ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη

© Σοροβέλης Χρίστος, Φιλόλογος- Συγγραφέας

 

 

Η «Πάπισσα Ιωάννα» (1866) του Ροΐδη αποτελεί ένα λογοτεχνικό έργο, το οποίο έχει απασχολήσει πολλούς μελετητές της λογοτεχνίας. Στις 4 Απριλίου 1866 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έστειλε εγκύκλιο προς «τους κατά την επικράτειαν Σεβασμιωτάτους Ιεράρχας», με την οποία αναθεματίζει την Πάπισσα και ενημερώνει τους χριστιανούς πως ζητήθηκε από την πολιτεία να παρέμβει, διότι το έργο κρίνεται επικίνδυνο, αφού είναι ικανό να βλάψει τους πιστούς ψυχικά αλλά και σωματικά.

Ο Ροΐδης στα Προλεγόμενα του βιβλίου τονίζει πως περιέγραψε μια ιστορία όπως ακριβώς ήταν, δίχως περιφράσεις, όπως κάνουν οι σεμνοί, για να σκεπάζουν τη μη σεμνότητά τους, όπως έκαναν οι πρωτόπλαστοι που σκέπασαν με φύλλα συκής τη γύμνια τους. Θέμα του έργου είναι ο Πάπας του 9ου αιώνα, ο Ιωάννης Η’, που ήταν όμως γυναίκα. Σύναψε ερωτικές σχέσεις με ένα νεαρό μοναχό, τον οποίον άφησε για να ασχοληθεί με υψηλές δραστηριότητες, τέλος, φτάνει στη Ρώμη, συνάπτει σχέσεις με τον αρχιθαλαμηπόλο και πεθαίνει κατά τη διάρκεια του τοκετού.

Στο έργο του, λοιπόν, διακρίνεται η ηρωίδα ντυμένη γυναίκα να γνωρίζει το ξύπνημα των ενστίκτων της και να γεύεται τον έρωτα με τον εραστή της Φρουμέντιο. Ζουν μια ερωτική έκσταση, δεν επιθυμούν να ζήσουν συμβατικά, σε μια σκληρή μοναστική ζωή, σε μια «κλίνη εξ αχύρων» και βρίσκουν ερωτικό καταφύγιο σε ένα «ερμητήριον» ως «ερασταί» με πλούσια εδέσματα. Μετά την Τεσσαρακοστή, όπως αναστήθηκε ο Ιησούς, κατ΄αυτόν τον τρόπο πανηγύριζε και η φύση, σαν να έβγαλε από πάνω της μια χήρα το πένθος για το θάνατο του άντρα της και ζει με πάθος. Υπάρχει ένα γήινο πάθος, δίχως τις ψεύτικες συμβάσεις που επιβάλει η κοινωνία και η εκκλησία. Η φύση καλεί τον άνθρωπο να γευτεί τις χαρές της, η άνοιξη διδάσκει το χορό ακόμη και στους γαϊδάρους. Φύση, άνθρωπος και έρωτας ενώνονται μέσα σ΄ένα μεθύσι της ζωής.  Το ζευγάρι κοιμήθηκε μαζί δίχως τύψεις, που παραβίασε το έθιμο της παρθενίας και της ιεροσύνης. Ο έρωτας στο έργο αυτό δεν αποτελεί αμαρτία, μίασμα για τους ανθρώπους, ακόμη και αν αυτοί είναι ιερωμένοι. Ο συγγραφέας ενδεχομένως επιθυμούσε να σατιρίσει και να στηλιτεύσει την ψεύτικη ζωή  μερικών ιερέων ή μοναχών που ζουν κάτω από το πέπλο της ανηθικότητας, που κρύβουν τις πραγματικές τους ανάγκες και συμπεριφορές.

Επίσης, ο Ροΐδης αναφέρεται στους θεούς των Αρχαίων Ελλήνων για να δείξει πως ο έρωτας είναι «απόλυτος κύριος», αφού ακόμη και ο Δίας μεταμορφωνόταν στη μορφή για να είναι αρεστός στις ερωμένες του, αντίστοιχα και ο εραστής της Ιωάννας, ο Φρουμέντιος, έτρωγε κρέας αλλά και «ξύλο» για να ευχαριστήσει την ερωμένη του. Η ερωμένη του αισθάνεται ηδονικά κάθε φορά που συναναστρεφόταν με «θαυμαστάς» και δίχως φόβο φανέρωνε τη θηλυκή της πλευρά. Ο γοητευμένος από την ομορφιά της, Φρουμέντιος ήταν εγκλωβισμένος στα θέλγητρα του έρωτά της, «εζήτει παντί τρόπω να εισέλθη…περίβολον», και μόλις εκείνη άρχιζε να απομακρύνεται, ένιωσε ανίκανος να αντιμετωπίσει την απώλεια του έρωτα και σκέφτεται ακόμη και την πιθανότητα της αυτοκτονίας. Μάλιστα, τραγική είναι η εικόνα όταν έχει συνειδητοποιήσει την ξαφνική της φυγή και σε ένα ρομαντικό τοπίο, σε ένα ειδυλλιακό μέρος κραυγάζει και ο αντίλαλος επαναλαμβάνει τη φωνή του: «Ιωάννα». Ενδεχομένως ήθελε με τη σκηνή αυτή, την παρωδία του κινήματος του ρομαντισμού. Ο συγγραφέας ασκεί κριτική στη γυναικεία διπροσωπία, αφού εκείνη ούτε καν γύρισε να τον κοιτάξει, έμεινε ασυγκίνητη, και ο Ροΐδης μέσα από παραδείγματα από τη μυθολογία και με σατιρικό τρόπο τονίζει πως ο «έρως και ο βήχας» δεν κρύβονται. Η σκηνή της επιστροφής του ερωτευμένου στο «σπήλαιον» είναι τραγική. Ο δυστυχής νέος πληγωμένος από τον έρωτα, ζητεί παρηγοριά στη θρησκεία και γιατρεύτηκε από το τραύμα της αγάπης, διότι ξαναερωτεύεται.

Μέσω της αναφοράς στον έρωτα ο συγγραφέας δεν χάνει την ευκαιρία να συνδέσει τη γυναικεία ματαιοδοξία με τη ματαιοδοξία των ελλήνων πολιτικών που έφεραν την Ελλάδα σε μια οδυνηρή κατάσταση. Με ένα αναλογικό συλλογισμό και με ειρωνικό ύφος, αναφέρει πως, όπως οι λαοί έχουν ένα μόνο «βασιλέα», και οι «όνοι εν μόνον σάγμα», κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κοινωνία της εποχής του θέλει να έχει η γυναίκα έναν εραστή. Η  αναφορά στον έρωτα γίνεται είτε με αυθάδεια είτε με κομψό τρόπο και οι αρχές της ελληνικής εκκλησίας δεν άργησαν να το καταδικάσουν, όπως και για πολλούς λόγους, και να επιβληθούν στο Ροΐδη κυρώσεις. Ωστόσο, στόχος του συγγραφέα ήταν να στηλιτεύσει την υποκριτική ευσέβεια, έχει σατιρική οπτική και παρωδεί το ιστορικό μυθιστόρημα, σε μια εποχή, κατά την οποία ακμάζει το ρομαντικό κίνημα στην ελληνική λογοτεχνία, για να μετριαστεί ο ενθουσιασμός για το ρομαντικό μυθιστόρημα.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1988.

2. Λ. Βαρελάς, «Η Πεζογραφία», στο Αθηνά Βογιατζόγλου κ.ά, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ός αιώνας). Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ός αιώνας), Εγχειρίδιο μελέτης, β΄έκδοση, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

3. Λ.Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.ΕΤ., Αθήνα 1978.

4. Roderick Beaton, Eισαγωγή στη Νεότερη Λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μετάφραση: Ε. Ζούργου – Μ. Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996.