέχει μες στα ξένα,
υ 207αν είναι ακόμα στη ζωή, το φως του ήλιου αν βλέπει,
υ 208Μα αν πέθανε και βρίσκεται στον άχαρο τον Άδη,
υ 209αχ ο Δυσσέας μου ο καλός-που μ' έβαλε παιδάκι
υ 210να επιστατώ τα βόδια του στη γη των Κεφαλλήνων.
υ 211Τώρα οι γελάδες πλήθυναν, που άλλου δεν είδα ανθρώπου
υ 212σα στάχυα οι πλατυμέτωπες γελάδες να πληθαίνουν.
υ 213Μα άλλοι προστάζουν τώρα εδώ να φέρνω να τις τρώνε,
υ 214κι ούτε το γιο του σέβονται μήτε έχουν θεού φόβο
υ 215και θέλουν όλα τ' αγαθά του βασιλιά, που λείπει
υ 216στα ξένα, να τα μοιραστούν. Κι ο νους μου συχνά κάνει
υ 217
υ 218μια σκέψη μέσα μου κακή, να πάρω τα γελάδια,
υ 219αν κι είναι ο γιος του στη ζωή, κι αλλού να πάω στα ξένα,
υ 220και μια άλλη πιο χειρότερη, να μείνω εδώ για πάντα,
υ 221τα ξένα βόδια να φυλώ με σπλάχνα μαραμένα.
υ 222Σ' ένα μεγάλο βασιλιά θα 'χα από χρόνια φύγει,
υ 223γιατί δεν είναι αυτές δουλειές κανείς να τις βαστάξει.
υ 224Μα σκέπτομαι τον άμοιρο, ίσως φανεί από κάπου
υ 225να φτάσει, κι απ' το σπίτι του να διώξει τους Μνηστήρες».
υ 226Τότε έτσι κι ο πολύσοφος τ' απάντησε ο Δυσσέας·
υ 227«Βοσκέ, δε μοιάζεις με κακό μήτε ασυλλόγιστο άντρα.
υ 228Το βλέπω αυτό και μόνος μου πως σε φωτίζει η γνώση,
υ 229γι' αυτό ένα λόγο θα σου πω, κι όρκο μαζί θα κάμω,
υ 230Ας είναι πρώτα απ' τους θεούς ο Δίας μάρτυράς μου
υ 231και τ' άψεγου Δυσσέα η στια και το ψωμί που τρώγω,
υ 232ακόμα εδώ θα βρίσκεσαι σα θα 'ρθει πια ο Δυσσέας
υ 233και με τα μάτια σου θα ιδείς, αν θέλεις, τους Μνηστήρες,
υ 234που δυναστεύουν τώρα εδώ, να πέφτουν σκοτωμένοι».
υ 235Κι έτσι ο φυλαχτής των βοδιών, τ' απάντησε και του 'πε
υ 236«Άμποτε, ξένε, αυτό που λες, να κάμει ο γιος του Κρόνου.
υ 237Τότε θα ιδείς τα νιάτα μου κι αν μου το λέει η καρδιά μου».
υ 238Τέτοια παράκληση έκαμε κι ο Εύμαιος στους ουράνιους,
υ 239να φτάσει πια ο βαθύσοφος Δυσσέας στην πατρίδα.
υ 240Σαν τέτοια ενώ κουβέντιαζαν μιλώντας μεταξύ τους,
υ 241του Τηλεμάχου πλέκανε το θάνατο οι Μνηστήρες.
υ 242Μα να, ένα όρνιο φάνηκε ζερβά τους που πετούσε,
υ 243αψηλοπέταχτος αητός κρατώντας περιστέρι.
υ 244Αμέσως ο Αμφίνομος πήρε το λόγο κι είπε·
υ 245«Αδέλφια, αυτή μας η βουλή δε θα τελεσφορήσει,
υ 246του Τηλεμάχου ο σκοτωμός. Μα ελάτε ας φάμε τώρα».
υ 247Έτσι τους είπε ο Αμφίνομος κι άρεσε ο λόγος σ' όλους.
υ 248Σαν ήρθανε στ' αρχοντικό παλάτι του Δυσσέα
υ 249ρίξανε απάνω στα σκαμνιά και στα θρονιά τις κάπες
υ 250και σφάξανε μεγάλα αρνιά και γίδες όλο πάχος,
υ 251κι ένα μοσχάρι κοπαδιού κι ολόπαχα γουρούνια.
υ 252Κι όταν τα σπλάχνα ψήθηκαν τα μοίρασαν, κι οι κράχτες
υ 253κερνούσαν κι ο χοιροβοσκός έβαζε στα ποτήρια.
υ 254Ψωμιά ο Φιλοίτιος μοίραζε, των κοπελιών ο αφέντης,
υ 255από πανέρια ολόμορφα κι ο Μελανθέας κερνούσε·
υ 256
υ 257Τότε έβαλε ο Τηλέμαχος να κάτσει το Δυσσέα,
υ 258για το σκοπό του, στου σπιτιού το πέτρινο κατώφλι
υ 259κοντά και του 'βαλε σκαμνί κι ένα μικρό τραπέζι.
υ 260μπρος, του από σπλάχνα μερδικό του βάζει και ποτήρι
υ 261κρασί γεμάτο, ολόχρυσο, κι έτσι δυο λόγια του 'πε·
υ 262«Με τους Μνηστήρες κάτσε εδώ και το κρασί σου πίνε
υ 263κι από βρισιές κι από ξυλιές εγώ θα σε φυλάξω.
υ 264Γιατί δεν είναι του χωριού το σπίτι αυτό εδώ μέσα,
υ 265μόν' είναι του πατέρα μου που το 'χτισε για μένα.
υ 266Και σεις, Μνηστήρες, μέσα σας κρατήστε τις βρισιές σας,
υ 267και χέρι μην ξαμώσετε, να μην ανάψει μάχη».
υ 268Έτσι είπε κι όλοι δάγκασαν τα χείλη κι απορούσαν
υ 269με τον Τηλέμαχο γι' αυτά που τα 'λεγε με θάρρος.
υ 270Τότε άρχισε του Ευπείθη ο γιος ο Αντίνος και τους είπε·
υ 271«Αν και πικρός είναι, Αχαιοί, του Τηλεμάχου ο λόγος,
υ 272ας τον δεχτούμε. Μίλησε, να μας κατατρομάξει.
υ 273Μα αν άφηνε του Κρόνου ο γιος, το στόμα θα 'χε κλείσει
υ 274στο σπίτι του, και ρήτορας ας είναι χρυσολάλος».
υ 275Έτσι ο Αντίνος μίλησε, μα αδιαφορούσε εκείνος,
υ 276Φέρανε οι κράχτες των θεών την ιερή θυσία
υ 277στη χώρα, και συνάχτηκαν των Αχαιών τα πλήθη,
υ 278κάτω απ' το δάσος το ισκιερό του προφυλάχτη Απόλλου.
υ 279Και τα ψαχνά σαν έβγαλαν ψημένα πια απ' τις σούβλες,
υ 280σε μερδικά τα χώρισαν και κάθισαν να φάνε.
υ 281Και στο Δυσσέα μερδικό βάλανε εμπρός του οι δούλοι,
υ 282όσο κι οι ίδιοι παίρνανε, γιατί τους πρόσταξε έτσι
υ 283ο ισόθεος Τηλέμαχος, γιος του θεϊκού Δυσσέα.
υ 284Τους άτσαλους δεν άφησε Μνηστήρες η Παλλάδα
υ 285να πάψουν τα πικρόλογα, για να του ανάψει ακόμα
υ 286τον πόνο μέσα στην καρδιά του τολμηρού Δυσσέα.
υ 287Με τους Μνηστήρες βρίσκονταν κι ένας πιο διαστρεμμένος,
υ 288που Κτήσιππο τον έλεγαν και κάθονταν στη Σάμη.
υ 289Αυτός θαρρώντας στα πολλά κι αρχοντικά του πλούτη,
υ 290ήθελε τη γυναίκα του να πάρει, του Δυσσέα.
υ 291που οι ξενιτιές, τον έτρωγαν, κι έτσι είπε στους Μνηστήρες·
υ 292«Ακούστε με τι θα σας πω, περήφανοι Μνηστήρες.
υ 293Ίσιο κι ο ξένος μερδικό, καθώς ταιριάζει, πήρε,
υ 294γιατί είναι κρίμα κι άδικο του Τηλεμάχου οι ξένοι
υ 295όσοι έρχονται στο σπίτι του να μείνουν στερημένοι.
υ 296Μόν' ας του δώσω χάρισμα κι εγώ να το προσφέρει
υ 297κι ατός του ή στη λουτράρισσα ή σε καμιά άλλη δούλα,
υ 298που στο παλάτι βρίσκονται του θεϊκού Δυσσέα».
υ 299Είπε και πόδι βοδινό άρπαξε απ' το πανέρι
υ 300και το 'ριξε, μα χτύπησε το στερεωμένο τοίχο,
υ 301γιατί ο Δυσσέας έγειρε την κεφαλή του λίγο
υ 302να το ξεφύγει και πικρά χαμογελούσε εντός του.
υ 303Κατάκρινε ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε·
υ 304«Αυτό όπως ήρθε, Κτήσιππε, καλό δικό σου βγήκε.
υ 305Τον ξένο δεν τον πέτυχες, γιατί έσκυψε μονάχος,
υ 306ειδέ με λάζο μυτερό θα σου άνοιγα τα σπλάχνα.
υ 307Τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμο
υ 308εδώ. Γι' αυτό μην κάνετε στο σπίτι μου αηδίες.
υ 309Γιατί καταλαβαίνω πια και ξέρω να τα κρίνω
υ 310και τα καλά και τα κακά. Μωρό δεν είμαι τώρα.
υ 311Βαστούμε ωστόσο βλέποντας να σφάζουνται τ' αρνιά μας
υ 312και να μας πίνουν το κρασί, να σώνεται τ' αλεύρι.
υ 313Γιατί είναι κάπως δύσκολο πολλούς να διώξει ο ένας.
υ 314Μα ελάτε πια από πάθος σας σκληρά μη μ' αδικείτε.
υ 315Κι αν θέλετε με τ' άπονο μαχαίρι τη ζωή μου
υ 316να πάρτε αυτό το προτιμώ, να πέσω να πεθάνω,
υ 317παρά τις άνομες δουλειές αυτές να βλέπω πάντα,
υ 318να βασανίζετε άπονα τους ξένους, και τις δούλες
υ 319αδιάντροπα να σέρνετε μες στ' όμορφο παλάτι».
υ 320Έτσι είπε κι όλοι απόμειναν χωρίς μιλιά να βγάλουν.
υ 321Και με καιρό ο Αγέλαος, γιος του Δαμάστορα, είπε·
υ 322«Κανείς, αδέρφια, όταν μας πουν το δίκιο ας μη θυμώνει,
υ 323κι έτσι στον άλλο ν' απαντά με θυμωμένα λόγια.
υ 324Μήτε τον ξένο βρίζετε μήτ' άλλον απ' τους δούλους,
υ 325που στο παλάτι βρίσκονται του θεϊκού Δυσσέα.
υ 326Εγώ όμως στον Τηλέμαχο και στη γλυκιά του μάνα
υ 327μια συμβουλή μου θα τους πω, κι αν θέλουν ας ακούσουν.
υ 328Ενόσω ακόμα στης καρδιάς τα βάθη είχατε ελπίδα
υ 329πως θα γυρίσει μια φορά στο σπίτι του ο Δυσσέας,
υ 330δίκιο να τον προσμένετε και τους Μνηστήρες όλους
υ 331μες στο παλάτι να 'χετε, γιατί σας ωφελούσε,
υ 332αν πίσω πάλι ερχόντανε στο σπίτι του ο Δυσσέας.
υ 333Μα τώρα πια φως φανερό πως δεν ξαναγυρίζει.
υ 334Πάνε λοιπόν στη μάνα σου και παρακίνησέ την
υ 335να παντρευτεί τον πιο τρανό που πιο πολλά θα δώσει,
υ 336κι έτσι ήσυχος να χαίρεσαι τα πατρικά αγαθά σου
υ 337και για το σπίτι η μάνα σου του άλλου να νοιάζεται άντρα».
υ 338Κι ο συνετός Τηλέμαχος τ' απάντησε έτσι κι είπε·
υ 339«Να, μα τον Δία, Αγέλαε, μα του πατέρα μου όλα
υ 340τα πάθια, που στην ξενιτιά χάθηκε ή παραδέρνει,
υ 341δε φέρνω εγώ της μάνας μου στο γάμο της εμπόδια,
υ 342μόν' πάντα την παρακινώ να πάρει όποιον θελήσει
υ 343και δώρα δίνω αμέτρητα. Μα το 'χω σε ντροπή μου
να την προστάξω μόνος μου να φύγει απ' το παλάτι,
υ 344αν δεν το θέλει η γνώμη της, θεός να μην το δώσει».
υ 345Έτσι είπε κι η θεά Αθηνά έκαμε τους Μνηστήρες
υ 346απ' την καρδιά τους να γελούν και σκόρπισε το νου τους.
υ 347Τα χείλη δε συμμάζωναν κι όλο χασκογελούσαν
υ 348και ματωμένα κρέατα τρώγανε, κι απ' τα μάτια
υ 349τρέχανε δάκρυα και κακό προμάντευε η ψυχή τους.
υ 350Τότε είπε ο Θεοκλύμενος θεόμορφος στην όψη·
υ 351«Αχ δύστυχο ςτι συμφορά σάς καρτερεί. Σκοτάδι
υ 352κυκλώνει τα κεφάλια σας, τα πρόσωπα, τα πόδια.
υ 353Άναψε ο θρήνος, δάκρυα, να, στα μάγουλά σας τρέχουν
υ 354και τα ωραία μεσόστυλα κι οι τοίχοι στάζουν αίμα,
υ 355Γεμάτο είναι το πρόσπιτο κι όλη η αυλή από ίσκιους
υ 356νεκρών, που μες στ' ανήλιαγο σκοτάδι όλο και τρέχουν.
υ 357Χάθηκε ο ήλιος, πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα».
υ 358Έτσι είπε κι όλοι απ' την καρδιά γελάσανε οι Μνηστήρες.
υ 359Τότε άρχισε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, κι είπε·
υ 360«Ο ξένος πάει, τρελάθηκε που τώρα ήρθε απ' αλάργα.
υ 361Μα ελάτε, κράχτες, βγάλτε τον στην πόρτα όξω απ' το σπίτι
υ 362να πάει στο δρόμο, αφού θαρρεί σκοτάδι εδώ πως βλέπει».
υ 363Πάλε έτσι ο Θεοκλύμενος το λόγο πήρε κι είπε·
υ 364«Δε σου γυρεύω Ευρύμαχε εγώ οδηγούς δικούς σου.
υ 365Έχω τα μάτια μου τα δυο, τ' αυτιά μου και τα πόδια,
υ 366κι ο νους μου στο κεφάλι μου καλοφτιασμένος είναι.
υ 367Με αυτά θα φύγω, γιατί εδώ βλέπω κακό να φτάνει,
υ 368που δε θα το ξεφύγετε κανείς απ' τους Μνηστήρες,
υ 369που όλο τον κόσμο βρίζετε μες στου θεϊκού Δυσσέα
υ 370το σπίτι και του κάνετε αυτές τις ατιμίες».
υ 371Είπε κι απ' το καλόφτιαστο, βγήκε όξω το παλάτι
υ 372και για τον Πείραιο πήγαινε που τον φιλοξενούσε.
υ 373Τότε οι Μνηστήρες κοίταζαν ένας τον άλλο, κι όλοι
υ 374κεντούσαν τον Τηλέμαχο γελώντας για τους ξένους.
υ 375Κι έτσι ένας νιος απότομος το λόγο πήρε κι είπε·
υ 376«Τηλέμαχε, ο πιο άτυχος στους ξένους είσαι απ' όλους.
υ 377Ένας, μα που τον διάλεξες αυτόν το γυρολόγο,
υ 378που τρώει και πίνει αχόρταγα κι από δουλειά δεν ξέρει,
υ 379μήτ' είναι άξιος για πόλεμο, έτσι της γης γομάρι.
υ 380Κι ο άλλος που σηκώθηκε να κάμει τον προφήτη.
υ 381Μόν' άκου εμένα να σου πω και πιο όφελός σου θα 'ναι.
υ 382Τους ξένους σε πολύσκαρμο καράβι να τους βάλεις
υ 383και στείλε τους στους Σικελούς, την τύχη σου να κάμεις».
υ 384Έτσι οι Μνηστήρες έλεγαν, μα αδιαφορούσε εκείνος,
υ 385κι άφωνος τον πατέρα του κοίταζε, καρτερώντας
υ 386πότε τους κακοστόχαστους Μνηστήρες θα χτυπήσει.
υ 387Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του Ικαρίου η κόρη,
υ 388που 'χε βαλμένο αντίκρυ τους το σκαλιστό θρονί της,
υ 389άκουγε τις κουβέντες τους που κάνανε οι Μνηστήρες.
υ 390Με γέλια πήγαν και χαρές το δείπνο τους να φάνε,
υ 391αρχοντικό και πρόσχαρο, που 'χαν πολλά σφαγμένα.
υ 392Μα άλλο τραπέζι πιο άχαρο δε βρέθηκε από κείνο,
υ 393που ετοίμαζε η θεά Αθηνά κι ο άντρας ο γενναίος
υ 394να τους προσφέρουν. Γιατί αυτοί τον αδικούσαν πρώτοι.