Νικόλαος Γύζης, «Η ψυχομάνα», λεπτομέρεια
Εθνική Πινακοθήκη. Δείτε τον πίνακα
εδώ
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης όπου και έμαθε τα πρώτα γράμματα. Δωδεκαετής περίπου —ορφανός ήδη από πατέρα— έφυγε για την Πόλη και μπήκε σ' ένα ραφτάδικο να μάθει την τέχνη. Για καλή του τύχη ο έμπορος Γιάγκος Γεωργιάδης τον πήρε υπό την προστασία του και έδωσε διέξοδο στην έφεσή του στα γράμματα. Έτσι το 1867-68 τον βρίσκει στην Κύπρο ρασοφόρο, προστατευόμενο του αρχιεπισκόπου Σωφρονίου Β' και σπουδαστή στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. Όταν το 1872 ο Δεσπότης μεταβαίνει στην Πόλη για ζητήματα της εκκλησίας, παίρνει μαζί του τον Βιζυηνό, ο οποίος μαθητεύει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Τον επόμενο χρόνο και ενώ έχει ήδη τυπώσει την πρώτη ποιητική του συλλογή Ποιητικά Πρωτόλεια, γνωρίζει τον πάμπλουτο Γεώργιο Ζαρίφη που γίνεται στο εξής προστάτης και χορηγός του.
Από το σημείο αυτό αρχίζει μια ζωή σπουδών, δημιουργίας και περιπλανήσεων: μαθητής της τελευταίας τάξης στο Γυμνάσιο της Πλάκας (1873)· φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (1874)· σπουδαστής Φιλοσοφίας στην Ακαδημία του Γκαίτιγκεν στη Γερμανία (1875-1877)· φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (1877-1878) και διδάκτωρ του ιδίου Πανεπιστημίου (1881), με τη διατριβή «Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική»· ακολούθως υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1885), με την επί υφηγεσία διατριβή, «Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω» (Λονδίνο, 1883).
Ο Βιζυηνός, νους κριτικός, ιδιοφυής, φιλέρευνος, διδάσκει, μεταφράζει τις γνωστότερες ευρωπαϊκές μπαλάντες (Βαλλίσματα), συγγράφει μελέτες φιλοσοφικές, αισθητικές, ψυχολογικές, λαογραφικές, αλλά και σχολικά εγχειρίδια και άρθρα για εγκυκλοπαιδικά λεξικά. Η πολύχρονη παραμονή του και οι λαμπρές σπουδές του στην Εσπερία κοντά σε φημισμένους πανεπιστημιακούς δασκάλους και η επαφή του με ξένους και έλληνες ανθρώπους των γραμμάτων και του έντεχνου λόγου συνετέλεσαν σημαντικά στην πνευματική του συγκρότηση και τη σπάνια μόρφωσή του.
Η ενασχόλησή του με την ποίηση αρχίζει την περίοδο της φοίτησής του στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας (υποκινημένη και από το νεανικό του έρωτα για την Ελένη Φυσεντζίδη) και εντείνεται ενώ σπουδάζει στη σχολή της Χάλκης, εποχή κατά την οποία δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή Ποιητικά Πρωτόλεια και γράφει το επικολυρικό του ποίημα Κόδρος (1873), που ένα χρόνο αργότερα παίρνει το πρώτο βραβείο στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό και τυπώνεται. Στον ίδιο διαγωνισμό κερδίζει και πάλι το πρώτο βραβείο για την ανέκδοτη συλλογή του Βοσπορίδες Αύραι (1876) και έπαινο για τη συλλογή του Εσπερίδες (1877). Ακολουθούν οι Ατθίδες Αύραι (Λονδίνο 1884) και παιδικά τραγούδια (καθώς και παιδικά διηγήματα στο περιοδικό Διάπλασις των παίδων). Μ' όλο που δεν «υπήρξε στην ποίηση καινοτόμος» ή μεταρρυθμιστής, αλλά ακολούθησε τα φαναριώτικα πρότυπα, στα ποιήματά του γραμμένα στη δημοτική βρίσκουμε κάτι «από τα πρώτα φανερώματα της γενιάς του '80, ακόμη και κάτι που προαναγγέλλει φωνές του μέλλοντος». Οπωσδήποτε θα άξιζε να επισημανθεί η εύστοχη επιλογή των χαμηλών τόνων, της φυσικότητας και του δεσπόζοντος ρεαλισμού στο ποιητικό του έργο.
Ο Βιζυηνός, χωρίς αμφιβολία, οφείλει τη θέση του στα νεοελληνικά γράμματα στο αφηγηματικό του έργο: Το αμάρτημα της μητρός μου, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου (1883), Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, Πρωτομαγιά, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (1884), Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα (1885) και Ο Μοσκώβ-Σελήμ (1895).
Το αφηγηματικό υλικό του αντλημένο από τις προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ενισχυμένο από το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική γνώση της ψυχολογίας, ενσωματωμένο σε μια ποικίλη, πλούσια γλώσσα υψηλού ήθους (λόγια, λαϊκή, ιδιωματική) διοχετεύεται στα διηγήματά του. Με αυτές τις πολύτιμες «αποσκευές», ο Βιζυηνός αναπτύσσει τη μυθοπλασία του. Ανακαινιστής και πρωτοπόρος, ανοίγει το δρόμο της νεοελληνικής διηγηματογραφίας.
Τα διηγήματα του Βιζυηνού άρχισαν να εκτιμώνται λίγο πριν από το θάνατό του. Στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο έκλεισε ο κύκλος της περιπετειώδους μυθιστορηματικής του ζωής. Εκεί πέρασε την τελευταία του τετραετία –από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η ψυχική του νόσος— βυθισμένος στις ουτοπικές του εμμονές για την εκμετάλλευση ενός μεταλλείου στην πατρίδα του, μέσα στο λίγο φως του τελευταίου παραληρηματικού του πάθους για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη. Την αχλύ του δραματικού τέλους του βίου του διαλύει η αλήθεια και η δύναμη του έργου του που μέχρι σήμερα ενεργοποιεί την κριτική και γοητεύει τον αναγνώστη.
Το αμάρτημα της μητρός μου πρωτοδημοσιεύτηκε (1883) μεταφρασμένο στα γαλλικά στη Nouvelle Revue [Νέα Επιθεώρηση] και ακολούθως σε δύο συνέχειες (10 και 17 Απριλίου 1883) στο περιοδικό Εστία. Η ιστορία εξελίσσεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στη Βιζύη και αποδίδει ένα αληθινό γεγονός της ζωής του συγγραφέα. Πρόκειται για την εξιστόρηση ενός οικογενειακού δράματος με κεντρικό πρόσωπο τη μητέρα του αφηγητή.
Η αφήγηση με αφετηρία τα παιδικά χρόνια του Γιωργή (που σημαδεύονται από την αρρώστια της αδελφής του Αννιώς και τον απελπισμένο αλλά μάταιο αγώνα της μητέρας τους να την κρατήσει στη ζωή) οδηγείται μέχρι την ώριμη ηλικία του αφηγητή, οπότε γίνεται αποδέκτης της εξομολόγησης της μητέρας του. Η αποκάλυψη του μυστικού της μητέρας στον ώριμο πλέον Γιωργή, παράλληλα αποκρυπτογραφεί για τον αναγνώστη τον τίτλο-αίνιγμα του διηγήματος.
Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο —τομή για την πεζογραφία της εποχής—, η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων, οι δραματικές συγκρούσεις, η δομή και η άρτια τεχνική αποτελούν μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του κειμένου. Το αμάρτημα συγκεντρώνει και άλλα ουσιώδη χαρακτηριστικά και αρετές της διηγηματογραφίας του Βιζυηνού. Η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του χρόνου της ιστορίας και του χρόνου της αφήγησης, η πλοκή και η σύνθεση, η διείσδυση στα μύχια της ψυχής, το παιχνίδι της ενοχής και της λύτρωσης, οι θαυμαστές για το μέτρο τους κορυφώσεις, η λεπτή συγκίνηση και ανθρωπιά, το καθιστούν ένα από τα πιο δυνατά κείμενα της λογοτεχνίας μας.
«Το τάμα» 1890, έργο του Εμμανουήλ Λαμπάκη.
Ἄλλην ἀδελφήν δέν εἴχομεν παρά μόνον τήν Ἀννιώ.
Ἦτον ἡ χαϊδεμμένη τῆς μικρᾶς ἡμῶν οἰκογενείας καί τήν ἠγαπῶμεν ὅλοι. Ἀλλ' ἀπ' ὅλους περισσότερον τήν ἠγάπα ἡ μήτηρ μας. Εἰς τήν τράπεζαν τήν ἐκάθιζε πάντοτε πλησίον της καί ἀπό ὅ,τι εἴχομεν ἔδιδε τό καλύτερον εἰς ἐκείνην. Καί ἐνῷ ἡμᾶς μᾶς ἐνέδυε χρησιμοποιοῦσα τά φορέματα τοῦ μακαρίτου πατρός μας, διά τήν Ἀννιώ ἠγόραζε συνήθως νέα.
Ὥς καί εἰς τά γράμματα δέν τήν ἐβίαζεν. Ἄν ἤθελεν, ἐπήγαινεν εἰς τό σχολεῖον, ἄν δέν ἤθελεν, ἔμενεν εἰς τήν οἰκίαν. Πρᾶγμα τό ὁποῖον εἰς ἡμᾶς διά κανένα λόγον δέν θά ἐπετρέπετο.
Ἐξαιρέσεις τοιαῦται ἔπρεπε, φυσικῷ τῷ λόγῳ, νά γεννήσουν ζηλοτυπίας βλαβεράς μεταξύ παιδίων, μάλιστα μικρῶν, ὅπως ἤμεθα καί ἐγώ καί οἱ ἄλλοι δύο μου ἀδελφοί, καθ' ἥν ἐποχήν συνέβαινον ταῦτα.
Ἀλλ' ἡμεῖς ἐγνωρίζαμεν, ὅτι ἡ ἐνδόμυχος τῆς μητρός ἡμῶν στοργή διετέλει ἀδέκαστος1 καί ἴση πρός ὅλα της τά τέκνα. Ἤμεθα βέβαιοι, ὅτι αἱ ἐξαιρέσεις ἐκεῖναι δέν ἦσαν παρά μόνον ἐξωτερικαί ἐκδηλώσεις φειστικωτέρας2 τινός εὐνοίας πρός τό μόνον τοῦ οἴκου μας κοράσιον. Καί ὄχι μόνον ἀνειχόμεθα τάς πρός αὐτήν περιποιήσεις ἀγογγύστως, ἀλλά καί συνετελοῦμεν πρός αὔξησιν αὐτῶν, ὅσον ἡδυνάμεθα.
Διότι ἡ Ἀννιώ, ἐκτός ὅτι ἦτον ἡ μόνη μας ἀδελφή, ἦτο κατά δυστυχίαν ἀνέκαθεν καχεκτική και φιλάσθενος. Ἀκόμη καί αὐτός ὁ ὑστερότοκος τοῦ οἴκου, ὁ ὁποῖος, ὡς «κοιλιάρφανος»,3 ἐδικαιοῦτο νά καρποῦται πλέον παντός ἄλλου τάς μητρικάς θωπείας,4 παρεχώρει τά δικαιώματά του εἰς τήν ἀδελφήν τόσῳ μᾶλλον ἀσμένως,5 καθόσον ἡ Ἀννιώ οὔτε φιλόπρωτος οὔτε ὑπεροπτική ἐγίνετο διά τοῦτο.
Ἀπ' ἐναντίας ἦτο πολύ προσηνής6 πρός ἡμᾶς καί μᾶς ἠγάπα ὅλους μετά περιπαθείας.7 Καί — πρᾶγμα περίεργον — ἡ πρός ἡμᾶς τρυφερότης τοῦ κορασίου, ἀντί νά ἐλαττοῦται προϊούσης8 τῆς ἀσθενείας του, ἀπεναντίας ηὔξανεν.
Ἐνθυμοῦμαι τούς μαύρους καί μεγάλους αὐτῆς ὀφθαλμούς, καί τά καμαρωτά καί σμιγμένα της ὀφρύδια, τά ὁποῖα ἐφαίνοντο τόσῳ μᾶλλον μελανότερα, ὅσῳ ὠχρότερον ἐγίνετο τό πρόσωπόν της. Πρόσωπον ἐκ φύσεως ρεμβῶδες9 καί μελαγχολικόν, ἐπί τοῦ οποίου τότε μόνον ἐπεχύνετο γλυκεῖά τις ἱλαρότης,10 ὅταν μᾶς ἔβλεπεν ὅλους συνηγμένους πλησίον της.
Συνήθως ἐφύλαττεν ὑπό τό προσκεφάλαιόν της τούς καρπούς, οὕς αἱ γειτόνισσαι τῇ ἔφερον ὡς «ἀρρωστικόν», καί τούς ἐμοίραζεν εἰς ἡμᾶς, ἐπανελθόντας ἐκ τοῦ σχολείου. Ἀλλά τό ἔκαμνε πάντοτε κρυφά. Διότι ἡ μήτηρ μας ἐθύμωνε, καί δέν ἔστεργε11 νά καταβροχθίζωμεν ἡμεῖς ὅ,τι ἐπεθύμει νά εἶχε γευθῆ κἄν ἡ ἀσθενής της κόρη.
Ἐν τούτοις ἡ ἀσθένεια τῆς Ἀννιῶς ὁλονέν ἐδεινοῦτο12 καί ὁλονέν περισσότερον συνεκεντροῦντο περί αὐτήν τῆς μητρός μας αἱ φροντίδες.
Ἀφ' ὅτου ἀπέθανεν ὁ πατήρ μας, δέν εἶχεν ἐξέλθει τῆς οἰκίας. Διότι ἐχήρευσε πολύ νέα καί ἐντρέπετο νά κάμῃ χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας, ἥτις, καί ἐν αὐτῇ τῇ Τουρκίᾳ, ἰδιάζει13 εἰς πᾶσαν πολύτεκνον μητέρα. Ἀλλ' ἀφ' ἧς ἡμέρας ἔπεσεν ἡ Ἀννιώ σπουδαίως14 εἰς τό στρῶμα, ἔβαλε τήν ἐντροπήν κατά μέρος.
Κἄποιος εἶχεν ἄλλοτε παρομοίαν ἀσθένειαν, — ἔτρεχε νά τόν ἐρωτήσῃ, πῶς ἐθεραπεύθη. — Κάπου μία γραῖα κρύπτει βότανα θαυμασίας ἰατρικῆς δυνάμεως, — ἔσπευδε νά τά ἐξαγοράσῃ. — Κάποθεν15 ἦλθε ξένος τις, παράδοξος τό ἐξωτερικόν,16 ἤ φημιζόμενος διά τάς γνώσεις του, — δέν ἐδίσταζε νά ἐπικαλεσθῇ τήν ἀντίληψίν του: Οἱ «διαβασμένοι», κατά τούς λαούς, εἶναι παντογνῶσται. Καί ὑπό τό πρόσχημα πτωχοῦ ὁδοιπόρου κρύπτονται ἐνίοτε μυστηριώδη ὄντα, πλήρη ὑπερφυσικῶν δυνάμεων.
Ὁ χονδρός τῆς συνοικίας κουρεύς, αὐτός μᾶς ἐπεσκέπτετο αὐτόκλητος καί δικαιωματικῶς. Ἦτον ὁ μόνος ἐπίσημος ἰατρός ἐν τῇ περιφερείᾳ μας.
Ἅμα τόν ἔβλεπον ἐγώ ἔπρεπε νά τρέχω εἰς τόν «μπακάλην». Διότι ποτέ δέν ἐπλησίαζε τήν ἀσθενῆ, πρίν ἤ καταπίῃ τοὐλάχιστον πενῆντα δράμια ρακῆς.
— Εἶμαι γέρος, μωρή, ἔλεγε πρός τήν ἀνυπόμονον μητέρα, εἶμαι γέρος, καί ἄν δέν τό «τσούξω» κομμάτι, δέν βλέπουν καλά τα μάτια μου.
Καί φαίνεται, ὅτι δέν ἐψεύδετο. Διότι ὅσῳ περισσότερον ἔπινε, τόσον εὐκολώτερον ἠδύνατο νά διακρίνῃ ποία εἶναι ἡ παχυτέρα τῆς αὐλῆς μας ὄρνιθα, διά νά τήν λάβῃ ἀπερχόμενος.
Ἡ μήτηρ μου, ἄν καί ἔπαυσε πλέον νά μεταχειρίζεται τά ἰατρικά του, ἐν τούτοις τόν ἐπλήρωνε τακτικά καί ἀγογγύστως. Τοῦτο μέν, διά νά μή τόν δυσαρεστήσῃ, τοῦτο δε, διότι πολύ συχνά διϊσχυρίζετο παρηγορῶν αὐτήν, ὅτι ἡ πορεία τῆς ἀσθενείας εἶναι καλή, καί ἀκριβῶς τοιαύτη, ὁποίαν ἐδικαιοῦτο νά τήν περιμένῃ ἡ επιστήμη ἀπό τάς συνταγάς του.
Τό τελευταῖον τοῦτο ἦτο δυστυχῶς λίαν ἀληθές. Ἡ κατάστασις τῆς Ἀννιῶς ἔβαινεν ἀργά μέν καί ἀπαρατηρήτως, ἀλλ' ὁλονέν ἐπί τά χείρω.17 Καί ἡ παράτασις αὕτη τῆς ἀορίστου καχεξίας ἔκαμνε τήν μητέρα μας ἄλλην ἐξ ἄλλης.
Πᾶσα νόσος, ἄγνωστος εἰς τόν λαόν, διά νά θεωρηθῇ ὡς φυσικόν πάθος, πρέπει, ἤ νά ὑποχωρήσῃ εἰς τάς στοιχειώδεις ἰατρικάς του τόπου γνώσεις, ἤ νά ἐπιφέρῃ ἐντός ὀλίγου τὀν θάνατον. Εὐθύς ὡς παραταθῇ καί χρονίσῃ, ἀποδίδεται εἰς ὑπερφυσικάς αἰτίας, καί χαρακτηρίζεται ὡς «ἐξωτικόν».
Ὁ ἀσθενής ἐκάθησεν εἰς ἄσχημον τόπον. Ἐπέρασε νύκτα τόν ποταμόν, καθ' ἥν στιγμήν αἱ Νηρηΐδες18 ἐτέλουν ἀόρατοι τά ὄργιά των. Ἐδιασκέλισε μαῦρον γάτον, ὁ ὁποῖος ἦτο κυρίως «ὁ ἔξω ἀπό ἐδῶ»19 μεταμορφωμένος.
Ἡ μήτηρ μου ἦτο μᾶλλον εὐλαβής παρά δεισιδαίμων. Κατ' ἀρχάς ἀπετροπιάζετο τάς τοιαύτας διαγνώσεις, καί ἠρνεῖτο νά ἐφαρμόσῃ τάς προτεινομένας γοητείας,20 φοβουμένη μή ἁμαρτήσῃ. Ἄλλως τε ὁ ἱερεύς ἀνέγνωσεν ἤδη ἐπί τῆς ἀσθενοῦς τούς ἐξορκισμούς τοῦ κακοῦ, διά πᾶν ἐνδεχόμενον. Ἀλλά μετ' ὀλίγον μετέβαλε γνώμην.
Ἡ κατάστασις τῆς ἀσθενοῦς ἐδεινοῦτο. Ἡ μητρική στοργή ἐνίκησε τόν φόβον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ θρησκεία ἔπρεπε νά συμβιβασθῃ μέ τήν δεισιδαιμονίαν.
Πλησίον εἰς τόν σταυρόν, ἐπί τοῦ στήθους τῆς Ἀννιῶς, ἐκρέμασεν ἕν «χαμαγλί»,21 μέ μυστηριώδεις ἀραβικάς λέξεις.
Τά ἁγιάσματα διεδέχθησαν αἱ γοητεῖαι, καί μετά τά εὐχολόγια τῶν ἱερέων ἦλθον τά «σαλαβάτια»22 τῶν μαγισσῶν.
Ἀλλ' ὅλα παρήρχοντο εἰς μάτην.
Τό παιδίον ἐχειροτέρευεν ἀδιακόπως, καί ἡ μήτηρ μας ἐγίνετο ὁλονέν ἀγνώριστος. Ἐνόμιζες, ὅτι ἐλησμόνησε πώς εἶχε καί ἄλλα τέκνα.
Ποῖος μᾶς ἔτρεφε, ποῖος μᾶς ἔπλυνε, ποῖος μᾶς ἐμβάλωνεν ἡμᾶς τά ἀγόρια, οὔτε ἤθελε κἄν νά τό γνωρίζῃ.
Μία Σοφηδιώτισσα23 γραῖα, πρό πολλῶν ἤδη ἐτῶν παρασιτοῦσα24 ἐν τῷ οἴκῳ μας, ἐφρόντιζε περί ἡμῶν, ἐφ' ὅσον τῇ τό ἐπέτρεπεν ἡ μαθουσάλειος25 αὐτῆς ἡλικία.
Τήν μητέρα μας δέν τήν ἐβλέπομεν ἐνίοτε ὁλοκλήρους ἡμέρας.
Πότε ἐπήγαινε νά δέσῃ μίαν λωρίδα ἀπό τό φόρεμα τῆς Ἀννιῶς ἐπί θαυματουργοῦ τίνος τόπου, μέ τήν ἐλπίδα, ὅτι θά δεθῇ καί τό κακόν μακράν τῆς πασχούσης, πότε μετέβαινεν εἰς τάς πλησιοχώρους ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων κατά τύχην ἐτελεῖτο ἡ μνήμη, κομίζουσα λαμπάδα κίτρινου κηροῦ, χυμένην ἰδίοις αὑτῆς χερσί, καί ἴσην ἀκριβῶς πρός τῆς ἀσθενοῦς τό ἀνάστημα. Πλήν ὅλα, ὅλα ταῦτα ἀπέβαινον ἀνωφελῆ. Ἡ ἀσθένεια τῆς πτωχῆς μας ἀδελφῆς ἦτον ἀνίατος.
Ὅταν ἐξηντλήθησαν πλέον ὅλα τά μέσα, καί ὅλα τά ἰατρικά ἐδοκιμάσθησαν, τότε προσήλθομεν εἰς τό ἔσχατον καταφύγιον εἰς παρομοίας περιστάσεις.
Ἡ μήτηρ μου ἐσήκωσε τό μαραμένον κοράσιον εἰς τήν ἀγκάλην της καί τό ἔφερεν εἰς τήν ἐκκλησίαν. Ἐγώ καί ὁ μεγαλύτερός μου ἀδελφός ἐφορτώθημεν τά στρώματα καί ἠκολουθήσαμεν κατόπιν. Καί ἐκεῖ, ἐπί τῶν καθύγρων καί ψυχρῶν πλακῶν, πρό τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας, ἐστρώσαμεν καί ἐπλαγιάσαμεν τό γλυκύτερον ἀντικείμενον τῶν μεριμνῶν μας, τήν μίαν καί μόνην μας ἀδελφήν!
Ὅλος ὁ κόσμος τό ἔλεγεν ὅτι εἶχεν «ἐξωτικόν».26 Ἡ μήτηρ μου δέν ἀμφέβαλλε πλέον περί τούτου, καί αὐτή ἡ πάσχουσα ἤρχισε νά τό ἐννοῇ.
Ἔπρεπε λοιπόν νά μείνῃ σαράντα ἡμερονύκτια ἐντός τῆς ἐκκλησίας, πρό τοῦ ἁγίου βήματος, ἐνώπιον τῆς Μητρός τοῦ Σωτῆρος, ἐμπεπιστευμένη εἰς μόνον τό ἔλεος καί τούς οἰκτιρμούς27 αὐτῶν, ἵνα σωθῇ ἀπό το σατανικόν πάθος, τό ὁποῖον ἐμφωλεῦσαν28 ἤλεθε τόσον ἀμειλίκτως τό τρυφερόν τῆς ζωῆς αὐτῆς δένδρον.29
Σαράντα ἡμερονύκτια. Διότι μέχρι τοσούτου ἠμπορεῖ νά ἀντισταθῇ ἡ τρομερά ἰσχυρογνωμοσύνη τῶν δαιμονίων εἰς τόν ἀόρατον πόλεμον μεταξύ αὐτῶν καί τῆς θείας χάριτος.
Μετά τήν διορίαν ταύτην τό κακόν ἡττᾶται καί ὑποχωρεῖ κατῃσχυμένον.30 Καί δέν λείπουσι διηγήσεις, καθ' ἅς οἱ πάσχοντες αἰσθάνονται ἐν τῷ ὀργανισμῷ των τούς τρομερούς σφαδασμούς31 τῆς τελευταίας μάχης, καί βλέπουσι τόν ἐχθρόν αὑτῶν φεύγοντα ἐν παραδόξῳ σχήματι, προ πάντων, καθ' ἥν στιγμήν διαβαίνουσι τά Ἅγια, ἤ ἐκφωνεῖται τό «Μετά φόβου».
Εὐτυχεῖς αὐτοί, ἐάν ἔχωσι τότε ἀρκετάς δυνάμεις ν' ἀνθέξωσιν εἰς τούς κλονισμούς τοῦ ἀγῶνος. Οἱ ἀδύνατοι συντρίβονται ὑπό τό μέγεθος τοῦ ἐν αὐτοῖς τελουμένου θαύματος. Ἀλλά δέν μετανοοῦσι διά τοῦτο. Διότι ἄν χάνουν τήν ζωήν, τοὐλάχιστον κερδαίνουν32 τό πολυτιμότερον. Σώζουν τήν ψυχήν των.
Οὐχ ἦττον33 τοιαύτη τις ἐνδεχομένη περίπτωσις ἐνέβαλλεν εἰς μεγίστας ἀνησυχίας τήν μητέρα ἡμῶν, ἥτις, μόλις ἐτοποθετήσαμεν τήν Ἀννιώ, καί ἤρχισε νά τήν ἐρωτᾷ περίφροντις34 πῶς αἰσθάνεται τόν ἑαυτόν της.
Ἡ ἱερότης τοῦ τόπου, ἡ θέα τῶν εἰκόνων, ἡ εὐωδία τοῦ θυμιάματος ἐπέδρασαν, φαίνεται, εὐνοϊκῶς ἐπί τοῦ μελαγχολικοῦ της πνεύματος. Διότι, εὐθύς μετά τάς πρώτας στιγμάς, ἐζωήρευσε καί ἤρχισε νά ἀστεΐζεται μέ ἡμᾶς.
— Ποῖον ἀπό τούς δύο θέλεις νά παίζετε μαζί; τήν ἠρώτησε τρυφερῶς ἡ μήτηρ μου - τόν Χρηστάκη, ἤ τό Γιωργί;
Ἡ ἀσθενής ἔρριψε πρός τήν λαλοῦσαν35 πλάγιον ἀλλ' ἐκφραστικόν βλέμμα, καί, ὡς ἐάν ἐπέπληττεν αὐτήν διά τήν πρός ἡμᾶς ἀδιαφορίαν, τῇ ἀπήντησεν, ἀργά καί μετρημένα·
— Ποῖον ἀπό τούς δύο θέλω; Κανένα δέν θέλω χωρίς τόν ἄλλο. Τά θέλω ὅλα τά ἀδέρφια μου, ὅσα καί ἄν ἔχω.
Ἡ μήτηρ μου συνεστάλη καί ἐσιώπησεν.
Μετ' ὀλίγον ἔφερε καί τόν ὁλόμικρον ἀδερφόν μας εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἀλλά μόνον διά τήν πρώτην ἐκείνην ἡμέραν.
Τό ἑσπέρας ἀπέπεμψε τούς ἄλλους δύο, καί ἐκράτησε μόνον ἐμέ πλησίον της.
Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπί τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.
Τό ἀμυδρόν φῶς τῶν ἔμπροσθεν τοῦ εἰκονοστασίου λύχνων, μόλις ἐξαρκοῦν36 νά φωτίζῃ αὐτό καί τάς πρό αὐτού βαθμίδας,37 καθίστα τό περί ἡμᾶς σκότος ἔτι ὑποπτότερον καί φοβερώτερον, παρά ἐάν ἤμεθα ὅλως διόλου εἰς τά σκοτεινά.
Ὁσάκις τό φλογίδιον μιᾶς κανδήλας ἔτρεμε, μοι ἐφαίνετο, πώς ὁ Ἅγιος ἐπί τῆς ἀπέναντι εἰκόνος ἤρχιζε νά ζωντανεύῃ, καί ἐσάλευε, προσπαθῶν ν' ἀποσπασθῇ ἀπό τάς σανίδας, καί καταβῇ ἐπί τοῦ ἐδάφους, μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα, μέ τόν στέφανον περί τήν κεφαλήν, καί μέ τούς ἀτενεῖς38 ὀφθαλμούς ἐπί τοῦ ὠχροῦ καί ἀπαθοῦς προσώπου του.
Ὁσάκις πάλιν ὁ ψυχρός ἄνεμος ἐσύριζε διά τῶν ὑψηλῶν παραθύρων, σείων θορυβωδῶς τάς μικράς αὐτῶν ὑέλους,39 ἐνόμιζον, ὅτι οἱ περί τήν ἐκκλησίαν νεκροί ἀνερριχῶντο τούς τοίχους καί προσεπάθουν νά εἰσδύσωσιν εἰς αὐτήν. Καί τρέμων ἐκ φρίκης, ἔβλεπον ἐνίοτε ἀντικρύ μου ἕνα σκελετόν, ὅστις ἥπλωνε νά θερμάνῃ τάς ἀσάρκους τοῦ χεῖρας ἐπί τοῦ «μαγκαλίου»,40 τό ὁποῖον ἔκαιε πρό ἡμῶν.
Καί ὅμως δέν ἐτόλμων νά δηλώσω οὐδέ τήν παραμικροτέραν ἀνησυχίαν. Διότι ἠγάπων τήν ἀδελφήν μου, καί ἐθεώρουν μεγάλην προτίμησιν νά εἶμαι διαρκῶς πλησίον της καί πλησίον τῆς μητρός μου, ἥτις χωρίς ἄλλο θά μέ ἀπέστελλεν εἰς τόν οἶκον, εὐθύς ὡς ἤθελεν ὑποπτευθῆ ὅτι φοβοῦμαι.
Ὑπέφερον λοιπόν καί κατά τάς ἑπομένας νύκτας τάς φρικιάσεις ἐκείνας μετά ἀναγκαστικής στωικότητος καί ἐξετέλουν προθύμως τά καθήκοντά μου, προσπαθών νά καταστῶ ὅσον τό δυνατόν ἀρεστότερος.
Ἤναπτον πῦρ, ἔφερον νερόν καί ἐσκούπιζα τήν ἐκκλησίαν, ὅταν ἦτο καθημερινή. Τάς ἑορτάς καί Κυριακάς, κατά τόν ὄρθρον, ἐχειραγώγουν41 τήν ἀδελφήν μου, νά σταθῇ κάτω ἀπό τό ευαγγέλιον, τό ὁποῖον ἀνεγίνωσκεν ὁ λειτουργός ἀπό τῆς Ὡραίας Πύλης. Κατά τήν λειτουργίαν, ἥπλωνα χαμαί42 τό «χράμι»,43 ἐπί τοῦ ὁποίου ἔπιπτεν ἡ ἀσθενής πρόμυτα,44 διά νά περάσουν τά Ἅγια ἀπό ἐπάνω της. Κατά δέ τήν ἀπόλυσιν, ἔφερον το προσκέφαλόν της ἐνώπιον τῆς ἀριστερᾶς τοῦ Ἱεροῦ θύρας, διά νά γονατίζῃ ἐπ' αὐτοῦ, ὥς πού νά «ξεφορέσῃ ὁ παππᾶς ἐπάνω της»45 καί νά τῆς σταυρώσῃ τό πρόσωπον μέ τήν Λόγχην,46 ψιθυρίζων τό «Σταυρωθέντος σου Χριστέ, ἀνῃρέθη ἡ τυραννίς, ἐπατήθη ἡ δύναμις τοῦ Ἐχθροῦ, κτλ.».
Καί εἰς όλα ταῦτα μέ παρηκολούθει ἡ πτωχή μου ἀδελφή μέ τήν ὠχράν καί μελαγχολικήν της όψιν, μέ τό ἀργόν καί ἀβέβαιον βῆμά της, ἑλκύουσα47 τόν οἶκτον τῶν ἐκκλησιαζομένων καί προκαλοῦσα τάς εὐχάς αὐτῶν ὑπέρ ἀναρρώσεώς της· ἀναρρώσεως, ἥτις δυστυχῶς ἤργει νά ἐπέλθῃ.
Ἀπ' ἐναντίας, ἡ ὑυγρασία, τό ψῦχος, τό ἀσύνηθες καί, μά τό ναί, φρικαλέον τῶν ἐν τῷ ναῷ διανυκτερεύσεων δέν ἤργησαν νά ἐπιδράσουν βλαβερῶς ἐπί τῆς ἀσθενοῦς, τῆς ὁποίας ἡ κατάστασις ἤρχισε νά ἐμπνέῃ τώρα τούς ἐσχάτους φόβους.
Ἡ μήτηρ μου τό ἠννόησε, καί ἤρχισε, καί ἐν αὐτῇ τῇ εκκλησία, νά δεικνύῃ θλιβεράν ἀδιαφορίαν πρός πᾶν ὅ,τι δέν ἦτο αὐτή ἡ ἀσθενής. Δέν ἤνοιγε τά χείλη της πρός οὐδένα πλέον, εἰ μή πρός τήν Ἀννιώ καί πρός τούς ἁγίους, ὁσάκις ἐπροσηύχετο.
Μίαν ἡμέραν τήν ἐπλησίασα ἀπαρατήρητος, ἐνῷ ἔκλαιε γονυπετής πρό τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος.
— Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καί ἄφησέ μου τό κορίτσι. Τό βλέπω πώς εἶναι γιά νά γένῃ. Ἐνθυμήθηκες τήν ἁμαρτίαν μου καί ἐβάλθηκες νά μοῦ πάρῃς τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγῆς, καθ' ἥν τά δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπί τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καί ἔπειτα ἐπρόσθεσεν·
— Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου... χάρισέ μου τό κορίτσι!
Ὅταν ἤκουσα τάς λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τά νεῦρα μου καί ἤρχισαν τά αὐτία μου νά βοΐζουν. Δέν ἠδυνήθην ν' ἀκούσω περιπλέον. Καθ' ἥν δέ στιγμήν εἶδον, ὅτι ἡ μήτηρ μου, καταβληθεῖσα ὑπό φοβερᾶς ἀγωνίας, ἔπιπτεν ἀδρανής ἐπί τῶν μαρμάρων, ἐγώ ἀντί νά δράμω48 πρός βοήθειάν της, ἐπωφελήθην τήν εὐκαιρίαν νά φύγω ἐκ τῆς ἐκκλησίας, τρέχων ὡς ἔξαλλος καί ἐκβάλλων κραυγάς, ὡς ἐάν ἠπείλει νά μέ συλλάβῃ ὁρατός αὐτός49 ὁ Θάνατος.
Οἱ ὀδόντες μου συνεκρούοντο ὑπό τοῦ τρόμου, καί ἐγώ ἔτρεχον, καί ἀκόμη ἔτρεχον. Καί χωρίς νά τό ἐννοήσω, εὑρέθην ἔξαφνα μακράν, πολύ μακράν τῆς ἐκκλησίας. Τότε ἐστάθην νά πάρω τήν ἀναπνοήν μου, κ' ἐτόλμησα νά γυρίσω νά ἰδῶ ὀπίσω μου. Κανείς δέν μ' ἐκυνήγει.
Ἤρχισα λοιπόν νά συνέρχωμαι ὀλίγον κατ' ὀλίγον, καί ἤρχισα νά συλλογίζωμαι.
Ἀνεκάλεσα εἰς τήν μνήμην μου ὅλας τάς πρός τήν μητέρα τρυφερότητας καί θωπείας μου. Προσεπάθησα νά ἐνθυμηθῶ μήπως τῆς ἔπταισά ποτέ, μήπως τήν ἀδίκησα, ἀλλά δέν ἠδυνήθην. Ἀπεναντίας εὕρισκον, ὅτι ἀφ' ὅτου ἐγεννήθη αὐτή ἡ ἀδελφή μας, ἐγώ, ὄχι μόνον δέν ἠγαπήθην, ὅπως θά τό ἐπεθύμουν, ἀλλά τοῦτ' αὐτό παρηγκωνιζόμην ὁλονέν περισσότερον. Ἐνθυμήθην τότε, καί μοί ἐφάνη ὅτι ἐννόησα, διατί ὁ πατήρ μου ἐσυνήθιζε νά μέ ὀνομάζῃ «τό ἀδικημένο του». Καί μέ ἐπῆρε τό παράπονον καί ἤρχισα νά κλαίω. Ὤ! εἶπον, ἡ μητέρα μου δέν μέ ἀγαπᾷ καί δέν μέ θέλει! Ποτέ, ποτέ πλέον δέν πηγαίνω εἰς τήν ἐκκλησίαν! Καί διηυθύνθην πρός τήν οἰκίαν μας, περίλυπος καί ἀπηλπισμένος.
Ἡ μήτηρ μου δέν ἤργησε νά μέ ἀκολουθήσῃ μετά τῆς ἀσθενοῦς. Ἐπειδή ὁ ἱερεύς, ὅστις, ταραχθείς ὑπό τῶν κραυγῶν μου, ἐμβῆκεν εἰς τήν ἐκκλησίαν, ὅταν εἶδε τήν ἀσθενῆ, συνεβούλευσε τήν μητέρα μου νά τήν μετακομίσῃ.
— Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος, θυγατέρα, τῇ εἶπε, καί ἡ χάρις του φθάνει εἰς ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἄν εἶναι γιά νά γιάνῃ τό παιδί σου θά τό γιάνῃ καί στό σπίτι σου.
Δυστυχής ἡ μήτηρ ἥτις τόν ἤκουσε! Διότι αὐτοί εἶναι οἱ τυπικοί λόγοι μέ τούς ὁποίους οἱ ἱερεῖς ἀποπέμπουσι συνήθως τούς ἑτοιμοθανάτους, διά νά μή ἐκπνεύσουν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καί βεβηλωθῇ ἡ ἱερότης τοῦ τόπου.
Ὅταν ἐπανεῖδον τήν μητέρα μου, ἦτον ὑπέρ ποτε50 θλιβερά. Ἀλλά πρός ἐμέ ἰδίως ἐφέρθη μέ πολλήν γλυκύτητα καί προσήνειαν. Μέ ἔλαβεν εἰς τήν ἀγκάλην της, μ' ἐθώπευσε καί μ' ἐφίλησε τρυφερά καί ἐπανειλημμένως. Ἐνόμιζες ὅτι προσεπάθει νά μ' ἐξιλεώσῃ.51
Ἐν τούτοις ἐγώ τήν νύκτα ἐκείνην οὔτε νά φάγω ἠμπόρεσα, οὔτε νά κοιμηθῶ. Ἐκοιτόμην εἰς τό στρῶμα μέ καμμυομένους52 ὀφθαλμούς, ἀλλ' ἔτεινον τά ὦτα προσεκτικά πρός πᾶσαν κίνησιν τῆς μητρός μου, ἡ ὁποία, ὁπως πάντοτε, ἠγρύπνει παρά τό προσκεφάλαιον τῆς ἀσθενοῦς.
Θά ἦτον ἴσως μεσάνυκτα ὅταν ἤρχισε νά πηγαινοέρχηται εἰς τό δωμάτιον. Ἐνόμιζον ὅτι ἔστρωνε νά κοιμηθῇ, ἀλλ' ἠπατώμην. Διότι μετ' ὀλίγον ἐκάθησε καί ἤρχισε νά μοιρολογῇ χαμηλοφώνως.
Ἦτο τό μοιρολόγι τοῦ πατρός μας. Πρίν ἀσθενήσῃ ἡ Ἀννιώ, τό ἔψαλλε πολύ συχνά, ἀλλ' ἀφ' ὅτου ἀσθένησε, τό ἤκουον διά πρώτην φοράν.
Τό μοιρολόγιον τοῦτο ἐσύνθεσεν ἐπί τῷ θανάτῳ τοῦ πατρός μου, κατά παραγγελίαν αὐτῆς, ἡλιοκαής ρακένδυτος «Γύφτος», γνωστός εἰς τά περίχωρά μας διά τήν δεξιότητα εἰς τό στιχουργεῖν αὐτοσχεδίως.
Moί φαίνεται, ὅτι βλέπω ἀκόμη τήν μαύρην καί λιγδεράν κόμην, τούς μικρούς καί φλογερούς ὀφθαλμούς καί τ' ἀνοιχτά καί τριχωμένα στήθη του.
Ἐκάθητο ἔνδοθεν53 τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας,54 περιστοιχισμένος ὑπό τῶν χαλκῶν ἀγγείων, ὅσα ἐσύναζε διά νά γανώσῃ55. Καί, μέ τήν κεφαλήν κεκλιμένην ἐπί τοῦ ὤμου, συνώδευε τόν πένθιμον αὑτοῦ σκοπόν μέ τούς κλαυθμηρούς ἤχους τῆς τριχόρδου του λύρας.
Πρό αὐτοῦ ἡ μήτηρ μου ὀρθία ἐβάσταζε τήν Ἀννιώ εἰς τήν ἀγκάλην της καί ἤκουε προσεκτική καί δακρύουσα.
Ἐγώ τήν ἐκράτουν σφιγκτά ἀπό τοῦ φορέματος καί ἔκρυπτον τό πρόσωπόν μου εἰς τάς πτυχάς αὐτοῦ, διότι ὅσον γλυκεῖς ἦσαν οἱ ἦχοι ἐκεῖνοι, τόσον φοβερά μοί ἐφαίνετο ἡ μορφή τοῦ ἀγρίου των ψάλτου.
Ὅταν ἡ μήτηρ μου ἔμαθε τό θλιβερόν αὐτῆς μάθημα, ἔλυσεν ἀπό τό ἄκρον τῆς καλύπτρας56 της καί ἔδωκεν εἰς τόν Ἀθίγγανον δύο «ρουμπιέδες».57 — Τότε εἴχομεν ἀκόμη ἀρκετούς. — Ἔπειτα παρέθηκεν58 εἰς αὐτόν ἄρτον καί οἶνον καί ὅ,τι προσφάγιον59 εὑρέθη πρόχειρον. Ἐνῷ δέ ἐκεῖνος ἔτρωγε κάτω, ἡ μήτηρ μου εἰς τό «ἀνῶγι» ἐπανελάμβανε τό ἐλεγεῖον60 κατ' ἰδίαν διά νά τό στερεώσῃ εἰς τήν μνήμην της. Καί φαίνεται ὅτι το εὗρε πολύ ὡραῖον. Διότι καθ' ἥν στιγμήν ὁ Κατσίβελος61 ἀνεχώρει, ἔδραμε κατόπιν του καί τῷ ἐχάρισεν ἕν ἀπό τά «σαλιβάρια»62 τοῦ πατρός μου.
— Θεός σχωρέσοι τόν ἄνδρα σου, νύφη63 ἐφώνησεν ἔκθαμβος ὁ ραψωδός, καί φορτωθείς τά χάλκινά του σκεύη ἐξῆλθε τῆς αὐλῆς μας.
Αὐτό λοιπόν τό ἐλεγεῖον ἐμοιρολόγει κατ' ἐκείνην τήν νύκτα ἡ μήτηρ μου.
Ἐγώ ἤκουον, καί ἄφηνα τά δάκρυά μου νά ρέωσι σιγαλά, ἀλλά δέν ἐτόλμων νά κινηθῶ. Αἴφνης ᾐσθάνθην εὐωδίαν θυμιάματος!
— Ὤ! εἶπον, ἀπέθανε τό καϋμένο τό Ἀννιώ μας! — Καί ἐτινάχθην ἀπό τό στρῶμά μου.
Τότε εὑρέθην ἐνώπιον παραδόξου σκηνῆς.
Ἡ ἀσθενής ἀνέπνεε βαρέως, ὅπως πάντοτε. Πλησίον αὐτῆς ἦτο τοποθετημένη ἀνδρική ἐνδυμασία, καθ' ἥν τάξιν φορεῖται. Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον μέ μαῦρον ὕφασμα, ἐπί τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε σκεῦος πλῆρες ὕδατος καί ἑκατέρωθεν δύο λαμπάδες ἀναμμέναι. Ἡ μήτηρ μου γονυπετής64 ἐθυμίαζε τ' ἀντικείμενα ταῦτα προσέχουσα ἐπί τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος.
Φαίνεται ὅτι ἐκιτρίνισα από τόν φόβον μου. Διότι ὡς μέ εἶδεν, ἔσπευσε νά μέ καθησυχάσῃ.
— Μή φοβεῖσαι, παιδάκι μου, μέ εἶπε μυστηριωδῶς, εἶναι τά φορέματα τοῦ πατρός σου. Ἔλα, παρακάλεσέ τον καί σύ νά ἔλθῃ νά γιατρέψῃ τό Ἀννιώ μας.
Καί μέ ἔβαλε νά γονατίσω πλησίον της.
— Ἔλα πατέρα — νά μέ πάρῃς ἐμένα — γιά νά γιάνῃ τό Ἀννιώ! — ἀνεφώνησα ἐγώ διακοπτόμενος ὑπό τῶν λυγμῶν μου. Καί ἔρριψα ἐπί τῆς μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, διά νά τῇ δείξω πώς γνωρίζω, ὅτι παρακαλεῖ ν' ἀποθάνω ἐγώ ἀντί τῆς ἀδελφῆς μου. Δέν ᾐσθανόμην ὁ ἀνόητος ὅτι τοιουτοτρόπως ἐκορύφωνα τήν ἀπελπισίαν της! Πιστεύω νά μ' ἐσυγχώρησεν. Ἤμην πολύ μικρός τότε, καί δέν ἠδυνάμην νά ἐννοήσω τήν καρδίαν της.
Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγῆς, ἐθυμίασεν ἐκ νέου τά πρό ἡμῶν ἀντικείμενα, καί ἐπέστησεν ὅλην αὑτῆς τῆς προσοχήν ἐπί τοῦ ὕδατος, τό ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τό ἐπί τοῦ σκαμνίου εὐρύχωρον σκεῦος.
Αἴφνης μικρά χρυσαλίς,65 πετάξασα κυκλικῶς ἐπ' αὐτοῦ, ἤγγισε μέ τά πτερά της, καί ἐτάραξεν ἐλαφρῶς τήν ἐπιφάνειάν του.
Ἡ μήτηρ μου ἔκυψεν εὐλαβῶς καί ἔκαμε τόν σταυρόν της, ὅπως ὅταν διαβαίνουν τα Ἅγια ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ.
— Κάμε τό σταυρό σου, παιδί μου! ἐψιθύρισε, βαθέως συγκεκινημένη καί μή τολμῶσα νά ὑψώσῃ τά ὄμματα.
Ἐγώ ὑπήκουσα μηχανικῶς.
Ὅταν ἡ μικρά ἐκείνη χρυσαλίς ἐχάθη εἰς τό βάθος τοῦ δωματίου, ἡ μήτηρ μου ἀνέπνευσεν, ἐσηκώθη ἱλαρά66 καί εὐχαριστημένη, καί — Ἐπέρασεν ἡ ψυχή τοῦ πατέρα σου! — εἶπε, παρακολουθοῦσα εἰσέτι τήν πτῆσιν τοῦ χρυσαλιδίου μέ βλέμματα στοργῆς καί λατρείας. Ἔπειτα ἔπιεν ἀπό τοῦ ὕδατος καί ἔδωκε καί εἰς ἐμέ νά πίω.
Τότε μοῦ ἦλθεν εἰς τόν νοῦν ὅτι καί ἄλλοτε μᾶς ἐπότιζεν ἀπό τοῦ αὐτοῦ σκεύους, εὐθύς ὡς ἐξυπνοῦμεν. Καί ἐνθυμήθην, ὅτι ὁσάκις ἔκαμνε τοῦτο ἡ μήτηρ μας, ἦτο καθ' ὅλην ἐκείνην τήν ἡμέραν ζωηρά καί περιχαρής, ὡς ἐάν εἶχεν ἀπολαύσει μεγάλην τινά πλήν μυστικήν εὐδαιμονίαν.
Ἀφοῦ μ' ἐπότισεν ἐμέ, ἐπλησίασεν εἰς τό στρῶμα τῆς Ἀννιῶς μέ τό σκεῦος ἀνά χείρας.
Ἡ ἀσθενής δέν ἐκοιμᾶτο, ἀλλά δέν ἦτο καί ὅλως διόλου ἔξυπνος.67 Τά βλέφαρά της ἦσαν ἡμίκλειστα· οἱ δέ ὀφθαλμοί της, ἐφ' ὅσον διεφαίνοντο, ἐξέπεμπον παράδοξόν τινα λάμψιν διά μέσου τῶν πυκνῶν καί μελανῶν αὐτῶν βλεφαρίδων.
Ἡ μήτηρ μου ἀνεσήκωσε τό ἰσχνόν του κορασίου σῶμα μετά προσοχῆς· καί ἐνῷ διά τῆς μιᾶς χειρός ὑπεστήριζε τά νῶτά του, διά τῆς ἄλλης προσέφερε τό σκεῦος εἰς τά μαραμένα του χείλη.
—Ἔλα, ἀγάπη μου, τῆς εἶπε. Πιέ ἀπ' αὐτό τό νερό, νά γιάνῃς. — Ἡ ἀσθενής δέν ἤνοιξε τούς ὀφθαλμούς, ἀλλά φαίνεται, ὅτι ἤκουσε τήν φωνήν καί ἐννόησε τάς λέξεις. Γλυκύ καί συμπαθητικόν μειδίαμα διέστειλε τά χείλη της. Ἔπειτα ἐρρόφησεν ὀλίγας σταγόνας ἀπό τοῦ ὕδατος ἐκείνου, τό ὁποῖον ἔμελλε τῷ ὄντι 68 νά τήν ἰατρεύσῃ. Διότι μόλις τό ἐκατάπιε καί ἤνοιξε τούς ὀφθαλμούς καί προσεπάθησε ν' ἀναπνεύσῃ. Ἐλαφρός στεναγμός διέφυγε τά χείλη της, καί ἐπανέπεσε βαρεῖα ἐπί τῆς ὠλένης69 τῆς μητρός μου.
Τό καϋμένο μας τό Ἀννιώ! ἐγλύτωσεν ἀπό τά βάσανά του!
Πολλοί εἶχον κατηγορήσει τήν μητέρα μου, ὅτι ἐνῷ αἱ ξέναι γυναῖκες ἐθρήνουν μεγαλοφώνως ἐπί τοῦ νεκροῦ τοῦ πατρός μου, ἐκείνη μόνη ἔχυνεν ἄφθονα, πλήν σιγηλά δάκρυα. Ἡ δυστυχής τό ἔκαμνεν ἐκ φόβου μήπως παρεξηγηθῇ, μήπως παραβῇ τά ὅρια τῆς εἰς τάς νέας ἀνηκούσης σεμνότητος. Διότι, καθώς εἶπον, ἡ μήτηρ μας ἐχήρευσε πολύ νέα.
Ὅταν ἀπέθανεν ἡ ἀδελφή μας, δέν ἦτο πολύ γεροντοτέρα. Ἀλλ' οὔτε ἐσκέφθη κἄν τώρα τί θά εἰπῇ ὁ κόσμος διά τούς σπαραξικαρδίους της θρήνους.
Όλη η γειτονεία εσηκώθη και ήλθε προς παρηγορίαν της. Αλλά το πένθος αυτής ήτο φοβερόν, ήτον άπαρηγόρητον.
— Θά χάσῃ τόν νοῦν της — ἐψιθύριζον οἱ βλέποντες αὐτήν κεκλιμένην καί θρηνοῦσαν μεταξύ τῶν τάφων τῆς ἀδελφῆς καί τοῦ πατρός μας.
— Θά τά ἀφήσῃ μέσ' στούς πέντε δρόμους· — ἔλεγον οἱ συναντῶντες ἡμᾶς καθ' ὁδόν, ἐγκαταλελειμμένα καί ἀπεριποίητα.
Καί ἐχρειάσθη καιρός, ἐχρειάσθησαν αἱ νουθεσίαι καί ἐπιπλήξεις τῆς ἐκκλησίας, ὅπως συνέλθῃ εἰς ἑαυτήν καί ἐνθυμηθῇ τά ἐπιζῶντα τέκνα της, καί ἀναλάβῃ τά οἰκιακά της καθήκοντα.
Ἀλλά τότε παρετήρησε ποῦ μᾶς εἶχε καταντήσει ἡ μακρά τῆς ἀδελφῆς μας ἀσθένεια.
Ἡ χρηματική μας περιουσία κατηναλώθη εἰς ἰατρούς καί ἰατρικά. Πολλά «χράμια» καί «κηλίμια»,70 ἔργα τῶν ἰδιων αὐτῆς χειρῶν, τά εἶχε πωλήσει δι' ἀσήμαντα ποσά, ἤ τά εἶχε δώσει ὡς ἀμοιβήν εἰς τούς γόητας71 καί τάς μαγίσσας. Ἄλλα μᾶς τά ἔκλεψαν αὐτοί καί οἱ ὅμοιοί των, ἐπωφελούμενοι ἐκ τῆς ἀνεπιβλεψίας, ἥτις ἐπεκράτησεν ἐν τῷ οἴκῳ μας. Πρός ἐπίμετρον72 ἐξηντλήθησαν καί αἱ προμήθειαι τῶν ζωοτροφιῶν73 μας καί ἡμεῖς δέν εἴχομεν πλέον πόθεν νά ζήσωμεν.
Ἐν τούτοις αὐτό, ἀντί νά πτοήσῃ τήν μητέρα μας, τῇ ἀπέδωκεν ἀπεναντίας διπλῆν τήν δραστηριότητα, ἥν εἶχε πρίν ἀσθενήσει τό Ἀννιώ.
Ἐμετρίασεν, ἤ κυρίως εἰπεῖν, συνεκάλυψε τό πένθος της· ὑπερενίκησε τήν ἀτολμίαν τῆς ἡλικίας καί τοῦ φύλου της, καί, λαβοῦσα τήν δίκελλαν74 ἀνά χεῖρας, ἤρχισε νά «ξενοδουλεύῃ», ὡς ἐάν δέν εἶχε γνωρίσει ποτέ τόν ἄνετον καί ἀνεξάρτητον βίον.
Ἐπί πολύν χρόνον μᾶς διέτρεφε διά τοῦ ἱδρῶτος τοῦ προσώπου της. Τά ἡμερομίσθια ἦσαν μικρά καί αἱ ἀνάγκαι μας μεγάλαι, ἀλλ' ὅμως εἰς κανένα ἐξ ἡμῶν δέν ἐπέτρεψε νά τήν ἀνακουφίσῃ συνεργαζόμενος.
Σχέδια περί τοῦ μέλλοντος ἡμῶν ἐγίνοντο καί ἐπεθεωροῦντο καθ' ἑσπέραν παρά τήν ἑστίαν. Ὁ μεγαλύτερός μου ἀδελφός ὤφειλε νά μάθῃ τήν τέχνην τοῦ πατρός μας, διά νά λάβῃ ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τόν τόπον ἐκείνου. Ἐγώ ἔμελλον ἤ μᾶλλον ἤθελον νά ξενιτευθῶ, καί οὕτω καθεξῆς. Ἀλλά πρό τούτου ἔπρεπε νά μάθωμεν ὅλοι τά γράμματά μας, ἔπρεπε νά ξεσχολήσωμεν.75 Διότι, ἔλεγεν ἡ μήτηρ μας, ἄνθρωπος ἀγράμματος, ξύλον ἀπελέκητον.
Αἱ οἰκονομικαί μας δυσχέρειαι ἐκορυφώθησαν, ὅταν ἐπῆλθεν ἀνομβρία76 εἰς τήν χώραν καί ἀνέβησαν αἱ τιμαί τῶν τροφίμων. Ἀλλ' ἡ μήτηρ, ἀντί ν' ἀπελπισθῇ περί τῆς διατροφῆς ἡμῶν αὐτῶν, ἐπηύξησε τόν ἀριθμόν μας δι' ἑνός ξένου κορασίου, τό ὁποῖον μετά μακράς προσπαθείας κατώρθωσε νά υἱοθετήσῃ.
Τό γεγονός τοῦτο μετέβαλε τό μονότονον καί αὐστηρόν τοῦ οἰκογενειακοῦ ἡμῶν βίου, καί εἰσήγαγεν ἐκ νέου ἀρκετήν ζωηρότητα.
Ἤδη αὐτή ἡ υἱοθέτησις ἐγένετο πανηγυρική. Ἡ μήτηρ μου ἐφόρεσε διά πρώτην φοράν τά «γιορτερά»77 της καί μᾶς ὡδήγησεν εἰς τήν ἐκκλησίαν καθαρούς καί χτενισμένους, ὡς ἐάν ἐπρόκειτο νά μεταλάβωμεν. Μετά τό τέλος τῆς λειτουργίας, ἐστάθημεν ὅλοι πρό τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτοῦ, ἐν μέσῳ τοῦ περιεστῶτος78 λαοῦ, ἐνώπιον τῶν φυσικῶν αὐτοῦ γονέων, παρέλαβεν ἡ μήτηρ μου τό θετόν αὑτῆς θυγάτριον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέως, ἀφοῦ πρῶτον ὑπεσχέθη εἰς ἐπήκοον79 πάντων, ὅτι θέλει ἀγαπήσει καί ἀναθρέψει αὐτό, ὡς ἐάν ἦτο σάρξ ἐκ τῆς σαρκός καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν της.
Ἡ εἴσοδός τοῦ εἰς τόν οἶκό ν μας ἐγένετο οὐχ ἦττον ἐπιβλητική καί τρόπον τινά ἐν θριάμβῳ. Ὁ πρωτόγερος80 τοῦ χωρίου καί ἡ μήτηρ μου προηγήθησαν μετά τοῦ κορασίου, ἔπειτα ἠρχόμεθα ἡμεῖς. Οἱ συγγενεῖς μας καί οἱ συγγενεῖς τῆς νέας ἀδελφῆς μᾶς ἠκολούθησαν μέχρι τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας. Ἔξωθεν αὐτῆς ὁ πρωτόγερος ἐσήκωσε τό κοράσιον ὑψηλά εἰς τάς χεῖράς του καί τό ἔδειξεν ἐπί τινας στιγμάς εἰς τούς παρισταμένους. Ἔπειτα ἠρώτησε μεγαλοφώνως·
— Ποιός ἀπό σᾶς εἶναι ἤ ἐδικός ἤ συγγενής ἤ γονιός τοῦ παιδιοῦ τούτου περισσότερον ἀπό τήν Δεσποινιώ τήν Μηχαλιέσσα81 κι ἀπό τούς ἐδικούς της;
Ὁ πατήρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρός καί ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τόν ὦμόν του. Ἡ μήτηρ μου ἔτρεμεν ἐκ τοῦ φόβου μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνή — Ἐγώ! — καί ματαιώσῃ τήν εὐτυχίαν της. Ἀλλά κανείς δέν ἀπεκρίθη. Τότε οἱ γονεῖς τοῦ παιδιού ἠσπάσθησαν αὐτό διά τελευταίαν φοράν καί ἀνεχώρησαν μετά τῶν συγγενῶν των. Ἐνῷ οἱ ἐδικοί μας μετά τοῦ πρωτογέρου εἰσῆλθον καί ἐξενίσθησαν82 παρ' ἡμῖν.
Ἀπό τῆς στιγμῆς ταύτης ἡ μήτηρ μας ἤρχισε νά ἐπιδαψιλεύῃ83 εἰς τήν θετήν μας ἀδελφήν τόσας περιποιήσεις, ὅσων ἴσως δέν ἠξιώθημεν ἡμεῖς εἰς τήν ἡλικίαν της καί εἰς καιρούς πολύ εὐτυχεστέρους. Ἐνῷ δέ μετ' ὀλίγον χρόνον ἐγώ μέν ἐπλανώμην νοσταλγῶν ἐν τῇ ξένῃ, οἱ δέ ἄλλοι μου ἀδελφοί ἐταλαιπωροῦντο κακοκοιμώμενοι εἰς τά ἐργαστήρια τῶν «μαστόρων», τό ξένον κοράσιον ἐβασίλευεν εἰς τόν οἶκόν μας, ὡς ἐάν ἦτον ἐδικός του.
Οἱ μικροί τῶν ἀδελφῶν μου μισθοί θά ἐξήρκουν πρός ἀνακούφισιν τῆς μητρός, ἐφ' ᾦ καί τῇ ἐδίδοντο. Ἀλλ' ἐκείνη, ἀντί νά τούς δαπανᾷ πρός ἀνάπαυσίν της, ἐπροίκιζε δι' αὐτῶν τήν θετήν της θυγατέρα καί ἐξηκολούθει ἐργαζομένη πρός διατροφήν της. Ἐγώ ἔλειπον μακράν, πολύ μακράν, καί ἐπί πολλά ἔτη ἠγνόουν τί συνέβαινεν εἰς τόν οἶκόν μας. Πρίν δέ κατορθώσω νά ἐπιστρέψω, τό ξένον κοράσιον ηὐξήθη, ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καί ὑπανδρεύθη, ὡς ἐάν ἦτον ἀληθῶς μέλος τῆς οἰκογενείας μας.
Ὁ γάμος αὐτῆς, ὅστις φαίνεται ἐπίτηδες ἐπεσπεύθη, ὑπῆρξεν ἀληθής «χαρά» τῶν ἀδελφῶν μου. Οἱ δυστυχεῖς ἀνέπνευσαν, ἀπαλλαγέντες ἀπό τό πρόσθετον φορτίον. Καί εἶχον δίκαιον. Διότι ἡ κόρη ἐκείνη, ἐκτός ὅτι ποτέ δέν ᾐσθάνθη πρός αὐτούς ἀδελφικήν τινα στοργήν, ἐπί τέλους ἀπεδείχθη ἀχάριστος πρός τήν γυναῖκα, ἥτις περιεποιήθη τήν ζωήν αὐτῆς μέ τοσαύτην φιλοστοργίαν, ὅσην ὀλίγα γνήσια τέκνα ἐγνώρισαν.
Εἶχον λόγους λοιπόν οἱ ἀδελφοί μου νά εἶναι εὐχαριστημένοι καί εἶχον λόγους νά πιστεύσουν, ὅτι καί ἡ μήτηρ ἀρκετά ἐδιδάχθη ἐκ τοῦ παθήματος ἐκείνου.
Ἀλλ' ὁποία ὑπήρξεν ἡ ἔκπληξίς των, ὅταν, ὀλίγας μετά τούς γάμους ἡμέρας, τήν εἶδον νά ἔρχεται εἰς τήν οἰκίαν, σφίγγουσα τρυφερῶς εἰς τήν ἀγκάλην της ἕν δεύτερον κοράσιον, ταύτην τήν φοράν ἐν σπαργάνοις!
— Τό κακότυχο! ἀνεφώνει ἡ μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθητικῶς ἐπί τῆς μορφῆς τοῦ νηπίου, δέν τό ἔφθανε πώς ἐγεννήθη κοιλιάρφανο, μόν' ἀπέθανε καί ἡ μάνα του καί τό ἄφηκε μέσ' στή στράτα! Καί, εὐχαριστημένη τρόπον τινά ἐκ τῆς ἀτυχοῦς ταύτης συμπτώσεως, ἐπεδείκνυε τό λάφυρόν της θριαμβευτικῶς πρός τούς ἐνεούς84 ἐκ τῆς ἐκπλήξεως ἀδελφούς μου.
Τό υἱικόν σέβας ἦτο πολύ, καί ἡ αὐθεντεία85 τῆς μητρός μεγάλη, ἀλλ' οἱ πτωχοί ἀδελφοί μου ἦσαν τόσον ἀπογοητευμένοι, ὥστε δέν ἐδίστασαν νά ὑποδείξουν εὐσχήμως86 πως εἰς τήν μητέραν των, ὅτι καλόν θά ἦτο νά παραιτηθῇ τοῦ σκοποῦ της. Ἀλλά τήν εὗρον ἀμετάπειστον. Τότε ἐδήλωσαν φανερά τήν δυσαρέσκειάν των καί τῇ ἠρνήθησαν τήν διαχείρισιν τοῦ βαλαντίου87 των. Ὅλα εἰς μάτην.
— Μή μοῦ φέρετε τίποτε, ἔλεγεν ἡ μήτηρ μου, ἐγώ δουλεύω καί τό θρέφω, σάν πώς ἔθρεψα καί σᾶς. Καί ὅταν ἔλθῃ ὁ Γιωργής μου ἀπ' τή ξενιτειά, θά τό προικίσῃ καί θά τό πανδρέψῃ. Ἀμ' τί θαρρεῖτε! Ἐμένα τό παιδί μου μέ τό ὑποσχέθηκε. — Ἐγώ, μάνα, θά σέ θρέψω καί σένα καί τό ψυχοπαῖδι σου. — Ναί! ἔτσι μέ τό εἶπε, πού νἄχῃ τήν εὐχή μου!
Ὁ Γιωργής ἤμην ἐγώ. Καί τήν ὑπόσχεσιν ταύτην τήν εἶχον δώσει ἀληθῶς, ἀλλά πολύ προτύτερα.
Ἦτο καθ' ἥν ἐποχήν ἡ μήτηρ μας εἰργάζετο διά νά θρέψῃ τήν πρώτην μας θετήν ἀδελφήν καθώς καί ἡμᾶς. Ἐγώ τήν συνώδευον κατά τάς διακοπάς τῶν μαθημάτων, παίζων παρ' αὐτῇ ἐνῷ ἐκείνη ἔσκαπτεν ἤ ἐξεβοτάνιζεν. Μίαν ἡμέραν διακόψαντες τήν ἐργασίαν ἐπεστρέφομεν ἀπό τούς ἀγρούς φεύγοντες τόν ἀφόρητον καύσωνα, ὑφ' οὗ ὀλίγον ἔλειψε νά λιποθυμήσῃ ἡ μήτηρ μου. Καθ' ὁδόν κατελήφθημεν ὑπό ραγδαιοτάτης βροχῆς, ἐξ ἐκείνων, αἵτινες συμβαίνουσι παρ' ἡμῖν συνήθως, μετά προηγηθεῖσαν ὑπερβολικήν ζέστην ἤ λαύραν, καθώς τήν ὀνομάζουν οἱ συντοπῖταί μου. Δέν ἤμεθα πλέον πολύ μακράν τοῦ χωρίου, ἀλλ' ἔπρεπε νά διαβῶμεν ἕνα χείμαρρον, ὅστις πλημμυρήσας ἐκατέβαινεν ὁρμητικώτατος. Ἡ μήτηρ μου ἠθέλησε νά μέ σηκώσῃ εἰς τόν ὦμόν της. Ἀλλ' ἐγώ ἀπεποιήθην.88
— Εἶσαι ἀδύνατη ἀπό τή λιποθυμία, τῇ εἶπον. Θά μέ ρίψῃς μέσ' στόν ποταμό.
Καί ἐσήκωσα τά φορέματά μου καί εἰσῆλθον δρομαῖος89 εἰς τό ρεῦμα, πρίν ἐκείνη προφθάσῃ νά μέ κρατήσῃ. Εἶχον ἐμπιστευθῆ εἰς τάς δυνάμεις μου πλέον ἤ ὅ,τι ἔπρεπε. Διότι πρίν σκεφθῶ νά ὑποχωρήσω, οἱ πόδες μου ἔχασαν τό στήριγμά των, καί, ἀνατραπείς, παρεσύρθην ὑπό τοῦ χειμάρρου ὡς κέλυφος καρύου.
Μία σπαρακτική κραυγή φρίκης εἶναι πᾶν ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι ἐκ τῶν μετά ταῦτα. Ἦτον ἡ φωνή τῆς μητρός μου, ἥτις ἐρρίφθη εἰς τά ρεύματα διά νά μέ σώσῃ.
Πῶς δέν ἔγινα αἰτία νά πνιγῇ καί ἐκείνη μετ' ἐμοῦ, εἶναι θαῦμα. Διότι ὁ χείμαρρος ἐκεῖνος ἔχει κακήν φήμην παρ' ἡμῖν. Καί ὅταν λέγουν περί τίνος «τόν ἐπῆρε τό ποτάμι», ἐννοοῦν ὅτι ἐπνίγη εἰς αὐτόν τοῦτον τόν χείμαρρον.
Καί ὅμως ἡ μήτηρ μου λιγόθυμος καθώς ἦτο, κατάκοπος, βεβαρυμένη ἀπό ἐπαρχιακά φορέματα, ἱκανά νά πνίξουν καί τόν δεξιώτερον κολυμβητήν, δέν ἐδίστασε νά ἐκθέσῃ τήν ζωήν αὑτῆς εἰς κίνδυνον. Ἐπρόκειτο νά μέ σώσῃ, καί ἄς ἤμην ἐκεῖνό της τό τέκνον, τό ὁποῖον προσέφερεν ἄλλοτε εἰς τόν Θεόν ὡς ἀντάλλαγμα ἀντί τῆς θυγατρός της.
Ὅταν ἔφθασεν εἰς τόν οἶκον καί μέ ἀπέθεσε χαμαί ἀπό τόν ὦμόν της, ἤμην ἀκόμη παραζαλισμένος. Διά τοῦτο, ἀντί νά αἰτιαθῶ τήν ἀπρονοησίαν μου διά τό συμβάν, ἀπέδωκα αὐτό εἰς τάς ἐργασίας τῆς μητρός μου.
— Μή δουλεύεις πιά, μάνα, τῇ εἶπον, ἐνῷ ἐκείνη μ' ἐνέδυε στεγνά φορέματα.
— Ἀμ' ποιός θά μᾶς θρέφῃ, παιδί μου, σάν δέν δουλεύω ἐγώ; — Ἠρώτησεν ἐκείνη στενάξασα.
— Ἐγώ, μάνα! ἐγώ! — τῇ ἀπήντησα τότε μετά παιδικοῦ στόμφου.
— Καί τό ψυχοπαίδι μας;
— Κ' ἐκεῖνο ἐγώ!
Ἡ μήτηρ ἐμειδίασεν ἀκουσίως, διά τήν ἐπιβλητικήν στάσιν, ἥν ἔλαβον προφέρων τήν διαβεβαίωσιν ταύτην. Ἔπειτα διέκοψε τήν ὁμιλίαν ἐπειποῦσα·
— Ἀμ' θρέψε δά πρῶτα τόν ἑαυτό σου καί ὕστερα βλέπουμε.
Δέν παρῆλθε πολύς καιρός καί ἀπηρχόμην εἰς τά ξένα.
Ἡ μήτηρ βεβαίως οὐδ' ἐσημείωσε κἄν τήν ὑπόσχεσιν ἐκείνην. Ἐγώ ὅμως ἐνθυμούμην πάντοτε, ὅτι ἡ αὐταπάρνησίς της μοί ἐχάρισε διά δευτέραν φοράν τήν ζωήν, τήν ὁποίαν τῇ ὤφειλον. Διά τοῦτο εἶχον τήν ὑπόσχεσιν ἐκείνην ἐπί τῆς καρδίας μου, καί ὅσον ἐμεγάλωνα, τόσῳ σπουδαιότερον ἐνόμιζα τόν ἑαυτόν μου ὑποχρεωμένον πρός ἐκπλήρωσίν της.
— Μή κλαίγῃς μητέρα, τῇ εἶπον ἀναχωρῶν. Ἐγώ πηγαίνω πιά νά κάμω παράδες. Ἔννοια σου! Ἀπό τώρα καί νά πάγῃ θά σέ θρέφω καί σένα καί τό παραπαῖδί σου. Ἀλλά, ἀκούεις; Δέν θέλω πιά νά δουλεύῃς!
Δέν ἤξευρον ἀκόμη ὅτι δεκαετές παιδίον ὄχι τήν μητέρα, ἀλλ' οὐδέ τόν ἑαυτόν του δέν δύναται νά θρέψῃ. Καί δέν ἐφανταζόμην, ὁποῖαι φοβεραί περιπέτειαι μέ περιέμενον καί πόσας πικρίας ἔμελλον ἀκόμη νά ποτίσω τήν μητέρα μου διά τῆς ξενιτείας ἐκείνης, δι' ἧς ἤλπιζον νά τήν ἀνακουφίσω.
Ἐπί πολλά ἔτη ὄχι μόνον βοήθειαν, ἀλλ' οὐδέ μίαν ἐπιστολήν κατώρθωσα νά τῇ στείλω. Ἐπί πολλά ἔτη παρεμόνευεν εἰς τούς δρόμους, ἐρωτῶσα τούς διαβάτας μή μέ εἶδον πουθενά.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐδυστύχησα ἐν Κωνσταντινουπόλει καί ἐτούρκευσα.
— Νά φᾶνε τή γλῶσσά τους πού τὤβγαλαν! — ἀπεκρίνετο ἡ μήτηρ μου. Αὐτός πού λένε, δέν μπορεῖ νά ἦτον τό παιδί μου! — Ἀλλά μετ' ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τό εἰκονοστάσιόν μας, καί προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρός τόν Θεόν, διά νά μέ φωτίσῃ νά ἐπανέλθω εἰς τήν πίστιν τῶν πατέρων μου.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐναυάγησα εἰς τάς ἀκτάς τῆς Κύπρου, καί ἐπαιτῶ ρακένδυτος εἰς τούς δρόμους.
— Φωτιά νά τούς κάψῃ, ἀπεκρίνετο ἐκείνη. Τό λέν ἀπό τή ζούλια τους. Τό παιδί μου θενἄκανε κατάστασι90 καί πά' στόν Ἅγιο Τάφο.
Ἀλλά μετ' ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τούς δρόμους, ἐξετάζουσα τούς διαβατικούς ἐπαίτας, καί μετέβαινεν ὅπου ἠκούετο κανείς «καραβοτσακισμένος» μέ τήν θλιβεράν ἐλπίδα ν' ἀνακαλύψῃ ἐν αὐτῷ τό ἴδιόν της τέκνον, μέ τήν πρόθεσιν νά δώσῃ εἰς αὐτόν τά στερήματά της, ὅπως τά εὕρω ἐγώ εἰς τά ξένα ἀπό τάς χεῖρας τῶν ἄλλων.
Καί ὅμως, ὁσάκις ἐπρόκειτο περί τῆς θετῆς αυτῆς θυγατρός, τά ἐλησμόνει ὅλα ταῦτα καί ἐφοβέριζε τούς ἀδελφούς μου, ὅτι ἐλθών ἐγώ ἀπό τά ξένα θά τούς ἐντροπιάσω διά τῆς γενναιότητός μου, καί θά προικίσω καί θά ὑπανδρεύσω τήν κόρην της ἐν πομπῇ καί παρατάξει.
— Ἔ; Ἀμ' τί θαρρεῖτε! Ἐμένα τό παιδί μου μέ τό ὑποσχέθηκε! Ἄς ἔχῃ τήν εὐχή μου!
Εὐτυχῶς αἱ κακαί ἐκεῖναι εἰδήσεις δέν ἦσαν ἀληθεῖς. Καί ὅταν, μετά μακράν ἀπουσίαν, ἐπέστρεψα εἰς τόν οἶκόν μας, ἤμην εἰς θέσιν νά ἐκπληρώσω τήν ὑπόσχεσίν μου, ὡς πρός τήν μητέρα μου κἄν, ἡ ὁποία ἦτο τόσον ὀλιγαρκής. Ὡς πρός τό ψυχοπαῖδί της ὅμως δέν μ' εὗρε τόσον πρόθυμον, ὅσον ἤλπιζεν. Ἀπ' ἐναντίας μόλις εἶχον φθάσει καί ἐξεφράσθην ἐναντίον τῆς διατηρήσεώς του, πρός μεγίστην τῆς μητρός μου ἔκπληξιν.
Εἶναι ἀληθές ὅτι δέν ἤμην κυρίως ἐναντίος τῆς ἀδυναμίας τῆς μητρός μου. Τήν πρός τά κοράσια κλίσιν της τήν εὕρισκον σύμφωνον πρός τά αἰσθήματα καί τούς πόθους μου.
Τίποτε ἄλλο δέν ἐπεθύμουν περισσότερον, παρά νά εὕρω ἐπιστρέφων εἰς τόν οἶκόν μας μίαν ἀδελφήν, τῆς ὁποίας ἡ φαιδρά μορφή κ' αἱ συμπαθητικαί φροντίδες νά ἐξορίσουν ἀπό τῆς καρδίας μου τήν ἐκ τῆς μονώσεως μελαγχολίαν, καί νά ἐξαλείψουν ἀπό τῆς μνήμης μου τάς κακοπαθείας ὅσας ὑπέστην ἐν τῇ ξένῃ. Πρός ἀνταλλαγήν ἐγώ θά ἐπροθυμούμην νά τῇ διηγῶμαι τά θαυμάσια τῶν ξένων χωρῶν, τάς περιπλανήσεις καί τά κατορθώματά μου, καί θά ἤμην πρόθυμος νά τῇ ἀγοράζω ὅ,τι ἀγαπᾷ· νά τήν ὁδηγῶ εἰς τούς χορούς καί τάς πανηγύρεις· νά τήν προικίσω, καί τέλος νά χορεύσω εἰς τούς γάμους της.
Ἀλλά τήν ἀδελφήν ταύτην τήν ἐφανταζόμην ὡραίαν καί συμπαθητικήν, ἀνεπτυγμένην καί ἔξυπνον, μέ γράμματα, μέ χειροτεχνήματα, μέ ὅλας ἔν γένει τάς ἀρετάς ὅσας εἶχον αἱ κόραι τῶν χωρῶν, ὅπου ἔζων μέχρι τότε. Καί ἀντί τούτων ὅλων τί εὗρον; Ἀκριβῶς τό ἀντίθετον.
Ἡ θετή μου ἀδελφή ἦτον ἀκόμη μικρά, καχεκτική, κακοσχηματισμένη, κακόγνωμος, καί πρό πάντων δύσνους, τόσον δύσνους,91 ὥστε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μ' ἐνέπνευσεν ἀντιπάθειαν.
— Δός το πίσου τό Κατερινιώ, ἔλεγον μίαν ἡμέραν εἰς τήν μητέρα μου. Δός το πίσου, ἄν μ' ἀγαπᾷς. Αὐτήν τήν φοράν σέ τό λέγω μέ τά σωστά μου! Ἐγώ θά σέ φέρω μίαν ἄλλην ἀδελφήν ἀπό τήν Πόλι. Ἕνα εὔμορφο κορίτσι, ἕνα ἔξυπνο, πού νά στολίσῃ μίαν ἡμέρα τό σπίτι μας.
Ἔπειτα περιέγραψα μέ τά ζωηρότερα χρώματα ὅποιον θά ἦτο τό ὀρφανόν, τό ὁποῖον ἔμελλον νά τῆς φέρω, καί πόσον πολύ θά τό ἠγάπων.
Ὅταν ὕψωσα τά βλέμματά μου πρός αὐτήν, εἶδον μετ' ἐκπλήξεώς μου, ὅτι τά δάκρυά της ἔρρεον σιγαλά καί μεγάλα ἐπί τῶν ὠχρῶν αὐτῆς παρειῶν,92 ἐνῷ οἱ ταπεινωμένοι της ὀφθαλμοί ἐξέφραζον μίαν ἀπερίγραπτον θλῦψιν!
— Ὤ! εἶπε μετ' ἀπελπιστικῆς ἐκφράσεως. Ἐνόμισα ὅτι σύ θά ἀγαπήσῃς τό Κατερινιώ περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά, ἀπατήθηκα! Ἐκεῖνοι δέν θέλουν διόλου ἀδελφήν, καί σύ θέλεις μίαν ἄλλην! Καί τί φταίγει τό φτωχό, σάν ἔγινεν ὅπως τό ἔπλασεν ὁ Θεός. Ἄν εἶχες μίαν ἀδελφήν ἄσχημην καί μέ ὀλίγον νοῦν, θά τήν ἔβγαζες δι' αὐτό μέσα στούς δρόμους, γιά νά πάρῃς μιάν ἄλλην, εὔμορφην καί γνωστικήν.
— Ὄχι, μητέρα! Βέβαια ὄχι! ἀπήντησα ἐγώ. Μά ἐκείνη θά ἦτο παιδί σου, καθώς καί ἐγώ. Ἐνῷ αὐτή δέν σοῦ εἶναι τίποτε. Μᾶς εἶναι ὅλως διόλου ξένη.
— Ὄχι! ἀνεφώνησεν ἡ μήτηρ μου μετά λυγμῶν, ὄχι! Δέν εἶναι ξένο τό παιδί! Εἶναι δικό μου! Τό ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπό πάνω ἀπό τό λείψανο τῆς μάνας του· καί ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά τό πλανέσω· καί τό ἐτύλιξα μέσ' στά σπάργανά σας, καί τό ἐκοίμησα μέσ' στήν κούνια σας. Εἶναι δικό μου τό παιδί, καί εἶναι ἀδελφή σας!
Μετά τάς λέξεις ταύτας, τάς ὁποίας ἐπρόφερεν ἰσχυρῶς καί μετ' ἐπιβλητικοῦ τρόπου, ὕψωσε τήν κεφαλήν αὑτῆς καί μέ παρετήρησεν ἀσκαρδαμυκτί.93 Ἐπερίμενε προκλητικῶς τήν ἀπάντησίν μου. Ἀλλ' ἐγώ δέν ἐτόλμησα νά προφέρω λέξιν. Τότε ἐχαμήλωσε πάλιν τούς ὀφθαλμούς καί ἐξηκολούθησε μέ ἀσθενῆ φωνήν καί θλιβερόν τόνον.
— Ἔ! τί νά γίνῃ! Κ' ἐγώ τό ἤθελα καλλίτερο, μά — ἡ ἁμαρτία μου, βλέπεις, δέν ἐσώθηκεν ἀκόμη. Καί τό ἔκαμεν ὁ Θεός τέτοιο, διά νά δοκιμάσῃ τήν ὑπομονή μου, καί νά μέ σχωρέσῃ. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
Καί ταῦτα λέγουσα, ἔθηκε τήν δεξιάν ἐπί τοῦ στήθους, ὕψωσε τούς ὀφθαλμούς αὑτῆς πλήρεις δακρύων πρός τόν ουρανόν, καί ἔμεινεν οὕτως ἐπί τινας στιγμάς σιγῶσα.
— Κἄτι θά ἔχῃς στήν καρδιά, μητέρα, εἶπον τότε μετά τινος δειλίας. Μή θυμώνῃς!
Καί λαβών ἐφίλησα τήν παγεράν αὑτῆς χεῖρα πρός ἐξιλέωσιν.
— Ναί! εἶπεν ἐκείνη ἀποφασιστικῶς. Ἔχω κἄτι ἐδῶ μέσα βαρύ, πολύ βαρύ, παιδί μου! Ὥς τώρα τό γνωρίζει μόνον ὁ Θεός καί ὁ πνευματικός μου. Ἐσύ εἶσαι διαβασμένος καί συντυχαίνεις94 καμμιά φορά σάν τόν ἴδιο τόν πνευματικό, καί καλύτερα. Σήκω, κλεῖσε τή θύρα, καί κάτσε νά σέ τό πῶ, ἴσως μέ παρηγορήσῃς ὀλίγο, ἴσως μέ λυπηθῇς, καί ἀγαπήσῃς τό Κατερινιώ, σάν νἆταν ἀδελφή σου.
Οἱ λόγοι οὗτοι, καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον τούς ἐπρόφερεν, ἐνέβαλον τήν καρδίαν μου εἰς μεγάλην ταραχήν. Τί εἶχε νά μ' ἐμπιστευθῇ ἡ μήτηρ μου χωριστά ἀπό τούς ἀδελφούς μου; Ὅλας τάς κατά τήν ἀπουσίαν μου δυστυχίας της μοί τάς εἶχεν ἀφηγηθῆ. Ὅλον τόν προτοῦ της βίον τόν ἐγνώριζον ὡσάν παραμῦθι. Τί ἦτο λοιπόν αὐτό πού μᾶς ἀπέκρυπτε μέχρι τοῦδε; πού δέν ἐτόλμησε νά φανερώσῃ εἰς κανένα πλήν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ της;
Ὅταν επανῆλθον νά καθίσω πλησίον της, ἔτρεμον τά γόνατά μου ἐξ ἀορίστου ἀλλ' ἰσχυροῦ τινος φόβου.
Ἡ μήτηρ μου ἐκρέμασε τήν κεφαλήν, ὡς κατάδικος, ὅστις ἵσταται ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ του μέ τήν συναίσθησιν τρομεροῦ τινος ἐγκλήματος.
— Τό θυμᾶσαι τό Ἀννιώ μας; μέ ἠρώτησε μετά τινας στιγμάς πληκτικῆς σιωπῆς.
— Μάλιστα, μητέρα! Πῶς δέν τό θυμοῦμαι! Ἦταν ἡ μόνη μας ἀδελφή, κ' ἐξεψύχησεν ἐμπρός στά μάτια μου.
— Ναί! μέ εἶπεν, ἀναστενάξασα βαθέως, ἀλλά δέν ἦτο τό μόνο μου κορίτσι! Ἐσύ εἶσαι τέσσαρα χρόνια μικρότερος ἀπό τό Χρηστάκη. Ἕνα χρόνο κατόπι του ἔκαμα τήν πρώτη μου θυγατέρα.
Ἦταν τότε κοντά, πού ἐπαντρολογιέτο ὁ Φωτής ὁ Μυλωνᾶς. Ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας σου παράργησε τό γάμο τους, ὥς πού ν' ἀποσαραντήσω ἐγώ, γιά νά τους στεφανώσουμε μαζί. Ἤθελε νά μέ βγάλῃ καί μένα στόν κόσμο, γιά νά χαρῶ σάν πανδρευμένη, ἀφού κορίτσι δέν μ' ἄφηκεν ἡ γιαγιά σου να χαρῶ.
Τό πρωί τούς στεφανώσαμε, καί τό βράδυ ἦταν οἱ καλεσμένοι στό σπίτι τους· καί ἐπαῖζαν τά βιολιά, καί ἔτρωγεν ὁ κόσμος μέσα στήν αὐλή, κι ἐγύρνα ἡ κανάτα μέ τό κρασί ἀπό χέρι σέ χέρι. Καί ἔκαμεν ὁ πατέρας σου κέφι, σάν διασκεδαστικός πού ἦταν ὁ μακαρίτης, καί μ' ἔρριψε τό μανδήλι του, νά σηκωθῶ νά χορέψουμε. Σάν τόν ἔβλεπα νά χορεύῃ, μοῦ ἄνοιγεν ἡ καρδιά μου, καί σάν νέα πού ἤμουνε, ἀγαποῦσα κ' ἐγώ τό χορό. Κ' ἐχορέψαμε λοιπόν· κ' ἐχόρεψαν καί οἱ ἄλλοι καταπόδι95 μας. Μά ἐμεῖς ἐχορέψαμε καί καλύτερα καί πολύτερα.
Σάν ἐκοντέψανε τά μεσάνυχτα, ἐπῆρα τόν πατέρα σου παράμερα καί τόν εἶπα· Ἄνδρα, ἐγώ ἔχω παιδί στήν κούνια καί δέν μπορῶ πιά νά μείνω. Τό παιδί πεινᾷ· ἐγώ ἐσπάργωσα.96 Πῶς νά τό βυζάξω μέσ' στόν κόσμο καί μέ τό καλό μου τό φόρεμα! Μεῖνε σύ, ἄν θέλῃς νά διασκεδάσῃς ἀκόμα. Ἐγώ θά πάρω τό μωρό νά πάγω στό σπίτι.
— Ἔ, καλά, γυναῖκα! εἶπεν ὁ σχωρεμένος, καί μ' ἐπαπάρισε97 πά στόν ὦμο. Ἔλα, χόρεψε κι αὐτό τό χορό μαζί μου, καί ὕστερα πηγαίνουμε κ' οἱ δύο. Τό κρασί ἄρχισε νά μέ χτυπᾷ στό κεφάλι, καί ἀφορμή γυρεύω κι ἐγώ νά φύγω.
Σάν ἐξεχορέψαμε κ' ἐκεῖνο τό χορό, ἐπήραμε τή στράτα.
Ὁ γαμβρός ἔστειλε τά παιχνίδια98 καί μᾶς ἐξεπροβόδησαν ὥς τό μισό τό δρόμο. Μά εἴχαμε ἀκόμη πολύ ὥς τό σπίτι. Γιατί ὁ γάμος ἔγινε στόν Καρσιμαχαλά.99 Ὁ δοῦλος ἐπήγαινε μπροστά μέ τό φανάρι. Ὁ πατέρας σου ἐσήκωνε τό παιδί, καί βαστοῦσε καί μένα ἀπό τό χέρι.
— Κουράσθης, βλέπω, γυναῖκα!
— Ναί, Μιχαλιό. Κουράσθηκα.
— Ἄιντε βάλ' ἀκόμα κομμάτι δύναμι, ὥς πού νά φθάσουμε στό σπίτι. Θά στρώσω τά στρώματα μοναχός μου. Ἐμετάνοιωσα πού σ' ἔβαλα κ' ἐχόρεψες τόσο πολύ.
— Δέν πειράζει, ἄνδρα, τοῦ εἶπα. Τό ἔκαμα γιά τό χατῆρί σου. Αὔριο ξεκουράζουμαι πάλι.
Ἔτσι ἤρθαμε στό σπίτι. Ἐγώ ἐφάσκιωσα100 κ' ἐβύζαξα τό παιδί, κ' ἐκεῖνος ἔστρωσε. Ὁ Χρηστάκης ἐκοιμᾶτο μαζί μέ τήν Βενετιά, πού τήν ἀφῆκα νά τόν φυλάγῃ. Σέ λίγο ἐπλαγιάσαμε καί μεῖς. Ἐκεῖ, μέσα στόν ὕπνο μου, μ' ἐφάνηκε πώς ἔκλαψε τό παιδί. Τό καϋμένο!, εἶπα, δέν ἔφαγε σήμερα χορταστικά. Καί ἀκούμβησα στήν κούνια του νά τό βυζάξω. Μά ἤμουν πολύ κουρασμένη καί δέν μποροῦσα νά κρατηθῶ. Τό ἔβγαλα λοιπόν, καί τό ἔβαλα κοντά μου, μέσ' τό στρῶμα, καί τοῦ ἔδωσα τή ρόγα στό στόμα του. Ἐκεῖ μέ ξαναπῆρεν ὁ ὕπνος.
Δέν ἠξεύρω πόσην ὥρα ἤθελεν ὥς τό πουρνό.101 Μά σάν ἔννοιωσα νά χαράζῃ — ἄς τό βάλω, εἶπα, τό παιδί στόν τόπο του.
Μά κεῖ πού πῆγα νά τό σηκώσω, τί νά διῶ! Τό παιδί δέν ἐσάλευε!
Ἐξύπνησα τόν πατέρα σου· τό ξεφασκιώσαμε, τό ζεστάναμε, τοῦ ἐτρίψαμε τό μυτοῦδί του, τίποτε! — Ἦταν ἀπεθαμένο!
— Τό πλάκωσες, γυναῖκα, τό παιδί μου! — εἶπεν ὁ πατέρας σου, καί τόν ἐπῆραν τά δάκρυα. Τότε ἄρχισα ἐγώ νά κλαίγω στά δυνατά καί νά ξεφωνίζω. Μά ὁ πατέρας σου ἔβαλε τό χέρι του στό στόμα μου καί — Σοῦς! μέ εἶπε. Τί φωνάζεις ἔτσι, βρέ βῶδι; — Αὐτό μέ τό εἶπε. Θεός σχωρέσ' τονε. Τρία χρόνια εἴχαμε πανδρευμένοι, κακό λόγο δέν μέ εἶπε. Κ' ἐκείνη τή στιγμή μέ τό εἶπε. — Ἔ; Τί φωνάζεις ἔτσι; Θέλεις νά ξεσηκώσῃς τή γειτονιά, νά πῇ ὁ κόσμος πώς ἐμέθυσες κ' ἐπλάκωσες τό παιδί σου;
Καί εἶχε δίκῃο, πού ν' ἁγιάσουν τά χώματα πού κοίτεται! Γιατί, ἄν τό μάθαινεν ὁ κόσμος, ἔπρεπε νά σχίσω τή γῆ νά ἔμβω μέσα ἀπό τό κακό μου.
Ἀλλά, τί τά θέλεις! Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁμαρτία. Σάν τό ἐθάψαμε τό παιδί, κ' ἐγυρίσαμεν ἀπό τήν ἐκκλησία, τότε ἄρχισε τό θρῆνος τό μεγάλο. Τότε πιά δέν ἔκλαιγα κρυφά. — Εἶσαι νέα, καί θά κάμῃς κι ἄλλα, μ' ἔλεγαν. Ὡς τόσον ὁ καιρός περνοῦσε, καί ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδιδε τίποτε. Νά! ἔλεγα μέσα μου. Ὁ Θεός μέ τιμωρεῖ, γιατί δέν ἐστάθηκα ἄξια νά προφυλάξω τό παιδί πού μ' ἔδωκε! Καί ἐντρεπόμουνα τόν κόσμο, καί ἐφοβούμην τόν πατέρα σου. Γιατί κ' ἐκεῖνος ὅλο τόν πρῶτο χρόνο ἔκαμνε τάχα τόν ἀλύπητο καί μ' ἐπαρηγοροῦσε, γιά νά μέ δώσῃ θάρρος. Ὕστερα ὅμως ἄρχισε νά γίνεται σιγανός καί συλλογισμένος.
Τρία χρόνια ἐπέρασαν, χωρίς νά φάγω ψωμί νά πάγῃ στήν καρδιά μου. Στά τρία χρόνια κ' ὕστερα γεννήθηκες ἐσύ. — Ἦταν οἱ πολλαίς οἱ χάραις πού ἐπῆγα.
Σάν ἐγεννήθηκες ἐσύ ἐκατάκατσεν ἡ καρδιά μου, μά δέν ἡμέρεψε. Ὁ πατέρας σου σέ ἤθελε κορίτσι. Καί μιάν ἡμέρα μέ τό εἶπε.
— Κι αὐτό καλῶς μᾶς ὥρισε, Δεσποινιώ, μά γώ τό ἤθελα κορίτσι.
Ὅταν ἐπῆγεν ἡ γιαγιά σου στόν Ἁγιοντάφο, ἔστειλα δώδεκα πουκάμισα καί τρία Κωνσταντινάτα,102 γιά νά μέ βγάλῃ ἕνα σχωροχάρτι. Καί, διές ἐσύ! Ἴσα ἴσα ἐκεῖνο τό μῆνα, πού ἐγύρισεν ἡ γιαγιά σου ἀπό τή Γερουσαλή103 μέ τό σχωροχάρτι, ἐκεῖνο τό μῆνα ἐκακοψυχοῦσα τήν Ἀννιώ.
Κάθε λίγο καί λιγάκι ἐφώναζα τή μανίτσα. — Ἔλα δά, κυρά, νά διοῦμε· κορίτσι εἶναι; — Ναί, θυγατέρα, ἔλεγεν ἡ μαμή. Κορίτσι. Δέ βλέπεις; Δέ σέ χωροῦν τά ροῦχά σου! — Καί νά πιά χαρά ἐγώ, σάν τό ἄκουγα!
Σάν ἐγεννήθηκε τό παιδί καί βγῆκεν ἀληθινά κορίτσι, τότε πιά ἦρθεν ἡ καρδιά στόν τόπο της. Τό ὠνομάσαμεν Ἀννιώ, τό ἴδιο τό ὄνομα πού εἶχε τό σχωρεμένο, γιά νά μήν ποφαίνεται104 πώς μᾶς λείπει κανείς ἀπό τό σπίτι. — Ευχαριστῶ σε, Θεέ μου! ἔλεγα νύχτα καί μέρα. Εὐχαριστῶ σε ἡ ἁμαρτωλή, πού ἐσήκωσες τήν ἐντροπή καί ἐξάλειψες τήν ἁμαρτία μου!
Καί εἴχαμε πιά τήν Ἄννιώ σάν τά μάτια μας. Καί ἐζούλευες ἐσύ, καί ἔγινες τοῦ θανατᾶ ἀπό τή ζούλια σου.
Ὁ πατέρας σου σέ ἔλεγε «τό ἀδικημένο του», γιατί σ' ἀπόκοψα105 πολύ νωρίς, καί μ' ἐμάλωνε καμμιά φορά, γιατί σέ παραμελοῦσα. Κ' ἐμένα ἡ καρδιά μου ἐρράγιζε, σάν σ' ἔβλεπα νά χαλνᾷς. Μά, ἔλα πού δέν ἐμποροῦσα ν' ἀφήσω τήν Ἀννιώ ἀπό τά χέρια μου! Ἐφοβούμην πώς κάθε στιγμή μπορεῖ νά τῆς συμβῇ τίποτε. Καί ὁ πατέρας σου ὁ μακαρίτης, ὅσο καί αἄ μάλωνε κ' ἐκεῖνος, τήν ἤθελε πιά νά μή στάξῃ καί τήν βρέξῃ!
Μά ἐκεῖνο τό εὐλογημένο, ὅσο περισσότερα χάδια, τόσο ὀλιγώτερην ὑγεία. Ἔλεγες πώς ἐμετάνοιωσεν ὁ Θεός γιατί μᾶς τό ἔδωκε. Ἐσεῖς ἤσασθε κόκκινα κόκκινα, καί ζωηρά καί σερπετά.106 Ἐκεῖνο, ἥσυχο καί σιγανό καί ἀρωστιάρικο! Ὅταν τό ἔβλεπα ἔτσι χλωμό χλωμό, μοῦ ἤρχετο εἰς τόν νοῦ μου τό πεθαμένο, καί ἡ ἰδέα πώς ἐγώ τό ἐθανάτωσα ἄρχισε νά ξανακυριεύῃ μέσα μου. Ὥς πού μιάν ἡμέρα ἀπέθανε καί τό δεύτερο!
Ὅποιος δέν τό ἐδοκίμασε μοναχός του, παιδί μου, δέν ξεύρει τἰ πικρό ποτῆρι ἦταν ἐκεῖνο. Ἐλπίδα νά κάνω ἄλλο κορίτσι δέν ἦταν πλέον. Ὁ πατέρας σου εἶχ' ἀποθάνει. Ἄν δέν εὑρίσκετο ἕνας γονιός νά μέ χαρίσῃ τό κορίτσι του, ἤθελα πάρω τά βουνά νά φύγω.
Ἀλήθεια πού δέν ἐβγῆκε καλόγνωμο. Μά ὅσο τό εἶχα καί τό κήδευα107 καί τό κανάκευα, θαρροῦσα πώς τό εἶχα δικό μου, καί ξεχνοῦσα κεῖνο πὤχασα, κ' ἡμέρωνα τή συνείδησί μου.
Καθώς τό λέγ' ὁ λόγος, ξένο παιδί 'ναι παίδεψι. Μά γιά μένα ἡ παίδεψι αὐτή εἶναι παρηγοριά κ' ἐλαφροσύνη. Γιατί ὅσο περισσότερο τυραννηθῶ καί χολοσκάσω, τόσο λιγώτερο θά μέ παιδέψῃ ὁ Θεός γιά τό παιδί πού πλάκωσα.
Γι' αὐτό — νἄχῃς τήν εὐχή μου — μή μέ γυρεύεις νά διώξω τώρα τήν Κατερινιώ γιά νά πάρω ἕνα παιδί καλόγνωμο καί προκομμένο.
— Ὄχι, ὄχι, μητέρα! ἀνέκραξα διακόψας αὐτήν ἀκρατήτως. Δέν γυρεύω τίποτε. Ὕστερα ἀπ' ὅσα μ' ἀφηγήθης, σέ ζητῶ συγχώρησι διά τήν ἀσπλαγχνίαν μου. Σέ ὑπόσχομαι ν' ἀγαπῶ τό Κατερινιώ σάν τήν ἀδελφή μου, καί νά μή τῆς εἴπω τίποτε πλέον, τίποτε δυσάρεστο.
— Ἔτσι νἄχῃς τήν εὐχή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας! εἶπεν ἡ μήτηρ μου ἀναπνεύσασα. Γιατί, βλέπεις, τό πόνεσε ἡ καρδιά μου τό πολλακαμμένο, καί δέν θέλω νά τό κακολογοῦνε. Ξέρω κ' ἐγώ, μαθές; Τῆς Τύχης ἤτανε; τοῦ Θεοῦ ἤτανε; Τόσο κακή καί ἀνεπιδέξια πού είναι — τήν πῆρα στό λαιμό μου, ἐτελείωσε.
Ἡ ἐκμυστήρευσης αὕτη ἔκαμε βαθυτάτην ἐπ' ἐμοῦ ἐντύπωσιν. Τώρα μοῦ ἠνοίγησαν οἱ ὀφθαλμοί, καί ἐκατάλαβα πολλάς πράξεις τῆς μητρός μου, αἱ ὁποῖαι πότε μέν ἐφαίνοντο ὡς δεισιδαιμονία, πότε δέ ὡς αὐτόχρημα108 μονομανίας ἀποτελέσματα. Τό φοβερόν ἐκεῖνο δυστύχημα ἐπηρέασε τόσον πολύ τόν βίον της ὅλον, ὅσῳ μᾶλλον ἁπλῆ καί ἐνάρετος καί θεοφοβουμένη ἦτον ἡ μήτηρ μου. Ἡ συναίσθησις τοῦ ἁμαρτήματος, ἠ ἠθική ἀνάγκη τῆς εξαγνίσεως καί τό ἀδύνατον τῆς ἐξαγνίσεως αὐτοῦ — τί φρικτή καί ἀμείλικτος Κόλασις! Ἐπί εἰκοσιοκτώ τώρα ἔτη βασανίζεται ἡ τάλαινα γυνή χωρίς νά δυνηθῇ νά κοιμήσῃ τόν ἔλεγχον τῆς συνειδήσεώς της, οὔτε ἐν ταῖς δυστυχίαις οὔτε ἐν ταῖς εὐτυχίαις της!
Ἀφ' ἧς στιγμῆς ἔμαθον τήν θλιβεράν της ἱστορίαν, συνεκέντρωσα ὅλην μου τήν προσοχήν εἰς τό πῶς ν' ἀνακουφίσω τήν καρδίαν της, προσπαθῶν νά παραστήσω εἰς αὐτήν ἀφ' ἑνός μέν τό ἀπρομελέτητον καί ἀβούλητον τοῦ ἁμαρτήματος, ἀφ' ἑτέρου δέ τήν ἄκραν τοῦ Θεοῦ εὐσπλαγχνίαν, τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, ἥτις δέν ἀνταποδίδει ἴσα ἀντί ἴσων, ἀλλά κρίνει κατά τούς διαλογισμούς καί τάς προθέσεις μας. Καί ὑπῆρξε καιρός καθ' ὅν ἐπίστευον, ὅτι αἱ προσπάθειαί μου δέν ἔμειναν ἀνεπιτυχεῖς.
Ἐν τούτοις ὅταν μετά δύο ἐτῶν νέαν ἀπουσίαν ἦλθεν ἡ μήτηρ μου νά μέ ἰδῇ ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐθεώρησα καλόν νά κάμω ὑπέρ αὐτῆς κάτι τι ἐπιβλητικώτερον.
Ἐξενιζόμην τότε ἐν τῷ περιφανεστέρῳ τῆς Πόλεως οἴκῳ, ἐν ᾧ ἔσχον ἀφορμήν νά γνωρισθῶ μέ τόν Πατριάρχην, Ἰωακείμ τόν δεύτερον. Ἐνῷ μίαν ἡμέραν συνεβαδίζομεν μόνοι ὑπό τάς ἀμφιλαφεῖς109 τοῦ κήπου σκιάς, τῷ ἐξέθηκα τήν ἱστορίαν110 κ' ἐπεκαλέσθην τήν ἐπικουρίαν του. Τό ὕψιστον αὐτοῦ ἀξίωμα, τό ἐξαίρετον κῦρος, μεθ' οὗ περιβάλλεται πᾶσα θρησκευτική του ρήτρα,111 ἔμελλεν ἀναμφιβόλως νά ἐμπνεύσῃ εἰς τήν μητέρα μου τήν πεποίθησιν τῆς ἀφέσεως του κρίματός της. Ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος γέρων ἐπαινέσας τόν περί τά θρησκευτικά ζῆλον μου, μοί ὑπεσχέθη τήν πρόθυμον σύμπραξίν του.
Οὕτω λοιπόν ὡδήγησα μετ' ὀλίγον τήν μητέρα μου εἰς τό Πατριαρχεῖον διά νά εξομολογηθῇ εἰς τήν Παναγιότητά του.
Ἡ ἐξομολόγησις διήρκεσε πολλήν ὥραν καί ἐκ τῶν νευμάτων καί ἐκ τῶν ρημάτων τοῦ Πατριάρχου ἐννόησα, ὅτι ἐχρειάσθη νά διαθέσῃ ὅλην τήν δύναμιν τῆς ἁπλής καί εὐλήπτου ρητορικῆς του, ὅπως ἐπιφέρῃ τό ποθητόν ἀποτέλεσμα.
Ἡ χαρά μου ἦτον ἀπερίγραπτος. Ἡ μήτηρ μου ἀπεχαιρέτησε τόν γεραρόν Ποιμενάρχην μετ' εἰλικρινοῦς εὐγνωμοσύνης καί ἐξῆλθε τῶν Πατριαρχείων τόσον εὐχαριστημένη, τόσον ἐλαφρά, ὡς ἐάν ἤρθη ἀπό τῆς καρδίας αὐτῆς μία μεγάλη μυλόπετρα.
Ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τό κατάλυμά της, ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ κόλπου της ἕνα σταυρόν, δῶρον τῆς Παναγιότητός του, τόν ἐφίλησε καί ἤρχισε νά τόν περιεργάζεται, βυθιζομένη ὀλίγον κατ' ὀλίγον εἰς σκέψεις.
— Καλός ἄνθρωπος, τῇ εἶπον, αὐτός ὁ Πατριάρχης. Ὁρίστε; Τώρα πιά πιστεύω, ὅτι ἦλθεν ἡ καρδιά σου στόν τόπον της.
Ἡ μήτηρ μου δέν ἀπεκρίθη.
— Δέν λέγεις τίποτε, μητέρα; τήν ἠρώτησα μετά τίνος δισταγμοῦ.
— Τί νά σέ πῶ, παιδί μου! ἀπήντησε τότε σύννους καθώς ἦτον· ὁ Πατριάρχης εἶναι σοφός καί ἅγιος ἄνθρωπος. Γνωρίζει ὅλαις ταῖς βουλαῖς καί τά θελήματα τοῦ Θεοῦ, καί συγχωρνᾷ ταῖς ἁμαρτίαις ὅλου τοῦ κόσμου. Μά, τί νά σέ πῶ! Εἶναι καλόγερος. Δέν ἔκαμε παιδιά, γιά νά μπορῇ νά γνωρίσῃ, τί πρᾶγμα εἶναι τό νά σκοτώσῃ κανείς τό ἴδιο τό παιδί του!
Οἱ ὀφθαλμοί της ἐπληρώθησαν δακρύων καί ἐγώ ἐσιώπησα.
Γ. Βιζυηνός, «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου]
Γ. Βιζυηνός, «Μοσκώβ-Σελήμ» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου]
Ηθογραφία, Φωτόδεντρο
* Το κείμενο παρατίθεται όπως στην έκδοση: Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα (Επιμέλεια Παν. Μουλλάς), ΝΕΒ, Ερμής, Αθήνα, 1980, με κάποιες αναγκαίες ορθογραφικές παρεμβάσεις.
Για το Έργο του Γεωργίου Βιζυηνού
Το έργο του Βιζυηνού προκάλεσε ζωηρές εντυπώσεις και η κριτική το υποδέχτηκε πολύ θετικά. Ιδιαίτερα τονίστηκε το δραματικό, καθώς και το ψυχολογικό-ψυχογραφικό στοιχείο, του οποίου μπορούμε να πούμε ότι ο Βιζυηνός είναι ο εισηγητής. Τονίστηκε ακόμα ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας ζωντανεύει και αναδημιουργεί τις εντυπώσεις και τις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων, σε σχέση με πρόσωπα της οικογένειάς του και με προσωπικά του βιώματα. Κυρίως, όμως εντυπωσίασε η αφηγηματική δύναμη του συγγραφέα και η ικανότητά του να πλάθει ζωντανούς χαρακτήρες, να αποδίδει ζωντανές καταστάσεις, και γενικά να μεταφέρει στο έργο του κομμάτια αυθεντικής ζωής, μέσα στην οποία αναπνέει η εθνική ψυχή, εικονίζεται ο εθνικός βίος, μιλάει το λαϊκό αίσθημα. Η καθαρεύουσα του Βιζυηνού ανοίγει το δρόμο στη δημοτική, όχι μόνον γιατί οι ήρωες μιλούν στη δημοτική, αλλά κυρίως γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας διακατέχεται από το λαϊκό αίσθημα.
Κώστας Μπαλάσκας, Γεώργιος Βιζυηνός, Ο Μοσκώβ Σελήμ, Επικαιρότητα, 1997,
(Εισαγωγή), σ. 8-9.
...Εις τα διηγήματα αυτά, εντυπώσεις και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, της νεανικής ηλικίας, ως είδός τι οικογενειακών απομνημονευμάτων, το πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόμενον επί της σκηνής, διαδραματίζει ουσιώδες μέρος· δια τούτο και η αλήθεια αυτών έχει τι το οικείον και το ψηλαφητόν, το αρρήτως ειλικρινές, το προκαλούν ευθύς εξ αρχής την εμπιστοσύνην, το επιτείνον την συγκίνησιν.
Κωστής Παλαμάς, «Το ελληνικόν διήγημα. Α' Βιζυηνός (1985)», Τα πρώτα κριτικά.
Εν Αθήναις 1913 [«Άπαντα», τ. 2, σ. 160]
...Ότι το διήγημα του Βιζυηνού ξεπερνά το μονοκεντρισμό του ενός επεισοδίου είναι, νομίζω, ολοφάνερο. Έπειτα, η λειτουργία του χρόνου εδώ μπορεί να θεωρηθεί ως καθαρά μυθιστορηματικό στοιχείο: «Το μυθιστόρημα γενικά [...] είναι η αφηγηματική μορφή όπου η διάρκεια, υποκαθιστώντας την αρχαία Μοίρα, αποτελεί την πρώτη φροντίδα του δημιουργού. Το διήγημα είναι η αφηγηματική μορφή που επιτρέπει στο δημιουργό να περιγράψει ένα δράμα την ώρα ακριβώς που κορυφώνεται. Στο μυθιστόρημα έχουμε την αίσθηση μιας εξέλιξης· στο διήγημα την αίσθηση μιας κατάληξης, ενός παροξυσμού». Και όμως στην περίπτωση του Βιζυηνού η εξέλιξη δεν αποκλείει την κατάληξη ή τον παροξυσμό. Αν ο κορμός της αφήγησης είναι συνήθως μυθιστορηματικός, η έκβασή της, απροσδόκητη, παρουσιάζεται τυπικά διηγηματική, χωρίς επίλογο. Καμιά συνέχεια δεν διαγράφεται ως πιθανή προοπτική. Το τέλος του διηγήματος (τέλος συχνά ταυτόσημο με το θάνατο ή με το αδιέξοδο) ορθώνεται σαν αδιαπέραστο τείχος. Ο χρόνος δεν έχει νόημα παραπέρα.
Παν. Μουλλάς, «Το Νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός», Γ.Μ. Βιζυηνός, Νοελληνικά
Διηγήματα, επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Ερμής, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 1980, σσ. 4ζ'-4η'
...ο κόσμος του Βιζυηνού λειτουργεί ανθρωποκεντρικά και ανθρωπομορφικά. Το ανθρώπινο δράμα είναι ο μόνος σκοπός που αγιάζει τα αφηγηματικά μέσα, και ο συγγραφέας μας ξέρει τη δουλειά του: να μας οδηγεί από τον καλύτερο δρόμο στο τέρμα του ταξιδιού, στη διαλεύκανση του μυστηρίου ή του αινίγματος [...]. Γεννημένος αφηγητής, ο συγγραφέας μας ξέρει να στήνει μια ιστορία, να κανονίζει τις αναλογίες και τους ρυθμούς της, να δημιουργεί τις κατάλληλες εντάσεις στην κατάλληλη στιγμή, να κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να σκορπίζει πρόωρες «ενδείξεις» που η σημασία τους θα φανεί αργότερα.
Παν. Μουλλάς, «Το Νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός» όπ.π., σ. ρα'
Για Το Αμάρτημα της Μητρός μου
Το αμάρτημα της μητρός μου: Ο τίτλος-αίνιγμα υποδηλώνει αμέσως με το κτητικό «μου» την ύπαρξη ενός πρώτου ενικού προσώπου. Και όμως, από την πρώτη κιόλας παράγραφο του κειμένου (παρουσίαση των προσώπων) ο πληθυντικός επικρατεί. Βρισκόμαστε σε μια οικογενειακή συγκέντρωση, όπου εμφανίζονται ζωντανοί και νεκροί: η χαϊδεμένη Αννιώ, η μητέρα, «εμείς», ο μακαρίτης ο πατέρας. Ότι ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο τα όρια είναι ρευστά, επαληθεύεται και από την κρίσιμη κατάσταση της άρρωστης αδελφής.
Στο πρώτο μέρος ο επίμονος παρατατικός πιστοποιεί την επαναληπτικότητα των γεγονότων. Κυριαρχούν τρία βασικά μοτίβα: α) η απόλυτη προσήλωση της μητέρας στην άρρωστη Αννιώ (επομένως και η αδιαφορία της για τα άλλα παιδιά της, β) η χειροτέρευση της Αννιώς και γ) η αγάπη της Αννιώς για τα αδέλφια της. Έτσι το κεντρικό τρίγωνο (Αννιώ-μητέρα-«εμείς») ολοκληρώνεται απ' όλες τις πλευρές του. Ο αφηγητής, κρυμμένος για την ώρα μέσα στο «εμείς», σπάνια ξεχωρίζει ως άτομο («εγώ και οι άλλοι μου αδελφοί», «ενθυμούμαι»). Πρωταγωνιστούν η Αννιώ και η μητέρα.
... Μετάβαση από τον παρατατικό στον αόριστο και, κατά συνέπεια, από το επαναλαμβανόμενο στο μοναδικό γεγονός; Ό,τι ακολουθεί δεν είναι απλή αλλαγή χρόνου. Είναι και αλλαγή χώρου (σπίτι-εκκλησία-σπίτι), ακόμη και μετάβαση από τη διήγηση στη μίμηση, δηλ. στο δράμα και την κορύφωσή του. Συνάμα όμως: αλλαγή προσώπων και ισορροπιών. Η άρρωστη Αννιώ παραμένει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αλλά οι πρωταγωνιστές τώρα είναι άλλοι: η μητέρα και ο αφηγητής γιος της. Περνώντας σε πρώτο πλάνο μ' ένα δεύτερο «ενθυμούμαι», ο τελευταίος αυτός ανακαλεί, μαζί με την εφιαλτική ατμόσφαιρα της νυχτερινής εκκλησίας, και τον τραυματισμό του από τα λόγια της μητρικής προσευχής. Όμως οι συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής για την άρρωστη αδελφή του, δείγματα ενοχοποιημένου ψυχισμού, δεν τον εμποδίζουν να ομολογήσει απερίφραστα το παράπονό του: «αφ' ότου εγεννήθη αυτή η αδελφή μας, εγώ, όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα το επεθύμουν, αλλά τούτ' αυτό παρηγκωνιζόμην ολονέν περισσότερον».
Εδώ παίζεται το αληθινό δράμα, σ' αυτήν τη στέρηση της μητρικής στοργής που μένει ουσιαστικά αθεράπευτη. Πίσω από την επιφανειακή οικογενειακή ομόνοια, αναγκαία μπροστά στην αρρώστια της Αννιώς, οι ανικανοποίητες ατομικές ή εγωιστικές ανάγκες αναδεύουν θολές καταστάσεις και καλύπτουν βουβές συγκρούσεις ή παράπονα. Ο λόγος δεν είναι μόνο ομολογία· είναι και απόκρυψη.
Θαυμαστή κορύφωση: η νύχτα της εκκλησίας ολοκληρώνεται για τους τρεις πρωταγωνιστές με τη νύχτα της επιστροφής στο σπίτι, όπου η «μάλλον ευλαβής παρά δεισιδαίμων» μητέρα, που ξέρει ότι «η θρησκεία έπρεπε να συμβιβασθεί με την δεισιδαιμονίαν», επιχειρεί ό,τι μπορεί για να σώσει το παιδί της. Η προσευχή-εκδίκηση του αφηγητή αναιρεί την προσευχή της στην εκκλησία. Προάγγελος του θανάτου, ο νεκρός πατέρας κάνει σημαδιακές εμφανίσεις στην αφήγηση. Το μοιρολόι του δίνει αφορμή για μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν· τα ρούχα του είναι ...σύμβολα της παρουσίας του· η ψυχή του περνάει σαν χρυσαλλίδα. Έτσι το αναμενόμενο τέλος της Αννιώς έρχεται σχεδόν φυσικό.
Ζεύγη ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας και η Αννιώ στον τάφο, η μητέρα και ο γιος της στην ενοχοποιημένη ζωή.
Ως εδώ ο χρόνος δεν παρουσιάζει ουσιαστικές ασυνέχειες, και θα μπορούσαμε εύκολα να τον οριοθετήσουμε ανάμεσα στο θάνατο του πατέρα και στο θάνατο της Αννιώς (δηλαδή, υποθέτω, στα χρόνια 1854-1855 περίπου, αν θέλουμε ν' αναχθούμε στην πραγματικότητα). Η παρουσία του αφηγητή και η εμπλοκή του στα γεγονότα της ιστορίας είναι καθοριστική για τη διεξοδική της παρουσίαση. Τα κενά, συνδεδεμένα με την πολύχρονη απουσία του, θα φανούν στη συνέχεια. Αν η σκηνή της πρώτης υιοθεσίας περιγράφεται από έναν αυτόπτη μάρτυρα, η εξέλιξη των οικογενειακών πραγμάτων παραμένει αόριστη: «Εγώ έλειπον μακράν, πολύ μακράν, και επί πολλά έτη ηγνόουν τι συνέβαινεν εις τον οίκον μας». Μια ολόκληρη περίοδος από τη ζωή του υιοθετημένου κοριτσιού συνοψίζεται με τέσσερα ρήματα: «Πριν δε κατορθώσω να επιστρέψω, το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη, ως εάν ήτον αληθώς μέλος της οικογενείας μας».
Έτσι αν εξαιρέσουμε όσα ο αφηγητής αναδιηγείται σχετικά με τη δεύτερη υιοθεσία ή με τις ανησυχίες της μητέρας του για τον ίδιο, οι αυθεντικές σκηνές που ολοκληρώνουν το διήγημα είναι βασικά τρεις: α) η σωτηρία του δεκάχρονου αφηγητή από τη μητέρα του στο ποτάμι, β) η ομολογία του αμαρτήματος της μητέρας και γ) η εξομολόγησή της στον Πατριάρχη. Η πρώτη επιβάλλεται από την ανάγκη του αφηγητή να ξανακερδίσει και ν' αποδείξει τη στοργή της μητέρας του απέναντί του: «Επρόκειτο να με σώσει, και ας ήμην εκείνο το τέκνον, το οποίον προσέφερεν άλλοτε εις τον Θεόν ως αντάλλαγμα αντί της θυγατρός της». Η δεύτερη ισοσταθμίζει το λόγο-κατηγορητήριο του αφηγητή με το λόγο-απολογία της μητέρας, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα τις συμπεριφορές της. Η τρίτη αποτελεί ένα είδος λυτρωτικής απόπειρας και των δυο, που καταλήγει όμως στα δάκρυα και τη σιωπή.
Είναι αξιοπαρατήρητο ότι ο χρόνος λειτουργεί με τεράστια άλματα: «Επί εικοσιοκτώ τώρα έτη βασανίζεται η τάλαινα γυνή...». Τι να σημαίνουν άραγε αυτά τα 28 έτη; Αν τα προσθέσουμε στο 1847, πιθανότατη χρονιά του «αμαρτήματος» της μητέρας, ερχόμαστε στο 1875, στο οποίο θα ήταν πολύ δύσκολο να τοποθετήσουμε τη συγγραφή του διηγήματος. Ωστόσο θέλω να πιστεύω ότι ο Βιζυηνός λογάριασε τα 28 χρόνια βιαστικά, αρχίζοντας, όπως και το διήγημά του, από το θάνατο του πατέρα και της Αννιώς (1854-1855), οπότε η συγγραφή τοποθετείται εντελώς φυσικά στα 1882-1883...
Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, (Επιμέλεια Παν. Μουλλάς), ΝΕΒ, Ερμής, Αθήνα, 1980
Το αμάρτημα της μητρός μου έχει πολλές... κορυφαίες σκηνές: στιγμές όπου συμπυκνώνεται και κορυφώνεται η συγκίνηση. Γύρω στις στιγμές αυτές, που αναφέρονται πάντα σε θεμελιακές ανθρώπινες σχέσεις, σε βασικά ανθρώπινα συναισθήματα, στρέφεται και κινείται το διήγημα».
Απόστολος Σαχίνης, Παλαιότεροι πεζογράφοι, Εστία, 1973, σ. 164
...«Ο λόγος [στο "αμάρτημα"], μολονότι τόσο βαρύς από την αγωνία, [αναφέρεται στον ψυχικό τραυματισμό του αφηγητή από την προσευχή της μητέρας στην εκκλησία], συνεχίζεται χωρίς φραστικές υπερβολές. Ακόμα κι όταν φτάνει σε μια κορύφωση, σ' ένα δέος που θυμίζει αρχαία τραγωδία, ακόμα και τότε μένει συγκρατημένος, απλός, αντιρρητορικός».
Πέτρος Χάρης, Έλληνες Πεζογράφοι, τόμ. 3, Εστία, 1968, σ. 43
Το διήγημα ...αποκτά ουσιαστικά υπολογίσιμη υπόσταση με Το αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού... Με το διήγημα αυτό, χωρίς κανένα ανάλογο προηγούμενο, χωρίς παράδοση διηγηματογραφική πίσω του, ο Βιζυηνός έβαλε τις βάσεις κι έδειξε το σωστό δρόμο για τη δημιουργία νεοελληνικής διηγηματογραφίας... από τον Βιζυηνό κι έπειτα, σημειώνεται μια άνθηση, και τα αξιόλογα έργα εμφανίζονται ολοένα και με ταχύτερο ρυθμό... Ο Βιζυηνός αποτελεί ορόσημο... στην εξέλιξη της αφηγηματικής μας πεζογραφίας. Έφερε την αλήθεια και γνησιότητα του βιώματος, ανεβάζοντας σε περιωπή την τέχνη της αφήγησης και της πλοκής...
Κώστας Στεργιόπουλος, «Το διήγημα πριν και μετά τον Βιζυηνό», Γεώργιος Βιζυηνός,
Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, Κομοτηνή 28-30 Μαρτίου 1997, σσ. 53-57
Το αμάρτημα της μητρός μου είναι το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού — και το πρώτο καθαυτό νεοελληνικό διήγημα. Η κεντρική μορφή της μητέρας (της μητέρας του ίδιου του Βιζυηνού), που άθελά της επλάκωσε στον ύπνο της τη μικρή της κόρη... είναι δοσμένη σε όλη της την τραγικότητα και την ανθρώπινη τρυφερότητα.
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1978, σσ. 201-202
Με τη διδασκαλία της ενότητας αυτής επιδιώκεται οι μαθητές:
• Να απολαύσουν ένα από τα ωραιότερα διηγήματα του Βιζυηνού.
• Να διεισδύσουν στον κόσμο του συγγραφέα, στην τεχνική της γραφής του, στην πολυμορφία της γλώσσας του.
• Να εστιάσουν το αναγνωστικό και ερμηνευτικό τους ενδιαφέρον στα κορυφαία σημεία του διηγήματος.
• Να παρακολουθήσουν την πλοκή, να αναζητήσουν και να σχολιάσουν το στοιχείο της έκπληξης, της αγωνίας και του αινίγματος, κάνοντας αρχή από τον τίτλο του διηγήματος.
• Να εξοικειωθούν με τις αφηγηματικές επιλογές του συγγραφέα, το είδος της αφήγησης, τη χρήση του αφηγηματικού χρόνου, αξιολογώντας την εξέλιξη της ιστορίας με βάση τα αφηγηματικά στοιχεία του κειμένου.
Ας δούμε όμως, πολύ σύντομα, ποιο ήταν το κλίμα της πνευματικής μας ζωής μέσα στον ΙΘ’ αιώνα, ως τη στιγμή που εμφανίζεται το έργο του Βιζυηνού, κι εννοώ εδώ το πεζογραφικό έργο του μεγάλου θρακιώτη συγγραφέα. Όλος ο ΙΘ’ αιώνας είναι ένας αιώνας που τον χαρακτηρίζει πέρα για πέρα ο ρομαντικός τρόπος σκέψης και δράσης. Αυτό δεν μας εκπλήσσει, τη στιγμή που επισημαίνεται η επιβίωση ορισμένων ρομαντικών στοιχείων και σήμερα ακόμη στον γενικότερο νεοελληνικό βίο. O ρομαντισμός ως λογοτεχνικό κίνημα ήρθε βέβαια από έξω, υπήρχαν όμως και οι προϋποθέσεις για μια γνήσια ελληνική συντήρηση και ανάπτυξη του ρομαντικού κινήματος στον τόπο μας. Στον χώρο της πεζογραφίας έδωσε το καθαρευουσιάνικο ιστορικό μυθιστόρημα και ουσιαστικά στέρεψε. Όταν έκανε την εμφάνισή της η λεγόμενη γενιά του '80, δηλαδή η γενιά του Παλαμά, ο ρομαντισμός ως ιδεολογία, κι αν ακόμη δεν είχε ξοφλήσει εντελώς, στον χώρο τουλάχιστο της λογοτεχνίας είχε αποτύχει παταγωδώς. Έτσι η γενιά του '80, στην οποία ανήκε και ο Βιζυηνός, βρέθηκε στην ανάγκη να αρχίσει από το άλφα, όχι φτιάχνοντας —εδώ ήταν το λάθος της— μια νέα γλώσσα, αλλά δουλεύοντας τη γλώσσα του λαού για να την υψώσει σε άρτιο εκφραστικό όργανο. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τους πεζογράφους της γενιάς αυτής οι πιο σημαντικοί, αυτοί που συνήθως αποκαλούνται πατέρες του νεοελληνικού διηγήματος, ο Γ. Βιζυηνός (1849-1896), ο Α. Παπαδιαμάντης (18511911) και ο Α. Καρκαβίτσας (1865-1922), είναι και οι τρεις τους καθαρευουσιάνοι. O Παπαδιαμάντης έμεινε πιστός στην καθαρεύουσα σε όλη του τη ζωή. Άλλο ζήτημα, αν η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη έχει μια τέτοια στίλβη, που το ψυχρό γλωσσικό υλικό μετουσιώνεται τελικά σε υψηλή ποίηση. Η περίπτωση Παπαδιαμάντη μάς βάζει όμως σε σκέψεις. Ό,τι γράφτηκε στην καθαρεύουσα δεν είναι πάντοτε για πέταμα, όπως ό,τι γράφτηκε στη δημοτική, ιδίως στην περίοδο του «Νουμά», δεν είναι γι' αυτό μόνο αναμφισβήτητης λογοτεχνικής ποιότητας. Καιρός είναι να γίνει κάποτε και ο απολογισμός της καθαρεύουσας από την άποψη αυτή. Συμπέρασμα: O προικισμένος λογοτέχνης, ο σφραγισμένος αν θέλετε, από τη μοίρα, κι από το πιο ακατάλληλο γλωσσικό υλικό, όπως η καθαρεύουσα, θα φτιάξει το προσωπικό του όργανο για να εκφραστεί.
Κ. Μητσάκης, Πορεία μέσα στο χρόνο, Εκδ. Φιλιππότη, 1982, σσ. 104, 105
1. ...ο Βιζυηνός πολύ τελειότερον του ποιητού των επικολυρικών και των ερωτοσατυρικών στίχων είναι ο διήγηματογράφος ποιητής. H γη της Θράκης, εις την φύσιν και την ιστορίαν της οποίας συνεκεντρώθη ό,τι λαμπρότερον και ωραιότερον, ό,τι ζοφερώτερον και σπαρακτικώτερον έχει να επιδείξει η Ανατολή, η μαγική αύτη πυξίς, μέσα εις την οποίαν περιφυλάσσονται ανεκτίμητα κειμήλια του εθνικού βίου και της ποιητικής εμπνεύσεως από της μυριοποθήτου βασιλίσσης, της Σταμπούλ, μέχρι της πτωχικής και μαρτυρικής Βιζύης, όπου εγεννήθη ο ποιητής, γοργώς, παροδικώς, αλλά με καινοπρεπή ζωηρότητα, εμφανίζεται μέσα εις τα διηγήματα εκείνα, όσον το επιτρέπουν τα στενά όρια του είδους...
Εις τα διηγήματα του Βιζυηνού εναρμόνιον αποτελούσι κράμα τα αναπτυσσόμενα πράγματα και το υποκείμενον του αναπτύσσοντος αυτά συγγραφέως, αχωρίστου εξ αυτών και εξηγούντος και νόημα παρέχοντος εις εκείνα. Εις τα διηγήματα αυτά, εντυπώσεις και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, της νεανικής ηλικίας, ως είδος τι οικογενειακών απομνημονευμάτων, το πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόμενον επί της σκηνής, διαδραματίζει ουσιώδες μέρος· διά τούτο και η αλήθεια αυτών έχει τι το οικείον και το ψηλαφητόν, το αρρήτως ειλικρινές, το προκαλούν ευθύς εξ αρχής την εμπιστοσύνην, το επιτείνον την συγκίνησιν...
Ενώ τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη προβαίνουν σχεδόν χωρίς δέσιν τινά και λύσιν, και τα διηγήματα του Καρκαβίτσα, μάλλον περίτεχνα, μετέχουσιν ουχ ήττον λυρικής τινος εξάρσεως και απλότητος, αι ιστορίαι του Βιζυηνού, πλεκόμεναι διά συγκρούσεων και περιπετειών, λύονται και δραματικώς. Το «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι δράμα, και με κάθαρσιν μάλιστα.
Κωστης Παλαμάς, Το ελληνικόν διήγημα, Άπαντα, Τα πρώτα κριτικά, σσ. 157-159
2. H πριν από το Βιζυηνό νεοελληνική μυθιστοριογραφία έπαιρνε τα πρότυπά της από το ιστορικό μυθιστόρημα του Walter Scott κι από τα χειρότερα συχνά επιφυλλιδογραφικά κατορθώματα της γαλλικής παραγωγής. Ο περίπλοκος μύθος ή η λυρική αισθηματολογία ήταν το κέντρο του βάρους της. Φεουδαρχική αρχοντιά, πολέμαρχοι και μαρκήσιοι και βαρόνοι και κόμητες, τραγικές περιπέτειες με τραγικότερα νόθα παιδιά, εραστές φορτωμένοι όλες τις δυστυχίες του κόσμου, χωρίς λόγο, έτσι για το κέφι του πεζογράφου και του κοινού, πολιτικές μηχανορραφίες, κοινωνικές δολοπλοκίες, ήθη και έθιμα βαρβάρων λαών και γενναιότατες δόσεις μυστηρίου κι αγωνίας έθρεφαν τη φιλαναγνωστική μανία όχι μονάχα των απαίδευτων, μα και των πλουσιότερα μορφωμένων κύκλων. Βέβαια, είχε ήδη κυκλοφορήσει σ' επανειλημμένα τυπώματα ο χαριτωμένος εκείνος «Παπα-Τρέχας» του Κοραή, είχε δημοσιευτεί στην «Πανδώρα», το σοφό περιοδικό, και σε τόμο ξεχωριστό ο και σήμερα αξιολογότατος «Θάνος Βλέκας» του Παύλου Καλλιγά, είχαν διαβαστεί με πολλή αγάπη οι «Κρητικοί γάμοι» του Ζαμπέλιου, είχε ξεσηκώσει θύελλες «Η πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη, είχε υμνηθεί περισσότερο ίσως από όσο του άξιζε ο «Λουκής Λάρας» του Βικέλα, μα όλα τούτα δεν ήταν παρά σταλαματιές, θολές κιόλας κάποτε, μέσα στην απέραντη θάλασσα της ανεύθυνης και ασύδοτης προχειρογραφίας. Ο Βιζυηνός, θεμελιώνοντας τη διήγηματογραφική του παραγωγή, δεν έχει κανένα νεοελληνικό πρότυπο μπροστά του, δεν βρίσκει καμιά παράδοση άξια να την πλουτίσει με τη δική του προσωπικότητα. Πρέπει ν' αρχίσει από την αρχή. Μα έχει ήδη γνωρίσει ένα σωρό ξένα πρότυπα. Έχει ζήσει το ευρωπαϊκό κλίμα του τελευταίου τέταρτου του περασμένου αιώνα κι έχει παρακολουθήσει τη γενναία στροφή από το μυθιστόρημα το ρομαντικό προς το κοινωνικό και ψυχογραφικό μυθιστόρημα. Έχει συνεπαρθεί από τη δραματική μεγαλοφυία του Ίψεν. Έχει νιώσει, τέλος, πως μια τέχνη καινούρια πλάθεται ολόγυρά του, όπου η εξωτερική περιπέτεια δεν λογαριάζεται, όπου ο άνθρωπος παίζει τον πρώτο ρόλο. Η φιλοσοφική του σπουδή, από την άλλη μεριά, τον έχει συνηθίσει να προσέχει τα ψυχικά φαινόμενα, την κίνηση και την περιπέτεια την εσωτερική, της ψυχής, κι έτσι του είναι ευκολότερο να οικειωθεί το νόημα της νέας σχολής του μυθιστορήματος.
Ι.Μ.
Παναγιωτόπουλος, «Γεώργιος Βιζυηνός», Βασική Βιβλιοθήκη, αριθ. 18,
Εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθηναι, 1959, σσ. 26, 27.
Στο διήγημα ο Βιζυηνός έδειξε πως ένιωσε ελεύθερος κατά πολλούς τρόπους: κατ' αρχήν εξ αιτίας των δυνατοτήτων που πρόσφερε το είδος για μια κλιμάκωση δραματική που τόσο τον είλκυε, καθώς και για μιαν άντληση του αφηγηματικού υλικού του από τις παραδόσεις αλλά και από τις δικές του αναμνήσεις, οι οποίες παραδόσεις και αναμνήσεις αποτέλεσαν τους δύο πόλους έλξης και δημιουργικούς πυρήνες της τέχνης του. Το διήγημα, επίσης, τον έκανε να νιώθει ελεύθερος γιατί δεν υπήρχε πριν απ' αυτόν μια ελληνική λογοτεχνική διήγηματογραφική παράδοση που θα τον δέσμευε —όπως, αντίθετα, συνέβη με το ποιητικό έργο του, όπου είχε πίσω του την ποιητική παράδοση των Φαναριωτών και της Αθηναϊκής Σχολής.
Ίσως, όμως, από το γεγονός αυτό να ξεκινά και ο λόγος για τον οποίο ο Βιζυηνός εγκατέλειψε το διήγημα· από το γεγονός, δηλαδή, πως έχοντας τη δυνατότητα να κινηθεί τόσο ελεύθερα μέσα σ' αυτό το λογοτεχνικό είδος, μπόρεσε —ή αφέθηκε— να βάλει μέσα σ' αυτό μεγάλο μέρος από τον εαυτό του και τη ζωή του, μεγάλο δηλαδή μέρος από αυτό που ονομάσαμε «μύθους» της ζωής του.
Με το διήγημα, λοιπόν, έκανε αυτό το μεγάλο τόλμημα: τους μύθους της ζωής του, που έως τότε λάνθαναν η περιστασιακά προέκυπταν μες στο ποιητικό έργο του, να τους κάνει σαφώς προσδιορισμένους μύθους του πεζογραφικού έργου του, να τους κάνει δηλαδή μοτίβα πάνω στα οποία βασίστηκε και αναπτύχθηκε η μυθοπλασία του. Το γεγονός αυτό είχε για τον Βιζυηνό τη σημασία ενός διακριτικού αλλά και βαθύτατου παράπονου που έμεινε, όμως, χωρίς ανταπόκριση. Αυτή η έλλειψη ανταπόκρισης πρέπει να τον έπεισε πως δεν είχε πια σε ποιους ν' απευθυνθεί· κι επειδή η λογοτεχνική γραφή για τον Βιζυηνό —είτε ποιητική είτε πεζογραφική είναι αυτή—προϋποθέτει την παρουσία του δευτέρου προσώπου, η απόσυρση - αφάνεια - απουσία αυτού του προσώπου στο οποίο απευθύνεται ο λόγος του αναιρεί και την αιτία η το κίνητρο της γραφής.
Βαγγέλης
Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού,
Εκδ. Καρδαμίτσα, 1996, σσ. 154, 155
Στην κατηγορία των λογοτεχνών που φέρνουν τη σφραγίδα της θείας δωρεάς ανήκει και ο Βιζυηνός. Μόνο που ο Βιζυηνός υπήρξε σε όλη του τη ζωή ένας επαμφοτερίζων. Με τον νου και με την καρδιά είναι ένας δημοτικιστής, όπως δείχνει και το πεζογράφημά του «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα», αλλά στην πράξη προτιμά να φοράει το ψηλό κολάρο και τον «πομπέ» της καθαρεύουσας. Σε αυτή την αμφίρροπη στάση ίσως βασικά να επηρεαζόταν και από τη διπλή του ιδιότητα, του λογοτέχνη αλλά και του επιστήμονα...
H θέση λοιπόν και η ιδεολογία του Βιζυηνού απέναντι στο γλωσσικό πρόβλημα και γενικότερα το πρόβλημα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής είναι ξεκαθαρισμένη. Θεωρητικά θερμός υπέρμαχος της δημοτικής, στην πράξη όμως ένας μετριοπαθής καθαρευουσιάνος...
...Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι γραμμένα σε μιαν απλούστερη, σχετικά κομψή και —πράγμα παράξενο— σχετικά θερμή καθαρεύουσα...
Όχι σπάνια όμως η αφήγηση αποβάλλει και αυτόν τον μετριοπαθή γλωσσικό καθωσπρεπισμό και πλησιάζει το λόγο της καθημερινής ζωής και πράξης...
Αυτό γίνεται κυρίως στα σημεία εκείνα που υπάρχει διάλογος. Και στα πεζογραφήματα του Βιζυηνού, στα οποία η αφήγηση δεν είναι στατική, υπάρχει πυκνή δράση και συχνός διάλογος. Σε τέτοιες ακριβώς στιγμές είναι που η καθαρεύουσα παθαίνει καθίζηση και τα διάφορα πρόσωπα, κατά κανόνα απλοί άνθρωποι του λαού, εκφράζονται το καθένα με τη γλώσσα της δικής του καρδιάς και του δικού του περιβάλλοντος.
Παρατηρείται όμως και το αντίθετο φαινόμενο, τα λόγια δηλαδή των απλών ανθρώπων να ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον». Ωστόσο και η γλώσσα αυτή έχει τη δική της γοητεία. Ίσως να οφείλεται τούτο στο ότι τα πεζογραφήματα του Βιζυηνού δεν εξαντλούνται μέσα στις περιγραφικές τους δυνατότητες, αλλ' απλώνουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Η αλήθεια των προσώπων, λοιπόν, δίνει στο τέλος αλήθεια και στη γλώσσα τους.
Πολλές φορές επίσης η γλώσσα του Βιζυηνού διανθίζεται με ευφυολογήματα που θυμίζουν πολύ έντονα τον Ροΐδη, χωρίς όμως να έχουν ούτε την τολμηρότητα των αντιθέσεων, ούτε το δηκτικό σαρκασμό εκείνου.
Κ. Μητσάκης, Πορεία μέσα στο χρόνο, ό.π., σσ. 105-107
1. Πραγματικά, πέρα απ' αυτήν την πρώτη ύλη του βιώματος, αρχίζει η τέχνη της αφήγησης και της πλοκής. Γιατί ο Βιζυηνός δεν περιορίζεται στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Χρησιμοποιεί συνήθως το πρώτο πρόσωπο, επειδή, όπως πιστεύει κι ο Απόστολος Σαχίνης, του χρειάζεται «ένας τρόπος εκφραστικής αμεσότητας, ένας τρόπος προσωπικής συναισθηματικής συμμετοχής». Μα σκοπός του δεν είναι ν' αυτοβιογραφηθεί και ν' αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου. Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από το ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίχτυπο πάνω σε όλους.
Κώστας
Στεργιόπουλος, Περιδιαβάζοντας, Τόμος Β», Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας,
Εκδόσεις Κέδρος, σ. 47
2. H καταφυγή, επίσης, αυτή δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εκείνη την υπερβολική —και παιδικότροπη— ευαισθησία του που τον ωθούσε στην αναζήτηση παρηγοριάς ή και βοήθειας από τους άλλους, ευαισθησία που εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς με τα ποιήματά του.
H καταφυγή του σε αυτοβιογραφικό υλικό θα μπορούσε, επίσης, να αποτελεί εκδήλωση της προσπάθειάς του για διατήρηση κάποιων στοιχείων από το παρελθόν του και για την αναζήτηση ανάμεσα σ' αυτά κάποιων βασικών στοιχείων της ύπαρξής του. Θα μπορούσε ακόμη να αποτελεί ένδειξη κάποιας πιθανής ευχαρίστησης του συγγραφέα να μιλά —έστω και χωρίς να το δηλώνει άμεσα— για τον εαυτό του, δηλαδή για τη ζωή του.
Πέρα, όμως, από όλους αυτούς τους λόγους της καταφυγής του Βιζυηνού σε αυτοβιογραφικό αφηγηματικό υλικό, την κυριότερη σχετική αιτία αποτελεί η ανάγκη του να διαθέτει η διήγηση του μια πραγματολογική διάσταση.
Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής..., ό.π., σ. 159
Στην περίπτωση του Βιζυηνού η αναζήτηση των προσωπικών μύθων έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί αυτοί αντανακλούν τις ψυχολογικές συγκρούσεις του συγγραφέα. Οι συγκρούσεις αυτές υφίστανται ανάμεσα σ' αυτόν και στην κοινωνική ή όποια άλλη περιβάλλουσα πραγματικότητα κυρίως, αλλά κι ανάμεσα σ' αυτόν και στον εαυτό του κατά δεύτερο λόγο.
Ακόμη, μέσα από τους προσωπικούς μύθους διαφαίνονται οι ιδανικές ή δυνατές λύσεις που ο συγγραφέας θα ήθελε, ή που αυτός κατορθώνει να δώσει σ' αυτές τις ψυχολογικές συγκρούσεις. Οι προσωπικοί μύθοι, λοιπόν, με τη λειτουργία τους αυτή γίνονται πολύ διαφωτιστικοί σε ό,τι αφορά τις αιτίες ή τις συνθήκες δημιουργίας του πεζογραφικού έργου του Βιζυηνού, καθώς και τις αιτίες ή τις συνθήκες της διακοπής αυτής της δημιουργίας.
Έχει γίνει, βέβαια, σαφές πως οι μύθοι που εμψυχώνουν το έργο του Βιζυηνού δεν είναι αποκλειστικός καρπός της δημιουργικής φαντασίας του. Ο Βιζυηνός δεν κατεσκεύασε με το έργο του μύθους· αντίθετα, διαπιστώνουμε πως κατά τη συγκρότηση του πεζογραφικού έργου του κατά βάση καταφεύγει σ' έναν προσωπικά υπαρκτό κόσμο —έστω κι αν αυτό γίνεται μέσα από την ανάμνηση. Αυτό είναι απόρροια της προσπάθειάς του να υλοποιήσει μέσα στη ζωή του κάποιους μύθους, καθώς και του συνακόλουθου γεγονότος πως η λογοτεχνία ουσιαστικά υπήρξε ένα μέσο υπηρέτησης αυτών των μύθων της ζωής του. Αυτός είναι και ο λόγος που το πεζογραφικό έργο του διαθέτει μια τόσο έντονη πραγματολογική διάσταση που ξεκινώντας από την περισσότερο ή λιγότερο μακρινή ανάμνηση, συχνά επεκτείνεται προς την περιοχή της επιστήμης (της ψυχολογίας κυρίως) και των λαϊκών παραδόσεων.
Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού,ό.π., σσ. 156, 157
1. ...H διαφορά στον χειρισμό της οπτικής γωνίας ανάμεσα στον Βικέλα και τον Βιζυηνό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκφράζει μικροσκοπικά και τη διαφορά ανάμεσα στο ευθύγραμμο απομνημόνευμα και το έντεχνο λογοτέχνημα ή σημαίνει κατά κάποιο τρόπο τη μετάβαση του ελληνικού αφηγηματικού λόγου από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστοριογραφία στην πεζογραφία, ένα πέρασμα που σημαδεύεται έντονα από την περιπλοκότερη και την εσωτερικότερη αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού.
Σε αυτόν τελικά η οπτική γωνία είναι ιδιάζουσα, γιατί και η πλοκή των περισσότερων διηγημάτων του είναι σχεδόν μοναδική. Ο Βιζυηνός είναι ο πρώτος νεοέλληνας πεζογράφος που βασίζει την πλοκή του στο αίνιγμα και το στοιχείο αυτό μαζί με το χρονικό ανάπτυγμά της έδωσαν την ευκαιρία σε αρκετούς, με πρώτο τον Παλαμά, να υποστηρίξουν ότι τα διηγήματά του έχουν τις προϋποθέσεις μυθιστορήματος. Πολύ δύσκολα θα ξαναβρούμε στην ελληνική πρόζα πλοκή σαν του Βιζυηνού που να εκμεταλλεύεται τόσο καλά την εσωτερική εστίαση και αυτό γιατί το κυρίαρχο μοντέλο οργάνωσης της δράσης σε αρκετές νουβέλες και διήγηματα είναι τελείως διαφορετικό. Βασίζεται, κυρίως, στην τριμερη διάταξη των συμβάντων ακολουθώντας το σχήμα: αρχική κατάσταση - ανατροπή της - νέα κατάσταση, παρά στο αίνιγμα ή στην απορία.
Δημήτρης Τζιόβας, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, Εκδ. Οδυσσέας, 1993, σσ. 49-50.
2. Μελετώντας την αφηγηματική προοπτική στα διηγήματα του Βιζυηνού, ο Massimo Peri υποστηρίζει ότι ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο βάζει συχνά κάποιους περιορισμούς στον εαυτό του αποσιωπώντας τις πληροφορίες που απέκτησε εκ των υστέρων και δίνοντάς μας μόνο τις πληροφορίες που είχε κατά τη στιγμή της δράσης, κάτι που ο αφηγητής ενός αφηγήματος σε τρίτο πρόσωπο συνήθως δεν κάνει. Και αυτός ακριβώς ο περιορισμός διαφοροποιεί, σύμφωνα με τον ίδιο, τα διηγήματα του Βιζυηνού από τον Λουκή Λάρα του Βικέλα. Αν και η παρατήρηση αυτή είναι ορθή, ο Peri παραγνωρίζει εδώ τις επιταγές που επιβάλλει η πλοκή στον Βιζυηνό, μολονότι αργότερα τις επισημαίνει παρεμπιπτόντως. Μια πλοκή-αίνιγμα δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει πετυχημένα χωρίς περιορισμένη εσωτερική εστίαση, κάτι που δεν είναι απαραίτητο στο Βικέλα, εφόσον η δομή του Λουκή Λάρα είναι ελάχιστα αινιγματική και ο αφηγητής τείνει να βλέπει τα γεγονότα ελεύθερα, μέσα από την προοπτική του παρόντος του και όχι του παρελθόντος του...
Δημητρης Τζιόβας, ό.π., σ. 49
3. Η χωροχρονική απόσταση, ιδιαίτερα στην ελληνική ηθογραφία, ανάμεσα στον συγγραφέα και το θέμα του ενέχει δυνάμει διαλογικό χαρακτήρα, αν λάβουμε υπόψη ότι ορισμένοι συγγραφείς είτε ζούσαν στο εξωτερικό και έγραφαν για τους Έλληνες της διασποράς (Δροσίνης, Εφταλιώτης) είτε μακριά από το γενέθλιο τόπο τους (Παπαδιαμάντης). O συγγραφέας λειτουργούσε εν είδει ανταποκριτή/διαμεσολαβητή στο διάλογο ή στη διαμάχη εσωτερικού και εξωτερικού, μητρόπολης και επαρχίας, χωρικών και λογίων, αγροτικού και αστικού τρόπου ζωής. Διάλογος που μεταφέρεται ενίοτε και στον ίδιο τους τον εαυτό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Βιζυηνού, ανάμεσα στο συγγραφέα / αφηγητή ως ενήλικα και πεπαιδευμένο που εκφράζεται στην καθαρεύουσα και στην παιδική του ηλικία η εφηβεία που αναφέρεται στην αγροτική ζωή του γενέθλιου χώρου του και αναπαρίσταται μέσω της δημοτικής των διαλόγων. Αυτή η ιδιότυπη διγλωσσία αποκαλύπτει ένα συγγραφικό / αφηγηματικό υποκείμενο διαλογικά διαμορφωμένο μέσα από τη συνύπαρξη ή την αντιπαλότητα διαφορετικών φωνών, λόγων, χώρων, τρόπων ζωής και αναμνήσεων.
Δημήτρης Τζιόβας, ό.π., σ. 167
Ο αφηγηματικός χρόνος δεν ταυτίζεται (και δεν πρέπει να συγχέεται) με το χρόνο της υπόθεσης. Ο πρώτος κατανέμεται εδώ σε πολυσέλιδα αφηγηματικά σύνολα, μολονότι όχι ισομεγέθη. Ο δεύτερος παρουσιάζει αξιοσημείωτη ποικιλία, έτσι που να μπορεί να καλύπτει ένα διήμερο («Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»), λίγες μέρες ναυσιπλοΐας («Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως»)... Το συντομότερο διήγημα του Βιζυηνού, «Το αμάρτημα της μητρός μου», εκτείνεται σ' ένα διάστημα 28 περίπου χρόνων.
Παν. Μουλλάς, «Το
νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός»
(Εισαγωγή στο Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα,
επιμέλεια Παν. Μουλλάς, ΝΕΒ, Ερμής, Αθήνα, 1980, σ. ιη»
Τι λειτουργίες καλύπτουν οι περιγραφές μέσα στο αφηγηματικό έργο του Βιζυηνού; Ασφαλώς θα ήταν λάθος να τις αντιμετωπίζουμε σαν διακοσμητικές παρενθέσεις ή, τουλάχιστο, σαν συνειδητά ξεστρατίσματα προορισμένα να καθυστερήσουν για λίγο την αφήγηση... Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι με παρέμβλητα «ξένα σώματα», αλλά με οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώνουν τα κενά, να δημιουργούν αντιθέσεις, να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα.
Παν. Μουλλάς ό.π., σ. ρ
1. Δίνει την εντύπωση αυτοβιογραφικού κειμένου, λόγω της κτητικής αντωνυμίας στον τίτλο, της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και των ονομάτων του αφηγητή —το Γιωργί, ο Γιώργης (7, 16)— και της μητέρας του —Δεσποινιώ ή Μηχαλιέσσα (15)— που ταυτίζονται με τα ονόματα του συγγραφέα και της μητέρας του.
Η αφήγηση ανελίσσεται με τον διάλογο του αφηγητή και της μητέρας του. Ο λόγος της μητέρας είναι το αντικείμενο του λόγου του αφηγητή και συγκεκριμένα η σχέση μεταξύ του λόγου του παρόντος (των πράξεων της μητέρας, των οποίων είναι αυτόπτης μάρτυς ο αφηγητής) και του παρελθόντος (της αφήγησης της μητέρας για τα συμβάντα). Η διάκριση αυτή όμως παρουσιάζει μια ρωγμή, διότι ο λόγος της μητέρας ορίζει τον λόγο του αφηγητή, ο λόγος του αφηγητή δηλαδή δεν μπορεί να παρατηρήσει εκ των έξω τον λόγο της μητέρας, δεν μπορεί να τον εξηγήσει αντικειμενικά, αλλά βρίσκεται ταυτόχρονα σε κριτική απόσταση και συναισθηματική εξάρτηση από αυτόν.
O αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο· τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν απλώς σημεία αναφοράς, σημάδια ότι υπάρχει κοινωνία και οικογένεια. Έτσι, η δυαδική αφηγηματική δομή προσφέρει δύο δυνατότητες εισόδου: από την οπτική γωνία του αφηγητή η από την οπτική γωνία της μητέρας...
...η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενώ η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, καθώς κατανοεί καλύτερα τόσο το τι έχει συμβεί όσο και από ποια αίτια διέπεται η συμπεριφορά της μητέρας. Η μεταβολή της οπτικής γωνίας του αφηγητή υποβοηθείται από τη μεγάλη διάρκεια της αφήγησης και από το γεγονός ότι αυτός δεν αφηγείται από ένα ορισμένο χρονικό σημείο αλλά παρακολουθεί τα γεγονότα αφηγούμενος ταυτόχρονα, από μικρό παιδί έως ώριμος άνδρας.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Αναγνώσεις 3 - Εστία, 1994, σσ. 31, 32.
2. Το διήγημα, ήδη στην πρώτη του σελίδα, προσδιορίζει τα αντιθετικά ζεύγη που θα καθορίσουν το νόημα: το πρώτο ζεύγος, ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός· το δεύτερο, το κορίτσι και τα αγόρια· το τρίτο, ο νεκρός (πατέρας, που τα ρούχα του ντύνουν τα αγόρια) και οι ζωντανοί (μητέρα και παιδιά)· το τέταρτο, το συναίσθημα ή η πρόθεση (η αδέκαστος ενδόμυχος στοργή της μητρός) και οι πράξεις, που φυσικά γεννούν ζηλοτυπίες· το πέμπτο, η γνώση και οι απορίες. Τα πέντε αυτά ζεύγη θα οροθετήσουν την αναζήτηση του νοήματος, τον προσδιορισμό δηλαδή του αμαρτήματος, που προεξαγγέλλεται ήδη με τον τίτλο του διηγήματος.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, ό.π., σ. 36
3. Στο πρώτο μέρος του διηγήματος, ο λόγος του αφηγητή περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία του από την αδελφή του, την Αννιώ. Στο δεύτερο μέρος, ο λόγος του αφηγητή, ο οποίος επιστρέφει «μετά μακράν απουσίαν» (19), ασχολείται με τον λόγο της μητέρας που περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία της από την πρώτη κόρη της, την Αννιώ. Η χρονικά πρότερη εμπειρία στο επίπεδο της ιστορίας παρουσιάζεται μετά τη χρονικά ύστερη (ανάληψη, κατά Genette). Όμως ο αναχρονισμός αυτός λειτουργεί ερμηνευτικά ως προς τον αναγνώστη, διότι του δείχνει ότι ο λόγος του αφηγητή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ο λόγος της αυθεντίας δηλαδή, έχει διαμορφωθεί με βάση την πλάνη. Ο αναγνώστης καλείται να βρει ο ίδιος ποιος είναι αξιόπιστος και να μην αρκείται στις συμβάσεις.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, ό.π., σ. 40
4. Το αμάρτημα ορίζεται ως παράβαση του ηθικού ή του θείου νόμου. Στο διήγημα η μητέρα αναφέρεται στην αμαρτία της, όταν εξηγεί στον αφηγητή πως, έχοντας περάσει ένα βράδυ χορού και διασκέδασης, πήγε να θηλάσει το παιδί της, την πήρε ο ύπνος από την κούραση, «το πλάκωσε» κι όταν ξύπνησε «ήταν απεθαμένο» (21-23). H αμέλειά της οδήγησε στον θάνατο του παιδιού της, διότι παρέβη τον ηθικό νόμο που καθορίζει τα μητρικά της καθήκοντα. Αυτό είναι το αμάρτημα της μητέρας, ή μάλλον το πρώτο της αμάρτημα στο χρόνο της ιστορίας. Είναι όμως το δεύτερο της αμάρτημα στον χρόνο —και στον χώρο— της αφήγησης...
H εκπεφρασμένη επιθυμία της μητέρας να «πάρει» ο Θεός τα αγόρια της και να της «αφήσει» το κορίτσι συνιστά αμάρτημα...
Το δεύτερο, ως προς τον ιστορικό χρόνο, αμάρτημα είναι το πρώτο ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, διότι μόνο έτσι γίνεται σαφής η σημασία της επιθυμίας ως συστατικού στοιχείου του αμαρτήματος.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, σσ. 45-47
• Αναγκαία είναι η ανάδειξη του αυτοβιογραφικού και βιωματικού στοιχείου του κειμένου.
• Κατά τη διδασκαλία πρέπει να εντοπιστούν τα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά του διηγήματος.
• Θα πρέπει να καταδειχθεί επίσης η κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος και η απουσία ακράτητων και υπερβολών.
• Θα πρέπει να συζητηθούν επίσης όσα σημεία του κειμένου αποκαλύπτουν τη διείσδυση στο ψυχικό βάθος των κειμενικών προσώπων.
• Ο λαογραφικός θησαυρός στο Αμάρτημα της μητρός μου (λαϊκές αντιλήψεις για την έκβαση της αρρώστιας, ιεροτελεστικό ανακάλημα της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου, το εθιμικό της υιοθεσίας κ.ά.), μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για γόνιμες συζητήσεις.
• Μπορεί επίσης να διερευνηθεί το ηθογραφικό στοιχείο του κειμένου, όπως προκύπτει, εκτός των άλλων, από τον κύκλο της ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες...
• Αξιοπρόσεκτος είναι ακόμα ο μικρόκοσμος που αναδύεται μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων.
• Αναγκαία είναι η εστίαση της προσοχής στα εξής ζητήματα:
• την ωριμότητα στην τεχνική της δομής
• τη λειτουργία των περιγραφών στο σώμα της αφήγησης
• τη μυθοπλασία του Βιζυηνού
• τη δυαδική αφηγηματική δομή (οπτική γωνία του αφηγητή και οπτική γωνία της μητέρας).
• Καθώς το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων, ας προσεχθούν ιδιαίτερα η σχέση αφηγητή - μητέρας και η σχέση μητέρας με τα αρσενικά και τα θηλυκά παιδιά. H μελέτη αυτών των σχέσεων θα βοηθήσει την κατανόηση των χαρακτήρων.
• H ενασχόληση με την αποκάλυψη και κάθαρση του τέλους θα ήταν χρήσιμη από κάθε άποψη.
Επειδή ο συνολικός χρόνος που απαιτείται για την ανάγνωση του έργου του Γεωργίου Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου» είναι περίπου 60΄ και, κατά δεύτερο, οι προτεινόμενοι διδακτικοί στόχοι (σε κάθε περίπτωση ο διδάσκων είναι ελεύθερος να ακολουθήσει το ερμηνευτικό μοντέλο και τις ερμηνευτικές διόδους που κρίνει ο ίδιος ως καταλληλότερες), αφορούν στην παρουσίαση των αφηγηματικών τεχνικών, στην επισήμανση των χαρακτηριστικών του ως ψυχογραφήματος και, τέλος, στην ανάδειξη των ιδιαίτερων λαογραφικών στοιχείων του συγκεκριμένου διηγήματος, προτείνεται στον διδάσκοντα ο ακόλουθος διδακτικός προγραμματισμός:
1η διδακτική ώρα: Γνωριμία της τάξης με το έργο και την προσωπικότητα του Γεωργίου Βιζυηνού. Παρουσίαση και πρώτη επαφή με «Το αμάρτημα της μητρός μου». Συστήνεται στους μαθητές η κατ' οίκον ανάγνωσή του.
2η διδακτική ώρα: Ανάγνωση από τον διδάσκοντα και γλωσσική, λεξιλογική προσέγγιση του κειμένου από την αρχή: «Άλλην αδελφήν δεν είχομεν...» έως του σημείου «...εγλύτωσεν από τα βάσανά του!».
3η διδακτική ώρα: Ανάγνωση από τον διδάσκοντα και γλωσσική, λεξιλογική προσέγγιση του κειμένου από το: «Πολλοί είχον κατηγορήσει την μητέρα μου... » μέχρι το τέλος «...και εγώ εσιώπησα».
4η διδακτική ώρα: Εξέταση των αφηγηματικών στοιχείων και αρετών του διηγήματος.
5η διδακτική ώρα: Ανάλυση και εξέταση των ψυχογραφικών χαρακτηριστικών.
6η διδακτική ώρα: Παρουσίαση των λαογραφικών στοιχείων.
7η διδακτική ώρα: Γενική θεώρηση, συνθετικές εργασίες, συζήτηση.
Στην περίπτωση, ωστόσο, κατά την οποία ο διδάσκων θα προτιμούσε να εξετάσει τα τρία ζητήματα (αφηγηματικές τεχνικές, ψυχογραφική πλευρά και λαογραφικά στοιχεία) όχι σε μεμονωμένες διδακτικές ώρες, αλλά ταυτόχρονα με την ανάγνωση του έργου, τότε κρίνεται σκόπιμη η σχετική αναδιάρθρωση του προηγούμενου διδακτικού σχεδιασμού και ο διαχωρισμός του κειμένου σε επιμέρους ενότητες. Με αυτό το σκεπτικό κατατίθεται ένας δεύτερος προγραμματισμός:
1η διδακτική ώρα: Γνωριμία της τάξης με το έργο και την προσωπικότητα του Γεωργίου Βιζυηνού. Παρουσίαση και πρώτη επαφή με «Το αμάρτημα της μητρός μου». Συστήνεται στους μαθητές η κατ' οίκον ανάγνωση του βιβλίου.
2η διδακτική ώρα: «Άλλην αδελφήν δεν είχομεν... και εκράτησεν μόνον εμέ πλησίον της». Ανάγνωση και ερμηνευτική προσέγγιση.
3η διδακτική ώρα: «Ενθυμούμαι ακόμη... εγλύτωσεν από τα βάσανά του!». Ανάγνωση και ερμηνευτική προσέγγιση.
4η διδακτική ώρα: «Πολλοί είχον κατηγορήσει την μητέρα μου... και απηρχόμην εις τα ξένα». Ανάγνωση και ερμηνευτική προσέγγιση.
5η διδακτική ώρα: «Η μήτηρ βεβαίως... αλλ ισχυρού τινος φόβου». Ανάγνωση και ερμηνευτική προσέγγιση.
6η διδακτική ώρα: «Η μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλή... και εγώ εσιώπησα». Ανάγνωση και ερμηνευτική προσέγγιση.
7η διδακτική ώρα: Γενική θεώρηση, συνθετικές εργασίες, συζήτηση.
• Σχολιασμός αφήγησης: η ιστορία δίνεται μέσα από την περιορισμένη προοπτική του αφηγητή - πρωταγωνιστή. Η αφήγηση είναι μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να γίνει συγχρονική, με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες, τους φόβους και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης. Παράλληλα, είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα. Επίσης, πιο περίπλοκη και εσωτερικότερη είναι η αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού· οριοθετεί τη μετάβαση από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστορία στην πεζογραφία.
• Σχολιασμός πλοκής: έντονα είναι τα χαρακτηριστικά της έκπληξης, της αγωνίας και του αινίγματος. Το διήγημα εξυφαίνεται και παρουσιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, που θα ταίριαζε σε αστυνομικές ιστορίες.
• Άλλα στοιχεία: η ποικιλία της γλώσσας και ο τρόπος που υπηρετεί το κείμενο· η χρήση του χρόνου (προλήψεις - αναλήψεις) που σπάει την ευθύγραμμη αφήγηση και έτσι παύει να είναι γραμμικός· ο ρυθμός στην εξέλιξη του μύθου σε αναλογία με το «μπρος-πίσω» του χρόνου· η ωριμότητα στην τεχνική της δομής· η χρήση του διαλόγου, καθώς αποβάλλεται ο καθωσπρεπισμός και πλησιάζει τον λόγο της καθημερινότητας (αν και μερικές φορές συμβαίνει το αντίθετο: λόγια απλών ανθρώπων ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον»).
• Εστίαση του αναγνωστικού και ερμηνευτικού ενδιαφέροντος στις σημαντικότερες σκηνές του διήγηματος: ...πάρε μου όποιο θέλεις κι άφησέ μου το κορίτσι... —διάσωση του Γιωργή στο ποτάμι— επίκληση του πνεύματος του πεθαμένου πατέρα πριν από τον θάνατο της Αννιώς —αναδρομική αφήγηση- «εξομολόγηση» του αμαρτήματος στον Γιωργή— εξομολόγηση στον Πατριάρχη.
• Το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων: σχέση αφηγητή - μητέρας, σχέση μητέρας με τα αρσενικά παιδιά της, σχέση μητέρας με τα θηλυκά παιδιά της.
• Έντονο το αυτοβιογραφικό και το βιωματικό στοιχείο.
• H επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο των κειμενικών προσώπων, η διείσδυση στο ψυχικό βάθος, οι αληθινές σχέσεις των προσώπων.
• H σωστή περιγραφή και απόδοση του ψυχικού δράματος της μητέρας.
• Κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος, χωρίς ακρότητες και υπερβολές.
• H αποκάλυψη και η κάθαρση του τέλους.
• Από το διήγημα περνάει όλος ο κύκλος της θρακιώτικης ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες...
• Ο λαογραφικός θησαυρός στην πεζογραφία του Γ. Βιζυηνού και ειδικότερα στο «Αμάρτημα της μητρός μου»: λαϊκές αντιλήψεις για την έκβαση της αρρώστιας, ιεροτελεστία επίκλησης της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου, το εθιμικό της υιοθεσίας κλπ.
• Στο διήγημα συντελείται η αποκάλυψη ενός ολόκληρου μικρόκοσμου μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων που το αποτελούν με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον και όχι απλώς η διερεύνηση ενός συγκεκριμένου και περιορισμένου ανθρώπινου τοπίου.
• Έντονο και προς εξέταση το ανάγλυφο ηθογραφικό στοιχείο.
![]() |
Βιογραφικά και Εργογραφικά του Γεωργίου Βιζυηνού
1849, 8 Μαρτίου: Γεννιέται στη Βιζύη ή Βιζώ ή Βίζα —μια κωμόπολη της ανατολικής Θράκης στον δρόμο που περνώντας από τις Σαράντα Εκκλησιές και την Τσατάλτζα ενώνει την Αδριανούπολη με την Πόλη. H κωμόπολη αυτή ήταν μικρή και ταπεινή, αλλά είχε ένα ιστορικό παρελθόν που έφτανε έως τα χρόνια των προελληνικών φύλων. Πέρα από αυτό το πλούσιο ιστορικό παρελθόν η Βιζύη χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη φυσική ομορφιά: βρίσκεται πάνω σ' έναν ψηλό λόφο που αποτελεί μέρος των δυτικών υπωρειών του Μικρού Αίμου (Στράντζας), και δεσπόζει στη μεγάλη και εύφορη θρακική πεδιάδα που τη διαρρέει ο ποταμός Εργίνος που πηγάζει από τις κατάφυτες χαμηλές υπώρειες της Στράντζας.
Οι γονείς του ήταν άνθρωποι του χωριού· άπραγοι, θρησκευόμενοι και φτωχοί. H μητέρα του, η Δεσποινιώ, γεννημένη το 1827, βρέθηκε σε ηλικία τεσσάρων χρονών ορφανή από πατέρα και μητέρα στο χωριό Τζόγγαρα. Από το χωριό αυτό περνώντας ο Γιώργης ή, όπως τον έλεγαν οι δικοί του, Παπουγιωργάκης —που ήταν πραματευτής με κάποια περιουσία και με σπίτι δικό του στη Βιζύη— βρήκε τη μικρή Δέσποινα στο σπίτι ενός προύχοντα του χωριού και μια και ήταν άτεκνος την πήρε μαζί του για παιδί του στη Βιζύη.
O πατέρας του, ο Μιχαήλος, γεννήθηκε το 1813, και σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών εγκαταστάθηκε στη Βιζύη, όπου έως το 1834 ασκούσε το επάγγελμα του μπακάλη. Το 1840 αρραβωνιάστηκε με τη Δεσποινιώ και μετά τέσσερα χρόνια παντρεύτηκαν. Τώρα πια έκανε την ίδια δουλειά με τον πεθερό του: πραματευτής.
1854: Γυρνώντας ο πατέρας του με πραμάτειες από ένα μακρινό ταξίδι από τις ορεινές περιοχές της Βουλγαρίας αρρώστησε και πέθανε από τύφο. Άφησε τέσσερα ορφανά: τον Χρηστάκη που γεννήθηκε το 1846, τον Βιζυηνό, την Αννιώ και στην κοιλιά της μάνας του τον Μιχαήλο. Είχαν αποκτήσει και ένα κορίτσι, την Άννα, που μωρό τη σκότωσε άθελά της η Δεσποινιώ όταν την πήρε ο ύπνος και την πλάκωσε με το σώμα της καθώς τη θήλαζε. Αλλά και των υπολοίπων παιδιών η μοίρα δεν ήταν καλύτερη: ο Χρηστάκης σκοτώθηκε δουλεύοντας ως αγροτικός ταχυδρόμος· η Αννιώ πέθανε μικρή από βαριά αρρώστια· ο Μιχαήλος έπαθε αποπληξία και πέθανε σε ηλικία 41 ετών. Όσο για τον Βιζυηνό, αυτός είχε την τραγικότερη από όλους μοίρα.
1861-1862: Αφού φοίτησε «μετά πολλών διακοπών», όπως αναφέρει ο ίδιος, στο δημοτικό σχολείο της Βιζύης ο αδελφός του Χρηστάκης, που έκανε ήδη τον πραματευτή, τον πήρε μαζί του στην Πόλη και τον έβαλε σ' ένα ραφτάδικο για να μάθει την τέχνη.
O ράφτης στον οποίο πήγε να δουλέψει υπήρξε τυραννικός για το Γιωργί, και το ραφτάδικο ήταν γι' αυτόν σαν φυλακή. Έστελνε μηνύματα στη μάνα του και την παρακαλούσε να τον καλέσει πίσω και να τον βάλει να μάθει κάποια ανθρωπινότερη τέχνη. Από το μαρτύριο αυτό —που κράτησε δύο με τρία χρόνια— τελικά τον λύτρωσε ο θάνατος του ράφτη που είχε σαν συνέπεια το κλείσιμο του ραφτάδικου.
1865: O Βιζυηνός ζήτησε τότε την προστασία του Κύπριου εμπόρου Τσελεμπή Γιάγκου Γεωργιάδη που πρέπει να τον είχε γνωρίσει στο ραφτάδικο· αυτός τον κράτησε κοντά του δύο έως τρία χρόνια και τον βοήθησε στην αγάπη που ο Βιζυηνός είχε ήδη επιδείξει για τα γράμματα και την εκκλησία. Στην περίοδο αυτή ανήκουν και οι πρώτοι στίχοι του Βιζυηνού.
1867-1868: Συνέπεια του ενδιαφέροντός του για την εκκλησία υπήρξε η μετάβαση του στη Λευκωσία το 1867 με 1868, ως προστατευόμενου και υποτακτικού του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρόνιου του A’, στον οποίο τον συνέστησε μάλλον ο συμπατριώτης του αρχιεπισκόπου Πάγκος Γεωργιάδης. Στην Κύπρο ο Βιζυηνός φόρεσε το ράσο του αναγνώστη και ετοιμαζόταν για κληρικός, ενώ παράλληλα φοιτούσε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. H ποιητική του δραστηριότητα εντείνεται, υποκινημένη και από τον έρωτα που νιώθει για ένα νεαρό μελαχρινό κορίτσι, την Ελένη Φυσεντζίδη. O Δεσπότης τον τιμωρεί με νηστείες, γονυκλισίες και προσευχές. O νεαρός ποιητής προβληματίζεται σχετικά με την επιλογή του ιερατικού σταδίου.
1872, Αρχές Ιουλίου: Απρόοπτη λύση σ' αυτό το πρόβλημα δόθηκε όταν, μέσα στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του προβλήματος που δημιούργησε στο Φανάρι το βουλγαρικό σχίσμα, προσκάλεσαν τον Σωφρόνιο στην Πόλη. Σ' αυτό το ταξίδι του ο Δεσπότης διάλεξε ανάμεσα σε πολλά καλογεροπαίδια τον νεαρό Βιζυηνό για συνοδό του. Πηγαίνει για λίγες μέρες στη Βιζύη για να δει —μετά από τέσσερα τουλάχιστον χρόνια— τους δικούς του. Στην Πόλη ήταν τότε συγκεντρωμένοι οι δεσπότες που συμμετείχαν στην τοπική σύνοδο του 1872 κατά την οποία οι Βούλγαροι επρόκειτο να κηρυχθούν σχισματικοί. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Σύρου Λυκούργος στον οποίο κατέφυγε ο Βιζυηνός εμπιστευόμενος τα σχέδια που έκανε για το μέλλον του. O Λυκούργος τον σύστησε στον Γ. Χασιώτη που ήταν την περίοδο εκείνη διευθυντής στο Ελληνικό Λύκειο του Πέραν.
O Βιζυηνός τού ζητεί να τεθεί κάτω από την προστασία και την κηδεμονία του. O Χασιώτης δέχεται να τον βοηθήσει, και με τη μεσολάβησή του ο Βιζυηνός γράφεται ιεροσπουδαστής στη σχολή της Χάλκης. Στη Χάλκη, παράλληλα με τις σπουδές του, ασχολείται με πιο συστηματικό τρόπο με το γράψιμο της ποίησης. Στη δραστηριότητά του αυτή τον βοηθεί ο τυφλός Φαναριώτης ποιητής, «η τυφλή αηδών του Βοσπόρου», ο Ηλίας Τανταλίδης που δίδασκε Ελληνικά στη Σχολή.
1873, Απρίλιος-Μάιος: Με τη βοήθεια του Τανταλίδη τυπώνει την πρώτη ποιητική συλλογή του, τα Ποιητικά πρωτόλεια, που πηγαίνει αμέσως και τα προσφέρει στον Γ. Χασιώτη. Χάρη σ' αυτή τη μικρή συλλογή κερδίζει αρκετές συμπάθειες, και ιδιαίτερα της Ιφιγένειας Συγγρού, χήρας τότε Αντωνιάδη, που μιλά για τον Βιζυηνό στον πάμπλουτο και γνωστό Μαικήνα της εποχής Γεώργιο Ζαρίφη. Παρακινημένος αυτός από τις συστάσεις της, καθώς και από όσα του είχε πει ο Ηλίας Τανταλίδης, ζήτησε να γνωρίσει προσωπικά τον νεαρό ποιητή και του πρόσφερε την προστασία του που μεταφραζόταν σε μια πλούσια χορηγία.
Τέλη Ιουνίου: Εγκαταλείπει τη Χάλκη, βγάζει το ράσο και πηγαίνει στη Βιζύη για να περάσει εκεί το καλοκαίρι. Δεν φορά πια ράσο, είναι ντυμένος κοσμικός· το βασανισμένο ραφτάκι γύρισε τώρα κύριος, με αλλαγμένο πια και το πατρικό όνομά του: δεν είναι πια το Γιωργί του Μιχάλη ή, αργότερα, ο Γιωργής της Μιχαλιέσας, αλλά ο Γεώργιος Μ. Βιζυηνός.
Σεπτέμβριος: Χάρη στη χορηγία πάντα του Γ. Ζαρίφη, κατεβαίνει στην Αθήνα και γράφεται —είκοσι τεσσάρων πια χρονών— μαθητής της τελευταίας τάξης στο γυμνάσιο της Πλάκας. Μαζί του έχει φέρει και ένα επικολυρικό ποίημα, τον Κόδρο —που είχε γράψει στη Χάλκη κάτω από την εποπτεία προφανώς του Τανταλίδη— καθώς και μερικά άλλα λυρικά ποιήματα, για να τα εκδώσει στην Αθήνα.
1874, 5 Μαΐου: Πριν τυπώσει τον Κόδρο, τον στέλνει στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, όπου παίρνει το πρώτο βραβείο, ενώ από τους συνυποψηφίους του ο Άγγελος Βλάχος και ο Κλέων Ραγκαβής παίρνουν έπαινο. Μέσα στον ίδιο μήνα τυπώνεται O Κόδρος.
18 Ιουνίου: Τελειώνει το B’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών με βαθμό «κάλλιστα».
Σεπτέμβριος: Γράφεται φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή. H κατάσταση, όμως, που επικρατεί εκεί, τον απογοητεύει, γι' αυτό βάζει στο μυαλό του να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό.
1875, Καλοκαίρι: Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του πρώτου έτους, πηγαίνει το καλοκαίρι του 1875 πρώτα στο χωριό του και μετά στην Πόλη, όπου συναντά τον Γ. Ζαρίφη και συζητεί μαζί του τα νέα του σχέδια για σπουδές στο εξωτερικό. Ο Ζαρίφης συμφωνεί.
21 Σεπτεμβρίου: Κατεβαίνει στην Αθήνα για να θεωρήσει το πιστοποιητικό σπουδών του.
Οκτώβριος: Βρίσκεται στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας για να σπουδάσει φιλοσοφία. Από το αποδεικτικό των σπουδών του στη Βασιλική Αυγουσταία Ακαδημία του Γκαίτιγκεν μαθαίνουμε πως από τις 23 Οκτωβρίου 1875 έως τις 21 Φεβρουαρίου του 1877 συμπλήρωσε τρία ακαδημαϊκά εξάμηνα παρακολουθώντας μαθήματα Αρχαίας Ελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας, Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Φιλοσοφίας της Φύσεως, Λογικής, Ψυχολογίας, Ερμηνευτικής και Κριτικής από τους φημισμένους πανεπιστημιακούς δασκάλους Sauppe, Baumann και Lotze.
1876, 13 Μαΐου: Συμμετέχει και πάλι στον Βουτσιναίο διαγωνισμό με τη συλλογη Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις και παίρνει πάλι το πρώτο βραβείο! Στη συλλογή αυτή προσθέτει μερικά νεότερα ποιήματα και της δίνει τον επισημότερο τίτλο Βοσπορίδες Αύραι μετά από συνεννόηση με τον Τανταλίδη προσπαθεί να την τυπώσει με το σύστημα της εγγραφής συνδρομητών που συνηθιζόταν την εποχή εκείνη, αλλά τελικά οι Βοσπορίδες Αύραι δεν τυπώνονται.
1877, Μάρτιος: Μετακινείται από το Γκαίτιγκεν στη Λειψία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο εκεί Πανεπιστήμιο. Από τις 30 Μαΐου 1877 έως τις 6 Αυγούστου 1878 συμπλήρωσε σύμφωνα με το βιβλιάριο των σπουδών του και εδώ τρία ακαδημαϊκά εξάμηνα παρακολουθώντας τις παραδόσεις των Wundt, Drobisch, Ribbect κ.ά.
6 Ιουνίου: Παίρνει έπαινο στον τελευταίο Βουτσιναίο διαγωνισμό με τη συλλογή του Εσπερίδες.
1878: Μετά από τρία χρόνια συνεχούς παραμονής στη Γερμανία έρχεται στην Ελλάδα· πρώτα περνά από τη Βιζύη και βλέπει τους δικούς του, τη μάνα του· μετά πηγαίνει για λίγο στην Πόλη, συναντά τον Ζαρίφη, προσκυνά τον τάφο του πεθαμένου πια δασκάλου του, του Ηλία Τανταλίδη· καταλήγει στην Αθήνα όπου προσπαθεί να γνωριστεί με τους εκεί φιλολογικούς κύκλους.
1879: «Ο Άραψ και η κάμηλος αυτού»: το πρώτο δημοσιευμένο παιδικό διήγημά του (Διάπλασις των παίδων).
1880, Απρίλιος: Γυρίζει και πάλι στο Γκαίτιγκεν. Φοιτά για έναν ακόμη χρόνο στο Γεώργιο Αυγουσταίο Πανεπιστήμιο και γράφει τη διδακτορική διατριβή του.
1881, Αρχές του έτους: Υποβάλλει τη διατριβή του με τον τίτλο «Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Padagogik» (Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική). Η διατριβή εγκρίνεται και τυπώνεται, με έξοδα πάντα του Ζαρίφη, τον ίδιο χρόνο στη Λειψία.
Μάιος: Ταξίδι στο Σαμάκοβο. Αρχίζει να εκδηλώνει ενδιαφέρον για το μεταλλείο.
1882, Ιανουάριος: Έρχεται στην Αθήνα για να φύγει και πάλι, για το Παρίσι αυτή τη φορά, τον Μάιο. Εκεί γνωρίζει τον Δ. Βικέλα και απ' αυτόν τη Juliette Lambert-Adam που εξέδιδε τη Nouvelle Revue, τον μαρκησιο de Queux de Saint-Hilaire και άλλους πολλούς εκπροσώπους των γραμμάτων.
1883, Αρχές του έτους: Βρίσκεται στο Λονδίνο όπου γνωρίζεται με τον πρεσβευτή, φιλόσοφο Πέτρο Βράιλα-Αρμένη. Είναι η εποχή που ο Βιζυηνός έχει αρχίσει να γράφει τα διηγήματά του. Εδώ πρέπει να έγραψε το πρώτο —ως προς τη σειρά δημοσίευσης τουλάχιστον— διήγημα: «Το αμάρτημα της μητρός μου», που το στέλνει πρώτα στην Lambert-Adam μέσω Βικέλα —και δημοσιεύεται μεταφρασμένο στα γαλλικά στη Nouvelle Revue τον Μάρτιο του ίδιου έτους— και αμέσως μετά, τον ίδιο μήνα, το στέλνει στο περιοδικό Εστία, όπου δημοσιεύεται σε δύο συνέχειες στις 10 και 17 Απριλίου.
21 και 28 Αυγούστου: «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» (Εστία).
23 Οκτωβρίου-6 Νοεμβρίου: «Ποίος ητον ο φονεύς του αδελφού μου» (Εστία).
Στο Λονδίνο ετοιμάζει και μάλλον ολοκληρώνει την επί υφηγεσία διατριβή του που θα τυπωθεί τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα με τίτλο H φιλοσοφία τον Καλού παρά Πλωτίνω. Επίσης, τους τελευταίους μήνες του 1883 εκδίδει με έξοδα του Γ. Ζαρίφη, σε πολυτελέστατη έκδοση του Trubner, τη νέα συλλογή ποιημάτων του, Ατθίδες Αύραι.
1884, Τέλη Μαρτίου: Επιστροφή στην Αθήνα.
1-29 Ιανουαρίου: «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» (Εστία).
1 και 2 Μαΐου: «Πρωτομαγιά» (Ακρόπολις).
17 Ιουνίου-1 Ιουλίου: «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» (Εστία).
Νοέμβριος-Δεκέμβριος: «Ο Τρομάρας» (Διάπλασις των παίδων). H φιλοσοφία τον Καλού παρά Πλωτίνω (Εν Αθήναις). Ατθίδες Αύραι (Εν Λονδίνω, δευτέρα και τρίτη —«δημώδης» έκδοσις).
1885: Υποβάλλει στη Φιλοσοφική Σχολη την επί υφηγεσία διατριβή του, και στις 6 Φεβρουαρίου του 1885 δίνει μπροστά στους καθηγητές της Σχολής το καθιερωμένο μάθημα που έχει τη σημασία της προφορικής δοκιμασίας. Ανακηρύσσεται παμψηφεί υφηγητής και του δίνεται άδεια διδασκαλίας στο μάθημα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. Διδάσκει σε γυμνάσια τα φιλοσοφικά μαθήματα. Δημοσιεύει σε δύο τεύχη το Ψυχολογικαί μελέται επί του Καλού, καθώς και ένα σχολικό εγχειρίδιο: Στοιχεία Λογικής.
1886: Αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον του για το μεταλλείο. Κάνει ταξίδια στο Σαμάκοβο μαζί με τον αδελφό του. Κατεβαίνει δεμένος με σχοινιά στο βάθος των εγκαταλειμμένων στοών για να πάρει δείγματα που τα στέλνει στην Αγγλία και Γαλλία αναζητώντας χρηματοδότη, χωρίς κανένα τελικώς αποτέλεσμα.
1888, 6-27 Αυγούστου: «Οι Καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου εν Θράκη» (Εβδομάς).
Σεπτέμβριος: Κυκλοφορεί το δεύτερο σχολικό εγχειρίδιο, Στοιχεία Ψυχολογίας.
19 Οκτωβρίου: «Αι εικαστικαί τέχναι κατά την Α’ εικοσιπενταετηρίδα του Γεωργίου Α’» (Εφημερίς).
1889, Απρίλιος: Αποτυγχάνει στον Α’ Φιλαδέλφειο διαγωνισμό.
15 Οκτωβρίου: Το τελευταίο του ταξίδι στη Βιζύη.
1890: Διορίζεται καθηγητής της δραματολογίας ή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ν. Βασιλειάδη, «διευθυντής του Δραματικού τμήματος», στο Ωδείο Αθηνών. Συνεργάζεται με φιλολογικά και ιστορικά άρθρα του στο «Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν» Μπαρτ και Χιρστ.
Αύγουστος-Σεπτέμβριος: Άρρωστος από «νόσημα του μυελού»· ακολουθώντας τη συμβουλή των γιατρών πηγαίνει για λουτρά στο Gastein που βρίσκεται στις κεντρικές Άλπεις της Αυστρίας. Επιστρέφοντας δεν δίνει την εντύπωση πως η κατάσταση του έχει βελτιωθεί: έχει μιαν υπερβολική νευρικότητα, πολύ συχνά ξαγρυπνά, δουλεύει με αφύσικη ένταση: διδάσκει στο Ωδείο, γράφει μια μελέτη για την Ιστορία της Φιλοσοφίας του Zeller, μεταφράζει τις γνωστότερες ευρωπαϊκές μπαλάντες —η Βαλλίσματα, σύμφωνα με τη δική του απόδοση του όρου. Βρίσκεται μέσα σε μια παραφορά.
1892: Ξεσπά το πάθος του για τη δεκατετράχρονη Μπετίνα Φραβασίλη και, παράλληλα, η φρενοβλάβειά του.
14 Απριλίου: κλείνεται στο Δρομοκαΐτειο.
9 Ιουλίου: Θάνατος του αδελφού του Μιχαήλου από αποπληξία.
1894: «Ανά τον Ελικώνα / Βαλλίσματα» (Εικονογραφημένη Εστία).
1895, 28 Απριλίου-16 Μαΐου: «Ο Μοσκώβ-Σελήμ» (εφ. Εστία).
1896, 15 Απριλίου: Πεθαίνει στο Δρομοκαΐτειο «συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης Γενικής Παραλύσεως».
16 Απριλίου: Κηδεύεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών με δημόσια δαπάνη.
Βαγγέλης
Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού,
Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθηνα, 1996
Γεώργιος Βιζυηνός,
βιογραφία και έργα του στις Ψηφίδες
στο Βιβλιοnet
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας
Βικιπαίδεια
• Ανάλυση του διηγήματος στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...