Οδύσσεια, ραψωδία δ, μτφρ. Ιάκωβου Πολυλά

δ 1Στην Λακεδαίμον' έφθασαν, μες τα σχισμένα όρη,
δ 2και στο παλάτι ετράβηξαν του ενδόξου Μενελάου·
δ 3τον ηύραν που στο σπίτι μου με πολλούς φίλους είχε
δ 4γάμων χαρές για τον υιό και για την θυγατέρα.
δ 5του Αχιλληά προς τον υιό την κόρη του επροβόδα.
δ 6στην Τροία πρώτα υπόσχεση και λόγο του 'χε δώσει,
δ 7και τώρα τέλος έβαζαν οι αθάνατοι στον γάμο.
δ 8με άλογα, με άμαξες την έστελνε εις την πόλη
δ 9των Μυρμιδόνων την λαμπρήν, οπού 'ταν βασιλέας.
δ 10από την Σπάρτην έμπαζε τ' Αλέκτορα την κόρη
δ 11νύμφη του μεγαλόψυχου υιού του Μεγαπένθη,
δ 12που υστερογένειν έλαβε από δούλη· της Ελένης
δ 13τέκνα οι θεοί δεν έδωκαν, αφ' ότου είχε γεννήσει
δ 14την Ερμιόνη, 'πώλαμπε ωσάν την Αφροδίτη.
δ 15στο μέγα δώμα το υψηλόν έτσι εσυντρώγαν όλοι,
δ 16οι γείτονες κι οι συγγενείς του ενδόξου Μενελάου,
δ 17τερπόμενοι, και ανάμεσα κιθάριζεν ο θείος
δ 18ο αοιδός, και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι,
δ 19δυο χορευτές στην μέση τους πηδούσαν κι εγυρίζαν.
δ 20στα πρόθυρα ο Τηλέμαχος ο ήρωας ωστόσο,
δ 21και ο λαμπρός του Νέστορα υιός, τ' αμάξι εστήσαν.
δ 22εβγήκε εμπρός κι είδεν αυτούς ο μέγας Ετεωνέας,
δ 23ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου,
δ 24και του ποιμένα των λαών εστράφη να το είπει.
δ 25σιμά του εστάθη κι είπε του με λόγια πτερωμένα·
δ 26«Μενέλαε διόθρεπτε, μας ήλθαν δύο ξένοι,
δ 27που του μεγάλου του Διός το γένος ομοιάζουν.
δ 28ειπές αν θα τους λύσουμε τ' άλογ' από τ' αμάξι,
δ 29ή θα τους προβοδήσουμε σ' άλλον να τους ξενίση».
δ 30Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του 'πε·
δ 31«Μωρός δεν ήσουν άλλοτε, Βοηθοίδη Ετεωνέα·
δ 32τώρα ως μωρόπαιδ' ομιλείς· και δεν θυμάσαι οι δυο μας
δ 33απ' άλλους πόσα εφάγαμε δώρα φιλοξενίας,
δ 34ως που να γύρουμεν εδώ και ο Δίας να μας δώσει
δ 35τέλος εις τα παθήματα; αλλά τ' άλογα λύσε
δ 36των ξένων, και άμα μπάσε τους εδώ να γευματίσουν».
δ 37Είπε· κι εκείνος χύθηκε, κι επρόσταξε τους άλλους
δ 38επιμελείς θεράποντες να τον ακολουθήσουν,
δ 39τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν,
δ 40και στ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα
δ 41ζειά τους βάλαν, κι έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι·
δ 42στους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι·
δ 43και αυτούς στο θείον έμπασαν παλάτι· άμ' είδαν κείνοι
δ 44του διοθρεμμένου βασιλιά τα δώματα, εθαυμάζαν·
δ 45ότι ωσάν λάμψη του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν
δ 46στο δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου.
δ 47και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω,
δ 48στα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κι ελουσθήκαν.
δ 49και αφού τους λούσαν κι έχρισαν οι δούλες με το λάδι,
δ 50και τους εφόρεσαν κρουστές χλαμύδες και χιτώνες,
δ 51σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν.
δ 52και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη
δ 53χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, σ' ολάργυρη λεκάνη,
δ 54για να νιφθούν κι ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.
δ 55και η σεβαστή κελάρισσα τον άρτον παραθέτει,
δ 56και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα·
δ 57και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει
δ 58ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει.
δ 59Και ο ξανθός Μενέλαος χαιρέτησέ τους κι είπε·
δ 60«Απλοχερείτε εις το φαγί, και χαίρετε· κατόπι
δ 61αφού γευθείτε, θέλει σας ζητήσω τίνες είσθε,
δ 62ότι το γένος άγνωστο δεν θα 'ναι των γονιών σας,
δ 63αλλ' είσθε ανδρών γεννήματα μεγάλων σκηπτροφόρων·
δ 64ότι παρόμοια πλάσματα από αγενείς δεν βγαίνουν».
δ 65Είπε και με τα χέρια του νεφρά βοδιού παχιά
δ 66ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο·
δ 67και άπλωσαν κείνοι στα έτοιμα φαγιά που 'χαν εμπρός τους.
δ 68και του φαγιού και του πιοτού την όρεξη αφού σβήσαν,
δ 69ομίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη,
δ 70την κεφαλή ζυγώνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν·
δ 71«Αγαπητέ, θεώρησε, γλυκέ μου Νεστορίδη,
δ 72στα δώματα τ' αχόλογα πως ο χαλκός αστράφτει,
δ 73ο ήλεκτρος, το μάλαμα, ο ελέφαντας, τ' ασήμι·
δ 74όμοια στον Όλυμπο, θαρρώ, θε να 'ναι η αυλή του Δία·
δ 75αμίλητα 'ναι, είναι πολλά· θαυμάζ' όσο τα βλέπω».
δ 76Και ο ξανθός Μενέλαος τον νόησ' ως ομίλειε,
δ 77κι ευθύς προσφώνησεν αυτούς με λόγια πτερωμένα·
δ 78«Και ποιος θνητός, ω τέκνα μου, μετριέται με τον Δία;
δ 79οι δόμοι και τα υπάρχοντα εκείνου αθάνατά 'ναι·
δ 80θνητός μ' εμέ στα υπάρχοντα μετριέται ναι και όχι·
δ 81ότι αφού έπαθα πολλά, αφού πολύ πλανήθην,
δ 82μες τα καράβια τα 'φερα, και τ' όκτατ' έτος ήλθα.
δ 83Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώρες Αιθιόπων,
δ 84και Σιδονίων κι Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν,
δ 85όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρώνουν,
δ 86και τρεις φορές τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο.
δ 87κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου,
δ 88είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα,
δ 89ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν·
δ 90κι ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν,
δ 91ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια,
δ 92απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη,
δ 93κι ιδού γιατί δεν χαίρομαι στα πλούτη αυτά, που έχω.
δ 94και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας,
δ 95όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κι έχασα σπίτι
δ 96ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα.
δ 97κι έστεργα εγώ στ' σπίτι μου το τρίτο να μου μείνει,
δ 98και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν,
δ 99εις την Τρωάδα την πλατιά, μακράν από το Άργος.
δ 100και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος
δ 101εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω,
δ 102και ώρες στο κλάμα χαίρεται η ψυχή μου και ώρες παύω·
δ 103γοργά του κρύου κλάματος ο πόθος ησυχάζει.
δ 104αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει
δ 105όσον ενός, που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κι ύπνο·
δ 106ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα
δ 107δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα
δ 108αυτός να πάθει και άσβυστος σ' εμέ να μείνει ο πόνος
δ 109κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει
δ 110ζει κείνος ή απέθανε· και τώρα θα τον κλαίουν
δ 111η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης,
δ 112και ο Τηλέμαχος, π' άφησε στο σπίτι ακόμη βρέφος».
δ 113Αυτά 'πε και τον έκαμε να κλάψει τον πατέρα·
δ 114για τον πατέρα ως άκουσε χάμου έσταξε το δάκρυ,
δ 115κι εμπρός στα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα
δ 116με τα δυο χέρια· κι ένιωσεν αυτόν ο βασιλέας,
δ 117κι εβάλθηκε στου λογισμού τα βάθη να μετρήσει,
δ 118θα τον αφήσει αφ' εαυτού να ειπεί για τον πατέρα,
δ 119ή πρώτος θα ερωτήσει αυτός, το πράγμα να εξετάσει.
δ 120Τούτα ενώ κείνος έζυαζε στου λογισμού τα βάθη,
δ 121η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε,
δ 122όμοια με την Αρτέμιδα, πόχει χρυσά τα βέλη.
δ 123σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτιασμένο,
δ 124από απαλότατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει,
δ 125άργυρο κάλαθο η Φιλώ· δώρο ήταν της Αλκάνδρης,
δ 126της γυναικός του Πόλυβου, που στες Αιγύπτιες Θήβες
δ 127εκατοικούσε, και άπειρα στο σπίτι έχει τα πλούτη·
δ 128του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήρες,
δ 129δυο τρίποδες και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη
δ 130η σύντροφος δώρα λαμπρά χάρηζε της Ελένης,
δ 131χρυσή 'λεκάτη, κι εύμορφο καλάθι τροχοφόρο,
δ 132ολάργυρο, κι επάνωθε με χρυσωμένα χείλη.
δ 133κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει
δ 134από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κι επάνω
δ 135με το γιοφύλλινο μαλλί τεντώνετο η 'λεκάτη·
δ 136κι εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι,
δ 137κι ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα·
δ 138«Μενέλαε διόθρεπτε, γνωστό μας είναι τάχα
δ 139τούτοι που 'λθαν στο σπίτι μας ποιοι καυχώνται ότ' είναι;
δ 140άρα λαθεύομαι; η καρδιά μου λέγει να ομιλήσω·
δ 141ποτέ μου δεν είδ' άνθρωπον, άνδρα ή γυναίκα, τόσον
δ 142άλλου να ομοιάζει, όσον αυτός — θαυμάζ' όσο τον βλέπω —
δ 143ο υιός του μεγαλόψυχου φαίνεται του Οδυσσέα
δ 144Τηλέμαχος, όπ' άφησε στο σπίτι ακόμη βρέφος,
δ 145ότε για με την άσεμνη τον πόλεμο κινώντας
δ 146τον τολμηρόν οι Αχαιοί κατέβειτε στην Τροία».
δ 147Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης·
δ 148«Έτσι κι εγώ τώρα νοώ, γυναίκα, ως συ νομίζεις·
δ 149τα πόδια τέτοια φαίνονταν εκείνου και τα χέρια,
δ 150των οφθαλμών οι αστραψιές, και η κεφαλή και η κόμη·
δ 151και ως από τώρα ενθύμισα εγώ τον Οδυσσέα,
δ 152κι έλεα πόσα 'παθε για με, κι εμόχθησεν εκείνος,
δ 153κάτω στα μάγουλα πικρόν αυτός έχυνε δάκρυ,
δ 154κι εμπρός στα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα».
δ 155Και απάντηση ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης·
δ 156«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,
δ 157εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις·
δ 158αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει,
δ 159άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλει εμπρός σου,
δ 160ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας.
δ 161κι εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης
δ 162να 'λθω με τούτον συνοδός· ότ' ήθελε να σ' ίδει,
δ 163λόγον ή πράξη ωφέλιμην εσύ να τον διδάξεις.
δ 164πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνους
δ 165στο σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι·
δ 166σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος,
δ 167να τον φυλάξει από κακά, στον τύπον του δεν είναι».
δ 168Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου·
δ 169«Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου
δ 170ήλθε, που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώνες!
δ 171κι είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους
δ 172Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει
δ 173και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια.
δ 174και πόλην θα του έκαμνα και σπίτι μέσα στ' Άργος,
δ 175απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του,
δ 176με τον υιό και τον λαόν όλο, κι ήθελα πόλην
δ 177ξεκάμει απ' όσες γύρωθε μού είναι υποταγμέναις·
δ 178και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο
δ 179εις την φιλιά και εις τες χαρές δεν θα μας ξεχωρούσε,
δ 180ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου.
δ 181αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέσει,
δ 182που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε».
δ 183Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων·
δ 184έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα,
δ 185έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιλιάς Ατρείδης,
δ 186ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια·
δ 187ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη,
δ 188που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος·
δ 189τον ενθυμήθη κι έλεγε με λόγια πτερωμένα·
δ 190«Ατρείδη, σε σοφότερον απ' όλους τους ανθρώπους
δ 191ο γέρος είπε Νέστορας, ότ' ήλθε για σε λόγος
δ 192στο σπίτι, ως ερωτιώμασθε ο ένας με τον άλλον.
δ 193και τώρ', αν γίνεται, σ' εμέ πείθου· γιατί στον δείπνο
δ 194δεν αγαπώ τα κλάματα· αλλά του όρθρου η κόρη
δ 195Ηώ και πάλιν θα φανεί· με τούτο εγώ δεν λέγω
δ 196κείνον, που επήρε ο θάνατος και η μοίρα, να μην κλαίουν.
δ 197και τούτο μόνον έχουσιν οι μαύροι θνητοί δώρο,
δ 198η κόμη να θερίζεται, να χύνεται το δάκρυ·
δ 199ότι κι εγώ 'χασ' αδελφόν, που μέσα στους Αργείους
δ 200δεν ήταν ο χειρότερος, και θα τον έχεις μάθει·
δ 201εγώ δεν τον εγνώρισα, κι έξοχος λέγουν, ήταν,
δ 202ο Αντίλοχος, ταχύτατος, και ακλόνητος στην μάχη».
δ 203Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου·
δ 204«Ω φίλε, αφού είπες φρόνιμα, όσ' άνθρωπος με γνώση,
δ 205και από σε μεγαλύτερος, ήθελε ειπεί και πράξει·
δ 206τέτοιου πατρός, δεν ημπορείς ή φρόνιμα να λέγεις·
δ 207καλόγνωρ' είν' η γενεά τ' ανδρός, οπού ο Κρονίδης
δ 208του γάμου και της γενετής ευτύχισε την ώρα,
δ 209ως έδωκε του Νέστορα να είναι ολοκαιρίς του,
δ 210και αυτός λαμπρά στο σπίτι του τα γέρα να περνάει,
δ 211κι υιούς να έχει συνετούς και στ' άρματα μεγάλους.
δ 212κι εμείς το κλάμ' ας παύσουμεν, όπ' είχε γίνει πρώτα·
δ 213του δείπνου ας κάμουμεν αρχή, και το νερό στα χέρια
δ 214ας χύσουν, και αύριο το ταχύ θα γίν' η ομιλία,
δ 215οπού ο Τηλέμαχος κι εγώ θα ειπούμε μεταξύ μας».
δ 216Είπε· και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια,
δ 217ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου·
δ 218και άπλωσαν κείνοι στα έτοιμα φαγιά που 'χαν εμπρός τους.
δ 219κι η Ελένη, κόρη του Διός, τότ' εσοφίσθηκι άλλο·
δ 220απ' όπου επίναν, στο κρασί τους έριξε βοτάνι,
δ 221αντίλυπο και αντίχολο, π' όλα τα πάθη σβήνει.
δ 222εις τον κρατήρα όταν σμιχθεί, όποιος τα καταπίνει
δ 223ολημερίς δεν δύναται δάκρυ να στάξει κάτω,
δ 224ουδέ μητέρ' αν έχασε, ουδ' αν και τον πατέρα,
δ 225και ουδ' αν αδέλφι, ουδ' αν υιόν μονάκριβον εμπρός του
δ 226του σχίσουν με την μάχαιρα, και αυτός να τους θωράει·
δ 227τέτοια 'χε βότανα σοφά του Διός η θυγατέρα,
δ 228χρήσιμα, που της έδωκεν η ομόκλινη του Θώνα
δ 229Πολύδαμνα, στην Αίγυπτο, που βότανα έχει πλήθος,
δ 230πολλά σμιγμένα χρήσιμα, πολλά θανατηφόρα.
δ 231ιατρός καθένας είναι αυτού παρ' όλους τους ανθρώπους
δ 232σοφός, ότι προπάτορα γνωρίζουν τον Παιάνα.
δ 233και μέσ' αφού το έριξε κι είπε να τους κεράσουν,
δ 234πάλι με την αράδα της άρχισε και τους είπε·
δ 235«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, που είσθε
δ 236λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου
δ 237δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,—
δ 238εδώ τώρα καθήμενοι στον δείπνο με ομιλίες
δ 239ξεδίνετε, γιατί κι εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω.
δ 240και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώνες,
δ 241όσους ο στερεόκαρδος κατόρθωσε Οδυσσέας,
δ 242αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείος
δ 243στην Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθει·
δ 244με άσχημες βαρηματιές εδάμασε το σώμα,
δ 245πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον
δ 246εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλη των εχθρών του·
δ 247στο σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και όμοιαζε ψωμοζήτης,
δ 248αυτός που τέτοιος δεν ήταν στ' Αχαϊκά τα πλοία·
δ 249τέτοιος στην Τροίαν εισχωρεί, κι εκείνοι εμωραθήκαν
δ 250όλοι, κι εγώ τον γνώρισα σ' αυτό το σχήμα μόνη,
δ 251και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη·
δ 252αλλ' όταν δα τον έλουα κι έχριζα με το λάδι,
δ 253κι ενδύματα τον ένδυνα, και όμοσα φρικτόν όρκο,
δ 254στους Τρώες μέσ' ο Οδυσσηάς που εφάνη να μην είπω,
δ 255πριν αυτός φθάσει στες σκηνές και σ' γοργά καράβια,
δ 256τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη,
δ 257και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος,
δ 258εις τους Αργείους έγυρε, κι επήρε πολλήν γνώση.
δ 259τότ' έκλαιαν οι Τρώισσες πικρά, κι ΄γω χαιρόμουν,
δ 260ότ' η καρδιά μου είχε στραφεί σ' σπίτι μου να γύρω,
δ 261και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη,
δ 262την ώρα, που κει μ' έφερεν απ' την γλυκιά πατρίδα,
δ 263κι εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα,
δ 264οπού στον νου και στην μορφή τον κάλλιο του δεν έχει».
δ 265Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης·
δ 266«Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις·
δ 267ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψη και την γνώμη
δ 268ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη·
δ 269αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν,
δ 270ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας.
δ 271όπως και αυτό κατόρθωσε με τόλμην ο ανδρείος,
δ 272στ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων
δ 273όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθρο στους Τρώαις·
δ 274και συ 'λθες τότε αυτού· θεός πρέπει να σ' έχει σπρώξει,
δ 275των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώσει· και σιμά σου
δ 276έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος· και γύρες
δ 277τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας.
δ 278κι εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους,
δ 279με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων.
δ 280με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας
δ 281ακούσαμε, καθήμενοι στην μέση, την βοή σου·
δ 282κι εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας
δ 283έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε·
δ 284αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας.
δ 285και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα·
δ 286ο Άντικλος ηθέλεισε μόνος να σ' απαντήσει·
δ 287αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάς στο στόμα με τα χέρια
δ 288τ' ανδρειωμένα, κι έσωσε των Αχαιών το γένος,
δ 289κρατώντας, ως που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη».
δ 290Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·
δ 291»Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος,
δ 292αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος,
δ 293ουδ' αν βαστούσε σιδηρή στα στήθη την καρδία.
δ 294αλλά στην κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα
δ 295να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε».
δ 296Αυτά 'πε· και τες δούλες της παράγγειλ' η Ελένη
δ 297να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία
δ 298και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπητες επάνω,
δ 299και χλαίνες κάτωθε κρουστές, να 'χουν να τες φορέσουν.
δ 300κι εκείνες απ' το μέγαρον εβγήκαν, κι εβαστούσαν
δ 301φως εις τα χέρια, κι έστρωσαν· και ο κήρυκας τους ξένους
δ 302έμπασε, και στον πρόδομον αυτού πλαγιάσαν κείνοι,
δ 303ο ήρωας Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης·
δ 304και ο Ατρείδης εις τ' απόκρυφα του δόμου, και σιμά του
δ 305η Ελένη η μακροπέπλωτη, η αταίριαστη γυναίκα.
δ 306Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
δ 307και ο μαχητής Μενέλαος εγέρθη από την κλίνη,
δ 308ενδύθη, και το κοφτερό στον ώμο έζωσε ξίφος.
δ 309στα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια,
δ 310κι εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων.
δ 311του Τηλεμάχου ομίλησε καθήμενος σιμά του·
δ 312«Ω ήρωα Τηλέμαχε, ποια σ' έφερ' εδώ χρεία,
δ 313να 'λθεις στην Λακεδαίμονα, την θάλασσα περνώντας;
δ 314χρεία δική σου ή του κοινού; ειπέ μου το μ' αλήθεια».
δ 315Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·
δ 316«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,
δ 317ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπεις του πατρός μου.
δ 318μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου,
δ 319η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα
δ 320πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βόδια,
δ 321οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου.
δ 322για τούτο τώρα σου 'πεσα στα γόνατα, να μάθω
δ 323πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες
δ 324ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, που τον είδε
δ 325εις τους πολλούς, που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα.
δ 326μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνεις,
δ 327αλλ' ό,τ' είδες ή κι έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα·
δ 328ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας
δ 329λόγον ή πράξη εδέχθηκε, κι ετέλειωσε για σένα,
δ 330στην Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθει,
δ 331τώρα να μου τα θυμηθείς, και ειπέ μου την αλήθεια».
δ 332Και ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και είπε·
δ 333«Ω Θε, στην κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου
δ 334εκείνοι, που 'ναι άνανδροι, τωόντι να πλαγιάσουν!
δ 335και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού στον λόγγο
δ 336κοιμίσει βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια,
δ 337όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια
δ 338βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος,
δ 339και τρομερά με τα παιδιά χαλά και την μητέρα·
δ 340όμοιο σ' αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρει τέλος.
δ 341και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη
δ 342στην Λέσβο την καλόκτιστη, που αμέσως εσηκώθη
δ 343στην πρόκληση, κι επάλαισε με τον Φιλομηλείδη,
δ 344και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,—
δ 345αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήρες,
δ 346σ' όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γίν' ο γάμος,
δ 347και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει
δ 348άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω,
δ 349αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης,
δ 350ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω.
δ 351στον Αίγυπτον οι αθάνατοι, ενώ για δω κινούσα,
δ 352μ' εκράτησαν, ότι σ' αυτούς δεν έκαμα εκατόμβες·
δ 353κι εκείνοι να ενθυμούμεθα τες προσταγές τους θέλουν.
δ 354κι είναι νησί στην θάλασσα την πολυκυματούσα,
δ 355εκεί στον Αίγυπτον εμπρός, και Φάρο τ' ονομάζουν,
δ 356και απέχει τόσο διάστημα, όσο μετρά καράβι,
δ 357αν πρίμος άνεμος σφοδρός ολήμερα φυσήσει·
δ 358λιμένας μέσ' ακίνδυνος, απ' όπου τα καράβια
δ 359βγάζουν στην θάλασσαν, αφού μαύρο νερόν επήραν.
δ 360κει μ' εκρατούσαν οι θεοί είκοσ' ημέρες, μήτε
δ 361άνεμοι θαλασσόπνοοι φαίνονταν, που τα πλοία
δ 362ξεπροβοδούν στα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης.
δ 363και θε να ελείπαν οι τροφές, κι οι άνδρες θα εμαραίναν,
δ 364αν μια δεν μ' είχ' ελεηθεί θεά, και μ' είχε σώσει,
δ 365κόρη τ' ανδρείου γέροντα της θάλασσας Πρωτέα,
δ 366η Ειδοθέα, 'πόγγιξα μάλιστ' αυτής το σπλάχνος.
δ 367αυτή μ' ηύρε οπού σέρνομουν, χωρίς συντρόφους, μόνος·
δ 368ότι εγυρίζαν στο νησί και αλίευαν εκείνοι,
δ 369με κυρτ' αγκίστρια, την σκληρή την πείναν όπως σιγάσουν.
δ 370και αυτή κοντά μου εστάθηκε, μου ομίλησε και είπε·
δ 371Ω ξένε, τάχ' ανόητος είσαι, στην γνώμη χαύνος,
δ 372ή θέλεις το και αφήνεσαι, σ' αρέσει να παθαίνεις;
δ 373τόσους καιρούς εις το νησί κρατιέσαι, και ουδέ τέλος
δ 374δύνασαι να βεις, και η καρδιά της συντροφιάς σου λιώνει.
δ 375Αυτά 'πε, κι εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα·
δ 376Όποια και αν είσαι των θεών εσύ, θα σ' απαντήσω.
δ 377δεν θέλω το και μένω εδώ, αλλά των αθανάτων,
δ 378πόχουν τον μέγαν ουρανόν, αμάρτησα, λογιάζω.
δ 379αλλά συ 'πε μου, — κι οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα,—
δ 380ποιος μ' εμποδίζει των θεών και μ' έδεσε εις τον δρόμο,
δ 381και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω.
δ 382Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως·
δ 383Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια,
δ 384συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος,
δ 385Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, που τα βάθη
δ 386γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα.
δ 387πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει.
δ 388καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να στήσεις και τον πιάσεις,
δ 389τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξιδιού το μάκρος,
δ 390και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσεις.
δ 391και αυτός ακόμη θα σου ειπεί, διόθρεπτε, αν το θέλεις,
δ 392ό,τι κακό στο σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη,
δ 393ενώ 'λειπες στο μακρινό και δύσκολο ταξίδι.
δ 394Αυτά 'πε, και σ' αυτήν εγώ απάντησα και είπα·
δ 395Τώρα του θείου γέροντα συ να βρεις το καρτέρι,
δ 396μήπως μου φύγει, αν προϊδεί το πράγμα ή το προμάθει·
δ 397ότι θνητός είναι βαρύ θεόν να καταβάλει.
δ 398Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως·
δ 399Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια.
δ 400ο Ήλιος όταν ανεβεί τα μεσουράνια μέρη,
δ 401έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος,
δ 402στο μαύρον ανατρίχιασμα, π' ο Ζέφυρος σηκώνει,
δ 403και άμ' έξω βγει, στα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται.
δ 404γύρω του οι φώκιες, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης,
δ 405μαζί πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα,
δ 406και πικροπνέουν της βαθιάς θαλάσσης μυρωδία.
δ 407εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω,
δ 408θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξεις
δ 409συντρόφους, τους καλύτερους, όπ' έχεις στα καράβια.
δ 410και όλες εγώ θέλει σου ειπώ τες πονηριές του γέρου·
δ 411στες φώκιες πρώτα θε να 'λθει, και θα τες αριθμήσει·
δ 412και, άμ' όλες τες εμέτρησε κι εθώρησε, θα πέσει
δ 413στην μέση τους, ως ο βοσκός στην μέση των προβάτων.
δ 414και ως τον ιδείτε, πόπεσε στον ύπνο, τότε αμέσως
δ 415την δύναμη θα βάλετε και την καρδιά σας όλη,
δ 416κρατώντας τον, και ας προσπαθεί μ' αγών' αυτός να φύγει·
δ 417θα δοκιμάσει, θα γενεί στην γην όσα κινούνται
δ 418θεριά, θα γένει και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο·
δ 419και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον
δ 420στενότερα· αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήσει,
δ 421και γένει όπως τον είδετε στον ύπνο, που εκοιμόνταν,
δ 422την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο,
δ 423ήρωα, κι ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα,
δ 424και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσεις.
δ 425Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη.
δ 426κι εγώ στα πλοία κίνησα, που εστέκονταν στον άμμο,
δ 427και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν.
δ 428και αφού στο πλοίον έφθασα, στην άκρη της θαλάσσης,
δ 429τον δείπνον ετοιμάσαμε, κι η άφθαρ' ήλθε νύκτα·
δ 430στο περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε.
δ 431κι εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
δ 432κι επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη,
δ 433προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους,
δ 434που για κάθε κατόρθωμα πίστην πολλήν τους είχα.
δ 435και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη,
δ 436κι έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κι ήσαν όλα
δ 437νιόγδαρτα· εσοφίζονταν απάτη του πατρός της.
δ 438και αφού στον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν
δ 439μένοντας· κι εμείς φθάσαμε σιμά της· τότε αράδα
δ 440μας πλάγιασε κι εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν.
δ 441καρτέρι θα ήταν κει βαρύ· μας έπνιγε η βαρεία
δ 442των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη.
δ 443και ποιος βαστά να κοιμηθεί με τέρας του πελάγου;
δ 444αλλά μας έσωσεν αυτή με ανάσαση μεγάλη·
δ 445εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία
δ 446μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους.
δ 447και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα.
δ 448και οι φώκιες απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζί, και αράδα
δ 449εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος
δ 450ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού τες φώκιες ηύρε,
δ 451τες παχουλές, κι εξέτασε και αρίθμησέ τες όλες,
δ 452κι εμάς πρώτους λογάριασε στα κήτη, και ότι δόλος
δ 453ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κι εκείνος.
δ 454και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι
δ 455σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη.
δ 456και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος,
δ 457ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος·
δ 458νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο.
δ 459τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα·
δ 460και ο γέρος, άμ' απόκαμε σ' τόσους πόχει δόλους,
δ 461προς εμέ τότ' ομίλησε, κι ερώτησέ με· Ποίος
δ 462θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσεις,
δ 463και να με πιάσεις στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;
δ 464Αυτά 'πε κι εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα·
δ 465Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσεις; —
δ 466που στο νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος
δ 467δύναμαι να βρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λιώνει.
δ 468αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα—
δ 469ποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο,
δ 470και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω.
δ 471Αυτά 'πα, κι ευθύς μου 'δωκεν απάντησην εκείνος·
δ 472Του Δία και των άλλων αθανάτων τες θυσίες,
δ 473πριν ξεκινήσεις, έπρεπε να κάμεις, όπως φθάσεις,
δ 474το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα.
δ 475ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδείς τους ποθητούς σου,
δ 476το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκιά πατρίδα,
δ 477παρ' αφού πάλιν ανεβείς του Αιγύπτου το ποτάμι,
δ 478που 'ναι βιοκατέβατο, και κάμεις εκατόμβες
δ 479των αθανάτων, πόχουσι των ουρανών τους θόλους·
δ 480τότε τον δρόμο, που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν.
δ 481Τούτα μου είπε, και η καρδιά στο στήθος μου εραγίσθη·
δ 482ότι το μαύρο πέλαγος μου επρόσταζε να σχίσω
δ 483οπίσω προς τον Αίγυπτο· μακρύ, βαρύ ταξίδι.
δ 484και μ' όλα ταύτα προς αυτόν ομίλησα και πάλιν·
δ 485Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις.
δ 486αλλά ζητώ σε να μου ειπείς μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι
δ 487άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν,
δ 488όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία,
δ 489ή αν κακό στην θάλασσα κανείς έλαβε τέλος,
δ 490ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθητές αγκάλαις.
δ 491Αυτά 'πα, κι ευθύς μου 'δωκεν απάντησην εκείνος·
δ 492Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει
δ 493να ηξεύρεις και να μάθεις κείνα, που κλει μέσα ο νους μου·
δ 494πολληώρα δεν θα σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσεις όλα.
δ 495ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθείκαν.
δ 496των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοι
δ 497στον γυρισμό· στον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν.
δ 498ένας ακόμη ζωντανός στα πέλαγα κρατιέται·
δ 499και ο Αίας στα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη·
δ 500εις τες Γυρές πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας,
δ 501τρανές πέτρες, κι εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη·
δ 502κι είχε σωθεί, και μισητός ας ήταν της Αθήνης·
δ 503αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη·
δ 504πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος·
δ 505ο Ποσειδώνας άκουσε που αυτός μεγαλολόγα,
δ 506και άδραξ' ευθύς την τρίαινα στα χέρια τ' ανδρειωμένα,
δ 507την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε· ένα μέρος
δ 508έμειν' αυτού· στο πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη,
δ 509π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα που ετυφλώθη,
δ 510κι έφερνε αυτόν στον άπειρον κυματισμένον πόντο.
δ 511έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη.
δ 512και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα
δ 513μες τα βαθιά καράβια του· τον έσωσεν η Ήρα.
δ 514αλλ' όταν εκοντόφθανε στο όρος του Μαλέα
δ 515το υψηλό, τον άρπαξε κι επήρε ανεμοζάλη
δ 516στην ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαριά βογγούσε.
δ 517και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους,
δ 518κι έστειλαν πρίμον οι θεοί, κι έφθασαν στην πατρίδα,
δ 519εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης
δ 520το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε.
δ 521κι εκείνος μ' αναγάλλιαση στο πατρικό του χώμα
δ 522επάτησε, και το 'πιασε, κι εφίλειε το με πλήθια
δ 523δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα·
δ 524και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει
δ 525ο δολερός ο Αίγισθος, και του 'χε τάξει δώρο
δ 526δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονίς εφύλα,
δ 527μη του περάσει απάντεχος και δράξει ευθύς τα όπλα·
δ 528και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπει.
δ 529κι ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε·
δ 530είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδρες, κι εις ένα μέρος
δ 531τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν·
δ 532και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέσει,
δ 533με άλογα, με άμαξες, και έργ' άσχημα εμελέτα.
δ 534τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον
δ 535κι εσκότωσε, ως σκοτώνουσι το βόδι στο παχνί του.
δ 536και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη,
δ 537ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τους στο σπίτι εφονευθήκαν.
δ 538Τούτα μου είπε, και η καρδιά στο στήθος μου εραγίσθη.
δ 539κι έκλαια καθήμενος στον άμμο, και η ψυχή μου
δ 540να ζήσει πλια δεν ήθελε, να ιδεί το φως του ηλίου.
δ 541και αφού χάμου κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμα,
δ 542είπε μου τότε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης·
δ 543Τόσο μην κλαις πολύν καιρόν, Ατρείδη, ότι το κλάμα
δ 544τίποτε δεν μας βοηθεί· μόν' ίδε εις την πατρίδα
δ 545να φθάσεις το ταχύτερο, και ακόμη θα τον εύρεις,
δ 546ή ζωντανόν, ή επρόλαβεν ο Ορέστης να τον κόψει·
δ 547και τότε στο νεκρώσιμο τραπέζι θα τους φθάσεις.
δ 548Αυτά 'πε, και η καρδία μου κι η ανδρική ψυχή μου,
δ 549μ' όλον οπού περίλυπη, στα στήθη μου εζεστάθη.
δ 550και προς αυτόν ομίλησα με λόγια πτερωμένα·
δ 551Τούτους ηξεύρω τους, αλλά τον τρίτον λέγε μ' άνδρα,
δ 552κείνον, που ακόμη ζωντανός στα πέλαγα κρατιέται,
δ 553ή απέθανε, και αν λυπηθώ, θέλ' όμως να τ' ακούσω.
δ 554Αυτά 'πα, κι ευθύς μου 'δωκεν απάντησην εκείνος·
δ 555Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης.
δ 556σ' ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνει,
δ 557στης Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, που με βία
δ 558κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσει στην πατρίδα·
δ 559ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους,
δ 560όπως στα νώτα τα πλατιά τον φέρουν της θαλάσσης.
δ 561και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα
δ 562στ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσεις την ζωή σου·
δ 563αλλά στα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα,
δ 564που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν,
δ 565όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων·
δ 566χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι,
δ 567αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας
δ 568πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους·
δ 569ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη.
δ 570Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη·
δ 571κι εγώ στα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους,
δ 572και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν.
δ 573και αφού στο πλοίο φθάσαμε, στην άκρη της θαλάσσης,
δ 574τον δείπνον ετοιμάσαμε, κι η άφθαρτ' ήλθε νύκτα·
δ 575στο περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε.
δ 576και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη,
δ 577πρώτα στην θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια,
δ 578και τα κατάρτια στήσαμε, κι επάνω τα πανία,
δ 579και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι,
δ 580και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν·
δ 581και στο διοκατέβατο του Αιγύπτου το ποτάμι
δ 582άραξα οπίσω, κι έκαμα εκατόμβες, και αφού τέλος
δ 583των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο
δ 584σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνει άσβηστ' η φήμη.
δ 585και τούτ' αφού τελείωσα πρίμον ευθύς μου στείλαν
δ 586οι αθάνατοι, και μ' έφεραν στην ποθητή πατρίδα.
δ 587αλλ' άκουσέ με, θέλησε στο σπίτι μου να μείνεις,
δ 588ως που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα·
δ 589και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω
δ 590δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι,
δ 591ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζεις
δ 592προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι».
δ 593Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·
δ 594«Ατρείδη, εδώ πολύν καιρό να με κρατείς μη θέλεις·
δ 595χρόνον εγώ θε να 'μενα ολόκληρον σιμά σου,
δ 596το σπίτι μου και τους γονείς χωρίς να επιθυμήσω·
δ 597ότ' εις τους λόγους σου πολύ και εις τα διηγήματά σου
δ 598τέρπομαι· αλλά βαρύνονται οι σύντροφοι στην Πύλο
δ 599την ιερή, και συ πολύν καιρό θα με κρατήσεις.
δ 600και ό,τι μου δώσεις χάρησμα, ως θησαυρό θα το 'χω.
δ 601και εις την Ιθάκη τ' άλογα δεν παίρνω· θα τ' αφήσω
δ 602εδώ σ' εσέ, να τα χαρείς εσύ, που κυριεύεις
δ 603πλατιά πεδιάδ', όπ' άφθονα κύπερη και τριφύλλι,
δ 604σίτοι, ζειές, πολύσταχα λευκά κριθάρια βγαίνουν.
δ 605εις την Ιθάκη δεν είναι δρόμοι πλατείς, λιβάδια·
δ 606τόπος αιγιδοβόσκητος, αλλ' έχει χάρες όσες
δ 607δεν έχει ο αλογοβόσκητος, και στα νησιά δεν είναι
δ 608ούτε λιβάδι ούτ' άλογα· κι εξόχως στην Ιθάκη».
δ 609Αυτά 'πε· εγλυκογέλασεν ο μαχητής Μενέλαος,
δ 610εχάιδευσέ τον, έκραξε κατ' όνομα και του 'πε·
δ 611«Εις ό,τι λέγεις, τέκνο μου, απ' αίμα καλό δείχνεις·
δ 612κι είμαι αρκετός τ' άλογ' αυτά μ' άλλο να μεταλλάξω·
δ 613και απ' όσα είναι στο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα,
δ 614πανεύμορφο, πολύτιμο, θα σου φιλοδωρήσω.
δ 615κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σου δώσω, π' όλος
δ 616είναι αργυρός, κι επάνωθε με χρυσωμένα χείλη,
δ 617έργον του Ηφαίστου· ο Φαίδιμος ήρωας μου το 'χει δώσει,
δ 618των Σιδονίων βασιλιάς, στην σκέπη του όταν ήλθα,
δ 619διαβάτης εις τον γυρισμό· και συ να το 'χεις θέλω».
δ 620Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·
δ 621και οι καλεσμένοι επήγαιναν στου βασιλιά το σπίτι·
δ 622και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία·
δ 623άρτον οι εύμορφομάντηλες γυναίκες τους εστέλναν,
δ 624έτσι αυτού μες στα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν.
δ 625Και εις του Οδυσσηά το μέγαρο κατέμπροσθε οι μνηστήρες
δ 626με δίσκους διασκέδαζαν, και ρίχνοντας ακόντια,
δ 627στην στρωτήν γην, όπου απ' αρχής την έπαρσή τους δείχναν.
δ 628και των μνηστήρων οι αρχηγοί και στην ανδρεία πρώτοι,
δ 629ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος, καθόνταν.
δ 630σ' αυτούς ήλθε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου,
δ 631και αυτού προς τον Αντίνοον ομίλησ' ερωτώντας·
δ 632«Αντίνοε, τάχα ηξεύρομεν, ή άγνωστο μας είναι,
δ 633πότ' έρχεται ο Τηλέμαχος απ' την αμμώδη Πύλο;
δ 634με το καράβι μ' έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα,
δ 635να διαβώ στην Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες
δ 636μου βόσκουν, κι έχουν στο βυζί φιλόπονα μουλάρια
δ 637αδάμαστα· και θα 'παιρνα κανένα να δαμάσω».
δ 638Είπε, κι εκείνο εθαύμασαν, γιατί στην Νήλια Πύλο
δ 639δεν έλεγαν πως πέρασεν, αλλ' ότι στους αγρούς του
δ 640με τα κοπάδια του έμενεν ή τον χειροβοσκό του.
δ 641και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος του ομίλησε και του 'πε·
δ 642«Μ' αλήθεια 'πε μου πότε αυτός έφυγε, και ποιους είχε
δ 643συντρόφους; μήπως διαλεκτούς επήρε της Ιθάκης,
δ 644ή μισθωτούς και δούλους του; θα το 'κανε και τούτο!
δ 645και τ' άλλο ειπέ μου καθαρά να μάθω, το καράβι
δ 646σου επήρε τάχα στανικώς, ή με τον καλόν τρόπο
δ 647σ' έφερε και του το 'δωκες συ με την θέλησή σου;»
δ 648Και απάντησε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου·
δ 649«Του το 'δωκε αυτοθέληιτα' τι 'θελε πράξει και άλλος,
δ 650αν άνδρας τέτοιος, έχοντας φροντίδες εις τον νου του,
δ 651παρακαλεί; ήταν βαρύ τινάς να του τ' αρνιέται.
δ 652συντρόφους είχε του λαού τα πρώτα παλληκάρια,
δ 653κι είδ' αρχηγό τον Μέντορα, που επήγαινε μαζί τους,
δ 654είτε θεός· τον Μέντορα εκείνος όμοιαζ' όλος.
δ 655αλλ' απορώ· χθες το ταχύ τον Μέντορ' είδα εμπρός μου,
δ 656και εις το καράβ' είχ' έμπει αυτός τότε να πάει στην Πύλο».
δ 657Είπε και άμ' αναχώρησε στο σπίτι του πατρός του.
δ 658κι οι δύο κείνοι εχόλιασαν στην ανδρική ψυχή τους,
δ 659και τους μνηστήρες κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν.
δ 660και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος στην μέσην αυτών είπε,
δ 661θλιμμένος· και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του
δ 662κατάμαυρα, κι οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ομοιάζαν·
δ 663«Μέγα έργον ο Τηλέμαχος κατόρθωσε μ' αυθάδεια,
δ 664αυτό, που δεν ελέγαμε να γίνει, το ταξίδι!
δ 665στο πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι,
δ 666αφού καράβι ετράβησε, κι επήρε και την νιότη
δ 667του τόπου· αρχή που στο εξής κακό θα φέρει· ο Δίας
δ 668κείνον να κόψει, πριν αυτός σ' εμάς φυτεύσει πόνους.
δ 669αλλά καράβι δώστε μου ταχύ, κι είκοσι ανθρώπους
δ 670όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω
δ 671μες στης Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου,
δ 672να κλάψει που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του».
δ 673Όλοι σ' αυτό συμφώνησαν κι εκείνον εμψυχώναν·
δ 674κι εμπήκαν έπειτα μαζί στο σπίτι τ' Οδυσσέα.
δ 675Ουδ' άργησε πολύν καιρό να μάθ' η Πηνελόπη
δ 676όσα οι μνηστήρες μέσα τους βαθιά μηχανευόνταν·
δ 677ο Μέδοντας ο κήρυκας της τα 'πε, οπού τα μέτρα,
δ 678που έπλεκαν κείνοι στην αυλήν, είχ' έξωθεν ακούσει.
δ 679και να το είπει εκίνησεν ευθύς της Πηνελόπης·
δ 680και ως το κατώφλι αυτός πατεί του λέγ' η Πηνελόπη·
δ 681«Κήρυκα, και τι σ' έστειλαν οι θαυμαστοί μνηστήρες;
δ 682του θείου μήπως Οδυσσηά τες δούλες να προστάξεις,
δ 683τα έργα ν' αφήσουν και εις αυτούς τον δείπνο να ετοιμάσουν;
δ 684γάμους αλλού να μη ζητούν, αλλού να μη συχνάζουν,
δ 685αλλ' ας δειπνήσουν τώρ' εδώ τον ύστερό τους δείπνο!
δ 686που γύρωθεν ερχόμενοι πυκνοί φθείρετε πλούτη,
δ 687του Τηλεμάχου τα καλά· και τάχ' απ' τους γονείς σας
δ 688πρότερον δεν ακούετε, ότ' ήσασθε παιδία,
δ 689ποίος εις τους πατέρες σας ήταν ο Οδυσσέας,
δ 690που δεν αδίκησε ποτέ με λόγον ή με πράξη
δ 691κανέναν, ως το συνηθούν οι βασιλείς οι θείοι,
δ 692οπ' έναν άνθρωπον μισεί, τον άλλον αγαπάει.
δ 693και αυτός εις άνθρωπον ποτέ κακό δεν έχει πράξει·
δ 694αλλ' η ψυχή σας φαίνεται και τ' άπρεπα σας έργα,
δ 695ουδέ στα ευεργετήματα κατόπι έμεινε χάρη».
δ 696Και ο Μέδοντας ο συνετός ωμίλησέ της κι είπε·
δ 697«Να ήταν αυτό, βασίλισσα, μες στα κακά το πρώτο·
δ 698αλλ' ένα μεγαλύτερο, και φοβερότερ', άλλο
δ 699τώρα οι μνηστήρες μελετούν, να το εμποδίσει ο Δίας·
δ 700να κόψουν τον Τηλέμαχον ζητούν στον γυρισμό του·
δ 701κι εκείνος πήγεν, άκουσμα να μάθει του πατρός του,
δ 702στην θείαν Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία».
δ 703Είπε· και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία·
δ 704αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κι εγεμίσαν
δ 705δάκρυα τα μάτια, κι έσβησεν η δροσερή φωνή της.
δ 706και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κι είπε·
δ 707«Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει
δ 708εις τα καράβια να μπει αυτός, οπού 'ναι για τους άνδρες
δ 709σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα.
δ 710ή μήπως θέλει να χαθεί στην γη και τ' όνομά του;»
δ 711Και ο Μέδοντας ο συνετός της είπε· «Δεν γνωρίζω
δ 712αν ήταν θεού κίνημα, ή μόνον της ψυχής του,
δ 713που στην Πύλο τον έσπρωξε ν' ακούσει, αν ο πατέρας
δ 714θα γύρει ή και ποιο στάθηκε το τέλος της ζωής του».
δ 715Αυτά 'πε, και ανεχώρησε στα δώμα του Οδυσσέα.
δ 716και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει
δ 717πλια να καθίσει στο θρονί,—κι ήσαν πολλά στο σπίτι—
δ 718αλλά στου τεχνικότατου θαλάμου το κατώφλι
δ 719εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και οι δούλες όλες,
δ 720οι νιες ομού και οι παλαιές, τριγύρω εσιγοκλαίαν.
δ 721κι εκείνη κλαίοντας πυκνά τες είπε- «Αγαπητές μου,
δ 722ακούτε· πάθει περισσά εμένα έδωκε ο Δίας,
δ 723απ' όσες εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν·
δ 724π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγαν
δ 725σ' όλα τα προτερήματα, στων Δαναών τα γένη,
δ 726που στην Ελλάδα η δόξα του και στ' Άργος μέσα εβγήκε.
δ 727και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε
δ 728άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένιωσα που εβγήκε.
δ 729σκληρές, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμία,
δ 730ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθει να μ' εξυπνίσει,
δ 731την ώρα π' αυτός έμπαινε στο βαθουλό καράβι·
δ 732και αν το ταξίδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος,
δ 733δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξίδι,
δ 734ή εμένα εδώ θε ν' άφηνε στο σπίτι απεθαμένη.
δ 735αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο,
δ 736τον δούλο, π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας,
δ 737και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξει,
δ 738για να καθίσει και να ειπεί τούτ' όλα του Λαέρτη,
δ 739στον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη,
δ 740εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθεί, πως θέλουν
δ 741εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».
δ 742κι η Ευρύκλεια της απάντησεν, η αγαπητή βυζάστρα·
δ 743«Γλυκιά μου νύμφη, μάχαιραν έπαρε να με σφάξεις,
δ 744ή άφες με στο σπίτι σου· το πράγμα δεν σου κρύβω.
δ 745τα εγνώριζ' όλα, κι έδωκα σ' αυτόν ό,τι ζητούσε,
δ 746τον άρτο, το γλυκό κρασί· και εις μέγαν μ' έβαλ' όρκο,
δ 747να μη σου ειπώ εγώ τίποτε πριν φέξ' η δωδεκάτη,
δ 748ή μόνη επιθυμήσεις τον και μάθεις ότι εβγήκε,
δ 749όπως μη φθείρεις κλαίοντας την εύμορφην ειδή σου.
δ 750αλλά, το σώμ' αφού λουσθείς και καθαρά φορέσεις,
δ 751πάρε τες υπηρέτριες σου, στ' ανώγι ανέβα κι εύχου
δ 752της Αθηνάς, της θυγατρός του αιγιδοφόρου Δία,
δ 753που αυτόν και από τον θανατο τότε ημπορεί να σώσει.
δ 754και γέροντα ταλαίπωρον συ μη ταλαιπωρήσεις·
δ 755ουδ' οι αθάνατοι, θαρρώ, παντάπασι το γένος
δ 756τ' Αρκεισιάδη εμίσησαν, και κάποιος θ' απομείνει,
δ 757να 'χει τα υψηλά δώματα και τους παχείς αγρούς του».
δ 758Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια
δ 759στέγνωσε· κείνη ελούσθηκε κι εφόρεσε καθάρια,
δ 760στ' ανώι με τες γυναίκες της ανέβη και ουλοχύτες
δ 761έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης·
δ 762«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία·
δ 763εάν ποτε ο πολύβουλος στο σπίτι του Οδυσσέας
δ 764μερία σου 'καψε παχιά βοδιών ή και προβάτων,
δ 765τώρα να μου τα ενθυμηθείς, και σώσε το παιδί μου,
δ 766και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων».
δ 767Είπε κι εφώναξε· η θεά δέχθηκε την ευχή της·
δ 768και στα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν·
δ 769κι ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε· «Γάμον
δ 770άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει
δ 771σ' εμάς, και φόνος αγνοεί που γίνεται του υιού της».
δ 772Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν.
δ 773και ομίλησ' ο Αντίνοος σ' εκείνους μέσα, κι είπε·
δ 774«Δαίμονες, τα υπερήφανα λόγια ν' αφήστε τώρα
δ 775όλα μαζί, μήπως κανείς και μέσα τ' αναφέρει.
δ 776και ας σηκωθούμ' έτσι σιγά, και ας δώσουμ' εμείς τέλος
δ 777σ' αυτό, που εβουλευθήκαμε και αποφασίσαμ' όλοι».
δ 778Αυτά 'πε, και άμ' εδιάλεξαν είκοσι παλληκάρια,
δ 779κι εκίνησαν προς το ταχύ καράβι, στ' ακρογιάλι·
δ 780και πρώτα απ' όλα ετράβηξαν στην θάλασσα το πλοίον,
δ 781και μες το πλοίον έβαλαν κατάρτι και πανία,
δ 782και τα κουπιά με τα λουριά προς τους σκαρμούς εδέσαν,
δ 783με τάξην όλα, και άπλωσαν τα ολόλευκα πανία·
δ 784και οι τολμηροί θεράποντες τα όπλα εκεί τους φέραν·
δ 785και τ' άραξαν σιμά στην γη, ψηλά· κι εκείνοι εβγήκαν,
δ 786και αυτού δειπνήσαν, και να 'λθει το εσπέρας περιμέναν.
δ 787Και αυτού στ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη,
δ 788χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη,
δ 789αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγει,
δ 790ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες.
δ 791και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλών στην μέση ανθρώπων,
δ 792φοβούμενο, που δολερόν του συραν γύρω κύκλον,
δ 793τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος,
δ 794κι έπεσε, αποκοιμήθηκε, κι οι αρμοί της ελυθήκαν.
δ 795Τότ' άλλο εφεύρηκε η θεά, η γλαυκομάτ' Αθήνη·
δ 796φάντασμα πλάθει, και όμοιαζε γυναίκα εις την μορφή του,
δ 797η Ιφθίμη, κόρη του υψηλού στο φρόνημα Ικαρίου,
δ 798π' ο Εύμηλος απ' τες Φερές την είχε πάρει νύμφη·
δ 799κι έστελνε αυτό στα δώματα του θείου Οδυσσέα,
δ 800κει, που 'κλαιε και οδύρονταν, την Πηνελόπη να βρει,
δ 801να παύσει αυτής τα κλάματα, τους θρήνους να σιγάσει.
δ 802σιμά στου σύρτη το λουρί στον θάλαμον εμπήκε,
δ 803στην κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε·
δ 804«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη;
δ 805όχι, δεν θέλουν οι θεοί, που ζουν ευτυχισμένα,
δ 806να κλαίεις, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίσει
δ 807το τέκνο σου· και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης».
δ 808Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης,
δ 809πολύ γλυκά ρουχάζοντας στες πύλες των ονείρων·
δ 810«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα
δ 811να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα.
δ 812την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους,
δ 813οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν,
δ 814π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγαν
δ 815σ' όλα τα προτερήματα, στων Δαναών τα γένη,
δ 816που εις την Ελλάδα η δόξα του και στ' Άργος μέσα εβγήκε.
δ 817και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μου
δ 818στο πλοίο, κι είναι αμάθητο στην πράξη και στους λόγους·
δ 819για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον,
δ 820για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθει,
δ 821ή στους λαούς, που πέρασεν, ή μέσα στα πελάγη·
δ 822ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, που μηχανώνται
δ 823να τον φονεύσουν, πριν ελθεί οπίσω στην πατρίδα».
δ 824Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης·
δ 825«Θάρρευε, μηδέ φοβηθείς τόσο πολύ στον νου σου·
δ 826είναι εις το πλάγι του οδηγός, που και άλλοι επιθυμούσαν,—
δ 827γιατί μεγάλα δύναται,—νά στέκεται σιμά τους,
δ 828η Αθηνά· και τώρ' αυτή σε συμπονεί, που κλαίεις,
δ 829και μ' εξαπόστειλεν εδώ, τούτα να σου ομιλήσω».
δ 830κι η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης·
δ 831«Και αν θεός είσαι, και θεού συ την φωνήν ακούεις,
δ 832και για τον άλλον λέγε μου, τον άμοιρον εκείνον,
δ 833αν είναι ακόμη στην ζωή, του Ηλιού το φως αν βλέπει,
δ 834ή απέθανε, κι ευρίσκεται στην κατοικιά του Άδη».
δ 835Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης·
δ 836«Γι' αυτόν εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς αν ζει ακόμη,
δ 837ή απέθανε- κι είναι κακό να λέγονται τα μάταια».
δ 838Είπε, του σύρτη από σιμά της θύρας κείνο εβγήκε,
δ 839και εις των ανέμων τες πνοές εσκόρπισε· και η κόρη
δ 840του Ικαρίου ξύπνησε, και ιλάρωσε η ψυχή της,
δ 841π' όνειρον ολοφάνερον της ήλθεν εις το δείλι.
δ 842Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες,
δ 843του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας·
δ 844και πετρωτόν είναι νησί, στην μέση της θαλάσσης,
δ 845της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου,
δ 846όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια,
δ 847δυο δίστομα, κι οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν.