Ἔπαυσαν τὸν Τιμόλαον τῆς στρατηγίας. Έπαυσαν τον Τιμόλαο από τη στρατηγία.
Ρήμα:
ἔπαυσαν
πτώση αντ.
άμεσο ή έμμεσο
Υποκ. (ποιοι ἔπαυσαν;)
(ἡμεῖς) (οὗτοι) τὸν Τιμόλαον τῆς στρατηγίας
Αντ. (τι ἔπαυσαν;)
γενικήδοτική αιτιατική
άμεσο έμμεσο
Αντ. (ποιον ἔπαυσαν;)