«
Θεωρία
Ασκήσεις
»
Άσκηση στη γ' κλίση (Υγρόληκτα)
μονόθεμα ακατάληκτα σε -ηρ/-ηρος, -ωρ/-ωρος και ουδέτερα σε -αρ/-αρος
διπλόθεμα ακατάληκτα σε -ήρ/-έρος, -ωρ/-ορος
συγκοπτόμενα διπλόθεμα ακατάληκτα σε -ηρ/-ρος
ἐράνους συνῆγεν ἑστιῶν τοὺς μνηστ
έρα
έρι
έρος
ήρων
ερ
ορες
ωρες
ὶ
ῆρας
ῶρος
, (μνηστήρ, αιτ. πληθ.) καὶ ἀνεβάλλετο τὸν γάμον
αἱ φλεγμοναὶ γίνονται ξηραὶ μηδενὸς ἐξ αὐτῶν ἰχ
έρα
έρι
έρος
ήρων
ερ
ορες
ωρες
ὶ
ῆρας
ῶρος
(ἰχώρ, γεν. εν.) χωροῦντος
ταῦτʼ οὖν ὁ θεὸς ὦ φίλʼ ἄν
έρα
έρι
έρος
ήρων
ερ
ορες
ωρες
ὶ
ῆρας
ῶρος
(ἀνήρ, κλητ. εν.) οὐκ ὀρθῶς ποιεῖ
οἷον τὸ κώνειον τῷ ψαρ
έρα
έρι
έρος
ήρων
ερ
ορες
ωρες
ὶ
ῆρας
ῶρος
(ψάρ, δοτ. εν.) μὲν τροφή, φάρμακον δ' ἀνθρώπῳ
Τῶν δ' ἐν ἀ
έρα
έρι
έρος
ήρων
ερ
ορες
ωρες
ὶ
ῆρας
ῶρος
(ἀήρ, δοτ. εν.) γινομένων χειμῶνα μὲν εἶναί φασι τὸν ὑπὲρ γῆς ἀ
έρα
έρι
έρος
ήρων
ερ
ορες
ωρες
ὶ
ῆρας
ῶρος
(ἀήρ, αιτ. εν.) κατεψυγμένον διὰ τὴν τοῦ ἡλίου πρόσω ἄφοδον, ἔαρ δὲ τὴν εὐκρασίαν τοῦ ἀ
έρα
έρι
έρος
ήρων
ερ
ορες
ωρες
ὶ
ῆρας
ῶρος
(ἀήρ, γεν. εν.) κατὰ τὴν πρὸς ἡμᾶς πορείαν.
ἐκεῖσε οὖν ἀφιγμένοι οἱ τῶν Ῥωμαίων ἡγήτ
έρα
έρι
έρος
ήρων
ερ
ορες
ωρες
ὶ
ῆρας
ῶρος
(ἡγήτωρ, ον. πληθ.) ῥᾷον τῶν φρουρίων περιεγένοντο τῶν πλείστων
ἄστρου φῶς περιληφθὲν νέφει πυκνῷ καθάπερ ἐπὶ τῶν λαμπτ
έρα
έρι
έρος
ήρων
ερ
ορες
ωρες
ὶ
ῆρας
ῶρος
(λαμπτήρ, γεν. πληθ.) γίγνεται
Παρὰ τοῖς λογογράφοις ἔκγονοι μὲν ἴνιες, καὶ κέλ
έρα
έρι
έρος
ήρων
ερ
ορες
ωρες
ὶ
ῆρας
ῶρος
, (κέλωρ, ον. πληθ.) καὶ νέπτυες, καὶ νέποδες
Έλεγχος
ΕΝΤΑΞΕΙ
ανανέωση
© Ελληνικός Πολιτισμός - Γιάννης Παπαθανασίου