πράττοντα, ψαυούσῃ: να γίνει χρονική αντικατάσταση των μετοχών στον τύπο που βρίσκονται doc

χρόνοςβεβλαφώς ψαυούσῃ
ενεστώταςτὸν πράττοντατῇ ψαυούσῃ
μέλλονταςτὸν πρά τῇ ψαυ
αόριστοςτὸν πρά τῇ ψαυ
παρακείμενος τὸν πεπρα τῇ ἐψαυ