Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Άρης Αλεξάνδρου, [Η αυτοκτονία του Σοφοκλή]

Ε B

210 211 212 213 214 215

210

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Άρης Αλεξάνδρου, [Η αυτοκτονία του Σοφοκλή]

 

Το Κιβωτιο Γραμμενο από το 1966 ως το 1972 στην Αθήνα και στο Παρίσι, δημοσιεύτηκε το 1974 στα ελληνικά και στα γαλλικά. Αναπτύσσει μια παλιότερη ιδέα και θεωρείται από τα πιο χαρακτηριστικά έργα της μεταπολεμικής πεζογραφίας. Στα τέλη του Εμφύλιου (Ιούλιος 1949) το Γενικό Αρχηγείο αναθέτει σε μια ομάδα 34 ανταρτών (ομάδα αυτοκτονίας) να μεταφέρει μέσα από εχθρικό έδαφος και να παραδώσει στη διοίκηση μιας ανταρτοκρατούμενης πόλης ένα κιβώτιο με πολύ σημαντικό αλλά άγνωστο περιεχόμενο. Κατά τη διάρκεια της αποστολής και μέσα σε ποικίλες αντιξοότητες τα μέλη της ομάδας αποδεκατίζονται. Σώζεται μόνο ένας αντάρτης, ο οποίος και παραδίδει το κιβώτιο. Όταν όμως οι παραλήπτες ανοίγουν το κιβώτιο διαπιστώνουν ότι είναι άδειο. Τότε ο αντάρτης που το παρέδωσε κατηγορείται για δολιοφθορά και φυλακίζεται. Από τη φυλακή συντάσσει μια αναφορά προς τον ανακριτή στην οποία εξιστορεί λεπτομερώς πώς ακριβώς συνέβησαν τα γεγονότα κατά την εκτέλεση της αποστολής. Αυτή η γραπτή κατάθεση του κατηγορούμενου αντάρτη είναι το μυθιστόρημα, το οποίο επιδέχεται πολλές ερμηνείες με πιθανότερη την ερμηνεία της πολιτικής αλληγορίας σε σχέση με τον εμφύλιο ή σε σχέση με τις ηγεσίες και τις εντολές τους. Στο απόσπασμα παρακολουθούμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό.


 

[Η αυτοκτονια του Σοφοκλη]
(απόσπασμα)

Στο σημείο V4,* αυτοκτόνησε ο Σοφοκλής. Ιδού πώς γίνανε τα πράγματα: Φτάνοντας για πρώτη φορά στη Μεγάλη Λίμνη, στρίψαμε δεξιά, κάναμε έναν μεγάλο κύκλο, ξαναπεράσαμε απ' την όχθη, στρίψαμε αριστερά, κάναμε κι άλλον κύκλο και ξαναφτάσαμε στη Μεγάλη Λίμνη. Όταν περνάγαμε για δεύτερη φορά απ' τη Μεγάλη Λίμνη, ο Τηλέμαχος πρότεινε στον Ταγματάρχη να σταματήσουμε για λίγο και να κάνουμε μπάνιο, μα ο Ταγματάρχης τον κοίταξε τόσο έκπληκτος, που ο Τηλέμαχος κοκκίνισε ντροπιασμένος. Περνώντας για τρίτη φορά απ' τη Μεγάλη Λίμνη, έτυχε να σταματήσουμε για την ωριαία στάση, τα «πέντε λεπτά» μας και ήτανε ντάλα μεσημέρι, ο ήλιος μεσούρανα να σε βαράει κατακούτελα, 211να μην κουνιέται φύλλο. Ο Ταγματάρχης χτύπησε τρεις φορές το κουδούνι (σαν αυτά που κρεμάνε στα κριάρια), η φάλαγγα σταμάτησε, άλλος έκατσε, άλλος ξάπλωσε στην άκρη του δρόμου, το νερό ήτανε καμιά εικοσαριά μέτρα παρακάτω, ίσκιος πουθενά, ούτε δέντρο, ούτε θάμνος, λίγα βούρλα μονάχα κι εκεί που καθόμουνα, είδα ξάφνου τον Σοφοκλή να βγάζει το πουκάμισό του, να ξεκουμπώνει το παντελόνι του, φωνάζοντας στον Ταγματάρχη, «Μια βουτιά θα κάνω, θα γυρίσω πριν περάσουνε τα πέντε λεφτά» και γδύθηκε στο λεφτό, έτρεξε κι έπεσε στο νερό και ο Ταγματάρχης δεν έφερε αντίρρηση και μας έπιασε όλους μια απερίγραπτη φούρια κι αρχίσαμε να γδυνόμαστε, σκίζοντας σχεδόν τα ρούχα μας και κατεβήκανε κι όσοι είχαν βάρδια φρουρήσεως στα υπόγεια, γδύθηκε ως και ο Ταγματάρχης κι έβγαλε ως και το εποφθάλμιο (και είδα τότε με έκπληξη ότι το δεξί του μάτι ήτανε κανονικό, μάτι τυφλού δηλαδή, αλλά εγώ περίμενα πως ήτανε βγαλμένο, περίμενα να δω μια βαθιά τρύπα, ενώ το μάτι του δεν είχε τίποτα, ήταν πολύ καλύτερο κι απ' τα γυάλινα, γιατί λοιπόν να το κρύβει;) και πέσαμε όλοι στο ακύμαντο νερό της λίμνης, που ήταν βέβαια αρκετά θολό στα ρηχά, γιατί είχε βούρκο ο βυθός, μα εγώ ξεμάκρυνα με γρήγορες απλωτές και βρέθηκα σε νερά κρυστάλλινα και έπαψα να ακούω τις φωνές και τα χάχανα των άλλων, είχα γυρίσει ανάσκελα, επέπλεα ασάλευτος με τα μάτια κλειστά, σαν τότε που κολυμπάγαμε στη Βουλιαγμένη με τον Χριστόφορο και τον Αλέκο και έκανα τη «σανίδα» και ύστερα έβγαλα το μαγιώ μου μέσα στο νερό και το πέταξα όσο πιο μακριά μπορούσα και κολύμπησα βιαστικά να το ξαναπιάσω, πριν προφτάσει να βουλιάξει, κι ο Χριστόφορος και ο Αλέκος με μιμήθηκαν και βγήκαμε τσίτσιδοι στα έρημα βραχάκια, μα εκείνη τη στιγμή, άκουσα το κουδούνι να χτυπάει δυο φορές, στράφηκα και είδα τον Ταγματάρχη στην όχθη, ντυμένον, να κρατάει στο αριστερό του χέρι το σιδηροδρομικό ρολόι, κρεμασμένο από την αλυσίδα του. Μερικοί είχαν ήδη βγει και ντυνόντουσαν και μόλις ετοιμάστηκαν οι τρεις πρώτοι, ο Ταγματάρχης τους είπε να ανεβούνε στα κάρα, να πάρουνε τα γκέμια και να ξεκινήσουνε. Τι να κάνουμε κι εμείς, βιαστήκαμε να βγούμε, γιατί δεν άξιζε βέβαια τον κόπο να μείνεις λίγο παραπάνω στο νερό, για να τρέξεις ύστερα να προλάβεις τα κάρα, μέσα σε κείνο το λιοπύρι. Όλοι μας είμασταν πολύ κεφάτοι, ακόμα και ο Σοφοκλής, που βγαίνοντας απ' τη λίμνη, κάτι πάτησε και έκοψε την αριστερή του φτέρνα («Δεν είναι τίποτα, —είπε— μια γρατζουνιά»). Βαδίσαμε γρήγορα, προφτάσαμε τα κάρρα, πρόσεξα πως ο Σοφοκλής πάταγε στα δάχτυλα του αριστερού του ποδιού, παρακάλεσε τελικά 212τον Ροβήρο να του δέσει την πληγή, τον ενοχλούσε όσο να 'ναι η γρατζουνιά του και για να μην τα πολυλογώ, την άλλη κιόλας μέρα το πόδι του είχε πρηστεί, αναγκάστηκε να βγάλει το γουρουνοτσάρουχο, κούτσαινε, άρχισε να βραδυπορεί και ο Λέανδρος, που είχε βάρδια οδηγού στο τρίτο κάρρο, του είπε να πάρει τη θέση του κι αυτός (ο Λέανδρος) πήδηξε κάτω και πήρε θέση στη βάρδια συνοδείας. Ο Ταγματάρχης είδε αυτή την αλλαγή, κάτι πήγε να πει, άλλαξε όμως γνώμη και δεν είπε τίποτα. Την άλλη μέρα, ο Λεωνίδας, που είχε βάρδια φρουρήσεως στο υπόγειο, παραχώρησε τη θέση του στον Σοφοκλή, μα τούτη τη φορά, ο Ταγματάρχης επενέβη και είπε πως αυτό που κάνανε ήτανε αντικανονικό. Ο Σοφοκλής είχε βάρδια συνοδείας, έπρεπε λοιπόν να βαδίσει δίπλα στο κάρο. Δεν ήταν νοητόν να κάνουνε οι άλλοι της διμοιρίας του διπλές βάρδιες συνοδείας, δηλαδή να κουράζονται διπλά. Η φάλαγγα είχε σταματήσει, επενέβη ο Σταμάτης και είπε πως ήταν απαράδεκτο να κυανιστεί* ένας μαχητής που μπορούσε να κάνει όλες τις άλλες βάρδιες, ακόμα και να πολεμήσει, αν παρουσιαζότανε ανάγκη. Ο Ταγματάρχης δεν απάντησε αμέσως, τον είδα που δίσταζε, λες και έψαχνε να βρει επιχειρήματα και τελικά μας δήλωσε πως ρώτησε με τον ασύρματο το Γενικό Αρχηγείο και η απάντηση ήταν «Σοφοκλής κυάνιο». Ο Σοφοκλής τον κοίταζε σαν χαμένος και τελικά, πρόφερε σχεδόν ψιθυριστά, δεν καταλαβαίνει τι θα κέρδιζε η Αποστολή, αν έλειπε αυτός απ' τη μέση. Τότε ο Ταγματάρχης θύμωσε για καλά (ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τον έβλεπα να χάνει την ψυχραιμία του) του έβαλε τις φωνές και του θύμισε πως ήτανε προειδοποιημένος, του είχαν εξηγήσει τον κανονισμό της πορείας, το είχε σκεφτεί και το δέχτηκε εθελοντικά να πάρει μέρος στην Αποστολή και βέβαια (ομολόγησε ο Ταγματάρχης) άλλο είναι η θεωρητική κατάστρωση ενός σχεδίου και άλλο η πρακτική εφαρμογή του, γι' αυτό δεν είπε τίποτα όταν ο Λέανδρος του παραχώρησε τα γκέμια, αμφέβαλε κι ο ίδιος, ρώτησε όμως το Γενικό Αρχηγείο και τώρα είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τη διαταγή, επικαλείται τη μαρτυρία του Τηλέμαχου, που ξέρει τον κώδικα και την διάβασε, «Ψέματα, Τηλέμαχε;».

Ο Τηλέμαχος κατένευσε. Ο Σταμάτης παρατήρησε τότε πως μπορούσε κάλλιστα να μη ρωτήσει το Γενικό Αρχηγείο, να πάρει μόνος του μια πρωτοβουλία, να πάρει αυτός την ευθύνη, τι σόι αρχηγός αποστολής ήτανε; Ο Ταγματάρχης κοίταζε τον Σταμάτη σαν να μην πίστευε στ' αυτιά του, 213μα πριν προλάβει ν' απαντήσει, ο Σοφοκλής όρμησε στο υπόγειο του τρίτου κάρου (ανασήκωσε την κουρελού, που κρεμότανε μπροστά στην μπούκα για να μη φαίνεται) και ξαναβγήκε απ' το υπόγειο, κρατώντας ένα φτυάρι. Έριξε μια ματιά γύρω του, είδε μια γέρικη ελιά στ' αριστερά του δρόμου, προχώρησε κουτσαίνοντας, έφτασε στον αραιό της ίσκιο κι άρχισε να σκάβει, λέγοντας:

— Είμαι ικανός για το συνεργείο ταφής.

Ο Ταγματάρχης συμπλήρωσε το συνεργείο, ορίζοντας στην τύχη άλλους τρεις, σκάψανε όλοι με τη σειρά, με φτυάρια και κασμάδες κι ο Σοφοκλής, έκατσε δίπλα στον ανοιχτό τάφο να καπνίσει το τελευταίο του τσιγάρο, έχοντας δεχτεί και το σιδηροδρομικό ρολόι. Κάπνιζε αμίλητος, με σκυφτό το κεφάλι, έτσι που μπορεί να πέφτω έξω, αλλά μου φάνηκε πως είχε καρφώσει το βλέμμα του στην πληγωμένη του φτέρνα, θα πρέπει να την κοίταζε με μίσος, φαντάζομαι, και όλοι εμείς καθόμασταν σε ημικύκλιο μπροστά του, φάτσα του, μα κανείς δεν τούλεγε τίποτα, ήταν η μόνη φορά που δεν κουβεντιάσαμε με έναν κυανιζόμενο τραυματία, μόνο καθόμασταν εκεί, με σκυμμένα κι εμείς τα κεφάλια και κάποτε κάπνισε ο Σοφοκλής το τσιγάρο του μέχρι τελευταία ρουφηξιά, πέταξε τη γόπα κι απόμεινε κοιτάζοντας το ρολόι, που κράταγε στ' αριστερό του χέρι. Ο Ταγματάρχης σηκώθηκε, στάθηκε προσοχή χαιρετώντας στρατιωτικά, σηκωθήκαμε και όλοι εμείς οι άλλοι και περιμέναμε ασάλευτοι και σε λίγο μου πέρασε η σκέψη πως ο Σοφοκλής αργεί πολύ, θα πρέπει να πέρασαν τα δεκατρία λεφτά, ίσως νάτανε μια ζαβολιά εκ μέρους του, ίσως και να ξεχάστηκε, βυθισμένος ως θα πρέπει να 'τανε σε σκέψεις, μα ξάφνου ο Σοφοκλής πετάχτηκε όρθιος, λέγοντας πως δεν έχει τίποτα, του πέρασε το πόδι του, δεν πονάει, δεν κουτσαίνει πια, να, περπατάει κανονικά, πιο γρήγορα κι απ' το κανονικό —«Με βλέπετε; Δεν κουτσαίνω καθόλου»— και πραγματικά, δεν κούτσαινε, έφτασε δίπλα στο τρίτο κάρο, όπου είχε αφήσει κατάχαμα στο δρόμο το ταγάρι του με το περίστροφο, κρέμασε το ταγάρι στον ώμο του και προχώρησε κατά μήκος των κάρων, σα να βάδιζε σε στρατιωτική παρέλαση και σε λίγο τον άκουσα να τραγουδάει την «Παντιέρα ρόσα», ένα τραγούδι των ιταλών συντρόφων (μου το 'χε μάθει κι εμένα ο Σοφοκλής, το ψιλοτραγουδάγαμε, χαμηλόφωνα, σαν τύχαινε να βρεθούμε μαζί στη βάρδια υπογείου, γιατί ο Ταγματάρχης είχε απαγορεύσει τα τραγούδια, δεν έπρεπε τίποτα να δίνει την εντύπωση πως είμασταν τμήμα στρατού κι αυτουνού του το 'χε μάθει ο Τζιάκομο, που είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ και τον γνώρισε ο Σοφοκλής 214στον Παρνασσό, στην Κατοχή) και τραγουδώντας έτσι, βάδιζε τώρα εν-δυο και ο Ταγματάρχης είπε, σα να αναστέναζε με ανακούφιση, «Όλοι στις θέσεις σας» κι ώσπου να γυρίσουμε στα κάρα και να ξεκινήσουμε, ο Σοφοκλής είχε προχωρήσει καμιά πενηνταριά μέτρα μπροστά απ' τα πρώτα άλογα και σε λίγο σταμάτησε, έκανε μεταβολή και μας φώναξε:

— Βραδυπορείτε! Θα σας κυανίσω!

Γέλασε, κούνησε το χέρι του σα να μας φοβέριζε και συνέχισε να βαδίζει καταμεσής του δρόμου κι η φάλαγγα προχωρούσε ξοπίσω του. Ακόμα κι όσοι είχαν βάρδια φρουρήσεως στα υπόγεια, βαδίζανε δίπλα στα κάρα και κοίταζαν τον Σοφοκλή και ο Τηλέμαχος, που περπάταγε δίπλα στα πρώτα άλογα, δίνοντας τον ρυθμό της πορείας, είχε επιβραδύνει νομίζω το βήμα του, σα να μην ήθελε να φτάσει τον Σοφοκλή, σα να ήθελε να τον αφήσει να προπορεύεται, μα παρ' όλα αυτά, κάτι συνέβη σε λίγο απ' τη μια στιγμή στην άλλη — είχα την αίσθηση πως περπατάω και μένω επί τόπου, λες κι ο δρόμος είχε γίνει κυλιόμενος τάπης, κινούμενος προς την αντίθετη κατεύθυνση, λες και μια αόρατη δύναμη είχε σηκώσει ελάχιστα το κάρρο δίπλα μου, έτσι που οι ρόδες γύριζαν στον αέρα, μόλις — μόλις ακουμπώντας στα χαλίκια, λες κι ο Σοφοκλής, εξακολουθώντας πάντα να βαδίζει μπροστά, παρασυρότανε προς τα πίσω απ' τον κυλιόμενο δρόμο και η πλάτη του όλο και πλησίαζε, όλο και ερχότανε κατά πάνω μου και οι σκούροι λεκέδες απ' τον ίδρωτα διακρίνονταν όλο και καθαρότερα στο πουκάμισό του, όλο και μίκραινε σταθερά η απόσταση που μας χώριζε, ώσπου έφτασε ο Σοφοκλής και πέρασε δίπλα μου κυλιόμενος και είδα πως είχε το δεξί του χέρι μέσα στο κρεμασμένο απ' τον ώμο του ταγάρι και το ταγάρι με ακούμπησε περνώντας από δίπλα μου, στα αριστερά μου και την επόμενη στιγμή, άκουσα έναν πυροβολισμό και σκέφτηκα: «Τον σκότωσε!»

Σκέφτηκα πως ο Σοφοκλής είχε σκοτώσει τον Ταγματάρχη, που βάδιζε λίγο πιο πίσω από μένα, μαζί με τον υπίατρο Ροβήρο, τελευταίοι οι δυο τους της φάλαγγας. (Ο Ταγματάρχης βάδιζε συνήθως επικεφαλής, δίνοντας τον ρυθμό της πορείας, εκτός απ' τις ώρες που κοιμότανε, ή κρυπτογραφούσε τα μηνύματα. Ήταν φυσικό να μην έχει άλλες βάρδιες ο Ταγματάρχης, μπορούσε να κάθεται όση ώρα ήθελε στη στέγη και τον είχα υποπτευτεί πως μένει εκεί, χασομερώντας, σκυμμένος πάνω απ' το Αγγλο­ελληνικό Λεξικό —δεν ήξερα ακόμα πως ήτανε το Ευαγγέλιο*— υποκρινόμενος 215πως εργάζεται, γιατί βέβαια δεν μπορούσε να ξαπλώσει, μια και είχε δίπλα του τους δυο της βάρδιας στέγης. Αργότερα, όταν μάθαμε τον κώδικα, όταν είδα πόσο περίπλοκος ήταν —ή μάλλον όχι, ήταν απλούστατος, αλλά η κρυπτογράφηση και η αποκρυπτογράφηση σου παίρνανε πολλή ώρα— πείστηκα πως ο Ταγματάρχης έκανε τίμια και ευσυνείδητα τη δουλειά του, δηλαδή, όσο το δυνατόν γρηγορότερα). Τώρα όμως, ο Ταγματάρχης βάδιζε τελευταίος, λες και περίμενε τον Σοφοκλή, λες και ήθελε να είναι παρών στο σημείο που θα 'ρχιζε ο Σοφοκλής να βραδυπορεί. Μόλις άκουσα λοιπόν το πυροβολισμό, στράφηκα και είδα τον Σοφοκλή πεσμένον ανάσκελα στον δρόμο και τον Ροβήρο σκυμμένον από πάνω του. Ο Ταγματάρχης στεκότανε ασάλευτος, λίγο παράμερα.

— Είναι νεκρός; — τον άκουσα να λέει.

— Σχεδόν, —απάντησε ο Ροβήρος.— Τυφλό τραύμα εξ επαφής στον αριστερό πνεύμονα.

— Πονάει; — ξαναρώτησε ο Ταγματάρχης.

— Δε νομίζω. Έχει χάσει τις αισθήσεις του.

Τα κάρρα σταμάτησαν, όλοι τρέξανε να δουν, μα ο Ταγματάρχης τους έδιωξε διατάζοντάς τους να συνεχίσουν την πορεία, όρισε μόνον τέσσερις που θα μένανε (μεταξύ των οποίων κι εγώ). Ο Ροβήρος εξακολουθούσε να 'ναι σκυμμένος πάνω απ' τον Σοφοκλή, κρατώντας τον σφυγμό του. Ο Ταγματάρχης έβγαλε να στρίψει τσιγάρο κι αν κοίταζες το πρόσωπό του, θα σχημάτιζες την εντύπωση πως είναι πολύ ψύχραιμος, σχεδόν αδιάφορος, τα δάχτυλά του όμως τρέμανε ελαφρώς και δεν τα κατάφερνε να στρίψει το τσιγάρο του και τελικά το τσιγαρόχαρτο σκίστηκε (ενώ ήταν μάστορας στο στρίψιμο, ταχυδακτυλουργός μπορώ να πω και το 'στριβε στο τσάκα τσάκα το τσιγάρο, ακόμα και με το 'να μόνο χέρι) και τότε εγώ, βιάστηκα να βγάλω την αυτόματη ταμπακέρα μου, να στρίψω τσιγάρο και να του προσφέρω (για πρώτη φορά, γιατί ως τα τότε οι σχέσεις μας ήτανε τυπικότατες) και ο Ταγματάρχης το δέχτηκε, το πήρε το έτοιμο τσιγάρο μου, άφησε να πέσει ο καπνός απ' το δικό του σκισμένο τσιγαρόχαρτο, το τσαλάκωσε, το πέταξε, άναψε το καλοστριμμένο μου τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά, τη στιγμή που ακούστηκε η φωνή του υπίατρου Ροβήρου, «Είναι νεκρός» — εννοώντας τον Σοφοκλή.

 

Ά. Αλεξάνδρου, «Παράνομο σημείωμα»

Ά. Αλεξάνδρου, «Μέσα στις πέτρες»

 

 

*σημείο V4: Η αναφορά περιέχει και τοπογραφικά σχεδιαγράμματα.

να κυανιστεί: Να αυτοκτονήσει παίρνοντας κυάνιο. Πρόκειται για ομάδα αυτοκτονίας.

*Ένα βιβλίο που έγραφε στο εξώφυλλο Αγγλοελληνικό Λεξικό και που μέσα ήταν το Ευαγγέλιο, στο οποίο βασιζόταν ο κρυπτογραφικός κώδικας.

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Στην κατάθεσή του ο αφηγητής μιλάει κατά βάση σε πρώτο πρόσωπο Ενικού ή Πληθυντικού. Συνήθως όμως παρεμβάλλει στην αφήγηση πράξεις και λόγια προσώπων-μελών της ομάδας. Στο απόσπασμα που διαβάσατε να βρείτε: α) Ποια πρόσωπα δρουν και μιλούν, β) Τι φανερώνει η συμπεριφορά τους, γ) Με ποιο τρόπο αποδίδει ο αφηγητής το λόγο τους, δ) Ποια εντύπωση δημιουργεί στον αναγνώστη αυτή η τεχνική της αφήγησης;
  2. Να σχολιάσετε ιδιαίτερα τη συμπεριφορά του ταγματάρχη. Πώς τον χαρακτηρίζετε;
  3. Να παρακολουθήσετε τη στάση του Σοφοκλή στις διάφορες φάσεις και να τη σχολιάσετε.
  4. Σε ποιο τμήμα του αποσπάσματος υπάρχει αναδρομή και τι φανερώνει;

 


Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978)

Αλεξάνδρου Άρης

Φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη. Γεννήθηκε στο Λένινγκραντ της Ρωσίας και σε ηλικία 6 ετών εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, πρώτα στη Θεσσαλονίκη και έπειτα στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών. Από το 1967 ζούσε μόνιμα στo Παρίσι, όπου και πέθανε. Η ποίησή του πηγάζει από τις οδυνηρές εμπειρίες του στη φυλακή και την εξορία και εκφράζει τον αγώνα του για πνευματική ανεξαρτησία απέναντι σε οποιαδήποτε πνευματική ή πολιτική κηδεμονία. Εκτός από ποιήματα έγραψε το μυθιστόρημα Το Κιβώτιο (1975) και διακρίθηκε ως μεταφραστής λογοτεχνικών έργων από τα Ρωσικά (Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Μαγιακόφσκι, Έρεμπουργκ, Τσέχωφ), από τα Γαλλικά (Βολταίρος, Μοπασάν, Αραγκόν) και τα Αγγλικά (Ντάβιντ Λόρενς, Τζακ Λόντον, Ουάιλντ, Στάινμπεκ κ.ά.). Ποιητικά έργα του: Ακόμα τούτη η Ανοιξη (1946), Άγονος γραμμή (1952), Ευθύτης οδών (1959). Συγκεντρωτική έκδοση: Ποιήματα 1941-1971 (εκδ. «Κείμενα»).

Παρασκήνιο. Άρης Αλεξάνδρου «Ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών» (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Αντιθέσεις. Άρης Αλεξάνδρου (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 



 

Άρης Αλεξάνδρου

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Άρης Αλεξάνδρου (ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στην Πετρούπολη της Ρωσίας το 1922 (το έτος της γέννησής του, η πόλη μετονομάστηκε, προς τιμήν του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, Λένινγκραντ). Ο πατέρας του Βασίλης Βασιλειάδης είχε γεννηθεί στην Τραπεζούντα, αλλά εγκαταστάθηκε στην εφηβική του ηλικία στη Ρωσία, πρώτα στην Οδησσό και κατόπιν στην Πετρούπολη, όπου και παντρεύτηκε την Πωλίνα Βίλγκελμσον. Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του Άρη (το 1928), η οικογένεια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα. Ο Άρης φοίτησε στη Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή, στο περιοδικό της οποίας πρωτοεμφανίστηκαν κείμενά του. Κατόπιν, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες για εισαγωγή στο Πολυτεχνείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών, εισήχθη στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών Επιστημών.

Άρχισε να μεταφράζει και να γράφει σε νεαρή ηλικία. Οι πολιτικές του περιπέτειες (εξορίστηκε στην Ελ Ντάμπα της Λιβύης, στον Μούδρο της Λήμνου, στη Μακρόνησο κτλ. και φυλακίστηκε για τα αριστερά πολιτικά του φρονήματα), που συνοδεύονταν από αντίστοιχες ιδεολογικές, καθώς διαφωνούσε με τους συντρόφους του, δεν έκαμψαν τη μεταφραστική του παραγωγή, ούτε και την ποιητική του δημιουργικότητα. Από το 1967 έζησε αυτοεξόριστος, μαζί με τη σύζυγό του Καίτη Δρόσου, στο Παρίσι, όπου και τελείωσε τη συγγραφή του μυθιστορήματος Το κιβώτιο. Πέθανε στο Παρίσι, το 1978.

Τα ποιητικά έργα του είναι: Ακόμα τούτη η άνοιξη (1946), Άγονος Γραμμή (1952), Ευθύτης Οδών (1959), Ποιήματα (1941-1971) (1972). Το βιβλίο αποσύρθηκε (διότι επενέβη η αστυνομία για ν' ασκηθεί λογοκρισία) και ξανακυκλοφόρησε το 1974. Εξέδωσε τα ακόλουθα βιβλία: Το Κιβώτιο (μυθιστόρημα 1975), Η εξέγερση της Κροστάνδης, (χρονικό 1975), Τα Ksilophαρα (παιδικό παραμύθι γραμμένο σε φωνητική άστικτη γραφή 1976) και τη συλλογή άρθρων και θεατρικών Έξω απ' τα δόντια (1977). Ασχολήθηκε επίσης και με τη μετάφραση από τα αγγλικά, τα ρωσικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα γερμανικά. Το μυθιστόρημά του Το κιβώτιο μεταφράστηκε στα γαλλικά (1978) και στα αγγλικά και ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες για ανθολογίες και περιοδικά. Το έργο του, ειδικά το μυθιστόρημά του, αποτέλεσε θέμα πολλών πανεπιστημιακών εργασιών.

 

2. H κριτική για το έργο του

«Είχα δηλώσει [...] την αμηχανία μου μπροστά σ' αυτό το αυχμηρό ποιητικό τοπίο, όπου οι αιρετικές διδακτικές προθέσεις και η σκληρή θεματική ύλη δημιουργούν κάποια συμφόρηση στην επιφάνεια του ποιήματος [...]. Αυτή είναι μια, δίχως την αρμόδια ύλη της, περιγραφή της ποιητικής και πολιτικής διαδρομής του Άρη Αλεξάνδρου: από την αγωνιστική κατάφαση στις συμπληγάδες της πολιτικής εμπλοκής και τελικά στη σοφία της βιολογίας που ακυρώνει —στην ανάγκη και αναρχικά— τις αρχές και τις εντολές των διευθυντηρίων της διορισμένης αριστεράς. Μέσα από τις δυσκολίες αυτές η πολιτική ηθική γύρεψε τον στόχο της ποίησης. Αν τον έφτασε κιόλας δεν ξέρω. Θα το δείξει ο χρόνος».

 

(Δ.Ν. Μαρωνίτη, "Οι λέξεις της πολιτικής και ο λόγος της ποίησης",

εφ. Το Βήμα, 9.6.1976)

 

«Ο Αλεξάνδρου επίσης είναι ποιητής βγαλμένος από τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά στο καλύτερο μέρος του δεν είναι πολεμικός ποιητής· είναι μάλλον ποιητής του "ψυχρού εμφυλίου πολέμου" που γνώρισε η Ελλάδα, της περιόδου εκείνης με τη λίγο - πολύ ανοιχτή σύγκρουση κομμουνιστών και αντικομουνιστών, που η αρχή του τέλους της σήμανε με την κατάρρευση των κολονέλων το 1974. Παρά το γεγονός ότι ο Αλεξάνδρου εντάσσεται πλήρως στην εποχή του, δεν είναι τυφλά στρατευμένος: μ' όλη την αριστερή του πίστη, η προοπτική του, όπως αποκρυσταλλώνεται στην καλύτερη παραγωγή του, είναι περισσότερο ουμανιστική παρά μαρξιστική. Ο Αλεξάνδρου ανήκει στη νέα γενιά που επηρεάστηκε από τους πρεσβύτερους Κώστα Βάρναλη και Γιάννη Ρίτσο και απογοητεύτηκε πιο έντονα από τον μοσχοβίτικο κομμουνισμό, από τον οποίο ήλπιζε περισσότερα από όσα οι δάσκαλοί της· το γεγονός ότι τόλμησε να βάζει υπότιτλο σε ένα ποίημα "με τον τρόπο του Ζντάνωφ" εξηγεί αρκετά το γιατί δεν έφτασε, όπως οι δύο άλλοι Έλληνες, στο βραβείο Λένιν. Ο Βάρναλης είναι κραυγαλέα πολέμιος της κυρίαρχης τάξης· ο Ρίτσος πανηγυρικά αλληλέγγυος με την εργατική τάξη. ο Αλεξάνδρου ερευνά την προσωπική, αταξική ηθική».

 

(Ricks D., "Aris Alexandrou", Grand Street, 1989. Από το: Ραυτόπουλος Δ., Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος,

Σοκόλης, Αθήνα, 1996, σελ. 348)

 

«Στο μυθιστόρημα αυτό δεν υπάρχει καθόλου το μεταφυσικό στοιχείο, δεν απαντούν οι αποφασιστικές εκείνες καφκικές "παρουσίες", που η προ-έλευσή τους και η απώτερη σημασία τους δεν ανιχνεύεται πουθενά. Ο Α.Α. δεν είναι υπαρξιακός, είναι πολιτικός συγγραφέας και καταπιάνεται μ' ένα μέγιστο αλλά συγκεκριμένο πρόβλημα του καιρού μας [...]. Όμως ο Α.Α. δεν είναι ρεαλιστής. Και αν "ποιητική αδεία" παραμορφώνει την πραγματικότητα, τόσο στις γενικές διατάξεις της όσο και στους υπερτονισμούς κάποιων κυρίως σατιρικών ευρημάτων [...] κατορθώνει να ζωντανέψει πιστότερα και ουσιαστικότερα τη ζοφερή μας πραγματικότητα εκείνης της εποχής, με μια μάλιστα ασυνήθιστη αίσθηση του χώρου και των αντικειμένων. Και ταυτόχρονα ν' αδράξει στην καθολικότητά του το πρισματικό πρόβλημα που τον απασχολεί, να το ψηλαφίσει στις διάφορες έδρες του: την απανθρωπιά όχι μόνο των πράξεων αλλά και της νοοτροπίας και των σχέσεων με τον πλησίον, που δημιουργεί η αξίωση της τυφλής προσήλωσης στον αυθαίρετο μηχανισμό που θα επιβάλει βίαια τον ανθρωπισμό στην υφήλιο· τη συνακόλουθη εξαφάνιση της προσωπικότητας [...]. Το έσχατο θύμα αυτής της εξωφρενικής κατάστασης είναι η ίδια η λογική στις επεξεργασίες της οποίας οφείλεται η τερατογονία - αίρεται η λογική για να στηθεί στη θέση της ο νέος σχολαστικισμός του 20ού αιώνα».

 

(Δ. Κοτζιάς, εφ. Η Καθημερινή, 18.5.1975)

 

«Αν λειτουργούσαν σωστά στον τόπο μας τα κανάλια από όπου το αναγνωστικό κοινό πληροφορείται για την αξία ενός βιβλίου, Tο Κιβώτιο θα έπρεπε να είχε ήδη αποτελέσει εκδοτικό γεγονός. [...] Προσπαθεί να είναι "φαινομενολογία" του σύγχρονου κόσμου, που γενναίες δόσεις ναρκωτικών φαρμάκων και παραισθησιογόνων δηλητηρίασαν το αίμα του. Το Κιβώτιο δεν είναι έργο ρεαλιστικό. Ενώ περιγράφονται γεγονότα των τελευταίων μηνών του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα (μέσα του 1949), ο αναγνώστης αναγνωρίζει κάπως αόριστα τη συγκεκριμένη πραγματικότητα αλλά ταυτόχρονα μια σύνθεσή της που υπερβαίνει τα ελληνικά δεδομένα. Και ακόμη περισσότερο, λόγος που καθιστά το μυθιστόρημα πιο ευανάγνωστο και πιο ευθύβολο: η άλλη πραγματικότητα που ορίζεται, η εσωτερική, δεν κτίζεται μόνο με στοιχεία που δανείζεται από το υλικό της επαναστατικής αριστεράς, αλλά και από κάθε σύγχρονο "ιερατείο"».

 

(Α. Αργυρίου, Αντί, περίοδος Β', 32, 1975)

 

«Το Κιβώτιο μπορούμε να το δούμε σαν μια κεφαλαιώδη μεταφορά της λογοτεχνίας μας, μεταφορά που αναγγέλλει το τέλος μιας εποχής, του "ρεαλισμού" και των επαρκειών που τον στήριζαν: το τέλος όχι της κοινωνίας, αλλά της πολιτικής κοινωνίας, της ιεραρχίας και της εξουσίας, που μπροστά τους το υποκείμενο δεν έχει γλώσσα».

 

(Δ. Ραυτόπουλος, "Μια κεφαλαιώδης μεταφορά στην πεζογραφία μας" Ηριδανός, 5-6, 1976)

 

«Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, από άποψη ποιότητας λόγου και μεταμόρφωσης πραγματικών περιστατικών σε μύθο, είναι ένα αξιόλογο έργο. Η τέλεια κατοχή του εκφραστικού οργάνου, ο μοντέρνος τρόπος γραφής που κατορθώνει να ενσαρκώσει την αλλοτρίωση του ανθρώπου και το φετιχισμό του κόμματος —άσχετο αν η ιδέα βρίσκει σύμφωνο ή όχι τον αναγνώστη— είναι στοιχεία που φανερώνουν γνήσιο λογοτεχνικό ταλέντο. [...]. Το πόσο αυτά ανταποκρίνονται στην αλήθεια είναι άλλο θέμα. Όλος ο αγώνας και η ιδεολογική ανάταση μιας ολόκληρης γενιάς, που πυρακτώθηκε από τα ιδανικά ενός καινούριου ανθρωπισμού και μιας δικαιότερης κοινωνίας, ήταν κατά τον συγγραφέα του Κιβώτιου αποτέλεσμα απάτης, που ίσως δεν οφείλονταν, όπως μπορεί να συμπεράνει ο αναγνώστης από κάποιους υπαινιγμούς, μόνο στα λάθη, αλλά και στη δολιότητα της ηγεσίας».

 

(Ν. Γρηγοριάδης, Χρονικό, 1975)

 

«Αυτό είναι το βασικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξετυλίγεται ο υπαρξιακός μύθος του Άρη Αλεξάνδρου. Είναι μια τεχνική που εμπλέκει τον συγγραφέα, τον αφηγητή και τον αναγνώστη, που αντανακλά μια συνολική εικόνα της ανθρωπότητας, γιατί όλοι παγιδεύονται στην περιπέτεια και το μυστήριο μιας αποστολής. Όλοι παίρνουν μέρος στην παράλογη και όμως γοητευτική, πολύπλοκη αλλά υπέροχα απλή πορεία από την πόλη Ν στην πόλη Κ, την "αρχή" και το "τέλος" του κυκλικού δρόμου ανάμεσα στο τίποτα και την ύπαρξη, στη γέννηση και το θάνατο. Καθένας τους είναι λαγωνικό που ψάχνει να βρει τον προδότη της επιχείρησης Κιβώτιο, καθένας τους είναι ο αναζητητής της αλήθειας που άλλοτε θαμπώνεται από το φως και άλλοτε μπερδεύεται από το σκοτάδι του άδειου κιβώτιου ή του κελιού που περιέχει μόνο την ύπαρξή του. [...] Ο Α. Α. θεωρείται συχνά σαν συγγραφέας που εκφράζει τους σκοτεινούς τόνους της απομόνωσης, της ήττας και της απογοήτευσης. Ενώ αυτοί οι τόνοι υπάρχουν στον ποιητή στην αναπαράσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν είναι παρά ένα μέρος της όλης σύνθεσης -του ίδιου του Άρη το "επισκεπτήριο" σε μεγέθυνση, που είναι ένα πλούσιο μωσαϊκό από τις υπενθυμίσεις, τις νατουραλιστικές λεπτομέρειες και την ψυχολογική διόραση του Ντοστογιέφσκι, το παιχνίδι της σκέψης και της γλώσσας του Τζόυς, το αλλόκοτο, το παράλογο και το χιούμορ του Κάφκα, την ακρίβεια και ένταση του Χεμινγουέη, την υπεραφθονία του Φόκνερ σαν διηγηματογράφου και την κλίση για τα γεωμετρικά και διανοητικά παιχνίδια του Ρομπ-Γκριγιέ και του Γιόργκε Λούι Μπόρχες».

 

(Ρ. Κριστ, "Το Κιβώτιο σαν υπαρξιακός μύθος: Το Επισκεπτήριο του Άρη Αλεξάνδρου", Αντί, περίοδος Β', 123, 1979)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

β. Η αυτοκτονία του Σοφοκλή Συνοπτική παρουσίαση του έργου

Το μυθιστόρημα Το Κιβώτιο είναι η ιστορία μιας ομάδας ανταρτών που το 1949, στο τέλος πια του Εμφύλιου Πολέμου, αναλαμβάνει να μεταφέρει μέσα από τις γραμμές του αντιπάλου ως μια ανταρτοκρατούμενη πόλη ένα "σημαντικό" κιβώτιο. Στην προσπάθεια αυτή χάνονται όλοι, εκτός από έναν, στον οποίο και πέφτουν οι υποψίες όταν, στο τέλος της αποστολής, αποκαλύπτεται το κιβώτιο αδειανό! Ο αντάρτης (ονομάζεται απλώς Α) φυλακίζεται από τους δικούς του και μέσα από τη φυλακή γράφει την απολογία του παρουσιάζοντας έτσι το χρονικό της μεταφοράς του κιβωτίου. Αυτή ακριβώς η απολογία - χρονικό αποτελεί το μυθιστόρημα.

• Κατά την επεξεργασία να επισημανθούν τα χαρακτηριστικά του κειμένου που του προσδίδουν πολιτικό και παράλληλα υπαρξιακό χαρακτήρα.

• Να συνδεθεί με την εποχή του, με αναδρομή στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας μέσα από τα εισαγωγικά σημειώματα του βιβλίου του μαθητή.

• Να επισημανθεί ότι ο αφηγητής, αφού δηλώσει την αυτοκτονία του Σοφοκλή από την αρχή, με το πρώτο ρήμα, μετά την περιγράφει, όπως ακριβώς κάνει κάποιος μια αναφορά για μια υπόθεση της οποίας υπήρξε μάρτυρας: αναφέρει (με κωδικό) τον τόπο, αναφέρει τα προηγούμενα γεγονότα. Εκεί όμως ακριβώς, από την αρχή δηλαδή, διακόπτεται και η αληθοφάνεια της περιγραφής και αρχίζει μια σειρά γεγονότων που διαμορφώνουν έναν περίεργο, εφιαλτικό κόσμο, έναν κόσμο στον οποίο μπορεί να αναγνωρίζει κανείς τα επιμέρους στοιχεία, αλλά τις σχέσεις τους και την οργάνωσή τους δεν είναι εύκολο να την εντάξει σε μια συνηθισμένη στρατιωτική αποστολή (όπως αυτές περιγράφονται σε αντίστοιχα μυθιστορήματα).

• Να σχολιαστεί ότι ο χωρίς όνομα αφηγητής (Ο ήρωας είναι χωρίς όνομα στο παρατιθέμενο απόσπασμα, γιατί στο βιβλίο ονομάζεται Α[λεξάνδρου;], όπως ο ήρωας του Κάφκα στη Δίκη λέγεται Κ[άφκα].) μιλά σαν να κάνει μια αναφορά για λογαριασμό όλων των άλλων, εκφράζοντας ένα απροσδιόριστο "εμείς", και παρουσιάζει τα γεγονότα με σαφήνεια και κυριολεξία χρησιμοποιώντας αφήγηση, όπου οι διάλογοι των προσώπων εκφέρονται σ' ελεύθερο πλάγιο λόγο. Αυτούσια παρατίθενται ένας, μόνο, λιτότατος και καίριος διάλογος-κεντρικό σημείο και δύο φράσεις του κεντρικού ήρωα. Οι άλλες συνομιλίες περνούν μέσα από το φίλτρο του λόγου του αφηγητή που έτσι γίνεται μακροπερίοδος και κάπως αγχωτικός.

• Μπορεί να επισημανθεί επίσης ότι το περιβάλλον μέσα στο οποίο παρουσιάζονται τα γεγονότα περιγράφεται ελάχιστα, περισσότερο μέσω της επίδρασής του στην ψυχική κατάσταση των ανθρώπων και λιγότερο με εικόνες. Το κολύμπι στη λίμνη αποδίδει τη διάθεση των κουρασμένων οδοιπόρων να πέσουν στο νερό, αλλά η όμορφη αίσθηση προκαλείται μόνο από την ανάμνηση (αναδρομική αφήγηση ή ανάληψη) του αλλοτινού μπάνιου στη Βουλιαγμένη. Η λίμνη είναι απλώς η διέξοδος, το υποκατάστατο στην έλλειψη "ίσκιος πουθενά, ούτε δέντρο, ούτε θάμνος, λίγα βούρλα μονάχα". Η φύση δεν φαίνεται να ενδιαφέρει τον αφηγητή.

• Να προσεχτεί ότι τα πρόσωπα παρουσιάζονται με ονόματα που είναι μεν ελληνικά, αλλά δίνουν την αίσθηση ότι είναι ψευδώνυμα δανεισμένα από τους αρχαίους (Σοφοκλής, Τηλέμαχος, Λεωνίδας, Λέανδρος), ένα λαϊκό (Σταμάτης), του ανθρώπου που προσπαθεί να ματαιώσει, να σταματήσει την απόφαση για το θάνατο του συντρόφου, και ένα σπάνιο για την ελληνική γλώσσα (Ροβήρος). Τα ονόματα Χριστόφορος και Αλέκος, που φαίνονται κοινά, "κανονικά", ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο, τον κόσμο που εμφανίζεται στην αναδρομική αφήγηση, τον παράδεισο της νεανικής ηλικίας του αφηγητή.

 

Παράλληλο κείμενο

Θα μπορούσε να διαβαστεί, μετά την ερμηνευτική ανάλυση, από τους μαθητές το απόσπασμα από το ποίημα του Τ. Λειβαδίτη Καντάτα, "Ο άνθρωπος με το κασκέτο", από το βιβλίο Κ.Ν.Λ. της Γ' Λυκείου. Θα παρατηρούσαν εύκολα την αναγωγή του εχθρού σε αρχέτυπο, φυσικό κακό, και θα μπορούσε να συζητηθεί η πίεση των συνθηκών του περιβάλλοντος στους λογοτέχνες αυτής της γενιάς, η οποία τους ωθεί να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής όχι πλέον ως συγκρούσεις και αντιπαλότητες, αλλά, βαθύτερα, ως αναμέτρηση με δυνάμεις πολύ ανώτερες, οι οποίες οδηγούν στην αναζήτηση απαντήσεων περί ζωής και θανάτου.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις- Δραστηριότητες

 

• Να εντοπίσετε στο κείμενο τα σημεία στα οποία δίνονται τα χαρακτηριστικά της εποχής στην οποία ανάγεται η ιστορία.

• Να παρακολουθήσετε την εξέλιξη στη συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή.

• Μπορείτε να σκεφτείτε άλλες περιπτώσεις, όχι σε εποχή πολέμου, όπου οι άνθρωποι θα δρούσαν όπως ο Σοφοκλής;

• Πώς ερμηνεύετε την έλλειψη διαλόγων μεταξύ των ανθρώπων στο απόσπασμα;

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ Δ., Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Σοκόλης, Αθήνα 1996.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Η λέξη, Αφιέρωμα 77, Σεπτέμβριος 1988.

ΤΑ ΝΕΑ, εφ., "Αφιέρωμα στον ποιητή Άρη ΑΑλεξάνδρου", 2-12-1978.

 

pano

 


 

Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978)
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
Εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΕΡΤ
Εκπομπή ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΕΡΤ

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του κειμένου στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano