Πληροφορίες για τον Δημήτριο Βικέλα εδώ
Το παρακάτω κείμενο έχει αντληθεί από την έκδοση του 1897. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου, έγινε όμως αλλαγή σε μονοτονικό. Δε συμπεριλήφτηκαν οι εικόνες.
Τα προκείμενα οκτώ Διηγήματα του κ. Δημητρίου Βικέλα εδημοσιεύθησαν κατά πρώτον εις το περιοδικόν «Εστία». Τα εξ πρώτα ανετυπώθησαν εις ιδιαίτερον τεύχος, προ πολλού ολοσχερώς εξαντληθέν. Την νέαν ταύτην έκδοσιν κοσμεί εκατοστύς εικόνων, οφειλομένων εις εξόχους Έλληνας καλλιτέχνας, τους κ. κ. Γιαλλινάν, Γύζην, Ιακωβίδην, Λύτραν, Ράλλην, Ρίζον και Φωκάν.
Πρώτον ήδη παρ' ημίν συνηντήθησαν τόσα ονόματα τοιαύτης αξίας εις τον τίτλον Ελληνικού βιβλίου. Η συνεργασία των μνησθέντων επιφανών καλλιτεχνών καθιστά το τεύχος τούτο Λεύκωμα, τρόπον τινα, της συγχρόνου Ελληνικής Ζωγραφικής.
Ως προς τα διηγήματα αυτά καθ' εαυτά, περιττή πάσα εκ μέρους του εκδότου σύστασις. Αρκούντως ήδη εξετιμήθησαν παρ' ημίν, αι δε εις πολλάς ξένας γλώσσας επανελημμέναι μεταφράσεις τα κατέστησαν, εφαμίλλως προς τον Λουκήν Λάραν, γνωστά και πέραν των ορίων της Ελλάδος.
Το κατ' εμέ κατέβαλον πάσαν προσπάθειαν, όπως η έκδοσις αύτη καταστή αξία του τε κειμένου και των κοσμουσών αυτό ωραίων εικόνων.
ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ.
Ο Κύριος Πλατέας, καθηγητής των Ελληνικών εις το Γυμνάσιον Ερμουπόλεως, επέστρεφεν από τον τακτικόν απογευματινόν περίπατόν του. Άλλοτε ο περίπατος ούτος εγίνετο εις τα Βαπόρια. Αλλ' αφού ήρχισεν η χάραξις της οδού της μελλούσης, ως ελέγετο, ν' απολήξη εις Χρούσα, ο Κύριος καθηγητής, αντί του τετραπλού καθ' εκάστην γύρου του εις τον περιωρισμένον και μόνον έως τότε περίπατον εκείνον των Ερμουπολιτών, έφερε τα βήματά του εις την νέαν οδόν. Παρακολουθών μετά μεγίστου ενδιαφέροντος την γινομένην εργασίαν, παρεξέτεινεν από εβδομάδα εις εβδομάδα τον δρόμον του αναλόγως της προοδευούσης οδοποιίας, οι δε συνάδελφοί του έλεγον περί αυτού ότι θα καταντήση ούτω να περιπατή μέχρι τέλους εως εις τα Χρούσα, όταν η οδός τελειωθή. Αλλά κατ' εκείνην την εποχήν (δηλαδή περί το έτος χιλιοστόν οόκτακοσιοστόν και πεντηκοστόν) η συντηρητική των δημοτών μερίς εθεώρει άσκοπον και περιττήν την προς κατασκευήν της οδού δαπάνην, μη επιτρεπομένης δε της τοιαύτης δαπάνης και από τα μέσα του δήμου, αι έργασίαι είχον προ τίνων μηνών διακοπή. Η οδός έφθανε μέχρι του ανοίγματος της πετρώδους φάραγγος του Μάνα, και μέχρι του σημείου εκείνου περιωρίζετο επί του παρόντος ο καθημερινός του Κυρίου Πλατέα περίπατος.
Την άσκησιν ταύτην επέβαλλον εις τον καθηγητήν λόγοι υγιεινής. Αληθώς η εξωτερική του μορφή δεν εμαρτύρει την ανάγκην πολλής προσοχής περί τα της διαίτης. Αλλ' αυτή αύτη η πληθώρα υγείας, η εκδηλουμένη διά της αυξανούσης πολυσαρκίας, ήτο λόγος ανησυχίας δικαιών τα προφυλακτικά μέτρα του. Το μικρόν του σώματός του ανεδείκνυε μεγαλειτέραν ίσως της πραγματικότητος την περιφέρειάν του περί τας οσφύς, αλλά και ο τράχηλός του εξήρχετο μετά τινος στενοχωρίας από τας περιπτύξεις του λαιμοδέτου του, και αι κόκκιναι ξυρισμέναι παρειαί του προείχον οπωσούν στρογγύλαι εκατέρωθεν του δασέος μύστακός του. Εν συνόλω ο τεσσαρακοντούτης ήδη Κ. Πλατέας παρετήρει μετά δυσαρεσκείας ότι το σχήμα του μετεβάλλετο βαθμηδόν επί το σφαιρικώτερον. Ναι μεν, διετήρει εισέτι την ελαστικότητά του, αι δε μικραί του κνήμαι έφερον ευκόλως το υπερκείμενον βάρος, αλλ' ουχ ήττον, οπόταν είχε σύντροφον εις τους περιπάτους του, εφρόντιζε να φέρη την ομιλίαν εις τρόπον ώστε να ομιλή ο σύντροφος εις τον ανήφορον, αυτός δε να λαμβάνη τον λόγον εις τον κατήφορον ή επί ομαλού εδάφους.
Μέχρις ώρας η άσκησις δεν συνετέλεσεν εις ελάττωσιν του πάχους, αλλά τουλάχιστον έθεσε φραγμόν εις την αύξησίν του. Τούτο εξηκρίβωνεν ο Κ. Πλατέας διά των κατά μήνα ζυγίσεών του εις την πλάστιγγα του τελωνείου, όπου η φιλία ενός ελεγκτού τού παρείχε το προνόμιον των τοιούτων δοκιμών.
Παρεκτός του περιπάτου, ο ιατρός είχε συμβουλεύσει και τα θαλάσσια λουτρά ως μέσον αντιπαχυντικόν. Κατά της τοιαύτης γνώμης εξανέστησαν οι πλείστοι των γνωρίμων του, ιατρών και μη. Αλλ' ο Κ. Πλατέας ήτο εξ εκείνων, οίτινες εμμένουν ακλόνητοι εις την άπαξ ληφθείσαν απόφασιν και εις την άπαξ δοθείσαν εμπιστοσύνην. Ώστε αι διαμαρτυρήσεις και οι ειρωνικοί υπαινιγμοί των θεωρούντων τα θαλάσσια λουτρά ως δυναμωτικά, και κατά συνέπειαν παχυντικά, δεν ίσχυσαν να τον αποτρέψουν. Εξηκολούθησεν επί δύο θερινάς περιόδους την θαλασσολουσίαν και ήθελε βεβαίως την εξακολουθήσει εφ' όρου ζωής, εάν φοβερόν συμβάν δεν του ενέπνεε τοσούτον τρόμον, ώστε επροτίμησεν ο άνθρωπος να εκτεθή μάλλον εις τον κίνδυνον του να διπλασιασθή η περιφέρειά του, ή εις την επανάληψιν του παθήματος εκ του οποίου διεσώθη χάρις μόνον εις την ρώμην και την γενναιότητα του πρωτοδίκου Κ. Λιάκου. Άνευ αυτού ο Κ. Πλατέας επνίγετο και δεν εγράφετο η παρούσα ιστορία.
Ιδού πώς συνέβη το πράγμα:
Δεν ήτο κολυμβητής περίφημος ο Κ. Πλατέας, αλλ' ηδύνατο όπως δήποτε να πλέη, ηρέσκετο δε προπάντων εις το να απλώνη τα νώτα επί των υδάτων. Ανεπαύετο λοιπόν ούτω μίαν θερινήν ημέραν, πλέων ανάσκελα. Ήτο όλως αμέριμνος, η δε ευφρόσυνος απόλαυσις της χλιαράς θαλάσσης μετετρέπετο εις νάρκωσιν νυσταλέαν, ότε αίφνης ησθάνθη κάτωθέν του τα ύδατα διασχιζόμενα ορμητικώς υπό σώματος ογκώδους, το δε κύμα ωθούμενον προς τα νώτα του μετά παφλάσματος βιαίου. Η λέξις Καρχαρίας ήλθε διά μιας εις τον νουν του. Περιεστράφη εν ακαρεί διά να κολυμβήση και να φύγη ει δυνατόν τον κίνδυνον. Αλλ' είτε εκ του τρόμου, είτε εκ της βίας, είτε εκ του βάρους του, έχασε στρεφόμενος και ισορροπίαν και δυνάμεις, αντί δε να πλεύση εβυθίσθη βαρύς εντός της θαλάσσης.
Ταύτα πάντα αστραπηδόν, εν μια στιγμή. Αλλ' αι τοιαύται στιγμαί είναι ως αιώνες δια τον διερχόμενον αυτάς, η δε φαντασία υπείκουσα εις του αίματος τας βιαίας κινήσεις εργάζεται μετά τοσαύτης τότε ταχύτητος, ώστε, καθώς έλεγε μετέπειτα ο Κ. Πλατέας, εάν επεχείρει να καταγράψη όσα κατ' εκείνην την στιγμήν επεσωρεύθησαν εις την ενθύμησίν του, ηδύνατο να συνθέση τόμον ολόκληρον. Σκηναί της παιδικής του ηλικίας, επεισόδια του ανδρικού βίου του, αι μορφαί των προσφιλεστέρων του μαθητών, η κηδεία της μητρός του, το τελευταίον πρόγευμά του, τα πάντα ήλθον εις τον νουν του με αλληλουχίαν τόσον ορμητικήν, ώστε συνεχωνεύοντο όλα ομού, χωρίς όμως και να συγχέωνται. Συγχρόνως δε, ως ανάκρουσις μουσική συνοδεύουσα τας νοεράς εκείνας εικόνας, εβόυζον διαρκώς εις τα ώτα του αι λέξεις του Βαλαωρίτου
Γκλαν γκλαν το σήμαντρον!...
Την προτεραίαν είχεν αναγνώσει ο δυστυχής καθηγητής το Σήμαντρον του Λευκαδίου ποιητού· η ποιητικωτάτη περιγραφή του νέου εραστού, όστις επιστρέφων εις την πατρίδα ρίπτεται εις την θάλασσαν διά να φθάση ταχύτερον εις την ακτήν, όπου ακούει αντηχούντα τον νεκρώσιμον ήχον και βλέπει την κηδείαν της μνηστής του, — ενώ δε πλέει απηλπισμένος καταβροχθίζεται υπό του θηρίου της θαλάσσης, — η ζωηρά απεικόνισις της φοβεράς εκείνης σκηνής τον είχε τοσούτον συγκινήσει, ώστε εις την εντύπωσιν των στίχων του ποιητού απέδιδεν ο Κ. Πλατέας το πάθημά του, δι' ο και διετήρησεν έκτοτε είδος μνησικακίας κατά του Βαλαωρίτου. Εάν δεν ανεγίνωσκε την προτεραίαν το Σήμαντρον, δεν ήθελεν εκλάβει ως καρχαρίαν το υπ' αυτόν νηχόμενον σώμα. Δεν ήτο η πρώτη αύτη φορά, ότε νεαρός κολυμβητής επιτηδευόμενος εις τα μακροβούτια, διήλθεν ούτω υπό τα ευρέα νώτα του. Ουδέποτε δε άλλοτε ετρόμαξεν, αλλά κατά την ημέραν εκείνην η εντύπωσις των στίχων του Βαλαωρίτου παρ' ολίγον εγίνετο αιτία του προώρου θανάτου του.
Ευτυχώς ο Κ. Λιάκος ελούετο παρέκει. Ότε είδε τον Κ. Πλατέαν παρά πάσαν συνήθειάν του βυθιζόμενον εντός της θαλάσσης, τους δε κύκλους πλατυνομένους περί το σημείον όπου εβυθίσθη, ενόησε τι συμβαίνει. Διασχίσας βιαίως την θάλασσαν επλησίασε και, καταδυόμενος, ήρπασε τον πνιγόμενον, τον ανέσυρεν εις την επιφάνειαν και μετά κόπου τον ερρυμούλκησεν άπνουν και αναίσθητον μέχρι της ακτής. Χάρις εις τας επικαίρους προσπαθείας των εκεί συνδραμόντων, συνήλθεν εις τον εαυτόν του ο Κ. Πλατέας, μετά πολλής αληθώς δυσκολίας, αλλ' επί τέλους συνήλθεν, εκεί δε εις τον αιγιαλόν ωρκίσθη διπλούν όρκον, ποτέ πλέον να μη κολυμβήση και ποτέ να μη λησμονήση ότι οφείλει την ζωήν εις τον Κ. Λιάκον.
Τον όρκον ετήρησεν έκτοτε πιστώς. Τον ετήρει μάλιστα ως προς τον σωτήρα του μετά τοσαύτης υπερβολής, ώστε ο Κ. Λιάκος, χωρίς βεβαίως να μετανοήση ότι έσωσε τον καθηγητήν, ελάμβανεν όμως συχνάκις αφορμήν να λυπηθή, διότι δεν συνέπεσεν αντ' αυτού να ευρεθή άλλος τις κατ' εκείνην την ώραν λουόμενος εκεί, προς τον οποίον ο Κ. Πλατέας να οφείλη την ζωήν του. Αι εκδηλώσεις της ευγνωμοσύνης του απέβαινον επί τέλους οχληραί. Πανταχού εξύμνει τον σωτήρα του· οπόταν τον συνήντα, (τον συνήντα δε πολλάκις της ημέρας,) τον προσηγόρευεν ενθουσιωδώς, εδράττετο πάσης ευκαιρίας διά να διακηρύξη ότι μόνη του επιθυμία εφεξής είναι και θα είναι να παρουσιασθή περίστασις διά ν' αποδείξη εμπράκτως τα αισθήματά του. — Η ζωή μου σου ανήκει, έλεγε. Σου την έχω αφιερωμένην! — Εις μάτην ο Κ. Λιάκος διεμαρτύρετο προσπαθών να τον πείση ότι δεν ήξιζε τόσον λόγον το πράγμα, ότι πας άλλος βλέπων άνθρωπον πνιγόμενον και δυνάμενος να κολυμβήση θα έπραττεν ό,τι αυτός έπραξεν. Ο σωθείς δεν επείθετο και εξηκολούθει ανακηρύττων την ευγνωμοσύνην του. Αλλ' εάν εβαρύνετο ενίοτε διά τούτο τον Κύριον Πλατέαν, δεν ηδύνατο όμως ο Λιάκος να μένη αναίσθητος εις τοιαύτην λατρείαν. Ο καθηγητής των Ελληνικών προσεκολλήθη τοσούτον εις τον νέον πρωτοδίκην, ώστε κατήντησε και ο δεύτερος να θεωρή τον πρώτον ως μέρος αναπόσπαστον της υπάρξεώς του. Η καθημερινή σχέσις επέφερε φιλίαν, ήτις τους συνέδεσε στενώς, ει και κατά πάντα ανομοίους.
Επέστρεφε λοιπόν από τον συνήθη περίπατόν του ο Κ. Πλατέας. Ήτο μία εξ εκείνων των ωραίων ημερών του Φεβρουαρίου, προδρόμων του έαρος, ότε ο ήλιος θωπεύει διά των ακτίνων του τα πρώτα άνθη των πρωίμων αμυγδαλεών, και λάμπει η κυανή θάλασσα και γελά ο αίθριος ουρανός της Ελλάδος. Αλλ' ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν του, ο δε προφυλακτικός καθηγητής δεν επεθύμει να εκτεθή εις την δρόσον της εσπέρας, ενθυμούμενος ότι κατά την ώραν ταύτην του έτους ο χειμών ανακτά την κυριαρχίαν του άμα ο ήλιος κρυφθή. Επλησίαζεν ήδη εις το Ναυπηγείον, όπου τότε ετελείωνεν η πόλις, επεριπάτει δε εισέτι παρά τον αιγιαλόν, ότε είδεν αίφνης μακρόθεν τον Λιάκον, τον αγαπητόν του Λιάκον, εξερχόμενον της πόλεως. Μειδίαμα ευχαριστήσεως εφαίδρυνε το στρογγύλον πρόσωπον του Κ. Πλατέα. Ύψωσε και τας δύο χείρας, η μία των οποίων έφερε στερεάν βακτηρίαν, και μεγάλη τη φωνή, διά ν' ακουσθή παρά του απέχοντος εισέτι φίλου του, ανεβόησε:
Τις δε συ έσσι, φέριστε καταθνητών ανθρώπων;
Διότι ο Κ. Πλατέας είχε την συνήθειαν να παρεισάγη εις την ομιλίαν στίχους ομηρικούς. Υπήρχεν ως εκ τούτου ιδέα επικρατούσα ότι εγνώριζεν εκ στήθους ολόκληρον την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν. Ο ίδιος απέκρουε μετριοφρόνως την τοιαύτην περί της Ελληνομαθείας του διάδοσιν, αλλ' ουχ ήττον συνέτεινον προς ενίσχυσίν της αι συχναί του ομηρικαί ρήσεις. Αληθώς αι κακαί γλώσσαι έλεγον ότι οι στίχοι δεν εφηρμόζοντο πάντοτε ακριβώς εις την περίστασιν, αλλ' όμως δεν επεκύρουν την κακολογίαν οι λοιποί της Ερμουπόλεως Ελληνισταί, ίσως διότι δεν ήσαν εις θέσιν να εξακριβώσουν το αληθές ή μη αυτής. Εγέλων όμως και ούτοι μετά των άλλων, ότε ο Κ. Πλατέας, ανυψών την κεφαλήν, απήγγελλε μεγαλοπρεπώς εν μέσω της κοινής ομιλίας τους ηχηρούς εξαμέτρους του Ομήρου.
Ότε οι δύο φίλοι επλησίασαν προς αλλήλους, ο Κ. Πλατέας έθλιψε περιχαρής την χείρα του σωτήρος του και εστάθη απέναντί του.
— Και δεν μου το έλεγες, αδελφέ, είπεν, ότι είχες όρεξιν διά περίπατον σήμερον, ώστε να εξέλθωμεν μαζή; Αλλά πώς ήργησες τόσον; Τώρα είναι ώρα επιστροφής.
— Ήργησα τω όντι. Ενόμιζα όμως ότι θα σε απαντήσω μακρύτερα.
Και μετά προσποιητής αδιαφορίας ο Κ. Λιάκος επρόσθεσεν:
— Είναι πολύς κόσμος έξω;
— Πολύ ολίγος! Δεν τους γνωρίζεις τους Συριανούς; Προτιμούν να αλληλοτρίβουν τους αγκώνας των εις την στενήν των πλατείαν. Μόνοι οι εκλεκτοί ευρίσκουν ευχαρίστησιν «παρά θίνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης».
— Και τίνες ήσαν σήμερον οι «εκλεκτοί»; ηρώτησε μειδιών ο Κύριος Λιάκος.
— Έπρεπε να είπω εις δυικόν αριθμόν, «τω εκλεκτώ».
Και εγέλασεν ο Κ. Πλατέας διά την επιτυχίαν του αστεϊσμού του. Εγέλασε και ο Κ. Λιάκος, αλλ' επεθύμει σαφεστέραν απόκρισιν, ώστε επανέλαβε, χαριεντιζόμενος δήθεν και αυτός:
— Αλλ' έχομεν τουλάχιστον μιμητάς ημείς οι δύο; Πόσους και τίνας απήντησες σήμερον;
— Τους αυτούς πάντοτε! τον δείνα, τον τάδε...
Και ήρχισεν ο Κ. Πλατέας απαριθμών εις τα δάκτυλά του τους περιπατητικούς φιλοσόφους, ως τους απεκάλουν οι θαμώνες της πλατείας, όσους συνήντησε, γέροντας όλους ή μεσοκόπους, εκτός ενός νεανίου ρέποντος εις τον ρωμαντισμόν και έχοντος αξιώσεις ποιητού.
— Κυρίας δε διόλου; ηρώτησε και πάλιν ο Λιάκος.
— Και βέβαια! Την Κυρίαν *** με το κοπάδι των μικρών της και τον έμπορον... πώς τον λέγουν;... τον Κύριον Μητροφάνην, με το ζευγάρι του.
Ο Κ. Λιάκος έμαθεν ό,τι επεθύμει, χωρίς να προδώση εις τον φίλον του τον κρύφιον σκοπόν των ερωτήσεών του. Αλλά το κατόρθωμα δεν ήτο μέγα. Ο Κ. Πλατέας δεν είχε την οξυδέρκειαν του Λυγκέως, συνήθως δε πέρα της αμέσου περί αυτόν επιφανείας δεν έβλεπεν. Εις τούτο συνετέλει ίσως και η έμφυτος ευθύτης και αφέλεια του χαρακτήρος του. Μη δυνάμενος να υποκριθή ή να υποκρύψη αυτός, επίστευεν ευκόλως ό,τι και οι άλλοι έλεγον. Ήτο παροιμιώδης η ευκολία, με την οποίαν εγίνετο θύμα των φίλων του καθ' εκάστην πρώτην Απριλίου. Προητοιμάζετο ο άνθρωπος από την παραμονήν, αλλ' αι προφυλάξεις δεν ωφέλουν. Και εάν υπωπτεύετό τι, αι υποψίαι του ουδέποτε ελάμβανον την ορθήν διεύθυνσιν.
— Τι λέγεις; υπέλαβεν ερωτηματικώς ο Κ. Λιάκος. Με συντροφεύεις να περιπατήσωμεν ολίγον;
— Αυτήν την ώραν, αδελφέ!
— Έως εις την στροφήν του δρόμου.
— Δεν έρχεσαι καλλίτερα εις την οικίαν μου να σου προσφέρω εν ποτηράκι μοσχάτον; Χθες μου ήλθεν από την Σίφνον. Σου το συνιστώ.
— Εάν πρόκειται διά κέρασμα, έλα να καθίσωμεν ολίγον εδώ, ν' αναπνεύσωμεν τον θαλάσσιον αέρα, και έπειτα έρχομαι και δοκιμάζω ευχαρίστως το προϊόν της πατρίδος σου.
Και έδειξεν, όπισθεν του Κ. Πλατέα, το ταπεινόν καφενείον, το οποίον τολμηρός κερδοσκόπος είχε πρό τινων εβδομάδων αυτοσχεδιάσει εκεί, εις την Άμμον, στήσας δι' ολίγων σανίδων ελαφρόν παράπηγμα καί τινας προ αυτού τραπέζας.
Ο Κ. Πλατέας έστρεψε την κεφαλήν προς το καφενείον, ύψωσε το βλέμμα προς τον δύοντα ήλιον, έσυρεν εκ του θυλακίου το ωρολόγιόν του, είδε την ώραν και εστέναξεν ελαφρώς.
— Ό,τι θέλεις με κάμνεις, είπε.
Οι δύο φίλοι διηυθύνθησαν προς το έρημον καφενείον, προς άκραν ευχαρίστησιν του ιδιοκτήτου, όστις έδραμε προσφέρων τας υπηρεσίας του. Ο πρωτοδίκης, προλαβών επιδεξίως, εκάθισεν εις τρόπον ώστε να βλέπη την προς το Μάνα άγουσαν, ο δε Κ. Πλατέας έλαβε κατοχήν του απέναντι σκαμνίου, στρέφων τα νώτα προς την εξοχήν, το δε πρόσωπον προς την πόλιν, όχι όμως και άνευ τινός ανησυχίας διά την επήρειαν του εσπερινού αέρος, ανησυχίας εκδηλουμένης διά συνεχούς συστολής των ώμων και διά του μέχρι του λαιμού κουμβώματος του επενδύτου του.
Και ήρχισαν συνομιλούντες περί αντικειμένων σχετιζομένων προς τας καθημερινάς ασχολίας των. Ο Λιάκος έδιδεν εντέχνως αφορμήν και ύλην ομιλίας εις τον φίλον του, ώστε ούτος ήτο ο έχων κυρίως τον λόγον. Και ωμίλει ο Κ. Πλατέας μετ' αύξοντος ενθουσιασμού, παρεισάγων στίχους ομηρικούς. Αλλ' όμως παρετήρει ότι ο φίλος του, αντί να τον βλέπη ομιλούντα, είχε τα βλέμματα διαρκώς εστραμμένα προς τον δρόμον, συχνάκις δε κλίνων το σώμα έκυπτε διά να ίδη έτι μακρύτερα την από το Μάνα κάμπτουσαν οδόν. Ακολουθών την διεύθυνσιν των βλεμμάτων του Λιάκου ο Κ. Πλατέας εστρέφετο ενίοτε και αυτός προς τα οπίσω, εστρέφετο δ' ολόκληρος διά να ίδη διά μέσου των ομματοϋαλίων του τι επέσυρε την προσοχήν του σωτήρος του· αλλά τίποτε δεν έβλεπε και εκαλοκάθητο πάλιν εις το σκαμνίον συνεχίζων την ομιλίαν του.
Επί τέλους ο Λιάκος είδεν ό,τι επερίμενεν. Έλαμψαν οι οφθαλμοί του, μετεβλήθη η έκφρασις του προσώπου του, ουδ' επροσπάθει πλέον να φανή ως προσέχων εις τους λόγους του φίλου του, όστις εκείνην την στιγμήν αφηγείτο μετά ζέσεως τα επεισόδια προσφάτου γιγαντομαχίας μεταξύ δύο σοφών καθηγητών του Εθνικού Πανεπιστημίου. Αλλά, βλέπων την προσήλωσιν του Λιάκου προς την διεύθυνσιν του Μάνα, ο Κ. Πλατέας διέκοψε τον λόγον, εστήριξε την αριστεράν επί της τραπέζης προς διευκόλυνσιν της μελετωμένης επί του σκαμνίου περιστροφής του, και ητοιμάζετο να ίδη πάλιν τι το ελκύον την προσοχήν του Λιάκου, ότε ούτος νοήσας τον σκοπόν του θέτει ορμητικώς την χείρα επί της παχείας χειρός του φίλου του, και σφίγγων αυτήν ισχυρώς λέγει ταπεινή τη φωνή, αλλά με ύφος επιτακτικόν:
— Μη γυρίσης!
Ο Κ. Πλατέας, κεχηνώς, δεν εγνώριζε τι να υποθέση. Αλλά δεν εστράφη. Έμενεν ακίνητος, προσηλών εν σιωπή τα βλέμματα εις του Λιάκου τους οφθαλμούς, προσηλωμένους πάντοτε προς τον δρόμον. Εκ της εκφράσεώς των ενόησεν ο Πλατέας ότι το αντικείμενον της προσοχής των επλησίαζεν, αλλά δεν ετόλμα ούτε να κινηθή, ούτε να ομιλήση.
— Ειπέ τίποτε, ψιθυρίζει αίφνης ο Λιάκος επιτακτικώς. Εξακολούθησε την ομιλίαν σου!
— Τι να ειπώ, αδελφέ; Μου έκοψες τας ιδέας μου.
— Λοιπόν απάγγειλε.
— Ν' απαγγείλω!... Τι ν' απαγγείλω;
— Ό,τι θέλεις! Την Ιλιάδα.
— Δεν μου έρχεται ούτε στίχος εις τον νουν.
— Ειπέ το Πιστεύω, ειπέ ό,τι θέλεις, αλλά μη σιωπάς!
Ο δυστυχής καθηγητής ησθάνετο παραλυθείσαν πάσαν θέλησίν του, ήτο ως αυτόματον υπείκον εις την θέλησιν του Λιάκου, του οποίου η δεξιά εξηκολούθει πιέζουσα την επί της τραπέζης αριστεράν του. Ήρχισε μηχανικώς και με φωνήν τραυλίζουσαν την απαγγελίαν. Είπε την πρώτην περίοδον του Συμβόλου της πίστεως. Αλλ' είτε συναισθανόμενος το ανευλαβές του πράγματος, είτε απλώς ένεκα της ασυναρτησίας και της συγχύσεως των ιδεών του, από το Πιστεύω επήδησεν άνευ διακοπής εις το Άλφα της Ιλιάδος. Η μνήμη του όμως δεν τον εβοήθει. Τι ήθελε πάθει μαθητής του, εάν ποτε διέστρεφεν ούτως ενώπιόν του την αθάνατον ραψωδίαν!
Απήγγελλεν έτι, ότε ο Λιάκος, αφίνων ελευθέραν επί τέλους την χείρα του, ηγέρθη αίφνης και στρεφόμενος προς τον δρόμον εχαιρέτισεν υποκλινώς. Ο Κ. Πλατέας έστρεψε τους οφθαλμούς προς τους χαιρετιζομένους και είδε τα νώτα ενός κυρίου προβεβηκότος την ηλικίαν και δύο κομψών κυριών εκατέρωθεν αυτού. Δεν εβράδυνε ν' αναγνωρίση την τριάδα και εκ των όπισθεν.
Ο Διάκος εκάθισε πάλιν. Ήτο κατακόκκινος. Ο Κ. Πλατέας εστραυροκοπήθη προς ένδειξιν του θάμβους το οποίον τον κατείχε.
— Κύριε ελέησον, είπε! Διά τον Κον Μητροφάνην και τας θυγατέρας του ήτο όλη αυτή η ιστορία!
— Με συγχωρείς, απεκρίθη ο Λιάκος μετά φωνής προδιδούσης εισέτι την συγκίνησίν του. Δεν ήθελα να υποθέσουν ότι ομιλούμεν περί αυτών.
— Μνήσθητί μου, Κύριε! Και δεν μου λέγεις ότι είσαι ερωτευμένος!
— Ω ναι! Την αγαπώ με όλην μου την ψυχήν!
Ο Κ. Πλατέας ήκουσε την εξομολόγησιν με αόριστόν τι αίσθημα ηθικής στενοχωρίας. Ελυπείτο βλέπων την βαθείαν συγκίνησιν του φίλου του, τον εζήλευεν ίσως ολίγο διά το προξενούν την ταραχήν του αίσθημα, ηπόρει πώς δεν του εξεμυστηρεύθη προ της σήμερον τον έρωτά του, ηγανάκτει δε κατά του εαυτού του πώς να μη τον εννοήση και άνευ της εξομολογήσεως. Αλλά ταύτα πάντα τόσον συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα, ώστε βεβαίως δεν ηδύνατο διά λόγων να τα εκφράση. Μετά τινων στιγμών σιωπήν, ενώ εισέτι αντήχει εις την ακοήν του η πλήρης πάθους εκφώνησις του φίλου του «Την αγαπώ», ηρώτησεν αφελώς, χωρίς να σκεφθή τι λέγει:
— Ποίαν από τας δύο;
Ο Λιάκος τον ητένισε με απορίαν. Δεν είπε λέξιν, αλλά το βλέμμα του έλεγε: «Και θέλει ερώτημα;»
Ο Κ. Πλατέας εκτύπησε το μέτωπόν του διά της ανοικτής παλάμης.
— Πού έχω τον νουν! ανέκραξε. Με συγχωρείς, αδελφέ. Από τα οπίσω καθώς τας έβλεπα τώρα, δεν διακρίνονται, και ελησμόνησα ότι της μεγαλειτέρας το πρόσωπον δεν εμπνέει τον έρωτα. Η μικρά όμως... δεν σου λέγω! Είναι νοστιμωτάτη! Η εκλογή σου καλή!
Ο Λιάκος ήκουε σιωπών.
— Τον βλέπεις εκεί! εξηκολούθησεν ο Κ. Πλατέας, εκδηλών επί τέλους το παράπονόν του. Να είναι ερωτευμένος και να το έχη κρυφόν από τον φίλον του! Να μη του εκμυστηρευθή τον πόνον του! Ας ήμην εγώ και έβλεπες. Άλλο δεν θα ήκουες παρά τους αναστεναγμούς μου!
Και εξέβαλεν έν Αχ, ερωτικόν δήθεν, από τα ευρέα στήθη του. Η διαπασών του στεναγμού, ή και μόνη ίσως η ιδέα του Κ. Πλατέα πάσχοντος δεινά ερωτικά, έφερε το μειδίαμα εις τα κατηφή του Λιάκου χείλη.
— Πώς δεν μου είπες ποτέ τίποτε; επανέλαβε.
— Δεν σου είπα, απεκρίθη ο Διάκος, διά να μη σε ζαλίζω.
Αλλ' ιδών την έκφρασιν θλίψεως συνάμα και επιπλήξεως, η οποία επεχύθη εις το πρόσωπον του φίλου του, επρόσθεσεν αμέσως:
— Να σου τα είπω όλα, αφού το επιθυμείς.
Αλλ' εσιώπησεν, ως διστάζων πόθεν ν' αρχίση. Ο καθηγητής συστείλας τους ώμους και πάλιν, έστρεψε το βλέμμα προς τον ήλιον και είδεν ότι είχεν ήδη κρυφθή όπισθεν του βουνού.
— Δεν τα λέγομεν καλλίτερα περιπατούντες; Ώρα να επιστρέψωμεν πλέον.
Και ηγέρθη. Ηγέρθη και ο Λιάκος, και οι δυο φίλοι επορεύθησαν προς την πόλιν.
Ώ! Ποία καρδία ερώσα δεν συνησθάνθη την ανάγκην να διαχύση την πλήμμυράν της εις στήθη φιλικά και συμπαθή; Αναχαιτίζει την εξομολόγησιν το σέβας προς την αγνότητα του αισθήματος, — ο αγαπών προκρίνει να τηρήση ως μυστικόν εν παραβύστω το μυστήριον του έρωτός του, ή να αποκαλύψη τον θησαυρόν του εις οφθαλμούς, οι οποίοι ίσως δεν τον εκτιμήσουν, — διστάζει και αναβάλλει, — αλλά το εκχειλίζον πάθος επί τέλους θα φανερωθή! Ο Λιάκος όμως είχεν ήδη εκλέξει και εύρει μυστικοσύμβουλον, ώστε δεν έσπευδε να επωφεληθή της παρούσης ευκαιρίας, και εσιώπα μετανοών διά την απερισκεψίαν, με την οποίαν υπεσχέθη να είπη όλα εις τον φίλον του. Όχι ότι δεν ηγάπα και δεν εξετίμα τον Κ. Πλατέαν. Αλλά τη αληθεία δεν τον εθεώρει αρμόδιον δι' ερωτικάς εξομολογήσεις, δεν τον ενόμιζεν ικανόν να εννοήση τας λεπτότητας των αισθημάτων του. Παρεκτός δε τούτου, του εφαίνετο και ως, τρόπον τινά, προδοσία το να ανακοινώση εις αυτόν τα απόρρητα της καρδίας του, αφού άπαξ εις άλλην ψυχήν τα ενεπιστεύθη.
Ο Κ. Πλατέας παρετήρησε τον δισταγμόν, αλλά τον απέδωκεν εις την συγκίνησιν του φίλου του. Μετά τινα σιωπήν, βλέπων ότι η εξομολόγησις δεν ήρχετο αφ' εαυτής, ηθέλησε να την προκαλέση δι' ερωτήσεων. Αλλ' αι αποκρίσεις ήσαν συνοπτικαί, αν και ειλικρινείς. Όπως δήποτε, εξ αυτών επληροφορήθη ο Κ. Πλατέας ότι ο Κ. Λιάκος ήτο ερωτευμένος προ τριών ήδη ετών, αφότου δηλαδή ήλθεν εις Σύραν, ότι έκτοτε απεφάσισεν ή την νεωτέραν θυγατέρα του Κ. Μητροφάνους ν' αποκτήση ως γυναίκα, ή ουδέποτε να νυμφευθή, ότι μόλις πρό τινων μηνών ηδυνήθη να εννοήση ότι υπάρχει αμοιβαιότης αισθημάτων, ότε πρώτον κατώρθωσε να ίδη υπό στέγην φιλικής οικίας την νέαν και να της ομιλήση.
— Πού συνέβη τούτο;
— Εις της εξαδέλφης μου.
— Η εξαδέλφη σου γνωρίζει τας θυγατέρας του Κ. Μητροφάνους;
— Ω ναι! Ήτο φίλη της μητρός των.
— Α! τώρα καταλαμβάνω, ανεφώνησεν ο Κ. Πλατέας. Η εξαδέλφη σου ήκουε τους αναστεναγμούς σου! Εκείνη εγνώριζε το μυστικόν σου. Διά τούτο δεν μου είπες ποτέ τίποτε εμέ.
Ο Λιάκος εμειδίασεν, αλλ' ο Κ. Πλατέας ωσάν να ησθάνθη είδος ζηλοτυπίας διά την δοθείσαν εις την εξαδέλφην προτίμησιν.
— Αφού την θέλεις και σε θέλει, επανέλαβε μετά τινα διακοπήν των ερωταποκρίσεων, διατί δεν την ζητείς εις γάμον;
— Την εζήτησα. Προ μιας εβδομάδος έστειλα την εξαδέλφην μου εις τον Κ. Μητροφάνην. Αλλά...
— Τι αλλά; Πού θα εύρη καλλίτερον γαμβρόν; Δεν ηρνήθη!
— Όχι, δεν ηρνήθη, αλλ' έθεσεν όρον, ο οποίος δεν ειξεύρω πότε θα εκπληρωθή, και εν τω μεταξύ δεν θέλει να βλεπώμεθα. Προ δέκα ημερών δεν την είδα, έστω και μακρόθεν. Ώστε εννοείς τώρα διατί σήμερον με τόσην συγκίνησιν...
— Τι είναι ο όρος του; υπέλαβεν ο Κος Πλατέας.
— Να περιμένω μέχρις ου αποκαταστήση την πρωτότοκον θυγατέρα του. Δεν θέλει να νυμφευθη ή ν' αρραβωνισθή η νεωτέρα προ της μεγαλειτέρας.
— Κακή δουλειά, φίλε μου! Φοβούμαι ότι θα έχης να περιμένης πολύ. Δύσκολα θα τον εύρη η μεγάλη. Αλλ' όμως όλα γίνονται, ώστε μη απελπίζεσαι.
Ο Διάκος εσιώπησε πλήρης προφανούς μελαγχολίας.
— Και όμως, επανέλαβε μετ' ολίγον, είναι θησαυρός η νέα, και ας είναι άσχημη! Δεν υπάρχει επί γης ψυχή αγαθωτέρα! Παρεκάλεσε θερμώς τον πατέρα της να μετατρέψη την απόφασίν του, τον εβεβαίωσεν ότι δεν θέλει να υπανδρευθή, ότι άλλο δεν επιθυμεί ή να τον γηροκομήση εκείνον και ν' αναθρέψη τα τέκνα της αδελφής της. Αλλ' ο γέρων είναι αδυσώπητος. Όταν βάλη τίποτε εις τον νουν του, ετελείωσε!
Του Λιάκου η γλώσσα ελύθη. Μεθ' όσης συντομίας απεκρίνετο εις τας ερωτήσεις του φίλου του λαλών περί του έρωτός του, μετά τοσαύτης ήδη αφθονίας λόγου παρεξέτεινε το εγκώμιον της πρεσβυτέρας θυγατρός του Κ. Μητροφάνους. Ίσως ούτως απεζημίωνεν αυτός εαυτόν, καθόσον ομιλών περί εκείνης, ωμίλει περί της νεωτέρας αδελφής. Έθιγε πλαγίως το αντικείμενον, περί του οποίου συνεστέλλετο να λαλήση απ' ευθείας.
— Είναι άγγελος καλοσύνης, εξηκολούθει λέγων. Λατρεύει την αδελφήν της. Έχει δι' αυτήν και μητρός τρυφερότητα. Πράγματι δε αντικατέστησε την μητέρα της, αφότου ωρφάνευσαν. Αυτή κυβερνά την οικίαν. Και πώς την κυβερνά! Η εξαδέλφη μου λέγει ότι δεν είδε ποτέ αλλού τόσην τάξιν, τόσην ευπρέπειαν... Και μη αμελή τα άλλα χάριν των οικιακών φροντίδων; Ολίγαι Ελληνίδες ανέγνωσαν και γνωρίζουν όσα αυτή. Α, ως προς τούτο ο Κ. Μητροφάνης είναι άξιος παντός επαίνου! Ανέθρεψε λαμπρά τας θυγατέρας του. Δεν πταίει εκείνος, εάν η ωραιότης δεν εμοιράσθη εξ ίσου εις αυτάς, αλλά το κάλλος της ψυχής το έχουν εξ ίσου και αι δύο... Είναι θησαυρός και η μεγαλειτέρα! Ευτυχής όστις την αποκτήση σύζυγον!
Ο Κ. Πλατέας ήκουε κατ' αρχάς με απορίαν την αιφνίδιον του φίλου του ευγλωττίαν. Βαθμηδόν η απορία μετεβλήθη εις στενοχωρίαν. Συνέλαβε την ιδέαν μήπως... Αλλά δεν ήτο άνθρωπος να κρύπτη ό,τι ήρχετο εις τον νουν του. Εστάθη εις το μέσον του δρόμου διακόψας και τον περίπατον και την ομιλίαν του Λιάκου και στραφείς προς αυτόν,
— Τι μου τα λέγεις αυτά; τον ηρώτησε. Τι μου την εγκωμιάζεις; Μη έβαλες εις τον νουν σου να μου την φορτώσης;
Ο Λιάκος έμεινεν ως εμβρόντητος. Ουδέποτε συνέλαβε τοιαύτην ιδέαν. Ουδέποτε εσκέφθη ότι ο Κ. Πλατέας ηδύνατο να περιληφθή εις τον κατάλογον των διά γάμον υποψηφίων. Και όμως διατί όχι; Τι έλειπε του ανθρώπου; Και διατί να μη σκεφθή ποτε ότι ηδύνατο τω όντι, αυτός να γείνη ο ζητούμενος σύγγαμβρός του.
Όλα ταύτα τα εσκέπτετο ομού και συγκεχυμένα, βλέπων ασκαρδαμυκτί τον Κ. Πλατέαν και μη ευρίσκων τι ν' αποκριθή εις το απροσδόκητον ερώτημά του. Αλλ' εκείνος εξηκολούθησε σοβαρώς:
— Άκουσε να σου ειπώ. Σου χρεωστώ την ζωήν, η ύπαρξίς μου σου ανήκει. Αλλ' εάν ως δείγμα ευγνωμοσύνης μου ζητήσης να νυμφευθώ, προτιμώ να με οδηγήσης εις την θάλασσαν, και εκεί όπου μ' έσωσες να πνιγώ εμπρός σου προς εξόφλησιν και απόσβεσιν του προς σε χρέους μου.
Διατί και πόθεν η δριμεία αύτη δήλωσις; Εμαρτύρει βεβαίως δυσαρέσκειαν, αλλά προήρχετο η δυσαρέσκεια εκ των πολλών όσα ο φίλος του είπε περί της μεγάλης αδελφής, ή μάλλον εκ της παντελούς πρότερον σιωπής και εκ της σημερινής του φειδωλίας εις το να ομιλή περί της μικράς; Τούτο ίσως ουδαμώς εγνώριζε και ο ίδιος, αλλ' όπως δήποτε ήτο δυσηρεστημένος, την δε δυσαρέσκειαν εμαρτύρουν και οι λόγοι και ο τρόπος με τον οποίον τους έλεγε.
Το ύφος του επείραξε τον Κ. Λιάκον.
— Κύριε Πλατέα, είπε ξηρά ξηρά. Σου είπα πολλάκις, επαναλαμβάνω δε, — και το επαναλαμβάνω διά τελευταίαν, ελπίζω, φοράν, — ότι ουδέν δικαίωμα έχω ούτε θέλω να έχω επί της ευγνωμοσύνης σου. Όσο δε περί γάμου, έσο βέβαιος ότι ποτέ δεν εσκέφθην να σε παρουσιάσω ως γαμβρόν, ούτε να σου προμηθεύσω νύμφην, ούτε υπέκρυπτε τοιούτον σκοπόν η εξομολόγησις των ιδικών μου υποθέσεων, με τας οποίας λυπούμαι ότι τόσην ώραν σε επονοκεφάλησα.
Οι δύο φίλοι επανέλαβον τον διακοπέντα δρόμον, αλλ' εν σιωπή και οι δύο. Εβάδιζον πλησίον ο εις του άλλου, μη βλέποντες αμφότεροι την ώραν να χωρισθούν ευσχήμως. Ευτυχώς επλησίαζον εις την γωνίαν, όπου έπρεπε ν' αποχαιρετισθούν, διευθυνόμενοι έκαστος εις την οικίαν του.
Εκεί ο Κ. Πλατέας επανέλαβε την πρόκλησίν του.
— Δεν θα έλθης να δοκιμάσης το μοσχάτον μου;
— Ευχαριστώ. Είναι αργά, έχω δε και κάπου να υπάγω.
— Εις της εξαδέλφης σου:
— Ίσως.
Και επροσπάθησεν ο Λιάκος να μειδιάση.
— Ελπίζω ότι δεν εθύμωσες, υπέλαβε συνδιαλλακτικώς ο Κ. Πλατέας.
— Διατί να θυμώσω;
— Ήσαν περιττά ίσως όσα σου είπα, αφού μάλιστα δεν επεβουλεύθης ποτέ την ελευθερίαν μου (και εκάγχασεν ο αγαθός καθηγητής), αλλά καλλίτερα να είναι καθαρά τα πράγματα.
— Βέβαια, βέβαια!
Και θλίψας την παχείαν χείρα, την οποίαν ο Κ. Πλατέας έτεινε φιλικώς, εξηκολούθησεν ο Κ. Λιάκος τον δρόμον του ταχύνας το βήμα, ενώ ο καθηγητής των Ελληνικών επορεύετο βραδέως προς την οικίαν του.
Η οικία του Κ. Πλατέα έκειτο υψηλά, εις την συνοικίαν την οποίαν σήμερον στολίζει το ορφανοτροφείον. Ολίγιστοι τότε οικίσκοι υπήρχον εις το απόκεντρον ύψωμα. Η θέα εκείθεν είναι εκτεταμένη και ωραία, αλλά δεν είλκυσε τούτο τον Κύριον καθηγητήν· τον είλκυσεν η σχετική ευθηνία των οικοπέδων. Διότι αυτός έκτισε την οικίαν. Οι τοίχοι της αντεπροσώπευον πολυετείς κόπους του. Ήτο μικρά και ταπεινή η οικοδομή, αλλ' ήτο ιδιοκτησία του, δεν την εχρεώστει εις ουδένα, δεν ώφειλε πλέον να πληρώνη ενοίκιον εις ξένον οικοδεσπότην. Το δε γλυκύ αίσθημα της ανεξαρτησίας ήτο αντιστάθμισις επαρκής του κόπου, με τον οποίον ο ευτραφής ιδιοκτήτης διεσκέλιζε δις της ημέρας τον ανήφορον του Ποταμού διά ν' ανέλθη μέχρι της οικίας του.
Η οδός εκείνη, καθώς γνωρίζουν οι επισκεφθέντες την Ερμούπολιν, λέγεται Ποταμός, διότι ήτο η κοίτη του χειμάρρου, διά του οποίου τα όμβρια ύδατα κατήρχοντο εκ του βουνού εις την θάλασσαν. Άλλως δε, και σήμερον έτι εκείθεν διοχετεύονται τα νερά. Εν καιρώ ραγδαίας βροχής η οδός γίνεται και πάλιν χείμαρρος, αλλ' αντί κρημνών και πετρών περιορίζεται εκατέρωθεν υπό οικοδομών, των οποίων αι θύραι υπέρκεινται ικανώς του εδάφους διά τον φόβον της πλημμύρας. Ώστε η ονομασία της οδού έχει εισέτι τον λόγον της. Ευτυχώς δεν βρέχει συχνάκις εις Σύραν, αλλ' όταν τούτο συμβαίνη ο Ποταμός ενίοτε είναι αδιάβατος. Εις τοιαύτας περιστάσεις ο Κ. Πλατέας ηναγκάζετο να ανέλθη εις την εστίαν του ελικοειδώς δι' άλλων πλαγίων οδών. Υπήρχον όμως και ημέραι, ότε εκλείετο εξ ανάγκης εις την οικίαν του, διακοπτομένης εντελώς της συγκοινωνίας.
Η μεγαλειτέρα ηδονή, την οποίαν διά της οικοδομής εκείνης απέκτησεν ο Κ. Πλατέας, ήτο η δοθείσα εις την γραίαν μητέρα του ευχαρίστησις του να διέλθη εν ανέσει τας τελευταίας ημέρας της, μετά τας μακράς στερήσεις και δοκιμασίας εν μέσω των οποίων ανέθρεψε τον υιόν της και τον είδε βαθμηδόν υπερνικώντα τας πρώτας δυσχερείας του διδασκαλικού σταδίου. Εντός της οικίας ταύτης απέθανεν η γραία εν ειρήνη. Έτος είχεν ήδη παρέλθει έκτοτε, αλλά το δωμάτιόν της έμενεν εισέτι ανέπαφον. Είχεν ανάγκην αυτού ο καθηγητής προς ανετωτέραν κατάταξιν της αυξανούσης βιβλιοθήκης του, αλλά το εσέβετο και το ηγάπα και το ήθελεν ούτω κενόν, ως ενδιαίτημα της μνήμης... της σκιάς της μητρός του.
Μόνην εξ αυτής κληρονομίαν παρέλαβε την γραίαν υπηρέτριάν της, την ολιγόλογον Φλουρούν, της οποίας υπέφερεν υπομονητικώς τας γεροντικάς ιδιοτροπίας, αρκούμενος εις την ατελή υπηρεσίαν της και εις την όχι συνήθως επιτυχή μαγειρικήν της. Αλλά της Φλουρούς η κυριαρχία περιωρίζετο εις το ισόγαιον της οικίας. Ο καθηγητής εύρισκε την ησυχίαν του εις το ανώγαιον, εντός του κοιτώνος του. Εντός αυτού είχε και το γραφείον του. Εκεί επί της παρά το παράθυρον τραπέζης ειργάζετο, εκεί προητοίμαζε τας παραδόσεις του, εκεί ανεγίνωσκε τους προσφιλείς του συγγραφείς, εκεί συχνάκις με τον κάλαμον εις την χείρα, ή το βιβλίον ανοικτόν ενώπιόν του, εκάθητο βλέπων αφηρημένος, υπεράνω των δωμάτων των λοιπών Ερμουπολιτών, την θάλασσαν και τας κυανάς γραμμάς των πέριξ νήσων, — ή κλίνων την κεφαλήν και κλείων τα βλέφαρα δεν έβλεπε τίποτε, διότι απεκοιμάτο.
Ηγάπα την οικίαν του ο Κ. Πλατέας. Αφότου την απέκτησε, σπανίως εξήρχετο, παρεκτός διά τας παραδόσεις και διά τον τακτικόν περίπατόν του. Μετά νέας δε πάντοτε ευχαριστήσεως έβλεπεν επιστρέφων τους τοίχους και ήνοιγε την θύραν της.
Την εσπέραν ταύτην επέστρεψε με μεγαλειτέραν ευχαρίστησιν της συνήθους, ως εις καταφύγιον μετά τον κίνδυνον του οποίου την υποψίαν υπέκρυπτε το εγκώμιον της επιδόξου γυναικαδέλφης του Λιάκου.
— Ωσάν να είναι και αλήθεια, έλεγε μονολογών, αφού εδίπλωσε τον επενδύτην του, και περιεβλήθη τον παλαιόν κοιτωνίτην του, ενώ περιέδεε την κεφαλήν με μεταξωτόν μανδήλιον, αντί σκούφου, καθώς συνήθιζε τακτικώς καθ' εκάστην εσπέραν.
— Ωσάν να είναι και αλήθεια! Να φέρω εδώ μέσα κυρίαν, να μου αναποδογυρίση τα πάντα, να με αναγκάζη να εξέρχωμαι όταν θέλω να μένω, και να μένω όταν θέλω να εξέλθω, να ακούω την φλυαρίαν της όταν επιθυμώ σιωπήν, να ανοίγω το παράθυρον ενώ κρυώνω, διότι εκείνη ζεσταίνεται, ή να το κλείω ενώ ζεσταίνομαι διά να μη κρυώση!
Και ταύτα λέγων έκλεισε το παράθυρον.
— Ο γάμος είναι ανοησία, εις την οποίαν ημπορεί τις να υποπέση ενόσω είναι νέος. Αφού πήξη ο νους, δεν συγχωρείται πλέον. Εγώ εις την νεότητά μου διέφυγα την δουλείαν της συζυγίας, και θα χάσω τώρα την ελευθερίαν μου!
Αυτίκα δούλιον ήμαρ εμοί περιμηχανόωντο.
Ενώ δ' απήγγελλε τον στίχον τούτον, έβλεπε διά της φαντασίας ενώπιόν του την νύμφην, ήτις προ ετών πολλών του επροξενολογήθη, καθώς την επανείδε πέρυσιν, ότε επεσκέφθη την πατρίδα του, με πρωίμους λευκάς τρίχας και ρυτίδας εν τω μέσω μικράς αγέλης τέκνων φωναζόντων, παιζόντων και εριζόντων.
— Δόξα τω Θεώ, εξηκολούθησε, σκεπτόμενος μεγαλοφώνως, δεν τα έχω εγώ εις βάρος μου.
Ας τα χαίρεται ο αντικαταστάτης μου!
Η Φλουρού τον διέκοψεν ανοίξασα την θύραν άνευ τινός προειδοποιήσεως. Έρριψε μετ' απορίας το βλέμμα εις όλας του δωματίου τας γωνίας, αλλ' ιδούσα ότι ο κύριος της ήτο μόνος και συνωμίλει με τον εαυτόν του, έσεισε την κεφαλήν και είπε λακωνικώς:
— Έτοιμο!
— Καλά, καλά, έρχομαι, απεκρίθη ο καθηγητής, και κατέβη εις το ισόγαιον, όπου παρά το μαγειρείον υπήρχε δωμάτιον χρησιμεύον και ως αίθουσα και ως τραπεζαρία.
Ο Κ. Πλατέας ήρχισε να τρώγη με όρεξιν, αλλά καθόσον ικανοποιείτο η πείνα του, αι σκέψεις του επανήρχοντο εις τα επεισόδια του σημερινού περιπάτου του. Αφού αυταρέσκως ενετρύφησε και πάλιν εις την συναίσθησιν της ελευθερίας του, εσκέφθη περί του Λιάκου και ελεεινολόγησεν από καρδίας τον σωτήρα του.
— Την έπαθεν ο δυστυχής, έλεγε καθ' εαυτόν. Αλλ' ο άνθρωπος δεν είναι υπεύθυνος διά τα αισθήματά του. Δεν το ήθελε να ερωτευθή. Τώρα ευρίσκεται υπό το κράτος του έρωτος και νομίζει ότι θα εύρη την ευτυχίαν όπου την ζητεί. Είθε να την εύρη και να μη μεταμεληθή! Ο καθείς όμως έχει ό,τι αξίζει, του δε καθενός η ευτυχία εξαρτάται από τον τρόπον του τού αισθάνεσθαι και του σκέπτεσθαι.
Ταύτα σκεπτόμενος ο Κ. Πλατέας ενόμιζεν ότι φιλοσοφεί. Αλλ' η δήθεν φιλοσοφία του αύτη ουδέν άλλο ήτο ή απόπειρα αυτόματος προς αποδίωξιν σκέψεων οχληρών. Διότι ανελογίζετο τον Λιάκον συγκινημένον, κατεχόμενον υπό ανεκλαλήτου αδημονίας, προσπαθούντα να υποκρύψη την ταραχήν της ψυχής του, πάσχοντα, και ενταυτώ εβασάνιζε τον νουν του η υποψία μη ο ερωτευμένος φίλος του συνέλαβε τω όντι την ιδέαν του να τον νυμφεύση με την μέλλουσαν γυναικαδέλφην του και εκ λεπτότητος δεν ετόλμα κατ' αρχάς να το είπη καθαρώς, έπειτα δε, δυσαρεστηθείς ως εκ των τρόπων του Πλατέα, ηρνήθη ότι ποτέ εσκέφθη τοιούτο τι.
Και μη δεν είχεν ο Λιάκος το δικαίωμά του ν' απαιτήση τοιαύτην έστω και θυσίαν παρ' εκείνου του οποίου έσωσε την ζωήν; Πώς δε ούτος αντήμειψε τον σωτήρα του; — Όχι μόνον υπεξέφυγεν εκ προκαταβολής την θυσίαν παρανοήσας την αβρότητα του φίλου του, αλλά και υπέδειξεν ότι τον βαρύνει η ευγνωμοσύνη, αφού επρότεινε να την εξοφλήση πνιγόμενος μάλλον ή νυμφευόμενος προς χάριν του Λιάκου! Η τοιαύτη διαγωγή του εφαίνετο ήδη αδικαιολόγητος, ασύγγνωστος! Ηδύνατο τουλάχιστον και εχρεώστει να μεταχειρισθη άλλην γλώσσαν προς τον σωτήρα του, αντί να τον δυσαρεστήση τοιουτοτρόπως.
Όσον εσκέπτετο ταύτα ο Κ. Πλατέας, τόσον εστενοχωρείτο. Το αίμα άνέβαινεν εις τας παρειάς του και ανετρέπετο η σειρά των φιλοσοφημάτων του. Επί τέλους, έσπρωξε βιαίως το πινάκιον, αφού απέφαγε τας τελευταίας σταφίδας του, επέταξεν επί της τραπέζης το χειρόμακτρόν του, και ανήλθε συγχυσμένος εις το δωμάτιόν του.
— Άσχημα έκαμα, έλεγε καθ' εαυτόν. Διατί να τον πειράξω με τα ασυλλόγιστα λόγια μου; Και τις η ανάγκη να τα είπω; Αλλά πάντοτε αργά μου έρχεται η σκέψις!
Και δώσας εν γρονθοκόπημα επί της κεφαλής του, ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του δωματίου εν μέσω του αυξάνοντος σκότους, μέχρις ου η Φλουρού εισελθούσα απέθεσε τον λύχνον επί της τραπέζης και εξήλθε πάλιν εν σιωπή.
Ο καθηγητής εστάθη προσηλών τα βλέμματα εις το φως του λύχνου. Το φως εκείνο του υπεδείκνυε το καθήκον του, τον προσεκάλει εις μελέτην, του έλεγεν ότι πρέπει να προετοιμάση κατά το σύνηθες το αυρινόν μάθημά του. Αλλά διά πρώτην φοράν εις την ζωήν του ησθάνετο ότι δεν ηδύνατο να επιστήση την προσοχήν εις τα βιβλία του. Εδίστασεν, ήρχισε και πάλιν τον εντός του δωματίου περίπατον συλλογιζόμενος συγχρόνως και τον Λιάκον, και τους μαθητάς του, και τας δύο θυγατέρας του Κ. Μητροφάνους, και τον γυμνασιάρχην. Αλλ' όμως εις την σύγχυσιν εκείνην των ιδεών υπερίσχυσε το διδασκαλικόν έμφυτον και καθίσας ενώπιον της τραπέζης κατέταξεν επ' αυτής τους τρεις τόμους του λεξικού του Γαζή, το συντακτικόν του Ασωπίου και τα άλλα συνήθη του βοηθήματα, ητοίμασε το μελανοδοχείον και το σημειωματάριόν του, ήνοιξε την Ιλιάδα, εύρε την σελίδα της αυρινής παραδόσεως και ήρχισε την μελέτην, σημειών εκάστης λέξεως την ετυμολογίαν, εκάστης φράσεως την σύνταξιν, και εκάστου εξαμέτρου τας ρυθμικάς ιδιοτροπίας. Παρέδιδε τότε το Ζ της Ιλιάδος.
Αλλά παραιτών εντός ολίγου και σύνταξιν και ετυμολογίαν και μετρικήν, λησμονών και τους μαθητάς του και την ανάγκην της σχολαστικής ανατομίας του Ομήρου, ανέγνωσεν απ' αρχής μέχρι τέλους το ενώπιόν του χωρίον των αποχαιρετισμών του Έκτορος και της Ανδρομάχης. Ποτέ άλλοτε δεν είδεν εις το επεισόδιον εκείνο όσας καλλονάς ήδη ανεκάλυπτεν! Η απαράμιλλος απεικόνισις συζυγικής αγάπης και πατρικής στοργής, η εξ έρωτος αμοιβαίου πηγάζουσα ευτυχία, η συμφορά του χωρισμού, ταύτα πάντα ουδέποτε τοσούτον τον συνεκίνησαν. Ποτέ άλλοτε ο καθηγητής των Ελληνικών ούτε ανέγνωσεν ούτε απεστήθισεν υπό τοιούτο πνεύμα στίχους της Ιλιάδος! Ενώ δε ανεγίνωσκεν, ο Έκτωρ ενεσαρκούτο εις την φαντασίαν του υπό την μορφήν του Λιάκου. Τον Λιάκον εσυλλογίζετο. Ο Λιάκος δοκιμάζει την πικρίαν του χωρισμού, προτού γευθή την γλυκύτητα της συζυγικής ευδαιμονίας του Έκτορος!
Ο Κ. Πλατέας έκλεισε το βιβλίον και ηγέρθη εκ νέου. Μυρίαι σκέψεις τον εβασάνιζον, ενώ επεριπάτει από την τράπεζαν εις την κλίνην και από την κλίνην εις την τράπεζαν.
— Διατί, ανεφώνησε, διατί να μη πιστεύσω τον Λιάκον ότι δεν εσκέφθη ποτέ να με νυμφεύση; Ανόητος εγώ να το υποθέσω! Μούτρα διά γαμβρός!
Και εστάθη απέναντι του καθρέπτου πλαγίως φωτιζομένου από το φως του λύχνου, και είδεν εντός αυτού το ήμισυ του προσώπου με το μανδήλιον επί κορυφής, ενώ το άλλο ήμισυ έμενεν εις το σκότος, ο δε κόμβος του μανδηλίου ωρθούτο διακλαδιζόμενος επί του μετώπου του.
— Μα την αλήθειαν, είπε γελάσας, ωραίον Αστυάνακτα ήθελα καταφέρει, εάν την ενυμφευόμην.
Ησυχώτερος ήδη εκάθισε πάλιν ενώπιον του γραφείου του. Αλλ' εκ νέου μεταξύ του γραφείου και των οφθαλμών του ήρχισαν να πλανώνται σκηναί και μορφαί ουδεμίαν σχέσιν έχουσαι προς την αυρινήν παράδοσιν. Εννοήσας ότι αδύνατον να εργασθή σπουδαίως, ο καθηγητής έκρινε φρονιμώτερον να πλαγιάση και να κοιμηθή. Ο ύπνος θα τον καθησυχάση, αύριον δε εξυπνών ενωρίτερον θα προετοιμάση με νουν καθαρόν το μάθημά του. Κατεκλίθη λοιπόν και έσβυσε το φως.
Αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο. Περιεστρέφετο άυπνος επί της κλίνης ο Κ. Πλατέας, εν μέσω δε του σκότους και της σιωπής η έντασις του νευρικού του συστήματος μετέτρεπεν επί μάλλον και μάλλον τας σκέψεις του εις τύψεις συνειδήσεως. Και παρήρχοντο ούτω αι μακραί ώραι της νυκτός. Επί τέλους προς τα εξημερώματα απεκοιμήθη. Αλλ' αι ιδέαι του, μετασχηματισθείσαι εις όνειρον φοβερόν, τον αφύπνισαν κατάτρομον. Ωνειρεύθη ότι το στρώμα του μετεβάλλετο εις θάλασσαν, το προσκέφαλόν του εις καρχαρίαν, ότι εβυθίζετο έχων την κεφαλήν εντός του στόματος του θηρίου, ότι ο καρχαρίας ελάμβανε βαθμηδόν την μορφήν της πρωτοτόκου θυγατρός του Κ. Μητροφάνους και μία φωνή, η φωνή του Λιάκου, εβόυζε καθ' όλον το μεταξύ εις την ακοήν του «Γκλαν γκλαν, αχάριστε, γκλαν γκλαν, αχάριστε!»
Ανεκάθισεν ιδρωμένος εις το στρώμα του, ενώ δ' έσφιγγε περί το μέτωπον το εν τη αγωνία του ονείρου λυθέν μανδήλιον, έλαβεν απόφασιν ηρωικήν.
— Θα την πάρω, ανέκραξε! Το χρεωστώ εις τον σωτήρα μου. Πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου, να καθησυχάσω την συνείδησίν μου!
Και εξηπλώθη πάλιν υπό τα σκεπάσματά του με την καρδίαν ελαφράν και τον νουν ήσυχον, ελεύθερος υποψιών και δισταγμών και τύψεων συνειδήσεως.
Ο ήλιος εισερχόμενος απλέτως εις το δωμάτιον τον εξύπνισε μίαν όλην ώραν βραδύτερον του συνήθους. Πρώτην φοράν επί ζωής του συνέβαινε τούτο εις τον τυπικόν καθηγητήν, προς άκραν απορίαν της Φλουρούς. Η κεφαλή του ήτο βαρεία, — έκαιον οι οφθαλμοί του. Εν βία επλύθη, ενεδύθη, έπιε τον μαύρον καφέν του και επανέλαβε την χθες την νύκτα διακοπείσαν μελέτην. Ο νους του όμως ήτο και σήμερον αλλαχού. Όπως δήποτε, κατά την τακτικήν ώραν ευρέθη εις το γυμνάσιον και παρέδωκε το μάθημά του. Αλλά τι μάθημα! Οι μαθηταί ηπόρουν κατ' αρχάς βλέποντες χαλαρωθείσαν την συνήθη του καθηγητού αυστηρότητα, αλλά δεν ήργησαν να εννοήσουν ότι η επιείκειά του ωφείλετο εις την παντελή εκείνου απροσεξίαν, όχι δε ποσώς εις την ιδικήν των ακρίβειαν περί την εξήγησιν του κειμένου. Ήτο αφηρημένος, ω του θαύματος, ο Κ. Πλατέας! Τότε ενθαρρυνθέντες εφιλοτιμήθησαν να επισωρεύσουν ανοησίας επί ανοησιών. Το Ζ της Ιλιάδος κατεστράφη την ημέραν εκείνην υπό ετυμολογικήν, συντακτικήν και ρυθμικήν έποψιν. Ο καθηγητής έμενεν ανάλγητος μέχρις ου, παρελθούσης της κανονισμένης ώρας, οι μεν μαθηταί απελύθησαν σχολιάζοντες αντί του Ομήρου το έκτακτον φαινόμενον της μακροθυμίας του Κ. Πλατέα, αυτός δε εξελθών του Γυμνασίου επανέλαβε το νήμα των σκέψεών του.
Αφότου εξύπνησεν εσκέπτετο χωρίς να δυνηθή να εύρη τον καταλληλότερον τρόπον προς εκτέλεσιν της ληφθείσης αποφάσεως. Το πράγμα δεν ήτο τόσον απλούν, όσον χθες την νύκτα εφαντάζετο. Δεν ήρκει η απόφασις μόνη του να νυμφευθή την πρωτότοκον θυγατέρα του Κ. Μητροφάνους, πρέπει προς τούτο να γίνωσι διαβήματά τινα. Αλλ' οποία; — Να απευθυνθή προς τον φίλον του; Αλλά, ύστερον μάλιστα από τα χθες μεταξύ των διαμειφθέντα, δεν του ήρχετο να υπάγη προς αυτόν διά να είπη... τι; «Ιδού, θυσιάζομαι προς χάριν σου.» — Όχι! — Να προστρέξη εις την μεσολάβησιν της εξαδέλφης του Λιάκου; Δύσκολον και τούτο. Εγνώριζε μεν και αυτήν και τον σύζυγόν της, εχαιρετώντο καθ' οδόν, αλλ' ουδέποτε συνωμίλησε μετ' αυτής, ώστε δεν είχεν ούτε το δικαίωμα ούτε το θάρρος να την μεταχειρισθή ως προξενήτριαν.
Ταύτα εσκέπτετο, ενώ διήρχετο την πλατείαν πορευόμενος προς την οικίαν του, διότι επλησίαζεν η μεσημβρία, ώρα φαγητού, ότε είδεν αίφνης απέναντί του ερχόμενον τον Κ. Μητροφάνην. Η εμφάνισίς του έλυσε διά μιας τας απορίας του καθηγητού. Ως έμπνευσις ακαριαία του ήλθεν η ιδέα να αποταθή απ' ευθείας προς τον πατέρα της νύμφης. Τι απλούστερον;
Χωρίς να ζυγίση τα υπέρ και τα κατά του διαβήματος, μη έχων άλλως τε τον καιρόν να πολυσκεφθή περί τούτου, υπείκων εις της στιγμής την ώθησιν, περιχαρής διά την παρουσιαζομένην διέξοδον εκ των δισταγμών όσοι τον εβασάνιζον, εχαιρέτησε τον γέροντα και εστάθη καταντικρύ του.
— Κύριε Μητροφάνη, χαίρω ότι σας απήντησα, διότι έχω να σας είπω δύο λέξεις.
— Ο Κύριος Πλατέας, νομίζω, είπεν ο γέρων αντιχαιρετών ευγενώς.
— Όλος και όλος.
— Και τι αγαπάτε, Κύριε Πλατέα;
Ο Κ. Πλατέας ησθάνθη τότε πρώτον δειλίαν τινά, αλλά δεν ήτο πλέον καιρός υποχωρήσεως. Ανέλαβε το θάρρος του και εξηκολούθησε:
— Κύριε Μητροφάνη, χωρίς περιφράσεις, ιδού. Επιθυμώ να γείνω γαμβρός σας.
Η απότομος και άνευ οιαςδήποτε προεισαγωγής έκφρασις της επιθυμίας ταύτης του καθηγητού εξέπληξε δυσαρέστως μάλλον τον γέροντα. Η αίτησις αυτή καθ' εαυτήν δεν τον εξέπληξε, καθόσον η ωραιότης της νεωτέρας των θυγατέρων του τον είχε πολλάκις ήδη εκθέσει εις την ανάγκην του ν' απορρίψη τοιούτου είδους προτάσεις, ουδέποτε όμως ούτω απ' ευθείας υποβληθείσας. Αληθώς, εξ όλων των μέχρι τούδε παρουσιασθέντων μνηστήρων ο Κ. Πλατέας εφαίνετο ο ολιγώτερον γαμβροπρεπής και ως προς την ηλικίαν και ως προς τα λοιπά προσόντα, αλλά τούτο δεν εβάρυνε πολύ κατ' εκείνην την στιγμήν εις τας σκέψεις του γέροντος. Εσκέφθη μόνον καθ' εαυτόν; «Και αυτός ακόμη!» Αναβλέψας δε προς τον Κ. Πλατέαν,
— Η επιθυμία σας αύτη, είπε, με τιμά πολύ, αλλ' είναι ακόμη νέα η μικρά μου και δεν σκέπτομαι περί υπανδρείας της.
— Τι μικρά; Δεν εζήτησα την μικράν. Σας ζητώ την... Ήθελε να είπη το όνομά της, αλλ' ανελογίσθη ότι δεν το εγνώριζε.
— Σας ζητώ την μεγάλην, επανέλαβε.
Εις τούτο ο Κ. Μητροφάνης δεν ηδυνήθη πλέον να υποκρύψη την έκπληξίν του. Πρώτην φοράν εζητείτο εις γάμον η πρωτότοκός του.
Επί τινας στιγμάς παρετήρει εν σιωπή τον Κ. Πλατέαν, όστις ήρχισε ν' ανυπομονή.
— Κύριε καθηγητά, είπεν επί τέλους. Ομολογώ ότι η πρότασις μου έρχεται ολίγον απροσδοκήτως και κατά τρόπον ασυνήθη. Δεν νομίζετε ότι τα παλαιά και πατροπαράδοτα έθιμα έχουν το καλόν των, και ότι τοιούτου είδους υποθέσεις συζητούνται καλλίτερα διά τρίτων;
Τούτο ο Κ. Πλατέας δεν το επερίμενεν. Εφαντάζετο ότι ο πενθερός ήθελε τον εναγκαλισθή εκεί εις τον δρόμον, περιχαρής διότι ευρέθη επί τέλους ο ζητούμενος γαμβρός.
— Ενόμισα, ετραύλισεν, ότι με γνωρίζετε αρκούντως και ότι το απλούστερον ήτο να σας ομιλήσω μόνος μου.
— Βεβαίως, βεβαίως! Αλλ' εάν ηθέλατε να αναθέσετε εις φίλον σας τινα την εντολήν να με ομιλήση... Εάν μου δώσετε ολίγον καιρόν να σκεφθώ, θα με υποχρεώσετε.
— Πολύ καλά. Να σας στείλω τον Κ. Λιάκον.
Ο γέρων συνωφρυώθη.
— Α! ο Κ. Λιάκος γνωρίζει την υπόθεσιν;
Ο δυστυχής καθηγητής ενόησεν ότι έσφαλεν αναμίξας το όνομα του φίλου του εις την διαπραγμάτευσιν. Ητοιμάζετο να είπη τι, και αυτός όμως δεν εγνώριζε τι, αλλ' ο Κ. Μητροφάνης προλαβών τον απήλλαξε της δυσκολίας.
— Καλά, είπε. Στείλατέ μου τον Κ. Λιάκον.
Και χαιρετήσας εξηκολούθησε τον δρόμον του.
Ποτέ άλλοτε ο Κ. Πλατέας δεν υπέστη τοσαύτην ηθικήν στενοχωρίαν όσην από χθες το εσπέρας διήρχετο. Ουδ' αυτό το πάθημά του, ότε εκινδύνευσε να πνιγή, παρεβάλλετο προς τας παρούσας βασάνους. Τότε ο κίνδυνος επήλθεν απροσδόκητος, μόνον δε μετά την παρέλευσίν του συνησθάνθη ο παθών το μέγεθός του. Σήμερον η αβεβαιότης του μέλλοντος επιτείνει την αγωνίαν, η δε διέξοδος, ενώ εφαίνετο εξευρεθείσα, ιδού πάλιν εξαφανίζεται! Έμενεν εκεί εις το μέσον της πλατείας με τας χείρας κρεμαμένας, βλέπων τα νώτα του απομακρυνομένου Κ. Μητροφάνους.
— Πρέπει να ίδω τον Λιάκον, είπε καθ' εαυτόν. Αλλά πού να τον εύρω τώρα;
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κώδων της Μεταμορφώσεως εσήμανε τας δώδεκα, και ο καθηγητής ενθυμήθη πρώτον μεν ότι τον επερίμενε το πρόγευμα εις την οικίαν του, δεύτερον δε ότι ο Λιάκος έτρωγε συνήθως εις ξενοδοχείον όπισθεν της πλατείας κείμενον. Επορεύθη λοιπόν προς το ξενοδοχείον και πράγματι συνηντήθη προ της θύρας του ξενοδοχείου με τον πρωτοδίκην.
— Ω αδελφέ, ανεφώνησεν, ω αδελφέ!
— Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Λιάκος ανήσυχος. Τι έπαθες:
— Τι έπαθα; Ό,τι ποτέ δεν επερίμενα! Εζήτησα τον Μητροφάνην να μου δώση την κόρην του και αντί να μου...
— Εζήτησες την κόρην του!
— Μάλιστα. Τι θαυμάζεις;
— Δεν μου έλεγες χθες ότι ποτέ...
— Αι, και τι με τούτο; Εσκέφθην την νύκτα και επείσθην ότι πρέπει να νυμφευθώ και ούτε θα εύρω ποτέ καλλιτέραν γυναίκα.
— Άκουσε, Πλατέα, είπεν ο Λιάκος μετά προφανούς συγκινήσεως. Τι εσκέφθης το εννοώ, διότι σε γνωρίζω. Αλλά δεν ημπορώ να δεχθώ εκ μέρους σου τοιαύτην θυσίαν.
— Τι θυσίαν; και ποίος σ' ερωτά να δεχθής ή να μη δεχθής; Απεφάσισα να την πάρω, διότι θέλω να νυμφευθώ, και θα την πάρω! Και αν δεν είναι με το θέλημα του πατρός της, θα την κλέψω! Ιδού!
Και εξηκολούθησε διηγούμενος μετά ζωηρότητος τον μετά του Κ. Μητροφάνους διάλογον. Ο Λιάκος ήκουε μειδιών. Από χθες εσκέπτετο περί του συνοικεσίου τούτου, όσον δ' εσκέπτετο τόσον το εύρισκε καλόν και αρμοστόν. Εξετάζων δε τον εαυτόν του επείθετο ότι δεν επηρεάζετο εκ της επιθυμίας του να υπερνικηθή το εμποδίζον την ιδικήν του ευτυχίαν πρόσκομμα, αλλ' ότι πραγματικώς και ο φίλος του και η αδελφή της ερωμένης του δεν ηδύναντο ή να ζήσουν ευτυχείς συνενούμενοι. Περί της συγκαταθέσεως του Κ. Μητροφάνους δεν είχεν αμφιβολίαν. Το ζήτημα της πρεσβείας τον εφόβιζεν ολίγον, ύστερον μάλιστα από την απαρέσκειαν με την οποίαν παρεδέχθη την ανάμιξίν του ο πατήρ της νύμφης. Αλλά πώς ηδύνατο να μη αναδεχθή την εντολήν; Υπεσχέθη να επισκεφθή αυθημερόν τον Κ. Μητροφάνην, το δ' εσπέρας να υπάγη εις την οικίαν του Κ. Πλατέα διά να κοινοποιήση το αίσιον αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.
Είχεν αληθώς τας δυσκολίας της η αποστολή του Λιάκου. Τας ανελογίζετο μετ' ανησυχίας, ότε έμεινε μόνος, αναχωρήσαντος του Κ. Πλατέα. Είχε πολύ ο ίδιος συμφέρον εις την καλήν έκβασιν της υποθέσεως, ώστε εφοβείτο μη δεν θεωρηθή ως αμερόληπτος η μεσολάβησίς του, μη δεν εκληφθή ως πάντη ειλικρινής ο εκ μέρους του έπαινος του υποψηφίου γαμβρού. Έπρεπε να ανατεθή εις αρμοδιώτερον πρόσωπον η διαπραγμάτευσις. Εάν δεν έσπευδεν ο ασυλλόγιστος καθηγητής να ονομάση αυτόν ως αντιπρόσωπον, ηδύναντο να συμβουλευθούν περί του πρακτέου την εξαδέλφην του, και μάλιστα να εμπιστευθούν εις εκείνην την διεξαγωγήν του πράγματος. Τώρα όμως η ανάμιξίς της ηδύνατο να δώση νέαν αφορμήν δυσαρεσκείας εις τον Κ. Μητροφάνην. Διατί εν τούτοις να μη ζητηθή η συμβουλή της; Ήτο άνθρωπος με νουν και πείραν, και ικανή να εξεύρη τρόπον προς αντιμετώπισιν πάσης δυσκολίας. Προς στιγμήν ο Λιάκος απεφάσισε να προστρέξη εις αυτήν. Αλλά μετά δευτέραν σκέψιν εθεώρησεν, εν πρώτοις, ως άτοπον το να διακοινώση εις τρίτον το μυστικόν του φίλου του, εν αγνοία του, και δεύτερον, ως άνανδρον το να μη εκτελέση μετά θάρρους την εις αυτόν ανατεθείσαν εντολήν, αφού άπαξ την ανεδέχθη. Εμπρός λοιπόν! Απόφασις! Και επορεύθη ο Λιάκος, όχι όμως άνευ ενδομύχου τινός ταραχής, προς το εμπορικόν κατάστημα του πατρός της ερωμένης του.
Ο Κ. Μητροφάνης παρελάμβανε κατ' εκείνην την ώραν μερίδα καφέδων. Τα κάρρα ήρχοντο κατά σειράν εκ του τελωνείου, οι δε αχθοφόροι μετέφερον τους σάκκους από τα κάρρα εντός της αποθήκης. Μετά δυσκολίας ο Λιάκος επροχώρησε μέχρι της θύρας.
Η τετράγωνος αποθήκη ήτο ευρεία. Η μία εκ των επί της οδού γωνιών της, χωριζομένη διά φραγής εκ σανίδων, εχρησίμευεν ως γραφείον. Τούτο εφωτίζετο δι' ενός επί της οδού σιδηροφράκτου παραθύρου. Αλλά το εκείθεν και εκ της ανοικτής θύρας εισερχόμενον εις την αποθήκην φως δεν ήτο αρκετόν όπως διακρίνη ευκόλως τα εντός αυτής ο έξωθεν ερχόμενος. Ο Λιάκος, ιστάμενος επί της εισόδου, δεν έβλεπε τα εντός της αποθήκης, αλλ' όμως ενόησεν αμέσως ότι δεν ήλθεν εις στιγμήν κατάλληλον. Ζωηρά διένεξις εγίνετο εκεί. Το αντικείμενόν της ούτε ηδυνήθη, ούτε εφρόντιζε να εξακριβώση. Λόγοι δριμείς αντηλλάσσοντο και υψούντο φωναί οργίλαι, μεταξύ δ' αυτών αντέχει επιβλητική και βροντώδης η φωνή του γέροντος εμπόρου.
Ο Λιάκος έμενεν έκπληκτος επί της εισόδου. Εγνώριζεν εκ φήμης την αυστηρότητα του Κ. Μητροφάνους, αλλά δεν εφαντάζετο ότι η οργή ηδύνατο να επιτείνη επί τοσούτον την σοβαράν και συνήθως ήσυχον φωνήν του. Εφοβήθη και ηθέλησε ν' αποσυρθή απαρατήρητος, αλλ' αίφνης ο γέρων, διακόψας την λογομαχίαν, τον ηρώτησεν αποτόμως εκ του βάθους της αποθήκης:
— Τι αγαπάτε, Κύριε Λιάκε;
— Επεθύμουν να σας είπω δύο λέξεις, αλλά σας απασχολώ. Έρχομαι άλλην ώραν.
— Περάσετε εις το γραφείον μου. Έρχομαι αμέσως.
Ο Λιάκος διασκελίσας διαφόρους σάκκους εισήλθεν εις το γραφείον και εκάθισεν επί της μόνης εκεί διαθεσίμου καθέκλας, παρά την τράπεζαν του διευθυντού. Ο περί αυτόν αήρ απέπνεε βαρύ άρωμα συμμίκτων αποικιακών ειδών, αντήχει δε η επαναληφθείσα εις την αποθήκην βοή της έριδος, εν μέσω της οποίας διέκρινε τας λέξης «βάρος, σάκκοι, τελωνείον,» συχνάκις επανερχομένας εις την συζήτησιν. Και ήκουεν ο Λιάκος, αναλογιζόμενος τον γέροντα καθώς τον είδε χθες εις τον περίπατον, με τας δύο του θυγατέρας εκατέρωθεν, ήρεμον και γαληνιαίον, ενώ σήμερον...
Μετά τινα λεπτά εκόπασεν ο θόρυβος, ανεχώρησαν οι φιλονεικούντες, και ο Κ. Μητροφάνης εισήλθεν εις το γραφείον σύνοφρυς εισέτι.
— Εις κακήν ώραν ήλθα, έλεγε καθ' εαυτόν ο Λιάκος.
— Έρχεσθε ως αντιπρόσωπος του Κ. Πλατέα, υποθέτω, είπεν ο γέρων με ύφος μάλλον ειρωνικόν.
— Μου είπε την ομιλίαν την οποίαν είχατε το πρωί.
— Ομολογώ, Κύριε Λιάκε, ότι η αυτόκλητος μέριμνά σας περί αποκαταστάσεως της θυγατρός μου μου εφάνη ολίγον παράδοξος.
— Κύριε Μητροφάνη, πιστεύσατε παρακαλώ ότι η πρότασις του Κ. Πλατέα ήτο αυθόρμητος και ότι δεν την υπεκίνησα εγώ.
Ο γέρων εμειδίασεν εις ένδειξιν δυσπιστίας.
— Ως μόνον πταίσμα, εξηκολούθησεν ο Λιάκος, δύναται να μου προσαφθή ότι χθες, εις στιγμήν διαχύσεως, διεκοίνωσα εις αυτόν το μυστικόν μου. Αλλά ποτέ, βεβαιωθήτε, ποτέ δεν μου ήλθεν εις τον νουν να τον προτρέψω εις το σημερινόν του διάβημα, και με αδικείτε μεγάλως αποδίδων αυτό εις ιδικήν μου ιδιοτελή υποκίνησιν.
— Σας πιστεύω, αφού το λέγετε, και δεν θέλω να εξετάσω πώς συνέπεσε να μου ζητήση την κόρην μου, χωρίς να την γνωρίζη, ίσα ίσα σήμερον, ύστερον από την χθεσινήν σας εξομολόγησιν... Οπωσδήποτε, εξηκολούθησε διακόπτων τον Λιάκον, όστις ητοιμάζετο να είπη τι, όπως δήποτε, δεν δύναμαι να σας δώσω αμέσως απόκρισιν. Δώσατέ μου τον καιρόν να σκεφθώ. Και μη λάβετε τον κόπον να έλθετε, θα σας μηνύσω.
Τας τελευταίας λέξεις επρόφερεν ο γέρων πολύ ξηρά. Ο Λιάκος ανεχώρησεν αποσβολωμένος. Δεν ήτο άρνησις καθ' εαυτό, αλλά βεβαίως συγκατάθεσις δεν ήτο η ζητηθείσα αναβολή. Το δε χειρότερον ήτο το ύφος, ο τρόπος του Κ. Μητροφάνους. Τούτο ηδύνατο ίσως να αποδοθή εις την προγενεστέραν δυσαρέσκειάν του, ως εκ της διενέξεως περί των καφέδων, αλλ' ουχ ήττον, ιδού, καθώς εφοβείτο, το ίδιον αυτού συμφέρον εις την επιτυχίαν της διαπραγματεύσεως επροκάλει την υποψίαν του πενθερού και ταυτοχρόνως του έφρασσε το στόμα. Πόσα ηδύνατο να είπη προς τον Κ. Μητροφάνην, και εντούτοις δεν ετόλμησε να είπη τίποτε! Συνησθάνετο ότι η μεσολάβησίς του έβλαψεν ήδη, και ότι ηδύνατο να επιφέρη μέχρι τέλους βλάβην ανεπανόρθωτον. Απητείτο διπλωμάτης επιδεξιώτερος προς διεκπεραίωσιν της υποθέσεως. Διατί να μη ακολουθήση την πρώτην του έμπνευσιν και να μη προστρέξη εις την εξαδέλφην του; Διατί και τώρα έτι να μη επικαλεσθή την βοήθειάν της; Ο Πλατέας δεν θα δυσανασχετήση διά τούτο, εάν μάλιστα επέλθη ούτω η επιτυχία. Εν μέσω της παρούσης αμηχανίας ο άνθρωπος είχε την ανάγκην ενθαρρύνσεώς τινος και υποστηρίξεως, ενώ δ' εξ ενός εδίσταζε σκεπτόμενος καθ' εαυτόν να υπάγη, να μη υπάγη, εξ άλλου οι πόδες του τον έφερον αυτομάτως προς την οικίαν της εξαδέλφης του. Ενώπιον της θύρας έπαυσε πάσα πλέον αμφιβολία.
Ο Λιάκος εύρε την εξαδέλφην του καταγινομένην εις το να μετασχηματίση το περυσινόν φόρεμα του πρωτοτόκου της, πολύ στενόν ήδη δι' εκείνον, εις νέον ένδυμα διά τον υστερότοκον, διά τον οποίον το κατεσκεύαζεν, εκ προθέσεως, ικανώς και πάλιν πλατύ. Και οι δύο έλειπον εις το σχολείον, αι δε μεταξύ των δύο εκείνων αποκτηθείσαι τρεις θυγατέρες εμελέτων τα μαθήματά των υπό τους οφθαλμούς της μητρός, λαμβάνουσαι συγχρόνως εκ του μητρικού παραδείγματος μάθημα πρακτικόν οικιακής οικονομίας.
Η οξυδερκής μήτηρ δεν εβράδυνε να εννοήση εκ της συμπεριφοράς του Κ. Λιάκου, ότι δεν τον ηυχαρίστει μεγάλως η παρουσία των κορασίων και τα έστειλε να παίξουν, επισπεύδουσα την αμοιβήν της επιμελείας των.
— Τι έχομεν πάλιν; ηρώτησεν άμα έμειναν μόνοι. Τι τρέχει;
— Ποίος είπεν ότι τρέχει τίποτε;
— Αι δα, ωσάν να μη σε γνωρίζω! Φαίνεται απ' εδώ έως εκεί, ότι έχεις να μου είπης κάτι σπουδαίον.
Τον εγνώριζεν αληθώς, όχι μόνον καθό παιδιόθεν μεγαλώσαντα υπό τους οφθαλμούς της, αλλά και διότι το γυναικείον διορατικόν της ενεβάθυνεν εις τους μυχούς της ερώσης καρδίας του. Ενόμιζε και ο Λιάκος ότι γνωρίζει κατά βάθος την εξαδέλφην του. Αλλά πώς λοιπόν δεν εσκέφθη ότι δεν θα απελάμβανεν ευκόλως την επικουρίαν της προς τελεσφόρησιν διαπραγματεύσεως, της οποίας την πρωτοβουλίαν δεν εφρόντισεν εγκαίρως να συμμερισθή μετ' αυτής; Ηγάπα η εξαδέλφη του ν' αναμιγνύηται εις υπανδρολογήματα εν γένει, ιδίως δε προκειμένου περί προσώπων προσφιλών, αλλ' είχε την αξίωσιν, ουδόλως αδικαιολόγητον, (δοθείσης της περί τα τοιαύτα ικανότητός της,) να λαμβάνη μέρος πρωταγωνιστού κατά την σύλληψιν και την διεξαγωγήν γαμηλίων συνδυασμών. Αλλέως, ούτε τους ενέκρινεν ευκόλως, ούτε εστερείτο διαθέσεως προς ανατροπήν των.
Άνευ της ταραχής, εις την οποίαν έρριψε τον Λιάκον η αποτυχία του εις το γραφείον του Κ. Μητροφάνους, θα ελάμβανεν ίσως τα κατάλληλα μέτρα, όπως εξευμενίση την εξαδέλφην. Αλλά δεν εσκέφθη περί τούτου, δεν εβράδυνε δε να εννοήση το λάθος του.
Ότε, άνευ προοιμίων, είπεν ότι εύρε τον γαμβρόν διά την αδελφήν της ερωμένης του, αντί του να εκφράση η ακούουσα την ευχαρίστησιν ή τουλάχιστον την περιέργειάν της, εξηκολούθησε το ράψιμον μετά προσποιητής αδιαφορίας, και μόνον εν Α! εξήλθε των χειλέων της, εν Α! μεταξύ ερωτήματος και επιφωνήματος. Αλλ' είτε απορίαν εξέφραζεν είτε ειρωνείαν, το Α! εκείνο επάγωσε τον Λιάκον.
— Όλα λοιπόν, είπε καθ' εαυτόν, όλα θα μου έρχωνται ανάποδα!
— Και ποίος είναι αυτός σου ο γαμβρός; υπέλαβεν η εξαδέλφη μετά τινας στιγμάς σιωπής, χωρίς να διακόψη την εργασίαν της.
— Ο Κύριος Πλατέας.
Η εξαδέλφη έπαυσε διά μιας το ράψιμον και ύψωσε προς τον Λιάκον τους οφθαλμούς, πλήρεις φαιδράς εκπλήξεως.
— Ο Κύριος Πλατέας! ανέκραξε.
Και ήρχισε να γελά, να γελά! Ποτέ ο Λιάκος δεν την είδε τόσον εύθυμον.
— Δεν το βλέπω τόσον αστείον το πράγμα, είπε μετά πολλής σοβαρότητος.
— Με συγχωρείς, απεκρίθη εκείνη, προσπαθούσα να συγκρατήση τον γέλωτα. Με συγχωρείς αν σε προσβάλλω εις το πρόσωπον του φίλου σου, αλλά δεν ημπορώ να τον φαντασθώ ως γαμβρόν και να μη γελάσω.
Και ήρχισε πάλιν φαιδρυνομένη. Αλλά βλέπουσα την μεγάλην του Λιάκου δυσαρέσκειαν, επανέλαβε σοβαρώτερον·
— Πώς το εσοφίσθης αυτό το συνοικέσιον;
— Όχι, υπέλαβεν εκείνος, χωρίς ν' αποκριθή εις την ερώτησιν. Επιθυμώ να μου είπης τι του ευρίσκεις το επιλήψιμον.
— Επιλήψιμον! ανέκραξεν η εξαδέλφη μιμουμένη την φωνήν του. Ο άνθρωπος δεν είναι επιλήψιμος, είνε απλώς γελοίος.
— Ομολογώ ότι το εξωτερικόν του δεν είναι επιβλητικόν.
— Επιβλητικόν! Όλον μεγάλας λέξεις μου λέγεις! Τώρα θα μου απαγγείλης και κανένα στίχον του Ομήρου.
— Άκουσέ με, επανέλαβεν ο Λιάκος μεταβαλών ύφος. Κι εγώ κατά πρώτον εθεώρησα το πράγμα καθώς συ. Αλλ' αφού εσκέφθην καλλίτερα, επείσθην ότι η πρώτη μου εντύπωσις δεν ήτο η ορθή. Ο Πλατέας έχει όλα τα προσόντα καλού συζύγου, θα είναι γελοίος, αν θέλης, ως μνηστήρ, θα είναι γελοίος την ημέραν του γάμου του με τα στέφανα επί κεφαλής...
Η εξαδέλφη εξεκαρδίσθη, επεχύθη δ' επί τέλους ιλαρότης και εις του Λιάκου το πρόσωπον. Αλλ' αφού παρήλθε της ευθυμίας η έκχυσις, επανελήφθη σπουδαιότερον η ομιλία, και αφηγήθη καταλεπτώς ο Λιάκος όλας τας περιπετείας της υποθέσεως. Καθόσον δ' επροχώρει εις την διήγησιν, έβλεπεν ότι διεσκεδάζοντο βαθμηδόν αι προκαταλήψεις της εξαδέλφης του, μολονότι εξηκολούθει αντιλέγουσα, ότε ο λόγος κατέληξεν εις την ψυχολογικήν ανάλυσιν του υποψηφίου γαμβρού.
— Είναι υποχονδριακός, έλεγε.
— Φροντίζει περί της υγείας του, αντέλεγεν ο Λιάκος, διότι δεν έχει περί άλλου να φροντίση. Φροντίς του μεθαύριον θα είναι η σύζυγός του, καθώς ήτο η μήτηρ του ενόσω έζη, και θα λησμονήση το υποχόνδριόν του.
— Είναι σχολαστικός.
— Μικρόν το ελάττωμα διά διδάσκαλον.
Βλέπων τας αντιρρήσεις περιοριζομένας εις τα ηθικά μόνον προσόντα του γαμβρού, ο Λιάκος εθεώρει την νίκην εξασφαλισθείσαν ως προς την εξαδέλφην του. Το ζήτημα ήτο εάν θα φέρη δυσκολίας η νύμφη.
— Εκείνη! ανέκραξεν η εξαδέλφη αποκρινομένη εις την περί τούτου ερώτησίν του. Όχι τον Πλατέαν, αλλά δεν ηξεύρω ποίον να της προτείνουν, θα τον δεχθή! Αφού δεν ημπορεί να μεταπείση τον πατέρα της και να μείνη ελευθέρα, θα υπανδρευθή τον πρώτον ο οποίος την ζητήση, διά να μη είναι πρόσκομμα εις την ευτυχίαν της αδελφής της. Έχει ψυχήν αγγελικήν, εξηκολούθησε μετ' ενθουσιασμού. Δεν γνωρίζει την αξίαν της η ιδία, γνωρίζει μόνον ότι δεν είναι ωραία, και εν τη μετριοφροσύνη της μεγαλοποιεί την ασχημίαν της. Είναι η αυταπάρνησις προσωποποιημένη. Δεν πρέπει όμως διά τούτο και να θυσιασθή!
— Αλλά νομίζεις ότι θα θυσιασθή υπανδρευομένη τον Πλατέαν;
— Ηξεύρω κι εγώ;
Η επιφυλακτική αύτη έκφρασις, αντί του προτέρου γέλωτος, ενεθάρρυνεν έτι μάλλον τον Λιάκον.
— Εάν ήτο αδελφή σου, υπέλαβεν, η κόρη σου, θα την απέτρεπες;
Η ερώτησις την ήγγισε βαθύτερον ή όσον ενόμιζεν ο Λιάκος. Η μία των θυγατέρων της, αδικηθείσα από την φύσιν, παρείχεν από τούδε εις την μητρικήν καρδίαν της ανησυχίας διά την μέλλουσαν αποκατάστασίν της. Δεν εγέλα πλέον. Οι οφθαλμοί της υγράνθησαν, και δεν απεκρίθη.
Ο Λιάκος χωρίς να θελήση να εμβαθύνη εις τα προκαλέσαντα την συγκίνησίν της αίτια, ηρκέσθη θεωρών ως συγκατάθεσιν την σιωπήν της.
— Λοιπόν, εξηκολούθησε, βοήθησέ με να τα καταφέρωμεν.
Και διά να την εξάψη προς την πάλην παρέστησε τας μεγάλας δυσκολίας τας οποίας παρείχεν ο χαρακτήρ του Κ. Μητροφάνους, (ομολόγησε την ιδικήν του ανικανότητα, ανεκήρυξεν ότι η ανάμιξίς του ηλάττωσε τας πιθανότητας επιτυχίας, ότι η διαπραγμάτευσις αποβαίνει ήδη δυσχερεστέρα ή εάν εξ αρχής την ανελάμβανε μόνη εκείνη, και διεβεβαίωσεν ότι και πάλιν εκείνη μόνη ηδύνατο να επανορθώση τα πράγματα και να φέρη την υπόθεσιν εις αίσιον πέρας. Αι υπεκφυγαί και αι αντιρρήσεις της εξησθενούντο επί μάλλον και μάλλον. Επί τέλους ο Λιάκος εθριάμβευσε. Μετά τριών ωρών αδιάκοπον συνομιλίαν κατώρθωσεν ώστε η εξαδέλφη παράτησε την εργασίαν, προς ζημίαν πρόσκαιρον του υστεροτόκου υιού της, ητοιμάσθη, και εξήλθον οι δύο ομού της οικίας της, εκείνη μεν διά να συνδιαλεχθή μετά του Κ. Μητροφάνους, ο δε Λιάκος προς ανεύρεσιν του Κ. Πλατέα.
Ο πτωχός καθηγητής επερίμενε τον σωτήρα του εναγωνίως.
Ότε ανήλθεν εις την οικίαν του, εύρε το πρόγευμα έτοιμον, την δε Φλουρούν ανησυχούσαν διά την όλως ασυνήθη βραδύτητά του. Αι δώδεκα είχον σημάνει προ είκοσι λεπτών!
Επείνα ο Κ. Πλατέας και έφαγε με όρεξιν. Εν τούτοις ο νους του ήτο πλήρης σκέψεων και ανησυχιών. Ησθάνετο δε την ανάγκην να ομιλή περί αυτών και εστενοχωρείτο μη έχων προς τίνα να ομιλήση. Ήθελε να διακοινώση εις την Φλουρούν τα διατρέχοντα, αλλ' η γραία υπηρέτρια ούτε να λέγη ούτε ν' ακούη πολλά ηρέσκετο. Δεν ήτο αύτη πρόσωπον κατάλληλον προς διάλογον. Άλλως δε συνεστέλλετο ο κύριός της να είπη προς αυτήν ότι απεφάσισε να νυμφευθή. Το άκουσμα θα ήτο ισοδύναμον προς αγγελίαν εκθρονίσεως. Μετά τον θάνατον της μητρός του η Φλουρού εξήσκει εντός της οικίας δικαιώματα μονοκρατορίας. Προς τι να την λυπήση προτού τελεσθή το γεγονός;
Και όμως δεν ηδύνατο να κρατηθή ο Κ. Πλατέας. Έπρεπε να ομιλήση διά να μη σκάση. Αλλά μη τολμών να εκφράση απ' ευθείας το αντικείμενον των διαλογισμών του, προσέφυγεν επί το διπλωματικώτερον εις σχέδιον περιφραστικόν και εσκέφθη να φέρη εντέχνως τον λόγον εκ του φαγητού εις τον γάμον.
— Φλουρού, είπεν, επαράβρασες το βραστόν.
Η Φλουρού δεν απεκρίθη, αλλ' ύψωσε το βλέμμα εκ του παραθύρου προς τον ήλιον, προς υπόδειξιν ότι το λάθος δεν ήτο ιδικόν της, αλλά του κυρίου της, όστις ήργησε να έλθη. Η σιωπηλή αύτη απολογία δεν απεθάρρυνε τον καθηγητήν.
— Επί του όλου, επανέλαβε, δεν τρώγεται σήμερον το φαγητόν σου.
— Να που το έφαγες!
Εις το ακαταμάχητον τούτο επιχείρημα προσέφευγε συνήθως η Φλουρού. Και άλλοτε μεν εγέλα ο κύριός της λέγων ότι το έφαγε διότι επείνα, όχι διότι ήτο νόστιμον· σήμερον όμως εθύμωσε, εθύμωσε δε όχι διά την απόκρισιν αυτήν καθ' εαυτήν, αλλά διότι σήμερον ίσα ίσα δεν είχε λόγον αιτιάσεως κατά της μαγειρικής τέχνης της Φλουρούς. Οπωσδήποτε ο θυμός έκοψε το νήμα διά του οποίου εσχεδίαζε να έλθη εκ του φαγητού εις τα περί του συνοικεσίου του, ώστε απετελείωσε το πρόγευμά του εν σιωπή.
Αλλ' ότε η Φλουρού εσήκωσεν από την τράπεζαν τα πινάκια, ανεκάλυψεν αίφνης νέαν αφετηρίαν προς έναρξιν των εκμυστηρεύσεών του. Παρετήρησε διά πρώτην φοράν μίαν παλαιάν τρύπαν εις το τραπεζομάνδηλον.
— Κύτταξε, είπε, θέσας επί της τρύπας τον δάκτυλον. Του κάκου! Χρειάζεται νοικοκυρά εδώ. Δεν έχει άλλο! Πρέπει να 'πανδρευθώ.
Η Φλουρού συνέστειλε τους ώμους ωσάν έλεγε: Παραλογίζεται ο κύριός μου.
— Εκατάλαβες τι είπα; Σκοπεύω να 'πανδρευθώ.
Η Φλουρού εμειδίασε.
— Τι γελάς; Το απεφάσισα! θα 'πανδρευθώ.
Η γραία τον ητένισεν απορούσα.
— Μάλιστα! θα 'πανδρευθώ! θα πάρω γυναίκα!
— Ποια σε παίρνει, υπέλαβεν η Φλουρού.
— Ποια με παίρνει! ανέκραξεν ο καθηγητής. Ποια με παίρνει!
Πλήρης αγανακτήσεως διά την προσβλητικήν παρατήρησιν, ηθέλησε να κατασυντρίψη διά της ευγλωττίας του την γραίαν, αλλ' η απάθειά της έδεσε την γλώσσαν του. Εγερθείς ανήλθεν εις το δωμάτιόν του χωρίς να είπη τι επί πλέον. Εκεί η οργή του κατεπραΰνθη, αλλ' εξηκολούθει επαναλαμβάνων καθ' εαυτόν τας σκληράς λέξεις της Φλουρούς, καθόσον δε τας επανελάμβανε, του εφαίνετο ότι δεν έχει όλως άδικον η υπηρέτριά του. Και ανελογίζετο την πρώτην διαβεβαίωσιν του Λιάκου, ότι ουδέποτε τον έλαβεν υπ' όψιν ως γαμβρόν, και τας υπεκφυγάς του Κ. Μητροφάνους. Και τώρα, ιδού, ο Λιάκος δεν επέστρεψεν εισέτι. Διατί; Εάν η πρότασις έγεινε δεκτή, θα ήρχετο αμέσως να φέρη την απόκρισιν. Το πράγμα δεν ήθελε πολλήν θεολογίαν. Ναι ή όχι. Βεβαίως η απόκρισις είναι Όχι, και συστέλλεται ο Λιάκος να την διακοινώση. Ανόητος αυτός να εκτεθή δωρεάν εις άρνησιν! Ανόητος! Τι ήθελε να έμβη εις τοιούτον χορόν; Αλλ' όχι! Εξετέλεσε το καθήκον του, απέδειξεν εις τον σωτήρα του την ειλικρίνειαν της φιλίας του και την έκτασιν της ευγνωμοσύνης του.....Διατί όμως αργεί τόσον ο Λιάκος; Διατί δεν επιστρέφει το ταχύτερον, ώστε να παύση η αβεβαιότης υπό της οποίας βασανίζεται;... Και έβλεπεν ανά πάσαν στιγμήν το ωρολόγιόν του, και ηπόρει διά την βραδύτητα του ωροδείκτου. Η ώρα δεν παρήρχετο! Εσηκώνετο, εκάθητο, έβλεπεν από το παράθυρον, αλλά δεν εφαίνετο ο Λιάκος. Επροσπάθει ν' αναγνώση, αλλά δεν ηδύνατο να προσηλώση την προσοχήν του εις το βιβλίον και το έκλειε πάλιν. Τι μαρτύριον!
Εν τούτοις ήλθεν η συνήθης ώρα του περιπάτου. Ο Κ. Πλατέας εκάθητο επί ακανθών. Δεν ηδύνατο να μείνη πλέον εντός της οικίας περιμένων τον Λιάκον. Απεφάσισε να εξέλθη. Αλλά διά να μη απομακρυνθή, θα περιορισθή σήμερον εις τον παλαιόν του περίπατον. θα υπάγη εις τα Βαπόρια.
Έκραξε λοιπόν την Φλουρούν και είπε προς αυτήν ότι δεν θ' αργήση να επιστρέψη, αλλ' εάν εν τω μεταξύ έλθη ο Κ. Λιάκος, να τον στείλη εις τα Βαπόρια. Εξήγησε δε λεπτομερώς διά τίνος οδού θα υπάγη και διά τίνος οδού θα επιστρέψη, ώστε αναλόγως να οδηγήση η Φλουρού τον Κ. Λιάκον, μη τυχόν δεν συναντηθώσι. Ταύτα πάντα περιττά, καθόσον μεταξύ της οικίας του και των Βαπορίων ήτο αδύνατον να μη γείνη η συνάντησις, εκτός εάν εκ προθέσεως εκρύπτοντο οι συναντηθησόμενοι. Ουχ ήττον, επέμενε τοσούτον εις την τοπογραφικήν εξήγησιν, και τοσάκις επανέλαβε τας οδηγίας του, ώστε βαρυνθείσα η γραία ανέκραξε μετ' ανυπομονησίας, «Καλά, καλά!» Ήτο δε πράγμα ασύνηθες δι' αυτήν να επαναλάβη δις την αυτήν λέξιν.
Εις τα Βαπόρια δεν υπήρχε ψυχή γεννητή, ώστε ο Κ. Πλατέας ηδυνήθη να εξακολουθήση ατάραχος την σειράν των σκέψεών του. Αληθώς πολλήν σειράν δεν είχον. Τα αυτά επί τοις αυτοίς πάντοτε! Τοσούτον κατείχετο υπό των σκέψεων τούτων, ώστε ούτε έν ημίστιχον ομηρικόν καθ' όλην την ημέραν εκείνην απεστήθισεν! Εάν επέπρωτο να διαρκέση η ηθική εκείνη στενοχωρία, θα επέφερεν αποτελέσματα δραστικώτερα και της ασκήσεως και της ψυχρολουσίας, θα ελίγνευεν ούτω βεβαίως ο πολύσαρκος καθηγητής.
Ο Λιάκος δεν εφαίνετο! Προς στιγμήν απεφάσισεν ο Κ. Πλατέας να υπάγη προς ανεύρεσίν του. Αλλά πού; Έπειτα, υπεσχέθη εκείνος ότι θα έλθη, η δε Φλουρού διετάχθη να προετοιμάση αναλόγως το δείπνον. Αδύνατον να μη έλθη!
— Αλλά πώς δεν έρχεται; — Εικοσάκις ανήλθε και κατήλθε τα Βαπόρια, στρέφων αενάως τα βλέμματα προς την διεύθυνσιν της οικίας του, αλλ' ούτε ο Λιάκος εφαίνετο ούτε η σκιά του.
Επί τέλους, επί τέλους τον είδε μακρόθεν ερχόμενον!
— Αι; Ναι ή όχι; ηρώτησεν άμα επλησίασαν προς αλλήλους.
— Στάσου, αδελφέ, να πάρω την αναπνοήν μου!
Εκ της εκφράσεως του φίλου του εφοβήθη ο Λιάκος ότι θα ηυχαριστείτο περισσότερον ακούων το Όχι, ή το Ναι.
— Μη μετενόησεν; εσκέφθη καθ' εαυτόν πλήρης νέας ανησυχίας.
Θέσας φιλικώς την χείρα επί του βραχίονος του καθηγητού, τον έστρεψε πάλιν οπίσω, προς εξακολούθησιν του περιπάτου, και επροσπάθησε να τον δυσωπήση κολακεύων την φιλοτιμίαν του.
— Μη φοβείσαι και δεν είναι καμμία ανόητη η νέα. Έχει κρίσιν και νουν, ώστε να θεωρήση τιμήν της την αίτησίν σου και ευτυχίαν της το ν' αποκτήση τοιούτον σύζυγον.
— Άφησέ τα αυτά, υπέλαβε με ύφος ημερώτερον ο Κ. Πλατέας, και ειπέ μου πού ευρίσκεται η υπόθεσις; Τι έκαμες τόσην ώραν;
Ο Λιάκος ήρχισε την διήγησιν, αλλά δεν είπε τα πάντα εις τον γαμβρόν. Απεσιώπησε και του Κ. Μητροφάνους την τραχύτητα και της εξαδέλφης του την φαιδρότητα, παρέστησε δ' επιδεξίως την ανάγκην της μεσολαβήσεώς της, εις τρόπον ώστε ουδεμίαν ως προς τούτο αντίρρησιν επέφερεν ο Κ. Πλατέας. Τώρα η υπόθεσις έμενεν εις τας χείρας της εξαδέλφης, η οποία υπεσχέθη να μηνύση προς τον Λιάκον, εις την οικίαν του Κ. Πλατέα, το οριστικόν αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.
Ταύτα απετέλουν την ουσίαν της συνομιλίας, αλλ' αι ερωτήσεις του Πλατέα και αι λεπτομέρειαι του Λιάκου επαναλαμβανόμεναι αποκατέστησαν μακρόν τον διάλογον, ο δε ήλιος έδυεν, ότε οι δύο φίλοι επέστρεψαν εις την οικίαν διά να τιμήσωσι το δείπνον της Φλουρούς.
Μόλις είχον απογευθή ότε η θύρα εκρούσθη, η δε Φλουρού εισελθούσα ενεχείρισεν εις τον Λιάκον επιστολήν. Ο Κ. Πλατέας ηγέρθη και με το χειρόμακτρον εις χείρας, όρθιος όπισθεν του καθημένου φίλου του, έβλεπε τας λέξεις, τας οποίας ο Λιάκος μεγαλοφώνως ανεγίνωσκε.
«Φίλτατε εξάδελφε,
«Φέρε μου απόψε τον φίλον σου. Θα είναι και η λεγάμενη εις την οικίαν μου. Ελάτε ενωρίς. Η εξαδέλφη σου.»
— Αι, δεν σου το έλεγα; ανέκραξε περιχαρής ο Λιάκος. Ετοιμάσου να πηγαίνωμεν! Ετοιμάσου!
Αλλ' ο Κ. Πλατέας ήτο κατηφής. Τον εφόβιζεν η ιδέα του να συναντηθή με την νύμφην. Τι να είπη; Πώς να φερθή; Και έπειτα δεν ήτο εισέτι βέβαιος περί της συγκαταθέσεως. — Διατί η εξαδέλφη δεν έγραψε καθαρά Ναι ή όχι; Κοντός ψαλμός αλληλούια!
Μετά κόπου πολλού κατώρθωσεν ο Λιάκος να τον πείση ότι η πρόσκλησις εσήμαινε Ναι, ότι και αυτός και προ πάντων η εξαδέλφη θα διευκολύνωσι κατά πάντα τα της συνεντεύξεως. Εντούτοις αναλαβών χρέη θαλαμηπόλου τον εστόλισε, τον εκτένισε, τον εκαλλώπισεν όσον ήτο δυνατόν, και τον έσυρε σχεδόν έξω της οικίας. Τι έδιδεν ο πτωχός καθηγητής διά να απαλλαγή από το ποτήριον τούτο!
Καθ' οδόν ο Λιάκος επροσπάθει να μεταδώση εις τον Κ. Πλατέαν την ευθυμίαν του, αλλ' άνευ επιτυχίας. Ήτο πλήρης φαιδρών ιδεών εκείνος, διότι ο γάμος του φίλου του εξησφάλιζε την ιδικήν του ευτυχίαν, διότι απόψε εις της εξαδέλφης του, μετά τοσούτων ημερών χωρισμόν, έμελλε να ίδη την ερωμένην του συνοδεύουσαν βεβαίως την αδελφήν της. Αλλ' ο καθηγητής δεν είχε τους αυτούς λόγους ευχαριστήσεως και εβάδιζε σιωπηλός, μόλις προσέχων εις τας αστειότητας του φίλου του. Εσκέπτετο τι θα είπη προς την νύμφην, και δεν το εύρισκε.
— Α! ανέκραξεν αίφνης, διακόπτων τον Λιάκον. Πώς την λέγουν;
— Ποίαν;
— Την νύμφην. Χθες επροδόθην εις τον πατέρα της ότι δεν εγνώριζα το όνομά της. Να μη την πάθω και απόψε.
Ο Λιάκος εξεκαρδίσθη γελών διά το αστείον του πράγματος. Ευρίσκετο εις καλήν διάθεσιν ο φίλος και τα πάντα ήσαν αφορμή ευθυμίας δι' αυτόν. Αλλ' ο Κ. Πλατέας δεν εγέλα.
— Πώς την λέγουν; επανέλαβε.
Ο Λιάκος ητοιμάζετο ν' αποκριθή, ότε αίφνης εν μέσω του σκότους ήκουσε το όνομά του προφερόμενον από άνθρωπον ερχόμενον προς αυτούς.
— Λιάκε, συ είσαι;
Ήτο ο σύζυγος της εξαδέλφης φέρων μήνυμα να μη έλθη ο Κ. Λιάκος εις την συνέντευξιν. Η προνοητική προξενήτρια εσκέφθη ότι ήτο καλλίτερον να είναι μόνοι μετ' αυτής ο γαμβρός και η νύμφη. Άλλως δε η νεωτέρα αδελφή δεν θα παρευρίσκεται εις την συνέντευξιν, ώστε όλως περιττή η παρουσία του Λιάκου. Η διαταγή ήτο να συνοδεύση ούτος τον σύζυγόν της εις την λέσχην.
Εκόπησαν τα ήπατα του Πλατέα! Να υπάγη μόνος! Και πώς θα παρουσιασθή ενώπιον των δύο Κυριών; Όχι. Τούτο δεν γίνεται! Αλλ' εξ ενός μέρους ο Λιάκος, εξ άλλου ο σύζυγος της εξαδέλφης, συνενούντες τας προτροπάς και τας ενθαρρύνσεις των, συνώδευσαν τον δυστυχή γαμβρόν, μέχρις ου έφθασαν ενώπιον της οικίας, εκεί δε ανοιχθείσης της θύρας τον ώθησαν εντός αυτής, τραυλίζοντα εισέτι διαμαρτυρήσεις, και επορεύθησαν εκείνοι προς την λέσχην.
Ο Λιάκος υπέμεινε στωικώς την αποπομπήν του, αφού η ερωμένη του δεν συμμετείχε της συνεντεύξεως, αλλ' ουχ ήττον η εσπέρα του εφάνη ατελείωτος εις την λέσχην. Περί την δεκάτην ώραν ο υπηρέτης τον ειδοποίησεν ότι ο κύριος καθηγητής τον περιμένει κάτω. Κατέβη δρομαίος την κλίμακα και εύρε τον φίλον του περιμένοντα έξω, εις την οδόν. Υπό το φως του φανού είδεν αμέσως ότι τα πράγματα έβαινον κατ' ευχήν. Εφαίνετο άλλος άνθρωπος ο Κ. Πλατέας.
— Τα ετελείωσες; ηρώτησε μετ' ανυπομονησίας.
— Δεν είναι διόλου άσχημη, απήντησεν ο καθηγητής, μετ' εμφάσεως μη προκαλουμένης εκ της ερωτήσεως του φίλου του. Όταν ομιλή, η φωνή της είναι μουσική, η έκφρασίς της γλυκυτάτη! Το δε χεράκι της... Ω, το χεράκι της είναι εντέλεια!
— Το εφίλησες; ηρώτησεν ο Λιάκος.
— Και βέβαια, το εφίλησα!
— Και τι σου είπε, τι της είπες;
— Πού να σου τα λέγω τώρα όλα! Τι δεν της είπα και τι δεν μου είπε!
Και ταπεινώσας την φωνήν.
— Ηξεύρεις τι μου είπεν; επρόσθεσεν. Ότι είναι ευγνώμων και ευτυχής, διότι την ζητώ εις γάμον από αίσθημα φιλίας προς σε, διότι ο καλός φίλος θα είναι και καλός σύζυγος. Την παρεκάλεσα να μη το λέγη τούτο, διότι τότε κι εγώ θα λέγω ότι με παίρνει μόνον από αίσθημα αγάπης προς την αδελφήν της. — Και διατί όχι; μου απεκρίθη. Πού καλλίτερα ημπορούμεν να βασίσωμεν την ευτυχίαν της ζωής μας;
Ο Λιάκος ησθάνθη την συγκίνησιν αναβαίνουσαν εις τον λάρυγγα και τους οφθαλμούς του.
— Πού να σου τα μακρολογώ τώρα, εξηκολούθησεν ο Κ. Πλατέας. Το βέβαιον είναι ότι αποκτώ θησαυρόν!
— Δεν σου το έλεγα;
— Ναι, αλλά δεν μου είπες το όνομά της, και δεν ετόλμησα να ερωτήσω την ιδίαν, πώς την λέγουν.
Ο Λιάκος επλησίασε τα χείλη προς το αυτίον του καθηγητού και εψιθύρισε μυστηριωδώς το ζητούμενον όνομα.
— Ιδού οπού το έμαθες.
— Επί τέλους! ανέκραξεν ο Κ. Πλατέας.
Και οι δύο φίλοι απεχωρίσθησαν. Ο καθηγητής αναβαίνων τον ανήφορον επανελάμβανε καθ' εαυτόν το νεωστί γνωσθέν όνομα, επανελάμβανε δε και ο Λιάκος περιπαθώς το προ πολλού λατρευόμενον όνομα της ερωμένης του.
Μετά τινας εβδομάδας, την πρώτην μετά το Πάσχα Κυριακήν, ήτο εορτή και πανήγυρις εις την οικίαν του Κ. Μητροφάνους. Ετελούντο συγχρόνως των δύο θυγατέρων του οι γάμοι.
Εκ των δύο γαμβρών ο φαιδρότερος κατά την ημέραν εκείνην δεν ήτο ο Λιάκος. Η πραγματοποίησις των πόθων του, η απόλαυσις της ευτυχίας, επλήρουν γλυκείας ταραχής την ψυχήν του και εδέσμευον την γλώσσαν του. Του Κ. Πλατέα η χαρά, απ' εναντίας, εξεχείλιζεν. Η δ' ευθυμία του ήτο, ως φαίνεται, μεταδοτική. Οι προσκεκλημένοι όλοι εγέλων μετ' αυτού. Και αυτός έτι ο Σεβασμιότατος Σύρου και Τήνου, ο ευλογήσας τον διπλούν γάμον, συμμετέχων της γενικής φαιδρότητος, ηθέλησε ν' αστεϊσθή και επηυχήθη ομηρικώς εις τον γαμβρόν,
Σοι δε Θεοί τόσα δοίεν, όσα φρεσί σήσι μενοινάς.
Εις ταύτα ο Κ. Πλατέας απήντησε μεγαλοπρεπώς,
Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης!
Αλλά το μη εύστοχον της ρήσεως επροκάλεσεν εκ μέρους του Κυρίου Γυμνασιάρχου την παρατήρησιν, μυστικώς ψιθυρισθείσαν προς τον σύζυγον της εξαδέλφης του Λιάκου, ότι ο Σεβασμιώτατος είναι απειράκις βαθύτερος Ομηριστής του κυρίου Καθηγητού των Ελληνικών.
Μετά τον γάμον ο Λιάκος, λαβών τρίμηνον άδειαν απουσίας, μετέβη εις την πατρίδα του διά να παρουσιάση την νύμφην εις τους γονείς του. Μετά πόσης ανυπομονησίας ανέμενον την επιστροφήν του νεαρού ζεύγους ο Κ. Μητροφάνης και ο Κ. και η Κυρία Πλατέα! Ότε δε επί τέλους επανήλθον, μετά πόσης χαράς ενηγκαλίσθησαν αλλήλας αι δύο αδελφαί, και πώς έτρεμεν εκ της συγκινήσεως ο γέρων πατήρ των!
Άμα οι δύο σύγγαμβροι έμειναν μόνοι, είδον ο είς τον άλλον κατά πρόσωπον με βλέμματα εκφράζοντα αμιγή ευχαρίστησιν.
— Σε ηπάτησα λοιπόν, ότε σου την εγκωμίαζα; ηρώτησεν ο Λιάκος.
— Θησαυρός, αδελφέ, ανεφώνησεν ο Πλατέας. Θησαυρός! Μετά έξ μήνας, εξηκολούθησε, θα σου ζητήσω νέαν εκδούλευσιν. Σε θέλω ανάδοχον του ανεψιού σου.
— Και σεις; υπέλαβεν ο Λιάκος.
— Α! Και σεις λοιπόν!
Και οι δύο φίλοι ενηγκαλίσθησαν αλλήλους πλήρεις χαράς.
— Παππαδιά μου, είπεν ο παππά Νάρκισσος, αφού απέφαγε και έκαμε τον σταυρόν του, παππαδιά μου, μου καταιβαίνει ο ύπνος γλυκά γλυκά. Με την άδειάν σου θα τον πάρω.
— Να τον πάρης και να τον καλοπάρης, παππά μου. Σου αξίζει να ησυχάσης ύστερα από τόσην κούρασιν σήμερον. Και ούτε θα έλθη κανείς να σε ταράξη με αυτό το ηλιοπύρι.
Και ήρχισεν η παππαδιά να μεταφέρη από την τράπεζαν εις τον νεροχύτην τα ολίγα πινάκια και τα δύο μαχαιροπήρουνα, διά να τα καθαρίση προτού τα τοποθετήση εις την εξέχουσαν επί του τοίχου σανίδα, μεταξύ του νεροχύτου και της εστίας. Διότι το δωμάτιον εκείνο ήτο συγχρόνως και μαγειρείον και εστιατόριον και αίθουσα. Η τράπεζα επί της οποίας έφαγον το λιτόν γεύμα των, τέσσαρες ξύλιναι καθέκλαι και εις ψάθινος καναπές ήσαν τα μόνα έπιπλά του. Ο καναπές ήτο άντικρυ της εστίας. Άνωθεν αυτού εκρέματο επί του τοίχου, εντός μαύρου ξυλίνου πλαισίου (χωρίς όμως ύαλον), λιθογραφία, κιτρίνη εκ της πολυκαιρίας, παριστώσα την άφιξιν του βασιλέως Όθωνος εις Ναύπλιον. Απέναντι της εισόδου, εις μεν την προς τα δεξιά γωνίαν του τοίχου ήτο η θύρα του κοιτώνος, εις δε την προς τ’ αριστερά η θύρα του κήπου. Μεταξύ των δύο θυρών έκειτο κιβώτιον ογκώδες πρασίνου χρώματος, επ' αυτού δε τάπης μικρός διπλωμένος εις τέσσαρα. Τον τοίχον, άνωθεν του κιβωτίου, εστόλιζεν ετέρα λιθογραφία, άνευ πλαισίου αύτη, προσηλωμένη επί του τοίχου διά τεσσάρων μικρών καρφίων, και παριστώσα, όχι πολύ εντέχνως, την άποψιν του εν Τήνω ναού της Ευαγγελιστρίας· ενθύμημα τούτο, προδήλως, ευλαβούς του οικοδεσπότου αποδημίας εις το προσκυνητήριον εκείνο.
Κατάντικρυ του κιβωτίου ήτο η θύρα της οικίας, εκατέρωθεν δε αυτής δύο παράθυρα, των οποίων τα φύλλα ήσαν κλειστά. Η θύρα εχωρίζετο οριζοντίως εις δύο φύλλα, εκ των οποίων το μεν κάτω ήτο κλειστόν, το δε άνω ανοικτόν προς τον στενόν έξω δρομίσκον, και εισήρχετο δι' αυτού εντός του δωματίου το άφθονον φως του μεσημβρινού ηλίου.
Εν τούτοις ο παππά Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω φύλλον της θύρας διά να γείνη το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και εξηπλώθη εις τον καναπέν. Αλλά μετ' ολίγα λεπτά ηγέρθη πάλιν, επήρε τον επί του κιβωτίου τάπητα, τον εξεδίπλωσε, τον ήπλωσε μετά προσοχής επί του καναπέ και εστρώθη μετά μεγαλειτέρας ή πρότερον ευχαριστήσεως, ενώ η παππαδιά εξηκολούθει εν σιωπή την παρά τον νεροχύτην εργασίαν της.
Εδικαιούτο πράγματι ο παππά Νάρκισσος να θέλη ανάπαυσιν την μεσημβρίαν της Κυριακής εκείνης. Ήτο επί ποδός από τα εξημερώματα. Εν ελλείψει άλλου ιερέως, ή διακόνου, ή και αναγνώστου, αυτός ανέγνωσε κατά το σύνηθες τον όρθρον και ετέλεσε την λειτουργίαν εις την μόνην εκκλησίαν του μικρού χωρίου του. Μετά δε την απόλυσιν της εκκλησίας μετέβη πεζός εις απομεμακρυσμένον μέρος της νήσου, μετά του ειρηνοδίκου και μαρτύρων, προς εξακρίβωσιν των ορίων ενός εκεί αγρού του, του οποίου ο γείτων αντεποιείτο μίαν λωρίδα. Και επέστρεψε μεν ικανοποιηθείς, διότι ανεγνωρίσθη το δίκαιόν του επισήμως, αλλ' όμως ο δρόμος ήτο μακρός, ο δε καύσων υπερβολικός. Είχε παρέλθει η συνήθης του γεύματος ώρα ότε επανήλθεν εις την οικίαν του, όπου η παππαδιά επερίμενεν ανησυχούσα μη χαλάση το φαγητόν. Αλλ' ο πεινασμένος παππάς το εύρεν εξαίρετον και το ετίμησε κατά κόρον, προς άκραν της συζύγου του ευχαρίστησιν. Συνετέλεσε δε και τούτο ίσως προς αύξησιν του βάρους των βλεφάρων του.
Ο μεσημβρινός καύσων, ευαρέστως μετριαζόμενος από το σκότος του δωματίου, η άκρα σιωπή, διακοπτομένη από μόνην έξω των τεττίγων την μονότονον μουσικήν, εντός δε της οικίας από τας ελαφράς κινήσεις της παππαδιάς τοποθετούσης τα πινάκια εις την θέσιν των, — ο κάματος του χορτασθέντος παππά, — ο απαλός επί του καναπέ τάπης, τα πάντα προσεκάλουν τον ύπνον.
— Με ημίκλειστα τα βλέφαρα ο ιερεύς παρηκολούθει την εργασίαν της συζύγου του, η δε ξανθή του γενειάς μόλις υπέκρυπτε μειδίαμα αφάτου αγαλλιάσεως. Εσκέπτετο ότι εντός ολίγων μηνών θα προστεθή κοιτίς βρέφους εις τον κοιτώνα των. Χθες μόνον έμαθε το χαρμόσυνον μυστικόν. Η παππαδιά το εξεμυστηρεύθη την νύκτα, εις τα σκοτεινά, συστελλομένη να το είπη εις το φως της ημέρας.
Και ενώ εστήριζε τρυφερώς τα νυσταλέα βλέμματα εις την νεαράν του γυναίκα, διέβαινον ταυτοχρόνως ενώπιον της φαντασίας του σκηναί διάφοροι του παρελθόντος βίου, προσλαμβάνουσαι βαθμηδόν μορφήν ονείρου και συναρμολογούμεναι εν τη ταχεία αυτών και νεφελώδει διελίξει με την ευφρόσυνον συναίσθησιν της παρούσης ευτυχίας.
Προ τριών μόνον μηνών απήλαυσεν ο παππά Νάρκισσος την διπλήν τιμήν του να γείνη ιερεύς και σύζυγος. Παιδιόθεν εφόρει το ράσον, ταχθείς εις την Εκκλησίαν προτού εισέτι γεννηθή. Εξ αμνημονεύτων χρόνων οι πρωτότοκοι της μητρικής οικογενείας του εγίνοντο ιερείς, προς εξυπηρέτησιν της ιδιοκτήτου μικράς εκκλησίας της Υπαπαντής, ήτις ήτο το στόλισμα, το καύχημα και το προσκυνητήριον της νήσου. Αλλ' ο προκάτοχος του Ναρκίσσου, και θείος του, ήτο κατ' εξαίρεσιν άτεκνος. Διά τούτο, ότε ενύμφευσε την νεωτέραν αυτού και μόνην αδελφήν, ετέθη όρος ρητός εις το προικοσύμφωνον, ότι ο πρώτος υιός της θα γείνη ιερεύς και κληρονόμος του.
Η χαρά της οικογενείας, ότε εγεννήθη άρρεν, υπερέβη την συνήθως εκδηλουμένην εις τοιαύτας περιστάσεις, προς αδικαιολόγητον υποτίμησιν της αξίας των θηλέων. Ο μικρός Νάρκισσος εθηλάσθη μετά σεβασμού, καθό μέλλων ιερεύς, παιγνίδια του ήσαν κομβολόγια και σταυροί, ότε δε ήρχισε να ομιλή, πρώτας λέξεις, μετά τα παγκόσμια παπά και μαμά, εδιδάχθη να ψελλίζη το Κύριε Ελέησον. Μόλις ηδύνατο να περιπατή στερεώς, ότε έλαβε το προνόμιον του να κρατή την λαμπάδα ενώπιον του θείου του ιερουργούντος. Ούτος εδίδαξεν εις τον μικρόν ανεψιόν του το αλφάβητον διά των ερυθρών ψηφίων του Ωρολογίου, βραδύτερον δε την ανάγνωσιν διά της Οκτωήχου. Αλλ' όμως ταύτα πάντα δεν περιέστελλον τας προς το παίζειν ορμάς του μικρού ιερωμένου, ουδέ τον απήλλασσον χειροτονίας άλλου είδους, ότε ήρχετο με το ράσον κατεσχισμένον από τας αναρριχήσεις εις βράχους, ή από διαπληκτισμούς υπέρ το δέον ζωηρούς μετά των συνηλικιωτών του.
Άμα εισελθών εις το δωδέκατον έτος της ηλικίας του ο μικρός ρασοφόρος εξενιτεύθη, διά να μη εξαμβλύνη η πολλή σχέσις το σέβας του ποιμνίου προς τον επίδοξον ποιμένα του. Εις Άνδρον ιδιώτευε γέρων θείος της μητρός του, όστις, χρηματίσας επίσκοπος Σαλμαθούντος, παρητήθη του ιερού αξιώματος, αφού απεθησαύρισε τα αρκούντα όπως ζήση εν ανέσει το λοιπόν του βίου. Προς τούτον απεστάλη ο Νάρκισσος. Ο Δεσπότης τον προσεδέχθη ευχαρίστως, παραχωρήσας εις αυτόν την θέσιν και τον τίτλον αναγνώστου. Προς δικαίωσιν δε του πρώτου τούτου βαθμού της ιερωσύνης, ο Νάρκισσος εξηκολούθησε τα μαθήματά του όχι μόνον εις το σχολείον της Άνδρου, αλλά και υπό τον πρωτοσύγκελλον του πρώην Σαλμαθούντος, όστις ιδίως τον προήλειφεν εις τα εκκλησιαστικά.
Εντός τοιαύτης προσφυούς ατμοσφαίρας προητοιμάζετο ο νέος διά το στάδιόν του. Μετά παρέλευσιν ετών τινων ο αναγνώστης επρόκειτο να προχειρισθή εις διάκονον, ότε ήλθεν εις Άνδρον η είδησις ότι απεβίωσεν ο θείος του, οι δε συμπολίται του τον προσεκάλουν προς παραλαβήν της ιεράς διαδοχής. Ήτο νέος εισέτι διά τα καθήκοντα ιερέως, αλλά δεν έπρεπε να περιπέση εις ξένας χείρας το οικογενειακόν προνόμιον. Ο πρώην Σαλμαθούντος, καίτοι φέρων βαρέως την στέρησιν του αναγνώστου και μέλλοντος διακόνου του, τον έστειλε με την ευχήν του εις την πατρίδα προς εύρεσιν νύμφης προ του τον χειροτονήση.
Τούτο ουδαμώς δυσηρέστει ούτε εδυσκόλευε τον Νάρκισσον, καθόσον η εκλογή ήτο εκ των προτέρων ωρισμένη. Εκ βρεφικής σχεδόν ηλικίας εθεώρει την Αρετούλαν ως μέλλουσαν γυναίκα του. Οι γονείς των δύο παιδίων επεκύρωσαν παιδιόθεν το συνοικέσιον, κατά το ήμισυ παίζοντες και κατά το ήμισυ σπουδάζοντες, αλλ' ο μικρός Νάρκισσος παρεδέχθη εξ αρχής το σπουδαίον μόνον μέρος της υποθέσεως, ότε δε ανεχώρησεν εις Άνδρον, αντήλλαξε μετά της μικράς συμπαικτρίας του υπόσχεσιν αμοιβαίας πίστεως.
Μετά οκτώ ετών απουσίαν εύρε την Αρετούλαν μεταβληθείσαν εις νέαν κομψήν και ωραίαν, αλλά και η ξανθή κεφαλή του Ναρκίσσου δεν ηλαττούτο ωραιότητος υπό τον μαύρον σκούφον του αναγνώστου. Ο συνοδεύσας τον γαμβρόν Δεσπότης ηυλόγησε τον γάμον, εχειροτόνησε τον νεανίαν διάκονον και πρεσβύτερον, και επέστρεψε πάλιν εις Άνδρον.
Προ τριών ήδη μηνών ο Νάρκισσος ήτο ιερεύς, τα πάντα δ' έβαινον κατ' ευχήν. Οι χωρικοί εφέροντο προς τον εφημέριόν των με σέβας ανώτερον του οφειλομένου εις την ηλικίαν του, η σύζυγός του προητοίμαζε τον διάδοχον, οι αγροί του προεμήνυον ευκαρπίαν, αι πρόσοδοι της εκκλησίας δεν ηλαττώθησαν. Τι άλλο ηδύνατο να επιθυμήση; Και όμως η ευτυχία του δεν ήτο εντελής. Την επεσκίαζε μία μεγάλη και διαρκής ανησυχία. Ο ιερεύς παραμυθεί τους ψυχορραγούντας και κηδεύει τους νεκρούς. Τους νεκρούς! Ιδού η σκέψις η οποία τον εβασάνιζε, το νέφος του οποίου η σκιά εμαύριζε τον φαιδρόν άλλως ορίζοντα του βίου του.
Ο τρόμος του θανάτου τον κατείχεν αφότου τον έφερον, μικρόν έτι, ν' ασπασθή τα κλειστά ψυχρά βλέφαρα του νεκρού πατρός του. Αληθώς παρευρέθη εις πολλάς κηδείας έκτοτε. Ζων πλησίον ιερέων πάντοτε, ανατραφείς ούτως ειπείν εντός της εκκλησίας, πώς ηδύνατο να μη παρακολουθή και να μη λαμβάνη και ούτος το μέρος του εις τας νεκρωσίμους τελετάς; Αλλ' όμως εύρισκε πάντοτε τον τρόπον να υπεκφεύγη την θέαν του θανάτου. Προσηλών τα όμματα εις την λαμπάδα ή εις το ψαλτήριον το οποίον εκράτει, κρυπτόμενος το κατά δύναμιν όπισθεν των υψηλοτέρων ομηλίκων του, ποτέ δεν ανύψωσε το βλέμμα προς το άπνουν του νεκροκραββάτου φορτίον, ποτέ δεν υπήκουσεν εις την σπαραξικάρδιον προς τους επιζώντας πρόσκλησιν του να δώσουν τον τελευταίον ασπασμόν εις την σάρκα, εξ ης απεχωρίσθη η ψυχή.
Αλλ' όμως πώς ηδύνατο, γενόμενος ιερεύς, να αποφύγη εφεξής της αποσυνθέσεως την επαφήν; Ησθάνετο ότι δεν ήτο δυνατόν να εξοικειωθή προς το απαίσιον θέαμα. Εξωμολόγησεν εις τον Δεσπότην τους φόβους του, εξεμυστηρεύθη τους ενδοιασμούς του, απεκάλυψε την αδυναμίαν του, αλλ' ο γέρων τον ενουθέτησε, τον επέπληξε, τον ενεθάρρυνε, τον εβεβαίωσεν ότι θα συνηθίση και αυτός καθώς τόσοι άλλοι εις την φρίκην του θανάτου, ανύψωσε το φρόνημά του υποδεικνύων το μεγαλείον της αποστολής του ιερέως παρά την κοίτην του αποθνήσκοντος και τον λάκκον του τεθνεώτος. Ο Νάρκισσος επείσθη. Επείσθη, αλλ' ο φόβος δεν εξέλιπεν. Επί τρεις ήδη μήνας, οψέποτε ήρχετό τις προς επίσκεψίν του, έτρεμε μη έρχεται φέρων αγγελίαν θανάτου. Μέχρι τούδε διέφυγε την τρομεράν δοκιμασίαν, αλλ' εσκέπτετο ότι δεν ήτο δυνατόν να παραταθή επί πολύ η μη εμφάνισις του θανάτου εις την νήσον του. Και τώρα, ενώ κατέβαινε γλυκύς ο ύπνος εις τα βλέφαρά του, μεταξύ των ευαρέστων εικόνων όσαι επλανώντο ως σκιαί ονείρων ενώπιόν του, ανεμιγνύοντο και σκηναί οδυνηραί επιθανάτου εξομολογήσεως.
Αλλά βαθμηδόν αι εικόνες αύται εθολώθησαν πάσαι και απεσβέσθησαν, τα ημίκλειστα βλέφαρά του εκλείσθησαν εντελώς, η χειρ έπεσε βαρεία επί του τάπητος, η παρειά εβυθίσθη εις το προσκέφαλον, και εντός του σκιερού και ησύχου δωματίου αντήχησεν ισχυρά και ισόχρονος η υγιής αναπνοή του αποκοιμηθέντος ιερέως.
Η παππαδιά εντούτοις απετελείωσε την εργασίαν της και, βαίνουσα ακροποδητί διά να μη ταράξη τον άνδρα της, μετέβη εις τον κοιτώνα και μετ' ολίγον επανήλθε φέρουσα μικρόν δέμα. Εκάθισεν εις το παρά την σβεστήν εστίαν σκαμνίον, ήνοιξε το δέμα και ήπλωσεν επί των γονάτων της το έν μετά το άλλο τα περιεχόμενα.
Ήσαν βρεφικά ενδύματα, δανεισθέντα ως δείγμα διά τα εργόχειρα, εις τα οποία εσκόπευε ν' αφοσιωθή εφεξής. Και τα έβλεπεν η παππαδιά μετά πόθου, και τα παρετήρει μετά βραδύτητος εις την οποίαν υπεκρύπτετο άλλο αίσθημα ή η περί την επεξεργασίαν των προσοχή. Και διακόπτουσα την εξέτασιν των ενδυμάτων, έστρεφεν εν τω μεταξύ το βλέμμα και έβλεπε ρεμβάζουσα τον ησύχως κοιμώμενον σύζυγόν της.
Ήχος βημάτων βαρέων προχωρούντων προς την οικίαν διέκοψεν αίφνης την έξω ησυχίαν. Τα βήματα διεκόπησαν προ της θύρας, και το άνω φύλλον αυτής, υπείκον εις πίεσιν χειρός ωθούσης έξωθεν, έτριξεν ελαφρώς και ηνοίχθη κατά το ήμισυ. Το φως εισήλθεν άφθονον εντός του δωματίου, η αναπνοή του ιερέως μετέβαλε ρυθμόν, αλλ' όμως δεν έπαυσεν αντηχούσα, η δε παππαδιά στρέψασα την κεφαλήν προς το ανοιχθέν θυρόφυλλον, έθεσε τον δάκτυλον εις τα χείλη διά να επιβάλη σιωπήν εις τον ανοίξαντα.
Εντός του φωτερού τετραγώνου, του σχηματισθέντος διά του ανοίγματος του άνω μέρους της θύρας, προέκυπτε το στήθος και η κεφαλή γέροντος χωρικού. Το παλαιόν φέσι του περιέδεε μανδήλιον βαμβακερόν, του οποίου αι λευκαί άκραι εκρέμαντο όπισθεν προς προφύλαξιν του ρυτιδωμένου αυχένος του. Υπό το φέσι έλαμπον οι ζωηροί οφθαλμοί του σκιαζόμενοι από δασείας πολιάς οφρύς. Ο ιδρώς έσταζεν από τους κροτάφους του. Διά της δεξιάς χειρός εκράτει ράβδον στηριζομένην επί του ώμου του, από δε την άκραν της ράβδου εκρέματο επί των νώτων του καλάθιον σκεπασμένον με φύλλα λαχάνων.
Η παππαδιά εγερθείσα επλησίασεν αψοφητί προς την θύραν.
— Καλή 'μέρα, Γεροθανάση, εψιθύρισεν. Ο παππάς κοιμάται.
— Το βλέπω, παππαδιά μου, απεκρίθη ο γέρων, προσπαθών ανεπιτυχώς να καταβιβάση εις ψιθυρισμόν και ούτος τον ήχον της βραγχώδους φωνής του. Το βλέπω, αλλά είναι ανάγκη να 'ξυπνήση.
— Τι τρέχει; Τι τον θέλεις;
— Δεν τον θέλω εγώ, δόξα σοι ο Θεός! Ο λεπρός τον θέλει.
— Κύριε ελέησον! Ο λεπρός! επανέλαβεν η παππαδιά.
Και ανελογίσθη διά μιας τους φόβους του συζύγου της, — την φρίκην του ν' αρχίση από τον λεπρόν την εξάσκησιν των δυσχερών καθηκόντων του, — και την απόστασιν έως εις το άλλο άκρον της νήσου, όπου ο δυστυχής εκείνος διήρχετο τον έρημον βίον, — και τον πολύν καύσωνα της θερινής εκείνης ημέρας.
— Ετελείωσαν, μου φαίνεται, τα ψωμιά του, υπέλαβεν ο χωρικός.
— Κύριε ελέησον, επανέλαβεν η παππαδιά, μη ευρίσκουσα άλλας λέξεις προς έκφρασιν της αδημονίας της, και στρέφουσα τα ανήσυχα βλέμματα προς τον καναπέν.
Ο ιερεύς ήκουσε τα πάντα, αλλά τα ήκουσεν ως εις όνειρον. Το άνοιγμα της θύρας διέκοψε τον ύπνον του, αλλ' αι αισθήσεις του έμενον εισέτι εις νάρκωσιν, αι δε ιδέαι συνωθούντο συγκεχυμέναι και άνευ σειράς εντός της κεφαλής του. Είδε διά των κλειστών βλεφάρων το χυθέν εντός του δωματίου φως, ήκουσε την γυναίκα του προσαγορεύουσαν τον Γεροθανάσην, ήκουσεν ότι ο λεπρός τον θέλει... Αλλ' η τελευταία του γέροντος φράσις και το δεύτερον της συζύγου του «Κύριε ελέησον» τον αφύπνισαν εντελώς.
Ανέκυψε την κεφαλήν, κατεβίβασε τους πόδας, και καθήμενος επί του καναπέ, με τας δύο χείρας στηριζομένας επί του τάπητος, με τα βλέμματα προσηλωμένα προς την θύραν και τα χείλη ημιανοικτά, έμενεν ακίνητος και σιωπηλός. Εσκέπτετο άραγε; Όχι, δεν εσκέπτετο, αλλ' εφαντάζετο ότι βλέπει ενώπιόν του την ελεεινήν καλύβην επί των βράχων, υπεράνω της θαλάσσης, όπου προ ετών πολλών, ωθούμενος υπό παιδικής περιεργείας, επλησίασε διά να ίδη τι έστι λεπρός. Εφαντάζετο ότι βλέπει τον δυστυχή της καλύβης κάτοικον, καθώς τον είδε τότε καθήμενον κατά γης εις την σκιάν μιας κέδρου, καθαρίζοντα χόρτα άγρια εντός της πηλίνης χύτρας του και στρέφοντα μετ' απορίας την κεφαλήν προς τον μικρόν ρασοφόρον. Ανεπόλει πως, ότε είδε την αποτρόπαιον εκείνην μορφήν, ρίγος φρίκης τον κατέλαβε και έφυγε δρομαίος προς τους συντρόφους του, οίτινες ατολμότεροι τον επερίμενον μακράν της καλύβης...
— Να με συμπαθήσης, παππά μου, είπεν ο Γεροθανάσης. Σ' εξύπνησα. Αλλά ψυχομαχεί ο λεπρός και σε θέλει, και είναι πολύς ο δρόμος έως εκεί. Ίσως δεν τον προφθάσης.
Ο παππά Νάρκισσος ηγέρθη.
— Παππαδιά, είπεν, η δε φωνή του έτρεμεν ολίγον. Το καλυμμαύχι και το ράσον μου.
Υπήκουσεν εκείνη σιωπώσα και έφερεν εκ του κοιτώνος τα ζητηθέντα.
— Δεν θα κάμης πεζός τόσον δρόμον, παππά μου, υπέλαβε θωπευτικώς.
— Όχι, όχι, είπεν ο Γεροθανάσης. Πηγαίνω να εύρω κτήμα, κι έρχομαι αμέσως να τον πάρω.
— Θα έλθης μαζή μου; ηρώτησεν ο ιερεύς.
— Και βέβαια!
Ο γέρων ανεχώρησεν εσπευσμένως προς εύρεσιν κτήματος, ως ονομάζουν ευφήμως τα κτήνη των οι νησιώται.
— Ιδέ, έλεγεν ο ιερεύς προς την σύζυγόν του, ενώ ένιπτε τας χείρας και το πρόσωπον εις τον νεροχύτην. Ιδέ, ο Γεροθανάσης είδε τον λεπρόν και τον εβοήθησεν, έρχεται πεζός απ' εκεί, και είναι πρόθυμος να κάμη πάλιν τον δρόμον μαζή μου. Διατί; Χάριν φιλανθρωπίας. Κι εγώ συλλογίζομαι την φρίκην του να παρασταθώ εις το ψυχομαχητόν ενός χριστιανού; Θα διστάσω ενώ πρόκειται περί εκτελέσεως του καθήκοντός μου;
Η παππαδιά τον ήκουε προσπαθούντα διά των λόγων τούτων να ανυψώση το θάρρος του, αλλά δεν ετόλμα να προσθέση τι και αύτη προς ενίσχυσίν του. Επρόσφερεν εν σιωπή το προσόψιον εις τον άνδρα της, εκείνος δε εσπογγίσθη, εφόρεσε το ράσον, έθεσεν επί κεφαλής το καλυμμαύχιον, εφίλησε την σύζυγόν του εις το μέτωπον και εξήλθε κρατών εις χείρας τα κλειδία της Εκκλησίας.
Η οικία του ιερέως έκειτο, τελευταία και απομονωμένη, εις τους πρόποδας της αποτόμου κορυφής, της οποίας τα πλευρά κατείχον αι λοιπαί οικοδομαί του χωρίου, υπερκείμεναι αλλήλων. Εις το μέσον περίπου αυτών ήτο η μικρά εκκλησία της Υπαπαντής, κτίριον παλαιόν Βυζαντινού ρυθμού, με τρούλον πυργοειδή υψούμενον υπεράνω των πέριξ ταπεινών οικιών. Από την οικίαν του ιερέως μέχρι της εκκλησίας η στενή λιθόστρωτος οδός ανέβαινεν ελικοειδώς, ο δε ήλιος, ακτινοβολών κατά κάθετον, αποκαθίστα κατά την ώραν εκείνην την ανάβασιν κοπιωδεστέραν του συνήθους.
Τα παράθυρα των εκατέρωθεν οικίσκων ήσαν κλειστά, πού και πού όμως το άνω φύλλον της θύρας ήτο ανοικτόν, ο δε οικοδεσπότης, ή και η σύζυγός του, στηρίζοντες τους βραχίονας επί του κλειστού κάτω φύλλου εφαίνοντο περιμένοντες την διάβασιν του ιερέως. Ο Γεροθανάσης διαβαίνων διέδωκε την είδησιν ότι ο λεπρός αποθνήσκει. Και εχαιρέτα ο ιερεύς τους χωρικούς. «— Καλή 'μέρα, Κυρ Γιάννη. — Ώρα καλή, κυρά Θάναινα. — Η ευχή σου, παππά μου.»
Προφανώς είχον πάντες διάθεσιν δι' εκτενεστέραν συνδιάλεξιν, αλλ' ο παππάς εβιάζετο. Ανήλθεν ιδρωμένος εις την εκκλησίαν, ήνοιξε την θύραν, εισήλθεν εντός του δροσερού ναού, έλαβεν ευλαβώς εκ του αναιμάκτου θυσιαστηρίου το ιερόν της θείας μεταλήψεως σκεύος και το ευχολόγιόν του, τα ετύλιξεν εντός του περιτραχηλίου του, περιέδεσε το περιτραχήλιον εντός μαύρης λινής οθόνης και εξήλθεν.
Έκλειε μόλις την θύραν της Εκκλησίας, ότε ήκουσε την φωνήν του Γεροθανάση παροτρύνοντος το κτήμα. Το ζώο δεν εφαίνετο πρόθυμον εις εκδρομήν εντός του καύσωνος. Ο ιερεύς προέβη εις προϋπάντησίν του, το εθώπευσεν, ανέβη εις την ράχιν του, αφού εναπέθεσεν ασφαλώς το δέμα εντός του κόλπου του, και ήρχισεν η πορεία. Ο γέρων χωρικός παρηκολούθει πεζός.
Πλειότεραι θύραι ήσαν ήδη ανοικταί, οι δε ευσεβείς χωρικοί, γνωρίζοντες τι έφερεν εντός του κόλπου ο ιερεύς, εσταυροκοπούντο, ενώ διήρχετο. Εις την θύραν της οικίας του επερίμενεν η παππαδιά, σκιάζουσα διά της χειρός τους οφθαλμούς της. Μειδίαμα ευφρόσυνον επέλαμψεν εις το πρόσωπον του ιερέως. Εκράτησε το ζώον προ της θύρας και ηθέλησε ν' αποτείνη τον λόγον προς την σύζυγόν του, αλλά δεν ανήρχοντο αι λέξεις εις τα χείλη του. Ούτε εκείνη επρόφερε λέξιν, ενώ τον ητένιζε τρυφερώς προσπαθούσα να μειδιάση. Ο παππά Νάρκισσος εκίνησε την κεφαλήν προς αποχαιρετισμόν, εκτύπησε τον λαιμόν του όνου διά του σχοινιού, το οποίον εχρησίμευεν αντί χαλινού, και επροχώρησε μετά του γέροντος. Το βεβιασμένον μειδίαμα της παππαδιάς εσβέσθη, άμα είδε την συνοδίαν απομακρυνομένην, και διά του αντίχειρος απέμαξεν εν δάκρυ εκ των βλεφαρίδων της.
Ο δρόμος εξηκολούθει καταβαίνων ανά μέσον των εις τους πρόποδας του χωρίου αγρών και αμπελώνων, έπειτα ανέβαινε πάλιν, διασχίζων πυκνόν ελαιώνα, μέχρι της κορυφής του απέναντι λόφου, όπου τρεις ανεμόμυλοι επερίμενον πνοήν αέρος να κινήση τους ήδη αργούς ιστιοφόρους τροχούς των. Εκείθεν ηπλούτο ευρύ οροπέδιον κατωφερές, απολήγον εις βράχους αποκρήμνους προς το μεσημβρινόν μέρος της νήσου. Η οδός ήτο τραχεία και απεριποίητος, αλλά και ο Γεροθανάσης και το κτήμα του εφαίνοντο συνηθισμένοι εις τας πέτρας, αίτινες επηύξανον το δύσβατον του εδάφους. Τοίχοι χαμηλοί, ξηροτρόχαλοι, άνευ πηλού ή ασβέστου, εχώριζον εκατέρωθεν τους αμπελώνας. Καθ' όσον δε η οδός απεμακρύνετο, διεδέχοντο τους αμπελώνας αγροί θερισθέντες ήδη. Πέρα της καλλιεργημένης εκτάσεως, αριστερόθεν μεν το οροπέδιον ανυψούμενον εσχημάτιζε σειράν λόφων θαμνοσκεπών, δεξιόθεν δε έκλινε βαθμιαίως προς την παραλίαν, και η κυανή του Αιγαίου θάλασσα εξηπλούτο εκείθεν απέραντος, ποικιλλομένη από τα απέχοντα βουνά των άλλων νήσων.
Ήτο αληθώς ωραίον το θέαμα, αλλ' ο ιερεύς δεν το έβλεπεν. Ο νους του ήτο αλλαχού προσηλωμένος. Οι φόβοι τους οποίους η συναίσθησις του καθήκοντος και το παράδειγμα του Γεροθανάση είχον κατ' αρχάς περιστείλει, επανήρχοντο και πάλιν εντός της ψυχής του. Αι προ της αναχωρήσεως προετοιμασίαι, η παρουσία των χωρικών εις τας θύρας των οικιών των, η θέα της συζύγου του, είχον οπωσδήποτε αναστηλώσει την κλονιζομένην καρδίαν του. Αλλά τώρα εις την ερημίαν της εξοχής, εν τω μέσω της σιωπής, την οποίαν εφαίνετο επιτείνων ο διπλούς κρότος των πετάλων του ζώου και των βημάτων του γέροντος χωρικού, ενώ ο ήλιος έκαιε τους ώμους του, εικόνες απαίσιοι εξετυλίσσοντο και πάλιν ενώπιον των αφηρημένων οφθαλμών του. Επροσπάθει διά της σκέψεως να υπερνικήση την φαντασίαν του, αλλ' η σκέψις δεν ίσχυεν. Εφοβείτο, εφοβείτο ο δυστυχής!
Δεν είχεν εισέτι ομιλήσει, αλλ' ουδ' ο συνοδοιπόρος του διέκοψε την σιωπήν. Ότε περιπατεί τις υπό τον ήλιον, επί εδάφους δυσκόλου, ακολουθών μάλιστα το βάδισμα ζώου ευρώστου, δεν θεωρεί συνήθως την περίστασιν αρμοδίαν προς συνομιλίαν, και αν έτι δεν έχη την ηλικίαν του Γεροθανάση. Επί τέλους ο ιερεύς ανέκυψεν εκ των ζοφερών ρεμβασμών του. Ήκουσε τον γέροντα όπισθέν του ασθμαίνοντα και, σύρας προς το στήθος του το σχοινίον, εκράτησε τον όνον. Ο χωρικός έσπευσε το βήμα και ήλθε πλησίον του.
— Τι έπαθες, παππά μου; Τι στέκεις;
— θα καταίβω ν' αναίβης συ, και όταν κουρασθώ, αλλάζομεν.
— Καλέ, τι λόγος! Να καθίσω εγώ και να περιπατής εσύ!
— Είσαι κουρασμένος, γέρο μου.
— Εγώ κουρασμένος! Βαστούν ακόμη τα κόκκαλά μου κι έννοια σου! Πού ηκούσθη να περιπατή ο παππάς με τα άγια και να πηγαίνη εμπρός ο αγωγιάτης με το κτήμα! Εμπρός!
Το πράγμα δεν επεδέχετο περαιτέρω συζήτησιν. Ο όνος υπείκων και εις την ηθικήν πίεσιν της φωνής του γέροντος και εις την διά του γρόνθου του επικύρωσιν του εκφωνηθέντος Εμπρός, επανέλαβε ζωηρώς την πορείαν. Αλλ' ο ιερεύς εχαλίνωσε την ορμήν του διά ν' ακολουθή μετά πλειοτέρας ανέσεως ο πεζός γέρων και διά να επαναλάβη την μετ' αυτού συνομιλίαν.
— Θα τον προφθάσωμεν ζωντανόν; Τι λέγεις;
— Τι να σου 'πώ; Ο άνθρωπος είνε εις τα έσχατά του.
— Πώς τον άφησες; Πώς ήτο;
— Πώς να είναι; Ωσάν άνθρωπος όπου ψυχομαχεί.
Τούτο ήθελε να μάθη; Πώς είναι ο άνθρωπος ότε ψυχομαχεί, αλλ' η απόκρισις του χωρικού δεν τον εφώτισεν. Επεθύμει ν' ακούση περιγραφόμενον το θέαμα, το οποίον απετροπιάζετο προτού το ίδη. Ήλπιζεν ότι η εκ των προτέρων περιγραφή ήθελεν εξοικειώσει αυτόν προς ό,τι παιδιόθεν εφαντάζετο μετά φρίκης. Και επάλαιεν εντός της ψυχής του το ταπεινόν αίσθημα του φόβου προς το ευγενές αίσθημα του καθήκοντος. Η αδιαφορία με την οποίαν ο γέρων ωμίλει περί της αγωνίας του θανάτου, η προθυμία του να επανέλθη προς τον ψυχορραγούντα λεπρόν, επηύξανον την ενδόμυχον του ιερέως εντροπήν διά την ατολμίαν του.
— Διατί ήλθες μαζή μου, ηρώτησε μετά τινα σιωπήν. Διά να με συντροφεύσης;
— Και διά τούτο. Αλλ' όχι τόσον διά τούτο, όσον διά να τον παρασταθώ εις τα τέλη του. Εσύ, παππά μου, να τον μεταλάβης και έπειτα να φύγης. Εγώ θα μείνω. Όλην του την ζωήν την επέρασεν έρημος και μόνος, ας έχη ένα χριστιανόν εις το πλευρόν του, ενώ αποθνήσκει, ο κακόμοιρος!
— Είσαι αλήθεια καλός χριστιανός, Γεροθανάση. Ο Θεός να σ' ευλογήση! Αλλά το χρέος τούτο είναι ιδικόν μου, και θα το εκτελέσω εγώ. Εγώ θα του κλείσω τα βλέφαρα.
Και ησθάνθη τον λάρυγγά του στενούμενον υπό συγκινήσεως.
Εξηκολούθησαν εν σιωπή την οδοιπορίαν. Η οδός δεν εφράσσετο πλέον εκατέρωθεν υπό τοίχων, αλλά διέσχιζε θάμνους σχοίνων και κομάρων καταβαίνουσα προς τα απόκρημνα της νήσου παράλια. Εντός ολίγου έκαμψε προς τ’ αριστερά, παρά τας υπωρείας γυμνού λοφίσκου, και είδε μακρόθεν ο ιερεύς μίαν κέδρον εκεί μονήρη, υπό δε την σκιάν της τους τοίχους της καλύβης του λεπρού.
Προ δεκαπέντε ετών υπό τους κλώνας της κέδρου εκείνης είδεν ο Νάρκισσος τον δυστυχή ερημίτην, όστις προ πολλών και τότε ετών κατώκει εκεί. Εις την εσχατιάν εκείνην της νήσου, μόνος, έρημος, μακράν πάσης κοινωνίας ανθρώπων, διήλθε τον βίον φέρων το βάρος προγονικής συμφοράς, ανεύθυνος αυτός, ζων άνευ ελπίδος, άνευ παρηγορίας, άνευ σκοπού. Ορφανός, άκληρος, άπορος, κατελήφθη νεώτατος έτι υπό της βδελυράς νόσου. Οι ομόχωροί του τον ηνάγκασαν να υποβληθή εις απομόνωσιν, αναλαβόντες την υποχρέωσιν της συντηρήσεώς του. Δεν ήτο βεβαίως υπέρογκον το βάρος διά την κοινότητα της νήσου. Ο Γεροθανάσης, του οποίου οι ολίγοι αγροί έκειντο πέρα της καλύβης του λεπρού, ανεδέχθη την μεταφοράν της εβδομαδιαίας προμηθείας άρτου. Αλλά δεν περιωρίσθη εις τούτο η αγαθότης του φιλανθρώπου χωρικού. Εβοήθει τον άθλιον ερημίτην εις την καλλιέργειαν του μικρού κήπου του, επισκευάζων τα εργαλεία του, προμηθεύων σπόρους, δίδων συμβουλάς. Έμενε συνομιλών με τον ασθενή, εξοικειωθείς εκ της μακράς συνηθείας προς το απεχθές νόσημά του. Και τον επερίμενεν ο λεπρός, μετρών τας ημέρας και τας ώρας μέχρι της προσεχούς επισκέψεως. Ο Γεροθανάσης ήτο ο μόνος σύνδεσμος μεταξύ αυτού και του λοιπού κόσμου. Ουδείς άλλος τον επλησίαζεν. Εάν χωρικός τις διέβαινεν εκείθεν, τον προσηγόρευεν ενίοτε μακρόθεν, εναπέθετεν ίσως επί βράχου απέχοντος την ελεημοσύνην του, αλλ' ουδείς ετόλμα να τον ίδη και να τον ομιλήση εκ του πλησίον.
Ο περί την καλύβην κήπος του λεπρού περιεκλείετο διά φραγής εκ σπάρτων και κομάρων και ροδοδαφνών. Απέναντι της θαλάσσης η φραγή διεκόπτετο, δύο δε λίθοι ογκώδεις, εν είδει παραστάδων, εσχημάτιζον την είσοδον, αλλά θύρα μεταξύ των λίθων δεν υπήρχεν.
Ποσάκις επί των λίθων εκείνων καθήμενος, απέναντι της απεράντου εκτάσεως του πελάγους, έβλεπε τα κύματα πλήττοντα τους βράχους αγρίως, ή θωπεύοντα ησύχως την παραλίαν υπό τους πόδας του! Ποσάκις, βλέπων εκείθεν τας λευκάς πτέρυγας των απεχόντων πλοίων, εζήλευε τους ναύτας, οι οποίοι, εύρωστοι και ρωμαλέοι, επάλαιον κατά των στοιχείων, περιφερόμενοι από τόπου εις τόπον και ποθούντες την παραλίαν της πατρίδος, όπου όντα προσφιλή τους επερίμενον, ενώ αυτός, δέσμιος επί του βράχου του, έρημος και ελεεινός, επερίμενε τον θάνατον!
Εκεί, έμπροσθεν των δύο λίθων, επέζευσεν ο παππά Νάρκισσος. Ο Γεροθανάσης έδεσε διά του σχοινίου τους δύο εμπροσθίους πόδας του όνου, προς περιορισμόν της ελευθερίας του, και εισήλθεν εις τον μικρόν καλλιεργημένον περίβολον, προχωρών προς την καλύβην. Ο ιερεύς τον παρηκολούθει. Μετ' ολίγα βήματα ο χωρικός εστράφη.
— Κάθισε ολίγον έξω εκεί εις την πέτραν, παππά μου, να ιδώ πρώτα τι γίνεται μέσα ο άμοιρος αυτός.
Ο ιερεύς υπήκουσε σιωπών. Έλαβε το δέμα εκ του κόλπου του, το έλυσε με τας χείρας τρεμούσας ολίγον, έθεσε το περιτραχήλιον με τα εν αυτώ επί της πέτρας, απέθεσεν εκεί και το καλυμμαύχιον του, και με γυμνήν την κεφαλήν, τας χείρας σταυρωμένας επί του στήθους, επερίμενεν όρθιος τον γέροντα. Ήτο κάτωχρος. Μία ακούσιος ευχή, μία αμαρτωλή επιθυμία εισέδυσεν αίφνης εις την ψυχήν του. — Ω! Εάν ο γέρων επανερχόμενος έλεγε: Τετέλεσται! — Αλλ' απεδίωξε μετά ρίγους τον πονηρόν στοχασμόν, επεκαλέσθη την εξ ύψους βοήθειαν, έκαμε τον σταυρόν του, και λαβών εκ του διπλωμένου περιτραχηλίου το ευχολόγιον ήρχισε ν' αναγινώσκη τας ωραίας προσευχάς της νεκρωσίμου ακολουθίας. Ανεγίνωσκε, και όμως ο νους του ήτο εις την καλύβην. — Διατί αργεί ο Γεροθανάσης; — Ηθέλησε να πλησιάση προς την θύραν της καλύβης, αλλ' εις το μέσον του περιβόλου εστάθη διστάζων. Ηθέλησε να ερωτήση εκείθεν τον γέροντα, αλλά δεν ετόλμησε να υψώση την φωνήν.
Επί τέλους ο γέρων εξήλθε της καλύβης. Ο ιερεύς τον ητένισε με βλέμμα ερωτηματικόν.
— Ήτον εις βύθος. Τον εξύπνησα με κόπον. Μόλις ακούεται η φωνή του. Έλαμψαν τα σβυσμένα του 'μάτια, όταν ήκουσε ότι είσαι εδώ. Έλα, παππά, έλα να τον μεταλάβης.
Ο ιερεύς επέστρεψε προς την είσοδον, περιεβλήθη το περιτραχήλιον, έλαβεν ευλαβώς εις χείρας τα άγια και επορεύθη προς την καλύβην. Η ωχρότης του μόνη εμαρτύρει την ταραχήν του. Το βήμα του ήτο στερεόν, αι χείρες του δεν έτρεμον καθώς πριν, δεν εδίσταζε πλέον. Ενίκησε τους τελευταίους ενδοιασμούς της δειλίας η συναίσθησις της ιεράς αποστολής του.
Ότε έφθασεν εις την θύραν, ο γέρων, όστις τον ηκολούθει παρά πόδας, έθιξεν ελαφρώς το ράσον του. Ο ιερεύς, με τον ένα πόδα επί του κατωφλίου, εστάθη και έστρεψε την κεφαλήν. Η ξανθή του κόμη εκυμάτιζε λυτή επί του αυχένος του.
— Παππά μου, μη εγγίσης το μανδήλι εις το πρόσωπόν του. Εκείνος μου παρήγγειλε να τον σκεπάσω διά να μη τον ιδής.
— Καλά, είπεν ο ιερεύς σοβαρώς. Μη έλθης μέσα, εάν δεν σε κράξω.
Και εισήλθεν εντός της καλύβης.
Ο Γεροθανάσης εκάθισεν επί της πέτρας παρά την είσοδον και επερίμενεν. Έμεινεν επί ώραν πολλήν καθήμενος εκεί. Ηπόρει πώς ο ιερεύς ούτε φαίνεται ούτε ακούεται. Είχε την περιέργειαν να υπάγη προς την καλύβην, αλλά δεν ετόλμα να παρακούση την διαταγήν. Επερίμενε λοιπόν, βλέπων την κυανήν θάλασσαν ρυτιδουμένην υπό του ανέμου, όστις εγειρόμενος ήρχιζε να δροσίζη την ατμοσφαίραν. Οι πέριξ θάμνοι ανέδιδον ευωδίαν ζωογόνον, αι σιταρήθραι πετώσαι ορμητικώς προς τα ύψη επλήρουν τον αέρα με το κελάδημά των, η φύσις εφαίνετο φαιδρά όλη και ευτυχής, ενώ ο λεπρός απέθνησκεν εντός της καλύβης του.
Αίφνης ο γέρων χωρικός ήκουσε βηματισμόν πλησίον του ελαφρόν. Εστράφη απορών και είδεν ερχομένην προς την καλύβην την γυναίκα του ιερέως. Ηγέρθη αμέσως και προέβη εις προϋπάντησίν της.
— Τι σου ήλθε να κάμης τόσον δρόμον πεζή, παππαδιά;
— Ενόμιζα ότι θα σας απαντήσω εις τα μισά του δρόμου και ολίγ' ολίγον ήλθα έως εδώ. Πού είνε ο παππάς;
— Μέσα, με τον λεπρόν.
— Ζη ή απέθανε;
— Ό,τι και αν σου 'πώ, σε γελώ.
— Δεν πηγαίνεις να ιδής;
— Μου το έχει εμποδισμένον ο παππάς.
Η παππαδιά εσιώπησεν επ' ολίγον και έπειτα επανέλαβε μετά τινος ανησυχίας:
— Θα νυκτωθήτε εδώ.
— Δεν πειράζει. Έχει φεγγάρι. Μόνον εσύ, τι ήθελες να έλθης;
— Έφερα το ράσον.
Και έδειξε κρεμάμενον επί του βραχίονός της, επιμελώς διπλωμένον, το καλόν ράσον του παππά Ναρκίσσου.
— Τι το έφερες; Μη είναι κρύον να τα φορέση επανωτά;
— Ίσως χρειασθή, είπεν η παππαδιά.
Και λέγοντες ταύτα έφθασαν εις την είσοδον του περιβόλου.
— Κάθισ' εδώ παππαδιά, εις την πέτραν. θα είσαι κουρασμένη.
— Όχι, δεν εκουράσθηκα. Να 'πάγω μέσα, Γεροθανάση;
— Να μη θυμώση ο παππάς!
Η παππαδιά εκάθισεν επί της πέτρας. Ανά πάσαν στιγμήν έστρεφε την κεφαλήν προς την καλύβην. Η ανησυχία εζωγραφίζετο εις το πρόσωπόν της. Ο γέρων την ελυπήθη, ή συνεμερίζετο ίσως και αυτός την ανυπομονησίαν της.
— Μη χολοσκάνης, είπε. Πηγαίνω σιγά σιγά να ιδώ.
Επροχώρησε βραδέως προς την καλύβην τείνων τα ώτα ανά παν βήμα. Δεν ήκουε τίποτε. Ότε έφθασεν εις την θύραν, εστάθη. Ο ιερεύς έλεγέ τι ταπεινή τη φωνή. Μόλις ηδύνατο ν' ακούση ο γέρων. Έκυψε την κεφαλήν εντός της καλύβης. Του λεπρού η κεφαλή δεν εφαίνετο. Την απέκρυπτον τα νώτα του ιερέως, όστις γονατιστός επί του εδάφους κλίνων τον αυχένα προς τον λεπρόν, προσηύχετο. Η λευκή οθόνη, διά της οποίας ο Γεροθανάσης είχε καλύψει το πρόσωπον του ασθενούς, έκειτο εκεί ερριμμένη παρά τους πόδας του.
Ο χωρικός απεσύρθη ησύχως και επέστρεψε προς την είσοδον. Η παππαδιά ακίνητος επί της πέτρας, ακολουθούσα διά των οφθαλμών τας κινήσεις του, επερίμενε την επιστροφήν του.
— Τι είδες; ηρώτησε.
— Τίποτε.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο ιερεύς εξήλθε της καλύβης και με βήματα αργά διέσχισε τον κήπον. Δεν εφόρει το ράσον του. Εις τας ανυψωμένας χείρας εκράτει το ευχολόγιον και το αρτοφόριον. Εβάδιζε με ορθίαν και ακίνητον την κεφαλήν, με το βλέμμα ήρεμον, ενώ έσειεν ο άνεμος την λυτήν κόμην του. Εφαίνετο άλλος ήδη άνθρωπος!
Επλησίασε προς τον γέροντα και προς την σύζυγόν του χωρίς ουδεμίαν να εκφράση απορίαν διά την έλευσίν της. Αμφότεροι εκείνοι δεν εκινήθησαν προς προϋπάντησίν του. Τον επερίμενον να έλθη. Δεν απηύθυναν ερώτησιν προς αυτόν. Επερίμενον να ομιλήση.
— Ανεπαύθη, είπεν ο ιερεύς.
Ο Γεροθανάσης και η παππαδιά έκαμαν εν σιωπή τον σταυρόν των.
— Αύριον το πρωί θα έλθωμεν να τον θάψωμεν, εξηκολούθησεν.
Η φωνή του είχε τι το σοβαρόν, το επιβάλλον. Ουδέποτε η σύζυγός του τον ήκουσεν ομιλούντα ούτω. Τον ήκουε και τα δάκρυα ανέβαινον ησύχως εις τους οφθαλμούς της. Ησθάνετο ότι η δοκιμασία αύτη ενίσχυσε διά παντός την ψυχήν του.
— Να μείνω εδώ την νύκτα; ηρώτησεν ο Γεροθανάσης.
— Μείνε, θα έλθω πολύ πρωί.
Και βλέπων την σύζυγόν του, ήτις έτεινε προς αυτόν το ράσον,
— Καλά έκαμες και μου το έφερες, είπεν. Εσκέπασα με το άλλο τον νεκρόν.
Και βαδίζοντες ο εις παρά τον άλλον επέστρεψαν εις την οικίαν των πεζοί ο ιερεύς και η σύζυγός του.
Το δείπνον είχε τελειώσει. Αι κυρίαι εις τον εξώστην εθαύμαζον τα φλόγινα νέφη της δύσεως, ημείς δε περί την τράπεζαν επίνομεν τον καφέν καπνίζοντες. Ο Ανδρέας μόνος, ο ανεψιός μου, όστις δεν καπνίζει ακόμη ή καπνίζει εν τω κρυπτώ, έπαιζεν εις μίαν γωνίαν με τον σκύλον του. Αλλ' η θορυβώδης εκδήλωσις της αμοιβαίας των δύο τούτων αγάπης δεν συνετέλει ούτε προς διασκέδασιν, ούτε προς την καλήν χώνευσιν ημών των περί την τράπεζαν πρεσβυτέρων. Ουδείς παρεπονείτο, διότι ο μεν Ανδρέας ήτο του οικοδεσπότου ο μονογενής υιός, ο δε σκύλος ήτο ο αγαπητός του Ανδρέα σύντροφος· δεν εχρειάζετο όμως μεγάλη ευφυίας δόσις διά να εννοήση τις, ότι οι πλείστοι ηθέλομεν ευχαριστηθή επί τη αποπομπή του ζωηρού τετραπόδου. Ο γαμβρός μου, όστις δεν εννοεί δυσκόλως, έσπευσε να μας απαλλάξη της παρουσίας του, προς προφανή του υιού του δυσαρέσκειαν.
Επανελθούσης της ησυχίας, επανελήφθη ζωηροτέρα περί την τράπεζαν η συνομιλία, φυσικώ δε τω λόγω, ηρχίσαμεν λαλούντες περί του αποπεμφθέντος, περί των ποικίλων αρετών του, περί της καταγωγής του και εν γένει περί σκύλων. Προκειμένου περί σκύλων κατηντήσαμεν από εν εις άλλο εις το κεφάλαιον της λύσσης. Ο δε Ανδρέας, όστις εφαίνετο πλέον παντός άλλου ενδιαφερόμενος εις το αντικείμενον τούτο, ηρώτησε τον ιερέα του χωρίου, μετά του οποίου είχομεν συνδειπνήσει, εάν ήτο συνήθης η λύσσα εις το χωρίον.
— Συνήθης όχι, αλλ' όχι και άγνωστος, απεκρίθη ο ΠαππάΣεραφείμ και μας διηγήθη, μεταξύ άλλων, τα της ασθενείας ενός καλού σκύλου του, τον οποίον είχεν αναγκασθή πρό τινων ετών να φονεύση, αφού εβεβαιώθη ότι ασθένειά του ήτο η λύσσα.
Την διήγησιν του ιερέως διέκοπτεν ανά πάσαν στιγμήν ο Ανδρέας, με τας ερωτήσεις του: Πώς ενόησεν ο ΠαππάΣεραφείμ ότι ο σκύλος ήτο λυσσασμένος, τι τον έκαμε, πού τον έδεσε, πώς τον εφόνευσε; Ο ιερεύς απεκρίνετο λεπτομερώς, εκ δε των ερωταποκρίσεων εκείνων ομολογώ ότι έμαθα ουκ ολίγα περί λύσσης την εσπέραν εκείνην.
— Ομιλούμεν περί σκύλων, είπεν ο γαμβρός μου διακόψας τελευταίαν τινά του υιού του ερώτησιν. Αλλά τι θα έλεγες, Ανδρέα, εάν ήκουες τον Παππά Σεραφείμ να σου διηγηθή ότι είδε και άνθρωπον λυσσασμένον;
— Άνθρωπον λυσσασμένον! ανεφώνησεν ο Ανδρέας. Όλοι δε μετ' αυτού ηρχίσαμεν απευθύνοντες ερωτήσεις προς τον ιερέα. Πώς, πού, πότε, τι συνέβη, τι απέγεινε;
Αι δασείαι οφρύες του ΠαππάΣεραφείμ είχον συσταλή άμα ήκουσε τας τελευταίας του γαμβρού μου λέξεις. Δεν απεκρίθη εις ουδεμίαν των αλλεπαλλήλων ερωτήσεών μας· η σιωπή και η κατήφειά του εμαρτύρουν, ότι αναμνήσεις θλιβεραί επίεζον την καρδίαν του, ότι δεν του ήτο αρεστόν να τας αναξαίνη. Αλλά βλέπων όλους ημάς περιέργους και ανυπομόνους να τον ακούσωμεν, ενίκησε τον δισταγμόν του, ανεκάθισεν επί της καθέκλας του, εσήκωσεν από της κεφαλής το καλυμμαύχιόν του, το απέθεσεν επί της τραπέζης, έτριψε δις ή τρις το μέτωπον με την δεξιάν παλάμην του, και στηρίξας το ήρεμον βλέμμα κατά σειράν επί τους οφθαλμούς όλων ημών, ήρχισεν ως εξής την διήγησίν του:
— Γνωρίζετε όλοι τα Παλαιά Αλώνια εδώ έξω, προς βορράν του χωρίου. Το νεκροταφείον μας, καθώς ενθυμείσθε, κείται ολίγον μακρύτερα, προς δυσμάς. Αμπέλια δεξιά, το βουνόν αριστερά, και ανάμεσα ο δρόμος από τ' Αλώνια το νεκροταφείον. Εις το μέσον περίπου του δρόμου, προς του βουνού το μέρος, ίσως παρετηρήσατε εν μεγάλον πεύκον· τα γηρασμένα του κλωνάρια σχηματίζουν μικράν όασιν σκιάς, όταν ο ήλιος φλογίζη την άδενδρον εκείνην έκτασιν. Οπόταν διαβαίνω εκείθεν και βλέπω το πεύκον, η καρδία μου σφίγγεται, ο δε ήχος του μου φαίνεται ωσάν να συλλαβίζη το όνομα του δυστυχούς Χρήστου.
Δεκατρία έτη επέρασαν έκτοτε. Ήτο περί τα μέσα Αυγούστου. πρό τινων ημερών είχεν ακουσθή ότι εφάνη λύκος γύρω του χωρίου. Ο Γερομήτρος, ο oποίος είχε κτίσει κατ' εκείνο το έτος την καλύβην του πλησίον εις τ' Aλώνια, διηγείτο ότι αι φωναί του σκύλου του τον εξύπνησαν μίαν νύκτα, ότι ήνοιξε το παράθυρον και είδεν έξω από τον τοίχον του αυλογύρου του ένα φοβερόν λύκον, ότι ήρπασε το όπλον του και ετουφέκισεν, αλλά δεν τον επέτυχε, και τον είδεν εις το φως της σελήνης αποσυρόμενον με την ουράν χαμηλά και με βήματα ωσάν μεθυσμένου ανθρώπου, και ότι τόσον ετρόμαξεν, ώστε δεν εσκέφθη να γεμίση και πάλιν το μονόκαννον όπλον του διά να πυροβολήση εκ δευτέρου. Και από ποιμένας ηκούσθησαν άλλα παραπλήσια, ώστε διέτρεχε φήμη εις το χωρίον, ότι λύκος επικίνδυνος ήτο πλησίον μας, οι δε χωρικοί την νύκτα εκοιμώντο με τον ένα οφθαλμόν ανοικτόν, έχοντες τον νουν εις τα ζώα των.
Ο κίνδυνος ήτο μεγαλείτερος παρ' όσον εφαντάζοντο, διότι ο εχθρός δεν ήτο λύκος πεινασμένος, αλλά λυσσασμένη λύκαινα.
Εν απόγευμα — ήτο Δευτέρα — ο Χρήστος έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του πλησίον εις το πεύκον, περί του οποίου σας έλεγα. Εκάθητο εις την σκιάν και διώρθωνε μίαν παλαιάν καρδάραν, ότε έξαφνα βλέπει τα πρόβατά του και έφευγαν καταφοβισμένα, το εν επάνω εις το άλλο. Στρέφει προς το νεκροταφείον, και τι να ιδή; Εις είκοσι βημάτων απόστασιν η λύκαινα αγριευμένη, έτοιμη εις επίθεσιν, εδείκνυε τους φοβερούς οδόντας της. Σηκώνεται αμέσως ο Χρήστος και αρπάζει μίαν πέτραν. Ο λύκος συνήθως φοβείται τον άνθρωπον και φεύγει. Αλλ' ο Θεός να φυλάγη από λυσσασμένον ζώον!
Ο ΠαππάΣεραφείμ επήρε μηχανικώς από την τράπεζαν το καλυμμαύχιόν του και το έθεσεν επί της κεφαλής του. Μετά τινων στιγμών σιωπήν επανέλαβεν·
— Συγχωρήσατέ με, φίλοι μου, να σας δώσω μίαν συμβουλήν, της οποίας εύχομαι να μη λάβετε ποτέ ανάγκην. Λύκον λυσσασμένον δεν είναι πιθανόν να ιδήτε ποτέ. Αλλ' εάν, ο μη γένοιτο, τύχη να oρμήση επάνω σας σκύλος λυσσασμένος και δεν κρατήτε ή όπλον ή ξύλον αρκετά δυνατόν διά να του σπάση το καύκαλον, προσέχετε προ παντός άλλου να προφυλάξετε τας χείρας σας. Αν ζητήσετε με τας χείρας να παλαίσετε προς το ζώον, θα σας τας δαγκάση. Σεις οι φραγκοφορεμένοι έχετε το καπέλον, εγώ το καλυμμαύχιόν μου, ο φουστανελλάς το φέσι του. Οπωσδήποτε, έχετε τον νουν σας πώς να υπερασπίσετε τας γυμνάς χείρας σας, μεταχειριζόμενοι το προφύλαγμά των ως ασπίδα κατά του ζώου.
Ο Χρήστος δεν ήτο ούτε εις θέσιν ούτε εις καιρόν να προφυλαχθή. Αντί να στρέψη τα νώτα η λύκαινα και να φύγη, εξ εναντίας, άμα είδε τον νέον εγειρόμενον, χύνεται επάνω του, και πριν καν προφθάση ο Χρήστος να ρίψη την πέτραν, οι εμπρόσθιοι πόδες του θηρίου έσφιγγον το δεξιόν πλευρόν του και οι οδόντες του εξέσχιζον το στήθος του.
Η πέτρα έπεσεν από τα δάκτυλά του· αλλ' έμειναν και αι δύο του χείρες ελεύθεραι.
Ο Χρήστος ήτο ο υψηλότερος νέος του χωρίου μας, εύρωστος και γενναίος, σωστόν παλληκάρι. Αλλ' ο κίνδυνος κάμνει και τον δειλόν γενναίον. Καταιβάζει διά μιας τον δεξιόν του βραχίονα και σφίγγει κάτω από την μασχάλην τον λαιμόν της λυκαίνης, αρπάζει με την αριστεράν την κεφαλήν της και προσπαθεί να την πνίξη! Τότε ήρχισε πάλη φοβερά. Οι όνυχες και οι οδόντες του λυσσασμένου θηρίου κατεξέσχιζαν όλον το δεξιόν πλευρόν του δυστυχούς νέου. Δεν ηδύνατο να μεταχειρισθή την μάχαιράν του, διότι διά να την εκβάλη από την ζώνην του έπρεπε να ελευθερώση την κεφαλήν της λυκαίνης, την οποίαν εκράτει πάντοτε με την αριστεράν χείρα του. Δεν ηδύνατο να κινήση την δεξιάν και να χαλαρώση την λαβίδα, όπου έμενε σφιγμένος ο λαιμός του ζώου. Να φωνάξη δεν ετόλμα. Αλλοίμονον εις όποιον παλαίη, εάν αρχίση να εξοδεύη τας δυνάμεις του φωνάζων! Επί τέλους πίπτουν κατά γης και οι δύο, χωρίς να διασπασθή ο φρικτός εκείνος εναγκαλισμός. Ο Χρήστος απ' επάνω, η λύκαινα από κάτω· αλλ' η κεφαλή της απλάκωτος αντίκρυ του στήθους του Χρήστου, το οποίον κατεσπάρασσε πάντοτε, αγωνιζομένη ν' απαλλαγή.
Ο Χρήστος ησθάνετο τας δυνάμεις του εκλειπούσας και ήρχιζε ν' απελπίζεται, ότε έξαφνα ακούει μακρόθεν μίαν φωνήν, την φωνήν του Γερομήτρου.
— Βάστα, Χρήστε, έφθασα!
Τα πρόβατα του Χρήστου φεύγοντα είχον φθάσει μέχρι της καλύβης του Γερομήτρου. Εκπλαγείς ο γέρων ήνοιξε την θύραν του και είδε μακρόθεν τον Χρήστον παλαίοντα με το θηρίον. Αρπάζει αμέσως το όπλον του από τον τοίχον και τρέχει δρομαίος, όσον το εσυγχώρουν οι γεροντικοί πόδες του.
Ότε επί τέλους έφθασεν υπό το πεύκον και εστάθη άνω του συμπλέγματος εκείνου, ευρέθη εις αμηχανίαν. Πώς να πυροβολήση το ζώον χωρίς να βλάψη τον άνθρωπον; Ο Χρήστος, νέας λαβών δυνάμεις ως εκ της επελθούσης επικουρίας, σφίγγει την κεφαλήν της λυκαίνης, την κρατεί όσον ηδύνατο μακράν του στήθους του και φωνάζει: Φωτιά! Ο γέρων, χωρίς να χάση καιρόν, στηρίζει την κάνναν εις το αυτίον του ζώου και πυροβολεί. Η λύκαινα έμεινεν εις τον τόπον.
Ο ΠαππάΣεραφείμ εσιώπησεν επ' ολίγον. Ουδείς ημών διετάραξε την σιωπήν του. Εβλέπομεν ότι είχε και άλλα να μας είπη και επεριμένομεν.
Ο ήλιος εν τούτοις είχε δύσει· εντός του θαλάμου αι γωνίαι ήρχισαν να μαυρίζουν· αι κυρίαι έμενον εισέτι εις τον εξώστην και ηκούομεν τας ζωηράς ομιλίας και τον εύθυμον γέλωτά των.
— Ηξεύρετε, φίλοι μου, εξηκολούθησεν ο ιερεύς, τι εσκεπτόμην τώρα και τι συχνάκις σκέπτομαι; Εσκεπτόμην πόσον η αμάθεια μας ζημιώνει, πόσα δεινά ηθέλομεν αποφεύγει ή μετριάζει, εάν εγνωρίζαμεν πλειότερα πράγματα. Αλλά ποίος να μας τα διδάξη; Η αλήθεια είναι ότι καλλιτερεύομεν βαθμηδόν και ολίγον κατ' ολίγον· αλλ' είμεθα ακόμη πολύ οπίσω. Ηξεύρετε ότι εις όλα εδώ τα χωρία της περιφερείας μας ούτε ιατρός υπάρχει, ούτε φαρμακείον. Δεν γνωρίζω εάν ετυπώθη ποτέ εις Αθήνας, έως εδώ όμως δεν έφθασε ποτέ ούτε βιβλίον, ούτε φυλλάδιον με οδηγίας περί του πώς ν' αποφεύγωμεν ή να θεραπεύωμεν τας κοινοτέρας νόσους, δεν λέγω την λύσσαν, αλλά τας ασθενείας αι οποίαι θερίζουν αδίκως τα τέκνα μας! Ας είναι! θα γείνουν όλα με τον καιρόν.
Ότε επέστρεψεν εις το χωρίον ο Χρήστος, στηριζόμενος εις τον ώμον του Γερομήτρου, αιματωμένος, πληγωμένος, με τα φορέματα σχισμένα, το χωρίον ολόκληρον κατεταράχθη. Το έμαθα αμέσως και έτρεξα να τον ίδω. Έζη εις του πατρός του, εις εκείνην την δίπατον οικίαν παρέκει από το καφενείον, εις τον δρόμον της εκκλησίας. Κάτω αποθήκη και ελαιοτριβεία, επάνω δύο μικρά δωμάτια, η δε είσοδός των από μίαν εξωτερικήν κλίμακα εις το πρόσωπόν της οικίας, επί του δρόμου.
— Εκεί όπου κατοικεί τώρα ο δημοδιδάσκαλος; ηρώτησεν ο Ανδρέας.
— Εκεί. Ότε ανέβην, μόλις και μετά βίας κατώρθωσα να φθάσω μέχρι του Χρήστου. Αι γειτόνισσαι είχον πλημμυρήσει και τα δύο δωμάτια και περιεκύκλωναν τον νέον, συμπαθείς αλλ' άχρηστοι, αντί βοηθείας φέρουσαι σύγχυσιν.
Η πρώτη ανάγκη δεν ήτο να πλυθούν τα αίματα ή να διορθωθούν τα φορέματα του Χρήστου, αλλά να καυτηριασθούν αι πληγαί του. Ουδείς όμως εκεί εσκέπτετο περί τούτου. Η σκέψις και η συλλογή ήτο πώς να προμηθευθούν λυσσόχορτον. Τι δεν είπα διά να τους πείσω να τον στείλουν αμέσως εις Αθήνας, εις το νοσοκομείον. Δεν ήθελαν να το ακούσουν· Λυσσόχορτον και πάλιν λυσσόχορτον! Αυτό ήτο η επιθυμητή πανάκεια, αλλά κανείς εις το χωρίον δεν είχε λυσσόχορτον.
— Τι χόρτον είναι τούτο; ηρώτησα διακόψας τον ιερέα.
Οι οφθαλμοί όλων των περί την τράπεζαν εστράφησαν διά μιας προς εμέ και ησθάνθην ότι ηρυθρίασα υπό τα βλέμματά των. Είδα ότι η διακοπή μου δυσηρέστησε το ακροατήριον και μετενόησα διά την άκαιρον ερώτησίν μου. Δεν ήτο κατάλληλος η στιγμή διά βοτανικάς ερεύνας, αλλ' αργά το ενόησα.
— Δεν ηξεύρω πώς να το περιγράψω, διότι δεν το γνωρίζω, απεκρίθη ο ιερεύς. Υποθέτω ότι βλαστάνει εις Σαλαμίνα. Είναι μυστικόν και εισόδημα των καλογήρων της Φανερωμένης. 1
Δεν εζήτησα πλειοτέρας διασαφήσεις, αλλ' έκυψα σιωπηλώς την κεφαλήν. Ο ΠαππάΣεραφείμ ενόησε την στενοχωρίαν μου και εξηκολούθησεν ως εξής·
— Επί τέλους και μετά πολλά έπεισα και τον Χρήστον και τους — ή μάλλον τας — περί αυτόν, και απεφασίσθη να υπάγη εις Αθήνας. Ήθελε ν' αναχωρήση την επαύριον. Επέμεινα και επί τέλους κατώρθωσα να φύγη αμέσως, υποσχεθείς να τον συνοδεύσω. Ανέβημεν εις τα ζώα μας και εξεκινήσαμεν. Αι γειτόνισσαι μας έδιδον ευχάς εν αφθονία, χωρίς όμως να φαίνωνται πεπεισμέναι ότι το νοσοκομείον θ' αντικαταστήση του λυσσοχόρτου την έλλειψιν. Εφθάσαμεν εις Αθήνας πολύ αργά· αφήκα τον Χρήστον εις το νοσοκομείον και επέστρεψα νύκτα βαθείαν εις το κελλίον μου.
Ταύτα συνέβησαν, καθώς σας είπα, την Δευτέραν. Την Πέμπτην ο Χρήστος επέστρεψεν. Υπέφερεν ακόμη από της καυτηριάσεως τους πόνους, αλλά κατά τα άλλα εφαίνετο καλώς έχων. Μετ' ολίγας ημέρας αι πληγαί του ουλώθησαν εντελώς. Αλλ' οι χωρικοί δεν είχον εμπιστοσύνην εις την θεραπείαν του νοσοκομείου. Η υποψία των δεν προήρχετο εκ του ότι εβράδυνεν η καυτηρίασις, αλλ' εκ του ότι έλειψε το λυσσόχορτον. Πώς ήτο δυνατόν να προληφθή η λύσσα χωρίς λυσσόχορτον; Όπου λοιπόν εφαίνετο ο Χρήστος, εξεδηλούτο γύρω του μυστηριώδης φόβος. Αι μητέρες εφρόντιζον αμέσως να συμμαζεύσουν τα τέκνα των διά να μη ευρίσκωνται πλησίον του. Οι άνδρες εφέροντο περιποιητικώς ως αν να επροφυλάττοντο μη τυχόν λάβη αφορμήν να θυμώση. Εν ενί λόγω, το χωρίον όλον ήτο εις προσοχήν. Συνεμερίζετο άρά γε και αυτός τους φόβους των συγχωρικών του περί της θεραπείας του; Η συστολή με την οποίαν απεκρίνετο, οπόταν συνέβαινε να τον συναντήσω, το λοξόν βλέμμα με το οποίον εκύτταζε τους διαβαίνοντας, ενώ συνωμίλουν μετ' αυτού, ταύτα και άλλα εμαρτύρουν ότι ο δυστυχής είχε τας υποψίας του. Τον ελυπούμην κατάκαρδα. Φαντασθήτε, φίλοι μου, οποία βάσανος, οποία αγωνία να φοβήται τις ότι κρύπτει εντός αυτού τοιαύτην ασθένειαν και να περιμένη από ημέρας εις ημέραν την έκρηξίν της!
— Το χειρότερον είναι, υπέλαβεν ο γαμβρός μου, ότι ο τοιούτος φόβος υποτρέφει την ασθένειαν. Ανεγίνωσκα εσχάτως τοιούτον τι εις επιστημονικόν περιοδικόν. Ο φόβος όστις κατακυριεύει πολλούς, όταν τους δαγκάση σκύλος, φόβος τον οποίον κρύπτουν, είτε από εντροπήν είτε διά να μη τον μεταδώσουν εις τους συγγενείς των, αποτελεί αυτός καθ' εαυτόν ασθένειαν. Η δε τοιαύτη παθολογική κατάστασις επιβαρύνει τας συνεπείας της πληγής και της καυτηριάσεως. Ταύτα και μόνα δύνανται να προξενήσουν τέτανον. Η δε υδροφοβία και ο τέτανος ομοιάζουν εις πολλά. Αυτά λέγουν οι ιατροί. Προς τι όμως μας τα λέγουν, ενόσω δεν μας διδάσκουν και το μυστικόν, πώς να κυριεύωμεν και να εκριζώνωμεν τους μυστικούς φόβους μας; Εδώ τους θέλω! Αλλά με συγχωρείτε, πάτερ, σας διέκοψα.
— Χωρίς ν' αναγνώσω τι περί τούτου, μου ήρχοντο υποψίαι τοιαύται, επανέλαβεν ο ιερεύς. Εν τούτοις αι εβδομάδες παρήρχοντο και ήρχιζαν οι χωρικοί να λησμονούν την ιστορίαν αυτήν, ή τουλάχιστον να μη ομιλούν περί αυτής, ότε, περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου, έρχεται μίαν αυγήν ο πατήρ του Χρήστου και μου λέγει ότι ο υιός του δεν είναι καλά.
— Τι έχει; — Δεν ηξεύρω. Έχει θέρμην δεν έχει όρεξιν.
Υπήγα αμέσως να τον ίδω. Τον ηύρα εξηπλωμένον κατά γης εις την κάππαν του επάνω. Ήτο ήσυχος, αλλ' ωχρός και φοβισμένος. Μου είπεν ότι δεν ημπορεί να πάρη την αναπνοήν του, ότι του έρχεται κάποτε ωσάν πνίξιμον εις τον λαιμόν, ότι στενοχωρείται υπερβολικά. Του έδωκα ολίγον γάλα και τον παρεκίνησα να το πίη. Ανεσηκώθη, επήρε το αγγείον από τας χείρας μου και ητοιμάσθη να το γευθή. Αλλ' άμα το επλησίασεν εις τα χείλη του, κατελήφθη υπό ρίγους και αηδίας. Μόλις επρόφθασα να πάρω οπίσω το αγγείον. Τον κατέλαβον σπασμοί φοβεροί. Ενόμιζα ότι τελειώνει. Μετ' ολίγον συνήλθεν.
— Αχ, είπεν, ο γέρος μου τα πταίει. Αν εφρόντιζε να μου φέρη το λυσσόχορτον, δεν θ' απέθνησκα λυσσασμένος!
Επροσπάθησα να τον πείσω ότι η ασθένειά του ήτο απλή του στομάχου ταραχή, είπα όσα ηδυνάμην χωρίς δυστυχώς να τα πιστεύω, και τον αφήκα υποσχεθείς να τον επισκεφθώ πάλιν το εσπέρας, διότι είχα την ημέραν εκείνην να τελέσω γάμον εις το πλέον απόκεντρον χωρίον της περιφερείας μου. Τοιαύτη η ζωή του ιερέως: Από την λύπην εις την χαράν, από τα στεφανώματα εις την κηδείαν. Ας είναι!
Το εσπέρας, πριν έτι εισέλθω εις το χωρίον, έμαθα ότι ο Χρήστος ήτο μανιώδης. Ο πατήρ του μ' επερίμενεν εις το κελλίον μου. Ήθελε την βοήθειάν μου διά να μεταφέρωμεν τον πάσχοντα εις άλλο οίκημα ισόγειον. Το απήτουν οι γείτονες. Εφοβούντο μη εξέλθη εις τους δρόμους και αρχίση να δαγκάνη δεξιά και αριστερά. Εις το ανώγαιον όπου ευρίσκετο δεν ήτο δυνατόν να εμποδισθή, εάν ήθελε να εξέλθη. Ηδύνατο να πηδήση από τα παράθυρα. Τον ήθελαν εις το ισόγειον διά να τον φρουρήσουν ευκολώτερον. Οι χωρικοί ήσαν φοβισμένοι, ο δε φόβος είναι άγριος και σκληρός, και ενόησα ότι, εάν ο δυστυχής Χρήστος εγίνετο απειλητικός και επικίνδυνος, θα ετουφεκίζετο.
Χωρίς να χάσω καιρόν μετέβην εις το ανώγαιον. Ευτυχώς ηύρα τον ασθενή εις περίοδον ησυχίας. Εκάθητο κατά γης με τους αγκώνας επί των γονάτων και την κεφαλήν εντός των χειρών. Τα ολίγα έπιπλα του δωματίου ήσαν άνω κάτω, και σπασμένα εδώ κι εκεί τρίμματα πηλίνων αγγείων. Σας εξομολογούμαι ότι την στιγμήν εκείνην με κατέλαβεν αίσθημα φόβου. Εσκέφθην ότι ήτο ανοησία μου να υπάγω μόνος εκεί. Αλλά δεν ηδυνάμην πλέον, και αν το ήθελα, να οπισθοχωρήσω. Επλησίασα, έθεσα την χείρα μου επί της κεφαλής του και είπα μίαν ευχήν μεγαλοφώνως.
Ότε ετελείωσα, έκαμε τον σταυρόν του και μου εφίλησε την χείρα.
Δεν είσαι καλά εδώ, Χρήστε μου τω είπα. Έλα να υπάγωμεν εις του θείου σου. Δεν κατοικεί κανείς εκεί και θα είσαι καλλίτερα και ησυχώτερος. Ακολούθει με.
Ηγέρθη εν σιωπή.
— Δεν θέλω να με ιδή κανείς, είπεν ησύχως. Ειπέ τους όλους να φύγουν από τον δρόμον μας.
Ήνοιξε την θύραν και, μολονότι δεν ήτο κανείς έξω εκεί, εφώναξα δυνατά: Φύγετε όλοι, πηγαίνετε εις τα σπίτια σας.
— Δεν έμεινε κανείς έξω, Χρήστε. Πηγαίνωμεν.
— Δεν ημπορώ να βλέπω το φως, πάτερ. Με πειράζει.
Ο ήλιος επλησίαζεν εις την δύσιν του και αι τελευταίαι ακτίνες του εχύνοντο διά της ανοικτής θύρας εντός του πενιχρού δωματίου. Επήρεν ο Χρήστος την κάππαν του, την έθεσεν επί της κεφαλής του, την εχαμήλωσεν επί του προσώπου του και μοι έτεινε την χείρα. Εγώ εμπρός, εκείνος κατόπιν, μετέβημεν από το εν οίκημα εις το άλλο. Εκεί έμεινα αρκετήν ώραν πλησίον του, επροσπάθησα όπως ηδυνάμην να τον παρηγορήσω, και ανεχώρησα αφού ενύκτωσεν. Ότε ήνοιξα την θύραν διά να εξέλθω, μου εφάνη ότι είδα εις το σκότος ανθρώπους ωπλισμένους. Έκλεισα την θύραν. Η κλεις ήτο έξωθεν. Την εκλείδωσα και επροχώρησα.
Οι χωρικοί με περιεκύκλωσαν αμέσως ερωτώντες περί του ασθενούς. Είπα ότι αποθνήσκει και τους παρεκάλεσα εν ονόματι του Θεού του Ελέους να τον αφήσουν ν' αποθάνη εν ειρήνη. Οι δυστυχείς δεν ήσαν αναίσθητοι. Ελυπούντο εξ όλης καρδίας τον φίλον, τον σύντροφόν των. Αλλά το αίσθημα της αυτοσυντηρήσεως είναι ανώτερον του ελέους, ο δε φόβος εξεγείρει εις του αμαθούς την καρδίαν του θηρίου τας ορμάς...
Εκεί μας διέκοψαν αι Κυρίαι. Η εσπερινή δρόσος τας εδίωξεν από τον εξώστην.
— Ακόμη εις τα σκοτεινά κάθησθε, ανέκραξεν η αδελφή μου. Ο Παππά Σεραφείμ θα σας λέγη κανέν νόστιμον παραμύθι. Δεν μας το λέγετε και ημάς, να διασκεδάσωμεν;
Και διέταξε την υπηρέτριαν να φέρη φώτα.
— Τι απέγεινεν ο Χρήστος; ηρώτησε σιγά ο Ανδρέας.
Ο ιερεύς έκλεισε τους οφθαλμούς και εκίνησεν οριζοντίως την χείρα.
Δεν ενόησα, και ούτε ηθέλησα πλέον να εξετάσω, τι εσήμαινεν η χειρονομία εκείνη. Απέθανε; τον εφόνευσαν;....
Η υπηρέτρια εισήλθε με τα κηρία αναμμένα και ηλλάξαμεν ομιλίαν.
[1] Το διήγημα τούτο εγράφη προ των ανακαλύψεων του Pasteur. Το αναφερόμενον δε φάρμακον των μοναχών της Σαλαμίνος κατά των λυσσοδήκτων είναι μίγμα κόνεων εκ των κολεοπτέρων εντόμων μ υ λ α β ρ ι δ ώ ν (Mylabris) και της ρίζης του φυτού C y n a n c h u m e r e c t u m, ανήκοντος εις την οικογένειαν των ασκληπιαδών. Κατά Fraas, το φυτόν τούτο είνε το α π ό κ υ ν ο ν των αρχαίων, ονομαζόμενον και κ υ ν ό μ ο ρ ο ν και π α ρ δ α λ ι α γ χ έ ς. (Synops. plant, Classicae, σ. 160). Άλλο όνομα του Cynanchum erectum είνε το Marsdenia erecta. Κοινώς λέγεται ψ ό φ ι ο ς, η λ υ σ σ ό χ ο ρ τ ο ν.
Οι σημερινοί νέοι δυσκόλως φαντάζονται οποίαι ήσαν, προτού αυτοί γεννηθούν, αι ήδη ακμάζουσαι πόλεις της Ελλάδος. Ούτως η Σύρα έχει σήμερον αμαξιτούς οδούς, εις δε την πλατείαν Λεωτσάκου, την κοινώς Πλαταίαν, ευρίσκει τις σταθμευούσας αμάξας με δύο ίππους, και μάλιστα (ω του θαύματος,) γίνεται λόγος περί κατασκευής σιδηροδρόμου μεταξύ της πόλεως και των εξοχών της νήσου! Και όμως δύο αδελφοί γνωστοί μου, πρεσβύται την σήμερον και οι δύο, ενθυμούνται τον θαυμασμόν των ότε, κατά την παιδικήν των ηλικίαν, μεταβάντες εξ Ερμουπόλεως εις Αθήνας, συνήντησαν εις τον πρώτον εκεί περίπατόν των την βασίλισσαν Αμαλίαν έφιππον.
— Μητέρα, ανεφώνησεν ο νεώτερος, ότε επέστρεψαν εις την οικίαν, μητέρα, είδα την βασίλισσαν επάνω εις ένα ωραίον γάιδαρον!
— Δεν ήτο γάιδαρος, υπέλαβε περιφρονητικώς ο μεγαλείτερος· ήτο μουλάρι.
Δεν ήσαν όλως αξιόμεμπτοι και οι δύο διά την ατέλειαν των γνώσεων των περί την ζωολογίαν. Ίππος δεν υπήρχε τότε εις Σύραν, δεν είχον δε ίδει ούτε ζωγραφιστόν τοιούτον, καθόσον οι παίδες τότε δεν ελάμβανον ως δώρα ούτε βιβλία με εικονογραφίας ούτε παίγνια καλλιτεχνικά, καθώς σήμερον.
Αλλ' εάν υπελείπετο της πρωτευούσης ως προς ίππους και αμάξας, νομίζω όμως ότι ουδεμίαν της Ελλάδος πόλιν αδικώ λέγων ότι η Ερμούπολις προηγήθη των λοιπών εις τον εξευρωπαϊσμόν. Αι Αθήναι ήσαν πλήρεις έτι φουστανελλοφόρων, ότε πάντες σχεδόν οι Ερμουπολίται, οι οπωσδήποτε διασκελίσαντες τας πρώτας βαθμίδας της κοινωνικής κλίμακος, εφόρουν φραγκικά. Το ιστορικόν καφενείον της Ωραίας Ελλάδος ήτο το μόνον συνεντευκτήριον των κατοίκων της πρωτευούσης, (εκτός των λογίων, οίτινες κατά προτίμησιν αντήλλασσον τας ιδέας των εντός προνομιούχων τινών φαρμακείων,) ενώ οι έμποροι της Ερμουπόλεως είχον όχι μίαν μόνην, αλλά δύο λέσχας αξιολόγους, εις τας οποίας μάλιστα έδιδον και χορούς πολυκρότους κατά τας αποκρέω. Ώστε ο ερχόμενος εκ των άλλων μερών της Ελλάδος εις Σύραν, έβλεπεν εκεί εξωτερικά σημεία φραγκισμού, τα οποία εις μάτην ήθελε τότε αναζητήσει αλλαχού.
Τούτο εξηγείται ευκόλως. Οι συνοικισταί της Ερμουπόλεως, εκριζωθέντες των εστιών των από τον ανεμοστρόβιλον της Επαναστάσεως και μεταφερθέντες επί νέου εδάφους, ηδύναντο δι' αυτό τούτο να μεταβάλωσιν, ευκολώτερον των άλλων Ελλήνων, τα προγονικά ήθη και έθιμα. Άλλως δε οι πλείστοι ανήκον εις τας εμπορικάς τάξεις, πολλοί εξ αυτών ή επεσκέφθησαν οι ίδιοι τα ξένα ή είχον συγγενείς εκεί αποκατασταθέντας, ώστε δεν ήργησαν να συγκεντρώσουν εις την νήσον εκείνην το εμπόριον της Ελλάδος, και ν' αποκαταστήσουν την Ερμούπολιν το πρώτον σημείον ενώσεως μεταξύ του αρτισυστάτου κράτους και της λοιπής Ευρώπης.
Αληθώς ο αποκτηθείς ούτως εξευρωπαϊσμός έφερε τον διπλούν τύπον και της βίας με την οποίαν μετηνέχθη έξωθεν, και της ανεπαρκείας των μέσων διά των οποίων επραγματοποιείτο η εφαρμογή του. Οι νέοι εκείνοι Ευρωπαίοι εφαίνοντο μη λαβόντες εισέτι τον καιρόν να συνηθίσουν εις τα ξένα ήθη και εις τα νέα φορέματά των. Η φραγκική των ενδυμασία δεν ήτο πάντοτε ούτε του νεωτέρου, αλλ' ούτε καν ομοιορρύθμου συρμού· αποτέλεσμα τούτο είτε της ποικίλης έξωθεν προελεύσεως των ενδυμάτων, είτε της καλλιτεχνικής ανεξαρτησίας των εγχωρίων ραπτών, είτε επί τέλους της μη εντελούς εισέτι λήθης των αρχαίων έξεων. Ούτω και εις τας λέσχας επεκράτει, έστω και κατά τους χορούς, δόσις απλοϊκότητος μεγαλειτέρας οπωσδήποτε της συμβιβαζομένης με την εθιμοτυπίαν του παρεισάκτου πολιτισμού. Εν συνόλω, εις την κοινωνίαν εκείνην, της οποίας τα συστατικά ήσαν ετερογενή και ποικίλα, αι δε περιστάσεις ανώμαλοι και εισέτι δυσχερείς, υπήρχε τι το ασυνάρτητον, το ιδιόρρυθμον, δος δ' ειπείν και το αλλόκοτον.
Το αλλόκοτον τούτο διεφαίνετο κατ' εξοχήν είς τινας τύπους των τότε Ερμουπολιτών, οίτινες ηδύναντο να δώσουν αφορμήν εις ηθογράφον ή και εις γελοιογράφου την γραφίδα, εάν δεν εξημβλύνετο η συναίσθησις του γελοίου εν μέσω της γενικής ακαταστασίας και της προσφάτου έτι μνήμης της πανωλεθρίας, εκ της οποίας προέκυψεν ο συνοικισμός της Ερμουπόλεως. Παρεκτός δε τούτου, η συνήθεια εξοικειοί προς παν το έκτακτον. Οι περί ων ο λόγος ιδιότροποι τύποι κατήντησαν να θεωρώνται ως φυσικοί και να μη εξεγείρουν ουδόλως την κοινήν περιέργειαν.
Μεταξύ των προσώπων όσα αι νύξεις μου αύται θ' ανακαλέσουν εις την μνήμην παλαιών Ερμουπολιτών, θα συγκαταλεχθή, πιστεύω, και το του Φιλίππου Μάρθα. Πολλοί ελησμόνησαν ίσως το όνομα, αλλά δύσκολον οι ιδόντες αυτόν άπαξ να ελησμόνησαν τον άνθρωπον. Είχε χαρακτηριστικά μοναδικά και εντυπούμενα διά παντός εις την μνήμην. Αι τρίχες της κεφαλής του ήσαν μαύραι εισέτι, αλλ' η μία του οφρύς, η δεξιά, ήτο λευκή, ο δε δασύς του μύσταξ διηρείτο επίσης εις δύο διακεκριμένα χρώματα, αλλ' αντιστρόφως των οφρύων ήτο λευκός αριστερόθεν και μαύρος δεξιόθεν. Η χιαστή αύτη διασταύρωσις των δύο χρωμάτων έδιδεν εις την φυσιογνωμίαν του έκφρασιν παράδοξον. Εάν έβαφε τας λευκάς τρίχας, ηδύνατο να θεωρηθή ως εύμορφος μάλλον, αλλ' ότε πρώτον ήλθεν εις Σύραν, τις εκεί εσκέπτετο περί κομψότητος! Μετέπειτα, καθόσον ησύχαζον τα πράγματα και ελάμβανον σημασίαν υπερτέραν της αληθούς αξίας των αι μικραί μέριμναι του βίου, ανεφάνησαν και πωληταί και αγορασταί βαφής εις Ερμούπολιν. Αλλά τότε θα επέσυρε την έκπληξιν και την ειρωνείαν του κόσμου ο Μάρθας, εάν ήρχετο εις τον νουν του να επιδιώξη διά τοιούτων μέσων το ομόχρουν των τριχών του. Τον είχον συνηθίσει όπως ήτο και ουδείς πλέον τον παρετήρει. Ναι μεν, τινές των άκραν φιλοσκωμμόνων επέμενον επαναλαμβάνοντες πότε και πότε χαριεντισμόν εγκαινισθέντα προ ετών υπό Χίου εντριβούς περί τας Γραφάς και εμπνευσθέντος από το επώνυμον του Φιλίππου. Αλλ' ούτε καν εμειδία ούτος ή επρόσεχεν ότε, κατά την διάβασίν του, οι τοιούτοι ευφυολόγοι εψιθύριζον το του Ευαγγελίου: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε έστι χρεία.» Και προφέροντες την λέξιν Ενός έστρηβον τον μύστακα ή έτριβον τας οφρύς.
Το ρητόν ηδύνατο πράγματι να λεχθή προς τον ομώνυμον της Μάρθας, καθόσον υπήρχε χρεία ενός χρώματος, αλλά το πρώτον μέρος της φράσεως βεβαίως δεν προσηρμόζετο εις αυτόν. Ούτε εμερίμνα, ούτε ετύρβαζε περί πολλά ο δυστυχής! Απ' εναντίας, μόνη του μέριμνα εφαίνετο η επιμελής εξάσκησις του έργου του, και τούτο δε τόσον μόνον, όσον εξήρκει προς απόκτησιν του επιουσίου άρτου. Άλλως, ούτε φίλους είχεν ούτε σχέσεις, ούτε εις καφενείον τον είδε τις ποτε να καθίση, ούτε εις ξένην οικίαν εισήρχετο. Ήσυχος, ολιγόλογος, κατηφής, μετέβαινε τακτικώς εκ της οικίας του εις τα γραφεία των πελατών του και εκείθεν πάλιν οπίσω, πενιχρώς αλλά κοσμίως και καθαρώς πάντοτε ενδεδυμένος.
Κατώκει ανέκαθεν εις την παρά την Δυτικήν Εκκλησίαν στενήν οδόν, ήτις αγνοώ εάν απέκτησε την σήμερον ιδίαν ονομασίαν. Ο έκτοτε κατεδαφισθείς οικίσκος του περιείχε δύο μικρά δωμάτια και μαγειρείον, εκ της καπνοδόχης όμως του οποίου αι γειτόνισσαι εβεβαίουν ότι ουδέποτε ανήλθε καπνός. Κατ' αρχάς τινές εξ αυτών ηθέλησαν εκ συμπαθείας να προσφέρουν φαγητά, προφασιζόμεναι ποτέ μεν ότι επεθύμουν να δοκιμάση την επιτυχούσαν πήτταν των, άλλοτε δε ότι ήτο η εορτή του συζύγου ή του υιού των.
Αλλ' εκείνος ευγενώς μεν, διά τρόπου όμως μη επιδεχομένου αντίρρησιν, απεποιείτο την προσφοράν, ώστε αι γειτόνισσαι έπαυσαν η μία μετά την άλλην τας καλοκαγάθους αποπείρας των. Και εξηκολούθει ο Φίλιππος φέρων ανά πάσαν ημέραν εντός χάρτου χονδρού ή εντός λαχανοφύλλου την λιτήν αμαγείρευτον τροφήν του.
Η σειρά των προς την θάλασσαν οικιών της οδού εκείνης, καθώς ενθυμούνται οι γνωρίσαντες την Ερμούπολιν, εκτίσθη επί βράχων αποτόμων. Ο οικίσκος του Μάρθα, χωριζόμενος από την οδόν διά μικρού προαυλίου περιτειχισμένου, προείχε περισσότερον των άλλων προς τα όπισθεν, ο δε ξύλινος εξώστης του εφαίνετο κρεμάμενος, τρόπον τινά, υπεράνω των αποκρήμνων εκεί πετρών. Ότε ο άνεμος έπνεε σφοδρός, οι αφροί των υπό τον κρημνόν μαινομένων κυμάτων ανήρχοντο ενίοτε μέχρι της οικίας αυτής.
Τον εξώστην του είχε περικλείσει ο Φίλιππος άνωθεν και εξ εκατέρων των πλευρών διά σανίδων. Και των παρακειμένων οικιών οι εξώσται περιεκλείοντο κατά τον αυτόν ή άλλον τρόπον, μετασχηματιζόμενοι εις κλίνας ευαέρους και δροσεράς κατά τας θερμάς του θέρους νύκτας. Αλλ' ενώ των λοιπών εξωστών η σκέπη αφηρείτο κατά τον χειμώνα, ο του Φιλίππου έμενε διαρκώς σκεπαστός, αι δε γειτόνισσαι διετείνοντο ότι εκοιμάτο εκεί και εν καιρώ χειμώνος.
Εντός της οικίας εκείνης διήρχετο όσας ώρας δεν απησχόλει η εργασία του. Τας Κυριακάς ελειτουργείτο τακτικώς εις την εκκλησίαν της Μεταμορφώσεως, ενίοτε δε μετά την ακολουθίαν οι χωρικοί, ή κυνηγοί επιστρέφοντες εκ της άγρας, τον συνήντων περιπλανώμενον εις τα πετρώδη της νήσου βουνά, ή καθήμενον επί βράχου με τα βλέμματα εστραμμένα προς την Τήνον. Αλλ' ουδέποτε τον είδε τις το εσπέρας έξω της οικίας του.
Τα προς το ζην επορίζετο επαγγελλόμενος τον διερμηνέα και τον γραμματέα της Αγγλικής γλώσσης. Δι' αυτού εγίνετο πάσα συνεννόησις μεταξύ των Άγγλων πλοιάρχων και των παραληπτών των φορτίων των. Εάν έμπορός τις ελάμβανεν επιστολήν Αγγλικήν, εις τον Φίλιππον προσέφευγε προς μετάφρασίν της· ότε επρόκειτο περί συντάξεως ναυλοσυμφώνων ή περί εκδόσεως συναλλάγματος Αγγλιστί, διά των καλλιγραφικών χαρακτήρων του επληρούντο τα κενά των σχετικών εντύπων.
Δεν επληρώνετο αδρώς διά ταύτα, αλλ' αι μετά της Αγγλίας εμπορικαί σχέσεις της Ερμουπόλεως ήσαν τοσαύται, ώστε δεν απέλιπεν εργασία, εξ άλλου δε αι ανάγκαι του ήσαν τόσον περιωρισμέναι, ώστε εξήρκουν όσα εκέρδιζεν.
Αλλά πού και πώς εξέμαθε την Αγγλικήν ο Φίλιππος; Ήτο γνωστόν περί αυτού ότι κατά την καταστροφήν της Κύπρου περιεσώθη ορφανός εις πλοίον Αμερικανικόν και ότι μετεφέρθη εις Αμερικήν όπου εξεπαιδεύθη, ανδρωθείς δε επέστρεψεν εκείθεν εις την Ελλάδα. Κατ' αρχάς μάλιστα ελέγετο ότι εσπούδασεν εκεί την ιατρικήν, αλλ' επειδή δεν την μετήρχετο, έπαυσε βαθμηδόν να λέγεται τούτο και ελησμονήθη.
Ότε κατά πρώτον ήλθεν εις Σύραν, ελέγοντο και άλλα περί αυτού πολλά και διάφορα. Επί τινα καιρόν διεδίδετο ότι είχε πάθει τας φρένας. Τήνιοι δέ τινες εκυκλοφόρησαν επεισόδια ποικίλα της φημιζομένης παραφροσύνης του. Αλλ' ο άνθρωπος εφαίνετο υγιέστατος τον νουν, η δε κατήφεια και η απομόνωσίς του δεν ήσαν βεβαίως ανεξήγητοι υπό τας γενικάς τότε των Ελλήνων περιστάσεις, ώστε διεσκεδάσθησαν εντός ολίγου πάσαι αι περί διαταράξεως των φρενών του υπόνοιαι. Εν συνόλω, οι Ερμουπολίται δεν ενησχολούντο πλέον περί αυτού. Ουδένα επείραζεν, ουδένα εβάρυνεν, άλλο δεν επεθύμει και δεν επεδίωκεν ή να διέλθη απαρατήρητος η ύπαρξίς του, τούτο δ' επί τέλους και επέτυχε.
Και όμως η μονήρης και άσημος εκείνη ύπαρξις υπέκρυπτεν ιστορίαν θλιβεράν, υπέκρυπτε πάλην μακράν, πάλην καθημερινήν μεταξύ της καρδίας και της διανοίας του. Οι βλέποντες αυτόν παραγεμίζοντα ησύχως τας εντύπους συναλλαγματικάς και φορτωτικάς του δεν ηδύναντο να υποπτεύσουν οποίας τρικυμίας περιέκλειεν η ψυχή του.
Το μυστικόν του Φιλίππου Μάρθα θα συναπέθνησκε μετ' αυτού εάν, ως μνημόσυνον επιπλέον μετά ναυάγιον, δεν περιεσώζοντο ιδιόχειροί τινες σημειώσεις του. Διατί τας έγραψε; Βεβαίως δεν προέθετο την διαμνημόνευσιν των της ζωής του. Εγραφε διότι, όταν κατέχηταί τις υπό μιας μόνης σκέψεως και δεν δύναται να την εκδιώξη, αισθάνεται την ανάγκην να ελαφρώση την ψυχήν του διατυπών όπως δήποτε διά λέξεων το άλγος του. Εάν έχη φίλον, θα το διακοινώση εις τον φίλον του· εάν έχη πίστιν, θα το εκμυστηρευθή εις τον πνευματικόν του, άλλως η υπερχειλής του καρδία θα εκχυθή εις ασυναρτήτους μονολόγους, — ή, εάν γνωρίζη να γράφη, θα χαράξη επί του χάρτου τον θλιβερόν μονόλογόν του. Ιδού διατί έγραφεν ο Μάρθας.
Το τετράδιον εις το οποίον έγραφε τας σκέψεις και αποσπάσματα της αυτοβιογραφίας του δεν περιέχει ταύτα και μόνον, αλλ' εχρησίμευεν ως γενικόν σημειωματάριόν του και κατάστιχον. Εις αυτό ενέγραφε μετ' ακριβείας τας μικράς του δοσοληψίας, ως άνθρωπος φροντίζων να είναι πάντοτε ενήμερος και απηλλαγμένος πάσης οφειλής. Εκεί επίσης κατεγράφοντο αι διάφοροι εργασίαι του εις τα γραφεία των πελατών του. Μεταξύ των τοιούτων σημειώσεων υπάρχουν ενίοτε συνταγαί φαρμακευτικαί, μαρτυρούσαι ότι δεν είχε λησμονήσει ο Μάρθας την ιατρικήν του, αλλ' αναγόμεναι άπασαι εις την σκευασίαν ναρκωτικών. Τα συστατικά των δεν παραλλάσσουν ουσιωδώς, αλλ' αι δόσεις και οι συνδυασμοί ποικίλλουν. Ηδύνατό τις εξ αυτών να εικάση ότι περί τα αναισθητικά ιδίως περιεστράφησαν αι μελέται του. Αναμίξ δε και ατάκτως έγραφεν Αγγλιστί ό,τι εσκέπτετο περί εαυτού ή ό,τι ανεπόλει εκ των επεισοδίων του βίου του. Ταύτα άνευ σειράς ή χρονολογίας, αλλ' εκ των δοσοληπτικών σημειώσεων, αίτινες προηγούνται ή έπονται εκάστου αποσπάσματος, δύναταί τις κατά προσέγγισιν να ορίση εκάστου την ημερομηνίαν. Το όλον του βιβλίου εγράφη μεταξύ των ετών 1845 και 1847.
Το βιβλίον τούτο είναι κατάστιχον εμπορικόν εις σχήμα μικρού τετάρτου. Αι τριπλαί εις εκάστην σελίδα στήλαι διά τας υποδιαιρέσεις της λίρας στερλίνας μαρτυρούν την Αγλικήν κατασκευήν του. Η διάσωσίς του οφείλεται προδήλως εις το σχήμα του. Εξελήφθη ως βιβλίον έντυπον και ούτω περιφυλαχθέν ευρίσκεται εισέτι εις την δημοσίαν της Ερμουπόλεως βιβλιοθήκην.
Ομολογώ ότι κατά πρώτον συνέλαβα την ιδέαν του να επωφεληθώ των σημειώσεων του Φιλίππου Μάρθα προς συγγραφήν διηγήματος επί το μυθιστορικώτερον. Αλλά σκεφθείς ωριμώτερον επροτίμησα να τας δημοσιεύσω απαραλλάκτους ως εγράφησαν παρ' αυτού και ν' αφήσω εις τον αναγνώστην την φροντίδα του να συμπληρώση διά της φαντασίας τα κενά.
Ιδού αύται.
Α'.
«Η Ψαριανή γειτόνισσά μου κάθηται το εσπέρας εις το κατώφλιον της θύρας της, με το πρωτογέννητόν της εις την αγκάλην, και περιμένει τον άνδρα της. Ότε επιστρέφων εις την οικίαν μου διέρχομαι εξ ανάγκης έμπροσθέν της, με καλησπερίζει μειδιώσα και σχεδόν πάντοτε ευρίσκει τρόπον να είπη τι, ώστε να διακόψω τον δρόμον μου διά ν' αποκριθώ. Ενίοτε θηλάζει το βρέφος της, καλύπτουσα δια της χειρός το ημιανοικτόν στήθος. Δεν είναι βεβαίως ωραία η γειτόνισσά μου, αλλ' ότε κλίνουσα την κεφαλήν αναπαύει ευφροσύνως το βλέμμα εις τους ανοικτούς οφθαλμούς του θηλάζοντος τέκνου της, με μειδίαμα αφάτου αγάπης εις τα χείλη, τότε μεταμορφούται το πρόσωπόν της. Την εξωραΐζει η μητρική στοργή!
Μένω τότε ενώπιόν της και την βλέπω. Αλλά δεν βλέπω εκείνην. Άλλη μορφή ωραία, μορφή λατρευτή, μου φαίνεται καθημένη εκεί, εις το κατώφλιον της θύρας. Φαντάζομαι ότι βλέπω την σύζυγόν μου θηλάζουσαν εις την μητρικήν της αγκάλην το τέκνον μας. Το επί της κεφαλής της Ψαριανής πράσινον μανδήλιον μεταβάλλεται εις κομψόν Σμυρναϊκόν κεφαλόδεσμον, η μαύρη της κόμη μεταβάλλεται εις ξανθήν, και δύο γαλανοί οφθαλμοί προσηλούν επ' εμού απερίγραπτον βλέμμα.
Αλλ' ενώ ονειρεύομαι ταύτα, αλλάσσει η οπτασία, οι οφθαλμοί εκείνοι κλείονται διά μιας, η λευκή όψις ωχριά, το βρέφος δεν αναπνέει, και την βλέπω νεκράν την μητέρα του, νεκράν καθώς την είδα, καθώς την βλέπω διαρκώς ενώπιόν μου έκτοτε!
Ω, διατί, το όνειρον δεν επραγματοποιήθη! Διατί; Διότι αι κατηραμέναι μου χείρες εξωλόθρευσαν την ευτυχίαν μου. Εγώ είμαι ο καταστροφεύς, εγώ ο ένοχος, εγώ ο φονεύς!
Β'.
Σήμερον με συνήντησε καθ' οδόν ο νεωστί ελθών ενταύθα Γερμανός ιατρός. Ο συνοδεύων αυτόν συμπατριώτης του τον ώθησε διά του αγκώνος, ενώ διεσταυρούμεθα, ο δε ιατρός έστρεψε προς εμέ το βλέμμα και με ητένισε μετά περιεργείας. Τον ήκουσα όπισθέν μου λέγοντα: «Συνέπεια βεβαίως ψυχικής διαταράξεως.» — Δεν υπέθετεν ότι ηδυνάμην να εννοήσω τα Γερμανικά του, ουδ' ότι εσπούδασα και εγώ την επιστήμην του.
Η διάγνωσις μαρτυρεί οξυδέρκειαν. Τω όντι το χρώμα των τριχών μου ηλλοιώθη κατά το δεκάμηνον διάστημα της διαμονής μου εις τα κελλία της Ευαγγελιστρίας, αλλ' αγνοώ εάν η αλλοίωσις επήλθε διά μιας ή βαθμηδόν. Ουδέποτε ηρεύνησα περί τούτου.
Μ' εθεώρουν ως παράφρονα εκεί και ως τοιούτον με μετεχειρίζοντο. Δεν ηδύναντο να ίδουν τι συνέβαινεν εντός της ψυχής μου, δεν εγνώριζον οποίον βάρος επίεζε την συνείδησίν μου, δεν έβλεπον εκείνοι καθώς έβλεπα εγώ αιωνίως ενώπιόν μου το φάσμα της. Και απέδιδον εις διατάραξιν φρενών την απελπισίαν μου και μ' εβασάνιζον διά να με θεραπεύσουν — και ενόμισαν ότι μ' εθεράπευσαν! Όχι, δεν παρελογιζόμην. Εάν παρεφρόνουν τότε, παραφρονώ και τώρα. Διότι και τώρα η αυτή εικών πλανάται αενάως ενώπιον των οφθαλμών μου, η αυτή απελπισία με κυριεύει, η αυτή με κατέχει επιθυμία του θανάτου και έφεσις της αυτοτιμωρίας.
Αλλά τότε εφρόνουν ότι ο θάνατος είναι η μεγίστη των ποινών. Δεν με εθεράπευσαν εκείνοι· ο γέρων ιερεύς της Τήνου με έπεισεν ότι η ζωή είναι ποινή βαρυτέρα του θανάτου. Ω, είχε δίκαιον! Του υπεσχέθην ότι θα παραμείνω μέχρις ου έλθη απρόσκλητος ο θάνατος. Ποσάκις μετενόησα διά την δοθείσαν υπόσχεσιν, ποσάκις ηθέλησα να πατήσω τον όρκον μου! Αλλ' όχι! θα τον τηρήσω πιστώς!
Γ'.
Ενίοτε απορώ εγώ αυτός πώς εκτελώ ακριβώς και αλανθάστως την γραφικήν μου εργασίαν, ενώ πλανάται ο νους μου αλλαχού, — πώς συγκεντρούται η προσοχή μου εις το έργον μου, ενώ η ψυχή μου απουσιάζει. Μη υπάρχουν δύο άνθρωποι εντός μου, και μοιράζεται εις δύο η ενέργειά των; Εξ ενός ο δούλος της συνηθείας, η εργαζομένη μηχανή, ο ετεροκίνητος τροχός, — εξ άλλου η αμετάβλητος σκέψις, η ακατάβλητος οδύνη, η διηνεκής ανάμνησις; Εξ ενός η θέλησις, εξ άλλου η συνείδησις; Επροσπάθησα να μεταβάλω την σκέψιν, να καταβάλω την οδύνην, να νικήσω την ανάμνησιν, επάλαισαν επί πολύ εντός μου τα αντίθετα στοιχεία, αλλ' η θέλησις δεν ισχύει. Ενίκησεν η συνείδησις!
Δ'.
Ο Γερμανός ιατρός θαυματουργεί. Πανταχού ακούω εξυμνούμενα τα κατορθώματά του. Εθεράπευσε του ενός το χρόνιον και επίμονον νόσημα, έσωσε τον άλλον, καίτοι καταδικασθέντα παρά των λοιπών ιατρών. Οι πάσχοντες προσέρχονται σωρηδόν εις την οικίαν του, οι συνάδελφοί του επιζητούν την αρωγήν του. Αντικείμενον της ομιλίας και του θαυμασμού της Ερμουπόλεως είναι προ ημερών ο Γερμανός!
Τοιαύτα επηύχοντο οι συμμαθηταί και οι καθηγηταί εις εμέ, ότε ανεχώρουν εξ Αμερικής. Τοιούτον μοι επηγγέλλετο το μέλλον ο πρόεδρος της Σχολής, ότε εντός της αιθούσης επέστεφε διά λατινικής προσλαλιάς την απονομήν του διπλώματος, το δε συνωθούμενον πλήθος ανευφήμει τον νέον Έλληνα ιατρόν.
Διατί αναπολώ ταύτα, και προς τι; Δεν είμαι πλέον ιατρός, αφού η επιστήμη μου αντί της σωτηρίας επέφερε τον θάνατον, — τον φόνον. Τούτο επέβαλε τότε η συνείδησίς μου, σήμερον το επιβάλλει και η αμάθεια. Επί δέκα ήδη έτη απέμαθα την μη εξασκουμένην ιατρικήν. Σήμερον είμαι γραφεύς της Αγγλικής γλώσσης και ουδέν άλλο, ουδέν περιπλέον! Ουδείς ενταύθα γνωρίζει ότι ήμην ιατρός, ή και αν το εγνώριζε, το ελησμόνησεν. Αλλ' ούτε μεταμελούμαι διά τούτο. Ούτως έπρεπε να γείνη και ούτως εγένετο. Ήδη τετέλεσται!
E’.
Πρό τινος μία υποψία, ήτις και άλλοτε μ' εβασάνισε, μου πιέζει συχνάκις τον νουν. Αμφιβάλλω τότε περί παντός, περί του παρελθόντος, περί του παρόντος, περί της υπάρξεώς μου αυτής. Σκέπτομαι τότε μη διαφεύγη αληθώς την θέλησίν μου η ενέργεια της διανοίας, μη τα γεννήματά της στηρίζωνται επί της σαλευομένης βάσεως πάσχοντος εγκεφάλου, μη και η λύπη μου αυτή... Διατί σκέπτομαι ταύτα; Διατί αι υποψίαι αύται, αι επιβαρύνουσαι έτι μάλλον το αφόρητον άχθος του βίου; Όχι! Ο πάσχων τας φρένας δεν έχει την συνείδησιν του πάθους του.
Ω! Είθε να ήμην παράφρων!
ΣΤ'.
Την νύκτα ότε άυπνος βλέπω τα αναρίθμητα άστρα ακτινοβολούντα εις την απέραντον γαλήνην του ουρανού, και ακούω υπό τον εξώστην μου τον ήσυχον φλοίσβον της θαλάσσης, διαπερούν ενίοτε την φαντασίαν μου, ως εικόνες αλλεπάλληλοι, αι ολίγαι ευχάριστοι αναμνήσεις της ζωής μου. Ενθυμούμαι τότε τον Αμερικανόν ευεργέτην μου, ενθυμούμαι τον ιερέα της Ευαγγελιστρίας, ενθυμούμαι την Ψαριανήν γειτόνισσάν μου, ενθυμούμαι όσην καλοσύνην απήντησα επί γης. Οι άνθρωποι δεν μου ηρνήθησαν ποτέ την συμπάθειάν των, απ' εναντίας· αλλ' εγώ δεν την θέλω, ούτε ποτέ την εζήτησα. Ίσως εάν την επεζήτουν δεν την απελάμβανα, διότι αποβαίνει φορτική η μακρά δυστυχία, η δε φιλανθρωπία προσφέρει την ελεημοσύνην της συμπαθείας εις δόσεις εφημέρους· δεν υποβάλλεται εις χρόνιον φόρον.
Δεν θέλω ούτε αγάπην, ούτε συμπάθειαν· θέλω να διέλθω άγνωστος και απαρατήρητος εν τω μέσω των ανθρώπων, υποφέρων εν κρυπτώ το βάρος της συμφοράς μου, μέχρις ου έλθη η ποθητή ώρα της απολυτρώσεως, — της αναπαύσεως.
Επεθύμουν να γνωρίσω τον Γερμανόν, να τον ερωτήσω περί των γενομένων ερευνών και προόδων εις την χρήσιν των αναισθητικών, να εξακριβώσω την ατίαν του θανάτου της. Αλλά προς τι; Κατά τι θα ωφελήση τούτο; Το λάθος μου δεν διορθώνεται, η νεκρά μου δεν θ' αναζήση. Διατί να διακοινώσω εις τον ξένον τούτον ό,τι ουδείς γνωρίζει;
Ότε εν τη απελπισία μου έκραξα ότι εγώ την εφόνευσα, παρεξήγουν πάντες τους λόγους μου και ενόμιζον ότι παρεφρόνησα εκ της λύπης! Ας μείνη διά παντός άγνωστον το φρικτόν μυστικόν μου. Μόνος ο ιερεύς της Ευαγγελιστρίας το εγνώριζεν, αλλ' απέθανεν εκείνος. Δεν θα ερωτήσω τον Γερμανόν.
Και όμως ποσάκις έκτοτε εμελέτησα τας αναλογίας και υπελόγισα τα συστατικά του αιθέρος, διά του οποίου την εφόνευσα. Αλλά ταύτα δι' υπολογισμών δεν εξακριβούνται. Ανάγκη πειραμάτων, πειράματα δε ούτ' επεχείρησα ούτ' επιχειρώ πλέον. Πόσα τοιαύτα εδοκίμασα εις Βοστόνην, πόσα εις Τήνον, και εις τι απέληξαν; Ενόμιζα ο μωρός ότι κατέχω το μυστήριον της ακινδύνου αναισθησίας, ότι δι' εμού θ' αντανακλασθή εις την Ελλάδα η δόξα της εφευρέσεως, ότι διά της επιτυχούς χρήσεως του αιθέρος θ' ανακουφίσω εγώ την πάσχουσαν ανθρωπότητα, και τι κατώρθωσα; Εθανάτωσα την γυναίκα μου!
Πώς δεν εκράτησε τότε την χείρα μου αμφιβολία τις; Την έβλεπα αγωνιώσαν, κινδυνεύουσαν να συναποθάνη με το αγέννητον έτι τέκνον της, και την απεκοίμισα διά του αιθέρος. Την απεκοίμισα πεποιθώς ότι θ' αφυπνισθή και θα ίδη ευτυχής και σώα το βρέφος, χάριν του οποίου εκινδύνευεν η ύπαρξίς της. Δεν αφυπνίσθη εκείνη. Εγώ αφυπνίσθην εκ της απατηλής μου ματαιοφροσύνης, ότε την είδα νεκράν ενώπιον μου και νεκρόν το τέκνον μου!
Πόθεν το λάθος μου; Μη έσφαλα εις την δόσιν; Μη υπερείχεν εις την σκευασίαν το οξικόν οξύ; Μη επλανήθην ως προς την κράσιν της, ή επήλθεν αλλοίωσις απρόβλεπτος εις τας σωματικάς ενεργείας;
Ω της εγκληματικής μωρίας μου! Τις εγώ ο νομίσας ότι ήσαν εις την εξουσίαν μου της φύσεως τα μυστήρια; Ότε είδα την ωχρότητα του θανάτου εις το πρόσωπόν της και ήκουσα τους τελευταίους βιαίους παλμούς της καρδίας της, τότε συνησθάνθην την φρίκην του έργου μου και απηλπισμένος έτρεξα και ερρίφθην εις την θάλασσαν. Διατί με έσωσαν; Διατί δεν με αφήκαν να αποθάνω; Τι εκέρδισα ζων;
Η'.
Διατί ήλθεν ο Γερμανός ενταύθα; Διατί παρήτησε την πατρίδα του; Μη ώθησε και τούτον η κακή τύχη να έλθη να ταφή ζων μεταξύ ξένων αγνώστων. Αυτός όμως εξασκεί το έργον του, ενώ εγώ απηρνήθην την επιστήμην. Αλλ' η δυστυχία έχει φάσεις ποικίλας και χείρας πολλάς. Του ενός η συμφορά δεν ομοιάζει προς την του άλλου. Τις οίδε πώς ούτος επλήρωσε τον φόρον του εις την Ειμαρμένην! Τις οίδεν οποίον βάρος φέρει η συνείδησίς του!
Θ'.
Συχνάκις αναπολώ τον πρώτον μετά της μνηστής μου περίπατον. Ο ήλιος είχε δύσει, αλλ' αι ακτίνες του εφώτιζον εισέτι την εξοχήν. Κατεβαίνομεν το βουνόν επιστρέφοντες εις την πόλιν. Εκράτει δέσμην ανθών αγρίων εις την μίαν χείρα, διά της άλλης εστηρίζετο επί της χειρός μου. Η ψυχή μου ήτο πλήρης ευτυχίας! Διηρχόμεθα τον έμπροσθεν του ανεμομύλου αγρόν εις τα πρόθυρα της πόλεως. Ο τροχός του δεν εκινείτο, είχον επιδεθή τα ιστία του. Εις την θύραν της παρακειμένης καλύβης εκάθηντο ο γέρων μυλωνάς και η σύζυγός του. Ο υιός των επότιζε τον περί τον μύλον κήπον, η νύμφη των επί χαμηλού σκαμνίου έρραπτεν εισέτι, κύπτουσα διά να βλέπη, τα δε δύο της τέκνα, οι έγγονοι των δύο γερόντων, έπαιζον εκεί, και αντήχουν οι γέλωτές των. Ήτο σκηνή αληθούς ευτυχίας εκείνη. Εστάθημεν και εβλέπομεν, απολαύοντες μακρόθεν την ηδονήν της γαληνιαίας φαιδρότητάς της. Έθλιψα εν συγκινήσει την χείρα της μνηστής μου. Ω! εψιθύρισα, θα μας αξιώση και ημάς ο Θεός να γηράσωμεν ούτω περικυκλωμένοι;
Εμειδίασεν εκείνη. — Πολύ βιάζεσαι, είπεν. Ας χαρώμεν την νεότητα και ας μη προμελετώμεν το γήρας.
Δεν εχάρημεν την νεότητα, και δεν θα έλθη το γήρας. Δι' εκείνην βεβαίως όχι. Είθε όχι και δι' εμέ!
Ι'.
Βάσις της ευτυχίας η άγνοια του μέλλοντος. Τις θα έχαιρε ποτέ, εάν ηδύνατο να προΐδη ότι η παρούσα χαρά θα μετατραπή εις λύπην; Τις θα ηγάπα, εάν εγνώριζεν οποίους σπαραγμούς μέλλοντας υποκρύπτει η πηγή οπόθεν αναβρύει σήμερον η ευδαιμονία; Τις θα ήλπιζεν, εάν δεν έμενον κρυμμένα τα επερχόμενα δεινά; Ενόσω είναι ο άνθρωπος νέος, το στάδιον του αγνώστου απλούται ευρύτερον ενώπιον της τυφλότητός του, όσον δε πλειότερον απέχει το μέλλον, τόσον μεγαλειτέρα η εκ της αγνοίας του πηγάζουσα ευτυχία!
Αλλ' όταν το δάκτυλον της Ειμαρμένης στηλωθή εις σελίδα υπό της χειρός της ανοιχθείσαν, όταν ο κρύπτων τα μετέπειτα πέπλος σχισθείς αποκαλύψη τας όπισθεν αυτού συμφοράς, τότε διαλύεται η πλάνη, τότε επέρχεται αφύπνισις σκληρά, τα δε όνειρα διαδέχεται η απελπισία.
Το βλέπω εγώ το δάκτυλον της Ειμαρμένης, βλέπω την σκιάν του επί του ανοικτού βιβλίου της ζωής μου. Διά του σχισθέντος πέπλου βλέπω προκεχαραγμένην την τροχιάν μου μέχρι του κρημνού όπου θα καταλήξη!
Αλλ' όχι! Απατώμαι και ματαιοφρονώ. Ουδ' επί τοσούτον δύναμαι να καυχηθώ. Ο άνευ ελπίδος ζων γνωρίζει μόνον τι εστερήθη, γνωρίζει ότι θα διέλθη ημέρας αφωτίστους εκ του φωτός της ευτυχίας, αλλά δεν γνωρίζει ούτε δύναται να προΐδη τι εισέτι κρύπτεται εντός του έμπροσθεν αυτού σκότους.
Αλλ' είναι πλήρες το ποτήριον, δεν χωρεί άλλην πλέον ρανίδα! Και μη απαιτήται αύξησις ποσού διά ν' αυξήση η πικρία της πικρίας του; Μη δεν αυξάνη αφ' εαυτής, καθ' όσον ο χρόνος παρέρχεται;
Ω, το βάρος της ζωής! Ω, η αφόρητος ανία της υπάρξεως!
ΙΑ'·
Επί τέλους! η λύσις παρουσιάζεται αφ' εαυτής! Επέρχεται η ποθητή διέξοδος επί τέλους!
Την νύκτα, ενώ εσύριζεν ο άνεμος περί την σκέπην του εξώστου μου και η θάλασσα εβρόντα κάτωθέν μου, ήκουσα αίφνης ξύλου τριγμόν και ησθάνθην τον εξώστην σεισθέντα υπό την κεφαλήν μου. Το πρώτον μου αίσθημα ήτο αίσθημα τρόμου. Αλλά διήλθεν ο φόβος ως αστραπή, και επλήσθη χαράς η καρδία μου.
Επί τέλους!
Ανέκυψα και εκάθισα βλέπων κάτωθεν μου την αφρίζουσαν θάλασσαν. Έσεισα τον εξώστην. Μόνον η προς την κεφαλήν μου πλευρά του ενέδιδεν υπό την πίεσιν, αλλ' επανήρχετο μετ' ελαστικότητος εις την προτέραν της θέσιν. Επροσπάθησα να καθησυχάσω τα αισθήματά μου και να κατατάξω τας σκέψεις μου. Τι έτριξε; Πώς και διατί;
Δεν κατέβην ποτέ εις τον κρημνόν διά να επεξεργασθώ κάτωθεν τα του εξώστου μου. Εκ των επί των σανίδων του καρφίων φαίνεται ότι στηρίζεται επί δύο πασσάλων κτισμένων εντός του τοίχου, αλλ' ούτε το πάχος ούτε την στερεότητα των πασσάλων δύναται τις άνωθεν να εξακριβώση. Οπωσδήποτε, φανερόν ότι η υπόκρυφος εργασία της φθοράς εγένετο βαθμιαίως και ήδη το ξύλον απέκαμεν. Εχωρίσθησαν αι φθαρείσαι ίνες του, αλλ' όχι καθ' ολοκληρίαν εισέτι. Αλλά και οι δύο πάσσαλοι θα είναι εξ άπαντος της αυτής προελεύσεως και της αυτής στερεότητος. Διατί δεν έτριξεν επίσης και δεν σαλεύει και ο υπό τους πόδας μου; Διότι το βάρος εκεί ολιγώτερον, η δε φθορά κατά συνέπειαν βραδυτέρα.
Αλλ' εάν ο εις μόνος πάσσαλος θραυσθή, ενώ ο άλλος αντέχει εισέτι, ο εξώστης θα κρεμασθή χωρίς διά μιας να καταπέση. Και τότε; τι εκέρδισα; Διά να καταπέση ανάγκη εκ παραλλήλου και ταυτοχρόνως να προβή και των δύο πασσάλων η φθορά. Και τότε; Τότε υπό το βάρος μου θα συντριβή και θα πέση μίαν νύκτα ο εξώστης, και λήγει το μαρτύριον!
Θα μεταβάλω θέσιν επί του εξώστου. Θα τοποθετήσω το προσκέφαλον εκεί όπου μέχρι τούδε ήσαν οι πόδες μου.
Παραβαίνω μήπως την δοθείσαν υπόσχεσιν; Όχι. Δεν πηγαίνω εγώ προς τον θάνατον, αλλ' ιδού ο θάνατος απρόσκλητος έρχεται προς εμέ. — Καλώς να έλθη!
ΙΒ'.
Εβδομάς παρήλθεν ολόκληρος, αντέχει δε στερεώς εισέτι ο άλλος πάσσαλος. Ουδέ τριγμός ουδέ σάλευμα. Θα περιμείνω με υπομονήν, δεν θα επισπεύσω την καταστροφήν. Θα έλθη αφ' εαυτής, θα έλθη!
Εδοκίμασα τι θα συμβή οπόταν συντριβή και πέση ο εξώστης. Έρριψα λίθον ογκώδη κατά κάθετον επί του βράχου. Ο λίθος εκυλίσθη πηδών μέχρι της άκρας του κρημνού, εκείθεν κατέπεσε, και ήκουσα κάτωθεν την βοήν της βαθείας θαλάσσης. Έρριψα λιθάριον μικρόν και κατεκρημνίσθη κυλισθέν επίσης. Ουδεμία επί των βράχων εξοχή ικανή να εμποδίση το κύλισμα οιουδήποτε βαρέος σώματος.
ΙΓ'.
Προσοχή, προσοχή! Σήμερον συνέλαβα τον εαυτόν μου αυτοφώρω μονολογούντα, — ίσως και χειρονομούντα.
Ενώ επέστρεφα εις την οικίαν μου, μία γραία εις την καμπήν της οδού εστάθη διά μιας απέναντί μου, ως τρομάξασα, και με παρετήρει. Συνελθών εν ακαρεί, ήκουσα τον ήχον της φωνής μου.
Προσοχή! Εάν προδοθώ, εάν εννοηθούν οι σκοποί μου, ενδέχεται να εμποδισθή η εκτέλεσίς των. Διά τούτο δεν διέκοψα την εργασίαν μου, αλλ' εξακολουθώ επισκεπτόμενος τα γραφεία των πελατών μου ως πρότερον. Αλλ' εάν δεν είμαι κύριος εμαυτού, εάν η φωνή μου εμφαίνη τα διανοήματά μου χωρίς να το θέλω και χωρίς να το γνωρίζω, τότε τι το όφελος των μέτρων μου περί τα λοιπά; Προσοχή μη προδοθώ!
ΙΔ'.
Σήμερον συνήντησα καθ' οδόν τον Γερμανόν ιατρόν μόλις δυνάμενον να σταθή εις τους πόδας του. Ήτο μεθυσμένος ως κτήνος! Ήκουσα και άλλοτε ότι το συνηθίζει, αλλά δεν έτυχε να τον ίδω ποτέ καθώς τον είδα σήμερον. Ήτο ελεεινός!
Εννοώ το κινούν αυτόν ελατήριον. Θέλει ο δυστυχής να πνίξη την φωνήν της συνειδήσεως, θέλει να μη την ακούη.
Υπάρχουν σκέψεις και αναμνήσεις, εις των οποίων, την βάσανον ο άνθρωπος δεν αντέχει. Προσπαθεί να τας διώξη, αλλά δεν ημπορεί να τας εξαλείψη, ούτε να τας διεκφύγη.
Εάν υποβάλη την διάνοιάν του εις αδιάκοπον εργασίαν, μεταξύ του αντικειμένου της μελέτης και των οφθαλμών του παρεισδύεται η εικών, την οποίαν επεθύμει να λησμονήση. Εάν κλείση τους οφθαλμούς, την βλέπει και πάλιν ζωντανήν ενώπιόν του. Εάν επιζητήση την λήθην εις τας περιπετείας βίου πλάνητος, δεν θα την εύρη ούτ' εκεί. Όσω μακράν και αν υπάγη, τον παρακολουθεί αναπόσπαστος η συνείδησίς του και τον συνοδεύει η θλίψις του. Παραδίδεται τότε εις την μέθην, θέλων και προσπαθών ν' αποκτηνωθή. Τινές, ευτυχέστεροι, παραφρονούν.
Θεέ μου, θεέ μου, δεν είναι απλούστερον και προτιμότερον ο θάνατος;
ΙΕ'.
Ο εξώστης είναι εισέτι στερεός υπό την κεφαλήν μου, αλλ' υπό τους πόδας μου τον αισθάνομαι κλονούμενον περισσότερον και ευκολώτερον. Εικάζω ότι ο πάσσαλος εσχίσθη οριζοντίως, αλλ' όχι καθ' όλον το μήκος του, και διά τούτο αντέχει εισέτι. Εσκέφθην όμως ότι, αν καταστραφή αυτός, ο εξώστης θα κρημνισθή και αν έτι διατηρήται στερεός ο άλλος πάσσαλος. Δεν θα καταπέση ίσως επί των βράχων διά μιας, αλλά θα μείνη κρεμάμενος εκ της μιας των πλευρών του, τα δ' επ' αυτού θα πέσουν εξ ανάγκης επί του κρημνού. Αι κιγκλίδες δεν θα εμποδίσουν την πτώσιν του εξώστου. Εξήτασα καλώς τα ξύλα, τα οποία συνδέουν άνωθεν τας κιγκλίδας. Είναι εκατέρωθεν προσηλωμένα επί του τοίχου της οικίας, αλλά τόσον ατέχνως και ασθενώς, ώστε θα ενδώσουν εις την ελαχίστην βίαν ή πίεσιν. Ουδεμία ανάγκη να περιμένω μέχρις ου τρίξη και διαρραγή και ο άλλος πάσσαλος. Θα τοποθετήσω και πάλιν το προσκέφαλον εις την σαλευομένην πλευράν του εξώστου. Ίσως ούτω το τέλος επέλθη ταχύτερον.
ΙΣΤ'.
Η Μοίρα προώρισε το πέλαγος ως τάφον της οικογενείας μου. Ανέκαθεν είχα το προαίσθημα ότι εντός αυτού θα εύρω και εγώ την αιώνιον ανάπαυσιν. Τους άλλους τρώγει το χώμα, τα ιδικά μας οστά καλύπτονται υπό φυκών και οστράκων εις τα βάθη της θαλάσσης.
Εκ της λέμβου του Αμερικανικού πλοίου, εις την οποίαν οι ναύται διά της βίας μας έσπρωξαν την μητέρα μου κι εμέ, τον είδα κατά την φρικτήν εκείνην νύκτα, τον είδα τον δυστυχή μου πατέρα καλυπτόμενον υπό των υδάτων.
Οι Τούρκοι ελεηλάτουν και έσφαζον εντός της πόλεως, ενώ ημείς εφεύγομεν προς την παραλίαν. Η λέμβος επερίμενε πλήρης ήδη προσφύγων. Μας έσπρωξαν εντός αυτής οι ναύται, την μητέρα μου κι εμέ, και η λέμβος απεμακρύνθη της ακτής. Ο πατήρ μου ερρίφθη εις την θάλασσαν και μας ηκολούθει κολυμβών. Αλλ' οι Τούρκοι ήσαν ήδη επί της παραλίας με τα ξίφη γυμνά, με τα όπλα απαστράπτοντα υπό το φως της σελήνης. Εκράτουν το φόρεμα της μητρός μου, ορθίας εντός της λέμβου, βωβός εκ του τρόμου, με τα βλέμματα προσηλωμένα προς τον πατέρα μου. Αίφνης είδα τας λάμψεις εκπυρσοκροτήσεων, ήκουσα τουφεκισμούς και είδα τον πατέρα μου υψούντα τας χείρας, και έπειτα... δεν τον είδα πλέον.
Η μήτηρ μου έπεσεν ως νεκρά εντός της λέμβου, και ως νεκράν την μετέφερον οι ναύται επί του πλοίου. Και εγώ εξηκολούθουν κρατών με τας δύο χείρας το φόρεμά της. Αι φιλάνθρωποι φροντίδες των ξένων την επανέφερον εις την ζωήν. Αλλά δεν ήτο ζωή εκείνη! Εφαντάζετο διαρκώς ότι βλέπει τον σύζυγόν της διωκόμενον υπό των Τούρκων, δεν με ανεγνώριζεν, έκλαιε λέγουσα ότι έσφαξαν και το τέκνον της οι Τούρκοι. Εις μάτην κατεφίλουν τας χείρας της, εις μάτην έκραζα:
— Εδώ είμαι μητέρα!
Παρεφρόνησεν, η τάλαινα. Αλλά το μαρτύριον εκείνης δεν ήτο μακρόν ως το ιδικόν μου. Συγχρόνως με του νου εξηντλήθησαν και του σώματός της αι δυνάμεις. Απέθανε! Και εκ του καταστρώματος του πλοίου όπου, αντί ιερέως, ο πλοίαρχος ανέγνωσεν εις ξένην γλώσσαν τας νεκρωσίμους προσευχάς, το λείψανόν της σαβανωθέν εντός ιστίου, με σφαίραν βαρείαν εις τους πόδας, ερρίφθη εις τα βάθη της θαλάσσης.
Ήμην δεκαετής τότε, ήμην εις ηλικίαν ώστε να αισθανθώ ολόκληρον την πικρίαν των τραγικών εκείνων περιπετειών. Έκτοτε ενετυπώθη εις την ψυχήν μου το προαίσθημα ότι τα οστά μου, καθώς τα οστά των γονέων μου, πέπτωται να κυλίωνται εις τα άδυτα του πελάγους, μέχρις ου η κόνις ανέλθη εις το φως του ηλίου αναμιγνυομένη με τους αφρούς των κυμάτων.
ΙΖ'.
Τέσσαρες εβδομάδες συνεπληρώθησαν σήμερον, ο δε εξώστης αντέχει εισέτι. Ανά πάσαν εσπέραν προσδοκώ το τέλος, αλλ' ο ήλιος ανατέλλων μου το αναβάλλει εις την αύριον. Απηύδησα περιμένων. Η κεφαλή μου αλγεί, βομβούν τα ώτα μου, οι οφθαλμοί μου καίουν, αισθάνομαι ότι δεν δύναμαι πλέον επί πολύ να κυβερνώ τον νουν μου. Ελπίζω όμως, ελπίζω ότι προσεγγίζει η καταστροφή. Αι σανίδες του εξώστου τρίζουν και κλονίζονται επί μάλλον και μάλλον.
Ο ουρανός είνε σήμερον ζοφερός, ο άνεμος γίνεται σφοδρότερος, καθ' όσον ο ήλιος καταβαίνει προς την δύσιν του. Εάν μεταβληθή εις τρικυμίαν την νύκτα, ίσως οι πάσσαλοι επί τέλους συντριβώσιν.
Ίσως! Χθες προς το λυκαυγές μία λευκή περιστερά ήλθε κι εκάθισεν επί των κιγκλίδων του εξώστου άνωθεν της κεφαλής μου, πάλλουσα τας πτέρυγάς της. Εντός του διαλυομένου σκότους, προτού ανατείλη ο ήλιος, την είδα προσηλούσαν εις τους οφθαλμούς μου τους λάμποντας οφθαλμούς της. Το βλέμμα της εξέφραζε θλίψιν άφατον. Εφαντάσθην ότι ήτο η ψυχή της γυναικός μου και έκλαυσα. Ω, προ πόσου καιρού δεν έχυσα δάκρυα! Έκλαυσα και ωμίλησα προς την λευκήν περιστεράν. Είπα της ψυχής μου τον πόνον. Και με ήκουεν η περιστερά και μ' έβλεπε με το θλιβερόν βλέμμα της. Είπα την ελπίδα μου ότι επέρχεται των δεινών μου η παύσις, ότι θα συνενωθώμεν και πάλιν. Και ήνοιξε τας λευκάς της πτέρυγας η περιστερά και απεμακρύνθη προσηλούσα εισέτι επ' εμού το βλέμμα. Μου εδείκνυεν άρά γε τον δρόμον; Ω ψυχή της γυναικός μου, θα σε ακολουθήσω! Έρχομαι!»
Ενταύθα λήγουν αι αυτόγραφοι σημειώσεις του Φιλίππου Μάρθα. Δεν απαιτούνται γνώσεις βαθείαι, ιατρικής, όπως εκ της αναγνώσεώς των εννοήση πας τις ότι ο δυστυχής κατείχετο υπό της μονομανίας της αυτοκτονίας. Εις τα αποσπάσματα ταύτα διαφαίνονται πάντα τα παθολογικά συμπτώματα νοσούσης διανοίας.
Επί ικανάς ημέρας ηρεύνησα εις τα αρχεία της Ερμουπόλεως προς ανεύρεσιν εγγράφου οιουδήποτε αναγομένου εις τον θάνατόν του. Επί τέλους ανεκάλυψα δικαστικήν απόφασιν, διαλαμβάνουσαν ότι μη παρουσιασθέντος συγγενούς τινος διεκδικούντος την κληρονομίαν του, μήτε δανειστού ουδενός, η πενιχρά περιουσία του μετεβιβάζετο εις την κυριότητα του δημοσίου. Επισυνημμένη δε εις την απόφασιν του δικαστηρίου υπήρχεν η σημείωσις της επί δημοπρασίας εκποιήσεως των ολίγων σκευών του, εκκαθαρισάντων, κατά λεπτομερή απογραφήν, δραχμάς πεντήκοντα τρεις και λεπτά τριάκοντα.
Εξ ετέρου εγγράφου, περισωζομένου εις την βιβλιοθήκην Ερμουπόλεως, εξάγεται ότι τα βιβλία του δεν συμπεριλήφθησαν εις την δημοπρασίαν, αλλ' εναπετέθησαν εις την δημοσίαν βιβλιοθήκην. Τα πλείστα είναι Αγγλικά και ύλης ιατρικής, αλλ' υπάρχουν μεταξύ αυτών καί τινες Αγγλικαί εκδόσεις Ελλήνων συγγραφέων. Το όλον της μικράς βιβλιοθήκης του Μάρθα απετελείτο εκ τόμων τεσσαράκοντα περίπου. Εννοείται δε ότι δι' εμέ το κειμήλιον της συλλογής ήτο το ιδιόγραφον σημειωματάριόν του.
Αλλ' εξ αμφοτέρων των εγγράφων τούτων ουδόλως εφωτίσθην ως προς τα καθ' έκαστα της αποβιώσεώς του, παρήτησα δε πάσαν ελπίδα του να ικανοποιήσω την περιέργειάν μου, ότε φυλλολογών, χάριν άλλων μελετών, την εν τη βιβλιοθήκη Ερμουπόλεως συλλογήν της εφημερίδος «Ο Φανός του Αιγαίου», ανεκάλυψα εις το υπ' αριθμόν 319 και υπό ημερομηνίαν της 10ης Σεπτεμβρίου 1847 φύλλον αυτής, μεταξύ των διαφόρων, την εξής παράγραφον:
— «Πλησίον όσων άλλων καταστροφών επέφερεν η φοβερά τρικυμία της προχθεσινής νυκτός, έχομεν δυστυχώς να συγκαταριθμήσωμεν και τον θάνατον του Φιλίππου Μάρθα. Οι γείτονες, μη ιδόντες αυτόν διόλης της ημέρας χθες, επληροφόρησαν την αστυνομίαν ότι κατέπεσεν ο εξώστης της οικίας του, κειμένης παρά την δυτικήν Εκκλησίαν. Διαρρηχθείσης της θύρας, επεκυρώθησαν αι υποψίαι των γειτόνων. Καθ' ας ελάβομεν πληροφορίας, ο Μάρθας εκοιμάτο συνήθως επί του εξώστου, τον οποίον η βία του ανέμου κατέρριψεν επί των κατωφερών βράχων. Ο εξώστης και πάντα τα επ' αυτού κατακυλισθέντα κατεποντίσθησαν εντός της βαθείας εις εκείνο το μέρος θαλάσσης. Ο δυστυχής, πεποιθώς εις την στερεότητα του εξώστου, δεν επρόφθασε να σωθή αφυπνιζόμενος. Η καταστροφή επήλθεν ακαριαίως ως εκ της σφοδρότητος της τρικυμίας. Η εξακολούθησις αυτής δεν επέτρεψεν εισέτι την εκεί έρευναν, αλλ' άνωθεν ουδέν φαίνεται επιπλέον, ούτε πτώμα, ούτε σανίς, ούτε σινδόνη. Ο άνεμος πνέει νοτιοδυτικός, ώστε κατά πάσαν πιθανότητα θα φέρη το λείψανον του πνιγέντος προς τας ακτάς της Τήνου».
Είχε σχεδόν κενωθή η τραπεζαρία του ιατρού, όπου οι πελάται επερίμενον την σειράν των. Ήτο η ενδεκάτη προ μεσημβρίας, εδέχετο δε καθ' εκάστην από της εννάτης μέχρι της ενδεκάτης και ημισείας. Το πρωί ειργάζετο εις το Νοσοκομείον, μετά μεσημβρίαν δε επεσκέπτετο τους ασθενείς του κατ' οίκον. Η πελατεία του ήτο πολυάριθμος, ουδέ περιωρίζετο μεταξύ των κατοίκων μόνον της πρωτευούσης, καθότι το όνομά του, ως αρίστου οφθαλμιατρού, ήτο γνωστόν και εις τας επαρχίας και εις το εξωτερικόν. Οι ασθενείς συνέρρεον προς αυτόν πανταχόθεν, διό και οι ερχόμενοι προς επίσκεψίν του εφρόντιζον να έλθουν ενωρίς, διά να καταλάβουν όσον ένεστι καλλιτέραν σειράν έκαστος. Σπανιώτατον ήτο να έλθη τις μετά τας ένδεκα. Ώστε και η μαγείρισσα, ήτις από το εις την αυλήν κείμενον μαγειρείον ήνοιγε διά σχοινίου την έξω θύραν και εδείκνυεν εις τους μη ειδότας την είσοδον του οικήματος, — άντικρυ του μαγειρείου, — και την τραπεζαρίαν, — δεξιά της εισόδου, εις το ισόγειον, — έπαυε κατ' εκείνην την ώραν ενασχολουμένη εις τα της υποδοχής των πελατών και επεδίδετο αποκλειστικώς εις την προετοιμασίαν του προγεύματος.
Έμενον εισέπεριμένοντες να ίδουν τον ιατρόν τρεις πελάται, ή μάλλον ειπείν τέσσαρες:
Μία κυρία κομψή με την μικράν θυγατέρα της, έχουσαν τους οφθαλμούς δεμένους με λευκόν επίδεσμον, — εις κύριος μεσόκοπος φέρων ομματοϋάλια, αλλ' υγιής άλλως τους οφθαλμούς, κατά το φαινόμενον τουλάχιστον, — και εις νέος.
Ο νέος ήτο φοιτητής της φιλολογίας προπαρασκευαζόμενος διά τας εξετάσεις του. Επόνει ο δυστυχής και εκράτει διαρκώς την χείρα επί του αριστερού οφθαλμού του. Ήτο η σειρά του ήδη και επερίμενε μετά προφανούς ανυπομονησίας, όρθιος, προσηλών τον δεξιόν οφθαλμόν εις την θύραν του δωματίου του οφθαλμιατρού.
Ο μεσόκοπος ήτο έπαρχος Θήρας. Επωφελούμενος της εις Αθήνας διαμονής του ήλθε να συμβουλευθή τον ιατρόν, δωρεάν, (διότι τον είχε συμβουλευθή προ ενός ήδη έτους επί πληρωμή,) εάν δεν ήτο καλόν να προμηθευθή δυνατώτερα ομματοϋάλια.
Ο άνθρωπος είχε διάθεσιν να συνάψη ομιλίαν μετά των ευρισκομένων εις την τραπεζαρίαν, διά να παρέλθη ευκολώτερον ούτω η ώρα, αλλ' αι προς τούτο απόπειραί του εναυάγησαν. Ο φοιτητής απεκρίθη πολύ λακωνικώς, ίσως μάλιστα ολίγον αποτόμως, εις την ερώτησίν του εάν πονή κατά συνέπειαν της πολλής μελέτης. Η δε κυρία, προσποιηθείσα ότι δεν ήκουσε φράσιν του εγκωμιαστικήν διά την υπομονήν του κορασίου, εξηκολούθει συνδιαλεγομένη με την μικράν της, αλλά τόσον ησύχως, ώστε μόλις ηκούετο ο ψιθυρισμός των.
Απελπισθείς ο έπαρχος εβύθισε την χείρα εις τον κόλπον του και εκλέξας διά της αφής μεταξύ πολλών και διαφόρων εγγράφων, εξήγαγε την Εφημερίδα της Θήρας, προ ημερών ληφθείσαν, και ήρχισε ν' αναγινώσκη το κύριον άρθρον, μολονότι το εγνώριζε πλέον εκ στήθους, λυπούμενος ότι δεν ηδύνατο να το αναγνώση υψηλή τη φωνή, εις επήκοον του φοιτητού και της κομψής κυρίας.
Ιδού τι έλεγε το άρθρον:
«Ο Κ. έπαρχος ανεχώρησε προχθές δι' Αθήνας. Ευχόμεθα να ίδωμεν αυτόν προσεχώς επανακάμπτοντα, επ' αγαθώ της νήσου. Και όμως μετά λύπης, υπαγορευομένης (το ομολογούμεν) εξ αισθήματος εγωιστικού, αναγράφομεν, κατά δημοσιογραφικόν καθήκον, την επ' εσχάτοις διαδοθείσαν εν τη πρωτευούση φήμην, ότι προσεκλήθη υπό της Κυβερνήσεως όπως διορισθή εις θέσιν υψηλήν, ανταξίαν των μεγάλων αυτού προσόντων.»
Σημειωτέον ότι ταύτα πάντα ήσαν ανακριβή. Πρώτον, ουδεμία περί του επάρχου Θήρας φήμη εκυκλοφόρησέ ποτε εν τη πρωτευούση. Δεύτερον, ο Κ. έπαρχος δεν προσεκλήθη υπό της Κυβερνήσεως, αλλ' απήλθε δυνάμει αδείας μετά κόπου και μόχθου αποκτηθείσης, λόγω δήθεν υγείας. Τρίτον, ουδαμώς επρόκειτο περί προβιβασμού, αλλ' απεναντίας υπήρχε φόβος περί παύσεως, καθόσον ο προστατεύων τον έπαρχον βουλευτής, δυσαρεστηθείς επί τη αρνήσει αιτήσεων τας οποίας το υπουργείον εχαρακτήρισεν ως υπερβολικάς, διεπραγματεύετο τους όρους της μεταστάσεώς του εις τας τάξεις της αντιπολιτεύσεως. Τούτο μαθών ο έπαρχος έδραμεν εις Αθήνας προς εύρεσιν άλλων στηριγμάτων, δυνάμει των σχέσεων της συζύγου του. Ευτυχώς εις το μεταξύ η υπόθεσις συνεβιβάσθη δι' αμοιβαίων παραχωρήσεων, και ο μεν βουλευτής εξηκολούθησε δίδων την ψήφον του εις το υπουργείον, διαμείνας ούτω πιστός εις τας πολιτικάς πεποιθήσεις και εις τα πατριωτικά του αισθήματα, ο δ' έπαρχος καθησυχάσας διά την θέσιν του εφρόντιζε περί του αριθμού των ομματοϋαλίων του, δικαιών ούτω και την άδειαν απουσίας.
Ταύτα εν παρενθέσει. Η δ' εφημερίς ως εξής:
«Χωρίς ν' αδικήσωμεν τον άγνωστον διάδοχόν του, δυνάμεθα να εκφράσωμεν την βαθείαν και ειλικρινή λύπην ημών επί τη επαπειλούμενη απωλεία τοιούτου επάρχου. Η ελπίς ημών είνε ότι εν τη αγάπη του προς την ημετέραν νήσον, αγάπη τοσάκις εκδηλωθείση, θ' αποποιηθή πάντα προβιβασμόν, όπως εξακολουθήση παρέχων διά της πεφωτισμένης αυτού διοικήσεως ευεργεσίας τη ημετέρα νήσω.»
Και εξηκολούθει το άρθρον ανυψούν διά πολλών δοτικών τον έπαρχον μέχρι τρίτου ουρανού! Εγνώριζεν ούτος τον αρθρογράφον· ήτο εξάδελφος της συζύγου του, διορισθείς διδάσκαλος εις το σχολείον Θήρας, χάρις εις τας ενεργείας του προμνησθέντος βουλευτού. Εγνώριζεν ότι τα γραφόμενά του ούτε τα αισθήματα των Θηραίων πιστώς διηρμήνευον, ούτε την αλήθειαν μόνην και πάσαν έλεγον. Ουχ ήττον ετέρπετο και ηγαλλία βλέπων το όνομά του εξυμνούμενον διά του τύπου, ενώ δε ανεγίνωσκεν, εσκέπτετο διά τίνων μέσων ηδύνατο να κατορθωθή η αναδημοσίευσις του άρθρου, έστω και εν περιλήψει, εις εφημερίδα τινά των Αθηνών, και ανελογίζετο οποίαν εντύπωσιν ήθελε το φύλλον εκείνο της πρωτευούσης προξενήσει εις Θήραν, ιδίως εις τον δείνα και τον τάδε, τους ηγέτας του αντιθέτου εκεί κόμματος.
Ανεγίνωσκε λοιπόν, ή μάλλον ειπείν έβλεπε την Εφημερίδα του ο Κ. έπαρχος, ενώ η κομψή κυρία και το θυγάτριόν της εψιθύριζον ερωταποκρίσεις, ο δε φοιτητής, όρθιος, επερίμενε ν' ανοιχθή η θύρα του ιατρού.
Άκρα ησυχία εβασίλευεν εντός της τραπεζαρίας.
Αίφνης ηκούσθη έξωθεν διάλογος οπωσούν ζωηρός. Κατ' αρχάς η συζήτησις εγίνετο εις την αυλήν, παρά το μαγειρείον, και δεν διεκρίνετο καλώς το αντικείμενόν της, αλλά βαθμηδόν τα πρόσωπα του διαλόγου επλησίασαν εις την είσοδον της οικίας. Ηκούοντο δύο φωναί, η της μαγειρίσσης και άλλη γυναικεία φωνή. Η δευτέρα αύτη ήτο η ηπιωτέρα των δύο, ο δε ήχος της ήτο γλυκύς. Έπρεπε να προσέξη τις διά να εννοήση ότι ήτο γραίας γυναικός φωνή.
— Σου λέγω ότι δεν δέχεται σήμερα, έλεγε μετά δριμύτητος η φωνή της μαγειρίσσης.
— Εμένα μου είπαν ότι δέχεται, απεκρίνετο η γλυκεία φωνή.
— Δέχεται το πρωί εις το Νοσοκομείον. Πήγαινε εκεί αύριον να τον ιδής.
— Μου είπαν να τον ιδώ εδώ.
— Τι σου είπαν και σου 'ξείπαν! Άκουσε τι σου λέγω εγώ.
— Δεν μου είπες του λόγου σου τώρα ότι είναι επάνω;
— Μάλιστα, επάνω είναι.
— Τότε λοιπόν θα μας δεχθή. Είναι καλός άνθρωπος ο ιατρός. Μου το είπαν εμένα.
— Πάλιν σου είπαν! Εγώ σου λέγω να 'πας εις το Νοσοκομείον.
— Δεν ηξεύρω πού είναι το Νοσοκομείον. Ήθελα να τον ιδώ εδώ.
— Πώς να σου το 'πώ να καταλάβης, Χριστιανή μου! Εδώ βλέπει όσους πληρώνουν.
— Και ποίος σου είπεν ότι εγώ δεν πληρώνω;
Η απόκρισις έθεσε τέρμα εις τα επιχειρήματα και την αντίστασιν της μαγειρίσσης. Αλλ' η υποχώρησίς της εγένετο υπό διαμαρτύρησιν.
— Αφού δεν θέλεις ν' ακούσης λόγον, είπε, κάμε καλά μαζή του. Να, εκεί είναι.
Ο διάλογος έπαυσεν, ηκούσθησαν δε εις την είσοδον και εις τας ολίγας μαρμαρίνας βαθμίδας, αίτινες έφερον εις το ισόγαιον της οικίας, βηματισμοί βαρείς, μαρτυρούντες την παρουσίαν και ετέρου προσώπου, παρεκτός της κατόχου της γλυκείας φωνής.
Εν τούτοις ο έπαρχος είχε παύσει την ανάγνωσιν και με την εφημερίδα ανοικτήν επί των γονάτων ήκουε την συζήτησιν, ενόσω διήρκει, και τώρα τον βαρύν κρότον των βραδέως πλησιαζόντων βημάτων. Το κοράσιον, ανασηκώσαν τον επί των οφθαλμών του επίδεσμον, ηρώτα μετ' ανησυχίας την μητέρα του: «Τι τρέχει; Ποίος είναι;» ο δε φοιτητής, όρθιος πάντοτε, διακόψας την προσήλωσιν εις την θύραν του δωματίου του ιατρού, έστρεψε τον υγιή οφθαλμόν προς την είσοδον της τραπεζαρίας. Όλοι μετά περιεργείας επερίμενον την εμφάνισιν των ανερχομένων.
Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη. Ηνοίχθη και εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν γραία χωρική, εξηκοντούτις περίπου, οδηγούσα νησιώτην γεροντότερον έτι.
Η γραία ήτο μικρόσωμος, εφαίνετο δ' έτι μικροτέρα πλησίον του υψηλού γέροντος, του οποίου εκράτει την αριστεράν διά της δεξιάς χειρός της. Εις την δεξιάν του ο γέρων έφερε ράβδον στιβαράν. Ο τρόπος με τον οποίον εψηλάφει διά της ράβδου το έδαφος, κλίνων προς τα οπίσω το στήθος και την κεφαλήν, ωσεί φοβούμενος μη προσκρούση εις αόρατον πρόσκομμα, το άψυχον βλέμμα των ανοικτών οφθαλμών του, τα πάντα εμαρτύρουν ότι ήτο παντελώς τυφλός.
Το φέσι του τυφλού γέροντος και αι βράκαι του είχον χάσει το αρχικόν χρώμα των εκ της χρήσεως και της πολυκαιρίας, αι παρειαί του ήσαν προ ημερών αξύριστοι, εν συνόλω δε το παρουσιαστικόν του εφανέρωνεν ανέχειαν δικαιούσαν την επιμονήν της μαγειρίσσης, θελούσης να τον στείλη εις το Νοσοκομείον. Απεναντίας, εκ της περιβολής της γραίας χωρικής εφαίνετο ότι δεν ήτο απατηλή καύχησις η διαβεβαίωσις, ότι θα πληρώση τον ιατρόν. Τα πένθιμα ενδύματά της ήσαν απλά, αλλά νέα και καλής ποιότητος. Το φόρεμά της ήτο ανοικτόν εις το στήθος, αναμέσον δε του ανοίγματος έλαμπε το λευκόν μεταξωτόν υποκάμισον, εκ του οποίου εξήρχετο ο ρυτιδωμένος λαιμός της. Έφερε μικρόν φέσι μαύρον, μανδήλιον δε του αυτού χρώματος το έσφιγγε περί την κεφαλήν της, και εκατέρωθεν εκρέμαντο επί των κροτάφων δύο μικροί λευκοί βόστρυχοι. Επί των ώμων έφερε σάλι μαύρον, εν είδει παραχωρήσεως εις τους παρεισάκτους νέους συρμούς της Ευρώπης. Επί του όλου εφαίνετο ότι έβαλε τα καλά της διά να παρουσιασθή ενώπιον του ιατρού.
Άμα εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν, οδηγούσα τον τυφλόν, έρριψε το βλέμμα περί εαυτήν και εστάθη διστάζουσα. Εις το χωρίον της ο ιατρός δεν είχεν αντιθάλαμον, ούτε επερίμενον οι πελάται την σειράν των. Την ετάραξε δ' έτι μάλλον η σιωπή των περιεστώτων, οι oποίοι την παρετήρουν μετά περιεργείας, χωρίς να φαίνωνται έχοντες ουδεμίαν σχέσιν ο εις προς τον άλλον. Κατ' αρχάς ενόμισεν ότι ο όρθιος φοιτητής ήτο ο ιατρός, και ητοιμάζετο να προχωρήση προς αυτόν, σύρουσα τον τυφλόν. Αλλ' εσκέφθη ότι είναι πολύ νέος εκείνος δι' ιατρόν και εστράφη προς τον έπαρχον, όστις, με την εφημερίδα επί των γονάτων και τα ομματοϋάλια επί των ρωθώνων, την έβλεπεν ασκαρδαμυκτί με γυμνούς τους οφθαλμούς. Δεν είχεν ουδ' εκείνος ύφος ιατρού καθ' εαυτό, αλλ' όπως δήποτε έπρεπε να λυθή η απορία της.
— Του λόγου σου είσαι ο ιατρός; ηρώτησε με την γλυκείαν φωνήν της.
— Όχι, κυρά μου. Ο ιατρός είνε εις το δωμάτιόν του, εκεί μέσα. θα μας δεχθή κατά σειράν, πρώτον τον κύριον εδώ, έπειτα την κυρίαν με την μικράν της, κατόπιν εμέ, και έπειτα την ευγενείαν σου.
Ο έπαρχος μετά πολλής προθυμίας επωφελήθη της παρουσιασθείσης ευκαιρίας προς συνδιάλεξιν.
— Δεν κάθεσαι; εξηκολούθησε, δεικνύων δύο καθέκλας πλησίον του. Κάθισε και συ και του λόγου του, έως ότου να έλθη η σειρά σας. Θα περιμένετε αρκετήν ώραν.
Η γραία έστρεψεν επιδεξίως τον τυφλόν με τα νώτα προς την καθέκλαν και τον έσπρωξε σιγά σιγά, μέχρις ου ησθάνθη, όπισθέν του το κάθισμα. Άμα εκάθισεν ο γέρων, εστέναξεν εκ βάθους καρδίας·
— Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος!
Η φωνή του ήτο τόσον βροντώδης και θλιβερά συνάμα, ώστε η μικρά εφοβήθη και επλησίασεν όσον ηδύνατο περισσότερον εις την μητέρα της, η οποία επροσπάθει να την πείση να μη ανασηκώνη τον επίδεσμόν της.
— Ησύχασε, εψιθύρισεν, ησύχασε. Δεν είναι τίποτε. Πονεί ο καϋμένος!
Η γραία δεν έδωκε κατά το φαινόμενον προσοχήν εις την εκφώνησιν του τυφλού. Εκάθισε πλησίον του και στραφείσα προς τον έπαρχον του απέτεινε τον λόγον, εκφράζουσα άνευ προοιμίων και άνευ περιφράσεων τα παράπονά της κατά της μαγειρίσσης. Ησθάνετο τόσω μάλλον την ανάγκην του ν' ανακουφισθή εκχύνουσα εις λόγους την αγανάκτησίν της, καθόσον επροσπάθησε να την περιστείλη διαρκούσης της συζητήσεως εις την αυλήν.
— Χαρά 'ςτο! έλεγε. Να μη θέλη να μ' αφήση να έμβω! Δέχεται όσους πληρώνουν, λέγει. Και μήπως εγώ της είπα ότι θέλω να τον ιδώ χάρισμα, τον ιατρόν; Ας έχη δόξαν ο Θεός, δεν έχω την ανάγκην της! Ας είμεθα μικροί άνθρωποι, δεν είμεθα της ελεημοσύνης. Του λόγου της θαρρεί ότι αν δεν φορής φράγκικα και καπελίνι δεν είσαι άνθρωπος! Να 'πάγω, λέγει, 'ς το Νοσοκομείον! Όγεσκε, εδώ θα μας ιδή ο ιατρός και ας τον πληρώσω!
Και λέγουσα ταύτα έθεσε την χείρα εις τον κόλπον διά να ψαύση το αργύριόν της.
Ο έπαρχος ενόμισε την στιγμήν πρόσφορον όπως λάβη κ' εκείνος τον λόγον, αλλ' η γραία δεν τω έδωκε τον αναγκαίον προς τούτο καιρόν.
— Δεν φορούμεν φράγκικα, εξηκολούθησε, και δεν είμεθα πλούσιοι, αλλά κάτι σημαίνομεν και 'μείς 'ς τον τόπον μας. Ας κοπιάση εκεί του λόγου της να μάθη αν είναι της ελεημοσύνης η Κυρά Λοξή......
Διέκοψε την γραίαν η θύρα του ιατρού, η οποία ηνοίχθη τρίζουσα. Όλαι αι κεφαλαί εστράφησαν προς την θύραν, εκ της οποίας εξήλθεν ο πελάτης και μετ' αυτόν ο ιατρός. Ο πελάτης διασχίσας την τραπεζαρίαν ανεχώρησεν, ο δε ιατρός, σταθείς εις το κατώφλιον της θύρας του, είδεν ένα προς ένα τους περιμένοντας και ένευσε προς τον φοιτητήν, όστις εισήλθεν εν βία εις το δωμάτιον.
Η θύρα εκλείσθη και πάλιν.
Η Κυρά Λοξή είχεν εγερθή, άμα είδε την θύραν ανοιχθείσαν. Θέσασα την χείρα εις τα βάθη του κόλπου της απέσυρεν από τας πτυχάς του μεταξωτού υποκαμίσου επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. Αλλ' ιδούσα ότι ο ιατρός δεν επρόσεξεν, εναπέθεσε πάλιν την επιστολήν εις τον κόλπον της και εκάθισεν. Εν τούτοις η επελθούσα διακοπή καθησύχασε την αγανάκτησίν της.
Ο έπαρχος ήνοιξε το ωρολόγιόν του και είδε την ώραν.
— Ελπίζω, είπεν, ότι δεν θα χρονίση και αυτός ωσάν τον άλλον.
— Τον έλεγα με τον νουν μου γεροντότερον, υπέλαβεν η Κυρά Λοξή.
— Ποίον; ηρώτησεν ο έπαρχος.
— Τον ιατρόν.
— Δεν είναι δα και τόσον νέος.
— Ποτέ να μη 'πεθάνη! επανέλαβεν η γραία.
— Άξιος ιατρός, επρόσθεσεν ο έπαρχος. Κάμνει θαύματα!
— Θαύματα αλήθεια! Τόσοι και τόσοι εις το νησί μας του χρεωστούν το φως των! Εδώ εις το ξενοδοχείον μ' εφορτώθηκαν να 'πάγω εις ένα άλλον, αλλά πού ν' ακούσω εγώ!
— Ποίον άλλον;
Η κυρά Λοξή είπε το όνομα του άλλου οφθαλμιατρού.
— Θα συγκριθή εκείνος με τούτον; είπε περιφρονητικώς ο έπαρχος.
— Πού 'ξεύρω εγώ! Μου εδιάβασαν εις την εφημερίδα τυπωμένα τα ευχαριστήρια του ενός και του άλλου οπού τους ιάτρευσε, με ένα σωρόν επαίνους.
— Τας εφημερίδας θα πιστεύσης, κυρά μου! Όλα αυτά είναι πληρωμένα.
Λέγων ταύτα ο έπαρχος είχε προς στιγμήν λησμονήσει την Εφημερίδα της Θήρας. Αλλά διά μιας συνησθάνθη ότι δεν είχε το δικαίωμα να εκφέρη τοιαύτην άδικον κατηγορίαν κατά του τύπου, και ρίψας το βλέμμα εις το ανοικτόν εισέτι επί των γονάτων του φύλλον, το εδίπλωσεν ευλαβώς και το ετοποθέτησεν εις τον κόλπον του.
Εν μέσω της βραχείας σιωπής, η οποία συνώδευσε τας περί τύπου ενδομύχους σκέψεις του επάρχου, αντήχησεν αίφνης εντός της τραπεζαρίας η πένθιμος φωνή του τυφλού·
— Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος!
Η μικρά ετρόμαξε πάλιν, προς άκραν στενοχωρίαν της μητρός της, η οποία επροσπάθησεν εκ νέου να την καθησυχάση, λαβούσα αυτήν επί των γονάτων και ψιθυρίζουσα θωπευτικά λόγια.
Η Κυρά Λοξή δεν είπε τίποτε, αλλά διά νευρικής κινήσεως ανέσυρεν επί των ώμων το σάλι της.
Ο έπαρχος ανύψωσεν επί της μύτης του τα ομματοϋάλια.
— Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν.
— Όγεσκε, απεκρίθη η γραία ξηρά ξηρά. Δεν είναι άνδρας μου.
— Περίεργον πράγμα, εξηκολούθησε λέγουσα. Όλος ο κόσμος εδώ μ' ερωτά· «Άνδρας σου είναι; Άνδρας σου είναι;» Έως και η υπηρέτρια κάτω, κοντά εις τάλλα, μου το ηρώτησε και τούτο· «Άνδρας σου είναι;» Εδώ, φαίνεται, άλλο παρά ανδρόγυνα δεν βλέπει κανείς μαζή.
— Με συγχωρείς την αδιακρισίαν μου, κυρά μου. Δεν ήθελα να σε πειράξω με την ερώτησίν μου.
— Δεν μ' επείραξες, κύριε, και δεν το έχω παράπονον ότι μου έκαμες την ερώτησιν. Το έχει ο κόσμος να θέλη να ερωτά, ας είναι και πράγματα οπού δεν τον μέλει.
Μολονότι η κυρά Λοξή εξέθεσε την ιδέαν της αφελώς και χωρίς κακίαν, ο έπαρχος εθεώρησεν ως προσβολήν, τρόπον τινά, το μάθημα το οποίον του εδόθη. Δυσηρεστήθη δε τόσω μάλλον, καθόσον στραφείς προς την κομψήν κυρίαν την είδε μειδιώσαν επιδοκιμαστικώς. Προητοίμαζεν απόκρισιν τοιαύτην ώστε να ζεματίση την γραίαν και να την βάλη εις την θέσιν της, ότε η θύρα του ιατρού ηνοίχθη εκ νέου.
Ο φοιτητής, καλύπτων τον oφθαλμόν διά της χειρός, και με έκφρασιν ανθρώπου υποστάντος καυτηρίασιν, απήλθεν, ενώ η κομψή κυρία, υπείκουσα εις σιωπηλήν πρόσκλησιν του ιατρού, εισήρχετο μετά του κορασίου της εις το δωμάτιόν του.
Ο έπαρχος ελησμόνησε την προσβολήν ή την εσυγχώρησε, καθόσον μάλιστα δεν ήτο παρούσα πλέον η κομψή κυρία. Ανοίξας το ωρολόγιόν του είδε πάλιν την ώραν.
— Τι να έχη άρά γε το παιδάκι της; ηρώτησεν η Κυρά Λοξή.
— Α! ανεφώνησεν ο έπαρχος πλήρης ευχαριστήσεως. Βλέπεις ότι και συ ερωτάς διά πράγματα οπού δεν σε μέλει; Κι έπειτα πειράζεσαι και θυμώνεις εάν σ' ερωτήσουν! Εγώ δεν ηρώτησα την κυρίαν τι έχει το παιδάκι της. Δεν την γνωρίζω.
Η γραία ύψωσε την χείρα της εις τα χείλη και περιστρέφουσα χαριέντως τα δάκτυλα περί το στόμα επροσπάθησε να κρύψη το μειδίαμα, το οποίον εφανέρωνον οι γελώντες οφθαλμοί της.
Αντί απολογίας απηύθυνε προς τον έπαρχον δευτέραν και διπλήν μάλιστα ερώτησιν.
— Δεν την γνωρίζεις; Ξένη είναι;
— Ούτε εις τούτο ημπορώ να σε φωτίσω, κυρά μου. Δεν κατοικώ εδώ.
— Και πού κατοικείς;
— Είμαι έπαρχος Θήρας.
Και θέσας, μηχανικώς την χείρα εις το θυλάκιόν του έψαυσε την εφημερίδα. Ευχαρίστως ήθελε διακοινώσει τα περιεχόμενά της εις την γραίαν, αλλ' εσκέφθη ότι η περίστασις δεν ήτο κατάλληλος και απέσυρε την χείρα κενήν.
— Α! Έπαρχος είσαι του λόγου σου, υπέλαβεν η γραία. Και νομάρχης!
— Ευχαριστώ, κυρά μου. Απ' το στόμα σου κι εις του Θεού ταυτί!
— Και με τι κόμμα είσαι, κύριε έπαρχε;
— Με την Κυβέρνησιν.
— Αι, τότε δεν θα γείνης γρήγορα νομάρχης.
— Πώς τούτο;
— Θα πέση το υπουργείον· δεν είναι πολλά τα ψωμιά του.
— Ανακατώνεσαι εις τα πολιτικά, βλέπω, κυρά Λοξή.
— Αν ημπορής κάμε και αλλέως, Κύριε έπαρχε.
Ο τυφλός διέκοψε την συνδιάλεξιν στενάξας πάλιν εκ βάθους καρδίας·
— Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος!
Ο έπαρχος προσήλωσεν ερωτηματικώς τους οφθαλμούς εις την γραίαν θέσας τον δείκτην επί του μετώπου του και σαλεύσας έπειτα επανειλημμένως την ανοικτήν χείρα. Η χειρονομία εσήμαινεν ευκρινώς·
— Μη δεν είναι εις τα σωστά του;
Η Κυρά Λοξή ένευσεν αρνητικώς την κεφαλήν και έφερε την χείρα πρώτον εις τους οφθαλμούς της. τους οποίους έκλεισεν, έπειτα δε επί της καρδίας.
Ο έπαρχος ενόησεν ότι κατέχει τον γέροντα η λύπη, αφότου απώλεσε την όρασιν.
Ο σιωπηλός ούτος διάλογος συνεφιλίωσεν εντελώς τον έπαρχον και την γραίαν χωρικήν. Εάν διέμενεν έτι υπολανθάνον νέφος τι αναμεταξύ των, κατά συνέπειαν των μικρών ακροβολισμών, οίτινες επηκολούθησαν την ερώτησιν, εάν ήτο άνδρας της ο τυφλός, διελύθη ήδη και τούτο. Η ομιλία επανελήφθη ζωηροτέρα, περιστρεφομένη ιδίως εις τα πολιτικά. Η κυρά Λοξή διηγήθη διά μακρών τας περιπετείας του τελευταίου εκλογικού αγώνος εις την νήσον της, δεν απέκρυψε δε το ενεργόν μέρος το οποίον έλαβεν υπέρ του αποτυχόντος υποψηφίου βουλευτού της αντιπολιτεύσεως, ουδ' απεσιώπησε τας ελπίδας της περί προσεχούς ήττης της υπουργικής μερίδος.
Ο έπαρχος ήρχισε να βαρύνεται, καθόσον μάλιστα ηναγκάζετο ν' ακούη μόνον, μόλις δυνάμενος πού και πού να είπη ένα λόγον και αυτός, διακόπτων την ευγλωττίαν της κυράΛοξής. Άλλως δε η προσοχή του ήτο εστραμμένη και εις την θύραν του ιατρού, η οποία επί τέλους ηνοίχθη, εξελθούσης της κομψής κυρίας με το κοράσιόν της.
Ο Έπαρχος ήρπασε τον πίλον του και σπεύσας ηκολούθησε τον ιατρόν εις το δωμάτιόν του διά να τον συμβουλευθή περί του αριθμού των ομματοϋαλίων του.
Η Κυρά Λοξή και ο τυφλός έμειναν μόνοι.
— Ήλθε η αράδα μας, Γιάννη. Τώρα θα μας ιδή ο ιατρός. Ακούς;
Ο τυφλός δεν απεκρίθη. Πρώτην ήδη φοράν τω απηύθυνεν η γραία τον λόγον, αφότου εισήλθον εις του οφθαλμιατρού. Η σιωπηλή μελαγχολία του αομμάτου γέροντος δεν ανταπεκρίνετο εις την ιδικήν της στωμυλίαν. Αληθώς ηδύνατο κάλλιστα εκείνη να ομιλή διά δύο, αλλά προς τούτο ήτο χρεία να έχη αντικρύ της ακροατήν δεικνύοντα ότι την ακούει, είτε διά παρατηρήσεώς τινος ή διακοπής, είτε διά της εκφράσεως τουλάχιστον των οφθαλμών του. Ο γέρων Γιάννης ουδεμίαν των τοιούτων ενθαρρύνσεων παρείχεν. Οι οφθαλμοί του δεν είχον βλέμμα, τα δε χείλη του δυσκόλως ηνοίγοντο.
Και όμως ήθελεν η κυρά Λοξή να τον εξυπνίση ολίγον τον δυστυχή, τώρα μάλιστα ότε επρόκειτο να τον ίδη ο ιατρός.
— Είδες πώς τρέχουν οι άνθρωποι από παντού να τον ιδούν, επανέλαβε. Τόσην ώραν προσμένομεν!.. Μεγάλος ιατρός, αλήθεια! θα σε ιατρεύση κι εσένα, Γιάννη, πρώτα ο Θεός! Ακούς;
Αντί πάσης απαντήσεως ο γέρων εστέναξεν: Αχ!
— Μη μου αρχίσης πάλιν εκείνο το Ελέησόν με ο Θεός, υπέλαβεν η γραία μετά ζωηρότητος. 'Σ την ψυχήν μου κάθεται! Κι έπειτα σ' ακούει ο κόσμος και θαρρούν πώς είσαι αλήθεια του ελέους!
— Και δεν είμαι του ελέους; είπεν ο τυφλός μελαγχολικώς.
— Ουφ! Θ' αρχίσης πάλιν τα ίδια και τα ίδια. «Πως μου είσαι βάρος, και κρίμα 'ς τα έξοδα, και του κάκου οι ιατροί, και τούτο κι εκείνο!» Ό,τι θέλεις λέγε τώρα, αφού το εκατάφερα να σε φέρω εδώ! Μόνον να το 'ξεύρης ότι δεν μου χρεωστείς τίποτε. Σου το είπα και σου το ξαναλέγω. Δεν ήλθα εδώ εξ αιτίας σου. Είχα δουλειάν να έλθω.
— Μάλιστα! Δουλειάν είχες, εψιθύρισεν ο τυφλός.
Η γραία προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε την έκφρασιν της δυσπιστίας του.
— Τι μ' επείραζε λοιπόν, να σε πάρω μαζή μου! Ούτε ναύλον επλήρωσα. Δεν ήθελε να πληρωθή ο καραβοκύρης. Το ψωμί που τρώγεις μαζή μου θα λογαριάσης; Μου κάμνεις άδικον να τα λέγης αυτά και να τα συλλογίζεσαι, Γιάννη. Το κάτω κάτω, έχω χρέος εγώ να μη σε παραιτήσω. Έχω χρέος! Και δόξα τω Θεώ, είμαι εις θέσιν να το κάμω, και ούτε αδικώ κανένα κατόπιν μου, αν κάμω όσον ζω την ευχαρίστησίν μου. Και τι ευχαρίστησις μου απέμεινε της πτωχής, παρά να βοηθώ όσον ημπορώ τους άλλους. Άφησέ τα, Γιάννη, αυτά! Να σ' αξιώση ο Θεός να ιδής το φως σου, και τότε θα είμαι με το παραπάνω πληρωμένη, αν σου έκαμα και τίποτε!
— Δεν θα ιδώ το φως μου! εψιθύρισεν ο γέρων.
— Μην απελπίζεσαι, άνθρωπε! Τόσοι και τόσοι ιατρεύθησαν. Να σου τους ονοματίσω πάλιν ένα κι ένα; Μάτια είχαν κι εκείνοι, καθώς εσύ. Τα έχασαν και τους τα έδωκε πάλιν ο Θεός.
— Ελέησόν με ο Θεός....
— Σου είπα, Γιάννη, να μη το λέγης αυτό! Λέγε το μέσα σου και ο Θεός τ’ακούει.
— Θέλω να τ’ακούω κι εγώ. Ξεθυμαίνω.
— Λέγε το λοιπόν να ξεθυμαίνης!
Και ηγέρθη η Κυρά Λοξή μετά τινος ανυπομονησίας.
Ηγέρθη όχι μόνον διότι ησθάνετο την ανάγκην να διασκεδάση δι' ολίγης κινήσεως την μελαγχολίαν, την οποίαν μετέδιδον και εις αυτήν οι αναστεναγμοί του τυφλού, αλλά και διά να περιεργασθή τα έπιπλα της τραπεζαρίας. Ιδίως είλκυσε την προσοχήν της η εικών του ιατρού, και την παρετήρει μετά προσοχής, ότε ηνοίχθη και πάλιν τρίζουσα η θύρα του δωματίου.
Ο έπαρχος εξελθών την εχαιρέτισε φιλικώς, αλλ' η Κυρά Λοξή δεν επρόσεξεν εις τον χαιρετισμόν του. Δραμούσα προς τον τυφλόν της τον έλαβεν εκ της χειρός, τον ανήγειρε και διηυθύνθη μετ' αυτού προς τον ιατρόν, όστις έστεκεν εις το κατώφλιον της θύρας του.
Κατά την αυτήν εκείνην στιγμήν ήρχισαν να σημαίνουν αι δώδεκα εις την παρακειμένην εκκλησίαν, ταυτοχρόνως δε η μαγείρισσα εισήρχετο διά πλαγίας θύρας εις την τραπεζαρίαν, φέρουσα δίσκον πλήρη πινακίων και ποτηρίων.
— Με κακοφαίνεται, κυρά μου, είπεν ο ιατρός προχωρών προς την γραίαν, αλλά βλέπεις είναι μεσημέρι και έχω να εξέλθω αμέσως μετά το πρόγευμα. Έλα αύριον, σε παρακαλώ· ή, καλλίτερα, έλα πρωί πρωί εις το Νοσοκομείον.
— Τα βλέπεις τώρα, κυρά; υπέλαβεν η μαγείρισσα, ενώ απέθετε τον βαρύν της δίσκον επί της τραπέζης.
Και στρεφομένη προς τον κύριόν της,
— Έβγαλα τον λάρυγγα μου, επρόσθεσε, να της λέγω να 'πάγη 'ς το Νοσοκομείον και δεν ήθελε να με ακούση.
Η Κυρά Λοξή ησθάνθη το αίμα αναβαίνον εις την κεφαλήν της, αλλ' εκρατήθη και, χωρίς να στραφή προς την μαγείρισσαν, απηύθυνε μειλιχίως τον λόγον προς τον ιατρόν:
— Δεν θα κάμης αυτό το άδικον, ιατρέ μου, εις ανθρώπους που έκαμαν τόσον ταξείδι μόνον και μόνον να σε ιδούν. Δεν θα σου πάρη πολλήν ώραν. Να, μόνον να τον ιδής θα καταλάβης τι έχει. Σε παρακαλώ, ιατρέ μου!
Ο ιατρός εφαίνετο μαλαχθείς.
— Παρ' ολίγον να λησμονήσω, εξηκολούθησεν η γραία. Σου έχω γράμμα από τον ιατρόν μας.
Και αφήσασα την χείρα του τυφλού απέσυρεν εκ του μεταξωτού υποκαμίσου την επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν.
— Μου είπεν εκείνος, εξηκολούθησε, τι καλός που είσαι, και πώς η χρυσή σου καρδιά βαλσαμώνει με την καλοσύνην της τους αρρώστους, πριν τους ιατρεύση η τέχνη σου.
— Πλάνα, πλάνα! ανέκραξε μειδιών ο ιατρός· και ανοίγων την επιστολήν του συναδέλφου του εστράφη προς το δωμάτιόν του.
Η Κυρά Λοξή σύρουσα τον τυφλόν, έρριψε βλέμμα θριαμβευτικόν επί της μαγειρίσσης, και ηκολούθησεν εις το δωμάτιόν του τον ιατρόν αναγινώσκοντα την επιστολήν.
Ιδού το περιεχόμενόν της:
«Σεβαστέ μου και φίλε καθηγητά.
«Σας συνιστώ ενθέρμως την επιφέρουσαν το παρόν. Η Κυρά Λοξή είναι η καλοσύνη προσωποποιημένη. Ουδείς ευπορώτερός της εις το χωρίον, ίσως δε και καθ' όλην την νήσον αλλά ζώσα γλίσχρως, ως χωρική, καταναλίσκει το εισόδημα της αγαθοεργούσα και υποθάλπουσα τους έχοντας ανάγκην βοηθείας. Γνωρίζει όμως πώς να υπερασπίση τα συμφέροντά της και ούτε επιτρέπει εις ουδένα να καταχρασθή την αγαθότητά της, ούτε χωρατεύει εάν θελήση τις να την πειράξη. Άλλως είναι αυτόχρημα αγία Ελεούσα, καθώς την αποκαλούν οι χωρικοί εδώ. Έμαθα εμπιστευτικώς παρά του συμβολαιογράφου ότι την περιουσίαν της διέθεσε μετά θάνατον υπέρ του σχολείου του χωρίου της!
Αλλ' η κυρά Λοξή δεν σκέπτεται μόνον περί ευεργεσιών, ζώσα τε και μετά θάνατον. Είναι προς τούτοις και μία δύναμις ενταύθα, εξασκούσα επιρροήν ουχί αναξίαν λόγου, ήτις ελπίζω ότι δεν θα μοι είναι άχρηστος κατά τας προσεχείς εκλογάς, όποτε, κατά παρακίνησιν πολλών πολιτικών φίλων μου, προτίθεμαι, με την ευχήν σας, να εκτεθώ.
Πεποιθώς ότι η υμετέρα δεξίωσις θα μου προσπορίση νέα δικαιώματα επί της ευμενείας της αγαθής γραίας,
Διατελώ κ. τ. λ.»
Περί του τυφλού ουδέ λέξις! Ο ιατρός δεν έδωκε πολλήν προσοχήν εις την αποσιώπησιν ταύτην. Εκ των περιεχομένων της επιστολής το προξενήσαν εις αυτόν προ πάντων εντύπωσιν, και εντύπωσιν ουδαμώς ευχάριστον, ήτο η πρόθεσις του συναδέλφου του να εκτεθή εις τον βουλευτικόν αγώνα.
— Ω, τον ανόητον! είπε καθ' εαυτόν, ρίπτων την επιστολήν επί της τραπέζης.
Στραφείς δε προς τον τυφλόν τον έλαβεν εκ της χειρός, τον έφερε πλησίον του παραθύρου, και ανοίξας διά των δακτύλων τα βλέφαρά του εξήτασεν επί μίαν στιγμήν προσεκτικώς τους αφωτίστους οφθαλμούς του. Έπειτα βλέπων την γραίαν, ήτις παρηκολούθει ατενώς την εξέτασιν, εκίνησεν οριζοντίως την χείρα ως αν έλεγε: Τετέλεσται!
Η γραία έθεσε τον δάκτυλον εις τα χείλη και ήνωσε παρακλητικώς τας δύο χείρας. Ήθελε να κρύψη από τον γέροντα το ανίατον του πάθους του. Ο ιατρός ενόησε την βωβήν παράκλησίν της. Ήτο συνειθισμένος εις το να ενθαρρύνη τους πάσχοντας δι' απατηλών παρηγοριών.
— Προ πόσου καιρού δεν βλέπεις; ηρώτησε τον τυφλόν.
Αντί του ερωτωμένου έλαβεν η κυρά Λοξή τον λόγον.
— Είναι τώρα τρία χρόνια που ήρχισε να ολιγοστεύη το φως του· Έλειπε ο κακόμοιρος 'ς τα ξένα από νέος. Εδούλευε να 'βγάλη το ψωμί του. ΄Στα ύστερα όλα του τα κέρδη τα εξώδευσε 'ς τους ιατρούς. Είδε κι αποείδε, εγύρισε 'ς την πατρίδα εδώ κι ένας χρόνος. Έβλεπε ακόμη πότε είνε μέρα και πότε νύκτα. Τώρα τρεις μήνες δεν βλέπει τίποτε. Όλα μαύρα, λέγει.
— Μαύρα, μαύρα, υπέλαβεν ο γέρων με την πένθιμον φωνήν του.
Η γραία έθλιψε τα βλέφαρα με τα δάκτυλά της διά να εμποδίση εν δάκρυ έτοιμον να ρεύση.
Ο ιατρός την παρετήρει με βλέμμα πλήρες συμπαθείας.
— Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν.
— Όγεσκε, απεκρίθη η γραία. Αλλ' η άρνησίς της δεν εξέφραζεν ούτε την δυσαρέσκειαν ούτε την ανυπομονησίαν, μετά της οποίας προ ολίγου απεκρίθη εις του επάρχου την ερώτησιν.
— Αδελφός σου; επανέλαβεν ερωτών ο ιατρός.
— Όγεσκε.
— Λοιπόν αγαπητικός σου;
Η Κυρά Λοξή ύψωσε πάλιν την χείρα εις τα χείλη, κρύπτουσα το μειδίαμα με την συνήθη χειρονομίαν της.
— Πατριώτης μου είναι, είπε μετά τινας στιγμάς.
Ο ιατρός την έβλεπε μειδιών.
— Ο άμοιρος, επανέλαβεν η γραία, δεν έχει κανένα συγγενή, κανένα ιδικόν του. Τον γνωρίζω από παιδί. Κι εγώ που σου μιλώ είμαι ξεκληρισμένη, — έρημη και μόνη. Τώρα κοντεύομεν κι οι δύο 'ς τα τέλη. Αν έβλεπε αυτός κι εγώ δεν είχα μάτια, θα μου έδειχνε τον δρόμον 'ς τον τάφον. Εγώ έχω τα μάτια μου ακόμη... Εκατάλαβες.
— Εκατάλαβα ότι είσαι καλή χριστιανή, απεκρίθη ο ιατρός.
Και αποτεινόμενος προς τον τυφλόν·
— Να δοξάζης τον Θεόν, επρόσθεσεν, ότι σου επρομήθευσε την βοήθειάν της.
— Δόξα σοι ο Θεός, εστέναξεν ο γέρων.
— Τι ιατρικόν θα του δώσης, ιατρέ μου; ηρώτησεν η κυρά Λοξή, κλείσασα τον ένα οφθαλμόν διά να υποδείξη προς τίνα σκοπόν η ερώτησις.
— Θα του δώσω κάτι να πλύνη τα μάτια του. Αλλά πρέπει και να δουλεύη με τα χέρια του.
— Αυτό του λέγω κι εγώ, ιατρέ μου! Με τα χέρια σταυρωμένα και τα μάτια κλειστά σκουριάζει ο νους του ανθρώπου. Του λέγω να πλέκη καλάθια.
— Σωστά σου λέγει η γερόντισσα και να την ακούης, είπεν ο ιατρός προς τον τυφλόν.
Αλλ' εκείνος έσεισε την κεφαλήν, εν σιωπή. Δεν ηπατάτο ο δυστυχής ως προς το μέλλον. Εγνώριζεν ότι δεν θα ίδη το φως ενόσω εισέτι έμενεν επί της γης!
Ο ιατρός εκάθισε να γράψη την δήθεν συνταγήν, η δε Κυρά Λοξή εν τω μεταξύ απέσυρεν εκ του κόλπου το μανδήλι της, έλυσε την άκραν του και λαβούσα εκείθεν δύο αργυρά πεντόδραχμα τα απέθεσεν αθορύβως επί της τραπέζης, ενώ ο ιατρός της έτεινε την συνταγήν.
— Τι είναι τούτο; ανεφώνησεν ο ιατρός. Πάρε τα οπίσω! Αυτήν την ώραν δεν δέχομαι επισκέψεις, μόνον τους φίλους μου δέχομαι.
Λαβών δε εκ των επί της τραπέζης χρημάτων εν χρυσούν νόμισμα το επρόσθεσεν εις τα δύο πεντόδραχμα, τα οποία επέστρεψεν εις την γραίαν.
— Διά τα καλάθια, εψιθύρισε δεικνύων τον τυφλόν.
— Μόνον αυτό δεν γίνεται, είπεν η Κυρά Λοξή. Όχι μόνον να μη παίρνης αλλά και να δίδης!
Και ηρνήθη αποφασιστικώς την προσφοράν.
— Δεν μου το είπαν ψεύματα, εξηκολούθησεν, ότι είσαι καλός άνθρωπος.
— Συ είσαι καλή! Εγώ δεν επήγαινα και να εξοδευθώ και να θαλασσοπνιγώ δι' ένα πού δεν τον έχω ούτε άνδρα, ούτε αδελφόν, ούτε αγαπητικόν.
— Αι, να σου το 'πώ, ιατρέ μου. Και έκρυψε διά της χειρός το μειδίαμά της. — Δεν είναι ούτε άνδρας μου, ούτε αδελφός, ούτε αγαπητικός μου. Και όμως,.. Πώς να σου το 'πώ; Ένα καιρόν ήτον αγαπητικός μου. Εκατάλαβες; Εξ αιτίας μου, εξενιτεύθηκε όταν με 'πάνδρευσαν. Οι γονείς μου δεν τον ήθελαν. Ήτον πτωχός. Αν μ' ερωτούσαν κι εμένα τότε, θα τον επροτιμούσα αυτόν που βλέπεις. Ήτον ωραίος νέος και καλός άνθρωπος και πιστός. Πιστός, μου το απέδειξεν. Έμεινεν ελεύθερος. Έφυγε νέος και εγύρισε γέρος και τυφλός. Κι ενώ έλειπεν, εγώ έθαψα και τον άνδρα μου και όλα μου τα παιδιά. Κι ευρεθήκαμεν πάλιν, κι οι δύο δυστυχισμένοι, κοντά ο ένας 'ς τον άλλον. Αλλά τι τα θέλεις, η νεότης έφυγε και δεν μεταγυρίζει. Εκατάλαβες, ιατρέ μου; Τώρα αν είμαι εγώ έρημη και μόνη, αυτός δεν μου πταίει εμένα. Εγώ όμως έχω χρέος να μη τον αφήσω εκείνον αβοήθητον 'ς τα μαύρα και τα σκοτεινά. Εκατάλαβες;
— Μαρία, Μαρία! εφώναξεν ο ιατρός προς την μαγείρισσαν, ανοίγων την θύραν. Βάλε δύο πινάκια ακόμη 'ς το τραπέζι.
Και στρεφόμενος προς την Κυρά Λοξήν·
— Κυρά μου, είπεν, έλα, παρακαλώ, ν' ακούσω την ιστορίαν σου με την ησυχίαν μου εις το πρόγευμα, διότι μου αρέσει.
— Καλέ, πώς γίνεται, ιατρέ μου; 'Σ το τραπέζι σου θα μας καθίσης!
— Γίνεται και καλογίνεται.
Η Κυρά Λοξή επέμενεν αρνουμένη, αλλ' ενθυμηθείσα την μαγείρισσαν δεν ηδυνήθη να ανθέξη εις την ευχαρίστησιν του να την εκδικηθή καθημένη, έστω και επί μίαν στιγμήν, εις την τράπεζαν του κυρίου της, ενώ εκείνη ήθελε να της κλείση την θύραν του.
— Αφού το θέλεις, ιατρέ μου, μόνον ένα ποτήρι κρασί εις υγείαν σου και φεύγομεν.
Και λαβούσα τον τυφλόν εκ της χειρός ηκολούθησε τον ιατρόν εις την τραπεζαρίαν.
— Ελέησόν με ο Θεός... ήρχισεν ο τυφλός.
— Σιωπή Γιάννη! Να μη σακούση ο ιατρός!
Ο Γιάννης εσιώπησεν.
— Ο συνάδελφος μου, έλεγε καθ' εαυτόν ο ιατρός, θα νομίση ότι περιποιούμαι την καλήν αυτήν γραίαν, διά να του προμηθεύσω ψήφους! θέλει να γείνη βουλευτής! Ας γείνη να ιδή την γλύκαν.
— Αχ ιατρέ μου, είπεν η Κυρά Λοξή, ενώ ο ιατρός εγέμιζε τα ποτήρια. Ας ήθελες να γείνης βουλευτής μας! Τον κόσμον θα έκαμνα άνω κάτω να μην αποτύχης!
— Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Δεν το έχω σκοπόν. Αντί εμού, λάβε υπό την προστασίαν σου τον συνάδελφόν μου εκεί κάτω, πού το νοστιμεύεται.
Και προσφέρων τα ποτήρια,
— Εις υγείαν σου, Κυρά Λοξή, και... εις του αγαπητικού σου!
— Εις υγείαν σου, ιατρέ μου.
Παρήλθον έτη πολλά έκτοτε. Ήμην νεώτατος, πρώτον δε τότε εταξείδευα μόνος. Μετέβαινα εις Γαλλίαν διά της Ιταλίας. Κατ' εκείνην την εποχήν τα ταξείδια ήσαν δυσκολώτερα, δαπανηρότερα, ταυτοχρόνως δε και βραδύτερα ή την σήμερον. Τα ατμόπλοια δεν διέσχιζον μετά της αυτής ταχύτητος την θάλασσαν, ουδ' ήσαν πολυάριθμα ως τώρα, εστάθμευον δε εις πολλούς λιμένας δίδοντα καιρόν εις τους επιβάτας προς επίσκεψιν των πόλεων οπόθεν διήρχοντο, εάν (εννοείται) είχον διαβατήρια εν τάξει και επετρέπετο η ελευθεροκοινωνία. Αλλ' ούτε σιδηρόδρομοι συνέδεον εισέτι τας πόλεις της Ευρώπης, συντέμνοντες τας αποστάσεις. Διά ξηράς ως και διά θαλάσσης ο περιηγητής μετεφέρετο άνευ βίας, του εδίδετο δε καιρός διά να αναπνεύση, να αναπαυθή και να ικανοποιήση την περιέργειάν του.
Και μετά πόσης περιεργείας περιηγείται τις ότε, νέος έτι, βλέπει κατά πρώτον νέον και άγνωστον κόσμον! Πώς τα πάντα τότε εξεγείρουν τον θαυμασμόν και εξάπτουν την φαντασίαν! Ω, η νεότης! Πόσον καλλύνει τα πάντα, ενόσω διαρκεί, και πόσον ταχέως παρέρχεται!
Μετά εικοσιτεσσάρων ωρών διαμονήν εις Νεάπολιν μετεβαίνομεν εις Σιβιταβέκιαν. Αφού επεσκέφθην όσα πλειότερα ηδυνήθην εκ των αξιοθεάτων της Νεαπόλεως, επέστρεψα εγκαίρως εις το ατμόπλοιον, προτού ανελκυσθή η άγκυρα. Το κατάστρωμα ήτο πλήρες ανθρώπων. Μετά δυσκολίας ηδυνήθην ν' ανεύρω μεταξύ του συνωθουμένου πλήθους τους παραμείναντας εκ των εξ Ελλάδος συνταξειδιωτών μου. Το σημείον της αναχωρήσεως δεν είχεν εισέτι δοθή, ώστε δεν ήτο εύκολον να διακρίνω τίνες εκ των πολλών θα προστεθούν εις τους επιβάτας του ατμοπλοίου, και τίνες ήλθον προς αποχαιρετισμόν των αναχωρούντων. Καθόσον όμως παρήρχετο η ώρα, οι εναγκαλισμοί, οι αποχαιρετισμοί και αι βαθμιαίαι αποχωρήσεις ηραίωσαν την συρροήν εκείνην. Οι πωληταί κοραλίων και κτενίων και καθισμάτων και κοσμημάτων, τακτοποιούντες τα εμπορεύματά των, ήρχισαν ο εις μετά τον άλλον να καταβαίνουν εις τας λέμβους, οι ναύται ετέθησαν εις κίνησιν ανασύροντες σχοινία, κλείοντες τας ανοικτάς αποθήκας, εις δε την γενικήν ταραχήν προσετέθη και ο συριγμός του ατμού, προαναγγέλλων τον προσεχή απόπλουν.
Εν τούτοις, άμα επιστρέψας εις το ατμόπλοιον, εν μέσω της επικρατούσης εισέτι κινήσεως και συγχύσεως, παρετήρησα εις την ησυχωτέραν άκραν της πρύμνης καθημένους τρεις, — δύο γυναίκας και ένα άνδρα, — οίτινες εφαίνοντο καταλαβόντες προ ώρας ικανής την γωνίαν εκείνην του καταστρώματος.
Εκ των δύο γυναικών η μεν, νέα, νεωτάτη, εξηπλωμένη επί μακρού ψαθίνου καθίσματος, με προσκέφαλα υποστηρίζοντα το σώμα και την κεφαλήν της, παρηκολούθει με βλέμμα μελαγχολικόν την επί του πλοίου ζωηρότητα. Η άλλη, προβεβηκυία την ηλικίαν, εκάθητο όπισθεν της νέας επί του γύρω του καταστρώματος ξυλίνου θρανίου. Επί δε σκαμνίου χαμηλού, γέρων έχων ύφος αρχαίου στρατιωτικού, κρατών βιβλίον εις χείρας, αλλά μη αναγινώσκων, επρόσεχε μετά στοργής εις πάσαν της νέας κινήσιν και ενίοτε απηύθυνε προς αυτήν ταπεινή τη φωνή τον λόγον.
Προφανώς ήτο πατήρ συνοδεύων θυγατέρα πάσχουσαν, αντί δε μητρός την περιέθαλπεν η γραία υπηρέτριά της.
Αι εντυπώσεις της νεότητος είνε αληθώς ανεξάλειπτοι. Μορφαί τινες μένουν διά παντός χαραγμέναι εις την μνήμην, — συμβάντα προ ετών πολλών διελιχθέντα ενώπιον των οφθαλμών μας διατηρούνται αείποτε ζώντα εις το βάθος της φαντασίας και αναπηδούν αίφνης εκείθεν απρόκλητα, χωρίς να γνωρίζωμεν το πώς και το διατί. Την νέαν εκείνην μόλις είδα, μόλις ήκουσα την ασθενή φωνήν της, δεν γνωρίζω το όνομά της, αλλ' ούτε καν την πατρίδα της, επί ώρας μόνον τινάς η παρουσία της επεσκίασε την ψυχήν μου, και όμως ποτέ δεν την ελησμόνησα, ούτε ποτέ θα την λησμονήσω!
Ήτο ξανθή, πολύ ξανθή. Εφαίνετο εκ πρώτης όψεως ότι ήτο γέννημα της Άρκτου. Εκ των μεταξύ των επιβατών γενομένου μετέπειπα λόγου περί αυτής, εσχημάτισα την ιδέαν ότι ήτο Πολωνίς, αλλ' ουδεμίαν έχω βεβαιότητα περί τούτου. Τα χαρακτηριστικά της ήσαν κανονικά, αλλ' ήτο ισχνή, ωχρά και εξησθενημένη. Οι μεγάλοι γλαυκοί οφθαλμοί της εφαίνοντο μεγαλείτεροι έτι ως εκ της ωχρότητος και της αδυναμίας της, το δε βλέμμα της ανεπαύετο εις ό,τι ητένιζεν, ως απηυδημένον εκ λύπης αφάτου.
Άμα την είδα με συνεκίνησεν η θέα της. Μου ήλθον εις τον νουν όντα αγαπητά, ανεπόλησα την οικογένειαν, την πατρίδα. Η ωχρά εκείνη θελκτική μορφή ημαύρωσε διά μιας την φαιδρότητα των πρώτων εντυπώσεων της ξενιτείας. Το θλιβερόν της βλέμμα επλημμύρησε θλίψεως την ψυχήν μου. Εκάθησα επί του απέναντι θρανίου, παρά την πρύμνην, οπίσω οπίσω, ώστε να μη με παρατηρήση ούτε εκείνη ούτε ο πατήρ της, και δεν έβλεπα ούτε επρόσεχα εις άλλο ουδέν.
Ο ιατρός του ατμοπλοίου διέκοψε την προσήλωσίν μου δι ευθύμου προσαγορεύσεως, ερωτών πώς διεσκέδασα εις Νεάπολιν. Ήτο αγαθώτατος άνθρωπος, αγαπών τους αστεϊσμούς και συντελών διά της ζωηρότητός του εις την επίσπευσιν της μεταξύ των συνεπιβατών του ενάρξεως φιλικών σχέσεων. Με είχε λάβει υπό την προστασίαν του ευθύς εξ αρχής και με μετεχειρίζετο ως αρχαίος οικογενειακός φίλος. Ήτο πεντηκοντούτης περίπου, κατ' εκείνην δε την περίοδον της ζωής μου εθεώρουν τους πεντηκοντούτεις ως γέροντας· αλλ' η ευθυμία του δεν επέβαλεν όσον σέβας προϋπέθετεν η μεταξύ μας διαφορά ηλικίας. Απ' εναντίας είχομεν γίνει εντός ολίγου φίλοι, ως συνομήλικοι.
Ο ιατρός εκάθισε πλησίον μου προς εξακολούθησιν της συνδιαλέξεως και είδε τότε κατά πρώτον τους αντικρύ μου καθημένους ξένους. Η θέα της ασθενούς είλκυσε την προσοχήν του. Την έβλεπεν επί ώραν σιωπών. Η ευτραπελία του διεκόπη.
— Τι πάσχει άρά γε; ηρώτησα.
— Δεν την βλέπεις; Φθισική η δυστυχής!
Και εγερθείς επλησίασε και απέτεινε τον λόγον προς τον γέροντα, μετ' ολίγον δε λαβών σκαμνίον εκάθισεν εκεί και μου απέκρυψε με τα ευρέα νώτα του την κεφαλήν της πασχούσης.
Φθισική! Εγνώριζα τι σημαίνει φθίσις. Ενθυμήθην αμέσως ένα διδάσκαλον του σχολείου μου, νέον ισχνόν, ωχρόν, με κηλίδας ερυθήματος επί των κοίλων παρειών του, μετά κόπου ερχόμενον εις το μάθημα, παραδίδοντα μετά κόπου, και συχνάκις διακοπτόμενον διά να βήξη. Έπειτα ο διδάσκαλος δεν ήρχετο, τα μαθήματα έπαυσαν, εμάθομεν ότι ήτο κλινήρης, και μετ' ολίγας εβδομάδας οι μαθηταί του ηκολουθήσαμεν την κηδείαν του. Δεν είχα εισέτι ίδει άλλο θύμα της φθίσεως, αλλ' εγνώριζα ότι οι φθισικοί αποθνήσκουν, και με τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις τα νώτα του ιατρού επανέβλεπα διά της φαντασίας την νεκρώσιμον εκείνην συνοδίαν, και τον διδάσκαλόν μου φερόμενον υπό τεσσάρων εκ των μεγαλειτέρων μαθητών εντός του ανθοσκεπούς νεκροκραββάτου του.
Εντούτοις η άγκυρα ανειλκύσθη, οι τροχοί περιεστράφησαν πλήττοντες παταγωδώς την θάλασσαν και ήρχισε το ατμόπλοιον να κινήται. Ηγέρθην τότε και στηριχθείς επί της όπισθεν του πηδαλίου σπείρας σχοινίων, έβλεπα την ωραίαν πόλιν εκ της οποίας απεμακρυνόμεθα. Η απέραντος έκτασις αιγιαλού, την οποίαν καλύπτει διά των οικιών, των παλατίων και των εκκλησιών της, απήστραπτεν υπό τας ακτίνας του ηλίου, κλίνοντος προς την δύσιν του. Η χλοερά πέριξ ζώνη των καταφύτων λόφων επηύξανε διά της αντιθέσεως του πρασίνου της χρώματος την λαμπρότητα των πυκνών οικοδομών. Δεξιόθεν της πόλεως ο Βεσούβιος, ανυψών αγερώχως τα τραχέα στέρνα, εμαύριζεν άνωθέν του τον κυανούν ουρανόν, επεκτείνων εις νέφος την στήλην των αενάων καπνών του.
Ότε το ατμόπλοιον εξήλθε του λιμένος και ήρχισε να γίνηται επαισθητή η δρόσος της θαλάσσης, η γραία υπηρέτρια επρόσθεσε μετά θωπευτικής φροντίδος σκεπάσματα εις τους πόδας και τα νώτα της εξηπλωμένης νέας. Ο καιρός ήτο ωραίος. Αληθώς προς δυσμάς το ζοφερόν του ορίζοντος δεν εφαίνετο προαναγγέλλον εξακολούθησιν της γαλήνης, αλλ' η απειλή την οποίαν τα νέφη εκείνα υπέκρυπτον ήτο εισέτι μακράν, το δε ατμόπλοιον διέσχιζε θάλασσαν ακύμαντον, μόλις ρυτιδουμένην από την πνοήν ελαφρού αέρος. Μόνοι οι δύο τροχοί, ταράσσοντες τα νερά, εχάρασσον όπισθεν ημών το πέλαγος διά διπλής γραμμής κλιμακωτού αφρού.
Ω! πώς επεθύμουν να πλησιάσω προς την πάσχουσαν, ν' αποτείνω προς αυτήν ολίγας λέξεις συμπαθείας, να σύρω το σκέπασμα επί της άκρας του μικρού ποδός, τον οποίον έβλεπα μακρόθεν ασκεπή, να υψώσω το προσκέφαλόν της ότε έστρεφε το βλέμμα προς την απέχουσαν ήδη ξηράν και προς την κορυφήν του καπνίζοντος ηφαιστείου! Ήτο κενόν πλησίον της το σκαμνίον επί του οποίου εκάθητο προ ολίγου ο ιατρός, αλλά δεν ετόλμων να πλησιάσω.
Η ώρα βαθμηδόν παρήρχετο, ο ήλιος επλησίαζε προς την δύσιν του και ο αήρ εγίνετο δροσερώτερος. Η υπηρέτρια εγερθείσα έκυψε προς την νέαν και εψιθύρισε λέξεις τινάς με ταπεινήν ένδειξιν τρυφερότητος. Εκείνη έστρεψε βραδέως προς την γραίαν τους οφθαλμούς. Δεν ωμίλησε, αλλά το βλέμμα της έλεγεν: Ω, άφες με! θέλω να ίδω ακόμη την θάλασσαν και τον ουρανόν και τον δίσκον του δύοντος ηλίου!
— Αλλ' ο γέρων έθεσε περιπαθώς την χείρα επί της χειρός της και ελάλησε προς αυτήν, και ήτο ικετευτικός της φωνής του ο τόνος.
Η νέα ανέκυψε και επροσπάθησε να εγερθή, αλλά δεν ηδύνατο να κινηθή μόνη. Ο γέρων και η υπηρέτρια την υπεστήριξαν εκατέρωθεν και εβοήθησαν τα βραδέα επί του καταστρώματος βήματά της.
Ενώ ηγείρετο, έπεσεν εκ του φορέματός της απαρατήρητον το χειρόκτιόν της. Α! Διατί δεν το εκράτησα! Έκυψα και το επήρα, προχωρήσας δε το έδωκα εις την υπηρέτριαν. Η ασθενής με είδε και κλίνασα επιχαρίτως την κεφαλήν, με γλυκύ μειδίαμα εις τα κάτωχρα χείλη, επρόφερεν ιταλιστί έν ευγενές Ευχαριστώ, και ήρχισε πάλιν να βήχη.
Ο κόπος με τον οποίον έκαμε τα ολίγα εκείνα βήματα, κρεμαμένη σχεδόν από τον βραχίονα του πατρός της, ο ξηρός και υπόκωφος εκείνος βηξ, εμαρτύρουν, περισσότερον και από την ωχρότητά της, τον βαθμόν της εξασθενήσεώς της. Ήτο προωδευμένη, πολύ προωδευμένη η νόσος. Εις μάτην από την βόρειον πατρίδα των την έφερεν ο δυστυχής πατήρ προς ανάκτησιν ζωής υπό τον ήλιον της μεσημβρίας. Η ζωή κατέλειπε βαθμηδόν το εύχαρι σώμα της. Αλλά διατί ανεχώρουν εκ Νεαπόλεως διευθυνόμενοι προς άρκτον; Μη ο γέρων απελπισθείς ήθελε να επαναφέρη την θυγατέρα εισέτι ζώσαν εις τας αγκάλας μητρός, περιμενούσης εναγωνίως να την επανίδη; Ή μη επεθύμει να ίδη την θυγατέρα του αποθνήσκουσαν εκεί όπου η μήτηρ της απέθανε, και να την ενταφιάση πλησίον της συζύγου του, εις τον τάφον εντός του οποίου ήθελε και αυτός να αναπαυθή;
Ο ήλιος επί τέλους έδυσε διασχίζων με τας τελευταίας του ακτίνας τα επί μάλλον και μάλλον πυκνούμενα νέφη, η δε αύρα, ήτις μέχρι προ ολίγου μας εδρόσιζε, μετεβάλλετο ήδη εις πνοάς διακεκομμένας ανέμου βιαίου. Η εσπέρα προσελάμβανεν όψιν αγρίαν. Θα χοροπηδήσωμεν απόψε, έλεγον οι ναύται αναμεταξύ των, επεκύρουν δε την πρόρρησιν αι ποικίλαι επί του πλοίου προετοιμασίαι του πληρώματος, και κάτω εις την αίθουσαν αι των υπηρετών, εξασφαλιζόντων διά σχοινίων τα κινητά σκεύη και έπιπλα.
Έμενα επί του καταστρώματος βλέπων το πυκνούμενον σκότος της νυκτός και την επερχομένην τρικυμίαν. Ο αυξάνων πάταγος των θραυομένων κυμάτων, ο επιτεινόμενος συριγμός του ανέμου, δεν απέσπων τας σκέψεις μου από την άγνωστον νέαν. Πώς είναι άρά γε; Υποφέρει; Θα δυνηθή ν' ανθέξη εις τας δονήσεις του σκάφους, όταν ο σάλος του δεινωθή υπό την βίαν της προσεγγιζούσης καταιγίδος;
Οι επιβάται όλοι απεσύρθησαν ο εις μετά τον άλλον εις τους κοιτωνίσκους των. Εκτός των βαρέων υποδημάτων των ναυτών επί των σανίδων του πλοίου, άλλος ανθρώπινος κρότος δεν ηκούετο εν μέσω της βοής του ανέμου και της θαλάσσης. Ήτο ζοφερά η νυξ. Τα νέφη εκάλυψαν ολόκληρον τον ουρανόν. Άστρον δεν εφαίνετο. Μόνος ο φωσφορώδης αφρός των εξηγριωμένων κυμάτων απήστραπτεν εντός του σκότους. Και ηύξανεν η ορμή του ανέμου, το δε πλοίον εσείετο επί μάλλον και μάλλον, και εκυλίετο ένθεν κακείθεν, και επήδα υψούμενον και καταπίπτον.
Στυλωμένος παρά την είσοδον της αιθούσης, προφυλαττόμενος όσω ηδυνάμην από την πνοήν του ανέμου και από τους αφρούς των κυμάτων, ανά πάντα βίαιον του πλοίου κλονισμόν εσκεπτόμην πώς η εξηντλημένη νέα θα δυνηθή διά των ασθενών χειρών να στερεώση το ελαφρόν σώμα εντός της σαλευομένης κλίνης της, εσκεπτόμην πώς θα διέλθη τας μακράς ώρας της αγρίας νυκτός, και ανεμιγνύετο εις τας σκέψεις μου η θλιβερά ανάμνησις της εκφοράς του νεκρού διδασκάλου μου.
Επί τέλους τα κύματα πηδώντα υπεράνω του πλοίου με ηνάγκασαν να καταβώ εις την αίθουσαν. Ο μόνος λύχνος όστις την εφώτιζεν, εκκρεμής αναμέσον των εκατέρωθεν κυλινδουμένων πλευρών του σκάφους, εδείκνυε μέχρι τίνος βαθμού είχε δεινωθή ο σάλος. Αι θύραι των κοιτωνίσκων γύρω ήσαν κλεισταί, γόοι δε και οιμωγαί αντήχουν εκ τινων εξ αυτών. Δεν απεφάσιζα να εισέλθω εις τον ιδικόν μου, ιδών ότι εις Νεάπολιν απέκτησα ως σύνοικον Ιταλόν ευτραφή, μετά του οποίου δεν επεθύμουν να συνάψω γνωριμίαν υπό τοιαύτας περιστάσεις. Εκάθισα επί του κύκλω της τραπέζης θρανίου, εστήριξα τους βραχίονας επί της τραπέζης, επί δε των βραχιόνων την κεφαλήν, και ησθάνθην τον ύπνον καταβαίνοντα εις τα βεβαρημένα βλέφαρά μου.
Δεν γνωρίζω εάν εκοιμώμην ή ήμην έξυπνος, ότε ήκουσα αίφνης την θύραν του αντικρύ μου κοιτωνίσκου ανοιγομένην. Ήγειρα την κεφαλήν. Ο πατήρ της νέας, ανασύρων το όπισθεν της θύρας ερυθρόν παραπέτασμα, πελιδνός, έντρομος, έστρεφε τα βλέμματα προς το δωμάτιον της υπηρεσίας.
— Ημπορώ να σας χρησιμεύσω; ηρώτησα. Τι θέλετε;
— Τον ιατρόν!... Η κόρη μου...
Ανέβην δρομαίος εις το κατάστρωμα. Του ιατρού το δωμάτιον έκειτο πλησίον της μηχανής. Ο άνεμος έπνεε φοβερός, ο αφρός των κυμάτων κατέπιπτεν ως ραγδαία βροχή, μετά κόπου ηδυνήθην να φθάσω μέχρι της θύρας του ιατρού. Την έκρουσα επανειλημμένως, μέχρις ου επί τέλους ηκούσθη η φωνή του.
— Ποίος είναι;
— Μία ασθενής σε ζητεί.
— Α! Γνωρίζω ποία! Έλα μέσα.
Και ήνοιξε την θύραν. Δεν είχεν εκδυθή. Εφόρεσεν εν βία τον επενδύτην του, έλαβεν εκ του γραφείου του κιβώτιον περιέχον φάρμακα και εξήλθομεν του δωματίου. Τον συνώδευσα μέχρι της θύρας του κοιτωνίσκου. Ο γέρων ήνοιξεν άμα μας ήκουσεν, ήρπασεν εκ της χειρός τον ιατρόν, τον έσυρεν εντός του δωματίου και έκλεισε την θύραν.
Εκάθισα εκεί και επερίμενα. Επερίμενα επί ώραν πολλήν. Το σκάφος εκυλίετο αδιακόπως. Έτριζον τα ξύλα του, η θάλασσα εβρόντα θραυομένη επί των πλευρών του, αναμέσον δε της αγρίας βοής ηκούετο ο τακτικός κτύπος της μηχανής, παλαιούσης με τα στοιχεία. Αλλ' ουδέν ήκουα εκ των παρά την πάσχουσαν γινομένων.
— Τι έπαθεν άρά γε; τι έπαθε; Και έσφιγγα εναγωνίως τας χείρας.
Διατί συνεκεντρούτο τόσον εις αυτήν ολόκληρος η ψυχή μου; Διατί μου έπνιγε τον λαιμόν η πλημμύρα της λύπης; Τι κοινόν μεταξύ εκείνης κι εμού; Διατί τα θολά βλέμματά μου προσηλούντο εις μόνην της ωχράς της μορφής την απούσαν εικόνα;
Ω! πώς ηυχόμην να κοπάση η τρικυμία! Ησθανόμην ότι χάριν της θα έδιδα κατ' εκείνην την στιγμήν το παν διά να επέλθη η γαλήνη. Αλλ' εξηκολούθουν τα κύματα πλήττοντα μανιωδώς το σκάφος και δεν εμετριάζετο ο σάλος.
Και παρήρχετο η ώρα χωρίς να γνωρίζω τι γίνεται όπισθεν του ξυλίνου διαφράγματος, το οποίον με εχώριζεν από την κοίτην της, χωρίς ν' ακούω ουδεμίαν εκείθεν φωνήν, ουδένα ήχον. Ούτε καν τον ασθενή της βήχα ήκουα. Και έτεινα τα ώτα με την ελπίδα ίσως τον ακούσω.
Ήτο γενική η σιωπή εντός της αιθούσης. Ουδέν ηκούετο και εκ των λοιπών γύρω κοιτωνίσκων. Ησύχαζον ή εκοιμώντο οι επιβάται. Μόνον εκεί, αντικρύ μου, εγνώριζα ότι ούτε ησυχία ούτε ύπνος υπάρχει, και όμως βαθεία κι εκεί σιωπή.
Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη. Ηνοίχθη, και είδα την γραίαν υπηρέτριαν, με τα δάκρυα ρέοντα εις τας παρειάς της, ανασύρουσαν το ερυθρόν παραπέτασμα, και τον ιατρόν με τας οφρύς συνεσταλμένας, με το πρόσωπον κατηφές εξερχόμενον του δωματίου.
Δεν απηύθυνα ερώτησίν, δεν επρόφερα λέξιν. Ενόησα ότι επήλθε το τέλος!
— Τι μένεις εδώ; μου είπεν ησύχως ο ιατρός. Έλα μαζή μου. Και με έσυρεν εις το δωμάτιόν του.
Περί μεσημβρίαν ελλιμενίσθημεν εις Σιβιταβέκιαν. Δεν απεβιβάσθην εκεί. Έμεινα εντός του πλοίου.
Προς το εσπέρας ο γέρων κρατών εις την αγκάλην το πτώμα της θυγατρός του, ως μήτηρ φέρουσα βρέφος κοιμώμενον, κατέβη την κλίμακα του ατμοπλοίου. Πέπλος λευκός εκάλυπτε την νεκράν από κεφαλής μέχρι ποδών. Ο γέρων δεν έκλαιεν, αλλ' η έκφρασις του προσώπου του εμαρτύρει άλγος βαθύτερον ή όσα δάκρυα ηδύνατο να χύση. Ο ιατρός και η υπηρέτρια, ησύχως θρηνούσα, τον συνώδευον.
Οι επί του καταστρώματος ολίγοι θεαταί της σπαραξικαρδίου εκφοράς, ηκολουθήσαμεν διά των οφθαλμών την νεκροφόρον λέμβον, μέχρις ου την απέκρυψαν παρά την προκυμαίαν τα άλλα εντός του λιμένος πλοία.
Είχα φθάσει την νύκτα εις Κρήτην.
Προ δύο ήδη ετών είχα τελειώσει τας σπουδάς μου εις το Πανεπιστήμιον και προ μηνών τινων είχα αρχίσει την εξάσκησιν του δικηγορικού επαγγέλματος. Είπα εξάσκησιν, αλλά το αληθές είναι ότι η σπάνις πελατών δεν μου παρείχε πολλάς αφορμάς προς επίδειξιν της νομομαθείας μου, η δ' έλλειψις εργασίας δεν συνετέλει εις αύξησιν του μετρίου ανέκαθεν ενθουσιασμού μου διά την νομικήν επιστήμην. Έγεινα νομικός όχι εκ κλίσεως, αλλά κατά καθήκον, χαριζόμενος εις τους γονείς μου. Η κλίσις μου παιδιόθεν ήτο διά το στρατιωτικόν στάδιον· την ανέπτυξε δ' έτι μάλλον μετέπειτα ο σχηματισμός της Πανεπιστημιακής φάλαγγος κατά την μεταπολίτευσιν του 1862, — την εθνοσωτήριον μεταπολίτευσιν, ως την είχον βαπτίσει οι τότε δημαγωγοί μας. Ένεκα της φάλαγγος παρημελήθησαν τα μαθήματα και παρετάθη κατά δύο ολόκληρα έτη η φοίτησίς μου εις το Πανεπιστήμιον· αλλ' όμως εν τω μεταξύ έλαβα την ικανοποίησιν του να προαχθώ μέχρι του βαθμού του ανθυπολοχαγού, η δε στολή μου, την οποίαν ευλαβώς διετήρησα έκτοτε, εκέντα την νεανικήν μου φιλοτιμίαν περισσότερον του δυσκόλως αποκτηθέντος διδακτορικού διπλώματος.
Δεν με παρώρμησε μόνη η στολή μου εις το να μεταβώ όπου ηγωνίζοντο οι αδελφοί μας. Δεν διατείνομαι ότι ήμην απηλλαγμένος πάσης ματαιότητος, αλλ' ελπίζω ότι δεν ήμην χειρότερος των πολλών ομηλίκων μου, όσων τότε ηλέκτρισε τας ψυχάς η εξέγερσις της πολυπαθούς νήσου. Πόσοι, και χωρίς να έχουν προηγούμενα φαλαγγιτικά, έδραμον εκεί, και πόσοι διά του αίματός των εμαρτύρησαν την αγνότητα του ενθουσιασμού των! Οπωσδήποτε, ομολογώ ότι μ' επηρέασεν η συναίσθησις ότι ήμην αξιωματικός. Εφανταζόμην ότι ηδυνάμην, ως τοιούτος, να φανώ χρησιμώτερος. Άλλως ήμην υγιής, άρτιος, εύρωστος· συνηθίσας δε παιδιόθεν να περιφέρωμαι ως κυνηγός εις τα βουνά της Αττικής, ενόμιζα ότι ήμην αρκούντως προητοιμασμένος διά ν' ανθέξω εις τους κόπους του εκεί βουνοπολέμου. Μόνη η προσδοκία της κακοπαθείας των νυκτών με ανησύχει ολίγον, αλλά διά να σκληραγωγηθώ εκ προοιμίων δεν εκοιμήθην εις την κλίνην μου επί τρεις εβδομάδας προ της αναχωρήσεώς μου. Κατεκλινόμην είτε επί των σανίδων του δωματίου, είτε επί των πλακών της υπαίθρου αυλής. Το πράγμα κατ' αρχάς δεν ήτο ευχάριστον, βαθμηδόν όμως συνείθισα και ότε, επί τέλους, επεβιβάσθην εις το μικρόν μεγαλώνυμον ατμόπλοιον, το δοξασθέν κατ' εκείνην την εποχήν «Πανελλήνιον», εθεώρουν εμαυτόν ικανόν προς πάσαν ανδραγαθίαν.
Το ιστορικόν σκάφος μας έφερεν εις τα βάθη σκοτεινής νυκτός εντός ορμίσκου, παρά τα μεσημβρινοδυτικά παράλια της νήσου. Το πρωί, υπό την οδηγίαν των ενόπλων νησιωτών, οι οποίοι μας επερίμενον και μας υπεδέχθησαν αποβιβασθέντας, ανέβημεν εις κώμην κειμένην υψηλά επί του βουνού. Εκεί ευρίσκετο σώμα επαναστατών υπό την αρχηγίαν ακριβώς του οπλαρχηγού, προς τον οποίον έφερα συστατικήν του θείου μου. Ήτο αρχαίος φίλος του ο θείος μου, φαίνεται δε ότι ήσαν ένθερμοι αι υπέρ εμού συστάσεις. Προτού ν' ανοίξη την σφραγισμένην επιστολήν ο καπετάνιος, (αποσιωπώ το πασίγνωστον άλλως όνομά του), έρριψεν επί της στολής μου βλέμμα λοξόν υπό τας δασείας οφρείς του. Δεν είπε λέξιν, αλλ' όμως μ' ετάραξε το βλέμμα εκείνο, — ίσως διότι επεξήγουν την σημασίαν του τα εκφραστικώτερα βλέμματα των περί εμέ οπλιτών. Τα ενδύματά των ουδέν είχον το κοινόν προς την λαμπρότητα της περιβολής μου.
Παρετήρουν τον αρχηγόν ενώ ανεγίνωσκε την επιστολήν.
Κανέν διακριτικόν σημείον δεν τον εξεχώριζεν από τα παλληκάρια του. Ως εκείνοι, εφόρει και αυτός την ζωγραφικήν εγχώριον ενδυμασίαν, ήτις ούτε νέα ήτο, ούτε υπερμέτρως καθαρά, ενώ η στίλβουσα στολή μου....
Εν τούτοις ανεγίνωσκεν ο καπετάνιος την επιστολήν, όλοι δε γύρω ίσταντο σιωπώντες. Η στάσις των αυτή και μόνη και η σιωπή των εμαρτύρουν το σέβας και την υποταγήν των προς τον αρχηγόν. Ήτο μεγαλόσωμος, νευρώδης και εύκαμπτος. Ο λευκός του μύσταξ και αι ρυτίδες του ηλιοκαούς μετώπου του ήσαν ενδείξεις τραναί της προβεβηκυίας ηλικίας του, αλλά το παράστημα και αι κινήσεις του ήσαν ανδρός νέου έτι και ακμαίου. Οι ζωηροί οφθαλμοί του έλαμπον υπό τας ψαράς οφρύς του. Επερίμενα με αίσθημα όχι ανόμοιον φόβου την στιγμήν, ότε ήθελε και πάλιν στυλώσει το βλέμμα του επ' εμού, μετά την ανάγνωσιν της επιστολής.
Την ανέγνωσεν επί τέλους και έστρεψε προς εμέ το βλέμμα, αλλά βλέμμα ήρεμον και φιλικόν, με μειδίαμα εις τα χείλη.
— Καλώς ήλθες, μου είπεν. Ο θείος σου μου γράφει ότι δεν σου λείπει η όρεξις να κακοπεράσης μαζί μας.
Απεκρίθην φράσεις τινάς εκ των τετριμμένων, περί βωμού της πατρίδος, περί τελευταίας σταγόνος του αίματός μου, και τα παρόμοια. Λόγια! λόγια! Αλλά καίτοι φέρων στολήν αξιωματικού, ήμην διδάκτωρ του Πανεπιστημίου, και δικηγόρος μάλιστα — έστω και άνευ πελατών.
Ο αρχηγός με άφησε να τελειώσω το λογύδριόν μου.
— Βαστάς 'ς τα πόδια; με ηρώτησεν, αφού ετελείωσα. Και χωρίς να περιμένη την απάντησίν μου: Όσον διά την στολήν σου, εξηκολούθησε, θα γείνη κουρέλια προτού γυρίσης να ιδής!
Ητοιμαζόμην να είπω ότι προθύμως θα ενδυθώ ως τους άλλους συστρατιώτας κι εγώ, αλλά δεν επρόφθασα.
— Σε διορίζω υπασπιστήν μου, επρόσθεσεν.
Εχαιρέτισα στρατιωτικώς, ωσάν να εχαιρέτων τον φαλαγγάρχην εις την προ του Πανεπιστημίου πλατείαν. Εχάρην ενδομύχως διά τον διορισμόν μου, εδίσταζα δε κατ' εμαυτόν, εις τι να τον αποδώσω; Εις τον φαλαγγιτικόν βαθμόν μου, ή εις τας συστάσεις του θείου μου;
— Παιδιά, εξηκολούθησεν ο αρχηγός με φωνήν σοβαρωτέραν, πάρετε τον υπασπιστήν να ησυχάση ολίγον, διότι το απόγευμα... Θεός ηξεύρει.
Τα παιδιά με περιεκύκλωσαν φιλοφρόνως και με ωδήγησαν εις καλύβην εκεί πλησίον, όπου με υπεδέχθη μητρικώς γραία χωρική. Ήμην κατάκοπος, δεν είχα κοιμηθή όλην την νύκτα επί του ατμοπλοίου. Αφήκα εντός της καλύβης τον σάκκον και το όπλον μου και εξηπλώθην υπό την σκιάν ελαίας.
Εκοιμώμην βαρέως, ότε ησθάνθην τον βραχίονά μου σειόμενον ελαφρώς. Ήνοιξα τους οφθαλμούς μη ενθυμούμενος πού ευρίσκομαι. Γονατιστός ενώπιόν μου ο Μίρτος, ο μόνος εκ των νησιωτών του οποίου εγνώριζα ήδη το όνομα, εμειδία σείων ακόμη τον βραχίονά μου. Δεν ηξεύρω πώς και διατί εφιλιώθημεν αμέσως και διά μιας μετά του Μίρτου. Αυτός προπορευόμενος των συντρόφων του με είχεν οδηγήσει εις την καλύβην, μου είχε προμηθεύσει λιτόν πρόγευμα, μου είχε δείξει το ομαλώτερον έδαφος υπό την σκιερωτέραν ελαίαν, μου είπε το όνομά του και ερωτήσας έμαθε το ιδικόν μου, εν ολίγοις, μ' έλαβε τρόπον τινά υπό την προστασίαν του. Εφαίνετο εικοσαετής μόλις, ενώ εγώ ήμην κατά πέντε έτη πρεσβύτερος, — ήτο απλούς στρατιώτης, εγώ δε ανθυπολοχαγός και υπασπιστής του αρχηγού, — δεν είχε ποτέ αποδημήσει της νήσου του, ενώ εγώ ηρχόμην εξ Αθηνών και μάλιστα από το Πανεπιστήμιον — αλλ' όμως αντί να τον θεωρήσω ή μεταχειρισθώ ως υποδεέστερον, ειλκύσθην εκ της πρώτης στιγμής προς αυτόν, ως εξ αδελφικού αισθήματος. Μ' εγοήτευσεν η αφέλεια και η αγαθότης του.
— Κύριε Γεωργάκη, μου είπε μειδιών, διαταγή του αρχηγού θα κινήσωμεν τώρα ευθύς.
— Διά πού;
— Δεν μας το είπεν ακόμη.
Ηγέρθην αμέσως και επορεύθημεν προς την καλύβην. Το χωρίον ήτο εις κίνησιν. Αι γυναίκες εις τας θύρας των οικίσκων απεχαιρέτων τα παλληκάρια, βαδίζοντα ατάκτως με το όπλον επ' ώμου. Εντός της ζώνης, μεταξύ των πιστολίων και της μαχαίρας των, έφερον τα ολίγα εφόδιά των. Ενόμισα καλόν να τους μιμηθώ, κατά τούτο τουλάχιστον, και μετά βραχύ μετά του Μίρτου συμβούλιον αφήκα τον σάκκον μου εις τας χείρας της γραίας χωρικής και προμηθευθείς ζώνην εγχώριον την έδεσα περί την στολήν μου και έκρυψα εις τας πτυχάς της, παρά το πολύκροτόν μου, ολίγον καπνόν και τέσσαρα πέντε παξιμάδια. Ο Μίρτος μου έδειξε την διεύθυνσιν προς την συνάθροισιν του σώματος, και ανελήφθη.
Άμα εξελθών του χωρίου είδα τον αρχηγόν. Εκάθητο εις το κατώφλιον της θύρας ενός ανεμομύλου, του μόνου εκεί, αργούντος κατ' εκείνην την ώρα. Κατά γης πλησίον του εκάθητο νεαρός νησιώτης. Ο άνθρωπος εφαίνετο ότι ήλθε δρομαίος μακρόθεν. Ήτο κατακόκκινος, εκράτει το φέσι του εις την μίαν χείρα και με την άλλην έτριβε την κάθυγρον έτι κόμην του. Προφανώς αυτός έφερε την αγγελίαν, κατά συνέπειαν της οποίας ανεχωρούμεν. Οι ημίσεις περίπου του σώματος είχον κινήσει προπορευόμενοι, οι λοιποί επερίμενον τας διαταγάς του αρχηγού περί τον μύλον. Επλησίαζα, ότε ο αρχηγός ηγέρθη. Ηγέρθη και ο άλλος, η δε στάσις του εμαρτύρει ότι ήτο έτοιμος να διανύση και πάλιν όσον δρόμον διέτρεξεν ήδη ερχόμενος προς ημάς.
— Μας έφερες τύχην, είπεν ο αρχηγός αποτεινόμενος προς εμέ. Ακόμη δεν ήλθες και θα ιδής να πέση τουφέκι.
— Ιδική μου η τύχη, αρχηγέ, απεκρίθην.
— Αυτό θα φανή, αν είναι. Εμπρός λοιπόν! Υπασπιστά, να μείνης οπισθοφυλακή.
Εχαιρέτησα στρατιωτικώς και πάλιν, απορών ολίγον διατί ετασσόμην οπίσω, και με το ξίφος γυμνόν έμεινα παρά τον μύλον, ενώ διέβαινον έμπροσθέν μου οι στρατιώται, ακολουθούντες τον αρχηγόν. Τους εμέτρησα, ήσαν εξήκοντα. Άλλοι τόσοι περίπου ήσαν οι προπορευθέντες.
Αλλ' ο Μίρτος δεν ήτο μεταξύ των εξήκοντα. Επερίμενα να τον ίδω ερχόμενον, αλλά δεν εφαίνετο και είχον ήδη διέλθει όλοι οι οπλίται. Ήμην όρθιος παραπλεύρως του μύλου. Απέναντί μου, εις μικράν απόστασιν, ήσαν δύο οικίσκοι, οι τελευταίοι του χωρίου. Ενθυμούμαι, — του ενός εξ αυτών η θύρα και τα παράθυρα ήσαν κλειστά· εις το κατώφλιον της ανοικτής θύρας του άλλου εκάθητο χωρικός υπέργηρως, με κατάλευκον γενειάδα. Εφαίνετο τυφλός.... Μεταξύ των οικίσκων υπήρχε διάστημα κενόν, διά του οποίου εφαίνετο όπισθεν πυκνός ελαιών. Έξαφνα, εις τα βάθη εκεί, αναμέσον των δένδρων είδα προχωρούσας βραδέως δύο μορφάς συνεσφιγμένας. Ανεγνώρισα μακρόθεν του Μίρτου το ανάστημα. Έφερε το όπλον εις την αριστεράν χείρα, και διά του δεξιού βραχίονος εκράτει ενηγκαλισμένην γυναίκα στηρίζουσαν την κεφαλήν επί του ώμου του. Έστρεφε προς την σύντροφόν του το κεκλιμένον πρόσωπον, ώστε δεν ηδύνατο να με ίδη. Αλλ' εφαίνοντο τόσον προσηλωμένοι αμοιβαίως, ώστε και αν εστρέφοντο προς εμέ, δεν θα μ' έβλεπον ίσως. Όπισθεν ενός κορμού εστάθησαν και οι δύο. Ω! εκεί αντηλλάσσετο μυστικώς ο μακρός, γλυκύς, — γλυκύς και πικρός ασπασμός του αποχωρισμού. Επί τέλους αι δύο μορφαί προέβαλον πέραν του κορμού. Εις έτι ασπασμός, και η νέα φέρουσα την ποδιάν επί των οφθαλμών της εκρύβη και πάλιν όπισθεν του κορμού. Ο Μίρτος κατήλθε προς εμέ, τρέχων αναμέσον των δύο οικίσκων.
Ενόησεν άρά γε ο Μίρτος ότι είχα ίδει τον αποχαιρετισμόν των; Το πρόσωπόν του εξέφραζε την συγκίνησιν η οποία τον κατείχε. Δεν είπε λέξιν. Αλλά κι εγώ ούτε διά νεύματος οιουδήποτε ούτε δ' υπαινιγμού υπέδειξα ότι είχα ανακαλύψει το μυστικόν του. Τι ιερώτερον του πρώτου αγνού νεανικού έρωτος! Ενώ έβλεπα τους δύο εκείνους υπό την σκιάν των δένδρων, η ψυχή μου ανέτρεχεν οπίσω εις άλλην σκηνήν παρομοίαν. Ανεπόλουν τους πρώτους παλμούς της καρδίας μου. Και οι δύο δεν είχομεν κατ' εκείνην την στιγμήν όρεξιν δι' ομιλίας Ηκολουθήσαμεν σιωπώντες τους τελευταίους στρατιώτας της οπισθοφυλακής.
Ήτο ημέρα ωραία. Ο δοοσερός άνεμος εμετρίαζεν εκεί, επί των υψωμάτων, την θέρμην του θερινού ηλίου. Κατ' αρχάς η ατραπός ηκολούθει την οφρύν βουνού κατωφερούς, απολήγοντος καθέτως προς την θάλασσαν. Πεύκα πυκνά εκατέρωθεν, αναδίδοντα το υγιεινόν άρωμά των, εψιθύριζον υπό την πνοήν του ανέμου. Τα πεύκα βαθμηδόν αραιούμενα έπαυσαν ολοτελώς μετά τινα ώραν και η ατραπός, στρέφουσα προς τα δεξιά, παρηκολούθει εκείθεν την παραλίαν επί βράχων γυμνών. Οι βράχοι ήσαν τόσον απόκρημνοι και εις τόσον ύψος υπεράνω της θαλάσσης, ώστε η προσοχή μου ολόκληρος συνεκεντρούτο εις το πώς να μη ολισθήσω και κατακρημνισθώ. Μου αφήρει η τοιαύτη προσοχή και την τέρψιν της ωραίας εκείθεν θέας. Ήτο δε πράγματι ωραία η θέα επί της απεράντου θαλάσσης εξ ενός, και εξ άλλου επί των βουνών των περικλειόντων την στενήν κοιλάδα, προς την οποίαν κατεβαίνομεν.
Ο Μίρτος εβάδιζε πλησίον μου. Η σιωπή μας είχε λυθή επί τέλους, αλλ' η συνδιάλεξις δεν διεξήγετο μετά πολλής ζωηρότητος εκατέρωθεν· άλλως δεν ήτο και εύκολος ως εκ της φύσεως αυτής του εδάφους. Περιωρίζετο κυρίως εις ερωταποκρίσεις περί των μερών τα οποία διηρχόμεθα, και περί επεισοδίων πολεμικών συνεχομένων μετ' αυτών. Περί αναμνήσεων τρυφερών και αποχαιρετισμών ερωτικών ούτε λόγος.
Εις νέαν καμπήν της ατραπού η κατάβασις έγεινεν αποτομωτέρα και ο Μίρτος μου έδειξε κάτω, παρά τον αιγιαλόν, μικρόν ερημοκκλήσιον λευκάζον αναμέσον των δένδρων, μου ανήγγειλε δε ότι υπό την σκιάν των δένδρων εκείνων θα εύρωμεν πηγήν δροσεράν. Άγγελμα ευφρόσυνον και χαροποιόν! Εδίψων φοβερά! Το παστόν χοιρινόν κρέας, το οποίον είχα φάγει το πρωί εις την καλύβην, και τα παξιμάδια μου τα καταβροχθισθέντα καθ' οδόν, ήσαν αυτά καθ' εαυτά ικανά προς ανάπτυξιν δίψης, μου την εξηρέθισαν δ' έτι μάλλον ο μακρός δρόμος και ο ήλιος, όστις δεν είχεν εισέτι κρυβή όπισθεν των απέναντι βουνών. Αντείχα εισέτι εις τον κάματον, αλλ' η δίψα μ' εβασάνιζεν. Ενόμιζα ότι θα την διασκεδάσω καπνίζων, αλλά δεν αντικαθιστά ο καπνός το νερόν. Με ηύφρανεν η προσδοκία ότι θα δροσισθώ κάτω εκεί υπό τα δένδρα, προς τα οποία επλησιάζομεν. Άνωθεν έβλεπα ολόκληρον το σώμα μας καταβαίνον οφιοειδώς προς τον αιγιαλόν. Οι πρώτοι των προπορευομένων προσήγγιζον εις την στενήν επίπεδον κοιλάδα. Ολίγα έτι λεπτά και θα είμεθα και ημείς υπό την σκιάν των δένδρων. Η πηγή δεν ήτο φόβος να στειρεύση, ο Μίρτος με καθησύχασεν ως προς τούτο· έτρεχεν αφθόνως και διαρκώς. Απέλαυα εκ των προτέρων την προσδοκωμένην τέρψιν της αναψυχής κάτω εκεί, παρά την πηγήν, υπό την σκιάν των δένδρων.
Αίφνης εκ της ρίζης του απέναντι καταφύτου βουνού τρεις άνδρες εφάνησαν τρέχοντες προς ημάς διά της κοιλάδος. Εκίνουν τας χείρας και εφώναζον. Ήκουα τας φωνάς των, αλλά δεν διέκρινα τι λέγουν. Οι πρώτοι εκ του σώματός μας έτρεξαν προς συνάντησίν των. Ολόκληρος η μακρά μας στήλη επέσπευσε το βήμα διά των ελιγμών της κρημνώδους ατραπού, και εβάδιζα σπεύδων κ' εγώ — τελευταίος μετά του Μίρτου.
— Τι συμβαίνει; τον ηρώτησα.
— Κάτι τρέχει, απεκρίθη λακωνικώς.
Το έβλεπα κι εγώ ότι κάτι τρέχει, αλλά τι; Δεν ήτο καιρός επεξηγήσεων, ενώ εβαδίζομεν τροχάδην πηδώντες επί των βράχων, άλλως δε ήτο πρόδηλον ότι δεν εκέρδιζα πολύ ερωτών προτού φθάσωμεν και ημείς εις την εκκλησίαν. Αλλά πριν ή έτι φθάσωμεν είδα τους προ ημών αφιχθέντας εις κίνησιν πάλιν. Η εμπροσθοφυλακή ανέβαινεν ήδη προς το απέναντι βουνόν και ανέβαινε μετά βίας. Η πρώτη μου σκέψις ήτο ότι δεν έλαβον εκείνοι καιρόν ν' αναπνεύσουν. Μη πάθωμεν το αυτό και ημείς; Και τότε; Ούτε αναψυχή, ούτε ανάπαυσις, ούτε νερόν εκ της πηγής! Και εδίψων, ω! πώς εδίψων!
Ότε και ημείς τελευταίοι εφθάσαμεν τρέχοντες υπό τα δένδρα, ο αρχηγός ορθός έμπροσθεν της πύλης της εκκλησίας συνωμίλει μυστικώς με τους τρεις νεοελθόντας. Εκ των χειρονομιών του εφαίνετο ότι τους ωδήγει πόθεν και πώς και πού να διευθυνθούν. Οι τρεις (άνευ στρατιωτικών χαιρετισμών) ανεχώρησαν δρομαίοι διά του μέσου της κοιλάδος, ενώ η εμπροσθοφυλακή μας ανέβαινε το βουνόν παραλλήλως προς την παραλίαν. Το τι τρέχει δεν ηδυνήθην και τότε να το εννοήσω.
Ο καπετάνιος εστράφη προς ημάς.
— Παιδιά, εφώναξε διά φωνής βροντώδους, ενώ οι στρατιώται προχωρούντες συνεσφίγγοντο περί αυτόν ημικυκλικώς. Παιδιά, αν δεν τρέξωμεν, θα μας πιάση ο εχθρός τα στενά. Εμπρός, παιδιά! θα ξεδιψάσετε 'ς το ποτάμι εκεί. Εμπρός!
Και εξεκίνησεν αμέσως. Τον ηκολουθήσαμεν ρυθμίζοντες το βήμα κατά το ιδικόν του. Δεν εγνώριζα περί τίνων στενών πρόκειται. Αλλ' ο καπετάνιος απετείνετο προς τους νησιώτας του, οι οποίοι δεν είχον ανάγκην επεξηγήσεων διά να τον εννοήσουν. Εν μόνον εγώ επρόφθασα να εννοήσω, ότι θα εύρωμεν εκεί ποταμόν. Εκ δε της ταχύτητος της πορείας υπέθεσα ότι η υπόσχεσις του αρχηγού θα εκπληρωθή εντός ολίγου, μετά δρόμον όχι μακρόν. Εμπρός λοιπόν κι εγώ! Έστρεψα ολίγον τα βλέμματα αριστερά και δεξιά, διά να ίδω τουλάχιστον την πηγήν όπου ήλπιζον να δροσισθώ, αλλά δεν την είδα. Έκειτο, φαίνεται, όπισθεν της εκκλησίας. Υπομονή! Θ' αποζημιωθώ εις το ποτάμι μετ' ολίγον. Εμπρός!
Το τι σημαίνει η λέξις κούρασις, το ησθάνθην, καθ' όλην του πράγματος την έκτασιν, κατά την ανάβασιν του βουνού εκείνου. Οι άλλοι, εβάδιζον όλοι ακμαίοι, ωσάν να είχε τότε μόνον αρχίσει η πορεία. Ήρκει να υψώσω την κεφαλήν διά να τους ίδω αναβαίνοντας, ελαφρούς όλους και ζωηρούς. Και χωρίς να υψώσω την κεφαλήν, έβλεπα τανυομένας τας ευρώστους κνήμας των αμέσως προ εμού βαδιζόντων. Ετάνυα κι εγώ τας ιδικάς μου, αλλά το βουνόν μου εφαίνετο ατελείωτον. Μ' εκέντα προς τα εμπρός αίσθημα φιλοτιμίας. Μου ήρχετο πού και πού εις τον νουν η σκέψις: μη ο αρχηγός μ' έταξεν εις την οπισθοφυλακήν, προνοήσας ότι δεν θα δυνηθώ ν' ανθέξω εις τον κόπον της πορείας; Αλλά πώς να μείνω οπίσω, ενώ οι άλλοι πήγαινον εμπρός; ησχυνόμην να φανώ ασθενέστερός των. Ο Μίρτος μόνος ευρίσκετο όπισθέν μου. Δεν εφαίνετο κουρασμένος εκείνος, αλλ' έμενε πάντοτε τελευταίος. Μη μου τον έταξε και αυτόν ο καπετάνιος επίτηδες ως επίκουρον, — υπασπιστήν του υπασπιστού!
Καθόσον ανέβαινα, ησθανόμην τας δυνάμεις μου εκλειπούσας. Μετά την κακοπάθειαν της νυκτός είχα ήδη περιπατήσει επί τέσσαρας ώρας. Είναι αληθές ότι μέχρι της εκκλησίας κατεβαίνομεν, αλλά μη και ο κατήφορος δεν καταπονή τας κνήμας; Δεν είχα φάγει τίποτε θρεπτικόν δι' όλης της ημέρας, δεν είχα πίει· — τούτο προ πάντων ήτο το δεινόν, — δεν είχα πίει! Μου έκαιεν ο λάρυγξ, η γλώσσα μου ήτο ξηρά, και με περιέρρεεν ο ιδρώς, και εβάδιζα ασθμαίνων, και εκυρίευε την ψυχήν μου η επιθυμία να φθάσωμεν εις το τέρμα του δρόμου. Εφανταζόμην ότι εκ της κορυφής η κατάβασις εις τον ποταμόν θα ήτο ταχεία και εύκολος και ήλπιζα ότι τέρμα της πορείας θα ήτο η όχθη του ποταμού εκείνου. Αλλ' η κορυφή δεν εφαίνετο. Ελησμόνουν κατά την ώραν εκείνην και επανάστασιν και εχθρούς και βωμόν της πατρίδος, δεν με έμελεν ούτε διά τον Μίρτον, ούτε διά τους έρωτάς του! Εν μόνον εσκεπτόμην: πότε θα εύρω υπό τους πόδας μου έδαφος ομαλόν και πότε θα ίδω εκ της κορυφής τον ποταμόν, όπου ο αρχηγός μας υπεσχέθη ότι θα ξεδιψάσωμεν.
Επί τέλους εφθάσαμεν εις την κορυφήν.
Δεν είχεν εισέτι παύσει η ανάβασις, ότε αντήχησαν δύο τρεις τουφεκισμοί πλησίον εκεί, και φωναί συγχρόνως άγριαι, και πάλιν τουφεκισμοί πυκνότεροι και κραυγαί, — ταυτοχρόνως δε, αλλ' εξ αποστάσεως μεγαλειτέρας, άλλαι φωναί και άλλοι τουφεκισμοί.
— Πόλεμος, πόλεμος, ανέκραξεν ο Μίρτος, και ταχύνας το βήμα έτρεξε προ εμού.
Τον ηκολούθησα τρέχων κι εγώ.
Πρώτην τότε φοράν ήκουα πυροβολισμούς εις μάχην. Εγνώριζα ότι οι πολεμισταί μας, καθώς οι ήρωες του Ομήρου, αντήλλασσον ύβρεις προτού έλθουν εις χείρας, αλλά δεν εφανταζόμην πόσον αι τοιαύται βροντώδεις προκλήσεις εξάπτουν τα πάθη και ανάπτουν το αίμα. Με κατέλαβε κι εμέ ο ενθουσιασμός, ο κατέχων τους εκεί μαχομένους. Ελησμόνησα διά μιας τον κάματόν μου και έτρεχα κι εγώ ανά μέσον των πεύκων, τα οποία μ' εμπόδιζον να ίδω πόθεν έπιπτον οι τουφεκισμοί, και εκραύγαζα κι εγώ κραυγάς ανάρθρους και αγρίας.
Το βουνόν, επί του οποίου ευρισκόμεθα, εχωρίζετο εκ του απέναντι βουνού διά φάραγγος βαθυτάτης και στενής, τόσον πολύ στενής προς τα ενδότερα, ώστε κάτω εις το βάθος της δεν υπάρχει πάντοτε εκατέρωθεν του ποταμού, όστις την διατρέχει, χώρος ικανός διά την ατραπόν, και οι διαβάται αναγκάζονται, εν ελλείψει γεφύρας, να ακολουθούν συχνάκις τον δρόμον των εντός της κοίτης αυτής του ποταμού. Εις τα άκρα της όμως προς το μέρος της θαλάσσης, εκεί δηλαδή όπου ευρισκόμεθα, η φάραγξ ευρύνεται, λαμβάνουσα διαστάσεις στενής κοιλάδος· η φάραγξ αύτη είναι η κλεις της ορεινής επαρχίας της νήσου, η δε κατάληψίς της υπό του εχθρού ήθελεν είναι τραύμα καίριον, ίσως θανατηφόρον. Κατά του κινδύνου τούτου ημυνόμεθα. Η ληφθείσα το πρωί πληροφορία ήτο ότι στόλος εχθρικός εφάνη πλέων προς το μέρος εκείνο της νήσου. Οι τρεις αγγελιαφόροι εις το ερημοκκλήσιον έφερον την είδησιν του αποβιβασμού σώματος εχθρικού. Ευτυχώς επροφθάσαμεν να καταλάβωμεν ημείς το αριστερόθεν βουνόν, αλλά το δεξιόθεν κατείχετο ήδη υπό του εχθρού. Διά να τον εκδιώξωμεν εκείθεν απητείτο να προσβληθή και εκ των όπισθεν. Εν τούτοις η έγκαιρος άφιξίς μας απεσόβει τον άμεσον κίνδυνον.
Η στρατηγική αύτη εξήγησις ήτο, νομίζω, αναγκαία διά να εννοήσουν τα διατρέξαντα όσοι των νομομαθών συναδέλφων μου, των εχόντων ή μη φαλαγγιτικάς παραδόσεις, αναγνώσουν τας σελίδας ταύτας, δελεασθέντες εκ της επιγραφής των.
Πώς ευρέθην κι εγώ εις την πρώτην σειράν των πολεμιστών, επί πόσην ώραν έμεινα γεμίζων και κενώνων το όπλον μου, είναι αδύνατον να τα ενθυμηθώ ακριβώς. Εκεί, εις την άκραν του βουνού, βράχοι εσπαρμένοι επί του γυμνού οροπεδίου μετεσχημάτιζον αυτό εις είδος φρουρίου κυκλωπείου. Αι υπερμεγέθεις πέτραι εχρησίμευον ως προμαχώνες ή μετερίζια. Όπισθεν αυτών προφυλαττόμενοι οι πολεμισταί εγέμιζον τα όπλα και έπειτα προβάλλοντες την κεφαλήν ετουφέκιζον. Το απέναντι ύψωμα δεν είχε βράχους, αλλά τα δένδρα εκεί ήσαν πυκνότερα, και όπισθεν αυτών επροφυλάττοντο οι αντίπαλοί μας. Όλα ταύτα μένουν εις την μνήμην μου, ως ανάμνησις ονείρου. Έν μόνον ενθυμούμαι ζωηρώς: τον ποταμόν κάτω εις την κοιλάδα. Τον έβλεπα πλαγίως όπισθεν του βράχου, όστις μ' επροφύλαττεν. Έτρεχον τα νερά του, αφρίζοντα όπου το ρεύμα εύρισκε πρόσκομμα επί της βραχώδους κοίτης. Η θέα των μ' εταντάλιζεν. Εις εκείνα προσήλωνα τα βλέμματα· και γεμίζων και κενώνων το όπλον, τον νουν μου είχα διαρκώς εκεί κάτω. Ήθελα να καταβώ, να πίω, να κορέσω την δίψαν μου. Δεν εσκεπτόμην ότι και οι άλλοι γύρω μου είχον βαδίσει όσον κι εγώ χωρίς ν' αναπαυθούν. Και οι άλλοι εκραύγαζον πολεμούντες, και έσχιζον τα φυσέκια διά των οδόντων, και είχον τα χείλη μαύρα εκ της πυρίτιδος. Η γλώσσα των θα ήτο ξηρά ως η ιδική μου και ο λάρυγξ των επίσης φλογισμένος, και όμως αντείχον εις την δίψαν εκείνοι και δεν εζήτουν να καταβούν κάτω εις το ρεύμα. Δεν τα εσκεπτόμην αυτά. Δεν εσκεπτόμην τίποτε, παρεκτός ότι διψώ. Ήτο είδος παραφροσύνης. Ήμην έξω εμαυτού. Επί τέλους δεν ηδυνήθην ν' ανθέξω περισσότερον εις τον πειρασμόν όστις μ' εκυρίευε, και στραφείς οπίσω επλησίασα τον αρχηγόν.
Εκάθητο όπισθεν ενός βράχου ατενίζων υψηλά προς τον ουρανόν, προς τα όπισθεν του απέναντι ημών βουνού. Ήτο σύνοφρυς. Εφανέρωνεν ανησυχίαν η έκφρασις του βλέμματος του και αι σπασμωδικαί κινήσεις της αριστεράς του, διά της οποίας έτιλλε τας τρίχας του μύστακος του, ως αν ήθελε να τας εκριζώση.
Έστρεψε προς εμέ τους οφθαλμούς. Εάν ηδυνάμην κατ' εκείνην την στιγμήν να σκεφθώ τι, ήθελα εννοήσει ότι ο στρατηγός παν άλλο είχε κατά νουν ή τας συστάσεις του θείου μου.
Τι θέλεις; ηρώτησεν ανυπομόνως.
Στρατηγέ την άδεια να καταβώ 'ς το ποτάμι.
Να κάμης τι;
— Διψώ.
Ο καπετάνιος με παρετήρησεν απορών. Τον εξέπληξεν άρά γε η αίτησίς μου, ή η έκφρασις του προσώπου μου;
— Δεν είναι ακόμη ώρα, είπεν άνευ οργής. Πρόσμενε.
— Δεν ημπορώ να προσμείνω, απεκρίθην υψών την φωνήν.
Οι οφθαλμοί του γέροντος ήστραψαν. Ηγέρθη διά μιας και η δεξιά του κατέπεσεν επί του εγχειριδίου εις την ζώνην του. Τι θα συνέβαινε τότε δεν τολμώ ούτε να το φαντασθώ. Ήτο ωργισμένος εκείνος κι εγώ ήμην έξω φρενών. Αλλ' αίφνης η φυσιογνωμία του μετεβλήθη. Δεν έβλεπεν εμέ. Υπεράνω της κεφαλής μου το βλέμμα του προσηλούτο εις τον ουρανόν, — προσηλούτο μετά τόσης εντάσεως, ώστε απορών εστράφην κι εγώ προς τα οπίσω, ακολουθών διά των οφθαλμών την διεύθυνσιν του βλέμματος του αρχηγού. Δεν έβλεπα τίποτε, εκτός του καθαρού ουρανού λαμβάνοντος προς ανατολάς χρώμα ροδόχρουν, υπό τας ακτίνας του δύοντος ηλίου. Επί τέλους μ' εφάνη ότι διέκρινα μακράν πτηνόν και γραμμήν υπ' αυτό κυματίζουσαν. Ήτο όφις; ήτο ταινία; Έβλεπα μετά προσοχής προσπαθών να διακρίνω τι ήτο.
— Παιδιά, εφώναξε βροντωδώς ο αρχηγός. θέλω πέντε από σας να συνοδεύσετε τον υπάσπιστήν κάτω εις το ποτάμι. Ποίος πηγαίνει;
Εστράφην έκθαμβος προς αυτόν. Είκοσι περίπου νέοι έδραμον εις την φωνήν του εκ των βράχων, όπου εξηκολούθουν οι τουφεκισμοί και αι κραυγαί.
Μειδίαμα κρυπτόμενον υπό τον μύστακα του γέροντος εφαίδρυνε το πρόσωπόν του.
— Μόνον πέντε είπε. Τραβήξετε τον κόμπον.
Και ενώ οι νέοι συνεμορφούντο με το πρόσταγμά του, ο αρχηγός με ωδήγει πόθεν να καταβώμεν, πώς να καταλάβωμεν τον ποταμόν, πώς να κρυφθώμεν υπό την προέχουσαν όχθην του, ταύτα δε πάντα άνευ της ελαχίστης μνείας της προηγηθείσης μεταξύ μας σκηνής. Την είχεν άρά γε λησμονήσει τόσον ταχέως; Δεν ηδυνάμην να εξηγήσω το πράγμα. Πώς παρήλθε διά μιας η δικαία οργή του; Πώς μετέβαλε γνώμην και όχι μόνον απεδέχετο την άτοπον και αυθάδη αίτησίν μου, αλλά συναπέστελλε μετ' εμού τους πέντε εκείνους, εκθέτων αυτούς εις βέβαιον κίνδυνον, χάριν της ιδικής μου δίψης. Όλα ταύτα ήρχοντο εις τον νουν μου, αλλά συγκεχυμένα. Ευρισκόμην εις είδος παραζάλης, εκ της οποίας όμως ανένηψα βαθμηδόν ως αφυπνιζόμενος εκ της ευθύνης, την οποίαν ανελάμβανα, και εκ του ενώπιον ημών κινδύνου. Ότε μάλιστα είδα τον Μίρτον μεταξύ των κληρωθέντων πέντε, η διπλή αύτη συναίσθησις της ευθύνης μου και του κινδύνου επλημμύρησε την ψυχήν μου. Διά της φαντασίας επανείδα το μεταξύ των δύο οικίσκων διάστημα και τας δύο συνεσφιγμένας μορφάς, κρυπτομένας όπισθεν του κορμού αναμέσον του ελαιώνος. Με κατέλαβεν αόριστός τις επιθυμία να είπω τι, να επιφέρω μεταβολήν τινα εις την σύνθεσιν του αποσπάσματος μου, αλλ' ο αρχηγός μάς εφώναξεν «Ώρα καλή παιδιά», και ηρχίσαμεν την κατάβασιν.
Η κατάβασις ήρχισεν εκ της προς την θάλασσαν κλιτύος του βουνού, οπόθεν εστράφημεν βαθμιαίως προς το μέρος της κοιλάδος. Εκεί, και μέχρι της ρίζης του βουνού, τα πυκνά δένδρα μας έκρυπτον και δεν ήτο φόβος να μας ανακαλύψη ο εχθρός. Αλλ' η κοιλάς ηπλούτο υπό τους πόδας μας γυμνή δένδρων. Ο ποταμός έρρεεν εις το μέσον αυτής. Μέχρι της όχθης του το διάστημα δεν ήτο πολύ, δεν υπερέβαινεν ίσως τα εκατόν μέτρα, αλλ' όσον δρομαίως και αν το διηρχόμεθα, οι απέναντι εχθροί βεβαίως θα είχον τον απαιτούμενον καιρόν διά να μας σημαδεύσουν τρέχοντας. Καθ' όσον επλησιάζομεν καταβαίνοντες, η γυμνή κοιλάς μου εφαίνετο πλατυτέρα. Υπελόγιζα την μέχρι της όχθης απόστασιν, την οποίαν έπρεπε να διατρέξωμεν υπό τας σφαίρας του εχθρού, σκοπεύοντος εκ του υψώματος άνωθέν μας, και εφανταζόμην ότι βλέπω την νέαν εκείνην, την σύντροφον του Μίρτου, με την ποδιάν επί των οφθαλμών της, θρηνούσαν, απηλπισμένην. Ω! ελησμόνησα τότε την δίψαν μου! Ήθελα διά παντός τρόπου να σώσω τον Μίρτον. Ο κίνδυνος ήτο ίσως δι' όλους ημάς, αλλά δι' εκείνον και μόνον εσκεπτόμην. Εφοβούμην δι' εκείνον. Ήθελα να τον εμποδίσω από του να με ακολουθήση. Αλλά πώς; Να τον διατάξω να επιστρέψη οπίσω; Επί τίνι προφάσει; Επροσπάθουν να εξεύρω τον τρόπον και δεν εύρισκα. Είχομεν φθάσει υπό την σκέπην των τελευταίων δένδρων. Εκαθίσαμεν εκεί ν' αναπαυθώμεν, ολίγον προτού διασχίσωμεν την κοιλάδα μέχρι του ποταμού. Έδειξα εκείθεν εις τους συντρόφους μου το σημείον, όπου έπρεπε να διευθυνθώμεν, — εκεί όπου η δεξιά όχθη υψουμένη εφαίνετο παρέχουσα ως πρόχωμα δυνάμενον να μας προφυλάξη από τας εχθρικάς σφαίρας, αφού πηδήσωμεν εντός της κοίτης. Αλλ' ο Μίρτος;... Μου ήλθε διά μιας ως έμπνευσις.
— Μίρτε, και συ φίλε μου, είπα αποτεινόμενος συγχρόνως προς άλλον ομήλικόν του, τον νεώτερον και των πέντε. Μείνατε σεις οι δύο εδώ και να έλθετε εις το ποτάμι, όταν σας φωνάξω απ' εκεί.
Οι δύο νέοι αντήλλαξαν έν βλέμμα. Συνενοήθησαν άνευ λέξεων.
— Κύριε υπασπιστά, απεκρίθη ο Μίρτος, λαβών εκείνος τον λόγον. Δεν με προσηγόρευσε με τόνομά μου καθώς πριν.
— Κύριε υπασπιστά, ο καπετάνιος μας διέταξε να σε ακολουθήσωμεν και οι πέντε. Δεν μας είπε να μείνωμεν κρυμμένοι οι δύο και να σε ακολουθήσουν μόνον οι τρεις.
Με απεστόμωσεν η απάντησίς του. Αλλ' επέμεινα έτι· ηγέρθην και τον επλησίασα· ηγέρθησαν και οι πέντε συγχρόνως.
— Μίρτε μου, είπα θέσας την χείρα μου επί του ώμου του, άκουσέ με, διά την αγάπην εκείνης που 'ξεύρεις.
Με εκύτταξεν ασκαρδαμυκτί, χωρίς να προφέρη λέξιν. Τι τον παρώργισεν; Η ανακάλυψις ότι τους είχα ίδει το πρωί, ή η ανάμιξίς μου εις πράγματα υπερβαίνοντα την δικαιοδοσίαν μου;
— Κύριε υπασπιστά, επανέλαβε ψυχρώς· εκείνη που 'ξεύρω δεν αγαπά τους δειλούς.
Ενόησα ότι ήτο περιττόν να επιμείνω.
— Καλά, Μίρτε, είπα, και του έτεινα φιλικώς την χείρα. Ο Θεός μαζί σου!
— Ο Θεός με όλους μας, κυρ Γεωργάκη μου.
— Εμπρός παιδιά, ανέκραξα, και ηρχίσαμεν να τρέχωμεν.
Μου εφάνησαν αιώνες τα ολίγα εκείνα λεπτά, μέχρις ου φθάσω εις την όχθην! Η εμφάνισίς μας εξέπληξε τους εχθρούς και επί τινας στιγμάς δεν ηκούσθησαν τουφεκισμοί εκ του υψώματός των.
Κατά το φθινόπωρον του έτους... (περιττόν να ορίσω ακριβώς την χρονολογίαν), επεχείρησα, χάριν αναρρώσεως, περιοδείαν εις τας νήσους του Αιγαίου. Ανελάμβανα εκ νόσου οξείας, οι δε ιατροί εθεώρησαν την αλλαγήν αέρος και τρόπου ζωής ως το καλλίτερον μέσον προς ανάκτησιν των προτέρων μου δυνάμεων. Το κατ' εμέ, προ πολλού επεθύμουν να επισκεφθώ τας Κυκλάδας, ώστε ουδέποτε ήκουσα και παρεδέχθην συμβουλήν ιατρικήν μετά τοσαύτης ευχαριστήσεως.
Η μήτηρ μου, μη δυναμένη να με συντροφεύση η ιδία, ως ήθελεν, επέμεινεν εις το να συνοδευθώ από άνθρωπον της εμπιστοσύνης της. Επροτίμων τη αληθεία να είμαι μόνος, αλλά δεν ήδυνάμην να την παρακούσω, ούτε ήθελα να την δυσαρεστήσω, και απεφασίσθη ότι θα συνταξειδεύσω με τον εξάδελφόν μου Νίκον Μαιμάν. Ο Νίκος ήτο κατά δύο μόλις έτη πρεσβύτερός μου, ώστε δεν υπηγόρευσεν εις την μητέρα μου την εκλογήν το ώριμον της ηλικίας του. Είμεθα νέοι και οι δύο, βεβαίως δε σέβας δεν μου ενέπνεεν ο Νίκος. Το προτέρημά του ήτο ότι, συγγενής αφωσιωμένος, εθυσιάζετο κατά γράμμα χάριν όσων ηγάπα. Εις τούτο απέβλεψεν η μήτηρ μου, ότε μου τον επέβαλεν ως συνοδοιπόρον, κατορθώσασα να του δοθή δίμηνος άδεια απουσίας από τον έμπορον, εις του οποίου το γραφείον ειργάζετο ως υπάλληλος. Κύριος δε οίδε πόσας και οποίας οδηγίας έδωκε μυστικώς η προβλεπτική μου μήτηρ εις τον Μέντορά μου.
Συμμορφούμενος και με άλλην απαίτησίν της, υπεσχέθην να περιορισθώ εντός του δρομολογίου της Ατμοπλοϊκής Εταιρίας, επισκεπτόμενος τας νήσους μόνας όπου τα ατμόπλοιά της προσήγγιζον, και να μη εμπιστευθώ την πολύτιμον ύπαρξίν μου εις τους σκυλοπνίκτας του Αιγαίου. Ο περιορισμός ούτος με ηνάγκαζε, προς τοις άλλοις, να παρατείνω επί εβδομάδα ολόκληρον την εις εκάστην νήσον διαμονήν μου. Αλλά προ ολίγου έτι ο γύρος των Κυκλάδων εγίνετο κατά δεκαπενθημερίαν, η δε εβδομαδιαία των ατμοπλοίων προσέγγισις εις τας νήσους ήτο πρόσφατον τότε γεγονός, ώστε η σκέψις ότι δεν θα είμαι δεσμευμένος επί δεκαπέντε ημέρας αποκαθίστα ελαφρότερον τον επταήμερον περιορισμόν. Άλλως δε ο καιρός τότε είχεν, ή εφαίνετο έχων, ολιγωτέραν αξίαν ή σήμερον.
Ούτω κανονισθέντων των πραγμάτων, ανεχωρήσαμεν μετά του Νίκου και επεσκέφθημεν αλληλοδιαδόχως διαφόρους νήσους. Η πρόθυμος φιλοξενία των κατοίκων, η ωραιότης της φύσεως, ενιαχού δε και η επίσκεψις των λειψάνων της αρχαιότητος ή των μνημείων της μεσαιωνικής εποχής, συνετέλουν εις το να διέρχηται η επί εκάστης νήσου εβδομάς πολύ ταχύτερον ή όσον εφοβούμην, ότε διέγραφα εκ των προτέρων τα της περιοδείας μου.
Την έκτην εβδομάδα, περί τα μέσα Οκτωβρίου, αφίχθημεν εις την νήσον, όπου συνέβησαν όσα προτίθεμαι ήδη να αφηγηθώ.
Εκ σεβασμού προς πρόσωπα επιζώντα εισέτι αποσιωπώ της νήσου εκείνης το όνομα. Αληθώς, οι κάτοικοι της, εάν η διήγησις αύτη αναγνωσθή ποτέ υπό τοιούτων, δεν θα δυσκολευθούν ν' αναγνωρίσουν τα υπό τας πλαστάς μου ονομασίας υποκρυπτόμενα πρόσωπα και χωρία. Αλλ' οπωσδήποτε, θα μείνη το μυστικόν εντός οικογενειακού, ούτως ειπείν, κύκλου, οι δε μη εν τοις πράγμασι δύνανται, εάν θέλουν, να θεωρήσουν ως γέννημα της φαντασίας το διήγημά μου.
Μη έχοντες ούτε ο Νίκος ούτ' εγώ εις την νήσον εκείνην φίλον οικογενειακόν ή γνώριμον, εζητήσαμεν, προ της αναχωρήσεώς μας, συστατικήν από αρχαίον διδάσκαλόν μας, καθηγητήν του Γυμνασίου, εκείθεν καταγόμενον αλλά προ ετών πολλών μη επισκεφθέντα την πατρίδα του. Ο καθηγητής προθύμως απεδέχθη την αίτησιν και εκάθισεν αμέσως να γράψη ενώπιόν μας την ζητουμένην συστατικήν.
— Θα σας συστήσω, είπεν, εις τον Κύριον Μελέτην. Θεωρεί ως δικαίωμα και ως καθήκον του το να φιλοξενή τους επισκεπτομένους την νήσον μας και θα το εκλάβη ως προσβολήν, εάν σας συστήσω εις άλλον τινά. Αξιόλογος άνθρωπος, επρόσθεσεν. Αλλά προ πόσων ετών δεν τον είδα!
Λέγων ταύτα ο καθηγητής ήρχισε να γράφη. Αλλά διά μιας διεκόπη και, με τον κάλαμον μετέωρον, εφαίνετο ως ανακαλών εις την μνήμην του δυσάρεστόν τι, προς ώραν λησμονηθέν. Με έβλεπεν ασκαρδαμυκτί, καίτοι προφανώς έχων αλλού τον νουν.
— Τι σκέπτεσθε, κύριε καθηγητά; ηρώτησα.
— Σκέπτομαι, φίλε μου, ότι, αφότου δεν είδα τον κύριον, Μελέτην, τα πράγματα μετεβλήθησαν. Η κόρη του..
Ο καθηγητής δεν εθεώρησε πρέπον να συμπληρώση την φράσιν του.
— Δεν είμεθα δα τόσον επικίνδυνοι ούτε ο εξάδελφός μου ούτ' εγώ, υπέλαβα, μετριοφρόνως μειδιών.
— Δεν πρόκειται περί τούτου, απεκρίθη σοβαρώς ο καθηγητής, χωρίς να μου διακοινώση τους ενδομύχους στοχασμούς του.
— Αλλ' όμως, εξηκολούθησε μετά τινα σκέψιν, παρήλθον τόσα έτη έκτοτε! Επί τέλους δε, εάν δεν δύναται να σας φιλοξενήση ο ίδιος, θα σας προμηθεύση εκείνος κατάλυμα αλλαχού.
Και απετελείωσε την συστατικήν.
Την έλαβα εκ των χειρών του εκφράσας την ευγνωμοσύνην μου. Δεν απέδωσα δε μεγάλην βαρύτητα εις τους ενδοιασμούς του, καθόσον εκ των μαθητικών μου έτι ημερών διετήρουν περί αυτού την ιδέαν ότι λεπτολογεί υπέρ το δέον περί τα ανάξια λόγου. Έθεσα την επιστολήν εις το χαρτοφυλάκιόν μου και ούτε εσκέφθην πλέον τι περί του Κυρίου Μελέτη ή περί της θυγατρός του, μέχρι της ημέρας καθ' ην επεβιβάσθημεν εις το ατμόπλοιον, το οποίον μας έφερεν εις την νήσον του.
Ο ήλιος είχε δύσει, ότε προσωρμίσθη το ατμόπλοιον εν τω μέσω κόλπου ημικυκλικού.
Υποθέτω ότι, όταν ο ήλιος φωτίζη τους περικλείοντας τον κόλπον εκείνον υψηλούς λόφους και την αναμεταξύ αυτών κοιλάδα, η άποψις εκ της θαλάσσης είναι φαιδρά και χαρίεσσα. Αλλά κατ' εκείνην την ώραν αι απότομοι γραμμαί των εκατέρωθεν βουνών, τα οποία έτι μάλλον εμεγέθυνε το προβαίνον σκότος, και αι μυστηριώδεις σκιαί, προμακρύνουσαι αορίστως την απέναντι ημών κοιλάδα, μας επροξένησαν εντύπωσιν όλως διάφορον των ωραίων νήσων, όσας είχομεν προηγουμένως επισκεφθή. Ο Νίκος ιδίως συνησθάνθη την διαφοράν. Η μέχρι της ώρας εκείνης ευθυμία του διεκόπη.
— Άγριον μέρος, έλεγε. Δεν μου αρέσει.
Ήτο άγριον αληθώς. Ο κόλπος έκειτο προς ανατολάς. Δεξιόθεν, δηλαδή προς νότον, το βουνόν ανυψούμενον απέληγεν εις κημνόν φοβερόν, βυθιζόμενον κατά κάθετον εις την θάλασσαν. Το τεράστιον εκείνο ακρωτήριον ενέπνεε τρόμον. Βλέπων τα σκοτεινά απότομα πλευρά του ανελογιζόμην ακουσίως πόσα άρά γε πλοία συνετρίβησαν εκεί, πόσαι υπάρξεις εσβέσθησαν εις τα νερά, τα οποία εμαύριζεν η σκιά του!
Προς βορράν, εις την απέναντι πλευράν του κόλπου, η σειρά των λόφων κατέβαινε προς την θάλασσαν διά γραμμής ολιγώτερον αποκρήμνου. Προς τα άκρα της δε εστεφανούτο υπό βράχου κωνοειδούς, επί του οποίου διεκρίνοντο εισέτι, φωτιζόμενοι υπό της δείλης, οι τοίχοι των οικιών των απαρτιζουσών το Κάστρον, την πρωτεύουσαν της νήσου.
Κάτωθι του Κάστρου, εις τον αιγιαλόν, δύο τρεις ταπειναί οικοδομαί απετέλουν την Σκάλαν, το επίνειον της νήσου.
Εκεί απεβιβάσθημεν και εσυμφωνήσαμεν μεθ' ενός αγωγιάτου να μας μεταφέρη εις το Κάστρον, εις του Κυρίου Μελέτη.
Εντούτοις, μέχρις ου γείνουν όλα ταύτα, η νυξ είχεν επέλθει εντελώς, η δε ανάβασις έγεινεν εντός πυκνού σκότους. Κατ' αρχάς η οδός ήτο οπωσούν ομαλή, αλλά καθόσον απεμακρυνόμεθα της Σκάλας ο ανήφορος εγίνετο τραχύτερος. Τα κτήνη εβάδιζον ασφαλώς και απροσκόπτως, ακολουθούμενα από τον αγωγιάτην. Κίνδυνος βεβαίως ουδείς υπήρχε. Και όμως, το δύσβατον του εδάφους, το περιβάλλον ημάς σκότος, οι κρημνοί τους οποίους εξαίφνης εβλέπομεν προβάλλοντας ενώπιόν μας εις τους ελιγμούς του ανηφόρου, η ερημία, τα πάντα ομού συνέστελλον κάπως την καρδίαν. Καθ' όλον τον δρόμον δεν αντηλλάξαμεν λέξιν με τον Νίκον. Την σιωπήν διέκοπτε μόνος ο κρότος των πετάλων των ημιόνων μας, και αι άγριαι πού και πού κραυγαί του αγωγιάτου, παροτρύνοντος τα ζώα του.
Επί τέλους εισήλθομεν εντός του Κάστρου.
Τα κάστρα ταύτα εκτίζοντο, ως γνωστόν, επί απροσίτων κορυφών, ότε οι κάτοικοι των νήσων ήσαν εκτεθειμένοι εις τας προσβολάς των πειρατών, ενίοτε δε και εις τας των διωκτών των πειρατών. Ήσαν δε αληθή φρούρια. Τείχη δεν είχον, αλλ' αι οικίαι της εξωτερικής σειράς συνεχόμεναι απετέλουν κυκλοτερές περιτείχισμα, διακοπτόμενον εις εν ή πλείονα μέρη, τα οποία εκλείοντο διά πύλης. Την σήμερον η πύλη εξέλιπεν, αφ' ου ευτυχώς εξέλιπε και η ανάγκη προφυλάξεως και αμύνης. Διά της ανοικτής των ταύτης πύλης τα Κάστρα ήρχισαν βαθμηδόν να εκκενώνται. Οι κάτοικοί των καταβαίνουν εις νέους συνοικισμούς ανετωτέρους και ευρυχωροτέρους, παρά τον αιγιαλόν, μετ' ολίγας δ' έτι γενεάς τα παλαιά των νήσων Κάστρα θα μετασχηματισθούν εις μεσαιωνικά ερείπια. Τότε και η πρωτεύουσα της νήσου, εις την οποίαν μετά τοσούτου κόπου και φόβου ανηρχόμεθα κατ' εκείνην την νύκτα, θα μετατοπισθή επίσης εις το μικρόν ήδη επίνειόν της, την Σκάλαν.
Άμα εισήλθομεν εις τας στενάς του Κάστρου οδούς, ο αγωγιάτης προηγηθείς έλαβε το προπορευόμενον των κτηνών εκ του περί τον λαιμόν του σχοινίου και μετά τινα βήματα εστάθη ενώπιον μεγάλης οικίας, της οποίας έκρουσε βαρέως την θύραν.
Σκότος πανταχού, και εις την οδόν και εις τα κλειστά παράθυρα των πέριξ οικιών.
Επεζεύσαμεν τότε και ημείς. Κρατών την συστατικήν εις χείρας, επερίμενα ενώπιον της θύρας, όπισθεν του αγωγιάτου, σκεπτόμενος ότι ήτο μεγάλη η αδιακρισία του να διαταράξωμεν εις τοιαύτην ώραν την ησυχίαν ανθρώπων αγνώστων, οι οποίοι ούτε καν μας επερίμενον. Αλλά πώς άλλως να γείνη; Ξενοδοχείον δεν υπήρχε· προτού αρχίσωμεν την ανάβασιν, εξέφρασα την ιδέαν να διανυκτερεύσωμεν εις το καφενείον της Σκάλας, αλλ' ο αγωγιάτης εξανέστη.
— Πώς γίνεται! Τι θα 'πη ο Κύριος Μελέτης!
Άλλως, δεν εφανταζόμην ότι θα διαρκέση τόσην ώραν η ανάβασις. Και ο Νίκος δε επέμεινε ν' αναβώμεν εις το Κάστρον, διατεινόμενος ότι δήθεν είχε ανάγκην να καλοκοιμηθή εις κλίνην ανθρωπινήν, ενώ βεβαίως μόνον και μόνον τας συστάσεις της μητρός μου είχε κατά νουν. Οπωσδήποτε, αφού άπαξ ευρισκόμεθα εις το Κάστρον, έπρεπε να ζητήσωμεν κάπου φιλοξενίαν, πανταχού δε θα εγινόμεθα πρόξενοι της αυτής ανησυχίας, χωρίς να είμεθα τουλάχιστον εφωδιασμένοι με συστατικήν, εάν εκρούομεν άλλην θύραν. Ανάγκη λοιπόν να διαταράξωμεν τον Κ. Μελέτην και κατά μέρος η εντροπή.
Επί τέλους ηκούσθησαν βηματισμοί εις την αυλήν και η βαρεία της οικίας θύρα ηνοίχθη υπό γραίας υπηρετρίας κρατούσης λύχνον, διά του οποίου εφώτισε το πρόσωπον του αγωγιάτου και το ιδικόν μου.
Ο Νίκος παρέκει, ψηλαφών εις τα σκοτεινά, κατεγίνετο να εξακριβώση εάν ήσαν σώα τα πράγματά μας και ανελλιπή επί των ώμων των ημιόνων.
Η γραία, κρατούσα τον λύχνον της υψηλά, με παρετήρε με βλέμματα εκφράζοντα απορίαν.
— Σας ήλθαν ξένοι, υπέλαβεν ο αγωγιάτης προλαβών την ερώτησίν της.
— Παρακαλώ, είπα, δόσε το γράμμα τούτο εις τον Κύριον Μελέτην. Δεν επιθυμούμεν να τον ανησυχήσωμεν απόψε. Του λόγου του, επρόσθεσα δεικνύων τον αγωγιάτην, θα μας εύρη κανέν μέρος, όπου να περάσωμεν την νύκτα.
Η γραία λαβούσα εν σιωπή την επιστολήν, κατέθεσε τον λύχνον κατά γης, εντός της αυλής, και έδραμε προς την κλίμακα.
— Περάσετε μέσα, είπεν ο αγωγιάτης, βέβαιος εκ προοιμίων περί της προθύμου δεξιώσεως.
Και επιστρέψας προς τα ζώα του εβοήθει τον Νίκον εις την εξέτασιν των πραγμάτων μας.
Δεν επέρασα μέσα, περιμένων επισημοτέραν πρόσκλησιν. Δεν επερίμενα δε πολύ. Η κλίμαξ ηκούσθη τρίζουσα υπό βήματα ανδρικά. Ο Κ. Μελέτης ακολουθούμενος υπό της γραίας υπηρετρίας, κατέβαινε προς υποδεξίωσίν μας.
— Καλώς ωρίσατε, καλώς ωρίσατε!
Και έτεινε την φιλόξενον χείρα.
Επανέλαβα δειλώς τους περί ξενοδοχείου ή καφενείου υπαινιγμούς, ζητών συγγνώμην διά το ακατάλληλον της ώρας κατά την οποίαν εμφανιζόμεθα, αλλ' εκείνος, χωρίς καν να με αποκριθή, εξήλθεν εις την οδόν προς ανεύρεσιν του αγωγιάτου.
— Ποίος είν' εκεί; ηρώτησεν εις τα σκοτεινά
— Εγώ, αφέντη.
— Εσύ Γεώργη, επανέλαβεν ο Κ. Μελέτης, αναγνωρίσας τον αγωγιάτην εκ της φωνής. Φώναξε τον Παντελήν να σε βοηθήση και ν' αναιβάση τα πράγματα.
Και ταυτοχρόνως έκραξε δυνατά·
— Παντελή, Παντελή!
— Ποίος είναι ο άλλος εκεί; επρόσθεσε, διακρίνας εντός του σκότους την μορφήν του Νίκου.
Ο Κ. Μελέτης, προδήλως, δεν είχεν αναγνώσει την συστατικήν του καθηγητού και δεν ήτο προητοιμασμένος διά την εμφάνισιν και δευτέρου ξένου. Αλλ' ουδεμίαν έκπληξιν εφανέρωσεν ότε, αντί του αγωγιάτου, απεκρίθην εγώ εις την ερώτησίν του.
— Είναι ο εξάδελφος μου, Κύριε Μελέτη, ο Κύριος Μαιμάς.
Ο Νίκος, παραιτήσας επί τέλους τας ερεύνας του, επλησίασε και εχαιρέτησε τον γέροντα, όστις χωρίς να τον καλοβλέπη έθλιψε την χείρα του, επαναλαβών τα φιλόξενά του «Καλώς ωρίσατε».
Εν τούτοις η θύρα μικρού παραπλεύρου οικήματος ηνοίχθη και νέος χωρικός, ημικοιμισμένος εισέτι, ο Παντελής, ήλθε να δώση χείρα βοηθείας εις τον αγωγιάτην.
— Ορίσατε επάνω, κύριοι, μας είπεν ο οικοδεσπότης, αφού έδωκε τας οδηγίας του εις τον Παντελήν. Ορίσατε.
Και προπορευθείς εισήλθεν εντός της ευρείας αυλής, εις το βάθος της οποίας, επί της τελευταίας βαθμίδος της κλίμακος, ίστατο μορφή γυναικεία κρατούσα λύχνον εις χείρας.
— Η κόρη του, είπα κατ' εμαυτόν.
Δεν εβράδυνα να ίδω ότι ελανθάσθην. Το αμυδρόν του λύχνου φως εντός της μεγάλης εκείνης σκοτεινής αυλής και η ευσταλής της γυναικός μορφή εδικαίουν το λάθος μου.
— Η αδελφή μου, είπεν ο Κ. Μελέτης. — Σοφία, δος μου να φέξω.
Και λαβών τον λύχνον ήρχισε ν' αναβαίνη, ενώ η Κυρία Σοφία μας έθλιβε τας χείρας με πολλά και αύτη «Καλώς ωρίσατε».
Επεμείναμεν αμφότεροι να προηγηθή η Κυρία Σοφία και την ηκολουθήσαμεν. Ατυχώς ο Νίκος, όστις ήρχετο τελευταίος, εσκόνταψεν εις την πρώτην βαθμίδα της κλίμακος και έπεσεν. Ανηγέρθη αμέσως, προτού ο Κ. Μελέτης προφθάση να στρέψη προς ημάς το φως του λύχνου του. Το πράγμα δεν είχε σημασίαν, αλλ' εγνώριζα πόσον ο Νίκος ήτο προληπτικός, και συνδέσας το πάθημά του τούτο με τας πρώτας εντυπώσεις του, αφότου προσωρμίσθημεν εντός του αγρίου της νήσου λιμένος, και με την σιωπήν του καθ' όλην την διάρκειαν της αναβάσεως, ανελογιζόμην ότι δεν θα είναι ουδαμώς ευχαριστημένος ο εξάδελφός μου.
Ανελθόντες εις το υπερώον διεσταυρώσαμεν, βαδίζοντες κατά την αυτήν σειράν ο εις κατόπιν του άλλου, αίθουσαν ευρυτάτην, πλήρη επίπλων παλαιών, και εισήλθομεν εις δωμάτιον σκοτεινόν, του οποίου τας τρεις πλευράς κατείχε σοφάς τουρκικός.
— Καθίσατε, Κύριοι είπεν ο οικοδεσπότης, αποθέτων τον λύχνον επί της παρά την θύραν τραπέζης, ενώ η Κυρία Σοφία σκιάζουσα το φως του λύχνου διά των νώτων της, μας εζήτει εκ προοιμίων συγχώρησιν διά την λιτότητα του δείπνου, το οποίον θα μας ετοιμάση εκ του προχείρου. Μετά κόπου την έπεισα ότι γευματίσαντες προ ολίγου επί του ατμοπλοίου, δεν είχομεν ανάγκην τροφής αλλά μόνον ύπνου.
Η Κυρία Σοφία απεσύρθη.
Ο Κ. Μελέτης εφαίνετο νυστάζων, και ημείς δε ήμεθα κατάκοποι, ώστε η συνδιάλεξις ήτο βεβιασμένη μάλλον, αλλ' ουχ ήττον ηρώτα ο γέρων περί της υγείας και της οικογενείας του καθηγητού, περί των της περιοδείας μας, και απεκρινόμην εγώ όπως καλλίτερα ηδυνάμην. Ο Νίκος καθήμενος εις την σκοτεινοτέραν γωνίαν του σοφά δεν ωμίλει. Δεν είχε διάθεσιν ο άνθρωπος.
Εν τούτοις έξω εις την αίθουσαν ηκούοντο τα βαρέα βήματα του Παντελή και αι συρταί εμβάδες της Κυρίας Σοφίας. Ανεβιβάζοντο τα κιβώτιά μας, μετεκινούντο επίπλα, έως και καρφία ήκουα να καρφώνονται επί των τοίχων. Η οικία έγεινεν ανάστατος εξ αιτίας μας. Αλλ' όμως ουδείς κρότος εμαρτύρει την παρουσίαν της θυγατρός του οικοδεσπότου. Η δεσποινίς Μελέτη ούτε ηκούετο ούτε εφαίνετο.
Ο μεταξύ του γέροντος και εμού διάλογος εκινδύνευε να παύση ολοσχερώς, ότε η γραία υπηρέτρια, επικαίρως ελθούσα, έφερε δίσκον περιέχοντα, εκτός του γλυκού και του καφέ, ζυμαρικά και αμύγδαλα και σύκα. Η Κυρία Σοφία δεν ηνείχετο να μη πάρωμεν τίποτε μέχρι της αύριον. Το κατ' εμέ δεν επέδειξα επιμονήν ούτε ακαταδεξίαν. Αλλ' ο Νίκος, εξακολουθών να σιωπά εις την γωνίαν του, δεν ηθέλησε να γευθή τίποτε εκ των προσφερομένων.
Μετ' ολίγα λεπτά εισήλθεν εις το δωμάτιον η Κυρία Σοφία.
— Εάν αγαπάτε ν' αναπαυθήτε, είπεν, είναι έτοιμον το δωμάτιόν σας. Θα κακοπεράσετε αυτήν την νύκτα, αλλά να μας συμπαθήσετε. Αύριον τα οικονομούμεν καλλίτερα.
— Σας εγγυώμαι, κυρία μου, απεκρίθην, ότι θα κοιμηθώμεν περίφημα.
Και λαβών τον λύχνον από την τράπεζαν, προτού εκείνη προφθάση να τον λάβη, την ηκολούθησα. Ο Νίκος ήρχετο κατόπιν μου και τελευταίος ο Κος Μελέτης.
Το δωμάτιον εις το οποίον η Κυρία Σοφία μας ωδήγησεν, εκ πρώτης όψεως και μεθ' όλην την γενομένην εντός αυτού μεταβολήν, εφαίνετο νέας γυναικός κοιτών. Το διατί δύσκολον να το διασαφήσω, αλλ' αμέσως ενόησα ότι μας παρεχωρήθη το δωμάτιον της θυγατρός του Κ. Μελέτη. Εννοείται ότι δεν ετόλμησα να εκφράσω τας περί τούτου σκέψεις μου ενώπιον του πατρός και της θείας της νέας.
Εκατέρωθεν του παραθύρου, προς μεν τα δεξιά έκειτο κλίνη σιδηρά απλουστάτη αλλ' αποπνέουσα παρθενικόν τι άρωμα, αριστερόθεν δε υπήρχεν άλλη κλίνη, στηθείσα εκ του προχείρου εις τρίποδα. Ότι δε εστήθη εκεί χάριν της περιστάσεως, εμαρτύρουν τα όπισθεν αυτής ίχνη του ερμαρίου, το οποίον εξώσθη του δωματίου διά να τοποθετηθή η κλίνη.
— Πώς θα μοιρασθήτε τας κλίνας; είπε μειδιών ο γέρων, ενώ η αδελφή του έρριπτε περί εαυτήν το βλέμμα διά να ίδη μη λείπη ή μη ελησμονήθη τι.
— Θα ρίψωμεν κλήρον, απεκρίθην γελών. Άλλως δε και αι δύο φαίνονται εξαίρετοι και δεν θα μαλλώσωμεν με τον Νίκον.
Άμα επρόφερα το όνομα του εξαδέλφου μου, η Κυρία Σοφία εστράφη διά μιας προς αυτόν.
Ο Νίκος ίστατο εις το πλευρόν μου, ο δε λύχνος τον οποίον εκράτουν τον εφώτιζε κατά πρόσωπον. Αφότου εφθάσαμεν, έμενεν εις την σκιάν πάντοτε. Τότε πρώτον έβλεπε τα χαρακτηριστικά του η Κυρία Σοφία.
Η όψις της ηλλοιώθη άμα τον είδεν. Εφαίνετο ως εμβρόντητος. Η έκφρασίς της ήτο αληθής εικών τρόμου. Με τας δύο χείρας τεταμένας προς τον Νίκον, τα δάκτυλα διεσταλμένα, τα χείλη ημιανοικτά, άφωνος, ωχρά, με τους οφθαλμούς ατενώς προσηλωμένους εις το πρόσωπον του Νίκου, εβάδισε κλονιζομένη προς τα οπίσω και εκάθισεν, ή μάλλον κατέπεσεν επί ενός καθίσματος.
Ετρόμαξα! Ο λύχνος παρ' ολίγον να πέση εκ της χειρός μου.
Ο Κ. Μελέτης έδραμε προς την αδελφήν του και ήρπασε την χείρα της.
— Τι έπαθες; Τι έχεις Σοφία;
Δεν απεκρίθη εκείνη. Έμενεν υπό το κράτος του τρόμου. Ο Κ. Μελέτης, ακολουθών την διεύθυνσιν του βλέμματός της εστράφη προς τον Νίκον, τον οποίον τότε πρώτον έβλεπε και εκείνος εις το φως.
Η όψις του γέροντος δεν εξέφραοε τον τρόμον ως η της αδελφής του, αλλά μετ' εκπλήξεως προφανούς παρετήρει και ούτος τον Νίκον.
Εστράφην τότε κι εγώ προς τον εξάδελφόν μου. Ο δυστυχής εφαίνετο ως άνθρωπος μη γνωρίζων τι να υποθέση, τι να σκεφθή, και τι να είπη. Τα επ' αυτού στυλωμένα τριπλά ζεύγη οφθαλμών, εν μέσω της νεκρικής εκείνης σιωπής, τον ετάραξαν, τον εφόβισαν και επί τέλους τον παρώργισαν.
— Δεν μου λέγετε, ανεφώνησε, τι σημαίνει τούτο;
Η εκφώνησίς του επέφερε σωτήριον αποτέλεσμα. Η φωνή του διέλυσεν, ούτως ειπείν, τα μάγια, υπό την επήρειαν των οποίων διετέλει η αδελφή του Κ. Μελέτη. Ανέπνευσε βαθέως στενάξασα, αι χείρες έπεσαν επί των γονάτων της, οι οφθαλμοί της εκλείσθησαν, το αίμα ανήλθεν εις τας παρειάς της, αλλά δεν ηδύνατο εισέτι να προφέρη λέξιν.
Ο Κ. Μελέτης έλαβεν αντ' αυτής τον λόγον.
— Συγχωρήσατε, παρακαλώ, κύριοι, την αδελφήν μου κι εμέ δι' αυτήν την απρεπή ένδειξιν της εκπλήξεώς μας. Το αληθές είνε ότι ο Κ. Μαιμάς ομοιάζει τόσον ένα νέον, ο οποίος...τον οποίον προ ετών πολλών δεν είδομεν, ώστε η αδελφή μου .... Σας εντρέπομαι αληθώς, Κύριε Μαιμά.... Σοφία, τι θα λέγουν οι Κύριοι! Καληνύκτισέ τους.
Η κυρία Σοφία ηγέρθη, επροσπάθησεν εις μάτην να προφέρη καταληπτάς τινας λέξεις απολογουμένη, μας εκαληνύκτισε, χωρίς όμως να μας δώση την χείρα, και εξήλθε του δωματίου.
Ο Κ. Μελέτης έμεινεν ολίγα εισέτι λεπτά μεθ' ημών, προσπαθών να διασκεδάση την δυσάρεστον εντύπωσιν, την οποίαν επροξένησεν εις τον Νίκον η έκστασις της αδελφής του. Αλλά, μολονότι ο εξάδελφός μου απεκρίνετο με την απαιτουμένην ευγένειαν, ο γέρων ενόησεν ότι το καλλίτερον ήτο ν' αφήση το πράγμα να παρέλθη και να λησμονηθή αφ' εαυτού, ώστε, χωρίς να παρατείνη την συνδιάλεξίν, μας ηυχήθη καλόν ύπνον και μας αφήκε μόνους.
Ενώ ήνοιγεν εξερχόμενος την θύραν του δωματίου, είδα έξω εις την αίθουσαν την άκραν του φορέματος της Κυρίας Σοφίας. Επερίμενε τον αδελφόν της. Έκλεισα την θύραν μετά σπουδής. Εφοβήθην μη την ίδη και ο Νίκος.
Διατί και πόθεν η τοιαύτη μου μέριμνα, κι εγώ δεν ηξεύρω. Αλλ' ο Νίκος είχεν επίσης ίδει την άκραν της εσθήτος και, δραμών ακροποδητί προς την θύραν, έκυψε και προσεκόλλησε τον οφθαλμόν του εις την κλειθρίαν. Ηγανάκτησα διά το άτοπον της πράξεως και επροσπάθησα να τον αποσύρω εκείθεν, αλλ' ήτο στερεός ως βράχος. Δεν ετόλμων να τον επιπλήξω υψών την φωνήν, διότι ήκουα έξω τον ψιθυρισμόν των δύο αδελφών.
Τι έλεγον;
Το εξομολογούμαι προς αίσχος μου η περιέργεια υπερέβαλε την χρηστοήθειαν. Επλησίασα κι εγώ το αυτίον μου εις την χαραμμίδα της θύρας.
— Να μη τον ιδή η Ελένη, εψιθύριζεν η Κυρία Σοφία. Δι' όνομα Θεού, να μη τον ιδή! Θ' αποθάνη!
— Σιωπή! εψιθύρισεν ο Κ. Μελέτης.
— Ο ίδιος, απαράλλακτος! Οσάν να εβρυκολάκιασε!
— Σιωπή, επανέλαβεν ο γέρων, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι.
Ο Νίκος ανωρθώθη. Ήτο κατακόκκινος.
— Την ήκουσας, είπε. Μ' επήρε διά βρυκόλακα! Και απεπειράθη να γελάση. Ήτο άγριος ο βεβιασμένος εκείνος γέλως του.
— Ησύχασε, αδελφέ, δεν είπε τούτο. Αλλά, επρόσθεσα, και αν το είπε, καλά έκαμε, διά να μάθης άλλην φοράν να γίνεσαι ωτακουστής!
Ωτακουστής δεν έγεινε μόνος ο Νίκος, αλλά, καθώς συνήθως συμβαίνει, αντί να επιπλήξω τον εαυτόν μου επέρριπτα εις εκείνον το σφάλμα. Όπως δήποτε, η ώρα δεν ήτο κατάλληλος διά μαθήματα ηθικής. Τουλάχιστον ο Νίκος ούτε ακρόασιν ούτε απόκρισιν έδωκεν εις τους λόγους μου, αλλά με τόνον φωνής μη επιδεχόμενον συζήτησιν:
— Να φύγωμεν, είπε. Να φύγωμεν απ' εδώ μίαν ώραν αρχήτερα!
— Καλά, Νίκο! Τώρα να φύγωμεν δεν είναι δυνατόν. Ας περάσωμεν την νύκτα και αύριον βλέπομεν. Ας πλαγιάσωμεν τώρα.
— Να πλαγιάσωμεν! Πού ύπνος;
Μετά κόπου και μόχθου τον έπεισα, όχι να κοιμηθή, αλλά να εκδυθή και να εξαπλωθή εις το στρώμα, διά να δώσω δε το καλόν παράδειγμα, ήρχισα να εκδύωμαι. Ανεφύη τότε νέον ζήτημα: Εις ποίαν κλίνην θα κοιμηθώ εγώ. Ήθελα να λάβη εκείνος την σιδηράν, διότι εφοβούμην μη αι σανίδες της άλλης χορεύουσαι την νύχτα επάνω εις τα τρίποδά των δώσουν νέαν αφορμήν ταραχής εις τα αρκούντως ήδη ταραγμένα νεύρα του. Αλλ' ο Νίκος δεν επείθετο. «Εγώ, ο εις ανάρρωσιν, έπρεπε να λάβω κατοχήν της καλλιτέρας κλίνης, — και τι θα έλεγεν η μήτηρ μου, — και επί τέλους χρεωστώ να τον υπακούω διότι ήτο μεγαλείτερος.» Ενέδωσα διά να δοθή πέρας εις την συζήτησιν, αφού όμως την παρεξέτεινα επίτηδες επί αρκετήν ώραν, επί σκοπώ να δώσω νέαν διεύθυνσιν εις τας σκέψεις του. Ενόμισα δε ότι το κατώρθωσα ιδών αυτόν επί τέλους εκθηλυκώνοντα τα κομβία του, και ήρχισα να ελπίζω ότι θα κοιμηθώμεν.
Αλλ' αγνοώ υπό τίνος σκέψεως κινούμενος, ο ευλογημένος, διέκοψεν αίφνης τας προς κατάκλισιν προετοιμασίας και, αφού πρώτον εκλείδωσε την θύραν, επεδόθη εις λεπτομερή εξέτασιν του δωματίου. Έως και τας κρεμαμένας σινδόνας ανεσήκωσε διά να ίδη μη κρύπτεταί τι υπό τας κλίνας. Αφού δε ηρεύνησε τα επί του πατώματος, ήρχισε να εξετάζη και τα επί των τοίχων. Παρηκολούθουν τας κινήσεις του εν σιωπή, μειδιών λάθρα διά την ανησυχίαν του.
Υπεράνω της κλίνης του εκρέμαντο επί του τοίχου τρεις εικόνες· εν τω μέσω η Παναγία, εκατέρωθεν δε ο άγιος Νικόλαος και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Κάτωθεν των εικόνων ήτο καρφωμένον επί του τοίχου, διά τεσσάρων καρφίων ορειχαλκίνων, ύφασμα επίμηκες κεντητόν. Εφαίνετο ότι ετοποθετήθη εκεί προς τιμήν των εικόνων υπό γυναικείας φιλαρέσκου χειρός. Το κέντημα δεν είχε τι το αξιοπερίεργον, αλλ' ο Νίκος το περιειργάζετο μετά πολλής προσοχής. Κρατών διά της αριστεράς του λύχνον, ανεσήκωνε διά της δεξιάς την μεταξύ των καρφίων πλευράν του υφάσματος βλέπων το υπό το κέντημα. Αίφνης γονατίζει επί της κλίνης, πλησιάζει τον λύχνον εις τον τοίχον και κύπτει την κεφαλήν διά να ίδη καλλίτερα. Έπειτα, χωρίς να προφέρη λέξιν, προσπαθεί διά των δακτύλων ν' αποσπάση του τοίχου το επί της κάτω γωνίας καρφίον.
— Τι κάμνεις εκεί; ηρώτησα πλησιάζων.
Το καρφίον δεν απεσπάτο ευκόλως.
— Τι είναι αυτά, Νίκο! Δεν αρκεί ότι ωτακουστούμεν, θ' αρχίσωμεν τώρα και ν' ανοίγωμεν τους τοίχους!
Ο Νίκος δεν απεκρίθη, αλλ' εξηκολούθησε την εργασίαν του. Το καρφίον ενδίδον εις τον κλονισμόν των δακτύλων του εχαλαρώθη βαθμηδόν και εξήχθη από τον τοίχον και από το κέντημα. Ο Νίκος, γονατιστός επί της κλίνης, ανεσήκωσε με την μίαν χείρα το ύφασμα, φωτίζων διά της άλλης τα υπ' αυτό. Ο τοίχος ήτο ζωγραφισμένος.
Ομολογώ ότι, υπό την πρόσφατον έτι εντύπωσιν του τρόμου και των ψιθυρισμών της Κας Σοφίας, και του μυστηρίου, του προφανώς αναγομένου εις την άγνωστον νέαν, της οποίας τον θάλαμον κατείχομεν, — κατά την ώραν εκείνην της νυκτός, — εν τω μέσω της σιωπής της ευρείας εκείνης αρχαίας οικίας, — υπό το φως του λύχνου τρέμοντος εις την χείρα του Νίκου, — ομολογώ ότι δεν έβλεπα με ψυχράν αδιαφορίαν την επί του τοίχου εικόνα, την οποίαν μετά δέους παρετήρει ο εξάδελφός μου.
Εντός περιθωρίου εκ σταυρών και κρανίων μικρών, εναλλάξ συνδεομένων εν είδει αλύσεως, η ζωγραφία παρίστα κτίριον μικρόν, οποίον τα εξοχικά παρεκκλήσιά μας. Αλλά δεν εφαίνετο απλούν παρεκκλήσιον. Ήτο τάφος. Επί των δύο φύλλων της θύρας του, υπό δύο σταυρούς, υπήρχε διπλή στήλη επιτυμβίου επιγραφής, αλλ' ως εκ των μικρών διαστάσεων ο ζωγράφος, μη δυνηθείς να χαράξη τας λέξεις, απεμιμήθη απλώς την παράστασιν των ψηφίων. Εκατέρωθεν της θύρας, επί της προσόψεως του μνημείου, ήσαν ζωγραφισμένοι δύο μεγαλείτεροι σταυροί, υπό έκαστον δε των σταυρών δύο οστά χιαστί, — κάτωθεν των οστών κρανίον, — και υπό έκαστον κρανίον έν ψηφίον κεφαλαίον, αριστερόθεν Μ και δεξιόθεν Ν.
Η εικών δεν ήτο έντεχνος. Είχε ζωγραφισθή επί του λείου εκεί τοίχου διά μελάνης, υπό χειρός όχι καθ' υπερβολήν εμπείρου. Αλλ' η ατέλεια αυτή της τέχνης επηύξανε την αγριότητα του απεικονίσματος, ιδίως περί την παράστασιν των δύο κρανίων. Τα άνισα ανοίγματα των οφθαλμών είχον τι το υπέρ φύσιν αποτρόπαιον. Αι γυμναί σιαγόνες διεστέλλοντο εις τρόπον ώστε τα άνευ χειλέων εκείνα στόματα εφαίνοντο γελώντα σατανικόν γέλωτα. Γύρω γύρω δε τα μεταξύ των σταυρών μικρά κρανία έβλεπον και εκείνα με τους κενούς των οφθαλμούς και εγέλων με τα άσαρκα στόματά των.
Η εικών ενέπνεεν αληθώς φρίκην!
Ο Νίκος δεν ηδύνατο ν' αποσπασθή από την θέαν της. Αλλά κ' εγώ μετά δυσκολίας εκυρίευσα την ταραχήν μου.
— Άφησε, είπα επί τέλους. Αρκετά εθαυμάσαμεν το καλλιτέχνημα τούτο.
Και απέσυρα διά της βίας από τα δάκτυλά του την άκραν του υφάσματος, το οποίον κατέπεσε και εκάλυψε την φρικώδη ζωγραφίαν.
Ο Νίκος κατέβη από την κλίνην και εκάθισεν επ’ αυτής. Ήτο κάτωχρος. Έλαβα εκ της χειρός του τον λύχνον και τον κατέθεσα επί της τραπέζης. Ήθελα να είπω τι διά να τον καθησυχάσω, αλλ' αι λέξεις δεν ανήρχοντο εις τα χείλη μου. Έλαβα μηχανικώς το καρφίον, το οποίον είχε πέσει επί της κλίνης και επροσπάθησα να το βάλω εις την προτέραν θέσιν του. Η εργασία αύτη με απησχόλησεν επί τινας στιγμάς.
— Ιδού, είπα, διωρθώθη το πράγμα και δεν θα εννοήσουν αύριον ότι διεσκεδάσαμεν την νύκτα αποκαλύπτοντες τα μυστικά των.
— Τι ήθελες να με φέρης εις αυτό το κατηραμένον μέρος! υπέλαβεν ο Νίκος. Αφότου εφθάσαμεν εις τον άγριον λιμένα του, προησθάνθην ότι κάτι κακόν μας περιμένει εδώ. Να φύγωμεν!
— Καλά, Νίκο! Είμεθα σύμφωνοι. Αύριον αναχωρούμεν.
— Αύριον! Πώς;
— Θα εύρωμεν κάτω εις την Σκάλαν κανέν καΐκι. Δεν εχάθη ο κόσμος.
— Καΐκι! Ελησμόνησες την υπόσχεσίν σου προς την μητέρα σου;
— Λοιπόν πώς να γείνη;
— Να ζητήσωμεν αλλού φιλοξενίαν. Έχει και άλλα χωρία εις την νήσον.
— Τούτο δεν γίνεται, Νίκο. θα είναι προσβολή μεγάλη διά τον Κ. Μελέτην. Ο άνθρωπος μας υπεδέχθη με τόσην καλοσύνην, τόσην προθυμίαν.
Εξηκολουθήσαμεν σχολιάζοντες επί ώραν πολλήν το πράγμα. Παρεδέχετο και ο Νίκος το άτοπον του να προσβληθή δωρεάν ο Κ. Μελέτης, αλλ' επ’ ουδενί λόγιο επείθετο να μείνωμεν μίαν ολόκληρον εβδομάδα εις την οικίαν του. Εις τούτο δεν αντέτεινα, διά λόγους, τους οποίους εθεώρησα περιττόν να διακοινώσω εις τον εξάδελφόν μου. Χωρίς να γνωρίζω τι μυστήριον κρύπτεται υπό την στέγην του Κ. Μελέτη, ήμην αρκούντως πεπεισμένος εξ όσων είδα και ήκουσα, ότι η παρουσία μας δεν ήτο βεβαίως ευάρεστος εις τον οικοδεσπότην και εις την αδελφήν του, και ότι η του Νίκου ιδίως ήτο επικίνδυνος διά την θυγατέρα του φιλοξενούντος ημάς. Έπρεπε ν' αναχωρήσωμεν, όχι χάριν των προλήψεων και των φόβων του εξαδέλφου μου, αλλά χάριν της θυγατρός του Κ. Μελέτη.
Αλλά πώς ν' αναχωρήσωμεν;
Μετά πολλά ευρέθη η ζητουμένη διέξοδος. Το ατμόπλοιον διά του οποίου ήλθομεν εις την νήσον επέστρεφεν εκ του γύρου του την νύκτα της μεθαύριον. Επιβιβαζόμενοι εις αυτό ηθέλομεν, ναι μεν, επανέλθει και πάλιν εις την νήσον εκ της οποίας σήμερον το πρωί ανεχωρήσαμεν, αλλ' εκείθεν ηδυνάμεθα την προσεχή εβδομάδα να επαναλάβωμεν την περιοδείαν, κατά το αρχικόν δρομολόγιόν μας. Θ' απορήσουν οι εκεί φίλοι διά την απροσδόκητον επάνοδόν μας, αλλά τούτο αδιάφορον. Ευρίσκομεν πρόφασίν τινα προς εξήγησίν της, χωρίς να εκθέσωμεν την υπόληψιν του Κ. Μελέτη ή της οικίας του. Το ουσιώδες είναι, έλεγα προς τον Νίκον, ότι ούτε βρυκόλακες υπάρχουν εκεί, ούτε γυναίκες νευρικαί, ούτε σταυροί και κρανία επί των τοίχων, και ότι περιορίζεται ούτως εις μόνην μίαν εισέτι νύκτα η διαμονή μας υπό την στέγην του Κ. Μελέτη.
Ο Νίκος, βλέπων ότι δεν ήτο δυνατόν να γείνη αλλέως, παρεδέχθη το σχέδιόν μου, διαμαρτυρόμενος όμως ότι δεν μένει περισσότερον και ότι, εάν εγώ μετανοήσω, εκείνος θ' αναχωρήση εξ άπαντος. Τούτο εγνώριζα ότι ήτο απειλή προς εκφόβισίν μου και ότι υπό ουδεμίαν περίστασιν δεν θα με απεχωρίζετο, αλλά τον εβεβαίωσα, ουχ ήττον, ότι δεν θα μετανοήσω και ότι μεθαύριον θ' αναχωρήσωμεν αφεύκτως.
— Τώρα λοιπόν ησύχασε, Νίκο, και κοιμήσου.
— Πώς θέλεις να κοιμηθώ με αυτά τα κρανία απ' επάνω μου!
— Όπως θέλεις, εγώ όμως θα κοιμηθώ.
Εξεδύθην και έπεσα εις τα μαλακά στρώματα της σιδηράς κλίνης, ενώ ο Νίκος εξηπλώθη με τα ενδύματά του επί της κλίνης του, με απόφασιν να μη σβύση τον λύχνον και να περιμείνη ούτω την ανατολήν του ηλίου.
Δεν έχω την συνήθειαν να κοιμώμαι με τον λύχνον καίοντα, αλλά δεν ήτο τούτο το εμποδίζον τον ύπνον να κλείση τα βλέφαρά μου. Ο νους μου ήτο εις την θυγατέρα του Κ. Μελέτη. Περί αυτής εσκεπτόμην. Διατί αν ιδή τον Νίκον θ' αποθάνη; Και διατί η εικών του Αγίου Νικολάου εις το δωμάτιόν της; Διατί προ πάντων το κεφαλαίον εκείνο Ν υπό τον σταυρόν και το κρανίον;
Επροσπάθουν ν' αναπλάσω διά της φαντασίας το άγνωστον δράμα, το οποίον υπέκρυπτον οι τρόμοι της Κυρίας Σοφίας και οι λόγοι του αδελφού της και η υπό το κέντημα εικών, αλλά δεν ηδυνάμην να καταλήξω εις συμπέρασμα ικανοποιούν την περιέργειάν μου. Αλλ' όμως πρέπει να εξεύρω τρόπον να διαφωτίσω το μυστήριον. Πώς; — Εσχεδίαζα προς τούτο μυρία σχέδια. Ενεφανίζοντο αλληλοδιαδόχως ως φάσματα ενώπιον μου η γραία υπηρέτρια, ο Γεώργης, ο Παντελής. Συλλαμβανόμενοι εις τα έντεχνα δίκτυά μου, απεκρίνοντο εις τας πλαγίας ερωτήσεις, τας οποίας επιτηδείως έθετα εις αυτούς· επρόδιδον άκοντες το μυστικόν. Αλλ' αι αποκρίσεις των δεν είχον σειράν ούτε νόημα και επανηρχόμην εις την αυτήν και πάλιν σύγχυσιν ιδεών. Ενύσταζα!
Επί τέλους, διά να καθησυχάσω την φαντασίαν μου, εσκέφθην ότι έχω δύο ημέρας εισέτι ενώπιόν μου και μίαν νύκτα, και ότι θα παρουσιασθή εις το διάστημα τούτο ευκαιρία να πληροφορηθώ την αλήθειαν, ώστε κλείσας τα βλέφαρα απεφάσισα να κοιμηθώ.
Αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο. Δεν ήρχετο δε διότι, κατά κακήν τύχην και ωσάν να μη ήρκουν τα άλλα, ηγέρθη αίφνης σφοδρότατος άνεμος και εβόυζε μαινόμενος περί τους τοίχους της οικίας, και εσύριζε σείων τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Ενίοτε μου εφαίνετο ότι κλονείται η οικία ολόκληρος και η κλίνη μου συγχρόνως. Ελυπούμην τον δυστυχή Νίκον αναλογιζόμενος οποίαν εντύπωσιν θα προξενή εις αυτόν η βοή της τρικυμίας. Τον παρετήρουν κρυφίως ημιανοίγων τα βλέφαρα. Έμενεν ακίνητος επί της κλίνης του, με τας χείρας σταυρωμένας υπό την κεφαλήν και τους οφθαλμούς ανοικτούς, προσηλωμένους εις την οροφήν. Δις ή τρις τους έστρεψε προς εμέ και μου απέτεινε ταπεινή τη φωνή τον λόγον, ερωτών εάν κοιμώμαι. Δεν απεκρίθην, προσποιούμενος ότι κοιμώμαι. Δεν είχα διάθεσιν διά συνομιλίαν. Και τι να είπω; Άλλως δε ησθανόμην σφοδρώς την ανάγκην ύπνου.
Επί τέλους απεκοιμήθην.
Δεν γνωρίζω προ πόσης ώρας εκοιμώμην ότε, εξαίφνης, ησθάνθην επί του ώμου μου ψυχράν και βαρείαν χείρα σείουσάν με. Ήνοιξα έντρομος τους οφθαλμούς και ανεκάθισα επί της κλίνης. Ο Νίκος ίστατο ενώπιον μου με τον δάκτυλον επί των χειλέων.
— Σιωπή, εψιθυρισε. Κάτι τρέχει εδώ. Άκουσε!
Τω όντι ηκούοντο έξω εις την αίθουσαν βηματισμοί ελαφροί και ψιθυρισμοί. Επήδησα εκ της κλίνης και έδραμα προς την θύραν αψοφητί.
Δυστυχώς, εις τας ατόπους πράξεις άμα γείνη άπαξ το πρώτον βήμα, τετέλεσται! πρό τινων ωρών ηγανάκτησα κατά του εξαδέλφου μου, ότε κατεσκόπευσε τον Κ. Μελέτην και την αδελφήν του, ηγανάκτησα δε και κατά του εαυτού μου, διότι τον εμιμήθην. Τώρα, εκόλλησα τον οφθαλμόν εις την κλειθρίαν, χωρίς καν να σκεφθώ ότι παρέβαινα τους κανόνας της χρηστοηθείας. Η αίθουσα εφωτίζετο υπό των πρώτων ακτίνων της αυγής, ενώ εντός του κλειστού δωματίου μας ο καίων εισέτι λύχνος διετήρει της νυκτός την χροιάν. Ο Κ. Μελέτης περιβεβλημένος μακρόν ποδήρες φόρεμα, με σκούφον νυκτικόν επί κεφαλής, διήρχετο την αίθουσαν επιστρέφων προς το δωμάτιόν του, εις δε το άκρον της αιθούσης, επί των πρώτων βαθμίδων της κλίμακος, δύο μορφαί γυναικείαι κατέβαινον. Ανεγνώρισα όπισθεν την Κυρίαν Σοφίαν. Η άλλη ήτο νέας γυναικός μορφή. Και αι δύο κατάμαυρα ενδεδυμέναι. Δεν ήσαν βεβαίως φαντάσματα ούτε εξωτικά. Τας ήκουσα βαθμηδόν απομακρυνομένας, μέχρις ου εκλείσθη μετά κρότου η εξώθυρα της οικίας.
Ότε εστράφην προς τα οπίσω, ο Νίκος όρθιος εν τω μέσω του δωματίου, εσταυροκοπείτο.
Είχεν αποκοιμηθή επί τέλους και αυτός, αλλά τον ανήσυχον ύπνον του διέκοψεν η εντός της οικίας κίνησις. Δεν είχεν εισέτι συνέλθει εντελώς εκ του ύπνου ότε, υπό το κράτος των νυκτερινών εντυπώσεών του, με εξύπνησε κατάτρομος. Την φοράν ταύτην ηδυνήθην άνευ προσποιήσεως να γελάσω διά τους φόβους του, βοηθούντος μάλιστα και του φωτός της ημέρας.
Έσβυσα τον λύχνον και ήνοιξα το παράθυρον διά να εισέλθη εντός του δωματίου ο καθαρός αήρ της αυγής και αι χαρμόσυνοι ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου.
Ο άνεμος είχε κοπάσει, ο δε ουρανός ήτο αίθριος. Ήτο μεγαλοπρεπής και ωραία η εκ του παραθύρου θέα! Η οικία ήτο εκ των σχηματιζουσών τον εξωτερικόν περίβολον του Κάστρου, έκειτο δε υπεράνω της κοιλάδος και απέναντι του αποκρήμνου ακρωτηρίου, το οποίον χθες, εις το φως της δείλης, μας επροξένησε τόσον πένθιμον εντύπωσιν. Ήδη, βλεπόμενον άνωθεν και φωτιζόμενον υπό του ηλίου, δεν είχε την χθεσινήν απαισίαν μορφήν του. Αλλ' ουχ ήττον και σήμερον είχε τι το άγριον και το επιβλητικόν η απότομος γραμμή την οποίαν διέγραφεν εις τον ουρανόν, βυθιζόμενον εκ τοσούτου ύψους εντός της θαλάσσης. Επί της κορυφής του ήστραπτε μακρόθεν υπό τας ακτίνας του ήλιου ταπεινόν τι λευκόν οικοδόμημα, κατά πάσαν πιθανότητα εξοχικόν παρεκκλήσιον.
Η καλλιεργημένη κάτω κοιλάς, βαθμηδόν ανυψουμένη, εστενούτο εις φάραγγα και απέληγεν εις πυκνόν ελαιώνα. Προς τα δεξιά, κάτωθεν του κρημνού επί του οποίου υπήρχε το Κάστρον, ελεύκαζον αι ολίγαι οικοδομαί της Σκάλας. Οι οφθαλμοί μου επλανώντο και επανεπαύοντο εις μυρίας χαριέσσας λεπτομερείας, αλλ' επανήρχοντο και πάλιν εις το φοβερόν απέναντι ακρωτήριον και εις το λευκόν επί της κορυφής παρεκκλήσιον.
Πέρα του ακρωτηρίου ηπλούτο η κυανή έκτασις του Αιγαίου, μακράν δε, διά μέσου της πρωινής ομίχλης, διεκρίνοντο κυαναί επίσης αι κορυφαί των απεχουσών νήσων.
Με απέσπασεν εκ της προσοχής, με την οποίαν επεξειργαζόμην το ποικίλον εκείνο πανόραμα, ήχος φαιδρός κωδώνων εκ παρακειμένης εκκλησίας. Με ανέμνησεν ότι η ημέρα ήτο Κυριακή.
Ότε, αφού ηυτρεπίσθημεν με την ησυχίαν μας, εξήλθομεν από το δωμάτιόν μας, εύρομεν τον Κ. Μελέτην εις την αίθουσαν, πίνοντα τον καφέν του. Μας εκαλημέρισε με ευπροσηγορίαν, εις την οποίαν ουδέν διεκρίνετο ίχνος των χθεσινών επεισοδίων, και κτυπήσας τας παλάμας εφώναξε, «Μαρία, Μαρία».
Η γραία υπηρέτρια μας έφερε τον καφέν.
— Πώς είναι η Κυρία Σοφία; ηρώτησα.
— Πολύ καλά, ευχαριστώ, απεκρίθη ο Κ. Μελέτης μειδιών. Απόδειξις δε, ότι εξήλθε πρωί πρωί με την θυγατέρα μου. Επήγαν να περάσουν την Κυριακήν των εις το Μοναστήρι των γυναικών.
Δεν εχρειάζετο πολύς νους διά να εννοήσω ότι η αποχώρησις αύτη της θείας και της ανεψιάς συνεβιβάσθη διά να μη ιδή τον Νίκον η Κυρία Ελένη. Το πράγμα εξοικονομήθη ούτω διά σήμερον. Τι άρά γε θα μηχανευθή διά την επαύριον;
— Λοιπόν, υπέλαβα, δεν θα έχωμεν την τιμήν και την ευχαρίστησιν να ίδωμεν την Κυρίαν θυγατέρα σας;
— Βεβαίως! Το εσπέρας θα επανέλθη. Με επεφόρτισε να σας ζητήσω συγγνώμην διά την απουσίαν της, αλλά θ' απολογηθή μόνη της το εσπέρας.
Το εσπέρας! Ας περιμείνω λοιπόν, εξ ανάγκης, έως το εσπέρας.
Μετά τον καφέν επορεύθημεν εις την εκκλησίαν, όπου οι Επίτροποι μας υπεδέχθησαν μετά πάσης τιμής, προσφέροντες και λαμπάδας, κατά το σύνηθες, επί δίσκου αργυρού, εις τον οποίον εφιλοτιμήθημεν να καταθέσωμεν τον οβολόν μας, «διά το λάδι της εκκλησίας».
Μετά την λειτουργίαν ολόκληρος η πρωία κατηναλώθη εις επισκέψεις. Ο Κ. Μελέτης μας ωδήγησε και μας παρουσίασεν εις όλας τας αρχάς και πάσας τας επισημότητας της νήσου.
Η εκτέλεσις του καθήκοντος τούτου με διεσκέδασε πολύ εις όσας άλλας νήσους επεσκέφθημεν. Μου εδίδετο ούτως αφορμή να γνωρίσω νέα πρόσωπα, πολλών εξ αυτών η γνωριμία συνετέλεσεν εις το ν' αποκαταστήση λίαν ευχάριστον την επί της πατρίδος των διαμονήν μας. Αλλ' ενταύθα ουδεμίαν εύρισκα ηδονήν εις τας χρεωστικάς ταύτας επισκέψεις. Ο νους μου ήτο αλλού, η δε απόφασις του ν' αναχωρήσωμεν την επαύριον μου αποκαθίστα όλως αδιαφόρους τας εφημέρους εκείνας γνωριμίας. Προς δε τούτοις επηύξανε την κακήν μου διάθεσιν και η αϋπνία της νυκτός. Ούτε ο Νίκος εφαίνετο καλλίτερον διατεθειμένος. Δεν ηδυνάμεθα όμως ν' αποφύγωμεν το επακόλουθον τούτο της τόσον ευγενώς παρεχομένης φιλοξενίας, ώστε επεσκέφθημεν αλληλοδιαδόχως τον Έπαρχον, τον Δεσπότην, τον Δήμαρχον, τον οικονομικόν Έφορον, τον Σχολάρχην, τον Ειρηνοδίκην, τον πρώην βουλευτήν, την σύζυγόν του απόντος νέου βουλευτού, και διαφόρους άλλους εκ των προκρίτων της νήσου.
Ήτο άρά γε όλως αυθόρμητος η ευγένεια του Κυρίου Επάρχου, όστις μας προσεκάλεσεν εις το δείπνον, διά να διέλθωμεν την εσπέραν εις την οικίαν του; Ήσαν όλως ειλικρινείς αι διαμαρτυρήσεις του Κ. Μελέτη, επιμένοντος να μας κρατήση εκείνος; Ο Έπαρχος δεν ενέδωκεν, ο δε Κ. Μελέτης συγκατετέθη επί τέλους, υποσχεθείς μάλιστα να μας συννοδεύση εις του Κυρίου Επάρχου.
Την μεσημβρίαν ο Κ. Μελέτης μας είχε γεύμα πολυτελές, εις το οποίον παρεκάθισαν καί τινες εξ εκείνων, τους οποίους προ ολίγης ώρας επεσκέφθημεν. Όλοι άνδρες. Η Μαρία και ο Παντελής υπηρέτουν μετά ζήλου, μαρτυρούντος διά της υπερβολής του το έκτακτον της περιστάσεως. Ο δε οικοδεσπότης προήδρευε μετ' αξιοπρεπείας, ως άνθρωπος συνειθισμένος εις πάσας τας υποχρεώσεις της φιλοξενίας.
Ήτο καθ' όλα αξιοπρεπής και επιβλητικός ο Κ. Μελέτης. Το παρουσιαστικόν του, οι τρόποι του, ο τόνος της φωνής του, η ενδυμασία του αυτή, προς δε και το προς αυτόν σέβας των άλλων νησιωτών, τα πάντα εμαρτύρουν την αρχοντικήν καταγωγήν του. Ήτο τύπος της ανέκαθεν εξευρωπαϊσμένης αριστοκρατίας των νήσων μας, όπου η διατήρησις των Βενετικών παραδόσεων και η συνεχής μετά ξένων επαφή, ως εκ της διά θαλάσσης επικοινωνίας, εμόρφωσαν ήθη και έθιμα μη ανευρισκόμενα εις την Στερεάν. Τώρα ταύτα πάντα εκλείπουν βαθμηδόν. Η εξάσκησις των συνταγματικών μας θεσμών και η επίδρασις του Πανεπιστημίου επιφέρουν ανάμιξιν κοινωνικήν και ισοπέδωσιν, αίτινες επί μάλλον και μάλλον καταστρέφουν τας παλαιάς — καλάς ή κακάς — ανισότητας. Ο Κ. Μελέτης ήτο εξηκοντούτης περίπου, ισχνός, μετρίου αναστήματος. Τον ανεδείκνυεν όμως μεγαλείτερον το άκαμπτον του στήθους του και ο όρθιος λαιμός του, τον οποίον περιέδεε διά πολλών πτυχών ο καλώς εσφιγμένος λαιμοδέτης του. Ήτο ξυρισμένος τον πώγωνα και τα χείλη. Η όλη περιβολή του συνηρμόζετο προς το σοβαρόν της εκφράσεώς του και προς τον βαρύν της φωνής του τόνον, ότε ωμίλει εκφέρων βραδέως τας λέξεις. Δεν τον είδα να γελάση, αλλ', απεναντίας, εμειδία συχνάκις. Το μειδίαμά του όμως εφαίνετο προερχόμενον όχι εξ ευθυμίας, αλλ' εξ αβροφροσύνης και ευγενείας. Δεν εμειδίων ομού με τα χείλη και οι οφθαλμοί του.
Διαρκούντος του γεύματος η ομιλία περιεστράφη, ως εικός, εις τα περί της νήσου. Ο Νίκος, όστις ευτυχώς εφαίνετο λησμονήσας τα χθεσινά, εζήτει πληροφορίας από τον γείτονά του, ανεμίχθησαν δε και οι λοιποί συνδαιτυμόνες εις την συνομιλίαν και έκαστος προσέθετέ τι εις τον κατάλογον των αξιοθεάτων, όλοι δε εμεγαλοποίουν, νομίζω εκ πατριωτισμού, την αξίαν των οικοδομών ή των τοποθεσιών τας οποίας μας συνίστων να επισκεφθώμεν.
— Όλα καλά και αξιοπερίεργα, υπέλαβα εις απόκρισιν του τελευταίου λαλήσαντος, αλλά δυστυχώς δεν θα δυνηθώμεν να επισκεφθώμεν όσα μας λέγετε, διότι αναχωρούμεν αύριον.
Νομίζω ότι δεν ηπατήθην ιδών λάμψιν ευχαριστήσεως εις του Κ. Μελέτη τους οφθαλμούς, τους οποίους έστρεψε διά μιας προς εμέ. Αλλ' όμως μετά πολλής φυσικότητος προσεποιήθη έκπληξιν δυσάρεστον.
— Αύριον, ανέκραξε! Τούτο μόνον δεν γίνεται. Δεν σας αφίνομεν!
Όλοι περί την τράπεζαν επεκύρωσαν εντόνως του οικοδεσπότου τας διαμαρτυρήσεις. Ο Νίκος κι εγώ εξεφράσαμεν την λύπην μας διά την μη, εξ ανάγκης, παράτασιν της διαμονής μας, εδώσαμεν δε πολλάς υποσχέσεις προσεχούς επανόδου. Η απόφασίς μας δεν εθεωρήθη ως τελειωτική, ουδ' ημείς δ' αφ' ετέρου ενομίσαμεν αναγκαίον να την διατρανώσωμεν δι' επισημοτέρου τρόπου.
Εν τούτοις εσχεδιάσθη το πρόγραμμα εκδρομής διά την αύριον, υπό την οδηγίαν του Κ. Σπυράκη, ανεψιού του Κ. Μελέτη, αναλαβόντος αυτοκλήτως και προθύμως τα χρέη ξεναγού.
Το γεύμα παρετάθη επί ικανήν ώραν. Μόλις δε απετελειώσαμεν, μετέβημεν, χάριν του καφέ, εις την αίθουσαν, καθό αερικωτέραν, ότε ήρχισαν αι αντεπισκέψεις όσων επεσκέφθημεν την πρωίαν. Ο Δεσπότης, ο Έπαρχος, ο οικονομικός Έφορος, ο πρώην βουλευτής, ο Ειρηνοδίκης, ο Δήμαρχος, οι πρόκριτοι όλοι της νήσου ήλθον να μας αντιχαιρετήσουν.
Ολόκληρον το απόγευμα κατηναλώθη ούτω. Και όμως ησθανόμεθα την ανάγκην, ο Νίκος κι εγώ, να εξέλθωμεν ολίγον, να περιπατήσωμεν, να κινηθώμεν, ν' αναπνεύσωμεν. Τούτο εννοήσας ο Κ. Μελέτης επρότεινε, περί την δύσιν του ηλίου, εις τους πληρούντας την αίθουσαν φίλους να μας δείξουν τα ερείπια αρχαίου οικοδομήματος, εις ημισείας περίπου ώρας απόστασιν.
Εξήλθομεν λοιπόν πάντες ομού εις περίπατον, ομοιάζοντα ως εκ της πληθύος της συνοδίας προς εκδρομήν επιστημονικού συλλόγου. Θα ήτο προτιμότερον να ήμεθα μόνοι και ελεύθεροι, αλλ' η φιλοξενία επιβάλλει καθήκοντα εις τον δεχόμενον όσον και εις τον παρέχοντα αυτήν. Άλλως δε ο περίπατος ήτο τερπνός, η εσπέρα ωραία, η θέα μεγαλοπρεπής, ο αήρ ζωογόνος. Και τα ερείπια δε ήσαν αξιοπερίεργα, μολονότι, καθ' όσον ενθυμούμαι, αι αρχαιολογικαί διασαφήσεις του Κυρίου Σχολάρχου, όστις ήτο και αυτός εκ των της συνοδίας, μου εφάνησαν μάλλον φαντασιώδεις.
Επεστρέψαμεν από τον περίπατον πολύ εξώρας. Ο Κ. Μελέτης έβλεπεν ανά πάσαν στιγμήν το ωρολόγιόν του. Ότε επλησιάσαμεν εις το Κάστρον, εξέφρασε τον φόβον, ότι η Κυρία Επαρχίνα θ' ανησυχή, και επρότεινε να διευθυνθώμεν κατ' ευθείαν εις το Επαρχείον. Φυσικώ τω λόγω, δεν αντετείναμεν εις τούτο ο Νίκος κι εγώ, αλλά δεν μου διέφυγεν ο υποκεκρυμμένος σκοπός του Κου Μελέτη, θέλοντος να μας απομακρύνη της οικίας του. Ενόησα ότι διά την σήμερον δεν υπάρχει ελπίς να πραγματοποιήσω τα σχέδιά μου προς εξιχνίασιν του μυστηρίου. Αλλ' αύριον θα εξευρεθή εξ άπαντος τρόπος προς ικανοποίησιν της περιεργείας μου, την οποίαν επηύξανε και η γενική πανταχού και παρά πάντων σιωπή ως προς την θυγατέρα του Κ. Μελέτη. Ούτε κατά τας διαφόρους επισκέψεις και αντεπισκέψεις, ούτε κατά το γεύμα, ούτε βραδύτερον εις του Επάρχου, ουδείς ηρώτησε τον Κ. Μελέτην περί της Κυρίας Ελένης. Εφαίνετο ως αν υπήρχε γενική τις συνεννόησις, όπως μη γείνη λόγος περί αυτής ενώπιόν μας.
Η Κυρία Επαρχίνα, ήτις δεν είχε παρουσιασθή κατά την πρωινήν μας επίσκεψιν, μας υπεδέχθη μετά προθύμου και αφελούς φιλοφροσύνης, μη αποκρούουσα τους εκ προοιμίων επαίνους των λοιπών προσκεκλημένων διά την επιτυχίαν της κοτόπηττας, περί την κατασκευήν της οποίας διέπρεπεν, ως φαίνεται, καθό Ρουμελιώτισσα. Το δείπνον ήτο αξιόλογον, η κοτόπηττα εδικαίωσε πληρέστατα την φήμην της Κυρίας Επαρχίνας, αι προπόσεις εις υγείαν παρόντων και απόντων δεν είχον τέλος, αι περί την τράπεζαν συνομιλίαι ήσαν ζωηραί, και η ώρα παρήλθε, μέχρι βαθείας νυκτός, χωρίς να το εννοήσωμεν.
Επί τέλους ο Κ. Μελέτης ευηρεστήθη να μας υποδείξη ότι ηδυνάμεθα να αναχωρήσωμεν.
Ο Κ. Σπυράκης υπεσχέθη ότι θα έλθη το πρωί να μας παραλάβη και συνοδεύση, καθώς συνεφωνήθη, διά να ίδωμεν τα αξιοπερίεργα της νήσου.
Την θύραν μας ήνοιξε και πάλιν η γραία υπηρέτρια. Η Κυρία Σοφία δεν εφάνη, έτι δε ολιγώτερον η Κυρία Ελένη. Εις απάντησιν ερωτήσεως του Κ. Μελέτη, απορούντος δήθεν διά την μη εμφάνισίν των, η Μαρία τον επληροφόρησεν ότι αι κυρίαι εκοιμήθησαν.
Το καθ' ημάς, νομίζω ότι θα εκοιμώμεθα την νύκτα εκείνην, και αν έτι ήρχοντο όλα της νήσου τα εξωτικά να στήσουν χορόν εντός του δωματίου μας. Τόσον είμεθα νυσταγμένοι! Ο Νίκος, αρυόμενος θάρρος εκ της περί αναχωρήσεως αποφάσεώς μας, εξηπλώθη υπό τας σινδόνας της κλίνης του και εντός ολίγου εκοιμώμεθα και οι δύο βαθέως.
Το πρωί ο Κ. Σπυράκης ήλθεν από τα εξημερώματα. Έκρουσεν επί αρκετήν ώραν την θύραν μας, μέχρις ου κατορθώση να μας εξυπνήση και λάβη απόκρισιν ότι εντός ολίγου θα ήμεθα έτοιμοι.
Δεν είχομεν εξηγηθή ότι θα έλθη τόσον ενωρίς και δεν δύναμαι να αποκρύψω ότι, δυσαρεστηθείς διά το πρόωρον εξύπνημα, τον έστειλα εις τον διάβολον. Ούτε αναλαμβάνω να διαβεβαιώσω ότι δεν συμπεριέλαβα εις την αποστολήν και το σεβαστόν πρόσωπον του Κ. Μελέτη, διότι ήμην πεπεισμένος ότι εκείνος διωργάνωσε και τα της εκδρομής ταύτης. Αλλά μη έχων την ελαχίστην διάθεσιν να υποβληθώ βλακωδώς εις τας μηχανορραφίας του, είχα σχηματίσει κι εγώ από χθες το σχέδιόν μου, διά να υποσκάψω το ιδικόν του. Εννοείται όμως ότι δεν το εξεμυστηρεύθην εις τον εξάδελφόν μου.
— Νίκο, είπα προς αυτόν, ενώ εγερθείς ήδη επλύνετο και με επέπληττε διά την οκνηρίαν μου. Δεν είμαι εις τα καλά μου σήμερον. Προτιμώ να μείνω εδώ. Πήγαινε συ με τον Κύριον Σπυράκην.
Το να προφασισθώ αδιαθεσίαν, ύστερον από τα δύο ατελεύτητα χθεσινά γεύματα, δεν ήτο δύσκολον. Το δύσκολον ήτο να πείσω τον Νίκον να με αφήση μόνον. Καθ' όλην την διάρκειαν της περιοδείας ουδ' επί στιγμήν με απεχωρίσθη Είχεν υποσχεθή εις την μητέρα μου να μ' επιβλέπη και προσέχη διαρκώς. Και να με αφήση τώρα μόνον! Και πού; Εις την κατηραμένην εκείνην οικίαν!
Επί τέλους και μετά πολλά τον κατέπεισα, ότε ο Κ. Σπυράκης ηρώτησεν έξωθεν εάν είμεθα έτοιμοι. Ο Νίκος του ήνοιξε την θύραν και εισήλθε μετά του Κ. Μελέτη εντός του δωματίου. Ηπόρησαν και οι δύο ιδόντες με εισέτι κατάκοιτον. Ο οικοδεσπότης μάλιστα μόλις ηδυνήθη να υποκρύψη την δυσαρέσκειάν του υπό την ευγένειαν των τρόπων του. Η αγγελία ότι ήμην αδιάθετος τον συνωφρύωσεν. Προσεποιήθη ότι ανησυχεί περί της υγείας μου, αλλά δεν εξηπατώμην εγώ· εγνώριζα πού ν' αποδώσω την ανησυχίαν του. Διά να τον καθυσηχάσω έσπευσα να προσθέσω ότι, και άνευ εμού, ο Νίκος θα περιέλθη την νήσον με τον Κ. Σπυράκην. Το ψυχρόν μειδίαμα του γέροντος δεν επρόδωσε την ενδόμυχον ευχαρίστησίν του.
— Αλλ' όμως δεν θ' αναχωρήσετε απόψε, είπε.
— Λυπούμαι, απεκρίθην, ότι δεν δυνάμεθα να σας ευχαριστήσωμεν ως προς τούτο. Πρέπει αφεύκτως να φύγωμεν.
Επανέλαβε τας χθεσινάς διαμαρτυρήσεις, αλλ' ιδών το αμετάθετον της αποφάσεώς μας, την απεδέχθη μετά λύπης, απαιτών όμως υπόσχεσιν ότι θα επανέλθωμεν άλλοτε. Έδωκα άνευ δυσκολίας την ζητουμένην υπόσχεσιν, αλλ' ο Νίκος ετήρησε σιωπήν αξιοπρεπή.
Εν τούτοις ο Κ. Σπυράκης προέτρεπε τον εξάδελφόν μου να μη βραδύνουν περισσότερον. Μας απεχαιρέτων δε και οι δύο, ότε ο Κ. Μελέτης αποτεινόμενος προς τον ανεψιόν του:
— Αφού, είπεν, οι κύριοι θέλουν και καλά να φύγουν απόψε, προς τι να λάβη τον κόπον ο Κύριος Μαιμάς να επιστρέψη και πάλιν εις το Κάστρον; Το απλούστερον είναι να καταβήτε απ' ευθείας εις την Σκάλαν, όπου ερχόμεθα και ημείς προς συνάντησίν σας. Αντί δε να δειπνήσωμεν εδώ βιαστικά, στέλλω το δείπνον κάτω εις το καφενείον και τρώγομεν εκεί με την ησυχίαν μας, χωρίς να έχωμεν τον φόβον μη δεν προφθάσωμεν το ατμόπλοιον.
Εθαύμασα κατ' εμαυτόν το έντεχνον του νέου τούτου συνδυασμού του Κ. Μελέτη!
Ο Νίκος ηρώτησε τότε τον Κ. Σπυράκην κατά ποίαν ώραν υπολογίζει ότι θα ευρεθούν εις την Σκάλαν. Επανέλαβεν εκείνος λεπτομερώς τα του ήδη γνωστού προγράμματος, υπολογίζων πόση ώρα απαιτείται από σταθμού εις σταθμόν, και εβεβαίωσεν ότι θα φθάσουν κάτω εις τον λιμένα προ της δύσεως του ηλίου.
— Πόθεν, ηρώτησα, θα καταβήτε εις την Σκάλαν;
Ο Κ. Σπυράκης εκτείνας την χείρα προς το ανοικτόν παράθυρον απεκρίθη:
— Από το ακρωτήριον άντικρυ· ο δρόμος δύσκολος, αλλ' εις τον κατήφορον δεν παίρνει πολλήν ώραν.
— Και πόσην ώραν θέλει επάνω από τα υψώματα, απ' εδώ έως την άκραν εκείνην;
— Μίαν ώραν περίπου.
— Καλά! Εάν το απόγευμα έχω διάθεσιν διά περίπατον, έρχομαι και σας ενταμώνω εκεί. Εις τας πέντε· όχι αργότερα. Όποιος φθάση πρώτος περιμένει τους άλλους.
— Σύμφωνοι, ανέκραξεν ο Νίκος.
— Πώς λέγεται το μέρος, διά να ηξεύρω εάν χάσω τον δρόμον;
— Θα σας δώσω οδηγόν, υπέλαβεν ο Κ. Μελέτης, εάν επιμένετε να υπάγετε έως εκεί.
— Ευχαριστώ. Επιθυμώ πολύ να ίδω την θέαν από το ύψωμα εκείνο.
— Φαίνεται ο κόσμος όλος απ' εκεί, είπε μετά θαυμασμού ο Κ. Σπυράκης.
— Πώς λέγεται το μέρος; τον ηρώτησα και πάλιν.
Ο Κ. Σπυράκης έστρεψε το βλέμμα προς τον Κ. Μελέτην προτού αποκριθή εις την ερώτησίν μου.
— Τα Δύο Αδέλφια, είπεν.
— Λοιπόν εις τας πέντε, επανέλαβεν ο Νίκος.
Οι δύο οδοιπόροι μας απεχαιρέτησαν και μετ' ολίγον ηκούσθη ο κρότος των ποδών των ημιόνων των επί της στενής λιθοστρώτου οδού.
Ο Κ. Μελέτης με παρεκίνησε ν' αναπαυθώ όσον θέλω και με επληροφόρησεν ότι, οπόταν ετοιμασθώ, θα τον εύρω αναγινώσκοντα έξω εις την αίθουσαν.
Πράγματι δεν εβιάσθην. Ο Κ. Μελέτης ανεγίνωσκε μετά προσοχής τας εφημερίδας των Αθηνών, τας οποίας είχε φέρει προχθές το ατμόπλοιον. Μετά τας συνήθεις φιλοφρονήσεις και αφού τον διεβεβαίωσα ότι η αδιαθεσία μου δεν ήτο αξία λόγου, με επρότεινε να εξέλθωμεν εις περίπατον μικρόν, μέχρις ου ετοιμασθή εντός ολίγου το γεύμα.
— Δεν θα ίδωμεν τας κυρίας προ του γεύματος; ηρώτησα.
— Εάν αγαπάτε, βεβαίως, είπεν ο Κ. Μελέτης εγειρόμενος.
Ηγέρθην κι εγώ.
— Με συγχωρείτε, επρόσθεσε, να ίδω εάν είναι εις το δωμάτιόν των.
Έμεινα μόνος. Επί τέλους το κατώρθωσα, θα την ίδω την μυστηριώδη Κυρίαν Ελένην! Η επιδεξιότης μου ενίκησε την πονηρίαν του πατρός της! Επερίμενα την επιστροφήν του αγαλλόμενος κατ' εμαυτόν διά την επιτυχίαν μου.
Δεν επερίμενα πολλήν ώραν.
— Ορίσατε, είπεν ο Κ. Μελέτης επιστρέψας εις την αίθουσαν.
— Θα σας παρακαλέσω μόνον, επρόσθεσε σταθείς εν τω μέσω της αιθούσης, να μη αναφέρετε ενώπιον της θυγατρός μου το όνομα του εξαδέλφου σας.
Προτού ανοίξη την θύραν του δωματίου εις το οποίον με ωδήγει, εστάθη και πάλιν.
— Θα ιδήτε ότι η κόρη μου δεν είναι πολύ ομιλητική...
Διεκόπη και εδίστασεν, ως αν ήθελε να είπη πλειότερα, αλλά δεν είπε τίποτε και ήνοιξε την θύραν.
— Ορίσατε!
Εισήλθομεν εντός του δωματίου.
Η Κ. Σοφία διακόψασα το ράψιμόν της ηγέρθη και ελθούσα προς ημάς μου έτεινε φιλοφρόνως την χείρα, ερωτώσα μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της υγείας μου. Δεν ηξεύρω τι και πώς απεκρίθην. Οι οφθαλμοί μου ήσαν προσηλωμένοι εις την νέαν, προς την οποίαν επλησίασεν ο Κ. Μελέτης.
Εκάθητο πλησίον του παραθύρου, με βιβλίον ανοικτόν επί των γονάτων. Κύψας την κεφαλήν ο Κ. Μελέτης εψιθύρισέ τι προς αυτήν, έπειτα στρεφόμενος προς εμέ.
— Η κόρη μου, είπε.
Επλησίασα και την εχαιρέτισα. Η νέα ηγέρθη βραδέως, μου έτεινε βραδέως την χείρα, ως αν ήτο κόπος πάσα της κίνησις, και τα χείλη της βραδέως επρόφερον:
— Καλώς ωρίσατε.
Μόλις ηκούετο η φωνή της.
Συνέβαλεν άρά γε εις την βαθείαν εντύπωσιν, την οποίαν μου επροξένησεν η καλλονή της, η άφατος μελαγχολία η απεικονιζομένη εις την όλην μορφήν της, εις πάσαν της κίνησιν;
Ήτο απλουστάτη η πένθιμος ενδυμασία της, αλλά δεν απέκρυπτε την χάριν του ωραίου της αναστήματος. Ήτο υψηλή, οι δε ώμοι της, ως αρχαίου αγάλματος, χαριέντως προσκλίνοντες από τον ευλύγιστον λαιμόν της μέχρι των αρμών των βραχιόνων, έδιδον εις το παράστημά της τύπον ευκινησίας όλως αντιθέτου προς την βραδύτητα των αψύχων κινήσεών της.
Έφερεν επί κεφαλής μανδήλιον μαύρον αμελώς δεμένον υπό τον πώγωνα, το δε πένθιμον τούτο περιθώριον περιέκλειε πρόσωπον σιτόχρουν ωοειδές, κανονικώτατον. Το ήσυχον βλέμμα των μεγάλων μαύρων οφθαλμών της υπό τας μακράς και πυκνάς βλεφαρίδας των, τα ωχρά άνευ μειδιάματος χείλη της, εξέφραζον λύπην βαθείαν, αλλά λύπην σιωπηλήν, μη επιζητούσαν παρηγορίαν, ούτε επιδεκτικήν παρηγορίας, λύπην με την οποίαν ζη τις και με την οποίαν θ' αποθάνη.
Μ' εγοήτευσεν η θέα της, καθώς γοητεύει η θέα εικόνος ευσεβούς ή σεμνού αγάλματος. Η όψις της ενέπνεε την συμπάθειαν και επέβαλε το σέβας. Το παν περί αυτήν ήτο ως αν έλεγε: Δεν είμαι του κόσμου τούτου!
Η Κυρία Σοφία επανέλαβε την ομιλίαν, επιδεξίως και μετά πολλής ευχερείας μεταβαίνουσα από εν αντικείμενον εις άλλο, την υπεβοήθει δε και ο Κ. Μελέτης, ει και μετρών τας λέξεις κατά την συνήθειάν του. Προσεπάθουν κι εγώ επίσης, το κατά δύναμιν, να μη αφήσω την συνδιάλεξιν να διακοπή, αλλά βεβαίως ούτε σήμερον δύναμαι, ούτε τότε αμέσως θα ηδυνάμην να είπω περί τίνος ήτο ο λόγος.
Η Κυρία Ελένη δεν είπε λέξιν, μέχρις ου εγερθείς, διά να προετοιμάσω δήθεν τα πράγματά μας, απεχαιρέτισα τας κυρίας και εξήλθα του δωματίου.
Παρηκολούθει άρά γε τας ομιλίας μας; Επρόσεχε; Δεν γνωρίζω.
Γνωρίζω μόνον ότι εκλείσθην εις το δωμάτιόν μου πλήρης μελαγχολίας, με την εικόνα της ωραίας εκείνης τεθλιμμένης νέας ανεξαλείπτως εντυπωμένην εις τον νουν μου. Ησχυνόμην διά την περιέργειάν μου. Τι δικαίωμα είχα εγώ ν' αναμιχθώ εις την άγνωστον λύπην της σεβασμίας ταύτης οικογενείας; Διατί ν' αποκαλύψω το μυστικόν της; Η συναίσθησις του ατόπου της πολυπραγμοσύνης μου μετετρέπετο εις οργήν κατά του καθηγητού, όστις μας έστειλε να διαταράξωμεν την ησυχίαν της πένθιμου οικίας του Κ. Μελέτη Μετά πόσης φροντίδας μετά πόσης στοργής και αυτός και η αδελφή του περιέβαλλον την ύπαρξιν της δυστυχούς νέας, κι εγώ, αντί να σεβασθώ το πένθος το οποίον τους επεσκίαζε, μετεβλήθην εις ωτακουστήν και εμηχανώμην σχέδια προς αποκάλυψιν πραγμάτων, τα οποία επί τέλους ήσαν ξένα δι' εμέ!
Εβάδιζα άνω και κάτω εντός του δωματίου, μεμφόμενος την διαγωγήν μου και καταδικάζων την αδιακρισίαν μου.
Ήνοιξα το παράθυρον διά να διασκεδάσω τας σκέψεις μου διά της θέας της φαιδράς κοιλάδος και της κυανής θαλάσσης. Το άγριον απέναντί μου ακρωτήριον ανεκάλεσεν εις την μνήμην μου την μετά του Κ. Σπυράκη και του Νίκου συμφωνηθείσαν εκεί συνάντησιν. Ιδού το καλλίτερον μέσον προς διασκέδασιν της μελαγχολίας, η οποία μ' εκυρίευεν. Ο περίπατος θα με απασχολήση ευαρέστως, επεσπεύδετο δε ούτω και η αναχώρησίς μου από την οικίαν, όπου συνησθανόμην ότι, και άνευ του Νίκου, απέβαινεν οχληρά η παρουσία μου.
Ητοιμάσθην λοιπόν και εξήλθα του δωματίου προς ανεύρεσιν του Κ. Μελέτη, ο οποίος ανέλαβεν ευγενώς την φροντίδα να στείλη τα κιβώτιά μας εις την Σκάλαν. Μεθ' όλας δε τας παρακλήσεις μου να μη ενοχληθή, μου ανήγγειλεν ότι θα καταβή και ο ίδιος διά να μας φιλεύση και αποχαιρετίση.
Ηθέλησε να με αποτρέψη από τον περίπατον μέχρι του ακρωτηρίου, προτείνων να καταβώμεν ομού μετ' ολίγον απ' ευθείας εις την Σκάλαν, αλλ' ιδών ότι δεν μετεπειθόμην με εσύστησε, τουλάχιστον, να μη υπάγω πεζός διά να μη κουρασθώ. Ουδ' εις τούτο επείσθην, αλλ' ουχ ήττον ο φιλόξενος γέρων διέταξε τον Παντελήν να με συνοδεύση, σύρων διά παν ενδεχόμενον και εν ζώον προς ανάβασιν.
Η οδός παρηκολούθει την κορυφήν των υψωμάτων, τα οποία, περικυκλούντα την πεδιάδα, ήρχιζον από το Κάστρον και απέληγον εις το απέναντι αυτού ακρωτήριον. Καθ' όλον της πορείας το διάστημα έβλεπα κάτωθέν μου την φαιδράν καλλιεργημένην κοιλάδα και πέραν αυτής την θάλασσαν, εκ δε του άλλου μέρους εφαίνοντο τα ευρέα της νήσου οροπέδια κλίνοντα βαθμιαίως προς το πέλαγος. Αι οικίαι δύο χωρίων και μία μεγάλη μονή εφαίνοντο μακρόθεν, εις ικανήν απόστασιν.
Ο αήρ της θαλάσσης, το άρωμα των σχίνων, η ταχυτέρα ως εκ της ασκήσεως κυκλοφορία του αίματος, τα πάντα συνετέλουν εις το να με ζωογονήσουν. Εβάδιζα ταχέως και απελάμβανα πλήρη την ηδονήν του ωραίου εκείνου εσπερινού περιπάτου, αι δε μελαγχολικαί εντυπώσεις μου, χωρίς ουδαμώς ν' αποσβεσθούν, έπαυον όμως να πιέζουν ως πρότερον την φαντασίαν μου.
Ο Παντελής με παρηκολούθει σύρων το ζώον του.
Ότε επλησιάσαμεν εις την άκραν, η ομαλή μέχρι τούδε οδός στενουμένη μετεβλήθη εις ανήφορον επί μάλλον και μάλλον τραχύν και απότομον, ανερχόμενον λοξοειδώς διά της πλευράς του βράχου μέχρι της κορυφής του. Μετ' ολίγον διεκλαδούτο καταβαίνουσα, διά κλίσεως καθέτου σχεδόν, εις την κοιλάδα, προς το μέρος της Σκάλας. Ο ανήφορος εξακολουθών εγίνετο δύσβατος καθ' υπερβολήν και επικίνδυνος. Η ατραπός παρηκολούθει την οφρύν του βράχου. Οι κρημνοί κάτωθέν μου ήσαν φοβεροί, εκ δε του ύψους εκείνου έβλεπα την θάλασσαν αφρίζουσαν εις τους πόδας των και ήκουα τον ήσυχον ρόχθον της. Ο Παντελής πλησιάσας με επρότεινεν ν' αναβώ εις το ζώον του, αλλ' ηρνήθην θεωρών ασφαλέστερον να εμπιστευθώ εις τους ιδικούς μου πόδας ή εις τους πόδας της ημιόνου του. Ανέβαινα ασθμαίνων, ακουσίως δε ανελογιζόμην ότι ήμην εισέτι εις ανάρρωσιν. Ανά παν βήμα ήλπιζα ότι θα ίδω την κορυφήν και το επ’ αυτής παρεκκλήσιον, αλλ' ούτε η κορυφή εφαίνετο εισέτι, ούτε το παρεκκλήσιον, το δε βάδισμά μου εγίνετο εξ ανάγκης επί μάλλον και μάλλον βραδύτερον.
Επί τέλους εφάνη η κορυφή, συγχρόνως δε, προς άκραν μου ευχαρίστησιν, είδα εις μικράν απόστασιν τον Νίκον και τον Κ. Σπυράκην, οι οποίοι, αναβάντες εκ του αντιθέτου μέρους, ίσταντο ενώπιον του μικρού παρεκκλησίου. Δεν εστράφησαν προς ημάς. Δεν μας ήκουσαν. Ο νότιος άνεμος, από τον οποίον μας επροφύλαττον μέχρι τούδε τα πλευρά του βράχου, εσύριζεν εκεί επάνω ανεμπόδιστος. Ηθέλησα να φωνάξω προς αυτούς, αλλ' η φωνή δεν εξήρχετο εκ του ασθμαίνοντος στήθους μου.
Ο Νίκος έβλεπε το παρεκκλήσιον. Τι παρετήρει μετά τόσης προσοχής;
Ήμεθα όλως διόλου πλησίον, ότε ο Κ. Σπυράκης ακούσας βήματα εστράφη προς ημάς και ήλθεν εις συνάντησίν μου. Έστρεψε και ο Νίκος την κεφαλήν, αλλά δεν εσάλευσε. Εξέτεινε την χείρα και με προσεκάλεσε σιωπηλώς να πλησιάσω. Επλησίασα. Τότε ενόησα διατί η προσήλωσίς του.
Η επί του τοίχου του δωματίου μας εικών ήτο πιστή παράστασις του παρεκκλησίου εκείνου. Εκατέρωθεν της θύρας του ήσαν ζωγραφισμένοι διά μαύρης βαφής δύο μεγάλοι σταυροί, υπό έκαστον σταυρόν δύο οστά χιαστί, υπό τα οστά κρανίον, υπό δε το κρανίον τα αυτά κεφαλαία γράμματα, Ν αριστερόθεν και Μ δεξιόθεν. Μόνον το εκ σταυρών και κρανίων περιθώριον δεν υπήρχεν επί του παρεκκλησίου. Η επί των φύλλων της θύρας επιγραφή, αποσβεσθείσα εκ της βροχής και των ανέμων, δεν ανεγινώσκετο πλέον. Ιδού η κλεις του μυστηρίου! Ηδυνάμην επί τέλους ενταύθα να πληροφορηθώ την αλήθειαν! Αλλά δεν ετόλμων να εκφέρω την ερώτησιν, η οποία μου ήρχετο εις τα χείλη.
— Δεν είναι περίεργον το πράγμα; με ηρώτησε ταπεινή τη φωνή ο Νίκος.
Εκίνησα σιωπηλώς την κεφαλήν. Κατά την ώραν εκείνην ο πλειότερον συγκεκινημένος εκ των δύο ημών δεν ήτο βεβαίως ο εξάδελφος μου. Ενώπιον του πρωτοτύπου της επί του τοίχου εικόνος, εφαίνοντο διαλυθέντες οι προληπτικοί φόβοι του και εξήφθη η περιέργεια του, ενώ άλλαι σκέψεις εδέσμευον την ιδικήν μου. Στραφείς προς τον Κ. Σπυράκην είπεν αίφνης, άνευ οιουδήποτε προοιμίου·
— Δεν μας λέγεις την ιστορίαν αυτού του παρεκκλησίου;
Ο Κ. Σπυράκης προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε και δεν απεκρίθη. Εννοών το αίτιον της σιωπής του, απέτεινα προς αυτόν τον λόγον.
— Τον ηγάπα λοιπόν πολύ τον Νίκον η Κυρία Ελένη; ηρώτησα.
Ο Κ. Σπυράκης με προσέβλεψεν έκπληκτος.
— Πώς το γνωρίζετε; ηρώτησε.
Εκίνησα την κεφαλήν και την χείρα ως αν έλεγα· «Το γνωρίζω, και τούτο αρκεί.»
— Αχ, κύριοι, επανέλαβε μετά βραχείαν σιωπήν ο Κ. Σπυράκης· εκείνο το οποίον ημπορώ να σας είπω είναι ότι ο Νίκος την ηγάπα περιπαθώς. Αλλ' εκράτει μυστικόν τον έρωτά του. Ούτε ο Κύριος Μελέτης τον ενόησεν ούτε ο πατήρ του. Και όμως ο Νίκος ήτο εδώ πάντοτε, υπό τα βλέμματά των, ενώ ο αδελφός του έλειπε σπουδάζων εις τα ξένα. Δεν ήτο φυσικόν αυτόν, τον οποίον παιδιόθεν εγνώριζε, του οποίου ησθάνετο την μυστικήν λατρείαν, αυτόν ν' ανταγαπά και η Ελένη; Αλλ' οι γέροντες δεν τα βλέπουν αυτά, δεν τα καταλαμβάνουν! Ο πατήρ αυτών εδώ, — και έδειξε τους δύο σταυρούς, — ήθελε, κατά την τάξιν, να πρωτονυμφεύση τον Μίχον, τον πρωτότοκον, ο δε Κύριος Μελέτης ενόμισεν ότι εξασφαλίζει την ευτυχίαν της θυγατρός του δίδων αυτήν κατά προτίμησιν εις τον επιστήμονα, τον ιατρόν!
Ο Κ. Σπυράκης διέκοψε τον λόγον. Το συνήθως φαιδρόν πρόσωπόν του συνωφρυώθη. Θλιβεραί αναμνήσεις επίεζον τον νουν του, εφαίνετο δ' ευρίσκων ανακούφισιν εις την προς ημάς διακοίνωσιν των στοχασμών του. Ωμίλει προς ημάς ως προς ειδότας.
— Εδώ, εξηκολούθησεν, εδώ εις αυτόν τον κρημνόν έγεινε η φρικτή πάλη. «Ούτ' εγώ ούτ' εκείνος», είπεν ο Νίκος, ότε έμαθεν εξαίφνης την απόφασιν του πατρός του, ολίγας ημέρας αφού επανήλθεν ο Μίχος με το δίπλωμά του. Οι αρραβώνες επρόκειτο να γείνουν επισήμως την εσπέραν. Έτρεξεν ο Νίκος από τον πατέρα του εις τον Κύριον Μελέτην. Κύριος οίδε πώς ηρέθισαν οι δύο γέροντες τον νέον με τας δριμείας επιπλήξεις των. Κύριος οίδε τι λόγους οργίλους αντήλλαξαν! Ήτο έξω φρενών ο δυστυχής! «Ούτ' εγώ ούτ' εκείνος!» και εξήλθεν από το Κάστρον... Αλλά, κύριοι, προς τι σας τα λέγω αυτά; Το τέλος το γνωρίζετε.
— Δεν τον ηκολούθησε κανείς; ηρώτησα.
— Ποίος να φαντασθή τι έμελλε να συμβή! Και ούτε θα εγίνετο γνωστόν το τι συνέβη, εάν, κατά σύμπτωσιν, δεν ανέβαινε την ώραν εκείνην εδώ, κατόπιν του Νίκου, ο μόνος μάρτυς αυτόπτης του δράματος, ο Παντελής αυτός εδώ.
Εστράφημεν και οι τρεις προς τον Παντελήν. Εκάθητο καταγής, εις ολίγων βημάτων απόστασιν, στρέφων τους οφθαλμούς προς την θάλασσαν. Εκράτει εκ του σχοινίου το ζώον του, το οποίον έβοσκε μεταξύ των ακανθών επί της μικράς τριγώνου εκτάσεως της χωριζούσης το παρεκκλήσιον από το χείλος του κρημνού, το εκράτει δε σφικτά προσέχων μη το ζώον πλησιάση πέρα του δέοντος εις την άκραν.
Ο Κ. Σπυράκης επανέλαβε τον λόγον·
— Ο Μίχος είχεν έλθει από πρωίας εις τα κτήματα των εδώ πλησίον, όπισθεν του κρημνού. Προ ολίγου επεράσαμεν απ' εκεί με τον Κύριον Μαιμάν. Εκεί επήγαινεν ο Νίκος προς ανεύρεσιν του αδελφού του. Ποίος ηξεύρει τι είχε κατά νουν να ειπή, και πώς να ομιλήση! Δυστυχώς συνηντήθησαν εδώ! Ο Παντελής αναβαίνων κατόπιν του Νίκου δεν έβλεπεν ακόμη τον Μίχον. Είδε μόνον τον Νίκον να σταθή έξαφνα εις το τέλος του ανηφόρου, να σύρη από την ζώνην την μάχαιράν του και να την ρίψη εις την θάλασσαν! Όσον επλησίαζεν ο Παντελής, ήκουε τας φωνάς των δύο αδελφών, φωνάς εξηγριωμένας. Έπειτα, διά μιας, σιωπή! Ότε επί τέλους ανέβη εδώ ο Παντελής, δεν ήτο πλέον εις καιρόν να τους χωρίση. Ενηγκαλισμένοι, εις αυτήν την στενήν λωρίδα γης, επάλαιον. Ήσαν εις την άκραν του κρημνού.... Έπεσαν και οι δύο ομού, και ένα μόνον κρότον ήκουσεν ο Παντελής, ότε εβυθίσθησαν κάτω εις την θάλασσαν...
— Κυρ Σπυράκη, ανέκραξεν ο Παντελής χωρίς να εγερθή. Βλέπω τον καπνόν.
— Δεν είναι ακόμη ώρα να φανή το ατμόπλοιον!
— Το βοηθεί ο άνεμος, επρόσθεσεν ο Παντελής.
Ο Κ. Σπυράκης, περικλείων τους οφθαλμούς διά των χειρών, παρετήρησε τον ορίζοντα, όπου οι ιδικοί μας αγύμναστοι οφθαλμοί δεν διέκρινον ούτε καπνόν, ούτε τίποτε.
— Πραγματικώς! ανέκραξε. Στρεφόμενος δε προς ημάς, Κύριοι, είπε, θα τα φέρωμεν ίσα ίσα. Έως ου να καταβώμεν εις την Σκάλαν και να δειπνήσετε, το ατμόπλοιον θα είναι και φθασμένον. Αν αγαπάτε, πηγαίνωμεν.
— Εμπρός, ανέκραξεν ο εξάδελφός μου, και ηκολούθησε τον Παντελήν, ο οποίος προπορευόμενος έσυρε το ζώον του.
Έστρεψα άπαξ έτι το βλέμμα προς την πρόσοψιν του παρεκκλησίου και εβάδισα μετά του Κ. Σπυράκη προς τον κατήφορον.
— Κύριε Σπυράκη, ηρώτησα, τι είδους νέος ήτο ο δυστυχής αυτός Νίκος;
— Πώς «τι είδους»;
— Ήτο ξανθός, μαυρειδερός;... Επί τέλους, ωμοίαζε με κανένα από ημάς εδώ;
Ο Κ. Σπυράκης εσκέφθη επ’ ολίγον προτού αποκριθή.
— Μάλλον με τον Κύριον Μαιμάν παρά με σας ή εμέ.
Ήμεθα ήδη εις το άκρον της κορυφής.
— Προσοχή εδώ, είπεν ο Κ. Σπυράκης. Η αρχή του κατηφόρου είναι επικίνδυνος. Παρακάτω δεν έχει φόβον, διότι και αν σκοντάψη κανείς δεν θα κρημνισθή εις την θάλασσαν.
Ήτο αληθώς επικίνδυνον το μέρος. Μου εφάνη δε τότε πολύ επικινδυνωδέστερον ή ότε ανηρχόμην. Αλλ' ουδέν απευκταίον συνέβη και κατέβημεν ταχέως και σώοι εις την κοιλάδα.
Ο ήλιος είχε δύσει, ότε εφθάσαμεν εις την Σκάλαν.
Ο Κ. Μελέτης μας επερίμενε. Κάτωθεν δεν εφαίνετο ο καπνός του ατμοπλοίου, κρυπτομένου από το προέχον ακρωτήριον, ώστε δεν εγνώριζον εισέτι εκεί ότι θα έλθη προ της συνήθους ώρας. Αλλά το δείπνον ήτο έτοιμον και δεν εβράδυνε να στρωθή η τράπεζα εντός του μικρού καφενείου.
Δεν αντηλλάξαμεν πολλάς λέξεις κατά το δείπνον. Ετρώγαμεν εν βία, η δε εντός και εκτός του καφενείου κίνησις απησχόλει και των τριών μας την προσοχήν. Οι έτοιμοι προς απόπλουν νησιώται, και οι περιμένοντες επιβάτας, επήγαινον, ήρχοντο, ωμίλουν, εφώναζον, εχώριζον τα πράγματά των, τα εφόρτονον εντός των ολίγων λέμβων της Σκάλας· εν συνόλω η βοή και ο θόρυβος δεν μας επέτρεπον να συνομιλήσωμεν ησύχως μετά του Κ. Μελέτη, και αν έτι είχομεν πολλήν προς τούτο διάθεσιν.
Αφού απεγεύθημεν, εξήλθομεν του καφενείου. Ο εξάδελφός μου μετά του Κ. Σπυράκη διηυθύνθησαν προς την λέμβον διά να ίδουν αν ήσαν εν τάξει τα φορτωθέντα ήδη εντός αυτής κιβώτιά μας. Ο Κ. Μελέτης και εγώ επεριπατούμεν βραδέως επί της άμμου, απομακρυνόμενοι της παρά το καφενείον τύρβης.
Ο γέρων εφαίνετο ότι επεθύμει κάτι να είπη.
Πράγματι, μετά τινων λεπτών σιωπήν, διέκοψε τον περίπατον και μετά της μεμετρημένης φράσεως του,
— Κύριέ μου, είπε, σας χρεωστώ μίαν εξήγησιν. Σας την χρεωστώ τόσον μάλλον, καθόσον εννοώ κάλλιστα ότι επισπεύδετε την αναχώρησίν σας εκ λεπτότητος, και σας εντρέπομαι διά τον τρόπον με τον οποίον σας υπεδέχθην εις την οικίαν μου.
— Ω, Κύριε Μελέτη! ανέκραξα. Είμεθα ευγνώμονες διά την πρόθυμον και φιλικήν δεξίωσίν σας, απ' εναντίας δε ημείς χρεωστούμεν να σας ζητήσωμεν συγγνώμην δι' όσην ενόχλησιν και ανησυχίαν σας επροξενήσαμεν. Αλλ' ούτε ο Μαιμάς ούτ' εγώ εγνωρίζαμεν όσα τώρα γνωρίζομεν.
Ο γέρων έστρεψε προς εμέ τους οφθαλμούς, αλλ' εξηκολούθησα χωρίς να φανώ ότι παρετήρησα την απορίαν του·
— Δεν πταίομεν ημείς Κύριε Μελέτη. Ο Κύριος καθηγητής πταίει, διότι μας εσύστησεν εις την φιλοξενίαν σας, χωρίς να μας είπη τίποτε.
— Δεν πταίετε ούτε σείς ούτε εκείνος. Δεν επεσκέφθη προ ετών την πατρίδα και αγνοεί τα καθέκαστα της θλιβεράς μας υπάρξεως. Η οικία μου δεν είναι πλέον ανοικτή καθώς άλλοτε. Απέμαθα να δέχωμαι φίλους. Αλλά την εσπέραν ότε εκρούσατε την θύραν μου, εχάρην. Η πρώτη μου αμέσως σκέψις ήτο ότι η παρουσία σας ίσως συντελέση εις το να φέρη τροπήν ευχάριστον εις την κατάστασιν της θυγατρός μου. Ατυχώς η εντύπωσις την οποίαν επροξένησεν εις την αδελφήν μου η ομοιότης του Κυρίου Μαιμά με τον δυστυχή εκείνον νέον...
Ο γέρων εσιώπησε.
— Λυπούμαι κατάκαρδα, υπέλαβα διά την ατυχή σύμπτωσιν.
— Και ούτε είναι η ομοιότης τόσον καταπληκτική επί τέλους, επανέλαβεν ο Κ. Μελέτης. Αλλ' η σύμπτωσις του αυτού ονόματος, αι εξαίφνης αναζήσασαι αναμνήσεις εντός του δωματίου εκείνου, εξηγούν της πτωχής αδελφής μου την έκπληξιν. Ομολογώ ότι την συνεμερίσθην κι εγώ κατ' εκείνην την στιγμήν. Κατόπιν ηθέλησα να συζητήσω το πράγμα μαζή της. Αλλ' επιδέχονται τα τοιαύτα συζήτησιν; Ηδυνάμεθα να είμεθα βέβαιοι ότι η παρουσία του Κυρίου Μαιμά δεν θα προξενήση παρομοίαν εντύπωσιν και εις την θυγατέρα μου; Οι δε ιατροί μας προείπον ότι ο ελάχιστος τρόμος, η μικροτέρα συγκίνησις ημπορούν να επιφέρουν συνεπείας ολεθρίας! Την είδατε σήμερον τόσον ήσυχον. Αλλ' η ησυχία αύτη μόλις πρό τινων μηνών επήλθεν, ύστερον από ετών πολλών ψυχικόν κλονισμόν... Εννοείτε, Κύριέ μου...Η ελπίς μας τώρα είναι ότι την παρούσαν κατάστασιν θα διαδεχθή η υγεία. Με αυτήν την ελπίδα ζώμεν, η αδελφή μου κι εγώ, και τρέμομεν μη μας την καταστρέψη απρόβλεπτόν τι... Ιδού η εξήγησις την οποίαν ενόμισα ότι εχρεώστουν να σας δώσω.
Η φωνή του γέροντος έτρεμεν. Έθλιψα εν σιωπή την χείρα του.
Κατ' εκείνην την στιγμήν αντήχησεν αίφνης δριμύς ο συριγμός του ατμοπλοίου και εφάνησαν εν μέσω του προβαίνοντος σκότους, ως φάσμα, οι ιστοί και η καπνοδόχος του επί των ησύχων υδάτων του κόλπου.
Ο Παντελής τρέχων προς ημάς μας προσεκάλει μακρόθεν.
— Καιρός, Κύριοι, εφώναζεν.
Επεστρέψαμεν προς την λέμβον. Ο Κ. Σπυράκης ήτο ήδη εντός αυτής διά να μας συνοδεύση μέχρι του ατμοπλοίου.
Απεχαιρετίσαμεν μετ' ειλικρινούς συγκινήσεως τον αγαθόν γέροντα.
— Μη λησμονήσητε, είπεν, ότι υπεσχέθητε να επισκεφθήτε και πάλιν την νήσον μας.
— Σας υπόσχομαι, απεκρίθην, ότι μετά χαράς θα επανέλθω άμα με ειδοποιήσητε ότι επήλθεν εντελώς, καθώς εύχομαι, η υγεία της θυγατρός σας.
Δεν έλαβα έκτοτε ειδήσεις του, ουδ' επεσκέφθην πλέον την νήσον του.
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
Κατά μήνα Μάιον του 1897.