Οδύσσεια, ραψωδία ω, μτφρ. Ζήσιμου Σιδέρη

ω 1Κάλεσε τις ψυχές ο Ερμής κοντά του των Μνηστήρων,
ω 2κρατώντας το χρυσό ραβδί, που ανθρώπων, όσους θέλει,
ω 3μαγεύει μάτια ή και ξυπνά πάλε άλλους κοιμισμένους.
ω 4
ω 5Με κείνο τις ξεκίνησε κι αυτές τον ακλουθούσαν
ω 6με τσιριχτά· κι όπως πετούν μες στης σπηλιάς το βάθος 
ω 7οι νυχτερίδες τρίζοντας, όταν καμιά απ' το βράχο
ω 8πέσει κι απ' την αρμάδα της, που δένει η μια την άλλη,
ω 9το ίδιο τρίζανε οι ψυχές καθώς τις οδηγούσε
ω 10να πάνε ο άκακος Ερμής στο μουχλιασμένο δρόμο.
ω 11Πέρασαν τη Λευκόπετρα και του Ωκεανού το ρέμα,
ω 12περνούν του Ήλιου την μπασιά, τη χώρα των ονείρων,
ω 13κι ευτύς σε λίγο φτάσανε στ' ασφοδελό λιβάδι,
ω 14που μένουν όλες οι ψυχές, των πεθαμένων ίσκιοι.
ω 15Και τ' Αχιλλέα την ψυχή και του Πατρόκλου βρήκαν
ω 16και του Αντιλόχου και μαζί του πολεμόχαρου Αία, 
ω 17που ήταν ο πρώτος στο κορμί και στη λεβέντικη όψη
ω 18μέσα στους άλλους Δαναούς μετά απ' τον Αχιλλέα.
ω 19Έτσι συνόδευαν αυτοί τον ξακουστό Αχιλλέα,
ω 20κι ήρθε περίλυπη η ψυχή του βασιλιά Αγαμέμνου
ω 21και γύρω του συνάχτηκαν οι άλλες, που μαζί του 
ω 22πήγαν με θάνατο σκληρό στην κατοικιά του Αιγίστου.
ω 23Πρώτη του μίλησε η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέα·
ω 24«Τ' Ατρέα γιε, σε λέγαμε τον πιο αγαπημένο
ω 25πάντα απ' τους άλλους αρχηγούς, στο βροντορίχτη Δία,
ω 26γιατί όριζες πολύ στρατό, τα πρώτα παλικάρια, 
ω 27στην Τροία, που μας πότισε τους Αχαιούς φαρμάκια.
ω 28Μα πριν της ώρας έμελλες να πας και συ απ' τη μοίρα,
ω 29που όποιος στον κόσμο γεννηθεί θνητός δεν την ξεφεύγει.
ω 30Άμποτε, μέσα στις τιμές της βασιλείας που είχες,
ω 31ο θάνατος να σ' έβρισκε κι η μοίρα σου στην Τροία. 
ω 32Τότε οι Παναχαιοί ψηλό θα σου 'σταιναν μνημούρι
ω 33και πίσω δόξα θ' άφηνες μεγάλη στο παιδί σου.
ω 34Τώρα με θάνατο πικρό να πας ήταν γραφτό σου».
ω 35Τότε έτσι απάντησε η ψυχή του γιου τ' Ατρέα κι είπε·
ω 36«Γιε του Πηλέα καλότυχε, θεόμορφε Αχιλλέα, 
ω 37που αλάργα απ' τ' Άργος χάθηκες στην Τροία και για σένα
ω 38οι πρώτοι πέσανε Αχαιοί τριγύρω σου και Τρώες
ω 39σαν πολεμούσαν κύκλο σου και συ ήσουν ξαπλωμένος
ω 40μακρύς πλατύς στον κουρνιαχτό, δίχως πια νου για αμάξια.
ω 41Και πολεμούσαμε όλοι εκεί όσο βαστούσε η μέρα, 
ω 42κι ο Δίας αν δεν έβρεχε, δε θα 'παυε κι η μάχη.
ω 43Κι απ' τις ριξιές σαν πήραμε το λείψανο στα πλοία,
ω 44σε στρώμα σε ξαπλώσαμε, και τ' όμορφο κορμί σου
ω 45παστρέψαμε με χλιό νερό και λάδι, κι όλοι γύρω
ω 46χύνανε δάκρυα οι Δαναοί κι έκοβαν τα μαλλιά τους. 
ω 47Κι η μάνα σου ήρθε απ' το γιαλό μ' αθάνατες Νεράιδες
ω 48σαν άκουσε την είδηση και μια βουή μεγάλη
ω 49σηκώθηκε στη θάλασσα, που όλους τρεμούλα πήρε.
ω 50Θα 'μπαιναν τότε οι Δαναοί στα βαθουλά καράβια,
ω 51αν δεν τους κράταγε άνθρωπος, πολλών κι αρχαίων γνώστης, 
ω 52ο Νέστορας, που κι από πριν σοφή ήταν η βουλή του,
ω 53Αυτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι είπε·
ω 54«Αργίτες, Αχαιόπουλα, μη φεύγετε, σταθείτε,
ω 55να 'ρθει απ' το κύμα η μάνα του μ' αθάνατες Νεράιδες
ω 56το πεθαμένο της παιδί να το μοιρολογήσει». 
ω 57Κι οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί την άκουσαν και μένουν.
ω 58Γύρω σου οι κόρες στάθηκαν του πελαγίσιου γέρου,
ω 59κι άλιωτα ρούχα σου 'βαλαν και το χαμό σου κλαίγαν.
ω 60Κι οι Μούσες όλες, κι οι εννιά, με τη γλυκιά φωνή τους,
ω 61μοιρολογούσαν, που Αχαιού δεν έμεινε ένα μάτι
ω 62αδάκρυτο. Τέτοιον καημό το μοιρολόι σκορπούσε.
ω 63Μέρες και νύχτες δεκαφτά, χωρίς να πάψει ο θρήνος,
ω 64σε κλαίγαμε, οι αθάνατοι με τους θνητούς ανθρώπους.
ω 65Στις δεκοχτώ σε δώσαμε στις φλόγες και τριγύρω
ω 66αρνιά παχιά σου σφάξαμε και τραχηλάτα βόδια. 
ω 67Και συ στα ρούχα των θεών, στο λάδι και στο μέλι
ω 68καιγόσουν, κι άπειροι Αχαιοί, πεζούρα κι αμαξάδες,
ω 69τ' άρματα ρίχναν στη φωτά να δυναμώσει η φλόγα
ω 70και μια βουή σηκώθηκε κι αλαλαγμός μεγάλος.
ω 71Κι όταν πια σ' έκαψε η φωτιά, τα κόκαλά σου τ' άσπρα 
ω 72συνάξαμε τη χαραυγή και βάλαμε, Αχιλλέα,
ω 73σε λάδι κι άδολο κρασί. Κι ένα χρυσό αμφορέα
ω 74έφερε η μάνα σου, δουλειά του ξακουσμένου Ηφαίστου,
ω 75κι έλεγε απ' το Διόνυσο πως χάρισμα τον είχε
ω 76Εκεί, Αχιλλέα, βάλαμε τα κόκαλά σου τ' άσπρα.
ω 77με του Πατρόκλου ανάμιχτα, που 'χε από πριν πεθάνει,
ω 78και του Αντιλόχου χωριστά, που απ' όλους τους συντρόφους
ω 79- ο Πάτροκλος σαν πέθανε - ξεχωριστά αγαπούσες.
ω 80Κι ολόγυρά τους έπειτα ψηλό μεγάλο τάφο
ω 81σηκώσαμε όλος ο στρατός των μαχητών Ελλήνων 
ω 82στον απλωτόν Ελλήσποντο, σε μιας κορφής την άκρη,
ω 83να φαίνεται απ' το πέλαγο και να τον βλέπουν όλοι,
ω 84όσοι στον κόσμο τώρα ζουν κι όσοι ξοπίσω θα 'ρθουν.
ω 85Κι απ' τους θεούς η μάνα σου πεντάμορφα βραβεία
ω 86ζήτησε και μας έβαλε στων Αχαιών τους πρώτους. 
ω 87Πολλές φορές θα σου 'τυχε να ιδείς ταφές ηρώων,
ω 88όταν μεγάλος βασιλιάς καμιά βολά πεθάνει,
ω 89που βγαίνουν στον αγώνα οι νιοι να πάρουν τα βραβεία.
ω 90Μα εκείνα ανίσως τα 'βλεπες, θα σάστιζε έτσι ο νους σου,
ω 91πόβαλε η αργυρόποδη θεά για σένα η Θέτη, 
ω 92γιατί ήσουν στους μακαριστούς θεούς αγαπημένος.
ω 93Κι αν πέθανες, δε χάθηκε στον κόσμο τ' όνομά σου,
ω 94μα θα 'ναι αιώνια η δόξα σου σ' όλη τη γη Αχιλλέα.
ω 95Εγώ όμως απ' τον πόλεμο ποιο τ' όφελος που βρήκα;
ω 96Θάνατο μου 'γραψε πικρό στο γυρισμό μου ο Δίας, 
ω 97να σκοτωθώ απ' τον Αίγιστο κι απ' την κακή γυναίκα».
ω 98Κι εκεί που τέτοια λέγανε μιλώντας μεταξύ τους,
ω 99έφτασε κι ο Αργοφονιάς φέρνοντας των Μνηστήρων
ω 100στον κάτω κόσμο τις ψυχές, που σκότωσε ο Δυσσέας,
ω 101Κι όπως τους είδαν σάστισαν κι ευτύς κοντά τους πήγαν. 
ω 102Γνώρισε αμέσως η ψυχή του βασιλιά Αγαμέμνου
ω 103του Μελανέα το παιδί, τον ξακουστό Αμφιμέδο,
ω 104γιατί τον φιλοξένησε στο σπίτι του στο Θιάκι.
ω 105Πρώτη του μίλησε η ψυχή του γιου τ' Ατρέα κι είπε·
ω 106«Ποια συμφορά σας έφερε στη μαύρη γη, Αμφιμέδο,
ω 107έτσι όλους συνομήλικους και διαλεχτούς λεβέντες;
ω 108Στην πόλη άλλο δε θα 'βρισκες τέτοιο λογάδι ηρώων.
ω 109Μη στα καράβια ο Σαλευτής σας χάλασε του κόσμου,
ω 110κακό βοριά σηκώνοντας και κύματα αφρισμένα;
ω 111Μη στη στεριά σας χάλασαν οχτροί που αρνιά και βόδια
ω 112τους πήρατε; Μην πέσατε την ώρα που το κάστρο
ω 113και τις γυναίκες από σας να σώσουν πολεμούσαν;
ω 114Πες μου γι' αυτό που σε ρωτώ. Για φίλος σου παινιέμαι.
ω 115Ή δε θυμάσαι μια φορά στο σπίτι σου πως ήρθα
ω 116να πάρω με τ' ανάφρυδα καράβια το Δυσσέα 
ω 117μαζί με τον οπλαρχηγό Μενέλαο για την Τροία;
ω 118Σκίσαμε τ' αφροπέλαγο σ' ολόκληρο ένα μήνα,
ω 119αφού με κόπο αλλάξαμε τη γνώμη του Δυσσέα».
ω 120Πάλε έτσι απάντησε η ψυχή του ξακουστού Αμφιμέδου·
ω 121«Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, 
ω 122κι εγώ όλα τα θυμούμαι αυτά, θεόθρεφτε, όπως τα 'πες.
ω 123Τώρα να μάθεις θα σου πω, χωρίς να τα σκεπάσω,
ω 124το θλιβερό το τέλος μας πώς ήταν. Του Δυσσέα,
ω 125πόλειπε αλάργα, θέλαμε να πάρουμε το ταίρι,
ω 126και κείνη μήτε αρνιόντανε, μήτ' έκανε το γάμο 
ω 127κι ένα μονάχα κοίταζε πώς να 'βρει το χαμό μας.
ω 128Κι ακόμα αυτό το τέχνασμα σοφίστηκε μες στ' άλλο.
ω 129Τον αργαλειό της έστησε στον πύργο της να 'φάνει
ω 130διπλό, ψιλόδιαστο πανί κι έτσι άξαφνα μας είπε·
ω 131«Αφού πια πέθανε, παιδιά, ο θεϊκός Δυσσέας, 
ω 132έχετε λίγη υπομονή κι ας βιάζεσθε για γάμο,
ω 133όσο να 'φάνω το πανί, να μη μου παν χαμένα
ω 134τα νήματα, ένα σάβανο να κάμω του Λαέρτη,
ω 135όταν τον βρει του αξύπνητου θανάτου η μαύρη μοίρα,
ω 136μη με κατηγορήσουνε μια μέρα οι Θιακοπούλες 
ω 137πως πήγε δίχως σάβανα, κι ας είχε βιος χιλιάδες».
ω 138Έτσι είπε κι αποκοίμισε την άφοβη καρδιά μας.
ω 139Κι έφαινε τότε το πανί τ' ατέλειωτο όλη μέρα
ω 140και με το φως δουλεύοντας το ξήλωνε τη νύχτα.
ω 141Τρεις χρόνους έτσι κέρδισε να μας γελά με απάτη· 
ω 142Κι ο τέταρτος σαν έφτασε με των καιρών το διάβα
ω 143(κι οι μήνες όλο πέρναγαν και πλήθαιναν οι μέρες)
ω 144μια δούλα το μαρτύρησε, που μόνη τα 'ξερε όλα,
ω 145και το πανί την πιάσαμε τ' όμορφο να ξηλώνει.
ω 146Τότε, ήθελε δεν ήθελε, τ' απόσωσε εξ ανάγκης. 
ω 147Στον αργαλειό σαν το 'φανε και το 'βγαλε πλυμένο
ω 148στο φως της μέρας, πόλαμπε σαν ήλιος, σα φεγγάρι,
ω 149τότε από κάπου το θεϊκό Δυσσέα κακή μοίρα
ω 150φέρνει σε μια άκρη ξοχική πόμενε ο χοιροτρόφος.
ω 151Έφτασε απ' την αμμουδερή την Πύλο εκεί κι ο γιος του 
ω 152ο συνετός Τηλέμαχος μ' ένα καράβι μαύρο,
ω 153κι αφού το χάρο πλέξανε κι οι δυο τους των Μνηστήρων,
ω 154ήρθε ο Τηλέμαχος μπροστά και πίσω του ο Δυσσέας
ω 155στην πόλη, κι ο χοιροβοσκός τον έφερνε παρόμοιο
ω 156με γέρο δύστυχο φτωχό ντυμένο με κουρέλια. 
ω 157(Ρούχα λερά στο σώμα του, και στο ραβδί ακουμπούσε).
ω 158Κανείς μας δεν τον γνώρισε πως ήταν ο Δυσσέας,
ω 159έτσι άξαφνα όπως φάνηκε, μήτε κι οι γέροι ακόμα,
ω 160μόν' του πετούσαμε βρισιές, του δώσαμε και ξύλο,
ω 161κι αυτός μ' υπόμονη καρδιά βαστούσε να υποφέρνει 
ω 162τους χτύπους και τις προσβολές μες στο δικό του σπίτι.
ω 163
ω 164Κι ο νους αφού τον φώτισε του ασπιδοφόρου Δία
ω 165πήρε με τον Τηλέμαχο τ' άρματα του πολέμου
ω 166και στο κελάρι τα 'βαλε και κλείδωσε τις πόρτες.
ω 167Τότε έσπρωξε με πονηριά το λατρευτό του ταίρι 
ω 168να βάλει σίδερο ψαρί κι αλύγιστο δοξάρι
ω 169βραβείο και του φόνου αρχή στους άμοιρους Μνηστήρες.
ω 170Τότε κανείς δεν μπόρεσε την κόρδα να τεντώσει
ω 171του δοξαριού, γιατί ήθελε δύναμη κι άλλη ακόμα.
ω 172Σαν έπεσε με τη σειρά στα χέρια του Δυσσέα, 
ω 173φωνάζαμε όλη, με βουή σ' αυτόν να μην το δώσουν,
ω 174μ' όσα πολλά κι αν έλεγε. Κι απ' όλους μόνο ο γιος του
ω 175πρόσταζε στον πατέρα του να δώσουν το δοξάρι.
ω 176Και σαν το πήρε ο θεϊκός πολύπαθος Δυσσέας
ω 177την κόρδα τέντωσε εύκολα και πέρασε η σαΐτα 
ω 178τα σίδερα. Και τότε ορθός απάνου στο κατώφλι
ω 179πετούσε τις σαΐτες του, άγρια τηρώντας γύρω,
ω 180και τον Αντίνο χτύπησε. Έπειτα σ' όλους πάλε
ω 181έριχνε κι έπεφταν σωρός μπροστά του οι σκοτωμένοι.
ω 182Γιατί το ξέραμε βοηθό κάποιο θεό πως είχε. 
ω 183Στα δώματα όλοι τρέχανε από κακή τους γνώμη
ω 184κι εδώ κι εκεί τους θέριζε, κι αυτοί βαριά βογκώντας
ω 185έπεφταν κάτω κι έβαφε το αίμα τους το χώμα.
ω 186Έτσι Αγαμέμνο, πέσαμε. Κι άθαφτο, ακόμα ως τώρα
ω 187τα λείψανά μας κείτονται στο σπίτι του Δυσσέα. 
ω 188Γιατί δεν πήγε η είδηση στο σπίτι, στους δικούς μας,
ω 189το μαύρο αίμα απ' τις πληγές να πλύνουν και στο στρώμα,
ω 190να μας θρηνήσουν, που 'ναι αυτό στους πεθαμένους χρέος».
ω 191Τότε έτσι μίλησε η ψυχή του γιου τ' Ατρέα κι είπε·
ω 192«Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, 
ω 193γυναίκα αλήθεια απόχτησες μ' ασύγκριτες τις χάρες.
ω 194Πόσο η καρδιά στα στήθια της πιστή της Πηνελόπης,
ω 195και πόσο πάντα αξέχαστο τον άντρα της κρατούσε.
ω 196Αθάνατο απ' τις χάρες της θα μείνει τ' όνομά της,
ω 197και θα την κάμουν οι θεοί τραγούδι αγαπημένο 
ω 198στο κόσμο, για τη φρόνιμη να λέει την Πηνελόπη.
ω 199Εκείνη, αχ, δεν κακούργησε, ως του Τυνδάρου η κόρη,
ω 200που σκότωσε τον άντρα της και μισητό τραγούδι
ω 201θα της ταιριάσουν, κι άφησε στων θηλυκών το γένος
ω 202φήμη κακή, που να μισούν και τις καλές ακόμα». 
ω 203Τέτοιες κουβέντες έκαναν μιλώντας μεταξύ τους
ω 204στον Άδη, όπως στεκόντανε κάτου στης γης τα βάθη·
ω 205Κι εκείνοι, αφού κατέβηκαν όξω απ' την πόλη, πήγαν
ω 206σε λίγο στο πολύκαρπο χωράφι του Λαέρτη,
ω 207που μόνος του τ' απόχτησε μ' ίδρο πολύ και κόπο
ω 208Εκεί είχε και το σπίτι του κι ολόγυρα καλύβες
ω 209που κάθονταν οι δούλοι του κι έτρωγαν και κοιμούνταν,
ω 210δούλοι πιστοί, που του 'καναν τη γνώμη στις δουλειές του.
ω 211Κι είχε μια Σικελιώτισσα γριά στο ξοχικό του,
ω 212εκεί που ζούσε απόμερος, και τον γεροκομούσε. 
ω 213Τότε ο Δυσσέας πρόσταξε τους δούλους και το γιο του·
ω 214«Σεις τώρα στο καλόχτιστο καλύβι μπείτε μέσα,
ω 215και σφάχτε ευτύς ένα θρεφτό, το πιο καλό, να φάμε.
ω 216Εγώ όμως τον πατέρα μου θα δοκιμάσω πρώτα,
ω 217αν θα γνωρίσει, όταν με ιδούν τα μάτια του, το γιο του, 
ω 218ή χρόνια αφού μας χώρισαν, δε θα μ' αναγνωρίσει».
ω 219Έτσι είπε κι έδωσε έπειτα στους δούλους τ' άρματά του
ω 220κι εκείνοι αμέσως μπήκανε στο σπίτι, κι ο Δυσσέας
ω 221για το σκοπό του σίμωσε στον καρπερό τον κήπο.
ω 222Κι όπως κατέβη στις φυτειές δε βρήκε το Δολίο, 
ω 223μήτε άλλον απ' τους δούλους του, μήτε κανένα γιο του,
ω 224γιατί είχαν φύγει από νωρίς χαλίκια να συνάξουν,
ω 225να χτίσουν φράχτες στις φυτιές μαζί με το Δολίο.
ω 226Μα βρήκε τον πατέρα του μονάχο να σκαλίζει
ω 227ένα δεντράκι στη φυτιά την ομορφοστρωμένη. 
ω 228Ρούχα φορούσε φτωχικά, λερά, κακοραμμένα,
ω 229και στα καλάμια από πετσί βοδιού ραφτά τουσλούκια,
ω 230να μην τον βλάφτουν τα κλαδιά, και για τα βάτια χέρες.
ω 231Κι απάνου στο κεφάλι του γιδίσιο κράνος είχε,
ω 232να μεγαλώνει η λύπη του. Κι όπως τον είδε εμπρός του 
ω 233να σβήνει απ' τα γεράματα, να τον μαραίνει η λύπη,
ω 234στάθηκε, δάκρυα χύνοντας, σε μια απιδιά από κάτου.
ω 235Κι εκεί στο νου του ανάδευε και στης καρδιάς τα βάθη
ω 236να τρέξει στον πατέρα του να τον γλυκοφιλήσει
ω 237και να του πει πως έφτασε στην ποθητή πατρίδα, 
ω 238ή να του κάμει ρώτημα για να τον δοκιμάσει.
ω 239Κι εκεί που συλλογίζονταν καλύτερό του βρήκε
ω 240πρώτα με λόγια αγγιχτικά να πάει να τον πειράξει.
ω 241Με αυτή τη σκέψη σίμωσε κοντά ο θεϊκός Δυσσέας.
ω 242Ένα δεντράκι σκάλιζε σκυμμένος ο Λαέρτης 
ω 243κι αφού κοντά του σίμωσε του 'πε ο λεβέντης γιος του·
ω 244«Ε, γέρο, βλέπω τη φυτιά πως ξέρεις να φροντίζεις
ω 245κι όλα καλά τα νοιάζεσαι, μήτε έχει ένα δεντράκι,
ω 246μήτε συκιά, μήτε αχλαδιά, πρασιά κι ελιά και κλήμα,
ω 247που να 'ναι απεριποίητο σ' όλο τον κήπο μέσα. 
ω 248Κι ένα άλλο τώρα θα σου πω, να μη θυμώσεις όμως.
ω 249Μονάχα εσύ είσαι ακοίταχτος και στα γεράματά σου
ω 250τέτοια φορείς παλιόρουχα κι είσαι λερός ο ίδιος.
ω 251Δε σ' αμελά ο αφέντης σου, γιατί καλά δουλεύεις
ω 252μήτε έχεις, αν σε ιδεί κανείς στ' ανάστημα, στην όψη, 
ω 253απάνω σου το δουλικό. Για βασιλιάς λες μοιάζεις
ω 254όταν λουστεί και φάει ψωμί και σε απαλό κρεβάτι
ω 255πάει να πλαγιάσει, που όλα αυτά ταιριάζουν για τους γέρους.
ω 256Μόν' έλα πες μου τώρα αυτό και την αλήθεια μίλα.
ω 257Ποιων είσαι δούλος και σε ποιου τα χτήματα δουλεύεις; 
ω 258Και τούτο ξήγα μου σωστά, καλά να καταλάβω,
ω 259εδώ το Θιάκι αν είναι αυτό που φτάσαμε, όπως μου 'πε
ω 260κάποιος που σαν ερχόμουνα μ' απάντησε στο δρόμο,
ω 261όχι έξυπνος τόσο πολύ, αφού δεν είχε θάρρος
ω 262να πει ή ν' ακούσει κάθε τι γι' αυτά που τον ρωτούσα, 
ω 263ο φίλος μου τι γίνεται, αν στη ζωή είναι ακόμα,
ω 264ή πέθανε και βρίσκεται μες στ' Άδη τα λημέρια.
ω 265Κι ένα άλλο τώρα θα σου πω και πρόσεξε ν' ακούσεις.
ω 266Άνθρωπο φιλοξένησα μια μέρα στην πατρίδα,
ω 267στο σπίτι μας, που άλλος κανείς απ' όσους ξένους είδα 
ω 268δεν ήρθε τόσο αγαπητός στο πατρικό μου σπίτι.
ω 269Παινεύονταν το γένος του πως ήταν απ' το Θιάκι
ω 270και το Λαέρτη μου 'λεγε πατέρα του πως είχε.
ω 271Τον πήρα εγώ στο σπίτι μου και τον φιλοξενούσα
ω 272κι ήταν απ' όλα τα καλά το σπίτι μου γεμάτο, 
ω 273και ταιριασμένα του 'δωσα φιλοξενίας δώρα.
ω 274Εφτά κομμάτια μάλαμα του 'δωσα δουλεμένο
ω 275κι ένα κροντήρι ολάργυρο με τέχνη σκαλισμένο,
ω 276Χλαμύδες δώδεκα μονές και δώδεκα αντρομίδες,
ω 277τόσες φλοκάτες όμορφες, χιτώνες άλλους τόσους, 
ω 278χώρια γυναίκες τέσσερεις στον αργαλειό τεχνίτρες,
ω 279πεντάμορφες που μόνος του τις διάλεξε και πήρε».
ω 280Κι απάντησε ο πατέρας του με δάκρυα κι έτσι του' πε˙
ω 281«Ο τόπος είναι, ξένε, αυτός που ρώτησες να μάθεις
ω 282και τον κατέχουν άνθρωποι κακοί και διαστρεμμένοι. 
ω 283Τα δώρα που του χάρισες όλα χαμένα πήγαν,
ω 284κι εδώ αν εκείνον ζωντανό τον έβρισκες στο Θιάκι,
ω 285δώρα θα σου 'δινε κι αυτός και θα σε προβοδούσε
ω 286μ' αγάπη, ως είναι το σωστό σ' όποιον αρχίσει πρώτος.
ω 287Μόν' έλα πες μου τώρα αυτό και την αλήθεια μίλα. 
ω 288Σαν πόσα χρόνια πέρασαν αφότου πλανεμένο
ω 289κοντά σου φιλοξένησες το δύστυχο παιδί μου.
ω 290Σαν ήταν τότε στη ζωή, που αλάργα από πατρίδα
ω 291κι από δικούς, στη θάλασσα τον έφαγαν τα ψάρια,
ω 292ή στη στεριά τον έσκισαν θεριά με τα κοράκια. 
ω 293Κι η μάνα που τον γέννησε κι ο έρμος του ο πατέρας
ω 294δε στόλισαν το στρώμα του να τον μοιρολογήσουν.
ω 295Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη, το λατρευτό του ταίρι,
ω 296ως του 'πρεπε δεν έκλαψε τον άντρα της στο στρώμα,
μήτε τα μάτια του 'κλεισε που στους νεκρούς ταιριάζει. 
ω 297Και τούτο ξήγα μου σωστά, καλά να καταλάβω.
ω 298Ποιος είσαι; Ποιος ο τόπος σου; Πώς λέγονται οι γονιοί σου;
ω 299Πού το καράβι στάθηκε που σ' έφερε με ναύτες;
ω 300Ή μήπως έρχεσαι έμπορος με ξένο εδώ καράβι
ω 301κι οι ναύτες αφού σ' έβγαλαν γύρισαν πίσω πάλε;» 
ω 302Κι απάντησε ο πολύσοφος Δυσσέας κι έτσι του' πε·
ω 304«Εγώ είμαι απ' τον Αλύβαντα κι από μεγάλο σπίτι,
ω 305του άρχοντα Αφείδαντα παιδί κι Επήριτο με λένε.
ω 306 Άθελα η μοίρα μ' έφερε εδώ απ' τη Σικανία.
ω 307Μακριά απ' την πόλη το γοργό καράβι σύραμε όξω. 
ω 308Ο πέμπτος χρόνος έκλεισε αφότου κι ο Δυσσέας
ω 309πέρασε απ' την πατρίδα μου. Καλότυχα στον έρμο
ω 310δεξιά φανήκαν τα πουλιά σαν ήτανε να φύγει
ω 311κι έφυγε εκείνος με χαρά. Κι είχαμε ελπίδα πάλε
ω 312-4να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευτούμε δώρα». 
ω 315Είπε, κι εκείνον καταχνιά σκεπάζει μαύρη λύπης,
ω 316και χώμα αρπάζει με τις δυο τις χούφτες και το ρίχνει,
ω 317αναστενάζοντας βαριά, στην άσπρη κεφαλή του.
ω 318Και του Δυσσέα φούσκωνε το στήθος κι απ' τη μύτη
ω 319τόνος πικρός του ξέσπαζε σαν είδε το γονιό του. 
ω 320Χυμάει και τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του 'πε·
ω 321«Ο ίδιος είμαι ο γιος σου εγώ, που λαχταράς πατέρα,
ω 322κι έφτασα στην πατρίδα μας τον εικοστό πια χρόνο.
ω 323Μόν' κράτα πια τα κλάματα και τον πικρό τον θρήνο,
ω 324ν' ακούσεις κάτι που θα πω. Γιατί μας βιάζει η ανάγκη. 
ω 325Σκότωσα στο παλάτι μας τους άναντρους Μνηστήρες
ω 326και τις ζημιές ξεράσανε και τ' άνομά τους έργα».
ω 327Τότε έτσι πάλε απάντησε κι είπε ο γέρο Λαέρτης·
ω 328«Αν ο Δυσσέας, είσαι συ, αλήθεια, το παιδί μου,
ω 329πες μου σημάδια φανερά κι εγώ να το πιστέψω». 
ω 330Τότε έτσι κι ο πολύσοφος τ' απάντησε ο Δυσσέας·
ω 331«Κοίταξε πρώτα την πληγή που με το δόντι τ' άσπρο
ω 332μου 'καμε ο κάπρος μια φορά στον Παρνασσό όταν πήγα.
ω 333Ο ίδιος τότε μ' έστειλες κι η σεβαστή μου η μάνα
ω 334να τρέξω στον πατέρα της Αυτόλυκο, να πάρω 
ω 335τα δώρα του, όσα μου 'ταξε στο σπίτι μας σαν ήρθε.
ω 336Κι ακόμα στάσου να σου πω του περβολιού τα δέντρα,
ω 337που μια φορά μου χάρισες κι εγώ σου τα ζητούσα
ω 338μικρό παιδάκι πίσω σου στον κήπο ακολουθώντας.
ω 339Ανάμεσα περνούσαμε και συ μου τα μετρούσες. 
ω 340Μου 'δωσες δώδεκα αχλαδιές, συκιές μαζί σαράντα,
ω 341δέκα μηλιές και μου' λεγες κλήματα να μου δώσεις
ω 342όργους πενήντα με λογής σταφύλια φορτωμένους,
ω 343όταν ερχόντανε ο καιρός που θα καρποφορούσαν».
ω 344
ω 345Είπε κι εκείνου λύθηκαν τα πόδια κι η καρδιά του, 
ω 346που γνώρισε τ' αλάθευτα σημάδια όπως του τα 'πε
ω 347και το παιδί του αγκάλιασε και λιγοθυμισμένον
ω 348τον έσφιγγε ο πολύπαθος στα στήθια του ο Δυσσέας.
ω 349Σαν πήρε ανάσα κι η καρδιά συνήρθε του Λαέρτη
ω 350πάλε άνοιξε το στόμα του, κι έτσι είπε με δυο λόγια· 
ω 351«Αχ, έχει ακόμα Δία μου, θεούς μες στα ουράνια
ω 352αν οι Μνηστήρες πλέρωσαν τα κακουργήματά τους.
ω 353Τώρα ένας φόβος με κρατεί εδώ να μην πλακώσουν
ω 354όλο το πλήθος των Θιακών κι είδηση να μη στείλουν
ω 355στων Κεφαλλήνων τα χωριά βοήθεια να ζητήσουν». 
ω 356Κι απάντησε ο πολύσοφος Δυσσέας κι έτσι του' πε˙
ω 357«Θάρρος, κι αυτά που σκέπτεσαι στο νου σου μην τα βάζεις.
ω 358Στο σπίτι τώρα ας τρέξουμε που' ναι κοντά στον κήπο.
ω 359Εκεί είπα στον Τηλέμαχο τραπέζι να ετοιμάσει
ω 360μαζί με το χοιροβοσκό και το βοϊδοφυλάχτη». 
ω 361Έτσι είπε και ξεκίνησαν για τ' όμορφο το σπίτι·
ω 362Και στ' ομορφοκατοίκητο σαν ήρθανε το σπίτι
ω 363βρήκανε τον Τηλέμαχο, τον Εύμαιο, το βουκόλο,
ω 364ψητό να κόβουν και κρασί να βάζουν στα ποτήρια.
ω 365Κι η Σικελιώτισσα η γριά τον ξακουστό Λαέρτη 
ω 366έλουσε τότε στο λουτρό, τον έτριψε με λάδι
ω 367κι όμορφη απάνου του 'βαλε χλαμύδα. Κι η Παλλάδα
ω 368ήρθε και του ξανάνιωσε του βασιλιά τα μέλη,
ω 369και πιο ψηλό τον έκαμε και πιο παχύς να δείχνει·
ω 370Έπειτα βγήκε απ' το λουτρό και θάμαζε ο Δυσσέας 
ω 371να βλέπει τον πατέρα του μ' αθάνατο παρόμοιο,
ω 372κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησε και του 'πε·
ω 373«Κάποιοι, πατέρα, απ' τους θεούς απάνω τους ουράνιους
ω 374σ' έκαμε πιο ομορφότερο στ' ανάστημα, στην όψη».
ω 375Τότε έτσι απάντησε σ' αυτόν ο συνετός Λαέρτης˙ 
ω 376«Δία πατέρα, κι Αθηνά κι Απόλλο μου, είθε να 'μουν
ω 377σαν τον καιρό που πάτησα, το Νήριτο το κάστρο,
ω 378των Κεφαλλήνων αρχηγός, σ' άκρη γιαλού χτισμένο.
ω 379Τέτοιος ψες να 'μουν σπίτι μας, φορώντας τ' άρματά μου
ω 380να στέκω ορθός να πολεμώ τους άναντρους Μνηστήρες, 
ω 381πολλούς θα ξάπλωνα στη γης που να χαρεί η καρδιά σου».
ω 382
ω 383Τέτοιες κουβέντες έκαναν μιλώντας μεταξύ τους.
ω 384Και τις δουλειές σαν τέλεψαν κι ετοίμασαν τραπέζι,
ω 385αράδα πήγαν στα θρονιά και στα σκαμνιά να κάτσουν.
ω 386Και στο φαγί σαν άπλωναν, ήρθε ο γέρο Δολίος 
ω 387μαζί κι οι γιοι του, από δουλειά και κόπο κουρασμένοι,
ω 388που πήγε η Σικελιώτισσα γριά να τους φωνάξει,
ω 389η μάνα που τους έτρεφε και του γεροκομούσε
ω 390σαν ήρθαν τα γεράματα, το γέρο τους πατέρα.
ω 391Μέσα τους σάστισε η καρδιά σαν είδαν το Δυσσέα 
ω 392και ξιπασμένοι στάθηκαν στο σπίτι. Κι ο Δυσσέας
ω 393με δυο του λόγια μαλακά γυρίζει και τους κάνει·
ω 394«Καθίστε, γέρο, στο φαγί, κι αφήστε τη ντροπή σας.
ω 395Απ' ώρα θέλαμε ψωμί ν' αρχίσουμε να τρώμε,
ω 396μα πάντα καρτερούσαμε και σας εδώ να 'ρθείτε». 
ω 397Είπε και τρέχει ανοίγοντας την αγκαλιά ο Δολίος
ω 398κι έπιασε και του φίλησε το χέρι του Δυσσέα
ω 399κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησε και του 'πε·
ω 400«Μας ήρθες, πολυπόθητε και χιλιαγαπημένε,
ω 401ανέλπιστά μας, κι οι θεοί σε φέρανε οι ουράνιοι, 
ω 402Γεια σου χαρά σου κι οι θεοί κάθε καλό ας σου δώσουν.
ω 403Και τούτο ξήγα μου σωστά, καλά να καταλάβω,
ω 404η Πηνελόπη, αν έμαθε την είδηση πως ήρθες,
ω 405ή κάποιον να της στείλω ευτύς να της το παραγγείλω».
ω 406Κι απάντησε ο πολύσοφος Δυσσέας κι έτσι του 'πε· 
ω 407«Το 'μαθε τώρα, γέρο μου. Γι' αυτό πια μη φροντίσεις».
ω 408Είπε, κι εκείνος κάθισε στο κάθισμά του πάλε.
ω 409Και του Δολίου τα παιδιά, τον ξακουστό Δυσσέα
ω 410πήγαν, τον καλωσόρισαν και του 'σφιγγαν τα χέρια
ω 411και στον πατέρα τους κοντά καθίσανε όλοι αράδα. 
ω 412Κι ενόσω αυτοί καθόντανε στο σπίτι και δειπνούσαν,
ω 413στην πόλη αμέσως έτρεξε γοργή μηνύτρα η Φήμη,
ω 414την είδηση για τη σφαγή να φέρει των μνηστήρων.
ω 415Κι έτρεχαν άλλος, απ' αλλού με κλάματα, με θρήνους,
ω 416σαν άκουσαν την είδηση, μπρος στου Δυσσέα το σπίτι. 
ω 417Παίρνουν να θάψουν τους νεκρούς, καθένας το δικό του,
ω 418και κείνους που ήτανε απ' αλλού τους έβαλαν στα πλοία
ω 419κι οι ναύτες στην πατρίδα τους τους πήγαν να τους θάψουν.
ω 420Πήγαν κι αυτοί στη σύνοδο με σπλάχνα ματωμένα.
ω 421Κι όταν συνάχτηκε ο λαός και μαζωχτήκανε όλοι, 
ω 422απάνου ορθός σηκώθηκε και μίλησε ο Ευπείθης,
ω 423πόκλαιγε μ' άσβηστο καημό το γιο του τον Αντίνο,
ω 424που πρώτο του τον σκότωσε ο ξακουστός Δυσσέας.
ω 425Για κείνον δάκρυα χύνοντας πήρε το λόγο κι είπε˙
ω 426«Αδέρφια, αυτός ο άνθρωπος κατάστρεψε τον τόπο. 
ω 427Όλο που πήρε το στρατό, χιλιάδες παλικάρια,
ω 428τον έχασε, και τα γοργά καράβια παν κι εκείνα,
ω 429κι εδώ όταν ήρθε σκότωσε των Αχαιών τους πρώτους.
ω 430Μα ελάτε πριν να φύγει αυτός τρεχάτος για την Πύλο
ω 431ή για την πλούσια Ήλιδα, που οι Επειγοί ορίζουν, 
ω 432να του ριχτούμε. Έτσι, άτιμοι θα μείνουμε για πάντα.
ω 433Γιατί στον κόσμο μια ντροπή θα 'ναι, όσοι κι αν τ' ακούσουν,
ω 434που τους φονιάδες αδερφών, φονιάδες των παιδιών μας,
ω 435απλέρωτους αφήσαμε. Καλύτερα ας μη ζήσω,
ω 436κι αυτή την ώρα ο θάνατος ας έρθει να με πάρει. 
ω 437Μα ελάτε εμπρός, μήπως αυτοί προκάμουν να περάσουν».
ω 438Έτσι είπε, δάκρυα χύνοντας, και συμπονέσανε όλοι.
ω 439Τότε ήρθε κι ο τραγουδιστής κι ο Μέδοντας μαζί του,
ω 440σαν ξυπνούσαν, απ' του θεϊκού Δυσσέα το παλάτι,
ω 441κι όπως στη μέση στάθηκαν τους είδαν κι απορούσαν. 
ω 442Κι εκεί τους είπε ο Μέδοντας με τη σοφή του γνώμη
ω 443«Ακούστε να σας πω, Θιακοί. Χωρίς των αθανάτων
ω 444τη θέληση δεν τα 'καμε τα έργα αυτά ο Δυσσέας.
ω 445Ο ίδιος είδα το θεό κοντά του τον ουράνιο
ω 446να στέκει, με το Μέντορα στο κάθε τι παρόμοιο. 
ω 447Και πότε θάρρος έβγαινε να δώσει του Δυσσέα,
ω 448πότε έτρεχε και σάστιζε στο σπίτι τους Μνηστήρες
ω 449και κάτου πέφτανε σωρός ένας στον άλλο απάνου».
ω 450Έτσι είπε κι όλοι πράσινοι γενήκανε απ' τον τρόμο.
ω 451Τότε είπε ο γιος του Μάστορα ο γερο-Αλιθέρσης
ω 452που απ' όλους μόνος άξιζε να βλέπει, εμπρός και πίσω.
ω 453Αυτός με λόγια γνωστικά το λόγο πήρε κι είπε·
ω 454«Δώστε, Θιακοί, μια προσοχή σ' ό,τι έχω να μιλήσω.
ω 455Αυτές γενήκανε οι δουλειές από δικό σας σφάλμα.
ω 456Τού κάκου εγώ κι ο Μέντορας, με γνώση προικισμένος, 
ω 457φωνάζαμε απ' τις τρέλες τους να πάψτε πια τους γιους σας,
ω 458που κάνανε άνομες δουλειές, να τρων μεγάλου ανθρώπου
ω 459το βιος και τη γυναίκα του να θέλουν ν' ατιμάσουν,
ω 460γιατί όλοι στην πατρίδα του θαρρούσαν πως δε θα 'ρθει.
ω 461Και τώρα πώς να κάμετε τη συμβουλή μου ακούστε.
ω 462Μην πάμε, γιατί μόνοι μας το χάρο μας θα βρούμε».
ω 463Είπε, κι αυτοί πετάχτηκαν μ' αλαλαγμό μεγάλο
ω 464απ' τους μισούς οι πιο πολλοί, οι άλλοι μείνανε όλοι
ω 465που ο λόγος του δεν άρεσε κι άκουγε τον Ευπείθη.
ω 466Και τρέχουν τότε στη στιγμή και βάζουν τ' άρματά τους. 
ω 467Κι έπειτα σαν οπλίστηκαν το θαμπωτό χαλκό τους,
ω 468όλοι συνάχτηκαν μπροστά στην απλωτή την πόλη
ω 469κι απ' τη λωλάδα του αρχηγός μπήκε ο Ευπείθης σ' όλους,
ω 470που νόμιζε πως τη σφαγή θα εκδικηθεί του γιου του,
ω 471όμως δεν του' τανε γραφτό πίσω πια να γυρίσει. 
ω 472Τότε είπε κι η θεά Αθηνά στο γιο του Κρόνου Δία·
ω 473«Πατέρα μας, του Κρόνου γιε, των αθανάτων πρώτε
ω 474πες μου γι' αυτό που σε ρωτώ. Τι κρύβεις μες στο νου σου;
ω 475Θ' ανάψεις άγριο πόλεμο και μάχες ξανά πάλε,
ω 476ή να τους βάλεις μελετάς αγάπη ανάμεσά τους;» 
ω 477Κι ο Δίας της απάντησε ο συγνεφοσυνάχτης·
ω 478«Γι' αυτά, παιδί μου, τι ρωτάς και με συχνοξετάζεις;
ω 479μονάχη δεν την έκαμες τη σκέψη αυτή στο νου σου,
ω 480πως ο Δυσσέας σαν ερθεί να τους πλερώσει εκείνους;
ω 481Κάμε όπως θέλεις. Θα σου πω κι εγώ το τι ταιριάζει. 
ω 482Αφού πια σκότωσε ο θεϊκός Δυσσέας τους Μνηστήρες,
ω 483ας ορκιστούν οι άλλοι τους όρκους πιστούς αγάπης
ω 484πάντα να βασιλεύει αυτός κι εμείς απ' την καρδιά τους
να σβήσουμε το θάνατο παιδιών τους κι αδερφιών τους,
ω 485Και μεταξύ τους σαν και πριν ας αγαπήσουν πάλε
ω 486και πλούτη ας έχουν άφθονα κι ειρήνη όσο να ζήσουν».
ω 487Είπε και θάρρος έβαλε στην πρόθυμη Παλλάδα
ω 488κι απ' του Ολύμπου τις κορφές πέταξε κάτω κι ήρθε.
ω 489Κι αφού χορτάσανε ψωμί καρδιόγλυκο να τρώνε,
ω 490το λόγο πήρε ο θεϊκός Δυσσέας και τους είπε· 
ω 491«Ένας ας τρέξει όξω να ιδεί μήπως κοντά ζυγώνουν».
ω 492Έτσι είπε, κι έτρεξε ένας γιος αμέσως του Δολίου,
ω 493και στο κατώφλι στάθηκε κι όλους κοντά τους είδε,
ω 494και στο Δυσσέα φώναξε με πεταχτά του λόγια·
ω 495«Πλάκωσαν, να τους, γλήγορᾳ ν' αρπάξουμε τα όπλα». 
ω 496Είπε κι αυτοί σηκώθηκαν και τ' άρματα φορούσαν,
ω 497με το Δυσσέα τέσσερεις κι εξ τα παιδιά του γέρου
ω 498Δολίου. Πήραν τ άρματα κι αυτός με το Λαέρτη,
ω 499αν κι ήταν γέροι, θέλοντας και μη, να πολεμήσουν.
ω 500Κι έπειτα σαν οπλίστηκαν το θαμπωτό χαλκό τους. 
ω 501βγήκαν την πόρτα ανοίγοντας, κι αρχήγευε ο Δυσσέας.
ω 502Τότε έφτασε κι η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα,
ω 503παρόμοια σαν τον Μέντορα στ' ανάστημα, στην όψη
ω 504και χάρηκε ο πολύπαθος Δυσσέας σαν την είδε,
ω 505κι έτσι είπε στον Τηλέμαχο, το ζηλεμένο γιο του· 
ω 506«Τώρα και συ, Τηλέμαχε, μες στη φωτιά της μάχης
ω 507χιμώντας, όπου δείχνονται τα πρώτα παλικάρια,
ω 508να μην ντροπιάσεις, κοίταξε, το πατρικό σου γένος,
ω 509που πάντα πριν νικούσαμε σε δύναμη κι αντρεία».
ω 510Κι ο συνετός Τηλέμαχος τ' απάντησε και του 'πε· 
ω 511«Θα ιδείς, πατέρα, αν η καρδιά που κρύβω μες στα στήθια
ω 512μέλλει ντροπή στο γένος σου να φέρει, καθώς είπες ».
ω 513Είπε, κι ο γέρος χάρηκε Λαέρτης κι έτσι κράζει·
ω 514«Τι μέρα είδα χαρούμενη θεέ μου, να ξημερώσει,
ω 515ο γιος μου με τ' αγγόνι μου αγώνα αντρείας έχουν». 
ω 516Κοντά του πήγε η λιόκαλη θεά Αθηνά και του 'πε·
ω 517«Γιε τ' Αρκεσία, φίλε μου και πολυαγαπημένε,
ω 518ευχήσου στη θεά Αθηνά και στο μεγάλο Δία,
ω 519και το μακρύ κοντάρι σου τίναξε να το ρίξεις».
ω 520Είπε και τ' άναψε η θεά Παλλάδα το θυμό του. 
ω 521Κι αφού στην κόρη ευχήθηκε τ ασπιδοφόρου Δία
ω 522τίναξε το κοντάρι του μεμιάς και τον Ευπείθη
ω 523μέσα απ' το χαλκομάγουλο τον ακοντίζει κράνος
ω 524και δεν εμπόδισε ο χαλκός, μόν' βγήκε πέρα ο στόκος,
ω 525και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ άρματα από πάνου. 
ω 526Τότε ο Δυσσέας χίμηξε με το λεβέντη γιο του
ω 527μπροστά και με σπαθιά χτυπούν και δίστομα μαχαίρια
ω 528Τότε όλους θα τους σκότωνε, κανείς δε θα γυρνούσε,
ω 529ανίσως η θεά Αθηνά, τ' ασπιδοφόρου Δία
ω 530η κόρη, δεν τους φώναζε το πλήθος να κρατήσει 
ω 531«Πάψτε, Θιακοί, τον πόλεμο, που αρχίσατε με λύσσα,
ω 532και χωριστείτε γλήγορα δίχως, να τρέξει αίμα».
ω 533Έτσι η Παλλάδα φώναξε κι όλους τους πήρε τρόμος.
ω 534Πετούσαν απ' τα χέρια τους τα όπλα απ' την τρομάρα,
ω 535έτσι όπως φώναξε η θεά, κι έπεφταν όλα κάτου, 
ω 536και προς την πόλη τρέξανε να σώσουν τη ζωή τους.
ω 537Χούγιαξε τότε ο θεϊκός πολύπαθος Δυσσέας,
ω 538κι αφού μαζεύτηκε χιμάει σαν κυνηγάρικο όρνιο.
ω 539Τον καφτερό του κεραυνό έριξε ο Δίας τότε
ω 540κι έπεσε εμπρός στην Αθηνά, του ανίκητου πατέρα 
ω 541την κόρη, κι έτσι φώναξε στον πορθητή Δυσσέα·
ω 542«Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα,
ω 543στάσου και πάψε τη σφαγή και τη λυσσάρα μάχη,
ω 544μη σου θυμώσει ο βροντερός του Κρόνου ο γιος ο Δίας».
ω 545Είπε, κι' αυτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του. 
ω 546Κι ανάμεσά τους έβαλε πιστούς αγάπης όρκους,
ω 547η κόρη η λιοπερίχυτη τ' ασπιδοφόρου Δία,
ω 548μοιάζοντας με το Μέντορα σ' όλα, φωνή και σώμα.