γ. Ὑπέρ ὧν βουλεύεσθαι χρὴ καὶ σκοπεῖν, ὅπως μὴ
τοὺς πρότερον μισοῦντας τὴν ἀρχὴν τὴν Λακεδαιμονίων ἤ τούτων ὕβρις ποιήσει
τὴν ἐκείνων συμμαχίαν αὑτῶν νομίζειν εἶναι σωτηρίαν.
βουλεύεσθαι -
σκοπεῖν
ειδικό
τελικό
βουλεύεσθαι -
σκοπεῖν
υποκείμενο του απρ. ρ.
αντικείμενο του απρ. ρ.
υποκείμενο των απαρέμφατων βουλεύεσθαι -
σκοπεῖν:
ὑμᾶς
ὑμεῖς
ἡμεῖς
βουλεύεσθαι -
σκοπεῖν
ταυτοπροσωπία
ετεροπροσωπία
νομίζειν
ειδικό
τελικό
νομίζειν
υποκείμενο του ρ. ποιήσει
αντικείμενο του ρ. ποιήσει
υποκείμενο του απαρεμφάτου νομίζειν:
τοὺς μισοῦντας
ὑμεῖς
ὑμᾶς
νομίζειν
ταυτοπροσωπία
ετεροπροσωπία
εἶναι
ειδικό
τελικό
εἶναι
υποκείμενο του απρμφ. νομίζειν
αντικείμενο του απρμφ. νομίζειν
υποκείμενο του απαρεμφάτου εἶναι:
τοὺς μισοῦντας
τὴν συμμαχίαν
ὑμᾶς
εἶναι
ταυτοπροσωπία
ετεροπροσωπία