Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου, Ανθρωπιστικών Σπουδών

Γιώργος Ιωάννου

Το Γάλα

Κ Ερ ΣΚ-ΠΚ ΕΚ Bιο

 

Γάλα ἔχω χρόνια νά πιῶ. Μοῦ λένε πώς τό ἀπεχθάνονται κυρίως οἱ μπεκρῆδες. Μισῶ κατά βάθος τούς μπεκρῆδες καί τά πιοτά. Πολλούς παρόμοιους τύπους εἶδα στή ζωή μου καί τούς σιχάθηκα. Εἶμαι ἐξαιρετικά εὐαίσθητος σ' αὐτό τό θέμα.

Τόν καιρό τῆς μεγάλης πείνας τό γάλα, μαζί μέ μερικά ἄλλα τρόφιμα, ἦταν ἡ μεγάλη ἰδέα μου. Δέν ξέρω πῶς ἔγινε καί τώρα το έχω ξεχάσει, χωρίς όμως να πάψω να το σέβομαι ως κάτι το ιερό. Η λησμοσύνη μου αυτή δεν οφείλεται στα πιοτά. Παραχόρτασα ἴσως καί δόξα τῷ θεῷ δέν ἔχω γιά πολλά χρόνια ἀρρωστήσει.

Τρεῖς ἤ μᾶλλον δυό φορές μᾶς ἔδωσαν ὅλο κι ὅλο τότε γάλα μέ τό δελτίο.1 Τήν τρίτη φορά πῆγα ἀλλά ματαιώθηκε ἡ διανομή. Πήγαινα σ' ἕνα γαλατάδικο μακρινό, στήν ἄλλη ἄκρη. Τό μοίραζαν ἀπόγευμα, ἔπρεπε ὅμως νά πᾶς νά πιάσεις οὐρά σχεδόν ἀπ' τό μεσημέρι. Θυμᾶμαι πολύ ζωηρά τήν τρίτη καί τελευταία μετάβασή μου στό ἐλεεινό αὐτό γαλατάδικο.

Ἔφτασα νωρίς ἐκεῖ καί μπῆκα ἀμέσως στήν οὐρά, πού ἦταν κιόλας μεγάλη. Τό χτεσινό πάθημα πολλῶν εἶχε γίνει μάθημα σέ ὅλους. Τό στρίμωγμα ἐξαιτίας καί τοῦ κρύου ὁλοένα μεγάλωνε. Ὁ γαλακτοπώλης ὅμως δέ φαινόταν ν' ἀνοίξει τό γαλατάδικο. Στό μεταξύ ἔγιναν κάνα δυό ἐπεισόδια λόγῳ τῆς στενῆς επαφῆς μας. Παρ' ὅλη τήν πείνα, ὅπως θά θυμοῦνται ἐλπίζω πολλοί, ἄνθιζε καί λουλούδιζε τότε στίς οὐρές τό κολλητήρι.

Κάποια στιγμή ὁ γαλακτοπώλης μέ τό καρότσι του φάνηκε. Ἔρχονταν ὅμως πολύ γρήγορα καί τά γκιούμια2 χοροπηδοῦσαν. Σάν ἔφταξε κοντά, μᾶς φώναξε: «Χύθηκε τό γάλα στό δρόμο». Κανείς δέ διαμαρτυρήθηκε. Ἔλεγαν ἄλλωστε πώς εἶναι ταγματασφαλίτης.3 Τή νύχτα γυρνοῦσε καί σκότωνε.Διαλύσαμε περίλυποι τήν οὐρά καί πήραμε τούς δρόμους. Ἦταν φανερό πώς εἶχε τελειώσει κι αὐτή ἡ ὑπόθεση. Ἤμουν ἀπαρηγόρητος.

Στό γυρισμό ἄλλαξα δρομολόγιο γιά νά μήν ξαναπεράσω ἀπό κάτι πεθαμένους πού εἶχα δεῖ πρωτύτερα. Τούς εἶχαν παρατήσει, ποιός ξέρει γιατί, ἐκεῖ πού ἀρχίζει σήμερα ἡ ἔκθεση κι ἀκριβῶς στό σημεῖο, θαρρῶ, ὅπου τώρα ὑψώνεται τό τεράστιο μοντέρνο γλυπτό πού ἐκφράζει, καθώς λένε οἱ εἰδικοί, τήν αἰώνια ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου γιά πρόοδο καί ἀνάταση. Ἦταν ἕνα μεγάλο ὀρθογώνιο κασόνι καί τούς εἶχαν μέσα πρόσωπο μέ πρόσωπο.

Ἐπιστρέφοντας ἀργά ἀπό ἄλλους δρόμους γρήγορα ξεχάστηκα κι ἄρχισα, ὅπως συνήθως, νά ὀνειρεύομαι φαγητά. Τά φαγιά πού τρώγαμε τότε ἦταν κάτι ἀπίστευτα πράγματα. Ὅλα ἔμοιαζαν μέ κάτι τό προπολεμικό, μά κανένα δέν ἦταν ἀκριβῶς τό ἴδιο. Θαρρεῖς καί τό πᾶν ἦταν νά διατηρηθεῖ ἡ ὀνομασία. Γιά τό κατσαμάκι4 ὅμως ὀνομασία εὐγενική δέ βρέθηκε. Θά 'ξιζε νά γραφτεῖ μιά μελέτη γιά τά φαγιά τῆς κατοχῆς. Δέν ἀποκλείεται μερικά νά γίνουν καί τῆς μόδας, ὅλα νά τά περιμένεις. Τά πιό πολλά εἶχαν γιά βάση τους τό καλαμπόκι. Εἶναι μυστήριο πράγμα ἀπό ποῦ ξεφύτρωσε ξαφνικά τόσο πολύ καλαμπόκι. Ἀκόμη καί στίς ἐκκλησίες ἀντίδωρο καλαμποκίσιο μοιράζανε. Ὅλοι ἔσπευδαν νά πάρουν.

Θυμᾶμαι ἕνα σωρό γωνιές πού εἶδα ἀνθρώπους νά πέφτουν. Περνώντας τούς ξαναφέρνω στή μνήμη μου λέγοντας μιά εὐχή. Ἄν ἤμασταν ἄνθρωποι, θά 'πρεπε σέ μερικά ἔστω σημεῖα νά ὑπάρχει κάτι, ἕνα σημάδι γιά μαρτυρία καί ὑπενθύμιση. Σέ μιά μεγάλη ἀπεργία προπολεμική, ἐκεῖ ὅπου εἶχαν πέσει ἀπεργοί, πάνω στά ξερά αἵματα, οἱ φίλοι τους καί σύντροφοί τους εἶχαν βάλει ἀπό μιά τραγιάσκα κι ἕνα κουλούρι.5 Σχεδόν ἀμέσως, βέβαια, ἐξαφανίστηκαν ἀγρίως ὅλα αὐτά. Πολλοί ἄνθρωποι ἔχουν πεθάνει στούς δρόμους αὐτῆς τῆς πόλης.

Νομίζω πώς μέ ἔχουν σώσει τά ὄνειρα, τά ὁράματά μου μᾶλλον. Τότε μέ εἶχε πιάσει μεγάλη μανία μέ τό γάλα καί τό κακάο. Φανταζόμουν καζάνια ὁλόκληρα μέ γάλα καί κακάο νά τ' ἀνακατεύω μέ μιά τεράστια ξύλινη χοντρή κουτάλα καί νά μέ τυλίγει ἡ θεσπέσια ἐκείνη εὐωδιά. Ἔριχνα, βέβαια, μέσα καί ἄφθονη ζάχαρη, γνήσια, ὄχι ζαχαρίνη, πού τόση ζημιά ἔκανε στήν ἐρωτική ἱκανότητα πολλῶν. Ἀνεβοκατέβαζα συνεχῶς τίς δόσεις ὥσπου στό τέλος μπούχτιζα, βαρυστομάχιαζα σχεδόν, ἀπ' τά τόσο βαριά πράγματα πού ἔτρωγα μέ τό νοῦ μου. Ὁ διεθνής ἐρυθρός σταυρός, εὐτυχῶς, μᾶς μοίρασε μερικές φορές ἀπ' ὅλα αὐτά τά πράγματα. Τί ἔγιναν ἄραγε ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ σεμνοί ξένοι πού μέ τόση κρυφή συγκίνηση κοίταζαν ἐμᾶς τά παιδιά ὅταν πηγαίναμε νά πάρουμε τά εἴδη; Πολλές φορές τούς πρόσεξα νά μοῦ ζυγιάζουν πολύ παραπάνω κάνοντας μάλιστα καί τόν αὐστηρό. Ὅλοι τους ἔχουν λησμονήσει. Ἄν σκότωναν ἀνθρώπους, θά ἦταν σήμερα πασίγνωστοι, ἴσως καί δοξασμένοι. Ἀλλά τί νά μᾶς κάνουν τά τρόφιμα τοῦ ἐρυθροῦ σταυροῦ; Ἡ τροφή ἦταν μιά καθημερινή ὑπόθεση πού μόνο μιά γεμάτη ἀγορά μποροῦσε νά τά λύσει. Γι' αὐτό κι ἐγώ εἶχα καταφύγει στή φαντασία. Χρόνια καί χρόνια, κι ὄχι μονάχα στήν κατοχή, τέτοια ἦταν τά νεανικά μου ὄνειρα. Ὅλο γιά φαγιά, γιά ψωμιά, γιά ροῦχα καί παπούτσια. Δέ μοῦ ἔμενε δυστυχῶς καιρός οὔτε ἰκμάδα6 γιά πράγματα ὑψιπετῆ7 καί λεπτεπίλεπτα. Ἀργά τό διαπιστώνω, τί κρίμα! Ἐνῶ κάτι συνομήλικοί μου ἀπό χωριά ἤ πλουσιόσπιτα εἶναι σήμερα μέχρι λιποθυμίας λεπταίσθητοι — καί τί ντροπή! — ἀκόμα καί μπλαζέδες.8


Φυσικά, παρόμοια ὄνειρα ἔκαμνα γυρνώντας στό σπίτι μετά ἀπό κεῖνο τό γάλα. Εἶχα τελείως ἀφαιρεθεῖ μές στούς ἀχνούς καί τίς ποσότητες. Ὅταν ὅμως ἄρχισα ν' ἀνεβαίνω τά ἀναρίθμητα σκαλοπάτια τοῦ σπιτιοῦ μας, κόπηκαν τά ποδάρια μου καί τά ὄνειρα. «Πῶς θά τούς τό πῶ τώρα;» Δέχτηκαν τήν εἴδησή μου μέ ψυχραιμία. Εἶχαν στό μεταξύ λάβει μιάν ανείπωτη χαρά. Κάποιος εἶχε δεῖ νά περνοῦν ἀπ' τήν Ἐγνατία κάρα φορτωμένα μέ ἄλευρα. Αὐτό σήμαινε πώς τήν ἄλλη μέρα θά μοίραζαν οἱ φοῦρνοι μπομπότα.9 Πῆρα, θυμᾶμαι, τό δελτίο καί μέτρησα· δεκατρεῖς ὁλόκληρες μέρες εἶχαν νά μοιράσουν οἱ φοῦρνοι ψωμί. Σχεδόν ντρέπομαι πού τό λέω.

Τό χαρμόσυνο γεγονός ἔπρεπε νά πανηγυριστεῖ καταλλήλως. Μάζεψα τά παιδιά τῆς γειτονιᾶς καί σέ μιά ἀποθήκη παίξαμε τό βραδάκι καραγκιόζη. Παραστήσαμε σέ δική μας διασκευή τήν κωμωδία «Ὁ Καραγκιόζης μάγερας».10 Ἐγώ ἤμουν ο Χατζηαβάτης.


— Ἀπό γλυκίσματα ξέρεις, Καραγκιόζη μου; ρωτοῦσα ἐγώ.

— Στά γλυκίσματα εἶμαι καί ἐφευρέτης μάλιστα, ἔλεγε ἐκεῖνος. Ἐγώ εἶμαι αὐτός πού ἀνακάλυψε ἐκείνη τήν ὡραία χαρουπόπιτα11 στήν κατοχή.

— Δέν τό 'χω φάει αὐτό τό γλύκισμα ποτέ μου, ἔλεγα ἐγώ γλυκόφωνα.

— Δέ θά 'σουν ἐδῶ στήν κατοχή.

— Ὄχι, Καραγκιόζη μου, ἤμουνα ταξίδι στήν Πορτοκαλία.

— Ἐάν ἔτρωγες, Χατζατζάρη μου, θά σοῦ ἔμενε ἀνάμνηση σ' ὅλη σου τή ζωή.

— Μά τόσο νόστιμο ἦταν, βρέ ἀδερφέ;

— Νά σοῦ δώσω νά ἐννοήσεις, Χατζατζάρη μου· ἔτρωγες τήν πρώτη μπουκουνιά, ἐγούρλωνες τά μάτια. Ἔτρωγες τή δεύτερη μπουκουνιά, ἐτίναζες τά ποδάρια. Ἔτρωγες τήν τρίτη μπουκουνιά, ἔπεφτες ἀναίσθητος κάτω. Ἐρχόσουν μόνος καί σέ παίρνανε τέσσερεις.

— Καί γιατί ἔμενες ἀναίσθητος, Καραγκιόζη μου;

— Ἀπό τή νοστιμάδα τοῦ γλυκίσματός μου.

— Μπράβο, Καραγκιόζη, τά συγχαρητήριά μου.


Γελοῦσαν, ξεκαρδίζονταν τά παιδιά, οἱ φίλοι μου, παρ' ὅλη τή λόρδα πού μᾶς τυραννοῦσε. Τώρα, ὅσοι ἀπ' αὐτούς ἔχουν σωθεῖ, εἶναι λαμπροί οἰκογενειάρχες, πολύ ἀνώτεροι ἀπ' τούς πατεράδες τους. Οὔτε μπεκρουλιάζουν οὔτε ρεμπελεύουνε ὅπως ἐκεῖνοι οἱ γερομπαμπαλῆδες. Συνήθως ὅμως πᾶνε συλλογισμένοι καί μελαγχολικοί. Μεῖναν ἀνεξίτηλα ἐκεῖνα τά βάσανα μά καί οἱ ἐξάρσεις. Καί κάθε φορά πού συμβαίνει τίποτε τό ὕποπτο,12 ἀφοῦ τούς βλέπω πρῶτα ν' ἀγωνίζονται ἀπ' ὅλους πιό συνειδητά, τούς συναντῶ ἀργότερα, σάν πάρει ἡ κάμψη, μές στά μπακάλικα καί τά φουρνάρικα νά ἀγοράζουν μέ ἀγωνία ἀσυγκράτητη ὅ,τι βροῦνε μπροστά τους, ἀκόμα καί πράγματα πού οἱ νεώτεροι τά θεωροῦνε περιττά. Κι ἐγώ, φυσικά, τό ἴδιο κάνω. Δέν μποροῦμε νά ἡσυχάσουμε χωρίς ἀποθέματα τροφίμων στό σπίτι. Ὅλα τά θέλουμε σέ μεγάλες ποσότητες. Εἶναι πού φοβόμαστε κατά βάθος πολύ. Ἔχουμε διδαχτεῖ στό πετσί μας πόσο εὔκολα καί ξαφνικά μπορεῖ νά δημιουργηθεῖ μιά παντελής ἔλλειψη. Ξέρουμε πώς ὅλος αὐτός ὁ κοσμάκης πού τώρα χοροπηδάει καί χαχανίζει μές στήν ξενοιασιά μπορεῖ μέ μιά ἀναμπουμπούλα ν' ἀρχίσει ἀφάνταστα σύντομα νά ὑποφέρει ἤ καί νά πεθαίνει ὁμαδικά ἀπό τήν πείνα. Ὁ θεός νά μήν τό ξαναδώσει.

( Ἡ σαρκοφάγος, 1971)

 

 

  1. δελτίο· ειδική κάρτα που επιτρέπει στον κάτοχο της να αγοράζει αγαθά που δεν πωλούνται ελεύθερα στην αγορά ή βρίσκονται σε έλλειψη.
  2. γκιούμι· μεγάλο μεταλλικό κανάτι.
  3. ταγματασφαλίτης· αυτός που ανήκε στα τάγματα ασφαλείας. Τάγματα ασφαλείας· ένοπλα σώματα που συγκροτήθηκαν από τον κατακτητή κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής (1941-44) και επανδρώθηκαν από έλληνες δωσίλογους, οι οποίοι πολεμούσαν τις αντιστασιακές οργανώσεις στο πλευρό των γερμανών κατακτητών.
  4. κατσαμάκι· είδος λαϊκού εδέσματος από καλαμποκίσιο αλεύρι με λίγο λίπος (χυλός από καλαμποκάλευρο).
  5. είχαν βάλει από μια τραγιάσκα και ένα κουλούρι· τοποθέτησαν την τραγιάσκα επειδή αυτοί που σκοτώθηκαν ήταν εργάτες· το κουλούρι σχετίζεται με τη συνήθεια να τοποθετείται επί σαράντα μέρες, αφότου πεθάνει κάποιος, λίγο ψωμί και ένα ποτήρι νερό σ' ένα σημείο του σπιτιού για την ψυχή του νεκρού που, όπως πιστεύεται, τριγυρίζει εκεί που έζησε πριν εισέλθει στο βασίλειο του κάτω κόσμου.
  6. ικμάδα· στοιχείο ζωτικότητας, δύναμη για τη ζωή.
  7. υψιπετής· υψηλός.
  8. μπλαζέ· άκλιτο επίθετο· αυτός που φανερώνει αδιαφορία και βαργεστημάρα, ενδεχομένως και υπεροψία ή περιφρόνηση (γαλ. blasé του p. blaser: μπουχτίζω, χορταίνω).
  9. μπομπότα· ψωμί φτιαγμένο με αλεύρι από αραποσίτι.
  10. Ο καραγκιόζης μάγερας· Το θέατρο σκιών ήταν το πιο αγαπημένο θέαμα για τα παιδιά της γενιάς του συγγραφέα και η δημιουργία αυτοσχέδιων παιδικών παραστάσεων συνηθισμένη τους ασχολία. Τέτοιου είδους μνήμες και βιώματα ίσως ώθησαν τον Ιωάννου να ασχοληθεί συστηματικά με τη μελέτη του Καραγκιόζη.
  11. χαρουπόπιτα· πίτα φτιαγμένη με χαρούπια (χαρούπι: ο καρπός της χαρουπιάς· χαρουπιά· αειθαλές καρποφόρο δέντρο, ξυλοκερατιά).
  12. Κάθε φορά που συμβαίνει τίποτε το ύποπτο· όταν υπάρχει φόβος για ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση. Υπαινιγμός για τη στρατιωτική δικτατορία (1967-1974).

 

pano

 

 

 

 

Σχόλιο

Με αφορμή την έλλειψη, κατά την περίοδο της Κατοχής, ενός βασικού είδους διατροφής, όπως είναι το γάλα, ο αφηγητής καταγράφει τις αλλαγές στον καθημερινό βίο των ανθρώπων της πόλης του εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στα παιδιά που με φαντασία, ευρηματικότητα και χιούμορ αντιστέκονται στην πείνα και στα δεινά της δύσκολης εκείνης εποχής.

Ερωτήσεις

 

  1. Με ποιο τρόπο και με ποια μέσα κατορθώνει το παιδί να ξεπερνά τη σκληρή πραγματικότητα της Κατοχής;
  2. Ανάμεσα στις πολλές αντιθέσεις που διακρίνει κανείς στο κείμενο, ξεχωρίζει εκείνη του γαλακτοπώλη-ταγματασφαλίτη και των «σεμνών ξένων». Να τη σχολιάσετε, αφού λάβετε ιδίως υπόψη σας το σημείο: Όλοι τους έχουν λησμονήσει. Αν σκότωναν ανθρώπους, θα ήταν σήμερα πασίγνωστοι, ίσως και δοξασμένοι.
  3. Όπως σε όλα τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου έτσι και εδώ η αφήγηση παραμένει στα όρια της εμπειρίας ενός μονάχα ανθρώπου. Σε ποια σημεία του κειμένου φαίνεται ξεκάθαρα η συγκεκριμένη αφηγηματική στάση; Τι νομίζετε πως επιτυγχάνεται μέσ' από αυτή την επιλογή του αφηγητή;

 

«Η παράσταση του Καραγκιόζη», 1959, έργο του Ευγένιου Σπαθάρη.

«Η παράσταση του Καραγκιόζη», 1959, έργο του Ευγένιου Σπαθάρη.

 

Εργασίες

 


 

Πήγαινε στα Παράλληλα κείμενα

Συνοδευτικά κείμενα

  Ο Πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου: Γενικά Γνωρίσματα

Ο Γιώργος Ιωάννου ξεκίνησε ως ποιητής, αλλά μετά το πρώτο του βιβλίο στράφηκε οριστικά προς την πεζογραφία και συγκεκριμένα στο διήγημα ή μάλλον, πιο σωστά, στο μικρό αφήγημα. Τα αφηγήματά του κινούνται στο χώρο της Θεσσαλονίκης, κυρίως της κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Είναι μικρογραφίες της καθημερινής ζωής των κατοίκων της αφενός, και προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα αφετέρου, όπου οι μνημονικές ανακλήσεις δημιουργούν το συγκινησιακό κλίμα στο οποίο κινείται η πεζογραφία του. Οι μινιατούρες αυτές της καθημερινότητας αντλούν τη δύναμη και την αξία τους από την προσωπική θέρμη, την ακρίβεια και το εξομολογητικό κλίμα μέσα στο οποίο τις τοποθετεί ο συγγραφέας τους. Ο περίγυρος δίνεται καταγραφικά και κατά τμήματα, όπου οι περιθωριακές ομάδες και τα άτομα που υπάρχουν εκεί κινούνται στο περιβάλλον μιας «άλλης» πόλης, που ζει στην περιφέρεια, θα έλεγε κανείς. Δεν έχουμε να κάνουμε με τη Θεσσαλονίκη του «μύθου» ή της «παράδοσης», αλλά με μια πόλη που αλλάζει και την καινούρια της φυσιογνωμία την αποκτά με την παρουσία κυρίως των προσφύγων, ενώ κύριο ρόλο στις αλλαγές αυτές παίζουν οι μεταπολεμικές δυσκολίες, που ως ένα βαθμό καθορίζονται από τις διάφορες κοινωνικές περιπέτειες του χώρου και της χώρας.

Ο Ιωάννου [...] δεν κινείται από κάποια φανερή πρόθεση, δεν προϋποθέτει κάποιο σχέδιο σύνθεσης η ανασύνθεσης των περιστατικών ή των αναμνήσεων που καταχωρεί στα βιβλία του [...]. Κάνει μια λογοτεχνία αποτυπώσεων κι η μνημονική διαδικασία που χρησιμοποιεί διαφοροποιείται ριζικά σε σχέση με τους πεζογράφους που προηγήθηκαν. Η μνήμη, εδώ, είναι η κοίτη του πεζογραφικού υλικού. Ο πεζογράφος χρησιμοποιεί ευθύγραμμα το υλικό της, η αφήγησή του έχει ορισμένο χώρο και χρόνο, που υπάρχει και δεν δημιουργείται από τον πεζογράφο, κι ασχέτως προς το γεγονός ότι θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως κάποια περιστατικά στον Ιωάννου είναι επινοήσεις [...]. [...] με τον Ιωάννου καθιερώνεται μια τάση διαφορετική στην πεζογραφία των νεότερων: να ειπωθούν τα πράγματα μέσα από τους διαύλους της εξομολόγησης [...]. Ο χαρακτήρας περνάει σε δεύτερη μοίρα και μάλιστα πολλές φορές δεν υπάρχει. Ο αφηγητής είναι η κυρίαρχη ατομική συνείδηση, γι' αυτό και η αφήγηση, που κατά κύριο λόγο γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, έχει έναν χαρακτήρα καταγραφικό και κάποτε χρονογραφικό, μολονότι τα περιστατικά είναι και έντονα, και δυσβάστακτα πολλές φορές.

Η χρήση του πρώτου προσώπου και των αποτυπώσεων, η ανάκληση μέρους του μνημονικού υλικού, καθώς και η απόδοσή του μέσω της καταγραφής, ορίζουν το μύθο της αφήγησης ως πλαίσιο και περιγραφή της εμπειρίας. Η εμπειρία είναι το κυρίαρχο στοιχείο· και η μέθοδος άλλωστε, πεζογραφικά, είναι εμπειρική. Δεν εντοπίζονται εδώ οι αφηγηματικές αρετές του Ιωάννου. Η δομή του είναι στοιχειώδης, σε αντίθεση με τους παλιότερους. Η συμβολή του βρίσκεται αλλού: στον τρόπο που απομονώνει το κάθε περιστατικό, στην έντονη συγκινησιακή φόρτισή του και στην ακρίβεια και την καθαρότητα της γλώσσας του.

Αναστάσης Βιστωνίτης, «Αναζήτηση της Συνείδησης»: Νέα Πορεία, ειδική έκδοση [Λογοτεχνία
της Θεσσαλονίκης
] (Ιούνης 1988), σσ. 153-155.

 

  Όψεις του Λόγου στον Πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου

 

Ο συγγραφέας, μιλώντας πάντα σε πρώτο πρόσωπο, και μιλώντας κατά κανόνα για ατομικά περιστατικά, δεν παραλείπει εντούτοις ποτέ να τοποθετείται μέσα σ' ένα συγκεκριμένο ιστορικό χωροχρόνο, που είναι ο χωροχρόνος της νεοελληνικής πραγματικότητας. Πρέπει όμως να πούμε ότι τείνει σταθερά σε μια μυθοποίηση της πραγματικότητας αυτής και, προπάντων, της προσωπικής του ιστορίας, καθώς μάλιστα πολλές φορές ανάγεται στην παιδική ηλικία. Κατά παράξενο τρόπο η μυθοποίηση τούτη συνυπάρχει με μια διάθεση ν' αποκαλυφθούν και οι άσχημες —μερικές φορές και αποτρόπαιες— πλευρές της ζωής. Το αποτέλεσμα είναι, ότι και οι πλευρές αυτές δέχονται την ανταύγεια μιας βαθύτερης ευγένειας, που έχει την πηγή της στην ίδια την καρδιά του συγγραφέα.

Μ.Γ. Μερακλής, Η Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (1945-1970), 2. Πεζογραφία,
Θεσσαλονίκη: εκδ. Κωνσταντινίδη <Μελέτη 5>, <1970>, σσ. 106-108: 107.

 

Παρά τη φόρτιση που εμπερικλείει το υλικό των πεζογραφημάτων του Ιωάννου —φόρτιση που η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση επιτείνει— ο συγγραφέας κατόρθωσε να αποκλείσει από το έργο του κάθε ένταση και, το σπουδαιότερο, κάθε μελοδραματική νότα ή συναισθηματισμό. Τα πάντα είναι χαλιναγωγημένα, συγκρατημένα, ιδωμένα από κάποια απόσταση ικανή να αμβλύνει τις οξύτητες χωρίς ωστόσο να άγει στην απάθεια. Σε τούτο συντείνει και ο τόνος της γραφής του που παρουσιάζεται πάντοτε ως εξιστόρηση αναμνήσεων ενός παρελθόντος κατά κανόνα απώτερου. Άλλωστε ο συγγραφέας δε χάνει ποτέ, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές, το χιούμορ του. Έχει ευαίσθητες κεραίες για το κωμικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης και δε διστάζει να αναμίξει στις πιο «ιερές» στιγμές το σκαρμπρόζικο. Έπειτα, καθώς περνούν τα χρόνια, από βιβλίο σε βιβλίο, ο Ιωάννου κατακτά θαρρείς μια νηφαλιότητα, την ψυχική αντοχή να αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα με ένα πικρό χαμόγελο. Έτσι και οι νευρωσικές καταστάσεις, που αφθονούν στο Για ένα φιλότιμο, στο δεύτερο τόμο περιορίζονται, για να εξαφανιστούν ολοσχερώς σχεδόν στη Μόνη κληρονομιά.

Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί Πεζογράφοι: Κριτικά Κείμενα,
Αθ.: «Κέδρος», 1982, σσ. 42-54.

 

Ένα στοιχείο άλλο της πεζογραφίας του είναι το σπαραγματικό στοιχείο. Ορίζει, σε πολλά του κείμενα [...] μέγα μέρος της μορφής [...], και μέγα μέρος του περιεχομένου. Της μορφής, γιατί αυτά τα κείμενα μοιάζουν σπαράγματα, ξεσκλίδια, ευρύτερων σχημάτων του περιεχομένου, γιατί δείχνουν τη (δραματικότατη ενίοτε) πάλη να ανασυσταθεί και ανασταθμηθεί μια ζωή χαμένη, ή κατακερματισμένη. Χαρακτηρίζοντας πιο τυπικά το στοιχείο τούτο αποσπασματικό, προχωρούμε τώρα προς ένα άλλο της πεζογραφίας του στοιχείο, το επαναληπτικό, ήγουν το στοιχείο της σταθερής επανάληψης και καλλιέργειας μιας μόνης ιδέας. Είναι η σειρά του αδιέξοδου (άρα η ιδέα της ματαιότητας, της μηδαμινότητας) της ύπαρξης. Το στοιχείο μάς δίδει τον φιλοσοφικό «φλοιό» της πεζογραφίας του.

Βασίλης Διοσκουρίδης, «Γιώργος Ιωάννου: Στοιχεία της Πεζογραφίας του»:
Η Λέξη, αρ. 39 [αφιέρωμα] (Νοέμβρης 1984), σσ. 759-764.

 

  Ο Χρόνος στην Πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου

 

Πρόκειται για τη σύνθεση παρόντος-παρελθόντος και γενικότερα διαφορετικών χρονικών στιγμών, η οποία είναι αλληλένδετη με την τεχνική του διασπασμένου θέματος. Όπως συμβαίνει με το θέμα, έτσι και με το χρόνο, στην πεζογραφία υπάρχουν δύο συμβατικές δυνατότητες. Η δυνατότητα της ιστορικής εκδοχής του χρόνου και η δυνατότητα της σύνθεσης του χρόνου σύμφωνα με την προσωπική αίσθηση του κάθε αφηγητή. Στα κείμενα που γράφονται με βάση την ιστορική αντίληψη του χρόνου η αφήγηση αρχίζει από κάποιο σημείο του παρελθόντος, προχωρεί, χρονολογικά ή με άλματα, προς όλο και μεταγενέστερες στιγμές, και κάπου τελειώνει. Και στην περίπτωση που πραγματοποιούνται παρεκβάσεις έχουμε και σ' αυτές την ίδια αφηγηματική τακτική, έτσι ώστε η μέθοδος να παραμένει αδιαφοροποίητη.

Γ. Αράγης, Ασκήσεις Κριτικής, Σοκόλης, 1990, σ. 157

 

  Ο Χώρος στην Πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου

 

...άμεσα σ' όλα αυτά εισβάλλει πάντα σχεδόν η Θεσσαλονίκη είτε εξωραϊσμένη σε μια τυραννική νοσταλγία είτε σα σκηνικό μιας αποτρόπαιης κατοχικής ανάμνησης. Αλλά όσο κι αν η Θεσσαλονίκη παραλλάσσει ανάμεσα στις σελίδες του Γιώργου Ιωάννου, το αληθινό της πρόσωπο αποκαλύπτεται θαυμαστά, αυτό το πολύμορφο πρόσωπο με τη δύσπεπτη γοητεία του, το μυστικό της ισορροπίας των αντικρουόμενων ρυθμών ζωής, των τόσο χρονικά αφισταμένων εποχών της, των τόσο αισθητικά ή κοινωνικά αφισταμένων δρόμων, οικοδομημάτων, συνοικιών κι ανθρώπων της. Σ' αυτό το μαγνήτη του διεσπαρμένου Ελληνισμού, σ' αυτό το δειγματολόγιο όλων των εποχών της Ελλάδος απ' τη ρωμαϊκή κατοχή ως σήμερα, ο Γιώργος Ιωάννου καταφέρνει να μας δείξει ευκαιριακά άλλοτε το ενιαίο ψηφιδωτό κι άλλοτε μια μια τις συστατικές ψηφίδες της Θεσσαλονίκης [...]. Όλα αυτά [...] αναδίνουν μια ποικίλη όσο και οδυνηρή ατμόσφαιρα, καθώς αναλογιζόμαστε τη μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου, βλέποντας αυτό το μακελειό των αισθημάτων και προθέσεων, βλέποντας το καταχτυπημένο απ' τη μοίρα άτομο που αγωνίζεται να σταθεί. Ένα βιβλίο με μεγάλες προθέσεις, που τις επαληθεύει σχεδόν εις ολόκληρον.

Τόλης Καζαντζής, «Οι Νέοι Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης»: Διαγώνιος, αρ. 2
(Απρίλιος-Ιούνιος 1966), σ. 158.

 

  Γλώσσα και Ύφος στα Πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου

 

Λέξεις ή διατάξεις λέξεων, προκαλούν (πέρα και πάνω από την κοινή σημασία τους, τον κοινό ήχο τους) αισθήματα, ιδέες, παρορμήσεις, στοχασμούς. Είναι το ηγεμονικό στοιχείο του λόγου του. Εάν καταργηθεί (καταργείται, κυρίως, όταν τείνει να καταργηθεί η έλλειψη της προοπτικής), καταργείται ο λόγος του. Οι τρόποι είναι οι κανονικοί, ήγουν ο συνειρμός, ο υπαινιγμός, η αναφορά, η μεταφορά, και οι άλλοι [...]. Γενικά παρατηρούμε ότι η πεζογραφία του, στα μείζονα, βέβαια, δείγματά της, λέγει τα πράγματα και κρύβει τα πράγματα· επομένως, δίνει μονάχα ένα σημάδι για τα πράγματα [...]. Βασικό γνώρισμα του στοιχείου τούτου είναι το αίσθημα του πολυσήμαντου.

Τελειώνω τη [...] μελέτη μου πηγαίνοντας σε ένα άλλο στοιχείο της πεζογραφίας του, στο εσώστροφο στοιχείο — κατά την έννοια του όρου αυτή: ότι μιλά (εδώ ας μνημονεύσω ότι η μιλιά του κυμαίνεται από τον τόνο του ψιθύρου, με σημεία παραληρηματικά [...] ή ευχετικά, ή απευχετικά, ή, ακόμη, καταραστικά σημεία έως τον τόνο της ζωηρής μιλιάς), ότι μιλά, λοιπόν, στραμμένος προς τα έσω· τα έσω, στην περίπτωση αυτή, είναι ο έσω κόσμος, ήγουν ο εαυτός του. Μιλά στον εαυτό του, μιλά, επίσης, με τον εαυτό του. Δε γνωρίζει, ή καλύτερα, δε γνοιάζεται να γνωρίζει, ότι ακούεται από κάποιον [...]. Με την αναδοχή του εσώστροφου στοιχείου, η πεζογραφία του αναδέχεται ένα θεμελιακό χαρακτηριστικό της ποίησης· με την απόρριψη του εξώστροφου, απορρίπτει ένα θεμελιακό χαρακτηριστικό της ρητορείας. Όταν μένει πιστός στο εσώστροφο στοιχείο της πεζογραφίας του, μένει, κατά συνεπαγωγή, πιστός στον εαυτό του και στη μιλιά του· τότε το βασικό γνώρισμα του στοιχείου τούτου είναι το αίσθημα εμπιστοσύνης στη μιλιά αυτή. Είναι μιλιά ελεύθερη και μοναχική.

Β. Διοσκουρίδης, «Γιώργος Ιωάννου: Στοιχεία της πεζογραφίας του»:
Η Λέξη, αρ. 39 [αφιέρωμα] (Νοέμβρης 1984), σσ. 759-764

«Ροτόντα στο Μεσοπόλεμο», έργο του Παναγιώτη Γράββαλου.

«Ροτόντα στο Μεσοπόλεμο», έργο του Παναγιώτη Γράββαλου.

 

Παράλληλα Κείμενα

Γιάννης και Δράκος

(ακριτικό τραγούδι)

Στις περισσότερες παραλλαγές του τραγουδιού το κύριο πρόσωπο ονομάζεται Γιάννης. Με το τραγούδι ξυπνά το δράκο και τη δρακόντισσα και είναι έτοιμοι να του επιτεθούν. Ο Γιάννης ζητεί να τον αφήσουν να περάσει για να πάει στο γάμο του γιου του βασιλιά, όπου είναι καλεσμένος για να στεφανώσει και να τραγουδήσει. Τον αφήνουν με τη συμφωνία να ξαναγυρίσει. Ύστερα από χρόνο γυρίζει ο Γιάννης καβαλάρης μ' ένα όμορφο κορίτσι. Ο δράκος χαίρεται γιατί βλέπει να γυρίζει το «γεύμα» του, αλλά ο Γιάννης τον ειδοποιεί πως είναι έτοιμος να παλέψει μαζί του. Ο δράκος φοβάται, τον αφήνει ελεύθερο. Η πάλη του Γιάννη με το δράκο θυμίζει την πάλη του διγενή με δράκο στο ακριτικό έπος. Σε παραλλαγές το τραγούδι συνδέεται με το θέμα: δράκος κρατεί το νερό.

 

      Εψές αργά ψιχάλιζε κι ο Γιάννης ετραγούδα,
    του πήρε αέρας τη φωνή στου δράκοντα την πόρτα.
— Γιατί διαβαίνεις πάουρα1 και τραγουδάς πανώρια;
    Ξυπνάς τ' αηδόνια τσι φωλιές, τ' άγρια πουλιά τσου κάμπους,
    ξυπνάς κι εμέ το δράκοντα με τη δρακόντισσά μου,
    πο 'χω τον ύπνο αγοραστό και βαριοπληρωμένο
    και το νερό που νίβομαι και κείνο πλερωμένο;
— Άσε με, δράκο, να διαβώ κι άσε με να περάσω,
    κάνει ο βασιλιάς χαρά, κάνει του γιου του γάμο,
    κι ως το 'χω που με κάλεσε, για να τσου στεφανώσω,
    και μ' έχουν για τραγουδιστή, για να τσου ξεφαντώσω.
— Σαν ποιόνε βάνεις μάρτυρα, σαν ποιόνε βάνεις πιέτζο;2
— Ποιόνε να βάλω μαρτυριά, ποιόνε να βάλω πιέτζο;
— Τον ήλιο βάλε μάρτυρα και το φεγγάρι πιέτζο,
    τ' άστρι και τον αυγερινό, όσο να πας και να 'ρθεις.

    Κι ο Γιάννης επαράργησε κι ο δράκοντας φωνάζει:
    «Φάγα τον ήλιο το μισό και το φεγγάρι ακέριο».
    Να σου κι ο Γιάννης έφτασε τσου κάμπους καβαλάρης
    και πίσω από τη σέλλα του ένα όμορφο κορίτσι.
    Κι ο δράκοντας ποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέει:
    «Καλώς το Γιάννη γιόμα μου, το Γιάννη δειλινό μου,
    και τ' όμορφο κορίτσι του να είν' τ' απόδειπνό μου».
    Κι ο Γιάννης αποκρίθηκε τον τέτοιο λόγο λέει:
— Σπαθί έχω για γιόμα σου, κοντάρι δειλινό σου,
    κι ένα μαχαίρι κοφτερό, να κόβει το λαιμό σου.
— Μα δε μου λες, μπρε Γιάννη μου, πούθε γενιοκρατιέσαι;
— Η μάννα μου είν' η αστραπή κι αφέντης μου είν' ο βρόντος,
    κι εγώ τ' αστραποπέλεκο, που καίω τσου δρακόντους.
— Σύρε, Γιαννή μου, στο καλό και στην καλή την ώρα,
    και πάλε ματαγύρισε, να κάμουμε ένα γιόμα.

Λαογραφία 8, 533 (Μαλβίνα I. Σαλβάνου, Αργυράδες Κερκύρας)


  1. παράωρα
  2. εγγυητή
×

Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας: Σπίτια της Αθήνας ΙΙ, 1928

«Ο Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος», έργο του Φώτη Κόντογλου.

pano

 

 

 

ΣΕΛΙΔΕΣ TOY ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

Ειδικοί στόχοι

Με τη διδασκαλία της συγκεκριμένης ενότητας επιδιώκεται οι μαθητές:

• Να προσεγγίσουν πιο ουσιαστικά το έργο του Γιώργου Ιωάννου και να γνωρίσουν την ιδιαιτερότητα της γραφής του μέσα από τα έξι πεζογραφήματα της ενότητας, τα οποία καθώς προέρχονται από διάφορες συλλογές (Για ένα φιλότιμο, 1964, H σαρκοφάγος, 1971, H μόνη κληρονομιά, 1974, H πρωτεύουσα των προσφύγων, 1984) δίνουν χαρακτηριστικά δείγματα γραφής του σε μία περίοδο είκοσι χρόνων.

• Να παρακολουθήσουν τη θεματολογία του και τον προσωπικό τρόπο με τον οποίο οργανώνει την αφήγησή του και συνθέτει τον χώρο και τον χρόνο.

• Τα βιογραφικά και εργογραφικά, τα γενικά γνωρίσματα της πεζογραφίας του, τα θέματά του και ο χειρισμός τους να αναζητηθούν στο Βιβλίο του καθηγητή για τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Γυμνασίου - Λυκείου) αρ. 4 και στις σελ. 132-141.

1. Για τη Σαρκοφάγο

1. H σαρκοφάγος περιέχει είκοσι εννέα σύντομα «πεζογραφήματα» ίδιου τύπου: γραμμένα στο πρώτο πρόσωπο και με αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. O Γιώργος Ιωάννου μόνο με την αφήγηση ανασταίνει κυρίως μια παλιότερη εποχή, προσωπικά και υποκειμενικά βιωμένη. Έτσι τα αφηγήματα αυτά φαίνονται σαν αναμνήσεις του από τα περασμένα, όπου διοχετεύει τις απόψεις του, τις κρίσεις του, τις προτιμήσεις του. Μέσα σ' αυτά δεν προλαβαίνουν να ζωντανέψουν και να ολοκληρωθούν άλλα πρόσωπα —εκτός από τον αφηγητή— ωστόσο διαγράφεται πολύ καλά και παραστατικά ο τόπος και ο χρόνος. O τόπος είναι η Θεσσαλονίκη· ο χρόνος περισσότερο η γερμανική κατοχή, αλλά και το παρελθόν του συγγραφέα γενικά. Τα βασικά γνωρίσματα του βιβλίου είναι η ανθρωπιά στο περιεχόμενο και η απλότητα στη μορφή. O Γιώργος Ιωάννου, με τον εαυτό του και τις προσωπικές σχέσεις του, πλησιάζει πολύ κοντά τον άνθρωπο, πότε με συγκίνηση και πότε με χιούμορ, αδιόρατο ωστόσο και ανεξίκακο. Το ύφος του, από την άλλη μεριά, είναι απλό, ανεπιτήδευτο, στρωτό, με φανερή τη φροντίδα της επιμελημένης γραφής. O χαμηλός τόνος των αφηγημάτων της Σαρκοφάγου, ο κάπως εξομολογητικός χαρακτήρας τους, η απουσία κάθε επίδειξης και κάθε προσπάθειας του συγγραφέα να μας καταπλήξει και να μας εντυπωσιάσει με μια δήθεν πρωτότυπη τεχνική, νομίζω πως κερδίζουν τον αναγνώστη. H σαρκοφάγος είναι το δεύτερο βιβλίο του, έπειτα από το Για ένα φιλότιμο, με παρόμοια αφηγηματικά κομμάτια. Το πρόβλημα που παρουσιάζεται εδώ είναι αν ο Γιώργος Ιωάννου θα κατορθώσει, μόνο με τα μικρά αυτά αφηγήματά του, να δημιουργήσει και να μας μεταδώσει το όραμά του για τη ζωή, και γενικά να επιβληθεί έτσι ως πεζογράφος· το πράγμα είναι δύσκολο, όχι όμως και ακατόρθωτο. Αν περιοριστεί, στο μέλλον, στις σύντομες αυτές αφηγήσεις, θα πρέπει να μας δώσει πολλές για να το επιτύχει. Οπωσδήποτε μέσα από το H σαρκοφάγος ακούγεται μια γνήσια, και όχι ψεύτικη, ανθρώπινη φωνή.

 

Απόστολος Σαχίνης, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Θεσσαλονίκη
1979, Εκδ. Κωνσταντινίδη, σσ. 152-153.

 

2. Δεν γνωρίζουμε αν ο Γιώργος Ιωάννου αυτοβιογραφείται ή όχι στα τόσο ιδιότυπα και σύντομα πεζά κείμενά του, γραμμένα όλα σε πρώτο πρόσωπο. Πάντως, από τα 29 πεζογραφήματα της Σαρκοφάγου, όπως και από τα 22 του Για ένα φιλότιμο (του τόμου με τον οποίο εμφανίστηκε ως πεζογράφος στα 1964) καθώς και από τα δύο πρόσφατα, που δημοσίευσε σε περιοδικές εκδόσεις, προκύπτουν: ένα πρόσωπο, ένας χώρος και μία κυρίως εποχή —η Κατοχή που συμπίπτει με την εφηβεία του συγγραφέα· όπου χρόνος της αφήγησης είναι η τελευταία προπολεμική περίοδος ή η πρώτη μεταπολεμική, η σημασία της εποχής περιορίζεται λιγότερο ή περισσότερο, για να εξαφανιστεί όσο πλησιάζουμε στις ημέρες μας. Χώρος είναι η γενέθλια πόλη του συγγραφέα, η Θεσσαλονίκη και προπαντός οι φτωχογειτονιές, οι προσφυγικοί συνοικισμοί, τα σκοτεινά σοκάκια, το λιμάνι, ο Βαρδάρης, τα καταγώγια, που χωρίς να περιγράφονται ιδιαίτερα, υποβάλλονται μέσα από το ήθος των ανθρώπων τους ως οργανική παρουσία· σε όσα πεζογραφήματα το πρόσωπο ταλαιπωρείται στην ξενιτιά ή στην ελληνική επαρχία, ο χώρος παύει να είναι παρουσία, γίνεται σκηνικό. Τα στοιχεία αυτά —πρόσωπο, χώρος, εποχή— που σε πάρα πολλές σελίδες συνυπάρχουν, ενώ στις υπόλοιπες απαντούν κατά ζεύγη ή και μεμονωμένα, αποτυπώνουν μια ευδιάκριτη σφραγίδα, σε όλο το πεζογραφικό έργο του Ιωάννου. Εύκολα, δηλαδή, αναγνωρίζουμε ένα ύφος στο έργο αυτό, που οι θεματικές, οι συγκινησιακές αλλά και οι εκφραστικές του καταβολές βρίσκονται ατόφιες στα Χίλια Δέντρα, την ποιητική συλλογή που παρουσίασε ο συγγραφέας πριν από τους δύο τόμους με τις πρόζες του.

Ο χαρακτηρισμός «πεζογραφήματα» καλύπτει με τη γενικότητά του μια ποικιλία από κείμενα, που τα περισσότερα αντιστέκονται σε αυστηρότερες ειδολογικές κατατάξεις. Άλλοτε πλησιάζουν τον «άμορφο» συνειρμικό μονόλογο, για να αποστάξουν μια ιδιάζουσα διάθεση με την ανάκληση πραγμάτων ανορθόδοξα εφαπτομένων [...], άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο, για να υποβάλουν έντεχνα μια στάση ζωής μέσα από την τάχα αμερόληπτη, ορθολογική ταξινόμηση ανθρώπων και ανθρώπινων σχέσεων άλλοτε πάλι εμφανίζονται ως παραδοσιακά διηγήματα, έμφορτα όμως συχνά με αλλότρια στοιχεία ή απαλλαγμένα από αφηγηματικές συμβάσεις, σε βαθμό που η παλαιότερη αισθητική θα τον θεωρούσε απαράδεκτο. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τη φυσική, αβίαστη φραστική —κατ' επίφαση πηγαία, στην πραγματικότητα όμως επίμοχθα ψιλοδουλεμένη ως την τελευταία λέξη— τότε γίνεται ολοφάνερο πως το πρόσωπο που μας μιλάει μέσα από το έργο αυτό, ακόμα και όταν από κείμενο σε κείμενο αλλάζουν η ιδιότητα, το επάγγελμα ή η ηλικία του, είναι πάντα ένας ποιητής.

[... ]

Συγκεκριμένα: Τα θέματα και οι εκφραστικοί τρόποι του Για ένα φιλότιμο επανέρχονται και στη Σαρκοφάγο, υφίστανται τώρα όμως αδιόρατες και αποφασιστικές μετατοπίσεις. Διπλασιάζεται περίπου το ποσοστό των έκτυπων —μέσα στην αφηγηματική ροή— επεισοδίων, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζεται ο ενεργός ρόλος του αναγνώστη. Τα θραύσματα του εξωτερικού κόσμου και οι υποκειμενικές αντιδράσεις ξεφεύγουν πια από τον κύκλο της μνημονικής επανάληψης, και αρθρώνονται ως συντελεσμένα και ανεπανάληπτα γεγονότα. Οι αδιόρατες αυτές μετατοπίσεις μεταβάλλουν από άποψη τεχνικής αρκετά κείμενα του βιβλίου σε αυθεντικά διηγήματα, ενώ από άποψη ουσίας αναπροσανατολίζουν το πρόσωπο του αφηγητή. Έτσι, λόγου χάρη, περιορίζονται οι νευρωσικές καταστάσεις και αυξάνεται αντίστοιχα η νηφαλιότητα και η ψυχική διάθεση να αντιμετωπίζονται τα πράγματα με ένα χαμόγελο· συχνά, η αντιμετώπιση γίνεται πια με γνήσιο χιούμορ. Οι τρίτοι, για τους οποίους ο λόγος στην αφήγηση, έχουν τώρα πολλές φορές ονόματα, ενώ στο πρώτο βιβλίο αυτό συνέβαινε σπάνια· και τώρα, μολονότι και πάλι δεν υπάρχει διάλογος, ακούμε τακτικά τη φωνή τους, που στο Για ένα φιλότιμο δεν ακουγόταν ποτέ. Ακόμα, εδώ διαγράφονται αχνά και μερικές ανθρώπινες μορφές πέρα και έξω από τον αφηγητή, και κάποτε, το πρώτο πρόσωπο περιορίζεται μόνο σε ένα πρόσχημα για μια εξιστόρηση που δεν σχετίζεται άμεσα μαζί του. H μόνη καινοτομία που μας βρίσκει επιφυλακτικούς είναι η σποραδική παρέμβαση του κλασικού φιλόλογου και του μελετητή του λαϊκού μας πολιτισμού, η οποία αναπόφευκτα και απροσδόκητα επιθέτει χροιά εργαστηρίου σε μια αφήγηση ζυμωμένη με τον ιδρώτα, τη μυρωδιά και τη γεύση της αγοράς.

 

Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κριτικά Κείμενα,
Δεύτερη έκδοση, Αθήνα 1982, εκδ. Κέδρος σσ. 44-47.

2. H πρωτεύουσα των προσφύγων

Αν, λοιπόν, στο Δικό μας αίμα η πόλη πρωταγωνιστεί ως χώρος μέσα στον χρόνο, στην Πρωτεύουσα των προσφύγων πρωταγωνιστές είναι κυρίως οι άνθρωποι που την κατοικούν. Και λέω κυρίως, γιατί βρίσκω εδώ πεζογραφήματα τα οποία ως ύφος και ως ατμόσφαιρα συνδέονται με εκείνα των υπόλοιπων βιβλίων του συγγραφέα. Τα πεζογραφήματα αυτά δικαιώνουν το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ανήκουν, ενώ τα υπόλοιπα εμπίπτουν σ' εκείνο της μαρτυρίας ή των ημερολογιακών σημειώσεων. Τα πεζογραφήματα που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία είναι: «Θεσσαλονίκη-Αθήνα, μια ερωτική σύγκριση», «Κάτω απ' τις πυκνές δεντροστοιχίες», «Το λειρί του πετεινού», «Λεκιασμένα ντουβάρια», «Και ιδού νεφέλη λευκή...». Πεζογραφήματα - μαρτυρίες είναι τα: «Η πρωτεύουσα των προσφύγων», «Εν ταις ημέραις εκείναις...», «Θεσσαλονικέων ύπνος και ξύπνος...», «Περί της φυγής, της διαφυγής ή και της καταφυγής πολλών πνευματικών δημιουργών της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα», «"O Χριστός αρχηγός μας..."». Στον ίδιο τόμο περιλαμβάνονται οι ημερολογιακές σημειώσεις του συγγραφέα με τίτλο «Κατοχικό ημερολόγιο», που καλύπτουν τη χρονική περίοδο από 25 Νοεμβρίου 1943 έως 26 Μαρτίου 1944.

O τίτλος του τόμου αυτού επεξηγεί εκείνον του άλλου τόμου. Αλληγορικός ο ένας (Το δικό μας αίμα), συγκεκριμένος και ρεαλιστικός ο άλλος (H πρωτεύουσα των προσφύγων), ορίζει τον χώρο και τον χρόνο. Η πόλη μέσα στην οποία ο αφηγητής θα κινηθεί είναι μια πόλη-μάνα, μια πόλη πρώτη τη τάξει, η οποία ανήκει στους πρόσφυγες, Έλληνες αλλά και Εβραίους. Είναι η πρωτεύουσά τους. Είναι η πόλη-σώμα, όπου κυλά «το δικό τους αίμα». Είναι το σώμα τους. Οι ερωτικές αποκλειστικές σχέσεις εγκαθιδρύονται με τις κτητικές αντωνυμίες «μας» και τη γενική «των προσφύγων». Μια μυστική, κλειστή, αλλά ταυτόχρονα απελευθερωτική ατμόσφαιρα πηγάζει από τη σχέση αυτή. Σχέση η οποία προβάλλεται μέσα στο χρόνο και αποκτά διαστάσεις μύθου. Η πόλη εμφανίζεται ως ένα παλίμψηστο με αλλεπάλληλες επιστρωματώσεις, με συνδετικό το κοινό αίμα και τα κοινά σύμβολα. Τελικά, η πόλη σταδιακά μετατρέπεται σε σύμβολο. Εκείνο της κοινής καταγωγής του προσφυγικού ελληνισμού αλλά και εβραϊσμού, που την κατώκησε ζευγαρώνοντας με τους εντόπιους Μακεδόνες.

 

Έλενα Χουζούρη, ό.π., σσ. 113-114

 

3. Για τη συλλογή H μόνη κληρονομιά

1. Όσα περίπου είπα παραπάνω για την Σαρκοφάγο, θα μπορούσα να τα επαναλάβω και για το H μόνη κληρονομιά, αν και διακρίνω εδώ περισσότερη ωριμότητα- ωριμότητα συγγραφική, αλλά και ωριμότητα ανθρώπινη, που προέρχεται από πείρα ζωής. H ωριμότητα αυτή νομίζω πως εκδηλώνεται με την ακόμα μεγαλύτερη αφηγηματική απλότητα: τη λιτότητα θα έλεγα των αφηγηματικών μέσων του Γιώργου Ιωάννου- αλλά και με την προσεκτική και συνειδητή, καθώς υποθέτω, αποφυγή κάθε παράταιρου τόνου και κάθε επιτήδευσης, που θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή του αναγνώστη από την ουσία των αφηγημάτων του, που είναι η αγάπη και η κατανόηση του ανθρώπου —των καημών και των βασάνων του.

H αφήγηση του Γιώργου Ιωάννου αποκτά αυτοδύναμη αξία, καθώς είναι πλεγμένη με συγκίνηση συνάμα και με χιούμορ. Σημειώνω και υπογραμμίζω στα πεζογραφήματά του την παρουσία του χιούμορ — που τόσο λείπει από τα αφηγηματικά μας κείμενα. Όσο θυμάμαι, από τους παλιότερους μόνο ο Κοσμάς Πολίτης το έχει σε κάποιο βαθμό, και από τους νεότερους —σε πολύ μεγαλύτερο— ο Άλκης Αγγελόγλου. Επανέρχομαι στην αφήγηση του Γιώργου Ιωάννου για να παρατηρήσω πως είναι το σπουδαιότερο χάρισμά του: μετουσιώνει και τα πιο ασήμαντα προσωπικά περιστατικά και τα υψώνει, με συγκρατημένη συγκίνηση, στη σφαίρα της γνήσιας τέχνης. Δεν θα είχε πολύ νόημα να ξεχωρίσω ορισμένα πεζογραφήματα του τόμου και να πω πως τα θεωρώ καλύτερα από τα άλλα: θα επρόκειτο για προσωπικές προτιμήσεις, αφού ο τόνος του βιβλίου είναι ενιαίος, η στάση ζωής η ίδια, οι ποιοτικές διαφορές μικρές. Σημειώνω ωστόσο τα «Η μόνη κληρονομιά», «Τα σκυλιά του Σέιχ-Σου», «Το μέντιουμ». Ωραιότατο ποιητικό πεζογράφημα είναι και το «Ομίχλη». Προσωπικά προτιμώ τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου, όπου πρωταγωνιστούν η Θεσσαλονίκη και οι παλιοί άνθρωποί της· τα πεζογραφήματα αυτά, νομίζω, αποτελούν το συγκινημένο χρονικό τους ή, καλύτερα, το ελεγείο του χαμού τους. Έτσι αποκτούν γενικότερη προέκταση ή αναφέρονται σ' ένα πλατύτερο —κοινωνικό και ανθρώπινο— σύνολο· έτσι, νομίζω, παρουσιάζουν και περισσότερο ενδιαφέρον.

 

Απόστολος Σαχίνης, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι,
Θεσσαλονίκη 1979, εκδ. Κωνσταντινίδη, σσ. 153-155.

 

2. H «Σαρκοφάγος», (1971) τυχαίνει της ίδιας ή κάπως καλύτερης υποδοχής <με τη συλλογή Για ένα φιλότιμο>. Κριτικάρονται τα ίδια στοιχεία. Αυτή τη φορά ο Γ. Ιωάννου είναι πια εδραιωμένος στον χώρο της πεζογραφίας, είναι αρκετά γνωστός και οι κριτικές είναι περισσότερο επαινετικές. Αναζητούνται και υπογραμμίζονται, κυρίως, τα θετικά στοιχεία της πεζογραφίας του, ενώ τα αρνητικά στιγματίζονται λιγότερο. H κριτική περιστρέφεται ιδιαίτερα γύρω από τη χρήση του πρώτου προσώπου και την «τέχνη του φενακισμού», όπως χαρακτηρίζει ο Αλ. Κοτζιάς, την τεχνική του Ιωάννου να πλησιάζει την αλήθεια χωρίς ποτέ να την αποκαλύπτει.

«Η μόνη κληρονομιά» (1974) έχει την ίδια αντιμετώπιση με τα προηγούμενα βιβλία του. Η κριτική αναφέρεται, κυρίως στα γενικότερα θέματα που απασχολούν το συγγραφέα και δεν μπαίνει στα επιμέρους ζητήματα, όπως ο έρωτας ή ο θάνατος, αλλά κάνει την αποτίμηση του τελευταίου βιβλίου ενός συγγραφέα που έχει ήδη δείξει ποιος είναι και τι πρεσβεύει στον χώρο της λογοτεχνίας. Ο Αλ. Κοτζιάς μάλιστα βρίσκει ότι ο Ιωάννου έχει επηρεάσει κάποιους λογοτέχνες πολύ έντονα. Γράφει σχετικά: «Ωστόσο, το γεγονός είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ιωάννου, έστω και αν δεν μπορεί να αποκληθεί αρχηγός σχολής, έχει κιόλας επηρεάσει μια σειρά από αξιολογότατους νεότερους διηγηματογράφους...».

[...]

Σήμερα, πολλοί θεωρούν τις τρείς πρώτες συλλογές σαν το σημαντικότερο κομμάτι του λογοτεχνικού έργου του Ιωάννου και ο ίδιος, κατά κάποιο τρόπο, το παραδέχεται. «Υπάρχουν αρκετοί φίλοι, (...) που κάθε φορά σου λένε πως εκείνα τα πρώτα κείμενά σου ήταν τα καλύτερα και πως από τότε δεν τα ξαναέφτασες κι ας έγραψες τόσα και τόσα. Έχουν δίκιο ως ένα σημείο οι φίλοι, μα δεν μπορείς να τους εμπιστευθείς και ολότελα.» (Καταπακτή, σελ. 75). Συγχρόνως πιστεύει ότι η επιτυχία των πρώτων έργων του, οφείλεται στο «δυστυχισμένο» ύφος που είχαν, ενώ από τα άλλα λείπει κι αυτό τα κάνει ίσως κατώτερα. Εδώ, μάλλον, εννοεί την επίδραση της «Σχολής» της Θεσσαλονίκης, από την οποία, όπως λέει, ξέφυγε όταν ήρθε στην Αθήνα και έγραψε το «Δικό μας αίμα», τον «Επιτάφιο θρήνο» και τα άλλα έργα του.

 

Ελευθερία Κρούπη-Κολώνα, O Έρωτας και ο Θάνατος στη λογοτεχνία του Γιώργου Ιωάννου, Κέδρος, 1992, σσ. 101-103.

4. Βιωματικότητα: ένα έμμονο συστατικό της ποιητικής του πεζογράφου Ιωάννου

A’. - «Λέγοντας λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα (...). Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος (...). Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι» (συνέντευξη του συγγραφέα με τη Μ. Θερμού, εφ. Καθημερινή, 24.7.1977).

B’. - Όπως ξέρετε, γράφω σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί έτσι εκφράζομαι καλύτερα, ζεσταίνομαι πιο πολύ, μ' αρέσει (...). Επειδή, λοιπόν, γράφω στο πρώτο πρόσωπο (...) ε, δίνω την εντύπωση ότι πολλές φορές [αυτά που αφηγούμαι] είναι περιστατικά τα οποία μου έχουν τύχει, περιστατικά αυτοβιογραφικά. Αλλ' αυτό δε μ' ενδιαφέρει καθόλου· ούτε για τη δική μου λογοτεχνία, ούτε για κανενός άλλου. Γιατί, όχι μόνο σαν λογοτέχνης, αλλά και σαν μελετητής που είμαι της λογοτεχνίας, ξέρω ότι δεν μετριούνται έτσι τα λογοτεχνήματα, αν δηλαδή είναι αυτοβιογραφικά ή φανταστικά. Εκείνο που μετράει είναι το γράψιμο, το δόσιμο (...). O λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί ως ύλη τα βιώματά του. Δεν εννοώ μονάχα τα βιώματα τα οποία έχει αποκτήσει από την εμπειρία, αλλά και τα συναισθήματά του, τις ισχυρές φαντασιώσεις του, όλα τέλος πάντων που έχει ζήσει πολύ αυτός ο ίδιος (...). Αυτά, βέβαια, τα οποία σας λέω, δεν προδικάζουν και την τεχνοτροπία. Πιστεύω ότι η δημιουργική ανάπλαση της βιωματικής ύλης μπορεί να γίνει σύμφωνα με τις οποιεσδήποτε αισθητικές αρχές ή τάσεις του συγγραφέα. Αυτό που θα προκύψει, αν είναι γνήσια βιωματικό, θα έχει στερεότητα και ενότητα γλώσσας, όπως και ο κόσμος του συγγραφέα του. Είναι παρατηρημένο ότι οι βιωματικοί συγγραφείς, ακόμη και αυτοί που διαθέτουν μικρό ταλέντο, ουδέποτε αραδιάζουν κούφια λόγια ή παρουσιάζουν το φαινόμενο της λεξιθηρίας. Κι αυτό, γιατί κατευθύνονται εσωτερικά (...). Αντίθετα, όταν [ο γράφων] δεν περιορίζεται, και γράφει για πράγματα που δεν ξέρει, που δεν έχει ζήσει (π.χ. ενώ δεν ξέρει κολύμπι, αρχίζει να γράφει για θαλασσινές περιπέτειες, καΐκια και δεν ξέρω τι άλλο), τότε φτάνει να μιλάει ψεύτικα. Και λες: «τι έχει πάθει αυτός;» Απλούστατα, δεν έχει (...) βιώματα και, φυσικά δεν έχει γλώσσα. Όσο για την τεχνοτροπία, μπορεί να είναι οποιαδήποτε» (συνέντευξή του στο περ. Διαβάζω, τεύχ. 9, Νοε-Δεκ. 1977, σ. 23-24).

Γ’. - «Νομίζω ότι το "κλειδί" της δουλειάς μου είναι η βιωματικότητα. Δεν μπορείς να γράφεις καλά, να εκφραστείς με πληρότητα, να έχει ενότητα έκφρασης, αν αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις, κατά κάποιο τρόπο, ζήσει (...). Και δεν εννοώ στον κόσμο της εμπειρίας. Πολλοί (κι εγώ πολλές φορές — και το απωθώ) αισθάνονται την ανάγκη να γράψουν για πράγματα που λαχταρούν και για τα οποία δεν ξέρουν τίποτα. Μόνο που αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να σταθούν, ούτε σαν γλώσσα (...). Πιστεύω στη βιωματικότητα των καταστάσεων και στη βιωματική προέλευση της γλώσσας του λογοτέχνη. Και δεν πιστεύω πως αυτό το βιωματικό υπόστρωμα σ' εμποδίζει να έχεις οποιαδήποτε τεχνοτροπία» (συνέντευξή του με τη Σούλα Αλεξανδροπούλου, εφ. Ελευθεροτυπία, 24.9.1978).

Δ’. - «Τα περισσότερα από τα κείμενά μου στο Για ένα φιλότιμο, στη Σαρκοφάγο, στη Μόνη κληρονομιά, στο Δικό μας αίμα, στον Επιτάφιο Θρήνο δεν είναι αυτοβιογραφικά, έστω κι αν είναι γραμμένα στο πρώτο πρόσωπο. Αυτό συνάγεται και μόνο με την απλή ανάγνωση. Αλλά γενικότερα πιστεύω ότι για τη λογοτεχνία καμιά απολύτως σημασία δεν έχει αν ένα κείμενο είναι αυτοβιογραφικό ή όχι. Σημασία έχει ο κόσμος των λέξεων, ο κόσμος του συγγραφέα, που ανακαλείται και ξετρυπώνεται μέσα από το βάθος της ψυχής του μ' αυτό ή εκείνο το θέμα, άσχετα αν το θέμα είναι αυτοβιογραφικό ή όχι. Αυτοί που ασχολούνται με το αν ένα κείμενο είναι αυτοβιογραφικό ή φανταστικό, δεν ξέρουν τι λένε, και εν πάση περιπτώσει δεν καταλαβαίνουν από τη λειτουργία της λογοτεχνικής δοκιμασίας» (συνέντευξή του με το Δημ. Γκιώνη, εφ. Ελευθεροτυπία, 8.6.1982).

E’. - «Επιθυμώ να είμαι ένας συγγραφέας που στέκεται καλά στα πόδια του και δεν μιλάει για πράγματα που δεν τα έχει βιώσει, δηλαδή δεν χρησιμοποιεί λέξεις που δεν τις έχει βιώσει, αυτό εννοώ πράγματα (...). Εάν [το συγκεκριμένο κάθε φορά θέμα του πεζογραφήματος] παρασύρει τον εσωτερικό μου κόσμο, αυτά τα κρυμμένα πράγματα που κι εμείς δεν τα έχουμε συνειδητοποιήσει, εάν τα παρασύρει το τάδε θέμα, τι σημασία έχει η προέλευσή του; Εγώ το θέμα, το κάθε θέμα, το βλέπω σα δόλωμα (...). Το θέμα είναι το δόλωμα, που το θέτουμε για να βγούνε τα φίδια, τα ποντίκια και ό,τι τέλος πάντων είναι κρυμμένο μέσα μας» (συνέντευξή του στα 1982 με τον Γιώργο Κορδομενίδη, περ. Εντευκτήριο, 2 Φεβρ. 1988 σ. 35 και 36-7).

 

Ξ.Α. Κοκόλης, Μια «επαρχιακή» διαμάχη: χρονικό και κριτική (1977-1986),
O
Παρατηρητής
, Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1988, τεύχ. 8ο, σσ. 62-63.

5. H Θεσσαλονίκη στο έργο του Γιώργου Ιωάννου

1. Σημαντικό ρόλο στο έργο του Γ. Ιωάννου παίζει η πόλη της Θεσσαλονίκης. Η παρουσία της είναι διάχυτη σ' όλα του σχεδόν τα πεζογραφήματα —αλλά και στα ποιήματα— και αποτελεί για τον συγγραφέα πηγή έμπνευσης και αντικείμενο εξύμνησης.

Η γενέτειρά του, όπως συχνά την αποκαλεί, μας δίνεται σε όλες τις εκφάνσεις της και σ' όλο το μάκρος της μεγάλης της ιστορίας. Και η παθολογική αγάπη που τρέφει για την πόλη ο συγγραφέας τον κάνει να πιστεύει ότι το κάλλος της δεν μπορεί να βρεθεί αλλού [...].

Τόσο στενή και ιδιότυπη είναι η σχέση του συγγραφέα με την πόλη —ναι, είμαι ο μέγας δουξ της Θεσσαλονίκης <Η πρωτεύουσα των προσφύγων> θα πει κάπου· που σε ένα από τα γνωστά του διηγήματα, το Με τα σημάδια της πάνω μου, παρομοιάζει το σώμα του με την πόλη [...].

Στα διάφορα πεζογραφήματά του, είτε αυτά έχουν ως κύριο αντικείμενο τη Θεσσαλονίκη είτε απλώς την αναφέρουν, ο Ιωάννου με ποικίλους τρόπους εκφράζει την αγάπη και αφοσίωσή του προς τη «γενέτειρά του». Επισημαίνει το κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό χρώμα της πόλης που οφείλεται στην ιδιαιτερότητα των κατοίκων της, κυρίως των προσφύγων. Με σχολαστικότητα δίνει τα γεωγραφο-τοπογραφικά της πόλης κατονομάζοντας συνοικίες, δρόμους, κτίρια. Επιμένει στον ιστορικό χώρο τονίζοντας τη σημασία της Θεσσαλονίκης κατά τη Βυζαντινή περίοδο —αλλά και αργότερα— ενώ οι εξελίξεις των πρόσφατων ιστορικών γεγονότων περνούν μέσα από τα βιώματα του ίδιου του συγγραφέα. Τέλος, μιλώντας για την κοινωνία της πόλης ασχολείται με τον χαρακτήρα και τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, χωρίς να παραλείψει φυσικά να σχολιάσει την πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης με επίκεντρο τους διάφορους λογοτέχνες και το Πανεπιστήμιο [...].

Απαριθμεί και περιγράφει εδώ τα σπουδαιότερα Βυζαντινά μνημεία, 19 τον αριθμό, από τον 4ο μέχρι το 14ο αι. μ.Χ. Δε θα τα απαριθμήσουμε όλα, θα θυμίσουμε απλώς τα πιο γνωστά: Λευκός Πύργος, Ροτόντα, Καμάρα, Ναός του Αγίου Δημητρίου, Μοναστήρι των Βλατάδων...

Τα βυζαντινά αυτά μνημεία, που διατηρούνται ευτυχώς σε αρκετά καλή κατάσταση ακόμα, δίνουν στη Θεσσαλονίκη ένα χρώμα «βυζαντινό» και «αγιορείτικο». Αν λείψουν οι βυζαντινές εκκλησίες θα πεθάνει η Θεσσαλονίκη κι εσύ μαζί της, εξομολογείται στον ίδιο του τον εαυτό ο συγγραφέας

[...].

Ο πλούσιος κοινωνιολογικός και λαογραφικός χώρος, που μπορεί να έρθει στην επιφάνεια από το έργο του Ιωάννου και που έχει σαν επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη θα απαιτούσε μελέτη ειδική, γι' αυτό δεν θα επιχειρήσουμε να τον αναπτύξουμε. Θα δώσουμε μόνο ορισμένες κατευθύνσεις και θα αναφέρουμε ορισμένα σημεία τα οποία κατ' επανάληψη διερευνούνται στο έργο του Ιωάννου.

Το ανατολίτικο χρώμα της Θεσσαλονίκης με το «χαμάμι», το «καφεσα-ντάν» κτλ., οι περιθωριακοί και ο υπόκοσμος του Παλιού Σταθμού και άλλων χώρων, τα διάφορα παρα-επαγγέλματα της «φτωχομάνας», το κοινό των λαϊκών σινεμά και οι λόγοι συνωστισμού σ' αυτά, οι ξεπεσμένοι Μικρασιάτες άρχοντες και η κοινωνική αλλαγή την οποία υπέστησαν και επέφεραν, οι νέες βιοτεχνίες με τους πρόσφυγες, η αρχιτεκτονική των σπιτιών κτλ. αποτελούν ζητήματα που παρουσιάζουν σοβαρό ενδιαφέρον για τον ερευνητή. Όπως επίσης σοβαρό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αντιπαράθεση των δύο κόσμων —του παλιού και του νέου— που σαν θέμα προβάλλεται και από πολλούς άλλους σύγχρονους συγγραφείς.

 

Θανάσης Σπήλιας, «Η Θεσσαλονίκη στο έργο του Γ. Ιωάννου», Φιλόλογος, τεύχ. 72,
Καλοκαίρι 1993, σσ. 140-147.

 

2. «Ο χώρος» γράφει ο Gaston Bachelard στην Ποιητική τον χώρου «έτσι όπως τον συλλαμβάνει η φαντασία, δεν έχει πια σχέση με τον αδιάφορο χώρο που παραδίνεται στο μέτρο και στον λογισμό του γεωμέτρη. Είναι ένας β ι ω μ έ ν ο ς   χ ώ ρ ο ς (υπογράμμ. συγγραφέα). Βιωμένος όχι μόνο στη θετικότητά του, αλλά και με όλες τις μεροληψίες της φαντασίας».

Ο χώρος στα ποιήματα και στα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου, αυτός της Θεσσαλονίκης στην προκειμένη περίπτωση, είναι αναμφισβήτητα ένας βιωμένος χώρος. Ο χώρος, όμως, είναι το κατάλυμα του χρόνου. Που σημαίνει ότι ο βιωμένος χώρος συσσωματώνει και τον αντίστοιχο βιωμένο χρόνο. Η περιπλάνηση σ' αυτό τον αξεδιάλυτο χωροχρόνο πραγματώνεται μέσω της ανάμνησης. H Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου είναι πρωταρχικά μια πόλη της μνήμης. Μέσω αυτής ο αφηγητής περιπλανάται στον χώρο και στον χρόνο της. «Το ταξίδι», άλλωστε, στον χρόνο (παρελθόν) είναι ουσιαστικά πάλι «ταξίδι στον χώρο». Ο αφηγητής, τον οποίο υποδύεται ο συγγραφέας, βλέπει την πόλη καθώς περιπλανάται σ' αυτή. Η οπτική του, οπτική ενός πλάνητα, δεν είναι παρά ενός ενήλικα, ο οποίος επιζητά να ανασυνθέσει τη χαμένη πόλη, τη χαμένη νιότη, τη χαμένη παιδικότητα και αθωότητα. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της αναζήτησης του «χαμένου χρόνου». Άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας έχει ομολογήσει πως «με τα κείμενα αυτά προσπαθώ περισσότερο τον χρόνο να αιχμαλωτίσω κι όχι τον τόπο», προχωρώντας στην επεξήγηση ότι «πόλεις βρίσκονται στο εντελώς πρώτο επίπεδο, ενώ εγώ σκοπεύω πολύ παρακάτω». Αυτό σημαίνει πως οι χώροι οι οποίοι εμφανίζονται στα κείμενα, όπως τους ανασυνθέτει ο αφηγητής μέσω της μνήμης του, είναι χώροι οι οποίοι λειτουργούν μεταφορικά με συνδηλώσεις, έτσι που να μετατρέπονται σε χώρους ποιητικούς.

Ό,τι λοιπόν παραπέμπει στην πραγματική πόλη δεν είναι παρά ένα τέχνασμα του συγγραφέα. Έτσι, διαμορφώνεται μια νέα πόλη, αυτή που ανασυνθέτει ο αφηγητής μέσω της μνήμης του. O αναγνώστης συμμετέχει σ' αυτή τη μεταμόρφωση, υιοθετώντας την οπτική του αφηγητή και αναζητώντας κι εκείνος με τη σειρά του τον «χαμένο χρόνο» μέσα σε μια πόλη η οποία κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία. Άλλωστε, όπως σημειώνει ο Edmund Keely για μια άλλη σπουδαία πόλη της φαντασίας, την καβαφική Αλεξάνδρεια, «η πιο σημαντική υπηρεσία που προσφέρει η μνήμη είναι το ότι ξεγελάει τον χρόνο, καθηλώνοντας και ξαναφέροντας πίσω ό,τι άλλαξε με τον καιρό, έτσι που το αρχικό σχήμα των πραγμάτων μπορεί να αναπλαστεί μέσα στην τέχνη του ποιητή και να κρατηθεί εκεί όσο ζήσει η ποίησή του».

Θα υποστήριζα, λοιπόν, ότι στα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου υπάρχουν δύο πόλεις: α) η πόλη του αφηγητή και β) η πόλη του αναγνώστη. Σε ποια από τις δύο πρέπει να περιπλανηθεί ο μελετητής; Βασικά στη δεύτερη. Ωστόσο, ο μελετητής είναι πρώτα και κύρια ένας καλός αναγνώστης, ο οποίος, όσο κι αν ακολουθεί κάποιες συγκεκριμένες μεθοδολογικές υποδείξεις, δεν παύει να μεταφέρει στο δικό του κείμενο πια και τις προσωπικές του διαθέσεις, τα προσωπικά του βιώματα. Μόνο έτσι, άλλωστε, η ματιά του μπορεί να είναι δημιουργική και απελευθερωτική. Αλλιώς, θα παραμείνει στο επίπεδο της στείρας ανατομίας του κειμένου. H περιπλάνηση, επομένως, του αφηγητή στους χώρους της Θεσσαλονίκης γίνεται και περιπλάνηση του μελετητή - αναγνώστη. Καθένας κρατάει για τον εαυτό του τις ανακαλύψεις του, ώσπου κάποια στιγμή συναντώνται. H μεγάλη τους διαφορά είναι ο χρόνος. Χρόνος της βίωσης, χρόνος της γραφής και χρόνος της ανάγνωσης. Θα υποστήριζε κανείς πως το κείμενο διαφοροποιείται από τον ένα χρόνο στον άλλο. Τελικά, λειτουργεί ως παλίμψηστο, νικώντας τον χρόνο με τις παγίδες που του στήνει [...].

Αυτή η λειτουργία της πόλης εμφανίζεται από τα πρώτα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου στο Για ένα φιλότιμο. Ωστόσο, και εδώ το εγώ του αφηγητή μειώνει την ένταση της παρουσίας της πόλης, μιας και την αντιμετωπίζει και πάλι ως πρόφαση για τις διαθέσεις και τις εξομολογήσεις του, με αποτέλεσμα η πόλη να μετατρέπεται σε χώρο υποδοχής κάποιων οριακών ψυχολογικών καταστάσεων του αφηγητή.

O ίδιος ο αφηγητής, προβάλλοντας τις οριακές αυτές ψυχολογικές του καταστάσεις με φόντο τους χώρους της πόλης, βαθαίνει στον χρόνο. Ο χρόνος, όμως, παρουσιάζεται θαμπός, όπως και ό,τι αναδύεται μέσα απ' αυτόν. Η μνήμη μοιάζει να μη λειτουργεί με τη διαύγεια εκείνη που δημιουργεί η χρονική απόσταση, αποφορτίζοντας εν τέλει το βίωμα. Οι χώροι της πόλης στα πεζογραφήματα του Για ένα φιλότιμο υποδηλώνουν διακριτικά την παρουσία τους. Ο αφηγητής διαχέεται μέσα από την ατμόσφαιρα των χώρων της πόλης. Γλιστρά και τη διαπερνά. Δεν διασχίζει τους χώρους για να τους περιγράψει, αλλά για να αισθανθεί εκείνα τα βιώματα τα οποία οι χώροι αυτοί ανακαλούν στη μνήμη του. Λειτουργούν, δηλαδή, διάφορα σημεία της πόλης ως «δρομοδείκτες της μνήμης».

Ήδη από τα αφηγήματα του Για ένα φιλότιμο εντοπίζονται —έστω όχι και τόσο ευδιάκριτα ακόμη— τα δύο δομικά στοιχεία του πεζογραφικού έργου του Γιώργου Ιωάννου που έχει ως σημείο αναφοράς τη Θεσσαλονίκη: α) Το συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο και κατ' ακολουθίαν η ηλικία του αφηγητή και β) Οι χωρικές συντεταγμένες —άρα και κοινωνικές και πολιτισμικές— της Θεσσαλονίκης μέσα στις οποίες θα κινηθεί ο αφηγητής. Σ' αυτά τα αφηγήματα η ηλικία του αφηγητή, άρα και η ματιά του, κυμαίνεται από την παιδική έως τη νεανική. Όμως, το χρονικό βάθος δεν είναι τόσο μεγάλο όσο στα μεταγενέστερα πεζογραφήματα του συγγραφέα. Η χρονική απόσταση δεν έχει αποφορτίσει το βίωμα, έτσι που η ματιά του αφηγητή να μην μπορεί να γίνει «διπλά ξένη». Το αποτέλεσμα είναι οι χώροι οι οποίοι αποτελούν τα σημεία φόρτισης του βιώματος να λειτουργούν μυθοποιητικά: η Ραμόνα, ο Παλιός Σταθμός, τα λαϊκά σινεμά, τα εβραϊκά μνήματα. Ο μύθος τον οποίο ενδύονται οι περισσότεροι χώροι της Θεσσαλονίκης στα αφηγήματα του Για ένα φιλότιμο είναι κατεξοχήν ερωτικός. «[...]

Ο αφηγητής περιπλανάται σε κάποιους συγκεκριμένους χώρους της πόλης. Σε λαϊκές γειτονιές και προσφυγικούς συνοικισμούς, στην περιοχή του Παλιού Σταθμού, στην πλατεία Δικαστηρίων — δηλαδή, στα Καμένα, στα εβραϊκά μνήματα, στα σφαγεία. Χώροι υποδοχής και αποδοχής κάθε είδους αμαρτωλού έρωτα. Χώροι επίφοβοι, δίβουλοι, γεμάτοι ενοχές, χώροι τους οποίους ο αφηγητής προσεγγίζει κυρίως νύχτα.

 

Έλενα Χουζούρη, H Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, Περιπλάνηση στον χώρο και τον χρόνο,
Αθήνα 1995, εκδ. Πατάκη, σσ. 43-52.

 

3. Όμως, η πόλη των πεζογραφημάτων της Σαρκοφάγου και της Μόνης κληρονομιάς δεν είναι μόνο η πόλη της Ιστορίας, αλλά και εκείνη όπου κυριαρχεί το προσωπικό βίωμα του αφηγητή, με την Ιστορία να λειτουργεί σαν χρονολογική ένδειξη για να στηθεί το σκηνικό της αφήγησης. Στα πεζογραφήματα αυτά η ηλικία και κατ' επέκταση η ματιά του αφηγητή ποικίλλει. Πότε είναι ενός παιδιού, πότε ενός εφήβου, πότε ενός ενήλικα. Ανάλογα φωτίζονται και οι χώροι που κινείται. Κάποτε στο ίδιο πεζογράφημα έχουμε αλλαγές της ηλικίας του αφηγητή, της χρονικής περιόδου κατά την οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα καθώς και του σκηνικού των χώρων όπου αυτά συντελούνται.

 

Έλενα Χουζούρη, ό.π., σ. 71.

 

4. Όπως στα πεζογραφήματα του Για ένα φιλότιμο, έτσι και σ' εκείνα των δύο μετέπειτα βιβλίων του Γιώργου Ιωάννου βλέπουμε τον αφηγητή να περιπλανάται μόνος στους δρόμους της πόλης, παρατηρώντας και αποθησαυρίζοντας βλέμματα, χειρονομίες, κινήσεις. Η νωχέλεια και ο αργός ρυθμός της κίνησης του συμβαδίζουν με την έκπληξη με την οποία αντικρίζει τα πράγματα γύρω του. Το μάτι του μοιάζει με το παμφάγο μάτι μιας κινηματογραφικής κάμερας. Οι περιπλανήσεις του αφηγητή σ' αυτά τα πεζογραφήματα γίνονται περπατώντας. Αν για τον Pierre Sansot το περπάτημα «συνιστά τον πρωταρχικό τρόπο για να εξερευνήσεις μια πόλη», για τον αφηγητή είναι μέσο ψυχικής εκτόνωσης («[...] Όσο βαριά στεναχώρια κι αν έχω, μ' ένα καλό περπάτημα σε δρόμους εγγυημένους αλαφρώνειι[.] [...]»), η ψυχικής ανάπαυσης και ηρεμίας, αλλά και ερωτικής αναζήτησης, ιδιαίτερα όταν γίνεται σε δρόμους έρημους και σκοτεινούς: «[...] Με αναπαύουν, άλλωστε, όλοι οι έρημοι και σκοτεινοί δρόμοι. Μόνο καθώς βαδίζεις σ' αυτούς, μπορεί κάτι το ελπιδοφόρο να προβάλει εντός σου και κάπως να ημερέψει η ψυχή [...] [...]». Στις περιπλανήσεις του αυτές ο αφηγητής συναντά χώρους που φιλοξενούν τον έρωτα και τον θάνατο.

 

Έλενα Χουζούρη, ό.π., σ. 71.

6. Από το «Εγώ» στο «Εμείς»

Αν, όμως, στα περισσότερα πεζογραφήματα του Για ένα φιλότιμο η πόλη εμφανίζεται μέσα από το βλέμμα του αφηγητή ερωτική, δίβουλη, αλλά και κάποτε ως καταφύγιο, με φορτίσεις σε ορισμένους συγκεκριμένους χώρους της, ενώ, παράλληλα, το χρονικό φόντο απ' όπου αναδύονται αυτοί δεν ανάγεται στο μακρινό παρελθόν, στα πεζογραφήματα των δύο επομένων βιβλίων, δηλαδή στα H σαρκοφάγος και H μόνη κληρονομιά, οι χρονικές και χωρικές συντεταγμένες διαφοροποιούνται αλλάζοντας το σκηνικό όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα της αφήγησης.

Από ποσοτικής απόψεως, στις δύο αυτές συλλογές πεζογραφημάτων και διηγημάτων η Θεσσαλονίκη στη Μόνη κληρονομιά είναι παρούσα σε 8 πεζογραφήματα σε σύνολο 17 και στη Σαρκοφάγο σε 13 σε σύνολο 29. Στα πεζογραφήματα τόσο της Σαρκοφάγου (1971) όσο και της Μόνης κληρονομιάς (1974) η πόλη παύει πλέον να λειτουργεί ως πρόφαση, ως πρόσχημα για να υποβληθούν οι διαθέσεις του αφηγητή, αλλά μετατρέπεται σε σκηνικό, όπου πάνω του θα ακουμπήσουν τα γεγονότα και οι καταστάσεις τις οποίες ανακαλεί στη μνήμη του ο αφηγητής. Η πόλη γίνεται έτσι ο χώρος ανάδειξης του πνεύματος μιας εποχής. Της εποχής την οποία ο αφηγητής ανασύρει από το παρελθόν και την αναπλάθει σε αφηγηματικό παρόν. Η αναζήτηση του χαμένου χρόνου είναι εμφανής. Σε αντίθεση με τα πεζογραφήματα του Για ένα φιλότιμο, εδώ το αφηγηματικό εγώ διαθλάται μέσα στον χρόνο και στον χώρο της πόλης ανακαλώντας εικόνες έμπλεες από συλλογικά βιώματα. Η μνήμη του αφηγητή φέρνει στην επιφάνεια όχι μόνο τις προσωπικές του φωνές και διαθέσεις, αλλά ολόκληρες σκηνές στις οποίες πρωταγωνιστεί ο χρόνος ως Ιστορία, δηλαδή ως συλλογικό βίωμα. Έτσι, ο χώρος φορτίζεται από φωνές και κινήσεις άλλων προσώπων, τα οποία περιστρέφονται γύρω από τον αφηγητή. Οικοδομείται έτσι ο Μύθος της πόλης έτσι όπως τη βλέπει ο αφηγητής μέσω της μνήμης του και την ανασυνθέτει ως παρόν. «Προσωπική ιστορία και ιστορημένη πόλη συμπλέουν, φωτίζοντας η μια την άλλη. Το διαλεκτικό παιχνίδι των αντιθέσεων εξακολουθεί στις πόλεις της μνήμης, σε χρονική, όμως, διάσταση. Το εδώ και το αλλού μεταλλάσσονται σε τώρα και σε άλλοτε· οι διαφυγές επιχειρούνται από το παρόν στο παρελθόν». Ο αφηγητής περιφέρει τη ματιά του στους δρόμους της πόλης της εφηβικής και παιδικής του ηλικίας. Αυτοί οι δρόμοι λειτουργούν ως σημεία που παραπέμπουν σε στιγμές της ιστορίας της. Οι εικόνες που ανασύρονται από τον αφηγητή προέρχονται από την προπολεμική περίοδο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Η περιπλάνηση του αφηγητή στην πόλη εκείνων των περιόδων, και ιδιαίτερα την κατοχική, δεν υπαγορεύεται πια από την αναζήτηση του έρωτα. Τώρα οι χώροι της πόλης εμφανίζονται ως σημεία απώλειας και θανάτου. «[...] Θυμάμαι ένα σωρό γωνιές που είδα ανθρώπους να πέφτουν[.] [...]». Η ιστορία διαθλάται μέσα από τη μνήμη και αναδεικνύεται με τη μορφή θραυσμάτων, εικόνων και συναισθημάτων. Τόσο στα πεζογραφήματα της Σαρκοφάγου όσο και της Μόνης κληρονομιάς οι χώροι της πόλης στους οποίους περιπλανάται ο αφηγητής αρχίζουν να γεμίζουν κόσμο· κι αυτός περιφέρεται ανάμεσά του. «[...] Στα χάνια και τα πανδοχεία της οδού Μοναστηρίου, που έχουν γίνει τώρα ξενοδοχεία τουριστικά, ούτε να μπούμε δεν μπορέσαμε. Ήταν γεμάτα αντάρτες, που επιμελώς κρύβονταν[.] [...]». «[...] Έφτασα νωρίς εκεί και μπήκα αμέσως στην ουρά, που ήταν κιόλας μεγάλη. Το χτεσινό πάθημα πολλών είχε γίνει μάθημα σε όλους. Το στρίμωγμα εξαιτίας και του κρύου ολοένα μεγάλωνε[.] [...]».

Σε αντίθεση με τα πεζογραφήματα του Για ένα φιλότιμο, η πόλη δεν είναι βουτηγμένη στη νύχτα. Το εικοσιτετράωρο δείχνει όλα του τα πρόσωπα, καθώς και τις αναγκαιότητες τις οποίες επιβάλλει. Έτσι, η πόλη δεν βαραίνει από τα συναισθήματα της ενοχής, τα οποία δημιουργούσε η νύχτα και ο αμαρτωλός της έρωτας. Οι χώροι οι οποίοι αποτελούν το σκηνικό της αφήγησης είναι και πάλι λαϊκοί. Κυριαρχούν η οδός Εγνατίας, ο Βαρδάρης, η πλατεία Δικαστηρίων, ο Σταθμός. Εμφανίζονται, όμως, και νέοι χώροι. Τα Λαδάδικα, το λιμάνι, ο χώρος της Έκθεσης, η οδός Μοναστηρίου με τα χάνια και τα πανδοχεία της, η παραλία, η πλατεία Αριστοτέλους, η οδός Τσιμισκή, η οδός Αγίου Δημητρίου, η συνοικία Κουλέ-Καφέ, τα Τείχη, η περιοχή που βρίσκεται το σιντριβάνι. Στα πεζογραφήματα της Σαρκοφάγου για πρώτη φορά κάνουν την εμφάνισή τους δύο εκκλησίες, οι οποίες σηματοδοτούν η μια την ορθόδοξη παράδοση της πόλης και η άλλη την έλευση των προσφύγων και τις δικές τους θρησκευτικές και λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες. Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και η εκκλησία της Αχειροποιήτου αντίστοιχα. Έτσι, η πόλη διευρύνεται. Ο όγκος της στο κείμενο μεγαλώνει, το ύφος και το ήθος της γίνονται πιο έντονα καθώς φιλτράρονται μέσα από το ύφος και το ήθος του συλλογικού οργανωτή που είναι η Ιστορία.

Αυτή η διεύρυνση της πόλης είναι ακόμη μεγαλύτερη στα πεζογραφήματα της Μόνης κληρονομιάς. Οι δρόμοι και οι λαϊκές συνοικίες της, όπου περιπλανάται ο αφηγητής, δημιουργούν τη μυθολογία μιας πόλης λαϊκής και προσφυγικής. Στους ανατολικούς και δυτικούς δρόμους της συναντιούνται οι λαϊκές συνοικίες, των οποίων τα ονόματα κατατίθενται ρητά στο κείμενο, για να επιβεβαιώσουν ακριβώς αυτή τη μυθολογία. Μια μυθολογία η οποία βασίζεται αφενός στην ορθόδοξη παράδοση της πόλης και αφετέρου στην περιπέτεια των προσφύγων. Στοιχεία τα οποία δένονται και δημιουργούν μια άλλη νεότερη λαϊκή παράδοση, εκείνη των χρόνων της Κατοχής. Πάνω σ' αυτό το σκηνικό ακουμπάει ο χρόνος της Ιστορίας και ο χρόνος της αφήγησης. Προσωπικό και συλλογικό βίωμα συνυφαίνονται. Η συλλογική παρουσία είναι τώρα διαρκής. Οι δρόμοι μετατρέπονται σε χώρους υποδοχής κάθε λογής αγωνίας αλλά και χαράς των λαϊκών ανθρώπων της πόλης, καθώς η Ιστορία, με τα αναπάντεχα γεγονότα της, βαραίνει επάνω τους [...].

Οι χώροι της πόλης εμφανίζονται ως σηματοδότες της Ιστορίας, όπως αυτή αναβιώνει μέσω της μνήμης του αφηγητή. H τελευταία λειτουργεί ελλειπτικά, πυκνά, ανασυνθέτει τις εικόνες —τις αναπαραστάσεις των γεγονότων— φιλτραρισμένες και διαμεσολαβημένες από τον χρόνο. Θα τολμούσα να πω ότι η Ιστορία —η οποία αναπαρίσταται— είναι μια ψευδής Ιστορία, αφού δε μεσολαβεί μόνο ο παραμορφωτικός φακός του χρόνου αλλά και τα τεχνάσματα της αφήγησης. O λόγος, άλλωστε, της Ιστορίας είναι αναλυτικός και στέκεται στις έννοιες, ενώ ο λόγος της αφήγησης είναι ελλειπτικός, πυκνός, δεν αναλύει, συνθέτει και ανασυνθέτει. Στα πεζογραφήματα της Σαρκοφάγου και της Μόνης κληρονομιάς η ιστορία της πόλης δεν είναι λίγες οι φορές που δίνεται υπαινικτικά, μεταφορικά. Προβάλλονται έτσι τα εσωτερικά της στοιχεία [...].

 

Έλενα Χουζούρη, ό.π., σσ. 59-63.

7. Για την «Παναγία τη Ρευματοκρατόρισσα»

[... ] H ματιά του αφηγητή, ο οποίος μέσω της μνήμης του ανασυνθέτει κομμάτια και ξαναστήνει σκηνές από την ιστορία της πόλης, λειτουργεί διττά: α) μυθοποιητικά, όσον αφορά τη βυζαντινή περίοδο της πόλης και τις αρχές του 20ού αιώνα, στοιχείο το οποίο εμφανίζεται κυρίως στα πεζογραφήματα τα οποία περιέχονται στον τόμο Το δικό μας αίμα και β) απομυθοποιητικά, όσον αφορά την Κατοχή και τα μετακατοχικά χρόνια. Ως παραδείγματα γι' αυτή τη λειτουργία μπορούμε να πάρουμε τα πεζογραφήματα «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα» (H σαρκοφάγος) και «Τα σκυλιά του Σέιχ-Σου» (H μόνη κληρονομιά). Στο πρώτο πεζογράφημα η εικόνα της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας είναι το συνδετικό σύμβολο της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των προσφύγων. Ανάγεται σε θρύλο της λαϊκής παράδοσής τους. O θρύλος της εικόνας συναντά εκείνον της εκκλησίας της Αχειροποίητου, ο οποίος παραπέμπει στη μακραίωνη ιστορία της πόλης. Επιβεβαιώνεται έτσι έμμεσα η ελληνική καταγωγή των προσφύγων, η οποία φτάνει μέχρι το Βυζάντιο [...].

Στο πεζογράφημα αυτό η Ιστορία εγγράφεται στη μνήμη του αφηγητή ως ένα αίσθημα χαμού, ξεριζωμού. Το κραταιό παρελθόν, μυθοποιημένο λόγω της χρονικής απόστασης και της μη βίωσης, συγκρούεται συνεχώς με το μίζερο και άβολο παρόν. «[...] Χάσαμε τα σπίτια μας, τα παλάτια μας, κι ήρθαμε εδώ να παλεύουμε με τους σκληροτράχηλους ντόπιους, που αμέσως μας όρμηξαν[.] [...]». Ο αφηγητής μετατρέπεται σε άμεσο εκφραστή της συλλογικής μνήμης των προσφύγων. Μνήμη η οποία πονά στην καινούρια πόλη, που κάθε άλλο παρά φιλική υπήρξε γι' αυτούς. «[...] Στη Σαλονίκη τους πιο πολλούς τους στρίμωξαν στην Αχειροποίητο ή εκεί γύρω. Οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει για αιώνες την τεράστια εκκλησιά σε τζαμί κι έτσι την είχαν μαγαρίσει.

Όσο μυθοποιητικά λειτουργεί η ματιά του αφηγητή σε ό,τι αφορά τις βυζαντινές και ορθόδοξες παράδοσης της πόλης τόσο απομυθοποιεί την προπολεμική, κατοχική και μεταπολεμική περίοδο. Αυτή η απομυθοποιητική λειτουργία συναντάται μόνο στα πεζογραφήματα της Σαρκοφάγου και της Μόνης κληρονομιάς. Και, όταν λέμε απομυθοποιητική λειτουργία, εννοούμε τη μη ηρωική και μη μυθολογική προσέγγιση. Η πόλη βιώνει την ιστορία της μέσα από την καθημερινότητά της. Το απλό, το πεζό, το συνηθισμένο συναντά το μεγάλο, το αναπάντεχο. Πίσω από τα συνταρακτικά γεγονότα η πόλη εξακολουθεί να κινείται αργόσυρτα μέσα στον παρόντα χρόνο της. Και, για να ακριβολογούμε, ουδέποτε ολόκληρη η πόλη, αλλά πάντα εκείνη των λαϊκών η προσφυγικών πληθυσμών. «[...]

Οι λαϊκές και προσφυγικές γειτονιές ενώνονται και αποκτούν μια ψυχή, η οποία μοιάζει ν' αντιστέκεται με το δικό της αντιηρωικό τρόπο [...].

 

Έλενα Χουζούρη, ό.π., σσ. 65-67

8. Για το «Λειρί τον Πετεινού»

Αλλά η πόλη επανακτά τη γοητεία της και τον ερωτισμό της, μ' έναν ιδιάζοντα αισθησιασμό, ανάμεικτο με νοσταλγία και θλίψη, στο αμέσως επόμενο πεζογράφημα —από τα καλύτερα του συγγραφέα—, στο «Λειρί του πετεινού». Μια φωτογραφία γίνεται η αιτία της ανακύκλησης της μνήμης. Κι ο αφηγητής «περνάει» και πάλι στην ηλικία της αθωότητας: «[...] Ήσουν πολύ μικρός, ίσως δεν είχες πάει ακόμη στο σχολείο [...].

[...]». Η πόλη γίνεται και πάλι παραμύθι, παρηγοριά ζωής. Βουτιέται μέσα στο Μύθο της, καθώς σ' αυτή «[...] Όλα ήταν χωματένια, έτοιμα να διαλυθούν και να ξαναενωθούν[.] [...]». Η πόλη χώνεται βαθιά μέσα στο χρόνο, καθώς το πορφυρό Βυζάντιο βροντολογάει πάνω της. Ο Μύθος της ανασυντίθεται μέσα από τις οσμές των πεθαμένων λουλουδιών, σημάδια του γήινου και φθαρτού.

 

Έλενα Χουζούρη, ό.π., σσ. 116-117.

9. Για την «Ομίχλη»

[...] Άλλοτε η πόλη εμφανίζεται χαμένη, περιτυλιγμένη από την ομίχλη ή αναδυομένη μέσα από αυτή σαν μια μυθική και ποιητική φιγούρα. Είναι μια πόλη μητρική, η οποία ανοίγει την υγρή αγκαλιά της για να δεχτεί τον ανήσυχο, γεμάτο άνομες επιθυμίες περιπατητή. Το βύθισμα σ' αυτή είναι ανακουφιστικό, μοιάζει μ' εκείνο μέσα στη μήτρα πριν η γέννηση ανοίξει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου: «[... ] H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει[.] [...]». Η πόλη διαθλάται μέσα στην ομίχλη. Στα μάτια του αφηγητή όλα αλλάζουν μορφή καθώς χάνονται μέσα στην αχλύ: «[...] H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η [...]

Καθώς ο αφηγητής περιπλανάται στην υγρή και αχνή πολιτεία, η ομίχλη παίρνει εξωπραγματικές διαστάσεις. Από απλό κλιματολογικό φαινόμενο, σύνηθες για την πόλη αυτή, παραπέμπει στον χώρο του ονείρου και της ψευδαίσθησης. Η ομίχλη εσωτερικοποιείται από τον αφηγητή, για να ταυτιστεί με τα όνειρά του και τις προσωπικές του ψευδαισθήσεις: «[...] Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα[.] [...]». Η εσωτερικοποίηση προχωρεί τόσο ώστε ο αφηγητής γίνεται ένα μ' αυτή. Το σκηνικό δεν μοιάζει με πραγματικό. Οι διαθλάσεις που δημιουργεί η ομίχλη προκαλούν ρωγμές στον χώρο και στον χρόνο. Ο αφηγητής «ταξιδεύει» μέσα απ' αυτές τις ρωγμές για να συναντηθεί με σκιές του θανάτου: «[...] Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Κολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Αίματος. Κι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω[.] [...]». Η πόλη τυλιγμένη στην ομίχλη γίνεται μακρινή, απόκοσμη, γεμάτη σκιές που γλιστράνε στους δρόμους, που κι αυτοί με τη σειρά τους δεν μοιάζουν με τους παλιούς, έχουν ξεθωριάσει από τον χρόνο και τη φθορά. Μια παρακμή κι ένας θάνατος περιβάλλει τους δρόμους και τα δρομάκια στα οποία περπατά ο αφηγητής ακολουθώντας αυτές τις σκιές. Ώσπου φτάνει στην Πορτάρα, απ' όπου του γνέφουν οι σκιές για να περάσει. Εκείνος, όμως, μένει έξω, μόνος μέσα στην ομίχλη και στη νύχτα, για να ξαναγυρίσει, μετά την περιπλάνησή του στα μονοπάτια του θανάτου, στην άλλη την πόλη, εκείνη της ζωής, όπου τον περιμένουν τα τραμ, τα φώτα, η κίνηση, οι άνθρωποι.

 

Έλενα Χουζούρη, ό.π., σσ. 77-78.

Επισημάνσεις

• Κατά τη διδασκαλία θα πρέπει να καταδειχθούν τα γενικά γνωρίσματα των αφηγημάτων του, τα οποία αποτελούν μικρογραφίες της καθημερινότητας και του περίγυρου και χαρακτηρίζονται από μνημονικές ανακλήσεις, συγκινησιακό και εξομολογητικό κλίμα, ακρίβεια και καθαρότητα στη γλώσσα.

• Θα ήταν χρήσιμο να επισημανθούν τα ιδιαίτερα γλωσσικά και υφολογικά στοιχεία, ο μακροπερίοδος λόγος, η καθημερνή γλώσσα, η ανάμειξη πεζολογικών στοιχείων με στοιχεία της ποιητικής ατμόσφαιρας.

• Αξίζει να αναδειχθεί και να συζητηθεί η συνειρμική οργάνωση του αφηγηματικού υλικού, όπως διαμορφώνεται από τον Γ. Ιωάννου μέσα από δύο τεχνικές: την τεχνική του διασπασμένου και την τεχνική του αδιάσπαστου θέματος. Αξιοπρόσεκτος είναι επίσης ο ρόλος της μνήμης και της παρατήρησης.

• Ας προσεχθεί η χρήση του βιώματος ως πρώτης ύλης στην πεζογραφία του Γ. Ιωάννου και η αξιοποίησή του.

• Είναι χρήσιμο να παρατηρηθεί στα συγκεκριμένα αφηγήματα να γίνει λόγος για τη χρήση του χρόνου και την αβίαστη σύνθεση παρόντος-παρελθόντος.

• Ας σημειωθεί ο πρωτεύων ρόλος της Θεσσαλονίκης ως χώρου στην πεζογραφία του Γ. Ιωάννου.

• Η μυθοποίηση της παιδικής ηλικίας, η απουσία μελοδραματισμού και έντονου συναισθηματισμού, η μονοήμερης αφήγηση —συνήθως σε α« ενικό πρόσωπο— αποτελούν άξια μνείας ζητήματα.

 

pano

 

 

Γιώργος Ιωάννου

 

Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό .

 

pano

 


 

Γιώργος Ιωάννου

Βικιπαίδεια Γιώργος Ιωάννου

Βιβλιοnet Βιβλιοnet

ΠΟΘΕΓ Γιώργος Ιωάννου

Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα δεσμός

lifo, αφιέρωμα στον Γ. Ιωάννου δεσμός

Εταιρεία Συγγραφέων δεσμός

Εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΕΡΤ

 

pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano