στ. Ἐγὼ δ’ ἡγοῦμαι μὲν χρῆναι μηδεμίαν μήτ’ αἰτίαν
(= παράπονο) μήτε κατηγορίαν μεῖζον δύνασθαι (= να έχει μεγαλύτερη δύναμη)
τῶν ὅρκων καὶ τῶν συνθηκῶν.
χρῆναι
ειδικό
τελικό
χρῆναι
υποκείμενο του ρ. ἡγοῦμαι
αντικείμενο του ρ. ἡγοῦμαι
υποκείμενο του απαρέμφατου χρῆναι:
ἐγώ
ὑμᾶς
ὑμεῖς
δύνασθαι
χρῆναι
ταυτοπροσωπία
ετεροπροσωπία
δύνασθαι
ειδικό
τελικό
δύνασθαι
υποκείμενο του ρ. ἡγοῦμαι
αντικείμενο του ρ. ἡγοῦμαι
υποκ. του χρῆναι
αντικ. του χρῆναι
υποκείμενο του απαρεμφάτου δύνασθαι:
ἐγώ
ὑμεῖς
αἰτίαν - κατηγορίαν
αἰτία - κατηγορία
δύνασθαι
ταυτοπροσωπία
ετεροπροσωπία